Αθηνά Βογιατζόγλου
«Ποίηση και πολεμική.
Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα»
Επίμετρο – Γλωσσάρι
Νίκος Σαραντάκος
Εκδ. Κίχλη, Δεκ. 2015
Εφέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Κοτζιούλα. Συνδυάζοντας τις σημαντικές ημερομηνίες της ζωής του με τα ιστορικά συμβάντα, όπως το συνηθίζουν οι βιογραφίες, χωρίς πάντοτε να ακριβολογούν, προκύπτουν τα εξής: Απεβίωσε στις 29 Αυγ. 1956, τριάντα χρόνια μετά τον ερχομό του στην Αθήνα, 22 Αυγ. 1926 (τη νύχτα 21 προς 22 Αυγ., ο Κονδύλης ανατρέπει τον Πάγκαλο), ασυμπλήρωτα τα 17, γεννημένος στις 23 Απρ. 1909 (τη νύχτα 14 προς 15 Αυγ. 1909 εκδηλώνεται το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί). Για μεγαλύτερη ακριβολογία σχετικά με τον γενέθλιο τόπο του, να προσθέσουμε, πως το χωριό του, η Πλατανούσσα, ανήκει στα Τζουμερκοχώρια της δυτικής όχθης του Άραχθου και ειδικότερα, στα Κατσανοχώρια. Βρίσκεται πλησιέστερα στην Άρτα, ωστόσο, μετά την Απελευθέρωση εντάχθηκε στο Νομό Ιωαννίνων. Γι’ αυτό και ο δεκάχρονος Κοτζιούλας πήγε Σχολαρχείο στο Καλέντζι, έδρα του Δήμου Κατσανοχωρίων, το οποίο δεν είναι κοντά στα Ιωάννινα, αλλά σε μία απόσταση περί τα 30 χλμ., όση Πλατανούσσα-Άρτα, όπου έκανε το Γυμνάσιο. Όταν εκείνος γεννήθηκε, το χωριό κρατούσε ακόμη την παλαιά του, βυζαντινών καταβολών, ονομασία: Ραψίστα. Ένα χρόνο αφότου εκείνος έφυγε για Αθήνα, έγινε η μετονομασία σε Πλατανούσσα, κατά την παλαιά γραφή, με δυο σίγμα. Στην πλατεία του χωριού, υπάρχει προτομή του, στημένη από τον Σύλλογο Πλατανούσσας.
Λεπτομέρειες, αλλά, όταν πρόκειται για έναν συγγραφέα όπως ο Κοτζιούλας, που ο τόπος του αποτέλεσε πρωταρχική πηγή έμπνευσης, αυτές αποκτούν διαφορετική βαρύτητα. Άλλωστε, την όποια υστεροφημία του, σε μεγάλο μέρος την οφείλει στην εντοπιότητα. Από τα τρίτομα Άπαντά του (1956-1959) μέχρι την πρόσφατη βιογραφία του. Μπορεί η βιογράφος του, Αθηνά Βογιατζόγλου, να μην είναι Ηπειρώτισσα και ως μελετήτρια, από τη διδακτορική διατριβή της και τουλάχιστον για μία δεκαπενταετία, να ασχολήθηκε με τον Σικελιανό, ωστόσο την αφορμή για να στραφεί στο έργο του Κοτζιούλα την έδωσε η εκλογή της στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το 2001. Τρία χρόνια αργότερα, παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο το Αρχείο Κοτζιούλα για μία δεκαετία. Αν και στην περίπτωση του Κοτζιούλα, εκτός από τους Ηπειρώτες, συνέβαλαν ομοϊδεάτες συγγραφείς και η αντίστοιχη μερίδα του Τύπου. Η Βογιατζόγλου θυμίζει, για παράδειγμα, την εκτενή αναφορά στον Κοτζιούλα που κάνει ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία του.
Γενικότερα, πάντως, οι Ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας τον παρακάμπτουν. Περιέργως, τον αναφέρει στην Ιστορία του ο Δ. Τσάκωνας και μάλιστα, τον καλοσυστήνει, κι ας υπήρξε “αντάρτης της Άκρας Αριστεράς”, κατά τη διατύπωσή του. Σχετική μνεία υπάρχει και σε εκείνη του Μιχ. Μερακλή, καθώς και στην συμπληρωμένη από τον Ηπειρώτη Δ. Γιάκο, Ιστορία του Ηλία Βουτιερίδη, όπου ο Κοτζιούλας αναφέρεται μεταξύ των τελευταίων στον μακρύ κατάλογο “των παραδοσιακών με τάση ανανέωσης”. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο της βιογραφίας, όπου σχολιάζεται η υστεροφημία του Κοτζιούλα, δίνεται μεγαλύτερη έκταση στα δημοσιεύματα νεότερων μελετητών και γενικότερα, σχολιάζονται οι μνημονεύσεις. Δεν γίνεται αναφορά στην απουσία του από γραμματολογίες και ανθολογίες, όπως και στην αδιαφορία των αθηναϊκών λογοτεχνικών περιοδικών για κάποιο επετειακό αφιέρωμα. Αν η βιογράφος είχε προβλέψει ευρετήριο περιοδικών, θα υπήρχε ευκρινέστερη εικόνα του παραγκωνισμού του.
