Roderick Beaton
«Η ιδέα του έθνους
στην ελληνική λογοτεχνία.
Από το Βυζάντιο
στη σύγχρονη Ελλάδα»
Παν. Εκδόσεις Κρήτης
Οκτ. 2015
Σε μια εποχή όπως η σημερινή, με σημαντικές αλλαγές, συχνά ριζικές, σε ιδρύματα και θεσμούς, μία αναδρομή δικαιολογείται, ακόμη κι αν θυμίζει γνωστά γεγονότα και καταστάσεις.
Πριν, λοιπόν, από 190 χρόνια, περίοδο κυοφορίας και απαρχές συγκρότησης του νέου ελληνικού κράτους, το κίνημα του φιλελευθερισμού έφερε, στο άλλο άκρο της Ευρώπης, τη δημιουργία Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Συγκεκριμένα, το 1827, το υπάρχον τότε Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου υπέβαλε αίτηση για βασιλική έγκριση της αναβάθμισής του, αλλά αυτή απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι δεχόταν καθολικούς, Εβραίους και λοιπούς μη Αγγλικανούς. Το 1831, η Αγγλικανική Εκκλησία υποστήριξε την ίδρυση του Κινγκς Κόλλετζ, αλλά ούτε αυτό έλαβε βασιλική έγκριση, λόγω αντίδρασης των Σχισματικών. Ο συμβιβασμός επιτεύχθηκε με την λειτουργία του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, χωρίς Σχολές, ως κέντρο εξετάσεων και χορηγίας πτυχίων στους σπουδαστές των δυο Κολλεγίων. Μόλις το 1900, κατόρθωσε να αποκτήσει αυτοτελή υπόσταση ως Πανεπιστήμιο. Σήμερα, αποτελείται από αυτόνομα κολλέγια και ινστιτούτα, όπου, στα πρώτα, συμπεριλαμβάνονται τα δυο αρχικά, γνωστά ως U.C.L. και Κινγκς Κόλλετζ.
Από το 1831, που το Κινγκς Κόλλετζ άνοιξε τις πύλες του, οι κλασικές σπουδές αποτελούν κύριο γνωστικό αντικείμενο, με τη δημιουργία Έδρας κλασικής λογοτεχνίας. Πρώτος κάτοχος της Έδρας, ο 22χρονος Ζόσεφ Αντίς, που τέσσερα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε για λόγους υγείας και στα 28 του, το 1836, απεβίωσε. Μετά το 1946 δημιουργήθηκαν δυο χωριστές Έδρες, ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας. Ενδιαμέσως, ωστόσο, το 1919, εγκαινιάστηκε η Έδρα Κοραή. Κύριοι συντελεστές στάθηκαν, ο πρεσβευτής, για κοντά 45 χρόνια της Ελλάδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, Ιωάννης Γεννάδιος και ο πρύτανης του Κινγκς Κόλλετζ από το 1913, Ρόναλντ Μόνταγκιου Μπέροουζ. Περί τον έναν αιώνα αργότερα, στις αρχές του 2016, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Τζων Κίττμερ έδωσε την ετήσια διάλεξη του Συλλόγου Φίλων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, την αφιερωμένη στη μνήμη του Γεννάδιου, που εφέτος είχε τίτλο «Ο Γεννάδιος, η Έδρα Κοραή και η πραγματικότητα των νεοελληνικών σπουδών στη Βρετανία».
Τη στάση του διπλωμάτη και λογίου Γεννάδιου την συνόψισε, θυμίζοντας μία δική του ρήση: “Εν βλέμμα επί του χάρτου και επί της Ιστορίας αρκεί να πείσει πάντας, ότι η Αγγλία είναι η μόνη φυσική σύμμαχος του ελληνισμού”. Στο Λονδίνο, το 1913, με την ίδρυση του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου, προτάθηκε, για πρώτη φορά σε αγγλικό πανεπιστήμιο, η δημιουργία Έδρας Νεοελληνικής Γραμματείας, την οποία υιοθέτησε ασμένως ο Πρύτανης. Στο συγκεκριμένο κοινό, ο ομιλητής δεν χρειαζόταν να θυμίσει, πως ο Μπέροουζ ήταν ο αρχαιολόγος, που, το 1895-96, τριαντάρης τότε, διενήργησε τις ανασκαφές σε Πύλο και Σφακτηρία. Και αργότερα, ως έμπιστος του Βενιζέλου και ανεπίσημος αντιπρόσωπος της προσωρινής κυβέρνησης του 1916 στο Λονδίνο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ.
Εύκολα πείστηκε ο Βενιζέλος, αποφασίζοντας ετήσια χορηγία, ύψους 300 στερλίνων και διάρκειας επτά ετών, για την ίδρυση Έδρας Νεοελληνικής Γραμματείας και Ιστορίας. Από την πλευρά του, ο Μπέροουζ συγκέντρωσε, από τέσσερις ελληνικές κοινότητες της Αγγλίας, 16.000 στερλίνες. Το σύνολο επέτρεπε την ίδρυση Έδρας και τη δημιουργία μίας θέσης Λέκτορα. Ονομάστηκε Έδρα Κοραή, γιατί υπερείχαν κατά πολύ οι Χιώτες δωρητές. Η πλήρης ονομασία της ήταν Έδρα Κοραή της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Στις 7 Οκτ. 1919, ο νεοεκλεγείς πρώτος κάτοχος της Έδρας, ο τριαντάχρονος ιστορικός Άρνολντ Τόυνμπη έδωσε την εναρκτήρια διάλεξη, παρουσία του Βενιζέλου, του Γεννάδιου και προφανώς, του πρύτανη. Ο Μπέροουζ απεβίωσε λίγους μήνες αργότερα (14 Μαΐ. 1920), ενώ ο Τόυνμπη, το 1924, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω της αγανάκτησης που προκάλεσαν οι φιλοτουρκικές απόψεις του, όπως τις διατύπωσε, στο βιβλίο του, «Το Δυτικόν Ζήτημα στην Ελλάδα και την Τουρκία», που εκδόθηκε το 1922, αλλά και νωρίτερα, στις ανταποκρίσεις του από το Μικρασιατικό Μέτωπο στην εφ. «Μάντσεστερ Γκάρντιαν».
Η Έδρα Κοραή και η Σχολή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας, ως αυτόνομο δίδυμο σπουδής και έρευνας της ελληνικής γραμματείας, επιβίωσε επί μακρόν, αποτελώντας “ένα από τα κορυφαία κέντρα ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό”. Με τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, η στενή εμπλοκή της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα οδήγησε στην άνθιση της Έδρας. Το 1946, ανέλαβε την Έδρα Κοραή ο βυζαντινολόγος Ρομιγύ Τζένκινς, ο οποίος και παρέμεινε μέχρι το 1960. Ακολούθησαν ο Σύριλ Μάνγκο 1963-1968 και ο Ντόναλντ Νίκολ 1970-1988. Στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας, ανανεώθηκε το φιλελληνικό ενδιαφέρον, που έφερε την πλήρη ανάπτυξη της Σχολής, με ολοκληρωμένες σπουδές, προπτυχιακές και μεταπτυχιακές, οδηγώντας σε διπλώματα όλων των βαθμίδων μέχρι και διδακτορικά. Αυτή η ευφορία σκόνταψε στη χαλεπή οικονομική κατάσταση της Έδρας, που προκάλεσε ο μικρός αριθμός φοιτητών μετά και την ένταξη, το 2004, της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 2009, εορτάστηκε η επέτειος των 90 χρόνων λειτουργίας της Σχολής. Αυτός ήταν και ο τελευταίος εορτασμός, ως αυτοκέφαλης σχολής, καθώς, Σεπ. 2010, εντάχθηκε στην πάντοτε ανθηρή Σχολή Κλασικών Σπουδών, καθώς η κλασική αρχαιότητα είναι γενικότερα αποδεκτό, ότι αποτελεί μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς του Δυτικού κόσμου. Εκείνο, που δεν εκλαμβάνεται ως δεδομένο, είναι το πόσο προνομιακός κληρονόμος εν μέσω των άλλων, είναι η σύγχρονη Ελλάδα, με ατού τη γλώσσα και την γεωπολιτική της θέση. Ενδιαμέσως, πάντως, το 1989, είχε δημιουργηθεί το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, με στόχο να ενωθεί η μελέτη του μετα-κλασικού ελληνικού κόσμου με εκείνη των αρχαίων πολιτισμών Ελλάδος και Ρώμης, που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της Σχολής Κλασικών Σπουδών. Το 2014, το Κέντρο εόρτασε την 25ετηρίδα του και αμέσως μετά, στις 30 Οκτ., ανακοινώθηκε, πως και αυτό θα υπαχθεί από τον Σεπ. του 2015, ως προς τη διδασκαλία και την έρευνα, στη Σχολή Κλασικών Σπουδών. Όπως και έγινε, παραμένοντας, ωστόσο, τμήμα του Ινστιτούτου Ερευνών Τεχνών και Κλασικών Σπουδών.
Σήμερα, υπάρχει απογυμνωμένη η Έδρα Κοραή, αφού αυτή ποτέ δεν απειλήθηκε, όπως οι πάντες ισχυρίζονται. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Σχολής Κλασικών Σπουδών, Χιού Μπόουντεν, μπορεί οι βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές να έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους, συνιστούν, όμως, απαραίτητο συμπλήρωμα των κλασικών σπουδών. Προγραμματίζεται, μάλιστα, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας της Έδρας το 2018. Ωστόσο, ο Βρετανός πρεσβευτής, στη διάλεξη που προαναφέραμε, αφού τόνισε πως “η Έδρα Κοραή συνιστά τον πυρήνα του πολύ δραστήριου Κέντρου Ελληνικών Σπουδών”, θύμισε πως πρόκειται για άπορη κόρη. Το αρχικό κληροδότημα μειώθηκε στις 100000 στερλίνες, όταν μία Έδρα, με τα σημερινά πανεπιστημιακά δεδομένα του Λονδίνου, απαιτεί 3.5 εκατ. στερλίνες. Πληροφόρησε τους παρευρισκόμενους, πως διοργανώνεται “εκστρατεία συγκέντρωσης πόρων προς ενίσχυση του κληροδοτήματος” και υπέρ της άνθισης των νεοελληνικών σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρωταγωνιστής, μέσα σε αυτό το σκηνικό, επί μία τριακονταετία, στάθηκε ο Ρόντρικ Μπήτον. Από το 1988, κάτοχος της Έδρας Κοραή, καθώς και διευθυντής της Σχολής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας μέχρι κατάργησής της. Επίσης, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών από ιδρύσεώς του. Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, ο Μπήτον, για την Ελλάδα, δεν είναι απλώς ένας σημαντικός νεοελληνιστής, στον οποίο οφείλεται η μοναδική υπάρχουσα βιογραφία Σεφέρη, όπως και μία «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία», στα αγγλικά και τα ελληνικά. Αλλά, στο πόστο που κατέχει, ο ένας και μοναδικός. Δεν γνωρίζουμε μόνο, κατά πόσο το ηλικιακό μεταίχμιο στο οποίο βρίσκεται, του επιτρέπει ενεργό διευθυντικό ρόλο.
Σκωτσέζος, γέννημα θρέμμα του Εδιμβούργου, όπου και η πρώτη μαθητεία του σε λατινικά και αρχαία ελληνικά, κάτοχος πτυχίου αγγλικής λογοτεχνίας και διδακτορικού νέας ελληνικής φιλολογίας από το παλαιότερο Κολλέγιο του Κέιμπριτζ, το μικρό αλλά περιώνυμο Πέτερχαουζ, υπότροφος του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, στα τριάντα του, το 1981, ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία ως λέκτορας νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Κινγκς Κόλλετζ και την συνέχισε, επί 28 συναπτά έτη, ως καθηγητής της Έδρας Κοραή. Με αυτήν την οπτική, η συναγωγή μελετημάτων, που εξέδωσε πρόσφατα, αποκτά διαφορετική αξία, ανεξάρτητη από το ενδιαφέρον του θέματος, που ο ίδιος επέλεξε να προβάλλει ως συνδετικό ιστό τους.
Τα συνολικά 24 μελετήματα αντανακλούν τις παλιές, καλές ημέρες εντρύφησης στη βυζαντινή και τη νεοελληνική γραμματεία. Αλλά και τις παλιές, καλές ημέρες της ελληνικής γλώσσας, που σήμερα κινδυνεύει πολύ περισσότερο από την Έδρα Κοραή. Η τρέχουσα μετάλλαξή της δεν συνιστά αντικείμενο ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως η πολιτισμική συνέχεια ή ασυνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά ζέουσα πραγματικότητα, όπου όλες οι εξουσίες και οι θεσμικοί φορείς συνεργούν ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφορούν. Όσο για τους χρήστες της γλώσσας, ανεξάρτητα καταγωγής και σχετικής κατάρτισης, είναι αθώοι του εγκλήματος, ως μη έχοντες επίγνωση της μεταβολής που επιφέρουν στη φύση της, δεδομένου ότι λειτουργούν ως μάζα, σε απόλυτη εξάρτηση από το φυσικό και τεχνικό περιβάλλον τους. Ο πρόλογος του βιβλίου εκκινεί με το ερώτημα: “Ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας;” Αναμφιβόλως, ερώτημα μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος, αλλά το οποίο, στο εξής, θα πρέπει να συμπορεύεται με τον προβληματισμό για τη συμβολή της σημερινής νεοελληνικής λογοτεχνίας στην παροντική μετάλλαξη της γλώσσας, το μοναδικό στοιχείο που απέμεινε για τη συγκρότηση της όποιας συλλογικής ταυτότητας.
Στον πρόλογο, ο Μπήτον αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου του. Σχολιάζει πως όλος ο προβληματισμός του συνοψίζεται σε φράση ενός ήρωα του πρώτου μυθιστορήματος του Θεοτοκά, την «Αργώ». Πρόκειται για έναν φοιτητή από τα Καλάβρυτα, “απλοϊκό και καλό επαρχιώτη, που αρνιότανε με αδιαλλαξία τις ιδέες και τα ήθη των συμφοιτητών του”. Αντιμέτωπος με τα επιχειρήματα “του αρχηγού της κομουνιστικής παράταξης του φοιτητικού συλλόγου”, επαναλάμβανε: “Εγώ, κύριοι, πιστεύω στην ιδέα του έθνους”. Όσο για τη στάση του Θεοτοκά “απέναντι στον μοιραίο επαρχιώτη”, δεν φαίνεται μόνο ειρωνική, όπως την εκλαμβάνει ο Μπήτον, αλλά σχεδόν χλευαστική, τασσόμενος με την πλευρά του νεόκοπου “μαρξιστή”.
Η συναγωγή απαρτίζεται από εισαγωγικό κεφάλαιο και τρία μέρη: Στο πρώτο, οκτώ μελετήματα έχουν ως επίκεντρο τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο δεύτερο, επτά, την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης κατά τον πρώτο αιώνα μετά τη συγκρότηση του έθνους-κράτους. Στο τρίτο, και πάλι επτά μελετήματα στρέφονται γύρω από τον προβληματισμό πέντε λογοτεχνών πάνω στο κεντρικό θέμα του βιβλίου (Καβάφη, τρία Σεφέρη, Καζαντζάκη, Ρίτσου, Εμπειρίκου), ενώ ένα όγδοο, το μόνο σε πρώτη δημοσίευση, αφορά τη μυθιστοριογραφία της Ρέας Γαλανάκη. Ως τίτλο αυτής της τελευταίας ενότητας, δανείζεται τον τίτλο μυθιστορήματός της, συγγενικού με το μοναδικό δικό του «Τα παιδιά της Αριάδνης», συγκεκριμένα του τέταρτου, «Ο αιώνας των λαβυρίνθων». Τίτλος, που επιλέχτηκε από την Γαλανάκη σε αντίστιξη με τον “αιώνα των Φώτων”. Εκτός από δυο μελετήματα, δημοσιευμένα την πρώτη διετία της πανεπιστημιακής του θητείας, αμέσως μετά την έκδοση της διδακτορικής του διατριβής, «Folk poetry of Modern Greece» (1981, το περί καβαφικής ειρωνείας, 1982, το αναφερόμενο στη σχέση της παλαιότερης ελληνικής λογοτεχνίας με το σύμπλεγμα ηθογραφία-λαογραφία-ρεαλισμός), τα υπόλοιπα δημοσιεύονται κατά την εικοσαετία 1988-2007, σε αγγλικά και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων.
Με το πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του, «The Medieval Greek Romance» του 1989, ανοίγει το πρώτο μέρος του πρόσφατου βιβλίου. Κατά μία άποψη, είναι το πιο ενδιαφέρον, γιατί εισαγάγει σε ένα ελάχιστα γνωστό τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας, που καταχωρείται τόσο στη βυζαντινή γραμματεία ως ουρά του “αρχαίου μυθιστορήματος”, όσο και στις απαρχές της νεοελληνικής. Κατ’ αρχήν, ο Μπήτον σκιαγραφεί “το πολιτισμικό υπόβαθρο” της λεγόμενης “Βυζαντινής Αναγέννησης”, κατά τον 12ο αι., μετά “την ήττα του Μαντζικέρτ”, όταν η δυναστεία των Κομνηνών κυβέρνησε, επί έναν αιώνα, μία κολοβωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από ανατολάς χωρίς την κεντρική Μικρά Ασία και από δυσμάς χωρίς τις δυτικοευρωπαϊκές επαρχίες. Παρότι, ωστόσο, η μάχη στην Ανατολία χάθηκε, “η κληρονομιά της ήταν η δημιουργία ενός εν πολλοίς ελληνικού κράτους, που προέκυψε από την άλλοτε πολύγλωσση Αυτοκρατορία”, όπου καλλιεργήθηκε η ελληνική, σε δυο εκδοχές, την υπεραττικίζουσα και τη δημώδη.
Στη συνέχεια, σχολιάζει “δυο ανώνυμες λογοτεχνικές αφηγήσεις” του 12ου αι., με ήρωες, “τον θαυμαστό Καππαδόκα Βασίλειο Ακρίτη” και τον Τιμαρίωνα “Καππαδόκη εκ της υπερορίου”. Η δεύτερη, κατά μία εικασία, είναι έργο του Θεόδωρου Πρόδρομου ή και Πτωχοπρόδρομου, στον οποίο, κυρίως στις σάτιρές του, αφιερώνονται δυο μελετήματα. Μετά αναφέρεται στις τέσσερις επώνυμες μυθιστορίες του 12ου αι., που οι συγγραφείς τους έχουν ως πρότυπα τα δυο από τα σωζόμενα ελληνιστικά μυθιστορήματα, εκείνα των Αχιλλέα Τάτιου και Ηλιόδωρου. Ο μόνος σχετικά γνωστός από τους τέσσερις συγγραφείς είναι ο Πτωχοπρόδρομος και η έμμετρη μυθιστορία του «Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα», η οποία, μόνο μία φορά, προ εικοσαετίας, αποδόθηκε στη νέα ελληνική, αλλά σε πεζό, από τον Κώστα Πούλο.
Οι επόμενες σωζόμενες μυθιστορίες σε δημώδη ελληνική ανήκουν στον 14ο αιώνα και είναι μόλις πέντε. Όσο για τη συνέχεια, αυτή αργεί. Έρχεται μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, με τον «Ερωτόκριτο». Ένα βασικό όσο και ενδιαφέρον θέμα, που ο Μπήτον σχολιάζει σε αυτό το πρώτο μέρος, είναι η παραλληλία της λογοτεχνικής συγγραφής σε Βυζάντιο και Δύση. Επισημαίνει αναλογίες και διαφορές στους τύπους των ηρώων και την πλοκή. Ανάλογα με την χρονική περίοδο, δίνει μία εικόνα της αμοιβαίας ή της μονομερούς διαπίδυσης που παρατηρείται, με τη διείσδυση μοτίβων και προτύπων. Αυτός ο χώρος αποτελεί πεδίο έρευνας, από το οποίο η Ελλάδα φαίνεται, ουσιαστικά, να απέχει. Μάλλον δεν υπάρχει ενδιαφέρον ούτε καν για επαρκή ενημέρωση μέσω μεταφράσεων και προσιτών σε ευρύτερο κοινό φιλολογικών δημοσιευμάτων.
Βεβαίως, κύριος κορμός του βιβλίου, σύμφωνα και με τον τίτλο του, θα χαρακτηριζόταν το δεύτερο μέρος, που εστιάζει “στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους”. Ξεκινώντας από τις απόψεις του Κοραή πως “αξίζει στους Έλληνες μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα έθνη του σύγχρονου κόσμου”, χάρις στην κληρονομιά τους, αναφέρεται στον “ελληνικό ρομαντισμό” και τα μερίδια της αποκαλούμενης Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής σε σχέση με εκείνα των μεγάλων ποιητών Σολωμού-Κάλβου-Παλαμά. Με επιμέρους μελετήματα, καλύπτει συνοπτικά όλα τα μείζονα θέματα μιας Ιστορίας νεοελληνικής λογοτεχνίας, φωτίζοντας ιδιαίτερες πτυχές. Μεταξύ άλλων, μνημονεύεται και η άμιλλα για τα πρωτεία στη συγγραφή εθνικής μυθιστορίας μεταξύ αδελφών Σούτσων και Ιάκωβου Πιτζιπίου. Μόνο ο Γρηγόριος Παλαιολόγος απουσιάζει.
Κατά τη γνώμη μας, και με βάση τις μέχρι τώρα κριτικές παρουσιάσεις του βιβλίου, το εισαγωγικό κεφάλαιο, επικεντρωμένο στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και απόψεις περί ελληνικού έθνους της τελευταίας 25ετίας, όπου η ειδική περίπτωση της Ελλάδος ομαδοποιείται και εξετάζεται στο γενικευμένο πλαίσιο, κυρίως αγγλόγλωσσων θεωριών και μοντέλων περί εθνικισμού, καλλιεργεί εσφαλμένη εντύπωση για το περιεχόμενο και, συνακόλουθα, απωθεί ένα ευρύτερο κοινό.
«Η ιδέα του έθνους
στην ελληνική λογοτεχνία.
Από το Βυζάντιο
στη σύγχρονη Ελλάδα»
Παν. Εκδόσεις Κρήτης
Οκτ. 2015
Σε μια εποχή όπως η σημερινή, με σημαντικές αλλαγές, συχνά ριζικές, σε ιδρύματα και θεσμούς, μία αναδρομή δικαιολογείται, ακόμη κι αν θυμίζει γνωστά γεγονότα και καταστάσεις.
Πριν, λοιπόν, από 190 χρόνια, περίοδο κυοφορίας και απαρχές συγκρότησης του νέου ελληνικού κράτους, το κίνημα του φιλελευθερισμού έφερε, στο άλλο άκρο της Ευρώπης, τη δημιουργία Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Συγκεκριμένα, το 1827, το υπάρχον τότε Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου υπέβαλε αίτηση για βασιλική έγκριση της αναβάθμισής του, αλλά αυτή απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι δεχόταν καθολικούς, Εβραίους και λοιπούς μη Αγγλικανούς. Το 1831, η Αγγλικανική Εκκλησία υποστήριξε την ίδρυση του Κινγκς Κόλλετζ, αλλά ούτε αυτό έλαβε βασιλική έγκριση, λόγω αντίδρασης των Σχισματικών. Ο συμβιβασμός επιτεύχθηκε με την λειτουργία του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, χωρίς Σχολές, ως κέντρο εξετάσεων και χορηγίας πτυχίων στους σπουδαστές των δυο Κολλεγίων. Μόλις το 1900, κατόρθωσε να αποκτήσει αυτοτελή υπόσταση ως Πανεπιστήμιο. Σήμερα, αποτελείται από αυτόνομα κολλέγια και ινστιτούτα, όπου, στα πρώτα, συμπεριλαμβάνονται τα δυο αρχικά, γνωστά ως U.C.L. και Κινγκς Κόλλετζ.
Από το 1831, που το Κινγκς Κόλλετζ άνοιξε τις πύλες του, οι κλασικές σπουδές αποτελούν κύριο γνωστικό αντικείμενο, με τη δημιουργία Έδρας κλασικής λογοτεχνίας. Πρώτος κάτοχος της Έδρας, ο 22χρονος Ζόσεφ Αντίς, που τέσσερα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε για λόγους υγείας και στα 28 του, το 1836, απεβίωσε. Μετά το 1946 δημιουργήθηκαν δυο χωριστές Έδρες, ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας. Ενδιαμέσως, ωστόσο, το 1919, εγκαινιάστηκε η Έδρα Κοραή. Κύριοι συντελεστές στάθηκαν, ο πρεσβευτής, για κοντά 45 χρόνια της Ελλάδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, Ιωάννης Γεννάδιος και ο πρύτανης του Κινγκς Κόλλετζ από το 1913, Ρόναλντ Μόνταγκιου Μπέροουζ. Περί τον έναν αιώνα αργότερα, στις αρχές του 2016, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Τζων Κίττμερ έδωσε την ετήσια διάλεξη του Συλλόγου Φίλων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, την αφιερωμένη στη μνήμη του Γεννάδιου, που εφέτος είχε τίτλο «Ο Γεννάδιος, η Έδρα Κοραή και η πραγματικότητα των νεοελληνικών σπουδών στη Βρετανία».
Τη στάση του διπλωμάτη και λογίου Γεννάδιου την συνόψισε, θυμίζοντας μία δική του ρήση: “Εν βλέμμα επί του χάρτου και επί της Ιστορίας αρκεί να πείσει πάντας, ότι η Αγγλία είναι η μόνη φυσική σύμμαχος του ελληνισμού”. Στο Λονδίνο, το 1913, με την ίδρυση του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου, προτάθηκε, για πρώτη φορά σε αγγλικό πανεπιστήμιο, η δημιουργία Έδρας Νεοελληνικής Γραμματείας, την οποία υιοθέτησε ασμένως ο Πρύτανης. Στο συγκεκριμένο κοινό, ο ομιλητής δεν χρειαζόταν να θυμίσει, πως ο Μπέροουζ ήταν ο αρχαιολόγος, που, το 1895-96, τριαντάρης τότε, διενήργησε τις ανασκαφές σε Πύλο και Σφακτηρία. Και αργότερα, ως έμπιστος του Βενιζέλου και ανεπίσημος αντιπρόσωπος της προσωρινής κυβέρνησης του 1916 στο Λονδίνο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ.
Εύκολα πείστηκε ο Βενιζέλος, αποφασίζοντας ετήσια χορηγία, ύψους 300 στερλίνων και διάρκειας επτά ετών, για την ίδρυση Έδρας Νεοελληνικής Γραμματείας και Ιστορίας. Από την πλευρά του, ο Μπέροουζ συγκέντρωσε, από τέσσερις ελληνικές κοινότητες της Αγγλίας, 16.000 στερλίνες. Το σύνολο επέτρεπε την ίδρυση Έδρας και τη δημιουργία μίας θέσης Λέκτορα. Ονομάστηκε Έδρα Κοραή, γιατί υπερείχαν κατά πολύ οι Χιώτες δωρητές. Η πλήρης ονομασία της ήταν Έδρα Κοραή της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Στις 7 Οκτ. 1919, ο νεοεκλεγείς πρώτος κάτοχος της Έδρας, ο τριαντάχρονος ιστορικός Άρνολντ Τόυνμπη έδωσε την εναρκτήρια διάλεξη, παρουσία του Βενιζέλου, του Γεννάδιου και προφανώς, του πρύτανη. Ο Μπέροουζ απεβίωσε λίγους μήνες αργότερα (14 Μαΐ. 1920), ενώ ο Τόυνμπη, το 1924, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω της αγανάκτησης που προκάλεσαν οι φιλοτουρκικές απόψεις του, όπως τις διατύπωσε, στο βιβλίο του, «Το Δυτικόν Ζήτημα στην Ελλάδα και την Τουρκία», που εκδόθηκε το 1922, αλλά και νωρίτερα, στις ανταποκρίσεις του από το Μικρασιατικό Μέτωπο στην εφ. «Μάντσεστερ Γκάρντιαν».
Η Έδρα Κοραή και η Σχολή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας, ως αυτόνομο δίδυμο σπουδής και έρευνας της ελληνικής γραμματείας, επιβίωσε επί μακρόν, αποτελώντας “ένα από τα κορυφαία κέντρα ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό”. Με τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, η στενή εμπλοκή της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα οδήγησε στην άνθιση της Έδρας. Το 1946, ανέλαβε την Έδρα Κοραή ο βυζαντινολόγος Ρομιγύ Τζένκινς, ο οποίος και παρέμεινε μέχρι το 1960. Ακολούθησαν ο Σύριλ Μάνγκο 1963-1968 και ο Ντόναλντ Νίκολ 1970-1988. Στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας, ανανεώθηκε το φιλελληνικό ενδιαφέρον, που έφερε την πλήρη ανάπτυξη της Σχολής, με ολοκληρωμένες σπουδές, προπτυχιακές και μεταπτυχιακές, οδηγώντας σε διπλώματα όλων των βαθμίδων μέχρι και διδακτορικά. Αυτή η ευφορία σκόνταψε στη χαλεπή οικονομική κατάσταση της Έδρας, που προκάλεσε ο μικρός αριθμός φοιτητών μετά και την ένταξη, το 2004, της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 2009, εορτάστηκε η επέτειος των 90 χρόνων λειτουργίας της Σχολής. Αυτός ήταν και ο τελευταίος εορτασμός, ως αυτοκέφαλης σχολής, καθώς, Σεπ. 2010, εντάχθηκε στην πάντοτε ανθηρή Σχολή Κλασικών Σπουδών, καθώς η κλασική αρχαιότητα είναι γενικότερα αποδεκτό, ότι αποτελεί μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς του Δυτικού κόσμου. Εκείνο, που δεν εκλαμβάνεται ως δεδομένο, είναι το πόσο προνομιακός κληρονόμος εν μέσω των άλλων, είναι η σύγχρονη Ελλάδα, με ατού τη γλώσσα και την γεωπολιτική της θέση. Ενδιαμέσως, πάντως, το 1989, είχε δημιουργηθεί το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, με στόχο να ενωθεί η μελέτη του μετα-κλασικού ελληνικού κόσμου με εκείνη των αρχαίων πολιτισμών Ελλάδος και Ρώμης, που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της Σχολής Κλασικών Σπουδών. Το 2014, το Κέντρο εόρτασε την 25ετηρίδα του και αμέσως μετά, στις 30 Οκτ., ανακοινώθηκε, πως και αυτό θα υπαχθεί από τον Σεπ. του 2015, ως προς τη διδασκαλία και την έρευνα, στη Σχολή Κλασικών Σπουδών. Όπως και έγινε, παραμένοντας, ωστόσο, τμήμα του Ινστιτούτου Ερευνών Τεχνών και Κλασικών Σπουδών.
Σήμερα, υπάρχει απογυμνωμένη η Έδρα Κοραή, αφού αυτή ποτέ δεν απειλήθηκε, όπως οι πάντες ισχυρίζονται. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Σχολής Κλασικών Σπουδών, Χιού Μπόουντεν, μπορεί οι βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές να έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους, συνιστούν, όμως, απαραίτητο συμπλήρωμα των κλασικών σπουδών. Προγραμματίζεται, μάλιστα, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας της Έδρας το 2018. Ωστόσο, ο Βρετανός πρεσβευτής, στη διάλεξη που προαναφέραμε, αφού τόνισε πως “η Έδρα Κοραή συνιστά τον πυρήνα του πολύ δραστήριου Κέντρου Ελληνικών Σπουδών”, θύμισε πως πρόκειται για άπορη κόρη. Το αρχικό κληροδότημα μειώθηκε στις 100000 στερλίνες, όταν μία Έδρα, με τα σημερινά πανεπιστημιακά δεδομένα του Λονδίνου, απαιτεί 3.5 εκατ. στερλίνες. Πληροφόρησε τους παρευρισκόμενους, πως διοργανώνεται “εκστρατεία συγκέντρωσης πόρων προς ενίσχυση του κληροδοτήματος” και υπέρ της άνθισης των νεοελληνικών σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρωταγωνιστής, μέσα σε αυτό το σκηνικό, επί μία τριακονταετία, στάθηκε ο Ρόντρικ Μπήτον. Από το 1988, κάτοχος της Έδρας Κοραή, καθώς και διευθυντής της Σχολής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας μέχρι κατάργησής της. Επίσης, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών από ιδρύσεώς του. Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, ο Μπήτον, για την Ελλάδα, δεν είναι απλώς ένας σημαντικός νεοελληνιστής, στον οποίο οφείλεται η μοναδική υπάρχουσα βιογραφία Σεφέρη, όπως και μία «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία», στα αγγλικά και τα ελληνικά. Αλλά, στο πόστο που κατέχει, ο ένας και μοναδικός. Δεν γνωρίζουμε μόνο, κατά πόσο το ηλικιακό μεταίχμιο στο οποίο βρίσκεται, του επιτρέπει ενεργό διευθυντικό ρόλο.
Σκωτσέζος, γέννημα θρέμμα του Εδιμβούργου, όπου και η πρώτη μαθητεία του σε λατινικά και αρχαία ελληνικά, κάτοχος πτυχίου αγγλικής λογοτεχνίας και διδακτορικού νέας ελληνικής φιλολογίας από το παλαιότερο Κολλέγιο του Κέιμπριτζ, το μικρό αλλά περιώνυμο Πέτερχαουζ, υπότροφος του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, στα τριάντα του, το 1981, ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία ως λέκτορας νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Κινγκς Κόλλετζ και την συνέχισε, επί 28 συναπτά έτη, ως καθηγητής της Έδρας Κοραή. Με αυτήν την οπτική, η συναγωγή μελετημάτων, που εξέδωσε πρόσφατα, αποκτά διαφορετική αξία, ανεξάρτητη από το ενδιαφέρον του θέματος, που ο ίδιος επέλεξε να προβάλλει ως συνδετικό ιστό τους.
Τα συνολικά 24 μελετήματα αντανακλούν τις παλιές, καλές ημέρες εντρύφησης στη βυζαντινή και τη νεοελληνική γραμματεία. Αλλά και τις παλιές, καλές ημέρες της ελληνικής γλώσσας, που σήμερα κινδυνεύει πολύ περισσότερο από την Έδρα Κοραή. Η τρέχουσα μετάλλαξή της δεν συνιστά αντικείμενο ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως η πολιτισμική συνέχεια ή ασυνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά ζέουσα πραγματικότητα, όπου όλες οι εξουσίες και οι θεσμικοί φορείς συνεργούν ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφορούν. Όσο για τους χρήστες της γλώσσας, ανεξάρτητα καταγωγής και σχετικής κατάρτισης, είναι αθώοι του εγκλήματος, ως μη έχοντες επίγνωση της μεταβολής που επιφέρουν στη φύση της, δεδομένου ότι λειτουργούν ως μάζα, σε απόλυτη εξάρτηση από το φυσικό και τεχνικό περιβάλλον τους. Ο πρόλογος του βιβλίου εκκινεί με το ερώτημα: “Ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας;” Αναμφιβόλως, ερώτημα μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος, αλλά το οποίο, στο εξής, θα πρέπει να συμπορεύεται με τον προβληματισμό για τη συμβολή της σημερινής νεοελληνικής λογοτεχνίας στην παροντική μετάλλαξη της γλώσσας, το μοναδικό στοιχείο που απέμεινε για τη συγκρότηση της όποιας συλλογικής ταυτότητας.
Στον πρόλογο, ο Μπήτον αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου του. Σχολιάζει πως όλος ο προβληματισμός του συνοψίζεται σε φράση ενός ήρωα του πρώτου μυθιστορήματος του Θεοτοκά, την «Αργώ». Πρόκειται για έναν φοιτητή από τα Καλάβρυτα, “απλοϊκό και καλό επαρχιώτη, που αρνιότανε με αδιαλλαξία τις ιδέες και τα ήθη των συμφοιτητών του”. Αντιμέτωπος με τα επιχειρήματα “του αρχηγού της κομουνιστικής παράταξης του φοιτητικού συλλόγου”, επαναλάμβανε: “Εγώ, κύριοι, πιστεύω στην ιδέα του έθνους”. Όσο για τη στάση του Θεοτοκά “απέναντι στον μοιραίο επαρχιώτη”, δεν φαίνεται μόνο ειρωνική, όπως την εκλαμβάνει ο Μπήτον, αλλά σχεδόν χλευαστική, τασσόμενος με την πλευρά του νεόκοπου “μαρξιστή”.
Η συναγωγή απαρτίζεται από εισαγωγικό κεφάλαιο και τρία μέρη: Στο πρώτο, οκτώ μελετήματα έχουν ως επίκεντρο τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο δεύτερο, επτά, την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης κατά τον πρώτο αιώνα μετά τη συγκρότηση του έθνους-κράτους. Στο τρίτο, και πάλι επτά μελετήματα στρέφονται γύρω από τον προβληματισμό πέντε λογοτεχνών πάνω στο κεντρικό θέμα του βιβλίου (Καβάφη, τρία Σεφέρη, Καζαντζάκη, Ρίτσου, Εμπειρίκου), ενώ ένα όγδοο, το μόνο σε πρώτη δημοσίευση, αφορά τη μυθιστοριογραφία της Ρέας Γαλανάκη. Ως τίτλο αυτής της τελευταίας ενότητας, δανείζεται τον τίτλο μυθιστορήματός της, συγγενικού με το μοναδικό δικό του «Τα παιδιά της Αριάδνης», συγκεκριμένα του τέταρτου, «Ο αιώνας των λαβυρίνθων». Τίτλος, που επιλέχτηκε από την Γαλανάκη σε αντίστιξη με τον “αιώνα των Φώτων”. Εκτός από δυο μελετήματα, δημοσιευμένα την πρώτη διετία της πανεπιστημιακής του θητείας, αμέσως μετά την έκδοση της διδακτορικής του διατριβής, «Folk poetry of Modern Greece» (1981, το περί καβαφικής ειρωνείας, 1982, το αναφερόμενο στη σχέση της παλαιότερης ελληνικής λογοτεχνίας με το σύμπλεγμα ηθογραφία-λαογραφία-ρεαλισμός), τα υπόλοιπα δημοσιεύονται κατά την εικοσαετία 1988-2007, σε αγγλικά και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων.
Με το πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του, «The Medieval Greek Romance» του 1989, ανοίγει το πρώτο μέρος του πρόσφατου βιβλίου. Κατά μία άποψη, είναι το πιο ενδιαφέρον, γιατί εισαγάγει σε ένα ελάχιστα γνωστό τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας, που καταχωρείται τόσο στη βυζαντινή γραμματεία ως ουρά του “αρχαίου μυθιστορήματος”, όσο και στις απαρχές της νεοελληνικής. Κατ’ αρχήν, ο Μπήτον σκιαγραφεί “το πολιτισμικό υπόβαθρο” της λεγόμενης “Βυζαντινής Αναγέννησης”, κατά τον 12ο αι., μετά “την ήττα του Μαντζικέρτ”, όταν η δυναστεία των Κομνηνών κυβέρνησε, επί έναν αιώνα, μία κολοβωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από ανατολάς χωρίς την κεντρική Μικρά Ασία και από δυσμάς χωρίς τις δυτικοευρωπαϊκές επαρχίες. Παρότι, ωστόσο, η μάχη στην Ανατολία χάθηκε, “η κληρονομιά της ήταν η δημιουργία ενός εν πολλοίς ελληνικού κράτους, που προέκυψε από την άλλοτε πολύγλωσση Αυτοκρατορία”, όπου καλλιεργήθηκε η ελληνική, σε δυο εκδοχές, την υπεραττικίζουσα και τη δημώδη.
Στη συνέχεια, σχολιάζει “δυο ανώνυμες λογοτεχνικές αφηγήσεις” του 12ου αι., με ήρωες, “τον θαυμαστό Καππαδόκα Βασίλειο Ακρίτη” και τον Τιμαρίωνα “Καππαδόκη εκ της υπερορίου”. Η δεύτερη, κατά μία εικασία, είναι έργο του Θεόδωρου Πρόδρομου ή και Πτωχοπρόδρομου, στον οποίο, κυρίως στις σάτιρές του, αφιερώνονται δυο μελετήματα. Μετά αναφέρεται στις τέσσερις επώνυμες μυθιστορίες του 12ου αι., που οι συγγραφείς τους έχουν ως πρότυπα τα δυο από τα σωζόμενα ελληνιστικά μυθιστορήματα, εκείνα των Αχιλλέα Τάτιου και Ηλιόδωρου. Ο μόνος σχετικά γνωστός από τους τέσσερις συγγραφείς είναι ο Πτωχοπρόδρομος και η έμμετρη μυθιστορία του «Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα», η οποία, μόνο μία φορά, προ εικοσαετίας, αποδόθηκε στη νέα ελληνική, αλλά σε πεζό, από τον Κώστα Πούλο.
Οι επόμενες σωζόμενες μυθιστορίες σε δημώδη ελληνική ανήκουν στον 14ο αιώνα και είναι μόλις πέντε. Όσο για τη συνέχεια, αυτή αργεί. Έρχεται μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, με τον «Ερωτόκριτο». Ένα βασικό όσο και ενδιαφέρον θέμα, που ο Μπήτον σχολιάζει σε αυτό το πρώτο μέρος, είναι η παραλληλία της λογοτεχνικής συγγραφής σε Βυζάντιο και Δύση. Επισημαίνει αναλογίες και διαφορές στους τύπους των ηρώων και την πλοκή. Ανάλογα με την χρονική περίοδο, δίνει μία εικόνα της αμοιβαίας ή της μονομερούς διαπίδυσης που παρατηρείται, με τη διείσδυση μοτίβων και προτύπων. Αυτός ο χώρος αποτελεί πεδίο έρευνας, από το οποίο η Ελλάδα φαίνεται, ουσιαστικά, να απέχει. Μάλλον δεν υπάρχει ενδιαφέρον ούτε καν για επαρκή ενημέρωση μέσω μεταφράσεων και προσιτών σε ευρύτερο κοινό φιλολογικών δημοσιευμάτων.
Βεβαίως, κύριος κορμός του βιβλίου, σύμφωνα και με τον τίτλο του, θα χαρακτηριζόταν το δεύτερο μέρος, που εστιάζει “στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους”. Ξεκινώντας από τις απόψεις του Κοραή πως “αξίζει στους Έλληνες μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα έθνη του σύγχρονου κόσμου”, χάρις στην κληρονομιά τους, αναφέρεται στον “ελληνικό ρομαντισμό” και τα μερίδια της αποκαλούμενης Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής σε σχέση με εκείνα των μεγάλων ποιητών Σολωμού-Κάλβου-Παλαμά. Με επιμέρους μελετήματα, καλύπτει συνοπτικά όλα τα μείζονα θέματα μιας Ιστορίας νεοελληνικής λογοτεχνίας, φωτίζοντας ιδιαίτερες πτυχές. Μεταξύ άλλων, μνημονεύεται και η άμιλλα για τα πρωτεία στη συγγραφή εθνικής μυθιστορίας μεταξύ αδελφών Σούτσων και Ιάκωβου Πιτζιπίου. Μόνο ο Γρηγόριος Παλαιολόγος απουσιάζει.
Κατά τη γνώμη μας, και με βάση τις μέχρι τώρα κριτικές παρουσιάσεις του βιβλίου, το εισαγωγικό κεφάλαιο, επικεντρωμένο στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και απόψεις περί ελληνικού έθνους της τελευταίας 25ετίας, όπου η ειδική περίπτωση της Ελλάδος ομαδοποιείται και εξετάζεται στο γενικευμένο πλαίσιο, κυρίως αγγλόγλωσσων θεωριών και μοντέλων περί εθνικισμού, καλλιεργεί εσφαλμένη εντύπωση για το περιεχόμενο και, συνακόλουθα, απωθεί ένα ευρύτερο κοινό.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/6/2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου