Συνέχεια χωρίς συνδετικό σχόλιο από το φύλλο της προηγούμενης Κυριακής.
Το βιβλίο της Κάδμως αποτελείται από 13 κεφάλαια άνισα σε έκταση, με τίτλους που προϊδεάζουν για το περιεχόμενο. Το καθένα, με λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένο χρονολογικό στίγμα ως προς την κύρια ανακαλούμενη παράσταση, με αποτέλεσμα η χρονολογική παράταξη των κεφαλαίων να μην είναι πάντοτε εμφανής. Από τα βιβλία της, ανακαλούνται οι θήλειες υπάρξεις, που πλάστηκαν ως αντικατοπτρισμός των δικών της αγαπημένων. “Όσα εσύ εκατασκεύασες ιδίως πλήθος γυναίκες, γιατί η γυναίκα προπαντός είναι πλάσμα παραμυθένιο”, λέει εις εαυτόν. Και όταν μια φορά, όλη κι όλη, ανάμεσα στις λέξεις που δηλώνουν θάνατο, προβάλλει η λέξη έρωτας, συνοδεύεται από την εικόνα “κάποιων γυναικών που πάλλονται τα στήθη τους από την ηδονή”.
Το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Τα πράγματα», αναφέρεται σε περίοδο της δεκαετίας του ’30. Ξεκινάει από την πρώτη της κατοικία, “το ημιυπόγειο στην οδό Αριστοτέλους”, όπου βρέθηκε καθισμένη στο τραπέζι με μια κόλα ριγωτό χαρτί μπροστά της, χωρίς σημειώσεις, και φτάνει μέχρι την ημέρα, που “άρπαξε η μηχανή” το πρώτο γραφτό και το έκανε βιβλίο, που σημαίνει κάτι τελεσίδικο, με τις λέξεις “άσβηστες”, μόνο του να “τρέχει στο δρόμο”. Αυτή είναι η μία σηματοδότηση, με βάση το γράψιμο. “Σπουδαία υπόθεση το γράψιμο”, όπως ο έρωτας. Και στα δυο “περιμένεις να σου έρθει πρώτα η επιθυμία”. Μια ερωτική θήλεια ύπαρξη δίνει τη δεύτερη σηματοδότηση. Από τότε που “η Μπίλιω έγειρε πάνω στα μαστιχιά μαξιλάρια” μέχρι τον πρόωρο θάνατό της, “μια μνήμη κακή”. Στο ξεκίνημα του βιβλίου, μένει ζητούμενο, αν η Μπίλιω ανήκει στΙς γυναίκες που έπλασε, ή σε εκείνες που αγάπησε.
Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Επιστράτευση», φέρει το ευκρινέστερο όλων χρονολογικό στίγμα, ίσως γιατί ρόλο αφηγητή αναλαμβάνει ένα ρολόι. “Ένα τεράστιο σιδερένιο ρολόι, ολοστρόγγυλο σαν το φεγγάρι, με δυο ψιλούτσικα ποδαράκια”. Το άφηναν ακούρδιστο, αφού υπήρχαν στο σπίτι άλλα δυο, μεταγενέστερης τεχνικής: το ένα “έβγαινε στο δρόμο, στερεωμένο πάνω στο χέρι της σπιτονοικοκυράς”, το άλλο, “πάντα δίπλα της τη νύχτα, ακουμπισμένο πάνω στο μικρό τραπεζάκι”. Χαλάει το πρώτο, παίρνει εκείνη το δεύτερο, το χώνει στη τσάντα της. Κάποτε, το δανείζει σε μια κοπέλα, “για τα παράνομα ραντεβού, που δίχως ρολόι, είναι πράγμα αδύνατο”. Τότε, κουρδίζει το τεράστιο ρολόι και μια Κυριακή το βγάζει βόλτα “χωμένο μέσα σ’ ένα ταγάρι”. Ήταν χειμώνας 1941, όταν εκείνη, “ψηλή, ξερακιανή, φορώντας ένα χοντρό αντρικό παλτό, με κρεμασμένο στον ώμο της ένα τεράστιο ταγάρι”, χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι της οικογένειας Ζέη. Ακολούθησαν άλλες τρεις. “Κάθε τέταρτο και από μία”: Καίτη Ζεύγου, Μαρία Σβώλου, Ηλέκτρα Αποστόλου, όπως συμπληρώνει η Άλκη Ζέη, στην πρόσφατη Αυτοβιογραφία της.