Αναφέρουμε την απουσία επί μέρους ευρετηριάσεων, καθώς δεν πρόκειται για μία βιογραφία, προορισμένη για το ευρύ κοινό, το οποίο ο Κοτζιούλας είχε πάντοτε κατά νου. Άλλωστε, η προσωπικότητα, τόσο του λογοτέχνη όσο και “του ιδεολόγου αγωνιστή”, προσφερόταν για μία παρόμοια αντιμετώπιση. Η Βογιατζόγλου, ωστόσο, ευθύς εξαρχής, διευκρινίζει, πως ήθελε να μελετήσει “πτυχές της ποίησης και της κριτικής του”, γι’ αυτό και τελικά θεώρησε προσφορότερη “μία φιλολογική βιογραφική αφήγηση”. Πρόκειται για μία βιογραφία παραπλήσιας σύλληψης με τις εκτενείς εισαγωγές της Χρ. Νουνιά στα δίτομα Άπαντα Μαρίας Πολυδούρη. Κατά κανόνα, οι βιογραφίες από πανεπιστημιακούς εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, όπου κυρίως σχολιάζεται, σε χρονολογική τάξη, το έργο του βιογραφούμενου. Ο στόχος παρόμοιων μονογραφιών είναι η επανεξέταση ενός λογοτέχνη, που συνήθως συνίσταται, είτε στην αναβάθμισή του, αν έχει υποτιμηθεί από τους παλαιότερους, είτε η αυστηρότερη αντιμετώπισή του, στις περιπτώσεις των υπερτιμημένων.
Κατά τα άλλα, μία φιλολογική αφήγηση μπορεί να συντομεύει τις βιογραφικές αναφορές, αλλά αναμένεται να είναι διεξοδική σε όσα σχολιάζει. Για παράδειγμα, τα παρατιθέμενα αποσπάσματα από τα κείμενα του βιογραφούμενου, εκτός από τη βιβλιογραφική πηγή, συχνά επιβάλλουν και τα ίδια υπομνηματισμό. Αναφέρει, λ.χ., ο Κοτζιούλας τα πεζοτράγουδα κάποιας Φιφίκας Μυλωνά και αναρωτιέται για τον συμμαθητή που του τα είχε δείξει, “ποιος ξέρει πού στο διάολο την είχε ξετρυπώσει”. Εδώ, θα μπορούσε να αναφερθεί, πως πρόκειται για αρτινή ποιήτρια, που δεν πρώτευσε στη στιχοπλοκή, αλλά, σε πανελλήνιο διαγωνισμό καλλονών της επαρχίας, ως η ωραιοτέρα της πόλης της. Άλλες, όμως, είναι οι σημαντικές παραλήψεις. Στις 23 Αυγ. 1928, ο Καβάφης, κολακευμένος από την ένθερμη επιστολή Κοτζιούλα, του στέλνει επιστολή, που μένει αδημοσίευτη. Πώς και δεν αξιολογήθηκε η παρουσίασή της;
Επίσης, μία μονογραφία θα πρέπει να συμπληρώνει ή να ανασκευάζει τα ήδη γνωστά. Λ.χ., είθισται σε έναν συγγραφέα να αναφέρεται πότε, με ποιο έργο και σε ποιο έντυπο πρωτοεμφανίστηκε. Για τον Κοτζιούλα, αναφέρεται το 1926, με ποίημα, στο οικογενειακό περιοδικό «Μπουκέτο», με την πρόσθετη πληροφορία, ότι είχαν προηγηθεί, ένα χρόνο πριν, στο ίδιο περιοδικό, μεταφράσεις ποιημάτων εκ του γαλλικού. Από τη βιογράφο αναμενόταν να προσθέσει τίτλο του ποιήματος και ημερομηνία. Αντ’ αυτών, υπάρχει η γενικόλογη διατύπωση: “Τα πρώτα ποιήματά του στον αθηναϊκό τύπο, δημοσιευμένα κυρίως στο «Μπουκέτο» από το 1926 ως το 1929.” Να συμπληρώσουμε, πως δεν πρόκειται για ένα ποίημα αλλά για δυο, «Ανάμνηση» και «Ο θάνατος του ποιητή», δημοσιευμένα στις 14 Φεβ. 1926, στη στήλη της αλληλογραφίας, όπως και οι μεταφράσεις του. Εκείνες με την υπογραφή Γ.Κ., τα ποιήματα με ολόκληρο το επίθετο.
Βασική πηγή για τα βιογραφικά του Κοτζιούλα παραμένει η Γραμματολογία Σοκόλη, καθώς και το εκτενές λήμμα της Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, αμφότερα συνταγμένα από τον Κώστα Στεργιόπουλο. Η Βογιατζόγλου διατυπώνει κάποιες αντιρρήσεις για τις επιλογές του. Εξάτομη η Γραμματολογία, ο Κοτζιούλας εντάσσεται στην τέταρτη ομάδα του γ΄τόμου. Ο δ΄τόμος, σε επιμέλεια Αλέξ. Αργυρίου, που προηγήθηκε εκδοτικά, περιλαμβάνει τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου. Όσο αυτός είναι σαφώς εστιασμένος χρονικά, τόσο ο προηγούμενος αναγκαστικά απλώνεται. Η Βογιατζόγλου θεωρεί “αμήχανο” τον τίτλο του, «Η ανανεωμένη παράδοση». Κι όμως, δηλώνει την “προώθηση από την παράδοση στη νέα ποίηση”, που πάτησε στην παράδοση, αμφισβήτησε τους παλιούς τρόπους, τους χαλάρωσε, περιστασιακά τους έσπασε, αλλά δεν απελευθερώθηκε από αυτούς.
Στον γ΄ τόμο, εξαιρουμένου του Καβάφη, το χρονικό άνοιγμα είναι 40 έτη, τόσο των γεννήσεων (1880-1918), όσο και των πρώτων εμφανίσεων (1900-1940). Μετά το “νέο αίμα στην παράδοση”, όπως αποκαλείται η πεντάδα Μελαχρινός-Σικελιανός-Καζαντζάκης-Βάρναλης-Αυγέρης, τους Αλεξανδρινούς και τους νεορομαντικούς-νεοσυμβολιστές, έρχονται οι “ενδιάμεσοι και επίγονοι”, όρο που η Βογιατζόγλου δεν θεωρεί “εύστοχο”. Ασχέτως αν στους “επιγόνους” μένει μόνο ο Κοτζιούλας, με τις επιμέρους διακρίσεις του Στεργιόπουλου, αυτό αιτιολογείται. Όσο για τη διάκριση της ποίησης και γενικότερα, του έργου του Κοτζιούλα, σε πριν και μετά την περίοδο της αντιστασιακής δράσης, αυτή είναι απαραίτητη. Πρέπει, όμως, στην αξιολόγηση της ύστερης περιόδου, όπου η βιογράφος διαφωνεί με τους παλαιότερους, να ληφθούν υπόψη οι ιδεολογικές αποκλίσεις ή και αναπροσανατολισμοί, που συχνά αναστατώνουν τα αισθητικά κριτήρια.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του Αρχείου Κοτζιούλα είναι το επιστολικό. “Η αλληλογραφία Κοτζιούλα ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες”, σύμφωνα με την Ν. Μπαλτά, επιμελήτρια του μοναδικού τόμου, με 114 επιστολές, που εκδόθηκε, το 1994. Με αφορμή τις επιστολές του προς Μυριβήλη από την Νίκη Λυκούργου, σχολιάζαμε την τάση των πανεπιστημιακών να παρουσιάζουν σταθερά αρμονικές τις σχέσεις των προσώπων, μόλις προϊδεάζοντας για τα όποια μελανά σημεία και τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος. Σε ορισμένες σημαντικές περιπτώσεις, η Βογιατζόγλου ακολουθεί την ίδια τακτική. Παραθέτει αποσπάσματα από κριτικά κείμενα του Κοτζιούλα και των ομόγνωμών του, όπως, λ.χ., τα επιθετικά εναντίον του Καραντώνη ή και τα αυστηρά για τον Σεφέρη, όμως τα αισθήματα εκείνων, όπως τα έχουν εκφράσει κυρίως στις επιστολές τους, μόλις που τα μνημονεύει, συνοπτικά, στις σημειώσεις. Αυτές, όμως, καταχωρημένες στο τέλος του βιβλίου, ανά κεφάλαιο, με αρίθμηση αντί αναφορά σελίδας, καταλήγουν απρόσφορες.
Οσο αφορά την βιογραφία ως συμβολή στην καλύτερη γνωριμία με τον Κοτζιούλα και το έργο του, θα συμφωνούσαμε με την συγγραφέα της. Για ένα πρόσωπο, μπορούν να υπάρξουν περισσότερες της μίας εκδοχές βιογραφίας. Εξαρτάται από το πρόσωπο και κυρίως, από τα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του βιογράφου. Η δική της αναδεικνύει τη λογοτεχνική πλευρά, χωρίς, ωστόσο, να παραμελεί τη βιογραφική. Χωρίζεται σε πέντε χρονικές περιόδους: “τα παιδικά και εφηβικά χρόνια”, “τα χρόνια της αναγνώρισης (1927-1942)”, “τα χρόνια του ηρωισμού (1943-1945)”, “τα αντιηρωικά χρόνια (1946-1956)”, “η μεταθανάτια τύχη (1956-2015)”. Ως επίμετρο, υπάρχει κείμενο και γλωσσάρι του Ν. Σαραντάκου. Παραλήφθηκε, ωστόσο, ένα χρονολόγιο Κοτζιούλα, το οποίο ουδέποτε συντάχθηκε.
Η βασική συμβολή της βιογραφίας είναι το δεύτερο και το τέταρτο κεφάλαιο. Σε σύγκριση με τα χρόνια του βουνού, όπου η αφήγηση στηρίζεται στα δυο βιβλία, «Όταν ήμουν με τον Άρη» και το «Θέατρο στο βουνό», που έγραψε ο ίδιος. Να σημειώσουμε πως και σε αυτήν την ενδιάμεση περίοδο, ο Κοτζιούλας εμφανίζεται στον περιοδικό Τύπο, όπως, λ.χ., με το ποίημα «Τέλος της εποχής» στο αθηναϊκό περιοδικό «Επαρχιακά γράμματα», που φέρεται ως ανέκδοτο, ή στα «Ευβοϊκά γράμματα» και «Ηπειρωτικά γράμματα», όπου φίλοι διακινούν τις συνεργασίες του, σύμφωνα με τη μελέτη της Αλ. Μπουφέα, η οποία βιβλιογραφείται αλλά δεν αξιοποιείται στη συγγραφή της βιογραφίας. Όπως και να έχει, η Βογιατζόγλου, με αποσπάσματα από τα βιβλία του, εκτενή αναφορά στην κριτική υποδοχή, όπου προτάσσει κάθε φορά τη δική της κριτική αξιολόγηση, προσφέρει μία ευκρινή, αν και κάπως υποκειμενική, εικόνα του έργου του, ποιητικό, πεζογραφικό, μεταφραστικό, αλλά και κριτικό.
Επιπροσθέτως, παραθέτει αποσπάσματα από επιστολές του. Αυτές, από μία άποψη, αποτελούν δομικό συμπλήρωμα του έργου του, καθώς ο επιστολικός διάλογος με ομότεχνους αποτέλεσε τμήμα της μοναχικής ζωής του στα μεγάλα ή μικρότερα διαστήματα εκτός Αθηνών και στα ύστερα χρόνια, στα κοντινά βουνά της Αττικής, λόγω ασθένειας ή και δυσπραγίας. Στο κεφάλαιο των τελευταίων χρόνων, η αφήγηση αντανακλά το πείσμα του αγωνιστή, που αποδείχθηκε μεγαλύτερο στις μη εμπόλεμες, αλλά δύσκολες συνθήκες. Παράλληλα σχολιάζονται οι αλλαγές στην ποίησή του, που γίνεται αρχικά καταγγελτική και τελικά, στρέφεται ακόμη και στα μοιρολόγια, παλεύοντας με το στίχο την κοινωνική αδικία. Αυτά τα χρόνια, ο Κοτζιούλας έχει περισσότερο παρά ποτέ έντονη την αίσθηση του χρέους προς το σύνολο και της κοινωνικής του αποστολής. Ίσως και σε βάρος της ποίησης. Άλλωστε, από το 1937, στο άρθρο του, «Συγχρονισμένη ποίηση», το αντιμοντερνίστικο μανιφέστο, όπως το αποκαλεί η βιογράφος του, εκείνα που τον ενδιαφέρουν να τραγουδήσει είναι “τα βάσανα και τις λαχτάρες των έξι εκατομμυρίων Ελλήνων”.
Το θέμα είναι τώρα τι λες για τον Κοτζιούλα. Συμφωνεί κανείς με την καταληκτική απόφανση της Βογιατζόγλου: “Σημαντικός ποιητής και νευρώδης πεζογράφος, ευαίσθητος κριτικός και χαλκέντερος μεταφραστής, ένας ασυμβίβαστος ιδεολόγος της ζωής και της τέχνης”; Μάλλον όχι, καθώς οι συγκεκριμένοι επιθετικοί προσδιορισμοί τείνουν προς την υπερβολή. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, που θα πρέπει να επισημανθούν ή, αν θέλετε, να συνυφανθούν με τα προηγούμενα: Ανιδιοτελής, καλός γνώστης της ελληνικής, άνεση παραμυθά αφηγητή, ακλόνητος σε ιδεολογικές αρχές κοινωνικής έμφασης. Όσο για το σημαντικός, συνιστά απόφανση μακροχρόνιων ζυμώσεων με την επενέργεια περισσότερων απόψεων.
«Ποίηση και πολεμική.
Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα»
Επίμετρο – Γλωσσάρι
Νίκος Σαραντάκος
Εκδ. Κίχλη, Δεκ. 2015
Εφέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Κοτζιούλα. Συνδυάζοντας τις σημαντικές ημερομηνίες της ζωής του με τα ιστορικά συμβάντα, όπως το συνηθίζουν οι βιογραφίες, χωρίς πάντοτε να ακριβολογούν, προκύπτουν τα εξής: Απεβίωσε στις 29 Αυγ. 1956, τριάντα χρόνια μετά τον ερχομό του στην Αθήνα, 22 Αυγ. 1926 (τη νύχτα 21 προς 22 Αυγ., ο Κονδύλης ανατρέπει τον Πάγκαλο), ασυμπλήρωτα τα 17, γεννημένος στις 23 Απρ. 1909 (τη νύχτα 14 προς 15 Αυγ. 1909 εκδηλώνεται το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί). Για μεγαλύτερη ακριβολογία σχετικά με τον γενέθλιο τόπο του, να προσθέσουμε, πως το χωριό του, η Πλατανούσσα, ανήκει στα Τζουμερκοχώρια της δυτικής όχθης του Άραχθου και ειδικότερα, στα Κατσανοχώρια. Βρίσκεται πλησιέστερα στην Άρτα, ωστόσο, μετά την Απελευθέρωση εντάχθηκε στο Νομό Ιωαννίνων. Γι’ αυτό και ο δεκάχρονος Κοτζιούλας πήγε Σχολαρχείο στο Καλέντζι, έδρα του Δήμου Κατσανοχωρίων, το οποίο δεν είναι κοντά στα Ιωάννινα, αλλά σε μία απόσταση περί τα 30 χλμ., όση Πλατανούσσα-Άρτα, όπου έκανε το Γυμνάσιο. Όταν εκείνος γεννήθηκε, το χωριό κρατούσε ακόμη την παλαιά του, βυζαντινών καταβολών, ονομασία: Ραψίστα. Ένα χρόνο αφότου εκείνος έφυγε για Αθήνα, έγινε η μετονομασία σε Πλατανούσσα, κατά την παλαιά γραφή, με δυο σίγμα. Στην πλατεία του χωριού, υπάρχει προτομή του, στημένη από τον Σύλλογο Πλατανούσσας.
Λεπτομέρειες, αλλά, όταν πρόκειται για έναν συγγραφέα όπως ο Κοτζιούλας, που ο τόπος του αποτέλεσε πρωταρχική πηγή έμπνευσης, αυτές αποκτούν διαφορετική βαρύτητα. Άλλωστε, την όποια υστεροφημία του, σε μεγάλο μέρος την οφείλει στην εντοπιότητα. Από τα τρίτομα Άπαντά του (1956-1959) μέχρι την πρόσφατη βιογραφία του. Μπορεί η βιογράφος του, Αθηνά Βογιατζόγλου, να μην είναι Ηπειρώτισσα και ως μελετήτρια, από τη διδακτορική διατριβή της και τουλάχιστον για μία δεκαπενταετία, να ασχολήθηκε με τον Σικελιανό, ωστόσο την αφορμή για να στραφεί στο έργο του Κοτζιούλα την έδωσε η εκλογή της στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το 2001. Τρία χρόνια αργότερα, παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο το Αρχείο Κοτζιούλα για μία δεκαετία. Αν και στην περίπτωση του Κοτζιούλα, εκτός από τους Ηπειρώτες, συνέβαλαν ομοϊδεάτες συγγραφείς και η αντίστοιχη μερίδα του Τύπου. Η Βογιατζόγλου θυμίζει, για παράδειγμα, την εκτενή αναφορά στον Κοτζιούλα που κάνει ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία του.
Γενικότερα, πάντως, οι Ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας τον παρακάμπτουν. Περιέργως, τον αναφέρει στην Ιστορία του ο Δ. Τσάκωνας και μάλιστα, τον καλοσυστήνει, κι ας υπήρξε “αντάρτης της Άκρας Αριστεράς”, κατά τη διατύπωσή του. Σχετική μνεία υπάρχει και σε εκείνη του Μιχ. Μερακλή, καθώς και στην συμπληρωμένη από τον Ηπειρώτη Δ. Γιάκο, Ιστορία του Ηλία Βουτιερίδη, όπου ο Κοτζιούλας αναφέρεται μεταξύ των τελευταίων στον μακρύ κατάλογο “των παραδοσιακών με τάση ανανέωσης”. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο της βιογραφίας, όπου σχολιάζεται η υστεροφημία του Κοτζιούλα, δίνεται μεγαλύτερη έκταση στα δημοσιεύματα νεότερων μελετητών και γενικότερα, σχολιάζονται οι μνημονεύσεις. Δεν γίνεται αναφορά στην απουσία του από γραμματολογίες και ανθολογίες, όπως και στην αδιαφορία των αθηναϊκών λογοτεχνικών περιοδικών για κάποιο επετειακό αφιέρωμα. Αν η βιογράφος είχε προβλέψει ευρετήριο περιοδικών, θα υπήρχε ευκρινέστερη εικόνα του παραγκωνισμού του.
Αναφέρουμε την απουσία επί μέρους ευρετηριάσεων, καθώς δεν πρόκειται για μία βιογραφία, προορισμένη για το ευρύ κοινό, το οποίο ο Κοτζιούλας είχε πάντοτε κατά νου. Άλλωστε, η προσωπικότητα, τόσο του λογοτέχνη όσο και “του ιδεολόγου αγωνιστή”, προσφερόταν για μία παρόμοια αντιμετώπιση. Η Βογιατζόγλου, ωστόσο, ευθύς εξαρχής, διευκρινίζει, πως ήθελε να μελετήσει “πτυχές της ποίησης και της κριτικής του”, γι’ αυτό και τελικά θεώρησε προσφορότερη “μία φιλολογική βιογραφική αφήγηση”. Πρόκειται για μία βιογραφία παραπλήσιας σύλληψης με τις εκτενείς εισαγωγές της Χρ. Νουνιά στα δίτομα Άπαντα Μαρίας Πολυδούρη. Κατά κανόνα, οι βιογραφίες από πανεπιστημιακούς εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, όπου κυρίως σχολιάζεται, σε χρονολογική τάξη, το έργο του βιογραφούμενου. Ο στόχος παρόμοιων μονογραφιών είναι η επανεξέταση ενός λογοτέχνη, που συνήθως συνίσταται, είτε στην αναβάθμισή του, αν έχει υποτιμηθεί από τους παλαιότερους, είτε η αυστηρότερη αντιμετώπισή του, στις περιπτώσεις των υπερτιμημένων.
Κατά τα άλλα, μία φιλολογική αφήγηση μπορεί να συντομεύει τις βιογραφικές αναφορές, αλλά αναμένεται να είναι διεξοδική σε όσα σχολιάζει. Για παράδειγμα, τα παρατιθέμενα αποσπάσματα από τα κείμενα του βιογραφούμενου, εκτός από τη βιβλιογραφική πηγή, συχνά επιβάλλουν και τα ίδια υπομνηματισμό. Αναφέρει, λ.χ., ο Κοτζιούλας τα πεζοτράγουδα κάποιας Φιφίκας Μυλωνά και αναρωτιέται για τον συμμαθητή που του τα είχε δείξει, “ποιος ξέρει πού στο διάολο την είχε ξετρυπώσει”. Εδώ, θα μπορούσε να αναφερθεί, πως πρόκειται για αρτινή ποιήτρια, που δεν πρώτευσε στη στιχοπλοκή, αλλά, σε πανελλήνιο διαγωνισμό καλλονών της επαρχίας, ως η ωραιοτέρα της πόλης της. Άλλες, όμως, είναι οι σημαντικές παραλήψεις. Στις 23 Αυγ. 1928, ο Καβάφης, κολακευμένος από την ένθερμη επιστολή Κοτζιούλα, του στέλνει επιστολή, που μένει αδημοσίευτη. Πώς και δεν αξιολογήθηκε η παρουσίασή της;
Επίσης, μία μονογραφία θα πρέπει να συμπληρώνει ή να ανασκευάζει τα ήδη γνωστά. Λ.χ., είθισται σε έναν συγγραφέα να αναφέρεται πότε, με ποιο έργο και σε ποιο έντυπο πρωτοεμφανίστηκε. Για τον Κοτζιούλα, αναφέρεται το 1926, με ποίημα, στο οικογενειακό περιοδικό «Μπουκέτο», με την πρόσθετη πληροφορία, ότι είχαν προηγηθεί, ένα χρόνο πριν, στο ίδιο περιοδικό, μεταφράσεις ποιημάτων εκ του γαλλικού. Από τη βιογράφο αναμενόταν να προσθέσει τίτλο του ποιήματος και ημερομηνία. Αντ’ αυτών, υπάρχει η γενικόλογη διατύπωση: “Τα πρώτα ποιήματά του στον αθηναϊκό τύπο, δημοσιευμένα κυρίως στο «Μπουκέτο» από το 1926 ως το 1929.” Να συμπληρώσουμε, πως δεν πρόκειται για ένα ποίημα αλλά για δυο, «Ανάμνηση» και «Ο θάνατος του ποιητή», δημοσιευμένα στις 14 Φεβ. 1926, στη στήλη της αλληλογραφίας, όπως και οι μεταφράσεις του. Εκείνες με την υπογραφή Γ.Κ., τα ποιήματα με ολόκληρο το επίθετο.
Βασική πηγή για τα βιογραφικά του Κοτζιούλα παραμένει η Γραμματολογία Σοκόλη, καθώς και το εκτενές λήμμα της Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, αμφότερα συνταγμένα από τον Κώστα Στεργιόπουλο. Η Βογιατζόγλου διατυπώνει κάποιες αντιρρήσεις για τις επιλογές του. Εξάτομη η Γραμματολογία, ο Κοτζιούλας εντάσσεται στην τέταρτη ομάδα του γ΄τόμου. Ο δ΄τόμος, σε επιμέλεια Αλέξ. Αργυρίου, που προηγήθηκε εκδοτικά, περιλαμβάνει τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου. Όσο αυτός είναι σαφώς εστιασμένος χρονικά, τόσο ο προηγούμενος αναγκαστικά απλώνεται. Η Βογιατζόγλου θεωρεί “αμήχανο” τον τίτλο του, «Η ανανεωμένη παράδοση». Κι όμως, δηλώνει την “προώθηση από την παράδοση στη νέα ποίηση”, που πάτησε στην παράδοση, αμφισβήτησε τους παλιούς τρόπους, τους χαλάρωσε, περιστασιακά τους έσπασε, αλλά δεν απελευθερώθηκε από αυτούς.
Στον γ΄ τόμο, εξαιρουμένου του Καβάφη, το χρονικό άνοιγμα είναι 40 έτη, τόσο των γεννήσεων (1880-1918), όσο και των πρώτων εμφανίσεων (1900-1940). Μετά το “νέο αίμα στην παράδοση”, όπως αποκαλείται η πεντάδα Μελαχρινός-Σικελιανός-Καζαντζάκης-Βάρναλης-Αυγέρης, τους Αλεξανδρινούς και τους νεορομαντικούς-νεοσυμβολιστές, έρχονται οι “ενδιάμεσοι και επίγονοι”, όρο που η Βογιατζόγλου δεν θεωρεί “εύστοχο”. Ασχέτως αν στους “επιγόνους” μένει μόνο ο Κοτζιούλας, με τις επιμέρους διακρίσεις του Στεργιόπουλου, αυτό αιτιολογείται. Όσο για τη διάκριση της ποίησης και γενικότερα, του έργου του Κοτζιούλα, σε πριν και μετά την περίοδο της αντιστασιακής δράσης, αυτή είναι απαραίτητη. Πρέπει, όμως, στην αξιολόγηση της ύστερης περιόδου, όπου η βιογράφος διαφωνεί με τους παλαιότερους, να ληφθούν υπόψη οι ιδεολογικές αποκλίσεις ή και αναπροσανατολισμοί, που συχνά αναστατώνουν τα αισθητικά κριτήρια.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του Αρχείου Κοτζιούλα είναι το επιστολικό. “Η αλληλογραφία Κοτζιούλα ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες”, σύμφωνα με την Ν. Μπαλτά, επιμελήτρια του μοναδικού τόμου, με 114 επιστολές, που εκδόθηκε, το 1994. Με αφορμή τις επιστολές του προς Μυριβήλη από την Νίκη Λυκούργου, σχολιάζαμε την τάση των πανεπιστημιακών να παρουσιάζουν σταθερά αρμονικές τις σχέσεις των προσώπων, μόλις προϊδεάζοντας για τα όποια μελανά σημεία και τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος. Σε ορισμένες σημαντικές περιπτώσεις, η Βογιατζόγλου ακολουθεί την ίδια τακτική. Παραθέτει αποσπάσματα από κριτικά κείμενα του Κοτζιούλα και των ομόγνωμών του, όπως, λ.χ., τα επιθετικά εναντίον του Καραντώνη ή και τα αυστηρά για τον Σεφέρη, όμως τα αισθήματα εκείνων, όπως τα έχουν εκφράσει κυρίως στις επιστολές τους, μόλις που τα μνημονεύει, συνοπτικά, στις σημειώσεις. Αυτές, όμως, καταχωρημένες στο τέλος του βιβλίου, ανά κεφάλαιο, με αρίθμηση αντί αναφορά σελίδας, καταλήγουν απρόσφορες.
Οσο αφορά την βιογραφία ως συμβολή στην καλύτερη γνωριμία με τον Κοτζιούλα και το έργο του, θα συμφωνούσαμε με την συγγραφέα της. Για ένα πρόσωπο, μπορούν να υπάρξουν περισσότερες της μίας εκδοχές βιογραφίας. Εξαρτάται από το πρόσωπο και κυρίως, από τα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του βιογράφου. Η δική της αναδεικνύει τη λογοτεχνική πλευρά, χωρίς, ωστόσο, να παραμελεί τη βιογραφική. Χωρίζεται σε πέντε χρονικές περιόδους: “τα παιδικά και εφηβικά χρόνια”, “τα χρόνια της αναγνώρισης (1927-1942)”, “τα χρόνια του ηρωισμού (1943-1945)”, “τα αντιηρωικά χρόνια (1946-1956)”, “η μεταθανάτια τύχη (1956-2015)”. Ως επίμετρο, υπάρχει κείμενο και γλωσσάρι του Ν. Σαραντάκου. Παραλήφθηκε, ωστόσο, ένα χρονολόγιο Κοτζιούλα, το οποίο ουδέποτε συντάχθηκε.
Η βασική συμβολή της βιογραφίας είναι το δεύτερο και το τέταρτο κεφάλαιο. Σε σύγκριση με τα χρόνια του βουνού, όπου η αφήγηση στηρίζεται στα δυο βιβλία, «Όταν ήμουν με τον Άρη» και το «Θέατρο στο βουνό», που έγραψε ο ίδιος. Να σημειώσουμε πως και σε αυτήν την ενδιάμεση περίοδο, ο Κοτζιούλας εμφανίζεται στον περιοδικό Τύπο, όπως, λ.χ., με το ποίημα «Τέλος της εποχής» στο αθηναϊκό περιοδικό «Επαρχιακά γράμματα», που φέρεται ως ανέκδοτο, ή στα «Ευβοϊκά γράμματα» και «Ηπειρωτικά γράμματα», όπου φίλοι διακινούν τις συνεργασίες του, σύμφωνα με τη μελέτη της Αλ. Μπουφέα, η οποία βιβλιογραφείται αλλά δεν αξιοποιείται στη συγγραφή της βιογραφίας. Όπως και να έχει, η Βογιατζόγλου, με αποσπάσματα από τα βιβλία του, εκτενή αναφορά στην κριτική υποδοχή, όπου προτάσσει κάθε φορά τη δική της κριτική αξιολόγηση, προσφέρει μία ευκρινή, αν και κάπως υποκειμενική, εικόνα του έργου του, ποιητικό, πεζογραφικό, μεταφραστικό, αλλά και κριτικό.
Επιπροσθέτως, παραθέτει αποσπάσματα από επιστολές του. Αυτές, από μία άποψη, αποτελούν δομικό συμπλήρωμα του έργου του, καθώς ο επιστολικός διάλογος με ομότεχνους αποτέλεσε τμήμα της μοναχικής ζωής του στα μεγάλα ή μικρότερα διαστήματα εκτός Αθηνών και στα ύστερα χρόνια, στα κοντινά βουνά της Αττικής, λόγω ασθένειας ή και δυσπραγίας. Στο κεφάλαιο των τελευταίων χρόνων, η αφήγηση αντανακλά το πείσμα του αγωνιστή, που αποδείχθηκε μεγαλύτερο στις μη εμπόλεμες, αλλά δύσκολες συνθήκες. Παράλληλα σχολιάζονται οι αλλαγές στην ποίησή του, που γίνεται αρχικά καταγγελτική και τελικά, στρέφεται ακόμη και στα μοιρολόγια, παλεύοντας με το στίχο την κοινωνική αδικία. Αυτά τα χρόνια, ο Κοτζιούλας έχει περισσότερο παρά ποτέ έντονη την αίσθηση του χρέους προς το σύνολο και της κοινωνικής του αποστολής. Ίσως και σε βάρος της ποίησης. Άλλωστε, από το 1937, στο άρθρο του, «Συγχρονισμένη ποίηση», το αντιμοντερνίστικο μανιφέστο, όπως το αποκαλεί η βιογράφος του, εκείνα που τον ενδιαφέρουν να τραγουδήσει είναι “τα βάσανα και τις λαχτάρες των έξι εκατομμυρίων Ελλήνων”.
Το θέμα είναι τώρα τι λες για τον Κοτζιούλα. Συμφωνεί κανείς με την καταληκτική απόφανση της Βογιατζόγλου: “Σημαντικός ποιητής και νευρώδης πεζογράφος, ευαίσθητος κριτικός και χαλκέντερος μεταφραστής, ένας ασυμβίβαστος ιδεολόγος της ζωής και της τέχνης”; Μάλλον όχι, καθώς οι συγκεκριμένοι επιθετικοί προσδιορισμοί τείνουν προς την υπερβολή. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, που θα πρέπει να επισημανθούν ή, αν θέλετε, να συνυφανθούν με τα προηγούμενα: Ανιδιοτελής, καλός γνώστης της ελληνικής, άνεση παραμυθά αφηγητή, ακλόνητος σε ιδεολογικές αρχές κοινωνικής έμφασης. Όσο για το σημαντικός, συνιστά απόφανση μακροχρόνιων ζυμώσεων με την επενέργεια περισσότερων απόψεων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 5/6/2016.
1 σχόλιο:
How To Access A VPN at a Casino – Dr.md
If you are trying 인천광역 출장안마 to access a 경산 출장마사지 casino via an internet connection, The easiest 여주 출장샵 way 군포 출장샵 to 삼척 출장샵 do this is to visit a VPN. The site uses a VPN, which gives access
Δημοσίευση σχολίου