Το τρίτο είναι ένα σύντομο κεφάλαιο, με τίτλο «Συνάντηση». Η αφηγήτρια αναζητάει το παρελθόν στα αλλοτινά βιβλία της. Όταν βρισκόταν σε “τόπους που δεν τους βλέπει πια η συνήθεια”, τα είχε ξεχάσει. Στο σήμερα, που γράφει, άρχισε και πάλι να τα θυμάται. Ήρθαν οι ηρωίδες των βιβλίων της να την συναντήσουν. Για πρώτη φορά, αναφέρει την τετράδα, Άννα, Μαρία, Ισμήνη, Κάδμω, που επανέρχεται στην αφήγηση, σηματοδοτώντας τον μυθοπλαστικό κόσμο της. Μέρος του και “οι Μιχαλίνες που συντρόφιασε, ή την συντρόφιασαν”.
Στα επόμενα κεφάλαια, τα σπίτια και οι θάνατοι δηλώνουν το χρόνο. Ως σταθερή αναφορά, παραμένει το σπίτι της Κάδμως. Μνημονεύονται δυο μόνο έπιπλα, τα οποία αντιστοιχούν σε δυο στάσεις της ίδιας. Το τρίκλινο τραπέζι, όπου κάθεται και γράφει, και το κρεβάτι, όπου, πάλι καθιστή, με τη ράχη ακουμπισμένη στο μαξιλάρι, θυμάται. Το τέταρτο κεφάλαιο, για τα μέτρα και σταθμά του βιβλίου, εκτενές, με τον αόριστο τίτλο «Διάφορα», πηγαινοέρχεται στο χρόνο. Αναφέρονται κατοικίες της και θάνατοι. Προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της κατοικίας μόνο το ονοματολόγιο των δρόμων: Αριστοτέλους, Τιμολέοντος στο Α΄ Νεκροταφείο, Κεφαλληνίας, Γκουφιέ στο Κουκάκι. Μια αποθήκη της οδού Μπενάκη έγινε, με την αναχώρησή της, η κατοικία των βιβλίων της. Δύο οι θάνατοι, και οι δυο από καρδιά: του Πορφύρη, που “έσπασε η καρδιά του” στο δρόμο και πέθανε στο νοσοκομείο, χωρίς να μάθει πως ήρθε ο φασισμός. Προφανώς, ο Πορφύρης Κονίδης, ο Κ. Πορφύρης της «Επιθεώρησης Τέχνης», που πέθανε στις 14 Μαΐ 1967. Και ο θάνατος της Λουκίας, 28 χρόνια νωρίτερα. Της Λουκίας Φωτοπούλου, σύμφωνα με το σχόλιο της επιμελήτριας. Που, όμως, συσκοτίζει ορισμένα σημεία.
Σε όλο το βιβλίο, οι περιγραφές του γεράσματος, φθάνοντας μέχρι τη σταδιακή μεταμόρφωση του ηλικιωμένου σε αντικείμενο, βαίνουν σε παραλληλία με τη φθορά των αντικειμένων, καθώς προχωράει έως την αποσύνθεση. Μέχρι και ο τρόπος, που αναφέρεται στην τύχη των κατάλοιπων ενός αποθανόντος σε συγγενικά χέρια, προκαλεί με την κυνική του γυμνότητα. Στο πέμπτο κεφάλαιο, με τίτλο «Παραδείγματα», αναμηρυκάζει τους τόπους της εξορίας της, περιγράφοντας δυο συναπαντήματα με εξόριστους. Το ένα στο Βερολίνο, με “τον πρώτο γραμματέα του ισπανικού κόμματος”, και το δεύτερο, με έναν Βούλγαρο, που ανήκει στη δική της μικροϊστορία.
Στο έκτο κεφάλαιο, με τίτλο «Μνήμη», εμφανίζεται ένα ίχνος από το σύνδρομο της Ηλέκτρας, ο πατέρας, τα κομμάτια μουσικής σε χοντρό χαρτί, που οι γυναίκες του σπιτιού χρησιμοποιούν για χαρτί περιτυλίγματος. Δεν αρπάζεται από την παρηγοριά της μνήμης, αντίθετα, καταλήγει στη ματαιότητα κάθε προσπάθειας, φθάνοντας στο δικό της θάνατο. Η μνήμη έχει τους δικούς της κανόνες. Το κοντινό και το μακρινό δεν είναι μόνο συνάρτηση του χρόνου, αλλά και του τρόπου που τα έζησες. Στο επόμενο κεφάλαιο, με τίτλο «Εικόνες», το Βερολίνο είναι ο τόπος που “πριν τριάντα χρόνια” ενθουσιαζόταν όταν το βομβάρδιζαν, αλλά και ο τόπος κατοικίας της για χρόνια. Στο τώρα της Αθήνας, νοσταλγεί “Παρίσι, Βερολίνο, Βαρσοβία”. Η αφήγηση αισθητοποιεί τη γνωστή επωδό, και “τότε χάνεις την αίσθηση του χρόνου, την αίσθηση του τόπου”.
Παρότι το επόμενο κεφάλαιο έχει τίτλο «Πολιτείες», η κυρίαρχη παράσταση είναι τα σπίτια. Αλλάζει ο μέτοικος τόπο, αλλάζει σπίτι, αλλά δεν έχει πουθενά ένα σπίτι, που για τους πολλούς σημαίνει ιδιοκτησία. Η Αξιώτη, γενικότερα ο αριστερός παλαιότερων καιρών, δεν είχε έντονο το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Εδώ, “πολιτείες” είναι τα μυκονιάτικα σπίτια των παππούδων και εκείνο το αθηναϊκό της οδού Μενάνδρου, όπου “γεννήθηκε, παντρεύτηκε, πέθανε η μητέρα”, “το κολλητό με το Εθνικό Θέατρο”. Το κεφάλαιο, όπου ζωντανεύει την τότε και την νυν γειτονιά εκείνου του σπιτιού, το τιτλοφορεί «Στροφή», πιθανώς γιατί δείχνει την μεταλλαγή στάσεως των αλλοτινών και των σημερινών κατοίκων του. Το βασικό, όμως, που άλλαξε, είναι ο ρυθμός του χρόνου, “τότε σταθερός, τώρα κουτρουβαλά”. Ακόμη και στο επόμενο κεφάλαιο, με τίτλο «Επιστροφή», κυρίαρχη παράσταση στην αφηγηματική ταξινόμηση έχουν τα σπίτια, από τα αθηναϊκά μέχρι “τα τρομακτικά κτίρια” του Βερολίνου.
Και στα 13 κεφάλαια, σαν εκλάμψεις σύλληψης, που σηματοδοτούν το χρόνο, επανέρχονται οι αλληγορικές μεταμορφώσεις του αφηγηματικού Εγώ. “Ήσουν ένα φυτό... Ήσουν ένα πηγάδι... Ήσουν ένα ηφαίστειο... οι ψυχές των πεθαμένων σε κατοικούνε”. Εκείνων που περισσότερο αγάπησες. Αναφέρεται ο εργοστασιάρχης εραστής, που έκαψε το δέμα με τα ερωτικά γράμματα που του έστελνες, όταν εσύ επιστρατεύτηκες ιδεολογικά. Ακόμη ο Αλέξανδρος από τις «Δύσκολες νύχτες», αλλά με το αληθινό του όνομα. Όλο το παρελθόν, πραγματικά πρόσωπα αλλά και οι μυθοπλαστικοί τους αντικατοπτρισμοί. Το βιβλίο της Κάδμως, όμως, ανοίγει και κλείνει με την Μπίλιω. Ποιο είναι το αληθινό όνομά της;
Υπάρχει η Μπίλιω του Μαλακάση: “Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή, / Κ’ η μοσκοθυγατέρα, / ...Της Κυρ’ Αννιώ η Μπίλιω, / Πρώτη μου αγάπη...” Έτσι αρχίζει «Το Μεσολογγίτικο», που ο ποιητής δημοσίευσε το 1914. Ο εκ πατρός παππούς, ο Πανάγος Αξιώτης, 25 χρόνια πρεσβύτερος του ποιητή, τον είχε τακτικό προσκεκλημένο στο σπίτι του στην Αθήνα, πιθανώς να τον είχε φιλοξενήσει και στο νησί. Τον γνώριζε η εγγονή του. Η Κάδμω θυμάται: “«Και να μετράς», μας είπε μια φορά ο Μαλακάσης, «και νά ’ναι η Μπίλιω τριάντα χρόνια μες στη γη»”. Αν, αντί για 30 βάλουμε 33, έχουμε το δίστιχο με το οποίο κλείνει το γνωστότερο ποίημα του Μαλακάση «Ο Τάκη-Πλούμας», μόνο που εκείνος είναι πλάσμα της φαντασίας του ποιητή. Όχι, όμως, και η Μπίλιώ του.
Υπάρχει και η Μπίλιω του Σεφέρη: “Αργά μιλούσες μπρος στον ήλιο / και τώρα είναι σκοτάδι / κι ήσουν της μοίρας μου υφάδι / συ, που θα λέγαν Μπίλιω”. Έτσι αρχίζει το δεύτερο ποίημα, «Αργά μιλούσες», της πρώτης συλλογής του, «Στροφή», που εξέδωσε το 1931. Αργότερα, φανερώθηκε η Μπίλιω του σεφερικού μυθιστορήματος, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», που εκδόθηκε το 1974, μετά τον θάνατο και του ποιητή και της Αξιώτη. Η Μπίλιω της Κάδμως “είχε αρχίσει να γράφει ένα πελώριο πιθανόν βιβλίο”, αλλά “πέθανε πολύ πρόωρα”, από εκείνο το γραφτό έμεινε μόνο μια φράση. Σε τρία κεφάλαια, μνημονεύεται ο θάνατός της. Σε τρία άλλα, ο θάνατος της Λουκίας. Σύμφωνα με την αφήγηση, το σεφερικό «Άρνηση», με τους τόσο γνωστούς στίχους, “Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι...” , γράφτηκε για την Λουκία. Τη Λου ή και Σαλώμη ή και Μπίλιω του Σεφέρη. Την Λουκία Φωτοπούλου, δεύτερη εξαδέλφη της Αξιώτη εκ μητρός.
“Στο σπίτι της οδού Καρνεάδου, απ’ όπου βγάλανε τη Λουκία νεκρή”. Πράγματι, Ιούλ. 1939, που πεθαίνει η Φωτοπούλου, κατοικούσε με τη μητέρα και την κόρη της στην οδό Καρνεάδου, έχοντας εγκαταλείψει από χρόνια τη συζυγική στέγη του ζωγράφου και αγιογράφου Αναστάσιου Λουκίδη. Πού πέθανε η Λουκία; Σύμφωνα με το σχόλιο, που συμφωνεί με την περιγραφή της αφήγησης, στους Δελφούς. Σύμφωνα με άλλη πηγή, στην Ύδρα. Το σίγουρο είναι πως η Λουκία της Κάδμως “μπήκε νεκρή μέσα στην πολιτεία, πάνω στα γόνατα του ζωντανού ανθρώπου που την συνοδεύει.” “Δεν άνθεξε η καρδιά της”. Η συγγραφέας δεν θέλει να μιλήσει για τους εραστές, ούτε της Λουκίας, ούτε της Μπίλιως. Δεν την ενδιαφέρει, ποιος είναι ο “ζωντανός άνθρωπος” που τελευταίος την αγκάλιασε. Ποιητής; Ζωγράφος; Και τα δυο; Αυτά στο βιβλίο της Μπίλιως, που δεν γράφτηκε, αλλά που, πιθανώς, αν γραφόταν, να ήταν ελευθεριάζον, όπως εκείνο που η Κάδμω θυμάται πως πολύ άρεσε στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Να είχε άραγε διαβάσει η Αξιώτη το “ρωμάντσο” της Ντόρας Ρωζέττη «Η ερωμένη της»; Λίζα ονομάζει τη φίλη της αφηγήτριας στις «Δύσκολες νύχτες», και αυτή άτακτη, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με τη Λίζα της Ρωζέττη. Ωστόσο, μια κάποια ερωτική ατμόσφαιρα πλανάται στη σχέση των δυο κοριτσιών. Σύμπτωση;
Έχουμε την εντύπωση, αν όχι τη βεβαιότητα, ότι η «Κάδμω» είναι το πιο βασανιστικά αποσταγμένο βιβλίο της Αξιώτη. Μέσα όμως στην απόσταξη, εκείνη κινείται, περισσότερο από τα προγενέστερα βιβλία της, σαν δυσδιάκριτη σκιά. Εύστοχα ή άστοχα, πάντως ανίχνευση αυτής της σκιάς επιχειρήσαμε. Συμπληρωματικά, όχι όμως άσχετα, να σημειώσουμε ότι εκείνο που απουσιάζει και στην περίπτωση της Αξιώτη, είναι μια ενδελεχής βιβλιογραφία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/7/2016.
Φωτο: Η Αξιώτη σε σκίτσο του Αντώνη Πρωτοπάτση, γνωστού και με την γαλλόγλωσση συγκοπή Pazzi.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου