Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010 Μάριο Βάργκας Λιόσα ή Γιόσα

Το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας, α­πό την πρώ­τη α­πο­νο­μή του (1901) και για ο­λό­κλη­ρο το πρώ­το μι­σό του 20ου αιώ­να, στά­θη­κε μια ευ­ρω­παϊκή υ­πό­θε­ση, με μό­λις πέ­ντε βρα­βεία να α­πο­νέ­μο­νται σε α­με­ρι­κα­νούς συγ­γρα­φείς. Ωστό­σο, αυ­τή η πρώ­τη πε­ρίο­δος κλεί­νει με δύο ση­μα­ντι­κούς της α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Το 1948 α­πο­νέ­με­ται στον Τ. Σ. Έλιο­τ, που κα­τα­χω­ρεί­ται ως Νό­μπελ εξ η­μι­σείας στις Η­ΠΑ και την Με­γά­λη Βρε­τα­νία, και το 1949, στον Ουίλ­λιαμ Φώ­κνερ. Στο δεύ­τε­ρο μι­σό του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, η Σουη­δι­κή Ακα­δη­μία άρ­χι­σε, στα­δια­κά, να α­νοί­γε­ται και προς τις υ­πό­λοι­πες Ηπεί­ρους. Πά­ντο­τε, ό­μως, με φει­δώ. Άλλα πέ­ντε Νό­μπελ για τις Η­ΠΑ, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας τον Κα­να­δά, έ­να για την Αυ­στρα­λία, τέσ­σε­ρα για την Αφρι­κή, τα δύο α­πό αυ­τά σε αγ­γλό­φω­νους συγ­γρα­φείς, και πέ­ντε για την Ασία (δύο για την Ια­πω­νία και α­πό έ­να σε Κί­να, Ισραή­λ, Τουρ­κία). Όσο για το υ­πό­λοι­πο της α­με­ρι­κα­νι­κής Ηπεί­ρου, ό­τι α­πο­κα­λού­με Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, δη­λα­δή το κε­ντρι­κό και νό­τιο τμή­μα, δό­θη­καν, πα­ρά την αί­γλη της λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, μό­λις έ­ξι βρα­βεία. Το πρώ­το ή­ταν το 1967, στον γαλ­λο­τρα­φή δι­πλω­μά­τη της Γουα­τε­μά­λας Μι­γκέλ Άνχελ Αστού­ριας. Ποιη­τής και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, δεν βρα­βεύ­τη­κε για τα σο­νέ­τα του, αλ­λά για το πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του, ό­που κα­ταγ­γέλ­λει τα δι­κτα­το­ρι­κά κα­θε­στώ­τα. Από τα υ­πό­λοι­πα πέ­ντε Νό­μπε­λ, έ­να δό­θη­κε, πριν εί­κο­σι χρό­νια, στον Με­ξι­κα­νό Οκτά­βιο Πας, έ­ναν α­κό­μη δι­πλω­μά­τη, δύο σε συγ­γρα­φείς της Κα­ραϊβι­κής και α­πο­μέ­νουν δύο για το νό­τιο κώ­νο της α­με­ρι­κα­νι­κής η­πεί­ρου, που εί­ναι και η κα­τ’ ε­ξο­χήν κοι­τί­δα της λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Δύο μεν, αλ­λά α­πο­νε­μή­θη­καν σε πραγ­μα­τι­κά ση­μαί­νο­ντες συγ­γρα­φείς: τον χι­λια­νό ποιη­τή Πά­μπλο Νε­ρού­δα, το 1971, και τον κο­λομ­βια­νό Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μαρ­κές, το 1982.
Οι αρ­γε­ντι­νοί πρω­το­πό­ροι, Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες και Χού­λιο Κορ­τά­σα­ρ, καί­τοι μα­κρο­η­μέ­ρευ­σαν πε­ρι­μέ­νο­ντας, τε­λι­κά διέ­λα­θαν της νο­μπε­λο­ποίη­σης. Ενώ, ο τρί­τος και πιο στο­χα­στι­κός, ο Ερνέ­στο Σά­μπα­το, συ­νο­μή­λι­κος του Ελύ­τη, συν τω χρό­νω, λό­γω και η­λι­κίας, βρέ­θη­κε ε­κτός νυμ­φώ­νος. Όπως και να έ­χει, το τρί­το Νό­μπελ για την Νό­τια Αμε­ρι­κή και το έ­βδο­μο της λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας εί­ναι το ε­φε­τι­νό στον πε­ρου­βια­νό Μά­ριο Βάρ­γκας Λιό­σα ή και Γιό­σα, ό­πως πρω­το­α­πο­δό­θη­κε το ό­νο­μά του στα ελ­λη­νι­κά, λό­γω των δύο δια­φο­ρε­τι­κών α­πο­δό­σεων του δι­πλού ι­σπα­νι­κού λάμ­δα. Να θυ­μί­σου­με πως το Βάρ­γκας εί­ναι το πα­τρώ­νυ­μο και το Λιό­σα, το μη­τρώ­νυ­μο. Γε­νι­κώς, α­να­φέ­ρε­ται με το μη­τρώ­νυ­μο, ω­στό­σο οι ε­γκυ­κλο­παί­δειες τον κα­τα­χω­ρούν με το πα­τρώ­νυ­μο. Και βε­βαίως, ο Λιό­σα εί­ναι το πρώ­το Νό­μπελ για τη χώ­ρα του. Και σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, η Σουη­δι­κή Ακα­δη­μία ε­ξαί­ρει το πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του. Κα­τά το σκε­πτι­κό της, τι­μή­θη­κε “για τη χαρ­το­γρά­φη­ση των δο­μών της ε­ξου­σίας και για τις αιχ­μη­ρές ει­κό­νες της α­το­μι­κής α­ντί­στα­σης, της ε­ξέ­γερ­σης και της ήτ­τας”. Ετυ­μη­γο­ρία, που θα ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο για τη βρά­βευ­ση δο­κι­μια­κής γρα­φής.
Τα δύο προ­η­γού­με­να Νό­μπελ της Νό­τιας Αμε­ρι­κής, Νε­ρού­δα-Μαρ­κές, θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κά. Πι­θα­νώς και για­τί, πα­λαιό­τε­ρα, το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας δεν εί­χε, σε αυ­τόν το βαθ­μό, πά­ρει πο­λι­τι­κή χροιά. Τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, η Σουη­δι­κή Ακα­δη­μία φαί­νε­ται να ε­ναλ­λάσ­σει δύο τα­κτι­κές. Εί­τε βρα­βεύει συγ­γρα­φείς ά­γνω­στους στον Δυ­τι­κό Κό­σμο, με κύ­ριο κρι­τή­ριο τη χώ­ρα προέ­λευ­σής τους και την γεω­πο­λι­τι­κή της θέ­ση. Εί­τε ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο πρό­σω­πο του συγ­γρα­φέα και το ι­δε­ο­λο­γι­κό του προ­φίλ. Ορι­σμέ­νοι, που μέ­νουν για χρό­νια στις λί­στες των φα­βο­ρί και τε­λι­κά, κά­ποιο έ­τος βρα­βεύο­νται, ό­πως εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Λιό­σα, δεν ση­μαί­νει ό­τι, ε­μπλου­τί­ζο­ντας το έρ­γο τους, αυ­τό φθά­νει να βα­ραί­νει τό­σο, ώ­στε να γεί­ρει η πλά­στιγ­γα της κρί­σης με το μέ­ρος τους. Χω­ρίς, βε­βαίως, να ι­σχυ­ρι­ζό­μα­στε ό­τι και αυ­τό δεν συμ­βάλ­λει. Το κα­θο­ρι­στι­κό, ό­μως, εί­ναι οι ι­δε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις του συγ­γρα­φέα σε συν­δυα­σμό με τις πο­λι­τι­κές συ­γκυ­ρίες. Με άλ­λα λό­για, οι κρι­τές α­να­ζη­τούν τον πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νο συγ­γρα­φέα, με τον προ­σφυή, κα­τά τις κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις, προ­σα­να­το­λι­σμό. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά η πε­ρυ­σι­νή βρα­βευ­μέ­νη Χέρ­τα Μίλ­λε­ρ, α­πό τη γερ­μα­νό­φω­νη μειο­νό­τη­τα της Ρου­μα­νίας, κά­τοι­κος α­πό το 1987 της Δυ­τι­κής Γερ­μα­νίας, που, στα βι­βλία της, πε­ρι­γρά­φει τα δει­νά της πε­ριο­χής της α­πό τους Ρώ­σους, με­τά τον Πό­λε­μο. Όσοι πα­ρα­με­ρί­ζουν τον πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της βρά­βευ­σης, σχο­λιά­ζο­ντας το πο­λύ­πλο­κο τυ­πι­κό συλ­λο­γής των υ­πο­ψη­φιο­τή­των και πρό­κρι­σης, μάλ­λον ε­θε­λο­τυ­φλούν. Για πα­ρά­δειγ­μα, αν δεν βρα­βεύ­τη­καν οι Σι­κε­λια­νός και Κα­ζα­ντζά­κης, ό­ταν βρέ­θη­καν στους κα­τα­λό­γους των υ­πο­ψη­φίων, ο μό­νος λό­γος δεν ή­ταν ό­τι υ­πήρ­χαν στη λί­στα πολ­λοί υ­πο­ψή­φιοι. Ήταν, κυ­ρίως, το γε­γο­νός ό­τι το ι­δε­ο­λο­γι­κό προ­φί­λ, που τους α­πο­δό­θη­κε, κρί­θη­κε α­σύμ­βα­το με τις νόρ­μες της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας, η ο­ποία φαί­νε­ται ό­τι εί­χε υ­πο­κύ­ψει στις με­θο­δι­κές υ­πο­νο­μεύ­σεις, που α­κο­λού­θη­σε το τό­τε πνευ­μα­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο και ο δε­ξιός Τύ­πος της τρι­σέν­δο­ξης πα­τρί­δας μας.

Πο­λί­της του κό­σμου

Ο Μαρ­κές βρα­βεύ­τη­κε ως εκ­πρό­σω­πος του “μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού”. Με ιε­ράρ­χη­ση, βε­βαίως, των με­γε­θών, ε­κεί­νο το βρα­βείο θα α­να­με­νό­ταν να δο­θεί μάλ­λον στον Μπόρ­χες. Ίσως, ό­μως, να μέ­τρη­σε και η η­λι­κία. Το 1982, ο Μπόρ­χες ή­ταν 78 ε­τών και ο Μαρ­κές 54. Ο Λιό­σα, ε­φέ­τος, εί­ναι 74. Δη­λώ­νει “πο­λί­της του κό­σμου” και α­πό τα 54 του ζει στην Ευ­ρώ­πη. Κι­νεί­ται με­τα­ξύ Μα­δρί­της-Λον­δί­νου και τους κα­λο­και­ρι­νούς μή­νες πε­τά­γε­ται για δια­κο­πές στο Πε­ρού, που ε­γκα­τέ­λει­ψε ως μό­νι­μο τό­πο κα­τοι­κίας το 1990. Αι­τία στά­θη­κε η α­πο­τυ­χία του στις ε­κλο­γές για την προ­ε­δρία της Δη­μο­κρα­τίας, την ο­ποία εί­χε διεκ­δι­κή­σει ως υ­πο­ψή­φιος του Δη­μο­κρα­τι­κού Με­τώ­που, αλ­λά έ­χα­σε στον δεύ­τε­ρο γύ­ρο. Κα­θο­ρι­στι­κά συ­νε­τέ­λε­σε το πρό­γραμ­μα α­ντι­πλη­θω­ρι­στι­κών μέ­τρων, που εί­χε προ­τεί­νει, μη ό­ντας ε­ξοι­κειω­μέ­νος με τα δη­μα­γω­γι­κά τε­χνά­σμα­τα της πο­λι­τι­κής. Απο­γο­η­τευ­μέ­νος πή­ρε των ομ­μα­τιών του και το 1993 α­πέ­κτη­σε και την ι­σπα­νι­κή υ­πη­κοό­τη­τα. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο, του α­πο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο Θερ­βά­ντες και, συγ­χρό­νως, ε­κλέ­χτη­κε στην Ακα­δη­μία της Ισπα­νίας. Τό­τε, έ­γρα­ψε και το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό α­φή­γη­μα, «Ένα ψά­ρι στο νε­ρό», κα­τ’ α­ντι­στρο­φή του «Ένα ψά­ρι έ­ξω α­π’ το νε­ρό», κα­θώς ε­κεί­νος, με την πο­λι­τι­κή του α­πο­τυ­χία, βρέ­θη­κε να κο­λυ­μπά­ει και πά­λι σε οι­κεία ύ­δα­τα, αυ­τά της λο­γο­τε­χνίας. Εκεί, δια­γρά­φο­νται και οι ι­δε­ο­λο­γι­κές του με­τα­πτώ­σεις.
Στην ε­φη­βεία του ο Λιό­σα δή­λω­νε α­ρι­στε­ρός. Ήταν τα χρό­νια, που φοι­τού­σε στην Στρα­τιω­τι­κή Ακα­δη­μία της Λί­μας, ό­που τον εί­χε, με το ζό­ρι, εγ­γρά­ψει ο πα­τέ­ρας του. Οι γο­νείς του εί­χαν χω­ρί­σει, ό­ταν η μη­τέ­ρα του ή­ταν στον πέ­μπτο μή­να της ε­γκυ­μο­σύ­νης. Ένα ω­ραίο πρωί, ο σύ­ζυ­γός της την α­πο­χαι­ρέ­τη­σε, φεύ­γο­ντας για έ­να ε­παγ­γελ­μα­τι­κό τα­ξί­δι, α­πό το ο­ποίο ξέ­χα­σε να γυ­ρί­σει. Έδω­σε ση­μεία ζωής έ­ντε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, α­να­στα­τώ­νο­ντας τον δε­κα­ε­τή γιο του, που με­γά­λω­νε ευ­τυ­χής με την οι­κο­γέ­νεια της μη­τέ­ρας του και πά­τερ φα­μί­λια τον παπ­πού του, που του ε­νέ­πνευ­σε και το πρώ­το του διή­γη­μα. Σύμ­φω­να με τις αυ­το­βιο­γρα­φι­κές ε­ξο­μο­λο­γή­σεις του, γεν­νή­θη­κε ξη­με­ρώ­μα­τα της 28ης Μαρ­τίου 1936. Την Στρα­τιω­τι­κή Ακα­δη­μία την ε­γκα­τέ­λει­ψε έ­να χρό­νο πριν το πτυ­χίο. Εργα­ζό­με­νος ως δη­μο­σιο­γρά­φος, κα­τόρ­θω­σε να γρα­φεί στο Πα­νε­πι­στή­μιο. Σπού­δα­σε νο­μι­κά αλ­λά κι αυ­τά τα ε­γκα­τέ­λει­ψε για τις αν­θρω­πι­στι­κές ε­πι­στή­μες. Τό­τε, εμ­βά­θυ­νε και στον μαρ­ξι­σμό. Τη διε­τία, 1958-1960, που σπού­δα­ζε με υ­πο­τρο­φία στη Μα­δρί­τη, τον συ­νε­πή­ρε ο εν­θου­σια­σμός για τη νι­κη­φό­ρα κου­βα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση, πει­σμέ­νος πλέ­ον για τα ι­δεώ­δη του κομ­μου­νι­σμού. Η διά­στα­ση ήρ­θε το 1971, ό­ταν το κα­θε­στώς του Φι­ντέλ Κά­στρο φυ­λά­κι­σε τον κου­βα­νό ποιη­τή Χε­ρ-μπέρ­το Πα­ντί­για και ο Λιό­σα υ­πέ­γρα­ψε μα­ζί με άλ­λους δια­νοού­με­νους και συγ­γρα­φείς για την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή του. Έκτο­τε άρ­χι­σε να δη­λώ­νει φι­λε­λεύ­θε­ρος, κρα­τώ­ντας πλέ­ον α­πο­στά­σεις α­πό την α­ρι­στε­ρή ι­δε­ο­λο­γία. Με­τα­κι­νεί­ται, δη­λα­δή, α­πό την κομ­μου­νι­στι­κή α­ρι­στε­ρά προς έ­ναν α­το­μο­κε­ντρι­κό φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό.
Η ε­πό­με­νη μάλ­λον α­τυ­χής ε­μπλο­κή του στα πο­λι­τι­κά της χώ­ρας του, που του στοί­χι­σε την κρι­τι­κή της πε­ρου­βια­νής δια­νό­η­σης, ή­ταν το 1983, ό­ταν η κυ­βέρ­νη­ση του Φερ­νά­ντο Με­λα­ού­ντε Τέ­ρυ βρι­σκό­ταν α­ντι­μέ­τω­πη με τους α­ντάρ­τες της μα­οϊκής ορ­γά­νω­σης Φω­τει­νό Μο­νο­πά­τι. Τό­τε, σε ο­ρει­νό χω­ριό, δο­λο­φο­νή­θη­καν ο­κτώ δη­μο­σιο­γρά­φοι. Ο Λιό­σα προ­σκλή­θη­κε α­πό τον Πρό­ε­δρο να συμ­με­τέ­χει στην Επι­τρο­πή, που διε­νερ­γού­σε έ­ρευ­νες. Το πό­ρι­σμα της εν λό­γω Επι­τρο­πής κα­τέ­λη­γε στην ε­νο­χή των χω­ρι­κών, ε­νώ η ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη ή­ταν ό­τι δο­λο­φο­νή­θη­καν για να μην α­πο­κα­λύ­ψουν τους πα­ρα­στρα­τιω­τι­κούς, που δρού­σαν στην πε­ριο­χή. Αυ­τή η ε­μπλο­κή του στά­θη­κε το θέ­μα δύο μυ­θι­στο­ρη­μά­των του: «Ποιος σκό­τω­σε τον Πα­λο­μί­νο Μο­λέ­ρο;» το 1988 και «Ο Λι­τού­μα στις Άνδεις» το 1993. Επό­με­νη ε­μπλο­κή, η κά­θο­δός του στις ε­κλο­γές. Σή­με­ρα, πά­ντως, α­πο­κα­λεί “πα­λιά­τσο” τον Κά­στρο και θεω­ρεί την δια­κυ­βέρ­νη­σή του έ­να α­κό­μη λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κό αυ­ταρ­χι­κό κα­θε­στώς. Αυ­τό φαί­νε­ται ό­τι συ­μπα­ρέ­συ­ρε και την αλ­λο­τι­νή, στε­νή φι­λία του με τον Μαρ­κές. Επι­κίν­δυ­νο θεω­ρεί και τον Ού­γκο Τσά­βες, α­πο­φαι­νό­με­νος ό­τι “η Βε­νε­ζουέ­λα έ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δι­κτα­το­ρία”.

Συγ­γρα­φι­κή πο­ρεία

Η συγ­γρα­φι­κή στα­διο­δρο­μία του Λιό­σα ξε­κί­νη­σε το 1957, ό­ταν ερ­γα­ζό­ταν ως δη­μο­σιο­γρά­φος. Τό­τε, δη­μο­σίευ­σε σε ε­φη­με­ρί­δες τα δύο πρώ­τα διη­γή­μα­τά του, «Οι αρ­χη­γοί» και «Ο παπ­πούς». Δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1959, ξε­διά­λε­ξε έ­ξι ι­στο­ρίες α­πό τις πολ­λές που εί­χε γρά­ψει α­πό το 1953 και ε­ξέ­δω­σε το πρώ­το του βι­βλίο, με τίτ­λο, «Οι αρ­χη­γοί». Ακο­λού­θη­σαν δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που τον κα­θιέ­ρω­σαν και με τα ο­ποία α­πέ­σπα­σε τις πρώ­τες βρα­βεύ­σεις. Το 1963, «Η πό­λη και τα σκυ­λιά», και το 1965, «Το πρά­σι­νο σπί­τι», ε­μπνευ­σμέ­να, το πρώ­το α­πό τη Στρα­τιω­τι­κή Σχο­λή, στην ο­ποία εί­χε φοι­τή­σει, και το δεύ­τε­ρο α­πό έ­ναν θρυ­λι­κό οί­κο α­νο­χής στην πό­λη Πιού­ρα του Βο­ρειο­δυ­τι­κού Πε­ρού, ό­που πέ­ρα­σε μια πε­ρίο­δο α­πό τα παι­δι­κά του χρό­νια. Ευ­θύς εξ αρ­χής, ο Λιό­σα στη­λι­τεύει τα κα­κώς κεί­με­να της χώ­ρας του, δί­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στα μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της α­φή­γη­σης. Συ­νε­χί­ζο­ντας να αν­τλεί θέ­μα­τα α­πό το Πε­ρού, ε­ξέ­δω­σε τη νου­βέ­λα «Τ’ α­γρί­μια», το 1967, και το πα­ρω­δια­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, «Συ­νο­μι­λία στον κα­θε­δρι­κό ναό» (στα ελ­λη­νι­κά α­πο­δό­θη­κε «Πό­τε πή­ρα­με την κά­τω βόλ­τα;»), το 1969, που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στη δι­κτα­το­ρία του στρα­τη­γού Αρτού­ρο Οντρία, κα­θώς συ­νέ­πε­σε με τα ε­φη­βι­κά του χρό­νια. Με­τά α­πο­πει­ρά­θη­κε να δώ­σει χιου­μο­ρι­στι­κές εκ­δο­χές σε θέ­μα­τα, ό­πως ο στρα­τός και η πορ­νεία, στο «Ο Κα­πε­τάν Πα­ντό­για και η Ει­δι­κή Υπη­ρε­σία», το 1973.
Ο Λιό­σα εί­χε φύ­γει για σπου­δές στη Μα­δρί­τη το 1958 και ε­πέ­στρε­ψε στο Πε­ρού το 1974, α­φού πε­ρι­πλα­νή­θη­κε σε Πα­ρί­σι και Λον­δί­νο. Το 1977 ε­ξέ­δω­σε το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό «Η θεία Τζού­λια και ο γρα­φιάς», ό­που α­νι­στο­ρεί τον έ­ρω­τά του με μια εξ αγ­χι­στείας θεία του, δε­κα­τρία χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρή του, την ο­ποία πα­ντρεύ­τη­κε στα 19 του και χώ­ρι­σε στα 28 του. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε, δια­λέ­γο­ντας και τη δεύ­τε­ρη νύ­φη α­πό τον οι­κο­γε­νεια­κό του πε­ρί­γυ­ρο, μια ε­ξα­δέλ­φη του. Το 1981, ε­ξέ­δω­σε το ι­στο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα «Ο πό­λε­μος της συ­ντέ­λειας του κό­σμου». Εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο του, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται ε­κτός Πε­ρού, στη Βρα­ζι­λία, με θέ­μα την ε­ξέ­γερ­ση στο Κα­νού­ντος του 1889. Τον Δε­κέμ­βριο του 2006, έ­να α­φιέ­ρω­μα του «Magazine Litteraire», με τίτ­λο, «40 χρό­νια λο­γο­τε­χνίας», εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα βι­βλία της τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τίας, ζη­τώ­ντας α­πό τους συγ­γρα­φείς τους να τα πα­ρου­σιά­σουν. Ανά­με­σα σε αυ­τά ή­ταν το «Αλέφ» του Μπόρ­χες, τα «Εκα­τό χρό­νια μο­να­ξιάς» του Μαρ­κές και «Ο πό­λε­μος της συ­ντέ­λειας του κό­σμου» του Λιό­σα. Ακο­λού­θη­σαν τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στις Άνδεις. Το 1983, «Μια ι­στο­ρία για τον Μάυ­τα», ό­που α­να­πλά­θει τον βίο του τρο­τσκι­στή Αλε­χά­ντρο Μάυ­τα μέ­σα α­πό διη­γή­σεις ό­σων τον γνώ­ρι­σαν, α­να­πτύσ­σο­ντας τον προ­βλη­μα­τι­σμό του γύ­ρω α­πό την ου­το­πία της ε­πα­νά­στα­σης. Και α­κο­λου­θούν τα δύο προ­α­να­φερ­θέ­ντα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που πη­γά­ζουν α­πό το μα­κε­λειό των ο­κτώ δη­μο­σιο­γρά­φων. Ένα α­πό τα ση­μα­ντι­κά πο­λι­τι­κά του βι­βλία εί­ναι «Η γιορ­τή του τρά­γου», που εκ­δό­θη­κε το 2000 και α­φο­ρά την τρια­κο­ντα­ε­τή δι­κτα­το­ρία του στρα­τη­γού Τρου­χί­γιο στη Δο­μι­νι­κα­νι­κή Δη­μο­κρα­τία, που τερ­μα­τί­στη­κε με τη δο­λο­φο­νία του. Πέ­ρα α­πό τα πο­λι­τι­κά θρί­λε­ρ, το 1988, ε­ξέ­δω­σε, πι­θα­νώς, το ε­ρω­τι­κό­τε­ρο βι­βλίο του, «Μη­τριάς ε­γκώ­μιο». Συ­νο­λι­κά έ­χει εκ­δώ­σει μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των και 16 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Σ’ αυ­τά προ­στί­θε­νται τα δο­κι­μια­κά του, ό­πως αυ­τά για τον Φλω­μπέρ και τον Μαρ­κές, τα λί­γα θε­α­τρι­κά του και το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του. Για τη λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα των βι­βλίων του ι­σχύει το γε­νι­κό, ό­τι ό­σοι δεν μπο­ρούν να δια­βά­σουν στο πρω­τό­τυ­πο έ­ναν συγ­γρα­φέα, θα πρέ­πει να στη­ρί­ζο­νται στις κρι­τι­κές. Το με­τα­φρα­σμέ­νο βι­βλίο δια­σώ­ζει πλο­κή και χα­ρα­κτή­ρες. Κι αυ­τό, ό­μως, μό­νο ό­ταν η με­τά­φρα­ση ευ­τυ­χεί.

Στα ελ­λη­νι­κά

Από τα βι­βλία του Λιό­σα, στα ελ­λη­νι­κά, έ­χουν εκ­δο­θεί η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, 13 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του και έ­να δο­κι­μια­κό α­πό τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κούς εκ­δο­τι­κούς οί­κους. Στις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη, α­πό το 1997 μέ­χρι και το 2008, έ­χουν εκ­δο­θεί ε­πτά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του και το δο­κι­μια­κό «Επι­στο­λές σ’ έ­να νέο συγ­γρα­φέ­α». Οι με­τα­φρά­σεις γί­νο­νται α­πό τα ι­σπα­νι­κά. Οι με­τα­φρα­στές, ό­μως, δεν στε­ριώ­νουν και αλ­λά­ζουν α­πό βι­βλίο σε βι­βλίο. Εκτός α­πό την Αγγε­λι­κή Αλε­ξο­πού­λου που με­τα­φρά­ζει τρία. Να συ­γκρα­τή­σου­με την Λή­δα Παλ­λα­ντίου, που με­τα­φρά­ζει το ο­γκώ­δες αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του. Η ί­δια με­τα­φρά­ζει και τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του στις εκ­δό­σεις Πα­τά­κη, α­πό τις ο­ποίες κυ­κλο­φό­ρη­σε και το ε­ρω­το­γρά­φη­μα «Μη­τριάς ε­γκώ­μιο». Από τις εκ­δό­σεις Εξά­ντας έ­χουν εκ­δο­θεί έ­ξι βι­βλία. Η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των και πέ­ντε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, με­τα­ξύ αυ­τών, «Ο πό­λε­μος της συ­ντέ­λειας του κό­σμου», που α­πο­τέ­λε­σε τον 18ο τό­μο στη σει­ρά «Σύγ­χρο­νη Κλα­σι­κή Βι­βλιο­θή­κη». Ο πρώ­τος ή­ταν το «Πε­ρί η­ρώων και τά­φων» του Σά­μπα­το και ο 14ος, «Το κου­τσό» του Κορ­τά­ζαρ.
Τον Λιό­σα, ό­μως, τον γνω­ρί­σα­με πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Εμφα­νί­ζε­ται μα­ζί με ό­λη την κου­στω­δία του “μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού”, στα πρώ­τα χρό­νια της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Ο Φί­λιπ­πος Δρα­κο­ντα­ει­δής εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει ε­πί­λε­κτα πε­ζά λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νών συγ­γρα­φέων και τα εί­χε με­τα­φρά­σει ο ί­διος. Η έκ­δο­ση ή­ταν του θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κου εκ­δο­τι­κού οί­κου «Εγνα­τία», που εί­χε στή­σει ο Γιώρ­γος Κά­τος. Ο Δρα­κο­ντα­ει­δής εί­χε ε­πι­λέ­ξει έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα του Λιό­σα, τη «Μο­νο­μα­χία». Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, το 1983, κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τον Εξά­ντα η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, με αλ­λαγ­μέ­νο τον τίτ­λο του πρω­τό­τυ­που. Ο Λιό­σα εί­χε τιτ­λο­φο­ρή­σει τη συλ­λο­γή α­πό το πρώ­το δη­μο­σιευ­μέ­νο διή­γη­μά του, ε­νώ, στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση προ­τι­μή­θη­κε ο τίτ­λος ε­νός αλ­λού διη­γή­μα­τος, το «Απρό­σμε­νη ε­πί­σκε­ψη». Την με­τά­φρα­ση, α­πό τα γαλ­λι­κά, υ­πο­γρά­φει η τι­μη­θεί­σα ε­φέ­τος με το βρα­βείο λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης γαλ­λό­φω­νης λο­γο­τε­χνίας, Ρί­τα Κο­λαΐτη. Το ε­πό­με­νο βι­βλίο του Λιό­σα στα ελ­λη­νι­κά εί­ναι το «Η θεία Χού­λια και ο γρα­φιάς». Κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1986, α­πό τις εκ­δό­σεις Οδυσ­σέ­ας, σε με­τά­φρα­ση Τα­σίας Χατ­ζή, που αρ­γό­τε­ρα με­τέ­φρα­σε έ­να α­κό­μη μυ­θι­στό­ρη­μά του.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Τακτοποίηση του Ροΐδη

Ανδρέ­ας Μ. Ανδρεά­δης
«Ροϊδι­κά με­λε­τή­μα­τα 1911-1934»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια Παν। Μουλ­λάς
ΜΙΕ­Τ, Ιού­λιος 2010
Μέ­χρι τέ­λους στις φι­λο­λο­γι­κές ε­πάλ­ξεις πα­ρέ­μει­νε ο Πα­να­γιώ­της Μουλ­λάς. Πέ­θα­νε βρά­δυ Σαβ­βά­του, 11 Σε­πτεμ­βρίου 2010. Η εί­δη­ση του θα­νά­του του έ­φθα­σε σε ε­μάς ταυ­τό­χρο­να με το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του. Ο ί­διος θα πρέ­πει να πρό­λα­βε να το πιά­σει στα χέ­ριά του, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο κο­λο­φώ­νας φέ­ρει η­με­ρο­μη­νία Ιού­λιο 2010, ε­νώ τα προ­λε­γό­με­να, Ιού­νιο 2009. Με τον 19ο αιώ­να ξε­κί­νη­σε ο Μουλ­λάς και με τον 19ο τερ­μά­τι­σε. Το πρώ­το βι­βλίο του, που εί­χε εκ­δο­θεί το 1974, ή­ταν για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, «Α. Πα­πα­δια­μά­ντης Αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος». Εί­χαν προ­η­γη­θεί οι με­τα­φρά­σεις Λου­κια­νού και Φλω­μπέρ. Το τε­λευ­ταίο ή­ταν για τον Ροΐδη. Επί­σης, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του, το 1980, ή­ταν για τον Βι­ζυη­νό, τα «Νε­ο­ελ­λη­νι­κά διη­γή­μα­τα». Αλλά και το ύ­στα­το, που έ­μει­νε η­μι­τε­λές, ή­ταν κι αυ­τό για τον Βι­ζυη­νό. Εκτός αυ­τών, εν­δια­μέ­σως ε­ξέ­δω­σε και άλ­λες με­λέ­τες για τον 19ο αιώ­να. Με­τα­ξύ αυ­τών, και τον ει­σα­γω­γι­κό τό­μο για την «Πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας» στη γραμ­μα­το­λο­γία των εκ­δό­σεων Σο­κό­λη. Συ­νή­θως πα­ρα­λεί­πε­ται στην ερ­γο­γρα­φία του, πα­ρό­τι έ­χει πλή­ρη αυ­το­τέ­λεια έρ­γου, ό­πως, άλ­λω­στε, και ο ει­σα­γω­γι­κός τό­μος για την προ­η­γού­με­νη ε­νό­τη­τα της ί­διας γραμ­μα­το­λο­γίας, την «Με­σο­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία». Άλλω­στε και η δια­τρι­βή του στο Πα­ρί­σι, «Οι ποιη­τι­κοί δια­γω­νι­σμοί του Πα­νε­πι­στη­μίου Αθη­νών 1851-1877», για τον 19ο ή­ταν. Αυ­τό το αρ­χι­κό βι­βλίο δεν εκ­δό­θη­κε πο­τέ στα ελ­λη­νι­κά. Αν δεν σφάλ­λου­με, κα­θώς οι φι­λό­λο­γοι, ό­σο ση­μα­ντι­κό έρ­γο κι αν έ­χουν, έ­να φι­λο­λο­γι­κά άρ­τιο λήμ­μα φαί­νε­ται να μην α­ξιώ­νο­νται. Ού­τε τυ­πω­μέ­νο ού­τε η­λεκ­τρο­νι­κό. Ενδει­κτι­κά, α­ξί­ζει να ε­πι­σκε­φθεί κα­νείς την ι­στο­σε­λί­δα του Ε­ΚΕ­ΒΙ, ό­που τα βι­βλία του Μουλ­λά α­να­κα­τεύο­νται με τις συμ­με­το­χές του σε συλ­λο­γι­κούς τό­μους. Όσο για τα λήμ­μα­τα στις πρό­σφα­τες ε­γκυ­κλο­παί­δειες, α­ντί για πλή­ρη α­να­φο­ρά των βι­βλίων, προ­στί­θε­ται το γνω­στό και αό­ρι­στο, “και πολ­λά άλ­λα”. Το ί­διο γε­νι­κό­λο­γες εί­ναι και οι νε­κρο­λο­γίες. Αν και αυ­τές δι­καιο­λο­γού­νται ως κεί­με­να του ε­πεί­γο­ντος. Υπο­θέ­του­με ό­τι αυ­τή η προ­χει­ρό­τη­τα, τώ­ρα, που το κε­φά­λαιο Παν. Μουλ­λά έ­κλει­σε, θα διορ­θω­θεί, χά­ρις στην πο­λυά­ριθ­μη ο­μά­δα μα­θη­τών, που ευ­τύ­χη­σε να α­πο­κτή­σει.
Ακρι­βώς, με το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του ο Μουλ­λάς, δεν τα­κτο­ποιεί μό­νο τα του Ροΐδη, αλ­λά φρο­ντί­ζει και τα κα­τά­λοι­πα ε­νός α­γνο­η­μέ­νου με­λε­τη­τή της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Πρό­κει­ται για τον Κερ­κυ­ραίο Ανδρέα Ανδρεά­δη, α­νι­ψιό του Ροΐδη, α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας του, της Χιώ­τισ­σας Κορ­νη­λίας Ρο­δο­κα­νά­κη. Η για­γιά του Ανδρεά­δη θα πρέ­πει να ή­ταν έ­να α­πό τα πέ­ντε α­δέλ­φια της οι­κο­γέ­νειας Ρο­δο­κα­νά­κη, που εί­χαν την ο­δυ­νη­ρή ε­μπει­ρία να δουν τον πα­τέ­ρα τους, τον άρ­χο­ντα Φρα­γκο­μα­νώ­λη Ρο­δο­κα­νά­κη, α­παγ­χο­νι­σμέ­νο α­πό τους Οθω­μα­νούς, να κρέ­με­ται α­πό το δέ­ντρο, ό­πως πα­ρα­στα­τι­κά διη­γεί­ται ο Ανδρεά­δης στο πρώ­το με­λέ­τη­μά του. Πά­ντως, ως α­ξιό­λο­γος συγ­γρα­φέ­ας και με­λε­τη­τής πρέ­πει να κα­τα­χω­ρη­θεί ο Ανδρεά­δης, πα­ρό­λο που με το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας α­σχο­λή­θη­κε πε­ριο­δι­κά. Πιο συ­στη­μα­τι­κά, ό­μως, κι­νή­θη­κε στο χώ­ρο του θεά­τρου, α­σχέ­τως αν οι θε­α­τρι­κές κρι­τι­κές του, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες με το ψευ­δώ­νυ­μο Αλκ., μέ­νουν κα­τα­χω­νια­σμέ­νες στην ε­φη­με­ρί­δα «Εστία», ό­που συ­νερ­γα­ζό­ταν ως θε­α­τρι­κός κρι­τι­κός.
Ο Ανδρεά­δης διέ­πρε­ψε ως οι­κο­νο­μο­λό­γος. Με δυο δι­πλώ­μα­τα α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Πα­ρι­σιού, της νο­μι­κής και των πο­λι­τι­κών και οι­κο­νο­μι­κών ε­πι­στη­μών, α­ρί­στευ­σε στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του και συ­μπλή­ρω­σε τις σπου­δές του στην Αγγλία. Δέ­κα χρό­νια έ­μει­νε στο ε­ξω­τε­ρι­κό, ό­πως και ο Μουλ­λάς. Εκεί­νος, ε­πι­στρέ­φο­ντας το 1902, έ­γι­νε υ­φη­γη­τής και τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα κα­θη­γη­τής της έ­δρας Δη­μό­σιας Οι­κο­νο­μίας, ό­πως συ­νέ­βη και με τον Μουλ­λά κα­τά την ε­πι­στρο­φή του α­πό το Πα­ρί­σι το 1977, ό­ταν ε­ξε­λέ­γη κα­θη­γη­τής νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Θεσ­σα­λι­κής, αρ­χι­κά έ­κτα­κτος και το 1980, τα­κτι­κός. Μό­νο που ο Μουλ­λάς πρό­λα­βε και συ­ντα­ξιο­δο­τή­θη­κε το 2002, ε­νώ ο Ανδρεά­δης πα­ραι­τή­θη­κε το 1934 για λό­γους υ­γείας. Πέ­θα­νε την 29η Μαΐου 1935, το έ­τος που γεν­νή­θη­κε ο Μουλ­λάς. Μια συ­μπτω­μα­τι­κή πα­ραλ­λη­λία των δύο βίων. Ο Μουλ­λάς συ­γκε­ντρώ­νει μεν τα ροϊδι­κά με­λε­τή­μα­τα του Ανδρεά­δη, αλ­λά τον κρί­νει με αυ­στη­ρό­τη­τα. Συ­γκρα­τού­με μια ε­πι­μύ­θιο φρά­ση, που θεω­ρού­με ό­τι ι­σχύει γε­νι­κό­τε­ρα για το έρ­γο του κά­θε με­λε­τη­τή. Του­λά­χι­στον για ό­σους στά­θη­καν ερ­γα­τι­κοί και έ­ντι­μοι. Γρά­φει ο Μουλ­λάς για τον Ανδρεά­δη: «Κά­νει κα­νείς ό,τι μπο­ρεί. Για­τί ε­δώ α­κρι­βώς, σ’ αυ­τό το ση­μείο ό­που η κα­λή θέ­λη­ση ε­νός αν­θρώ­που δια­σταυ­ρώ­νε­ται με τις πνευ­μα­τι­κές του δυ­να­τό­τη­τες, βρί­σκε­ται (και κρί­νε­ται) η προ­σπά­θεια…»
Ο Ανδρεά­δης ή­ταν και έ­νας α­πό τους 38 α­κα­δη­μαϊκούς, που διο­ρί­στη­καν α­πό την κυ­βέρ­νη­ση Πά­γκα­λου, κα­τά την ί­δρυ­ση της Ακα­δη­μίας, το 1926. Ανή­κε στην Τά­ξη Ηθι­κών και Πο­λι­τι­κών Επι­στη­μών. Οι άλ­λες δυο Τά­ξεις ή­ταν των Θε­τι­κών Επι­στη­μών και των Γραμ­μά­των και Κα­λών Τε­χνών, ό­που διο­ρί­στη­κε η τριά­δα των ποιη­τών, Πα­λα­μάς-Δρο­σί­νης-Προ­βε­λέγ­γιος. Στα λο­γο­τε­χνι­κά του με­λε­τή­μα­τα, ο Ανδρεά­δης α­σχο­λή­θη­κε με συγ­γρα­φείς, που εί­χε συ­να­να­στρα­φεί. Επτα­νή­σιους, ό­πως οι Μα­βί­λης, Πο­λυ­λάς, Μαρ­κο­ράς, τον θείο του αλ­λά και τον Βι­κέ­λα, με τον ο­ποίο δια­τη­ρού­σε φι­λι­κή σχέ­ση. Ο Μουλ­λάς πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ό­σα δη­μο­σιεύ­μα­τά του α­φο­ρούν τον Ροΐδη, συ­νο­λι­κά εν­νέα. Από αυ­τά, το πρώ­το, μια σκια­γρά­φη­ση της βιο­γρα­φίας της Κορ­νη­λίας Ρο­δο­κα­νά­κη, και το έ­βδο­μο, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται, «Ένας Έλλη­νας ε­φά­μιλ­λος του Ανα­τόλ Φρα­νς. Ο Εμμα­νουήλ Ροΐδης», θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν δυ­σεύ­ρε­τα, α­φού δη­μο­σιεύ­θη­καν στα πρώ­τα τεύ­χη δυο πε­ριο­δι­κών, των «Χια­κών Χρο­νι­κών» το 1911 και του «Le Balkans», που εκ­δι­δό­ταν στην Αθή­να, το 1931. Τα δυο τε­λευ­ταία, «Ο Εμμα­νουήλ Ροΐδης και η Ιτα­λία» και «Ένα λη­σμο­νη­μέ­νο έρ­γο του Ροΐδη», βρί­σκο­νται στη «Νέα Εστία» του 1934. Απο­μέ­νει ο κυ­ρίως κορ­μός, το “βιο­γρα­φι­κό ση­μείω­μα” του Ροΐδη και τέσ­σε­ρα σύ­ντο­μα κεί­με­να, με το γε­νι­κό τίτ­λο «Αντί προ­λό­γου», που συ­νο­δεύουν τα πρώ­τα «Άπα­ντα» του Ροΐδη.
Το 1911, στη «Λο­γο­τε­χνι­κή Βι­βλιο­θή­κη Φέ­ξη», ξε­κι­νά η έκ­δο­ση με τους δυο πρώ­τους τό­μους, στους ο­ποίους συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα διη­γή­μα­τα. Το 1912, α­κο­λου­θεί ο τό­μος «Κρι­τι­καί Με­λέ­ται». Το 1913, έρ­χο­νται οι τρεις ε­πό­με­νοι τό­μοι: «Τα Εί­δω­λα», «Έργα, Με­λέ­ται φι­λο­λο­γι­καί, καλ­λι­τε­χνι­καί, φι­λο­σο­φι­καί», «Πά­ρερ­γα και πα­ρα­λει­πό­με­να». Και το 1914, ο έ­βδο­μος και τε­λευ­ταίος τό­μος, «Το πνεύ­μα του Ροΐδου και διά­φο­ροι πο­λι­τι­καί και δι­πλω­μα­τι­καί με­λέ­ται». Την πρω­το­βου­λία και την ε­πι­μέ­λεια των Απά­ντων την α­να­λαμ­βά­νουν δυο συγ­γε­νείς του Ροΐδη, ο Ανδρεά­δης και ο ε­ξά­δελ­φός του Δη­μή­τρης Πε­τρο­κόκ­κι­νος. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πε­ραι­τέ­ρω στοι­χεία για τον Πε­τρο­κόκ­κι­νο δεν δί­νο­νται. Εκτός αν πρό­κει­ται για τον με­τέ­πει­τα διευ­θυ­ντή της Εμπο­ρι­κής Τρα­πέ­ζας, γιο του Στέ­φα­νου Πε­τρο­κόκ­κι­νου, με τον ο­μώ­νυ­μο ε­μπο­ρι­κό οί­κο του Λον­δί­νου. Αυ­τά τα πρώ­τα Άπα­ντα α­κο­λου­θούν ει­δο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη και δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νουν την «Πά­πισ­σα Ιωάν­να». Το 1940, εκ­δό­θη­καν σε τέσ­σε­ρις τό­μους τα Άπα­ντα του Κώ­στα Και­ρο­φύλ­λα και το 1960, του Ε. Π. Φω­τιά­δη. Τέ­λος, το 1978, τα πε­ντά­το­μα, πλή­ρη και σε χρο­νο­λο­γι­κή τά­ξη, του Άλκη Αγγέ­λου.
Στους ε­πι­με­λη­τές των πρώ­των Απά­ντων γί­νε­ται τι­μη­τι­κή μνεία α­πό τον Αγγέ­λου, ε­νώ ο Κλέων Πα­ρά­σχος τους α­φιε­ρώ­νει τη δί­το­μη μο­νο­γρα­φία του «Εμμα­νουήλ Ροΐδης. Η ζωή, το έρ­γο, η ε­πο­χή του», που εκ­δί­δει το 1942 και το 1950. Μά­λι­στα, κα­τά λέ­ξη, η α­φιέ­ρω­ση εί­ναι: «Στον Ανδρέα Ανδρεά­δη και στον Δ. Πε­τρο­κόκ­κι­νο που τό­σα τους χρεω­στούν ό­σοι α­γα­πούν τον Ροΐδη». Ο Πα­ρά­σχος α­να­τρέ­πει τη σει­ρά των ο­νο­μά­των, προ­τάσ­σο­ντας τον Ανδρεά­δη, ο ο­ποίος συγ­γρά­φει τα συ­νο­δευ­τι­κά κεί­με­να, ε­νώ ο Πε­τρο­κόκ­κι­νος θα πρέ­πει να πρω­το­στά­τη­σε στη συ­γκέ­ντρω­ση του υ­λι­κού. Πέ­ραν, πά­ντως, των μνη­μο­νεύ­σεων, ε­κεί­να τα πρώ­τα Άπα­ντα α­πό­μει­ναν στις σπά­νιες εκ­δό­σεις και μα­ζί χά­θη­καν οι πρό­λο­γοι του Ανδρεά­δη. Το βιο­γρα­φι­κό του Ροΐδη κυ­κλο­φό­ρη­σε και ως αυ­το­τε­λές φυλ­λά­διο, έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­το του Ανδρεά­δη. Γε­νι­κώς, ό­μως, τα φυλ­λά­δια έ­χουν α­κό­μη πιο βρα­χύ­βιο βίο. Τα κεί­με­να του Ανδρεά­δη κρί­νο­νται ως ση­μα­ντι­κά α­πό τον Αγγέ­λου, που θεω­ρεί το ε­κτε­τα­μέ­νο βιο­γρα­φι­κό του Ροΐδη ως “το βα­σι­κό­τε­ρο α­πό τα βο­η­θή­μα­τα”, του­λά­χι­στον μέ­χρι τό­τε που γρά­φει τον πρό­λο­γο. Βε­βαίως, α­πό τό­τε έ­χουν πε­ρά­σει τριά­ντα χρό­νια, ω­στό­σο ο Ανδρεά­δης στη­ρί­ζει τη βιο­γρα­φία σε πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία, που γνω­ρί­ζει α­πό πρώ­το χέ­ρι. Μπο­ρεί να “πα­ρα­μέ­νει κά­πως ελ­λι­πής στο πε­δίο της ερ­μη­νείας”, ό­πως εί­ναι η ά­πο­ψη του Μουλ­λά, εν τέ­λει, ό­μως, οι ερ­μη­νείες έρ­χο­νται και πα­ρέρ­χο­νται.
Εκτός του βιο­γρα­φι­κού στον πρώ­το τό­μο με τα συ­ρια­νά διη­γή­μα­τα, τα κεί­με­να, τα ε­πι­γρα­φό­με­να “α­ντί προ­λό­γου”, δη­μο­σιεύο­νται στον πέ­μπτο, έ­κτο και έ­βδο­μο τό­μο. Μά­λι­στα, στον έ­βδο­μο τό­μο, δη­μο­σιεύο­νται δυο κεί­με­να. Το έ­να, που χω­ρί­ζε­ται σε δυο μέ­ρη, προ­λο­γί­ζει τα “πο­λι­τι­κά άρ­θρα” και τα “άρ­θρα και με­λέ­ται πε­ρί ε­ξω­τε­ρι­κών ζη­τη­μά­τω­ν”, ε­νώ το δεύ­τε­ρο, «Το πνεύ­μα του Ροΐδου». Πα­ρα­τη­ρού­με, δη­λα­δή, ό­τι ο Ανδρεά­δης πε­ριο­ρί­ζε­ται στους το­μείς που πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τέ­χει. Το τε­λευ­ταίο κεί­με­νο εί­ναι έ­να ε­γκώ­μιο στο πνεύ­μα του Ροΐδη, στο ο­ποίο θεω­ρεί ό­τι ο θείος του ο­φεί­λει τη δη­μο­τι­κό­τη­τά του. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το συ­μπέ­ρα­σμα, με το ο­ποίο κα­τα­λή­γει ο Ανδρεά­δης τις ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις του στα Άπα­ντα: «… ο Ελλη­νι­σμός πλεί­στας ε­πε­τέ­λε­σε προό­δους, και πολ­λά ά­το­πα, κα­θ’ ων ε­ξα­νί­στα­το ο δι­καίως κλη­θείς “προ­δρο­μι­κός” συγ­γρα­φεύς, ε­ξέ­λι­πον. Αλλά τού­το δεν θα ή­το λό­γος δια να παύ­σω­μεν α­να­γι­γνώ­σκο­ντες τον Ροΐδη­ν… ου­δέ δυ­στυ­χώς ήλ­λα­ξαν ε­ντε­λώς και η φύ­σις του Ελλη­νι­κού λα­ού, ό­στις πα­ρά πλεί­στας α­ρε­τάς έ­χει ό­μως το ε­λάτ­τω­μα ό­τι, ε­νώ ά­ρι­στα δια­βλέ­πει το ορ­θόν, α­γω­νί­ζε­ται υ­πέρ αυ­τού... ά­νευ συ­νο­χής και προ­γράμ­μα­τος, με­τ’ α­δρα­νούς α­πεχ­θείας κα­τά των διε­φθαρ­μέ­νων, με­τ’ α­στά­του ευ­με­νείας υ­πέρ των χρη­στώ­ν…» Και συ­νε­χί­ζει, πα­ρα­τη­ρώ­ντας ό­τι “η ι­δέα της συ­ναλ­λα­γής μέ­νει ε­ρι­ζω­μέ­νη εις τα έ­θι­μά μας”. Δεν θα φα­ντα­ζό­ταν, πά­ντως, ό­τι, 100 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η μεν ι­δέα της συ­ναλ­λα­γής α­ντί να ξε­ρι­ζω­θεί θα εί­χε α­πλώ­σει ρί­ζας πλα­τά­νου, το δε ε­λάτ­τω­μα της α­νο­χής θα εί­χε κα­τα­στεί καρ­κί­νω­μα.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, ο Μουλ­λάς ε­τοί­μα­σε έ­να βι­βλίο, ό­χι μό­νο φι­λο­λο­γι­κά εν­δια­φέ­ρον αλ­λά και α­ξια­νά­γνω­στο. Επει­δή, α­κρι­βώς, ο Ανδρεά­δης δεν γρά­φει ως φι­λο­λο­γι­κός κρι­τι­κός, οι βιο­γρα­φίες της Κορ­νη­λίας και του υιού της έ­χουν την α­φη­γη­μα­τι­κή γλα­φυ­ρό­τη­τα και τις ποι­κί­λες πα­ρεκ­βά­σεις, που συ­νά­δουν προς έ­να α­νά­γνω­σμα. Τα υ­πό­λοι­πα κεί­με­να, α­κό­μη κι αν γρά­φο­νται σε υ­ψη­λούς τό­νους, ό­πως εί­θι­σται σε κεί­με­να προ­λό­γων και ο­μι­λιών, δια­βά­ζο­νται με εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς συ­γκε­ντρώ­νουν στοι­χεία ά­γνω­στα σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό. Πα­ρά­δειγ­μα, η δη­μο­σιευ­μέ­νη στη «Νέα Εστία» διά­λε­ξη του Ανδρεά­δη, που δό­θη­κε στο Ιτα­λι­κό Ινστι­τού­το, στις 9 Ια­νουα­ρίου 1934, ό­που κα­τα­γρά­φο­νται οι οι­κο­γε­νεια­κοί δε­σμοί του Ροΐδη με την Ιτα­λία. Ξε­κι­νά α­πό το πώς οι Ροΐδη­δες χω­ρί­στη­καν σε δυο κλά­δους, κα­θώς ο έ­νας βρέ­θη­κε στη Χίο και ο άλ­λος στη Ζά­κυν­θο. Από τον πρώ­το κα­τα­γό­ταν ο Ροΐδης, α­πό τον δεύ­τε­ρο, ο “Ντο­τό­ρο Ροΐδης”, γνω­στός α­πό τα πρώ­τα ι­τα­λό­γλωσ­σα σα­τι­ρι­κά του Σο­λω­μού. Και ο Ανδρεά­δης φθά­νει μέ­χρι τις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες, που έ­γρα­ψε ο Ροΐδης, εν­θυ­μού­με­νος την Ιτα­λία.
Ροΐδης - Ανδρεά­δης - Μουλ­λάς και οι τρεις πέ­θα­ναν γύ­ρω στα 70 (68, 69, 75 α­ντι­στοί­χως) και τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής τους ή­ταν και τα δυ­σκο­λό­τε­ρα (με πε­ρισ­σό­τε­ρο τυ­χε­ρό τον Ανδρεά­δη, που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε κα­νέ­να χρό­νο). Όσο για τον Μουλ­λά, ο­φεί­λει στον Ροΐδη την τε­λευ­ταία φι­λο­λο­γι­κή του ο­δύσ­σεια, με τις κα­λές και τις κα­κές της ώ­ρες.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Σολωμικά και άλλα

«Κον­δυ­λο­φό­ρος»
Τό­μος 8/2009
Εκδό­σεις University Studio Press
Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2010

Ο «Κον­δυ­λο­φό­ρος» εί­ναι μια ε­τή­σια έκ­δο­ση α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νη στη νεό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή φι­λο­λο­γία. Πρό­κει­ται για διά­δο­χο πε­ριο­δι­κό ε­κεί­νου που εί­χε εκ­δώ­σει το 1989 ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, με τίτ­λο, “τον α­νά­λα­φρο γλωσ­σο­δέ­τη” «Μο­λυ­βδο-κον­δυ­λο-πε­λε­κη­τής». Αυ­τός ο πρό­γο­νος του «Κον­δυ­λο­φό­ρου» συ­μπλή­ρω­σε ο­κτώ τεύ­χη μέ­χρι το 2001, που α­νε­στά­λη η κυ­κλο­φο­ρία του. Τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα εί­χαν διευ­θυ­ντή σύ­ντα­ξης και ε­πι­με­λη­τή τον ί­διο τον ε­μπνευ­στή του πε­ριο­δι­κού, τον Σαβ­βί­δη, ε­νώ τα τέσ­σε­ρα ε­πό­με­να, που εκ­δό­θη­καν με­τά το θά­να­τό του, μια ο­κτα­με­λή συ­ντρο­φιά φί­λων και μα­θη­τών του. Το 2002 κυ­κλο­φό­ρη­σε το πρώ­το τεύ­χος του «Κον­δυ­λο­φό­ρου» με συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή την ί­δια ο­κτα­με­λή ο­μά­δα. Ου­σια­στι­κά, ε­πρό­κει­το για με­το­νο­μα­σία του προ­η­γού­με­νου πε­ριο­δι­κού, την ο­ποία, το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­πέ­βα­λαν ε­ξω­φι­λο­λο­γι­κοί λό­γοι. Σί­γου­ρα, πά­ντως, ό­χι η πρό­θε­ση να ε­ξευ­ρε­θεί έ­νας πε­ρισ­σό­τε­ρο εύ­στο­χος τίτ­λος.
Ο ό­γδοος τό­μος του «Κον­δυ­λο­φό­ρου» –ας ελ­πί­σου­με, αυ­τή τη φο­ρά, ό­χι και ο τε­λευ­ταίος– κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2010, α­ντι­στοι­χεί, ό­μως, στο έ­τος 2009. Η συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή, στο ει­σα­γω­γι­κό της ση­μείω­μα πε­ρί «Επε­τείων», το α­φιε­ρώ­νει σε δύο ε­πε­τείους, μια για κά­θε έ­τος, μη α­να­φέ­ρο­ντας μια τρί­τη, πι­θα­νώς και α­να­βάλ­λο­ντας τη συ­γκε­κρι­μέ­νη μνη­μό­νευ­ση για τον ε­πό­με­νο τό­μο του πε­ριο­δι­κού. Έχου­με και λέ­με: Πρώ­τη ε­πέ­τειος, η συ­μπλή­ρω­ση 150 χρό­νων –και μά­λι­στα, σαν σή­με­ρα, στις 2 Οκτω­βρίου 1859– α­πό την έκ­δο­ση των «Ευ­ρι­σκο­μέ­νων» του Διο­νυ­σίου Σο­λω­μού, με την φρο­ντί­δα του μα­θη­τή και φί­λου του Ιά­κω­βου Πο­λυ­λά. Δεύ­τε­ρη ε­πέ­τειος, ο θά­να­τος προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας, στις 3 Ια­νουα­ρίου 1995, της ε­ξέ­χου­σας σο­λω­μί­στριας Ελέ­νης Τσα­ντσά­νο­γλου, στη μνή­μη της ο­ποίας α­φιε­ρώ­νε­ται ο και­νού­ριος τό­μος. Τρί­τη, μη μνη­μο­νευό­με­νη, ε­πέ­τειος, ο θά­να­τος, ε­πί­σης προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας, στις 6 Ιου­νίου 1995, του Σαβ­βί­δη, που, το 2009, αν ζού­σε, θα συ­μπλή­ρω­νε τα ο­γδό­ντα. Και οι δυο θά­να­τοι πρόω­ροι, αν ό­χι α­πό τη βιο­λο­γι­κή ά­πο­ψη, αλ­λά, α­πό την ά­πο­ψη που κυ­ρίως βα­ραί­νει, της μα­χι­μό­τη­τας ε­νός ε­ρευ­νη­τή.
Στον τό­μο προ­τάσ­σο­νται τρία κεί­με­να για τον Σο­λω­μό. «Εν αρ­χή ην ο Σο­λω­μός κα­τά Πο­λυ­λάν (1859). Κα­τό­πιν ο Σο­λω­μός κα­τά Πο­λυ­λά­ν-Πο­λί­την (1948). Ακο­λού­θη­σε η φω­το­γρα­φι­κή α­να­πα­ρα­γω­γή και η τυ­πο­γρα­φι­κή με­τα­γρα­φή των αυ­το­γρά­φων του α­πό τον Πο­λί­τη (1964). Και τώ­ρα έ­χου­με –και θα έ­χου­με, λο­γα­ριά­ζω, του­λά­χι­στον για δυο γε­νεές– τον Σο­λω­μό κα­τά Αλε­ξίου. Κα­νο­νι­κώς ε­χό­ντων των πραγ­μά­των, θα έ­πρε­πε να εί­χε προ­η­γη­θεί η α­να­θεώ­ρη­ση της με­τα­γρα­φής των αυ­το­γρά­φων α­πό την α­ντά­ξια διά­δο­χο του Πο­λί­τη, Ελέ­νη Τσα­ντσά­νο­γλου...», σχο­λία­ζε ο Σαβ­βί­δης, τον Μάϊο του 1994, με α­φορ­μή την έκ­δο­ση, «Ποιή­μα­τα και Πε­ζά» Διο­νυ­σίου Σο­λω­μού α­πό τον Στυ­λια­νό Αλε­ξίου. Ωστό­σο, η συ­νέ­χεια, που σκια­γρα­φεί ο Σαβ­βί­δης, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι τό­σο ο­μα­λή ού­τε οι σχέ­σεις των σο­λω­μι­στών και τό­σο αρ­μο­νι­κές. Η Τσα­ντσά­νο­γλου, ή­δη με τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της, το 1978, ει­ση­γή­θη­κε και στη συ­νέ­χεια ε­φάρ­μο­σε την α­να­λυ­τι­κή μέ­θο­δο έκ­δο­σης των α­νο­λο­κλή­ρω­των σο­λω­μι­κών έρ­γων. Κα­τά την ε­κτί­μη­ση της συ­ντα­κτι­κής ε­πι­τρο­πής, πρό­κει­ται για μια νέα μέ­θο­δο, τό­σο ση­μα­ντι­κή, ώ­στε να μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ως αλ­λα­γή του ε­πι­στη­μο­νι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος στη σο­λω­μι­κή έ­ρευ­να. Και ό­πως γνω­ρί­ζου­με, σύμ­φω­να και με τον Καρλ Πό­πε­ρ, που ει­σή­γα­γε την έν­νοια του ε­πι­στη­μο­νι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος, κά­θε αλ­λα­γή του δη­μιουρ­γεί έ­ντο­νες α­ντι­πα­λό­τη­τες.
Μια νεό­τε­ρη σο­λω­μί­στρια, η Κα­τε­ρί­να Τι­κτο­πού­λου, πα­ρου­σιά­ζει έ­να α­νέκ­δο­το σα­τι­ρι­κό ποίη­μα του Σο­λω­μού. Την ύ­παρ­ξή του την εί­χε πρώ­τος ε­πι­ση­μά­νει ο Λί­νος Πο­λί­της το 1954. Εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το εί­χε εκ νέ­ου πα­ρου­σιά­σει η Τσα­ντσά­νο­γλου. Ήταν το 1979, στο πρώ­το μά­θη­μα μιας σει­ράς, με τίτ­λο, «Σά­τι­ρα και πο­λι­τι­κή», ό­που ε­κεί­νη σχο­λία­σε τον σα­τι­ρι­κό πό­λο του σο­λω­μι­κού έρ­γου. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν πρό­κει­ται α­κρι­βώς για ποίη­μα αλ­λά για έ­να η­μι­τε­λές, ό­χι α­πο­σπα­σμα­τι­κό αλ­λά συ­νε­χούς χα­ρα­κτή­ρα, ι­τα­λι­κό πε­ζό, που α­παρ­τί­ζε­ται α­πό 27 α­ριθ­μη­μέ­να “κε­φά­λαια”. Ακρι­βέ­στε­ρα, πρό­κει­ται για σύ­ντο­μες ε­νό­τη­τες. Από το 27ο υ­πάρ­χει μό­νο ο τίτ­λος του. Για ο­λό­κλη­ρο το σύν­θε­μα δεν δί­νε­ται τίτ­λος. Αντ’ αυ­τού, οι με­λε­τη­τές χρη­σι­μο­ποίη­σαν την ε­ναρ­κτή­ρια φρά­ση, η ο­ποία έ­χει α­πο­δο­θεί στα ελ­λη­νι­κά α­πό την Τσα­ντσά­νο­γλου ως «Κλα­δά­κια που στο τέ­λος θα δώ­σου­νε το δέ­ντρο». Σε έμ­με­τρο ελ­λη­νι­κό λό­γο, ο Σο­λω­μός μορ­φο­ποίη­σε μό­νο τα τρία πρώ­τα δί­στι­χα, που α­ντι­στοι­χούν στα τρία πρώ­τα “κε­φά­λαια”. Ο Πο­λυ­λάς τα δη­μο­σίευ­σε στα «Ευ­ρι­σκό­με­να», ε­νταγ­μέ­να στα σα­τι­ρι­κά «Επι­γράμ­μα­τα», με τον τίτ­λο «Εις ψεύ­τη». Μα­ζί δη­μο­σίευ­σε έ­να α­κό­μη δί­στι­χο «Προς τους Επτα­νή­σιους», που, στα σο­λω­μι­κά χει­ρό­γρα­φα, υ­πάρ­χει μό­νο σε έ­να πρώ­το σχε­δία­σμα του συν­θέ­μα­τος και με­τά α­φαι­ρεί­ται.
Η Τι­κτο­πού­λου προσ­διο­ρί­ζει το χρο­νι­κό διά­στη­μα, μέ­σα στο ο­ποίο θα πρέ­πει να γρά­φτη­κε το σύν­θε­μα, α­πό τον Ια­νουά­ριο του 1848 μέ­χρι τον Μάϊο του 1850. Στη συ­νέ­χεια, σχο­λιά­ζει τη δο­μή του, συ­γκρί­νο­ντάς την και με τα γνω­στά σα­τι­ρι­κά του Σο­λω­μού. Τέ­λος, το το­πο­θε­τεί στο ι­στο­ρι­κό-πο­λι­τι­κό πλαί­σιο που το ε­νέ­πνευ­σε: το 1848, ό­ταν οι Επτα­νή­σιοι διεκ­δι­κού­σαν α­πό τον άγ­γλο αρ­μο­στή ε­λευ­θε­ρο­τυ­πία και ε­λεύ­θε­ρη ε­κλο­γή εκ­προ­σώ­πων. Αι­τή­μα­τα, που, σε μια πρώ­τη φά­ση, φά­νη­κε να γί­νο­νται δε­κτά α­πό τη Με­γά­λη Βρε­τα­νία. Όταν, ό­μως, άλ­λα­ξε ο αρ­μο­στής και ήρ­θε έ­νας πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ντη­ρη­τι­κός, οι με­ταρ­ρυθ­μί­σεις α­να­χαι­τί­στη­καν. Ο ποιη­τής σα­τι­ρί­ζει τό­σο τους “προ­στά­τες” ό­σο και τους “προ­στα­τευό­με­νους”. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το δί­στι­χο, που τε­λι­κά α­φαί­ρε­σε: «Δυ­στυ­χι­σμέ­νε μου λαέ, κα­λέ και η­γα­πη­μέ­νε, / πά­ντο­τ’ ευ­κο­λο­πί­στευ­τε και πά­ντα προ­δο­μέ­νε». Το σύν­θε­μα δη­μο­σιεύε­ται στον τό­μο α­ντι­κρι­στά, το πρω­τό­τυ­πο και η με­τά­φρα­ση.
Το δεύ­τε­ρο σο­λω­μι­κό κεί­με­νο του τό­μου εί­ναι του Δη­μή­τρη Αγγε­λά­του, τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Ανα­πα­ρι­στώ­ντας το υ­ψη­λό» και σχο­λιά­ζει, σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση, τον «Κρη­τι­κό» του Σο­λω­μού και τον πί­να­κα «Η Σχε­δία της Μέ­δου­σας» (κα­τά τον με­λε­τη­τή, «Το Ναυά­γιο της Μέ­δου­σας»). Πρό­κει­ται για το γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του ρο­μα­ντι­κού γάλ­λου ζω­γρά­φου Τε­ο­ντόρ Ζε­ρι­κώ, που πέ­θα­νε στα 33 του. Το τρί­το κεί­με­νο, του Αλέ­ξη Πο­λί­τη, δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­μι­γές σο­λω­μι­κό. Αφο­ρά, ω­στό­σο, μια εν­δια­φέ­ρου­σα πτυ­χή της σο­λω­μι­κής ποίη­σης, αυ­τήν της υ­πο­δο­χής της. Ανι­χνεύει τι κρά­τη­σε α­πό αυ­τήν και πώς το κρά­τη­σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο λαϊκό κοι­νό, του­λά­χι­στον μέ­χρι το 1900, που ο με­λε­τη­τής το­πο­θε­τεί ως ό­ριο της έ­ρευ­νάς του. Όπως φαί­νε­ται, ε­κεί­να που α­γα­πή­θη­καν, ή­ταν τα νε­α­νι­κά του Σο­λω­μού, που με­λο­ποιή­θη­καν νω­ρίς. Τα τρα­γού­δια του, και αυ­τά ό­χι αυ­τού­σια αλ­λά με τις πε­ρι­κο­πές και τις αλ­λα­γές, που θεώ­ρη­σαν α­να­γκαίες οι κα­τά και­ρούς αν­θο­λό­γοι και εκ­δό­τες τους. Συ­μπέ­ρα­σμα, η σο­λω­μι­κή ποίη­ση στά­θη­κε πο­λύ τολ­μη­ρή ό­χι μό­νο για τους συ­γκαι­ρι­νούς του ποιη­τή, αλ­λά και για τους κα­το­πι­νούς, του­λά­χι­στον για μι­σό αιώ­να με­τά το θά­να­τό του.
Στον τό­μο, ε­κτός α­πό τα σο­λω­μι­κά, δη­μο­σιεύο­νται εν­νέα α­κό­μη κεί­με­να ε­πί δια­φό­ρων φι­λο­λο­γι­κών θε­μά­τω­ν: Θί­γε­ται το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα με α­φορ­μή δυο α­νέκ­δο­τες ε­πι­στο­λές του Ιά­κω­βου Πο­λυ­λά και του Αργύ­ρη Εφτα­λιώ­τη προς τον άγ­γλο φι­λό­λο­γο Ουώλ­τερ Ληφ. Πρό­κει­ται για ε­πι­στο­λές, που, με πρό­σχη­μα την κρι­τι­κή του Ληφ για τη με­τά­φρα­ση της «Ιλιά­δας» α­πό τον Πάλ­λη, δεί­χνουν τη δια­φω­νία του Πο­λυ­λά με τις γλωσ­σι­κές ι­δέες του Ψυ­χά­ρη και την ταύ­τι­ση μα­ζί τους του Πάλ­λη. Σχο­λιά­ζε­ται το ποίη­μα «Ελέ­νη» του Σε­φέ­ρη. Πα­ρου­σιά­ζε­ται η πρώ­τη ελ­λη­νι­κή ε­φη­με­ρί­δα. Εκεί­νη η ε­βδο­μα­διαία ε­φη­με­ρί­δα, που ί­δρυ­σε ο Γεώρ­γιος Βε­ντό­της στη Βιέν­νη το 1784 και της ο­ποίας η έκ­δο­ση α­νε­στά­λη ε­π’ αό­ρι­στον α­πό την αυ­στρια­κή λο­γο­κρι­σία. Στο κεί­με­νο της Ίλιας Χατ­ζη­πα­να­γιώ­τη-Sangmeister πα­ρου­σιά­ζο­νται νέες μαρ­τυ­ρίες α­πό γερ­μα­νι­κές πη­γές, που ε­ντό­πι­σε. Σύμ­φω­να με τα και­νού­ρια δε­δο­μέ­να, ο τίτ­λος της ε­φη­με­ρί­δας ή­ταν «Τα­χυ­δρό­μος της Βιέν­νης» και ε­πρό­κει­το για έ­ντυ­πο α­πο­κλει­στι­κά ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ό­πως και η κα­το­πι­νή «Εφη­με­ρί­δα» των α­δελ­φών Πού­λιου. Το πρώ­το φύλ­λο κυ­κλο­φό­ρη­σε στις 28 Ιου­νίου 1784, το δεύ­τε­ρο, στις 5 Ιου­λίου και το τρί­το και τε­λευ­ταίο, στις 15 Ιου­λίου. Επί­σης πα­ρου­σιά­ζε­ται ο κύ­πριος ποιη­τής Βα­σί­λης Μι­χα­η­λί­δης. Πα­ρα­τί­θε­ται α­νά­λυ­ση του διη­γή­μα­τος του Βι­ζυη­νού, το «Αμάρ­τη­μα της μη­τρός μου». Φω­τί­ζε­ται ο «Κα­πε­τάν Μι­χά­λης» του Νί­κου Κα­ζα­ντζά­κη.
Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, που τό­σο μας εν­δια­φέ­ρει το πώς μας βλέ­πουν οι Γερ­μα­νοί, α­πο­κτούν δύο με­λέ­τες, που έρ­χο­νται α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Μο­νά­χου. Η πρώ­τη, της Μα­ρίας Μπι­ζά, πα­ρου­σιά­ζει εν ε­κτά­σει την υ­πο­δο­χή του έρ­γου του Ρί­τσου στη Γερ­μα­νία. Όπως φαί­νε­ται, οι Δυ­τι­κο­γερ­μα­νοί τον έ­βλε­παν ως πο­λι­τι­κό ποιη­τή, ε­νώ οι Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νοί ως ε­ρω­τι­κό. Αυ­τά μέ­χρι το 1990, για­τί, ά­παξ και ε­νώ­θη­καν, φαί­νε­ται ό­τι α­πό κοι­νού πα­ρα­μέ­ρι­σαν τον πο­λι­τι­κό και ι­δε­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα του έρ­γου του. Η δεύ­τε­ρη με­λέ­τη εί­ναι της Μα­ρι­λί­ζας Μη­τσού και συ­νο­ψί­ζει το θέ­μα της με τον εύ­στο­χο τίτ­λο, «Ρω­μιο­φι­λία ε­να­ντίον Φι­λελ­λη­νι­σμού». Αντι­κεί­με­νο της με­λέ­της εί­ναι η αν­θο­λο­γία «Νε­οέλ­λη­νες ποιη­τές», που τυ­πώ­θη­κε το 1928 στη Λει­ψία, με πρό­λο­γο του νο­μπε­λί­στα Γκέρ­χαρτ Χά­ου­πτμαν. Ανθο­λό­γος και σε έ­να με­γά­λο κομ­μά­τι της με­τα­φρα­στής εί­ναι ο Καρλ Ντή­τε­ρι­χ, μα­θη­τής του Καρλ Κρου­μπά­χε­ρ, που έ­ζη­σε κα­τά δια­στή­μα­τα στην Ελλά­δα, πρώ­τα το 1898 και με­τά, το 1924. Η αν­θο­λο­γία πε­ρι­λαμ­βά­νει 200 ποιή­μα­τα 40 ποιη­τών, με πρε­σβύ­τε­ρο τον Στέ­φα­νο Μαρτ­ζώ­κη, ή­δη α­πο­θα­νό­ντα α­πό το 1913, και νεό­τε­ρο τον Πα­να­γιώ­τη Κα­νελ­λό­που­λο. Με 12 ποιή­μα­τα αν­θο­λο­γεί­ται ο Κα­βά­φης, με 10 ο Πα­λα­μάς, ε­νώ ο μέ­σος ό­ρος εί­ναι 5 ποιή­μα­τα α­νά ποιη­τή. Απου­σιά­ζουν οι Κα­ρυω­τά­κης, Λα­πα­θιώ­της, Με­λα­χροι­νός, Φι­λύ­ρας, προ­βλέ­πε­ται, ό­μως, μια τε­λευ­ταία ο­μά­δα με ποίη­ση γυ­ναι­κών. Κα­τά τη με­λε­τή­τρια, πρό­κει­ται για την πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή πα­ρου­σία­ση της ελ­λη­νι­κής ποίη­σης του δη­μο­τι­κι­σμού στη Γερ­μα­νία. Ο αν­θο­λό­γος πρό­τει­νε την “ρω­μιο­φι­λία” σε μια ο­λοέ­να υ­πο­χω­ρού­σα φι­λελ­λη­νι­κή ε­πο­χή, αλ­λά, ό­πως φαί­νε­ται, μάλ­λον α­πέ­τυ­χε. Εξαι­ρου­μέ­νου του προ­λό­γου του Χά­ου­πτμαν, που μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νος στο κλα­σι­κό ι­δεώ­δες, η αν­θο­λο­γία ε­πι­χει­ρεί μια “νε­ο­ρο­μα­ντι­κή ο­ριε­ντα­λί­στι­κη προ­σέγ­γι­ση της ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”.
Ο τό­μος συ­μπλη­ρώ­νε­ται με την αλ­λη­λο­γρα­φία Γιώρ­γου Θε­ο­το­κά -Ρό­δη Ρού­φου, σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Απο­τε­λεί­ται α­πό 35 γράμ­μα­τα, 17 του πρώ­του και 18 του δεύ­τε­ρου, που α­νταλ­λάχ­θη­καν στο διά­στη­μα της δε­κα­ε­τίας 1954-1964. Οι ε­πι­με­λη­τές Δ. Κα­ρα­νί­κα και Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου πι­στεύουν ό­τι έ­να με­γά­λο μέ­ρος της αλ­λη­λο­γρα­φίας λαν­θά­νει. Η αλ­λη­λο­γρα­φία συ­μπλη­ρώ­νε­ται με την ε­κτε­νή βι­βλιο­κρι­σία, σε δυο συ­νέ­χειες, του Αι­μί­λιου Χουρ­μού­ζιου για το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ρού­φου «Χρο­νι­κό της Σταυ­ρο­φο­ρίας», η ο­ποία δη­μο­σιεύ­τη­κε στην «Κα­θη­με­ρι­νή», και μια ε­πι­στο­λή του Ρού­φου προς τον κρι­τι­κό. Θεω­ρώ­ντας αυ­στη­ρή την εν λό­γω κρι­τι­κή ο Ρού­φος, διο­χέ­τευ­σε το θυ­μό του σε ε­πι­στο­λή. Τε­λι­κά, ό­μως, δεν την έ­στει­λε, ύ­στε­ρα α­πό συμ­βου­λή του Σε­φέ­ρη, που ε­κτι­μού­σε ό­τι θα ή­ταν μά­ταιος κό­πος.
Απο­τολ­μή­σα­με μια ε­κτε­νή πα­ρου­σία­ση του πε­ριο­δι­κού, που πολ­λοί μπο­ρεί να θεω­ρή­σουν ό­τι δεν έ­χει θέ­ση σε μια σε­λί­δα βι­βλίου. Ωστό­σο, το πε­ριο­δι­κό, με έ­δρα τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, δεν έ­χει ού­τε την κυ­κλο­φο­ρία αλ­λά ού­τε και την υ­πο­δο­χή, που ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται στα α­θη­ναϊκά. Ύστε­ρα, η προ­με­τω­πί­δα του φι­λο­λο­γι­κού ε­ντύ­που α­πο­θαρ­ρύ­νει ό­σους ζη­τούν να ε­νη­με­ρω­θούν για τα λο­γο­τε­χνι­κά πράγ­μα­τα. Ελπί­ζου­με η α­να­φο­ρά μας σε ά­πα­ντα τα πε­ριε­χό­με­να του τό­μου κά­πως να τους δε­λεά­σει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Από τον Ρήγα στον Καποδίστρια

Κων­στα­ντί­νος Σβο­λό­που­λος
«Κα­τα­κτώ­ντας την α­νε­ξαρ­τη­σία
Δέ­κα δο­κί­μια για την Επα­νά­στα­ση του 1821»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη Μάϊος 2010

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, σε ό­λους τους ε­πι­στη­μο­νι­κούς το­μείς, η έ­ρευ­να των πρω­το­γε­νών πη­γών φαί­νε­ται να έ­χει υ­πο­χω­ρή­σει έ­να­ντι των θεω­ρη­τι­κών συλ­λή­ψεων. Αλλά και ό­σοι α­πο­φα­σί­ζουν να κα­τα­πια­στούν με την πλέ­ον ε­πί­μοχ­θη και συ­νά­μα, λι­γό­τε­ρο προ­σο­δο­φό­ρα α­πό ά­πο­ψη ε­πι­στη­μο­νι­κής αί­γλης, με­λέ­τη των πρώ­των μαρ­τυ­ριών, συ­χνά υ­πο­τι­μούν έ­ναν βα­σι­κό πα­ρά­γο­ντα κα­τά τη συ­στη­μα­τι­κή ε­ξέ­τα­ση των δε­δο­μέ­νων. Πρό­κει­ται για τον τρό­πο δια­τύ­πω­σης των ε­ρω­τη­μά­των ή και υ­πο­θέ­σεων ερ­γα­σίας. Για να εκ­μαιεύ­σει ο ε­ρευ­νη­τής ό­λα τα στοι­χεία, που, λ.χ., έ­να έγ­γρα­φο πα­λαιό­τε­ρης ε­πο­χής ε­μπε­ριέ­χει, θα πρέ­πει να εμ­βα­θύ­νει ή, σω­στό­τε­ρα, να ε­ντρυ­φή­σει στις συν­θή­κες υ­πό τις ο­ποίες ε­κεί­νο εί­χε συ­νταχ­θεί. Επι­προ­σθέ­τως, να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τη λο­γι­κή των αν­θρώ­πων που το συ­νέ­τα­ξαν, κα­θώς και τις ε­πι­κρα­τού­σες στην ε­πο­χή τους νοο­τρο­πίες. Αν ε­κεί­νος ε­πι­μέ­νει να δια­τυ­πώ­νει τα ε­ρω­τή­μα­τά του μέ­σα α­πό τις α­ντι­λή­ψεις των πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρων δι­κών του χρό­νων, το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­κεί­νο να πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κά σιω­πη­λό. Ή, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, να α­πο­κα­λύ­πτει μέ­ρος της α­λή­θειάς του. Γι' αυ­τό και συ­χνά, ό­ταν έ­νας με­λε­τη­τής ε­πα­να­κά­μπτει, με­τά κά­ποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα, στο ί­διο α­ντι­κεί­με­νο με μια φρέ­σκια ο­πτι­κή, α­να­κα­λύ­πτει ε­ξη­γή­σεις, που δεί­χνουν μεν προ­φα­νείς αλ­λά εί­χαν δια­φύ­γει προ­η­γού­με­νων α­να­ζη­τή­σεων.
Ο ι­στο­ρι­κός Κων­στα­ντί­νος Σβο­λό­που­λος α­νέ­κα­θεν στη­ρί­ζε­ται πρω­τί­στως στη μαρ­τυ­ρία των πη­γών. Γε­γο­νός, που έρ­χε­ται να υ­πο­γραμ­μί­σει το πρό­σφα­το βι­βλίο του, με θέ­μα­τα γύ­ρω α­πό την Επα­νά­στα­ση του 1821. Σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νει δέ­κα δο­κί­μιά του, δη­μο­σιευ­μέ­να, ό­λα πλην ε­νός, στο διά­στη­μα των τε­λευ­ταίων 35 χρό­νων, τα ο­ποία πα­ρα­θέ­τει α­να­δια­τε­ταγ­μέ­να σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά. Να θυ­μί­σου­με ό­τι, προ τριε­τίας, εί­χα­με πα­ρου­σιά­σει έ­να άλ­λο βι­βλίο του, και πά­λι για την Επα­νά­στα­ση, το «Προ­μα­χώ­ντας στο Με­σο­λόγ­γι. Έργα και η­μέ­ρες του Θα­νά­ση Ρα­ζι­κό­τσι­κα 1798-1826». Με την ί­δια τα­κτι­κή έ­ρευ­νας, που ε­φάρ­μο­ζε για να α­να­συν­θέ­σει τον βίο του μάλ­λον ά­γνω­στου Θα­νά­ση Ρα­ζι­κό­τσι­κα, προ­χω­ρά και στη διε­ρεύ­νη­ση των δέ­κα, και­νού­ριων, θε­μά­των α­πό το '21. Ου­σια­στι­κά, ε­πα­να­κά­μπτει σε πρω­το­γε­νείς πη­γές, στο­χεύο­ντας στην ε­ξαν­τλη­τι­κή α­ξιο­ποίη­σή τους, χω­ρίς να υ­πο­στέλ­λει την έ­ρευ­να για τον ε­ντο­πι­σμό και νέων αρ­χεια­κών πη­γών κυ­ρίως ε­κτός Ελλά­δος.
Εν αρ­χή, το­πο­θε­τεί­ται ο Ρή­γας Βε­λε­στιν­λής, του ο­ποίου δια­σώ­θη­καν μεν τα έρ­γα αλ­λά ο βίος και η δρά­ση του διέρ­ρευ­σαν μέ­σα α­πό τα κε­νά των ε­λά­χι­στων δια­θέ­σι­μων τεκ­μη­ρίων α­πό την Ιστο­ρία προς τον θρύ­λο. Κύ­ρια, πά­ντως, πη­γή για τα ε­πα­να­στα­τι­κά του σχέ­δια πα­ρα­μέ­νει ο φά­κε­λος που εί­χε κα­ταρ­τί­σει η αυ­στρια­κή α­στυ­νο­μία. Ο Ρή­γας, με τις αρ­χές του Δια­φω­τι­σμού και τις ι­δέες της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, ε­τοί­μα­σε τη Δια­κή­ρυ­ξη, που τύ­πω­σε τον Οκτώ­βριο του 1797. Σε αυ­τήν, ο­ρα­μα­τί­ζε­ται έ­να ε­νιαίο κρά­τος, με το ό­νο­μα Ελλη­νι­κή Δη­μο­κρα­τία και γλώσ­σα την ελ­λη­νι­κή. Ελλη­νι­κός α­πο­κα­λεί­ται ο λαός του, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει, ό­μως, ό­λα τα γέ­νη που κα­τοι­κούν σε ε­κεί­να τα ε­δά­φη: Έλλη­νες, Αλβα­νοί, Βλά­χοι, Αρμέ­νη­δες, Τούρ­κοι. Σί­γου­ρα πρό­κει­ται για έ­να ε­πα­να­στα­τι­κό σχέ­διο, γι' αυ­τό και ο Ρή­γας κα­τα­τάσ­σε­ται στις ρι­ζο­σπα­στι­κές, φι­λε­λεύ­θε­ρες δυ­νά­μεις. Αρκού­σε, ό­μως, αυ­τό για να ευο­δω­θεί το εγ­χεί­ρη­μά του; Όπως δεί­χνουν νέα ε­ρευ­νη­τι­κά στοι­χεία, ο Ρή­γας δεν στά­θη­κε μό­νο έ­νας ε­θνε­γέρ­της, ού­τε πε­ριο­ρί­στη­κε στην πνευ­μα­τι­κή α­φύ­πνι­ση του λα­ού, αλ­λά προ­χώ­ρη­σε στη α­να­ζή­τη­ση υ­πο­στη­ρι­κτών τό­σο στο ε­σω­τε­ρι­κό της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρίας ό­σο και στις Με­γά­λες Δυ­νά­μεις της ε­πο­χής. Ένας πρώ­τος ή­ταν ο πα­σάς του Βι­δι­νίου, Οσμάν Πα­σβά­νο­γλου, ο “πρώ­τος α­πο­στά­της”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί στον «Θού­ριο». Λι­γό­τε­ρο ή ε­λά­χι­στα γνω­στή σή­με­ρα εί­ναι η α­νταρ­σία του Πα­σβά­νο­γλου σε σχέ­ση με ε­κεί­νη του Αλή Πα­σά, έ­δω­σε, ό­μως, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες ελ­πί­δες στους υ­πό­δου­λους λα­ούς της Βαλ­κα­νι­κής. Όπως και οι ελ­πί­δες που τους α­να­πτέ­ρω­σε ο δεύ­τε­ρος υ­πο­στη­ρι­κτής του Ρή­γα, ο Βο­να­πάρ­τη. Ανε­ξάρ­τη­τα αν δεν ευο­δώ­θη­καν, κα­θώς οι συ­γκυ­ρίες στά­θη­καν δυ­σμε­νείς. Πά­ντως, οι μαρ­τυ­ρίες, που έρ­χο­νται στο φως, δεί­χνουν ό­τι ο Ρή­γας “βά­δι­ζε πε­ριε­σκεμ­μέ­να”. Ο Σβο­λό­που­λος, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας στοι­χεία, στή­νει το πλέγ­μα α­πό τις λαν­θά­νου­σες ε­πα­να­στα­τι­κές συμ­μα­χίες στα τέ­λη του 18ου αιώ­να, ό­πως α­κρι­βώς το έ­χει συλ­λά­βει η υ­ψη­λή ποιη­τι­κή έ­ξαρ­ση του Εγγο­νό­που­λου: «... Μπο­λι­βάρ! Εί­σαι του Ρή­γα Φε­ραίου παι­δί, /Του Αντω­νίου Οι­κο­νό­μου - που τό­σο ά­δι­κα τον σφά­ξα­ν- / και του Πα­σβα­ντζό­γλου α­δελ­φός, / Τ' ό­νει­ρο του με­γά­λου Μα­ξι­μι­λια­νού ντε Ρο­μπε­σπιέρ / ξα­να­ζεί στο μέ­τω­πό σου...»
Το δεύ­τε­ρο δο­κί­μιο προ­στί­θε­ται στις δια­θέ­σι­μες μαρ­τυ­ρίες των πε­ριη­γη­τών για την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Ελλά­δα. Σχο­λιά­ζει το α­νέκ­δο­το υ­πό­μνη­μα ε­νός α­σκού­με­νου γάλ­λου προ­ξέ­νου στη Σμύρ­νη κα­τά την πρώ­τη δε­κα­ε­τία του 19ου αιώ­να. Πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται σε τέσ­σε­ρα νη­σιά - τρία του Αργο­σα­ρω­νι­κού, Ύδρα-Σπέ­τσες-Πό­ρο, και έ­να του Ανα­το­λι­κού Αι­γαίου, τα Ψα­ρά - τα ο­ποία, στε­ρού­με­να αρ­χαίων μνη­μείων, δεν εί­χαν προ­σελ­κύ­σει τους πε­ριη­γη­τές. Πα­ρέ­χει στοι­χεία για την ε­σω­τε­ρι­κή διοί­κη­ση αυ­τών των νη­σιών και το ρό­λο των ξέ­νων δι­πλω­μα­τών, κυ­ρίως, ό­μως, πα­ρου­σιά­ζει το δυ­να­μι­κό που δια­θέ­τουν σε ε­μπο­ρι­κά πλοία, το ο­ποίο συ­νι­στού­σε μια ση­μα­ντι­κή πα­ρά­με­τρο, αν πο­τέ η Γαλ­λία α­πο­φά­σι­ζε να ω­θή­σει σε ε­ξέ­γερ­ση τους υ­πό­δου­λους Έλλη­νες.
Το τρί­το δο­κί­μιο α­να­φέ­ρε­ται στη Φι­λι­κή Εται­ρεία και α­πα­ντά σε έ­να ε­ρώ­τη­μα, για το ο­ποίο έ­χει χυ­θεί πο­λύ με­λά­νι: Ποια ή­ταν η ι­δρυ­τι­κή τριά­δα της Εται­ρείας, που συ­στά­θη­κε στην Οδησ­σό, φθι­νό­πω­ρο του 1814; Για να α­κρι­βο­λο­γού­με δεν α­πα­ντά, α­φού, ό­πως δια­πι­στώ­νει ο με­λε­τη­τής, “σή­με­ρα, ε­νά­μι­σι σχε­δόν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, το έλ­λειμ­μα ε­παρ­κών ι­στο­ρι­κών τεκ­μη­ρίων ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει”. Ωστό­σο, πο­λιορ­κεί το ε­ρώ­τη­μα δια της α­τό­που α­πα­γω­γής και διε­ρευ­νά το κα­τά πό­σο, τω ό­ντι, η Εται­ρεία συ­στά­θη­κε στον συ­γκε­κρι­μέ­νο τό­πο και χρό­νο. Πρώ­τος ι­στο­ρι­κός της Φι­λι­κής Εται­ρείας εί­ναι ο α­γω­νι­στής και γραμ­μα­τέ­ας του Δη­μη­τρίου Υψη­λά­ντη Ιωάν­νης Βα­σι­λείου ή και Βα­σι­λειά­δης, που διέ­πρε­ψε ως δη­μο­σιο­γρά­φος με το ψευ­δώ­νυ­μο Ιωάν­νης Φι­λή­μων. Εν μέ­σω, της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής του δρά­σης, εκ­δό­της το 1833 στο Ναύ­πλιο της ε­φη­με­ρί­δας «Χρό­νος» και το 1838, στην Αθή­να, του «Αιώ­να», συ­νέ­γρα­ψε το «Δο­κί­μιον Ιστο­ρι­κόν της Φι­λι­κής Εται­ρείας». Εκεί ο­ρί­ζε­ται η ι­δρυ­τι­κή τριά­δα της Εται­ρείας. Εκτός των δυο α­ναμ­φι­σβή­τη­των πρω­τερ­γα­τών, Νι­κό­λαο Σκου­φά και Αθα­νά­σιο Τσα­κά­λω­φ, ως τρί­τος προ­τεί­νε­ται ο Πα­να­γιώ­της Ανα­γνω­στό­που­λος, στου ο­ποίου τη μαρ­τυ­ρία και στη­ρί­χτη­κε ο Φι­λή­μων. Το «Δο­κί­μιο» προ­κά­λε­σε το μέ­νος του Εμμα­νουήλ Ξάν­θου, που α­πά­ντη­σε με την «Απο­λο­γία» του, διεκ­δι­κώ­ντας την τρί­τη θέ­ση. Ο Φι­λή­μων ε­πα­νήλ­θε, α­πο­λο­γού­με­νος α­πό τις στή­λες της ε­φη­με­ρί­δας του, ε­νώ ο Ανα­γνω­στό­που­λος α­ντα­πά­ντη­σε και ο Ξάν­θος τον α­ντέ­κρου­σε με τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά» του. Φά­νη­κε, μά­λι­στα, να κερ­δί­ζει την ε­πί­μα­χη θέ­ση στην τριά­δα, λό­γω και του εύ­ρους της μαρ­τυ­ρίας του. Το 2002, στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά» του προ­στέ­θη­κε η τρί­το­μη έκ­δο­ση του Αρχείου του, με πρό­λο­γο του Ι. Κ. Μα­ζα­ρά­κη-Αι­νιάν. Ο Φι­λή­μων ε­πα­νέρ­χε­ται αλ­λά­ζο­ντας δι­πλω­μα­τι­κά τις δια­τυ­πώ­σεις και πλη­θαί­νο­ντας τα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη. Ωστό­σο, ου­σια­στι­κά, πα­ρα­μέ­νει με την α­πο­ρία, δε­δο­μέ­νου ό­τι η πρώ­τη δυά­δα δεν κα­τέ­θε­σε πο­τέ τη μαρ­τυ­ρία της: ο Σκου­φάς για­τί α­να­χώ­ρη­σε νω­ρίς, ο Τσα­κά­λωφ για­τί μέ­χρι τέ­λους προ­τί­μη­σε να σιω­πή­σει. Σιω­πή, που η και­νού­ρια υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας του Σβο­λό­που­λου, θα λέ­γα­με ό­τι, εν μέ­ρει, ερ­μη­νεύει. Αν δε­χτού­με ό­τι η ί­δρυ­ση της Εται­ρείας εί­ναι μια με­τα­γε­νέ­στε­ρα δη­μιουρ­γη­μέ­νη ει­κό­να προς ι­σχυ­ρο­ποίη­ση αυ­τής της μυ­στι­κής ορ­γά­νω­σης, η μαρ­τυ­ρία του Τσα­κά­λωφ θα διέ­λυε μέ­ρος της αί­γλης της. Κα­τ' αυ­τήν την εκ­δο­χή, η δυά­δα Σκου­φάς - Τσα­κά­λωφ ε­πε­ξερ­γά­στη­καν την ι­δέα στη Μό­σχα και με­τά, πρώ­τα στην Οδησ­σό και με­τά στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, μύη­σαν τα πρώ­τα μέ­λη: έ­να, δυο έως και δώ­δε­κα, σύμ­φω­να με τον συν­θη­μα­τι­κό κα­τά­λο­γο του 1818, ό­που ως τρί­τος φέ­ρε­ται ο Νι­κό­λα­ος Γα­λά­της, που κρί­θη­κε α­πο­διο­πο­μπαίος και την δι­καίω­σή του ο­φεί­λου­με στο τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Ελευ­θέ­ριου Μω­ραϊτί­νη-Πα­τριαρ­χέα.
Τη δι­καίω­ση ε­νός ε­πι­φα­νέ­στε­ρου προ­σώ­που της Επα­νά­στα­σης, του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη, ε­πι­χει­ρεί ο Σβο­λό­που­λος στο τέ­ταρ­το δο­κί­μιο, ε­πα­νε­κτι­μώ­ντας την ε­ξέ­γερ­ση στις πα­ρα­δου­νά­βιες η­γε­μο­νίες. Ου­σια­στι­κά, ε­ντρυ­φεί στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του Υψη­λά­ντη, προ­σπα­θώ­ντας να ερ­μη­νεύ­σει τις ε­πι­λο­γές του με βά­ση τον ευ­ρύ­τε­ρο ο­ρί­ζο­ντα σύλ­λη­ψης του ελ­λη­νι­σμού α­πό τους Φα­να­ριώ­τες. Στις σχέ­σεις ρή­ξης του Υψη­λά­ντη με δυο η­γε­τι­κές φυ­σιο­γνω­μίες της ε­πο­χής ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται ο με­λε­τη­τής, για να δεί­ξει, διά της α­ντι­θέ­σεως, τη δι­κή του βα­θιά ρο­μα­ντι­κή, εξ ου και πα­ρορ­μη­τι­κή, πνευ­μα­τι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία: τον ρου­μά­νο ο­πλαρ­χη­γό Του­ντόρ Βλα­δι­μη­ρέ­σκου και τον Ιωάν­νη Κα­πο­δί­στρια, που α­κο­λού­θη­σε, μέ­χρι τέ­λους, μια με­τριο­πα­θή στά­ση. Στο προ­τε­λευ­ταίο δο­κί­μιο του τό­μου και το μό­νο α­δη­μο­σίευ­το, ο με­λε­τη­τής ε­πα­νέρ­χε­ται “στο ι­δε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα” του Κα­πο­δί­στρια. Τε­λι­κά, ο πρώ­τος κυ­βερ­νή­της της Ελλά­δος διεκ­δι­κεί στρα­τιω­τι­κές ε­πι­τυ­χίες, μέ­τρα ε­σω­τε­ρι­κής ει­ρή­νευ­σης και κυ­ρίως ε­πι­τυ­χείς δι­πλω­μα­τι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις. Ένα άλ­λο δο­κί­μιο του τό­μου, α­φο­ρά το τρί­το με­γά­λο συ­νέ­δριο των Δυ­νά­μεων της Πε­ντα­πλής Συμ­μα­χίας στην πό­λη του Λάυ­μπα­χ, που εί­χε διε­νερ­γη­θεί για να κα­το­χυ­ρω­θούν οι αρ­χές της νο­μι­μό­τη­τας και της ι­σορ­ρο­πίας των Δυ­νά­μεων και στο ο­ποίο συμ­με­τεί­χε ο Κα­πο­δί­στριας. Η εί­δη­ση για την έ­νο­πλη ε­ξέ­γερ­ση του Υψη­λά­ντη στη Μολ­δα­βία έ­φτα­σε στο Συ­νέ­δριο στις 19 Μαρ­τίου 1821, φέρ­νο­ντας σε δυ­σχε­ρή θέ­ση τη Ρω­σία, κα­θώς υ­πήρ­χε η φή­μη ό­τι υ­πο­στή­ρι­ζε τους Έλλη­νες. Γι' αυ­τό και ο τσά­ρος Αλέ­ξαν­δρος Α΄, που πα­ρευ­ρι­σκό­ταν, έ­σπευ­σε να δια­βε­βαιώ­σει πε­ρί του α­ντι­θέ­του τον αυ­στρια­κό κα­γκε­λά­ριο Μετ­τερ­νι­χ, τον α­πο­κα­λού­με­νο και “α­μα­ξη­λά­τη της α­πο­λυ­ταρ­χι­κής Ευ­ρώ­πης”, πως εί­ναι σί­γου­ρος ό­τι η ελ­λη­νι­κή υ­πό­θε­ση θα έ­χει την ί­δια κα­τά­λη­ξη με ε­κεί­νες του Πα­σβά­νο­γλου και του Αλή Πα­σά. Πά­ντως, στη διάρ­κεια του Συ­νε­δρίου “ού­τε μια φω­νή δεν α­κού­στη­κε υ­πέρ των Ελλή­νω­ν”.
Στο έ­κτο δο­κί­μιο, σχο­λιά­ζε­ται “η υ­πό­θε­ση ό­τι η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση α­πο­τε­λεί γε­γο­νός μεί­ζο­νος ση­μα­σίας για την ι­στο­ρία της Ευ­ρώ­πης”. Δια­τυ­πω­μέ­νο το κεί­με­νο σε κά­πως υ­ψη­λό­τε­ρους τό­νους, θα μπο­ρού­σε να προέρ­χε­ται α­πό ο­μι­λία στην Ακα­δη­μία Αθη­νών, πι­θα­νώς, κα­τά την α­να­γό­ρευ­ση του Σβο­λό­που­λου σε μέ­λος το 2003, κα­θώς συ­μπί­πτει χρο­νι­κά η δη­μο­σίευ­σή του στα Πρα­κτι­κά του εν λό­γω Ιδρύ­μα­τος. Όπως και να έ­χει, με­τα­ξύ άλ­λων, μνη­μο­νεύο­νται δυο δια­φο­ρε­τι­κές φω­νές, που νου­θε­τού­σαν τους ε­πα­να­στα­τη­μέ­νους Έλλη­νες προς την κα­τεύ­θυν­ση να αρ­θρώ­σουν πο­λι­τι­κό λό­γο ευ­ρύ­τε­ρα α­πο­δε­κτό και να με­τριά­σουν τον υ­πέρ­με­τρο δη­μο­κρα­τι­κό ζή­λο των πρώ­των δια­κη­ρύ­ξεων. Εί­ναι αυ­τές του Κα­πο­δί­στρια και του Μπάϋρον. Σχε­τι­κή “πα­ραί­νε­ση” του άγ­γλου λόρ­δου α­πο­τε­λεί το α­ντι­κεί­με­νο του ε­πό­με­νου δο­κι­μίου. Ενώ, έ­να ε­κτε­νές δο­κί­μιο, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1975, α­φο­ρά τις εκ­δη­λώ­σεις του γαλ­λι­κού φι­λελ­λη­νι­σμού στη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης στο Στρα­σβούρ­γο και γε­νι­κό­τε­ρα, τις πα­ραρ­ρή­νιες πε­ριο­χές. Ελλη­νι­στές, στρα­τιω­τι­κοί αλ­λά και μυ­στι­κές φι­λε­λεύ­θε­ρες ε­ται­ρείες έ­σπευ­δαν με ποι­κί­λους τρό­πους σε βοή­θεια. Πλη­ρο­φο­ρίες για τα φι­λελ­λη­νι­κά έ­ντυ­πα που κυ­κλο­φο­ρού­σαν, δί­νουν οι “κα­τα­στά­σεις” των α­στυ­νο­μι­κών αρ­χών, που πα­ρα­κο­λου­θού­σαν τα τε­κται­νό­με­να εκ του σύ­νεγ­γυς σε μη­νιαία βά­ση.
Το τε­λευ­ταίο δο­κί­μιο α­φο­ρά την α­πό­φα­ση για την σύ­στα­ση α­νε­ξάρ­τη­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους και α­πο­κτά ι­διαί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία. Επι­σή­μως, ως η­με­ρο­μη­νία της ί­δρυ­σης προσ­διο­ρί­ζε­ται η 3η Φε­βρουα­ρίου 1830, ο­πό­τε συ­νο­μο­λο­γή­θη­κε με­τα­ξύ Ρω­σίας, Γαλ­λίας και Με­γά­λης Βρε­τα­νίας το πρω­τό­κολ­λο του Λον­δί­νου. Ο με­λε­τη­τής, ω­στό­σο, ε­στιά­ζει στις φά­σεις της κυο­φο­ρίας του. Στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα, τί­θε­ται και έ­να ε­πί­μα­χο ε­ρώ­τη­μα: Κα­τά πό­σο η α­νε­ξαρ­τη­σία του νέ­ου κρά­τους υ­πήρ­ξε ου­σια­στι­κή. Μέ­χρι του­λά­χι­στον πρό­τι­νος, φαί­νε­ται να ι­σχύει η κα­τα­φα­τι­κή α­πά­ντη­ση του ι­στο­ρι­κού, ό­τι ου­δό­λως οι συμ­βα­τι­κές δε­σμεύ­σεις πε­ριό­ρι­ζαν ου­σια­στι­κά την ελ­λη­νι­κή α­νε­ξαρ­τη­σία. Ξαφ­νι­κά, ό­μως, μέ­σα α­πό τη δει­νή οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, τον διε­θνή οι­κο­νο­μι­κό έ­λεγ­χο (ΔΝΤ) και το ε­φαρ­μο­ζό­με­νο σή­με­ρα Μνη­μό­νιο, πε­ριήλ­θα­με σε κα­τά­στα­ση ι­διό­τυ­πης πο­λιορ­κίας και το ί­διο θέ­μα τί­θε­ται εκ νέ­ου. Το θέ­μα, λοι­πόν, εί­ναι τώ­ρα τι λες; Ή, με πε­ρισ­σό­τε­ρα και πιο εύ­στο­χα λό­για: «... Κα­λά φά­γα­με, κα­λά ή­πια­με. / Κα­λά τη φέ­ρα­με τη ζωή μας ως ε­δώ. / Μι­κρο­ζη­μιές και μι­κρο­κέρ­δη συμ­ψη­φί­ζο­ντας. / Το θέ­μα εί­ναι τώ­ρα τι λες.», ό­πως το έ­θε­τε πριν σα­ρά­ντα χρό­νια ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Νεολαιίστικα αρχεία

«Τα Αρχεία της ΕΜΙΑΝ:
Γενικό Ευρετήριο»
Επιμέλεια-σύνταξη
Στέφανος Δ. Στεφάνου
Ζήσιμος Χ. Συνοδινός
Έκδοση Εταιρείας Μελέτης
της Ιστορίας της Αριστερής
Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ)
Μάϊος 2010

Κα­τά τα φαι­νό­με­να, ως κοι­νω­νία, αν ό­χι κα­θο­λι­κά, του­λά­χι­στον έ­να μέ­ρος της, πή­ρα­με τε­λι­κά την α­πό­φα­ση να μην κα­τα­στρέ­φου­με πλέ­ον τα γρα­πτά τεκ­μή­ρια του πα­ρελ­θό­ντος. Ού­τε στους κά­δους α­πορ­ριμ­μά­των να τα ρί­χνου­με ού­τε στην πυ­ρά, κι ας μας δια­βε­βαιώ­νουν οι ε­κά­στο­τε πυ­ρο­μα­νείς ό­τι δια της πυ­ράς και μό­νο θα α­γα­πη­θούν α­να­με­τα­ξύ τους οι κά­θε εί­δους α­συμ­φι­λίω­τοι. Εν ο­λί­γοις, α­πο­κτή­σα­με, έ­στω και με­τα­φυ­τευ­μέ­νη, αρ­χεια­κή συ­νεί­δη­ση. Έτσι, άρ­χι­σε και στη χώ­ρα μας να ευ­δο­κι­μεί η αρ­χειο­νο­μία, ό­πως συμ­βαί­νει στον λοι­πό πο­λι­τι­σμέ­νο κό­σμο. Ακό­μη και τα Γε­νι­κά Αρχεία του Κρά­τους κά­πως νοι­κο­κυ­ρεύ­τη­καν, για να στα­μα­τή­σει να στρι­φο­γυ­ρί­ζει στον τά­φο του ε­κεί­νος ο τα­λαί­πω­ρος, κα­τ' ο­ρι­σμέ­νους γρα­φι­κός, Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης, που δεν ά­φη­σε τα έγ­γρα­φα της Εθνι­κής Πα­λιγ­γε­νε­σίας χαρ­τί πε­ρι­τυ­λίγ­μα­τος στα χέ­ρια των μπα­κά­λη­δων. Έως τα αρ­χεία ορ­γα­νι­σμών, σω­μα­τείων και λοι­πών συλ­λο­γι­κο­τή­των άρ­χι­σαν να τα­κτο­ποιού­νται. Ακό­μη και ι­διώ­τες, που εί­χαν το με­ρά­κι να κρα­τούν τα τεκ­μή­ρια του βίου τους, τα προ­σω­πι­κά τους ή και τα πά­σης φύ­σεως κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά, με­τα­μορ­φώ­θη­καν σε συλ­λέ­κτες. Κι ας μην εί­χαν στα νιά­τα τους, ό­ταν τα πε­ρι­συ­νέ­λε­γαν, την πα­ρα­μι­κρή υ­πο­ψία αρ­χεια­κής πρό­βλε­ψης.
Το 1990 ι­δρύε­ται η Ελλη­νι­κή Αρχεια­κή Εται­ρεία, που, σή­με­ρα, α­ριθ­μεί γύ­ρω στα 300 μέ­λη. Δέ­κα χρό­νια με­τά, Ια­νουά­ριο 2000, συ­στή­νε­ται η Εται­ρεία Με­λέ­της της Ιστο­ρίας της Αρι­στε­ρής Νε­ο­λαίας (Ε­ΜΙΑΝ) α­πό “34 Έλλη­νες πο­λί­τες, α­γό­ρια και κο­ρί­τσια, μέ­λη α­ρι­στε­ρών νε­ο­λαιί­στι­κων ορ­γα­νώ­σεων των δε­κα­ε­τιών του '50 και του '60.” Και τέ­λος, δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, δη­λα­δή ε­φέ­τος τον Μάϊο, εκ­δί­δε­ται το Γε­νι­κό Ευ­ρε­τή­ριο των αρ­χείων της, ε­νώ προ­η­γή­θη­κε, προ διε­τίας, έ­νας συ­νο­πτι­κός ο­δη­γός. Στό­χος της Εται­ρείας, ό­ταν αρ­χί­ζει να συ­γκε­ντρώ­νει αρ­χεια­κό υ­λι­κό και μέ­χρι σή­με­ρα, εί­ναι η νε­ο­λαιί­στι­κη δρά­ση και συμ­βο­λή κα­τά την ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία 1950-1974. Εί­ναι μια πε­ρίο­δος ι­στο­ρι­κά κο­ντι­νή. Ωστό­σο, στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νης, ως λέ­γε­ται, κοι­νω­νίας, με τους ση­με­ρι­νούς τα­χείς ρυθ­μούς της, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο του α­να­με­νό­με­νου α­πό­μα­κρη. Όσο για τις α­ρι­στε­ρές νε­ο­λαίες, αυ­τές φαί­νε­ται να ε­πι­βιώ­νουν ως φα­ντά­σμα­τα του πα­λαιού ε­αυ­τού τους, πα­ρό­τι οι έ­ντο­νες νε­ο­λαιί­στι­κες δια­μαρ­τυ­ρίες δη­μιουρ­γούν δια­φο­ρε­τι­κή ε­ντύ­πω­ση. Βε­βαίως, τα κομ­μα­τι­κά αρ­χεία, που πρώ­τα αυ­τά θα συμ­βάλ­λουν στην ι­στο­ριο­γρα­φία ε­κεί­νων των χρό­νων, βρί­σκο­νται στα Α­ΣΚΙ. Εκεί στε­γά­ζο­νται, με­τα­ξύ των άλ­λων, το αρ­χείο ΚΚΕ της πε­ριό­δου 1945-1968, το αρ­χείο του ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού, αλ­λά και τα αρ­χεία της Νε­ο­λαίας Ε­ΔΑ της πε­ριό­δου 1954-1964 και ε­κεί­να της Νε­ο­λαίας Λα­μπρά­κη της τριε­τίας 1964-67.
Σύμ­φω­να με το Γε­νι­κό Ευ­ρε­τή­ριο, τα αρ­χεία της Ε­ΜΙΑΝ α­πο­τε­λού­νται α­πό ο­κτώ με­γά­λες συλ­λο­γές και 23 μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης. Ο Στέ­φα­νος Στε­φά­νου, ο πρε­σβύ­τε­ρος των δυο συ­ντα­κτών του Ευ­ρε­τη­ρίου, το θεω­ρεί έ­να μι­κρό αρ­χείο. “Εμείς ε­ξα­κο­λου­θού­με να με­τρού­με συ­νο­λι­κή ρα­χιαία ό­ψη των φα­κέ­λων μας με λί­γες δε­κά­δες μέ­τρα, ε­νώ άλ­λα αρ­χεία με­τρούν χι­λιό­με­τρα”, πα­ρα­τη­ρεί στην ο­μι­λία του, που δό­θη­κε στο πλαί­σιο “ε­πι­στη­μο­νι­κής η­με­ρί­δας”, με τίτ­λο «Νε­ο­λαία και αρ­χεία», στις 20 Μαρ­τίου 2008. Τα πρα­κτι­κά της Ημε­ρί­δας εκ­δό­θη­καν α­πό την Ε­ΜΙΑΝ σε αυ­τό­νο­μο βι­βλίο. Ως πα­ρά­δειγ­μα ε­νός με­γά­λου αρ­χείου ο Στε­φά­νου φέ­ρει το Ιστο­ρι­κό Αρχείο της Εθνι­κής Τρά­πε­ζας, στο ο­ποίο ερ­γά­ζε­ται ε­πί μια ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία ο νεό­τε­ρος ε­πι­με­λη­τής του Ευ­ρε­τη­ρίου Ζή­σι­μος Συ­νο­δι­νός. Και πά­λι ο Στε­φά­νου, χα­ρα­κτη­ρί­ζει το αρ­χείο αρ­κε­τά ε­τε­ρο­βα­ρές, λό­γω της κυ­ριαρ­χίας του εκ­παι­δευ­τι­κού χώ­ρου. Από μια ά­πο­ψη, α­να­με­νό­με­νο, δε­δο­μέ­νου ό­τι το σπου­δα­στι­κό κί­νη­μα στη με­τα­πο­λε­μι­κή και προ­δι­κτα­το­ρι­κή ε­πο­χή υ­πήρ­ξε κυ­ρίαρ­χο στοι­χείο στο γε­νι­κό­τε­ρο κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα. Υπάρ­χουν, ω­στό­σο, δυο το­μείς, στους ο­ποίους το αρ­χείο της Ε­ΜΙΑΝ δια­κρί­νε­ται, κι αυ­τό χά­ρις στο βίο και την πο­λι­τεία των συ­γκε­κρι­μέ­νων ο­λι­γά­ριθ­μων συλ­λε­κτώ­ν: Πρώ­τον, στα σπου­δα­στι­κά και ευ­ρύ­τε­ρης στό­χευ­σης πνευ­μα­τι­κά πε­ριο­δι­κά, δελ­τία και φυλ­λά­δια. Δεύ­τε­ρον, στα πρα­κτι­κά συ­νε­δριά­σεων φοι­τη­τι­κών ορ­γά­νων.
Η κα­τά­τα­ξη των συλ­λό­γων στον τό­μο γί­νε­ται κα­τά μέ­γε­θος, σε τρέ­χο­ντα μέ­τρα ή και αρ­χεια­κά κου­τιά. Όσο α­φο­ρά, ό­μως, τη συμ­βο­λή τους στην Ιστο­ρία της πε­ριό­δου, με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η η­λι­κία του συλ­λέ­κτη, που κα­θο­ρί­ζει τη δρά­ση του και συ­να­κό­λου­θα, το πε­ριε­χό­με­νο του ι­διω­τι­κού του αρ­χείου. Κα­τά σει­ρά, πρε­σβύ­τε­ρος εί­ναι ο Δη­μή­τρης Πα­ληός. Το 1956 έ­φυ­γε πα­ρά­νο­μα α­πό την Ελλά­δα για την Ιτα­λία, σπού­δα­σε στο Ινστι­τού­το Γκράμ­σι και μη­χα­νι­κός στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Ρώ­μης. Υπήρ­ξε γραμ­μα­τέ­ας της Νε­ο­λαίας Λα­μπρά­κη και ι­διαί­τε­ρος γραμ­μα­τέ­ας του προέ­δρου της, Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη. Μάρ­τιο 1967, με μυ­στι­κή ε­ντο­λή του Θε­ο­δω­ρά­κη, που πί­στευε ό­τι υ­πήρ­χε “σο­βα­ρή πι­θα­νό­τη­τα να κη­ρυχ­θεί στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία στη χώ­ρα”, συ­γκέ­ντρω­σε ό­λο το αρ­χεια­κό υ­λι­κό του γρα­φείου του και το έ­κρυ­ψε. Το 1970, ό­ταν α­πο­λύ­θη­κε α­πό την ε­ξο­ρία στη Γυά­ρο, το φυ­γά­δευ­σε στην Ιτα­λία, ό­που και πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι το 2003. Σή­με­ρα, α­πο­τε­λεί έ­ναν α­πό τους πο­λύ­τι­μους πυ­ρή­νες του αρ­χείου της Ε­ΜΙΑΝ, ι­δίως ε­κεί­νο το τμή­μα που α­φο­ρά την προ­δι­κτα­το­ρι­κή πε­ρίο­δο. Σε αυ­τό, με­τα­ξύ άλ­λων, σώ­ζε­ται η ει­σή­γη­ση του Θε­ο­δω­ρά­κη, «Δη­μο­κρα­τία ή φα­σι­σμός», προς την πρώ­τη τα­κτι­κή σύ­σκε­ψη της ι­δρυ­τι­κής ε­πι­τρο­πής της Νε­ο­λαίας Λα­μπρά­κη, στις 28 Ιου­νίου1963. Και για τους συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς, σώ­ζο­νται δυο μι­κρά κομ­μά­τια μαρ­μά­ρου, φέ­ρο­ντα γράμ­μα­τα, α­πό τον τά­φο του Γρη­γό­ρη Λα­μπρά­κη στο Α Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών, που ά­γνω­στοι κα­τέ­στρε­ψαν στα χρό­νια της Χού­ντας.
Με­τά έρ­χε­ται ο λί­γο νεό­τε­ρος η­λι­κια­κά, ο δη­μο­σιο­γρά­φος Αρι­στεί­δης Μα­νω­λά­κος, με τη δεύ­τε­ρη σε μέ­γε­θος συλ­λο­γή. Μέ­λος της πα­ρά­νο­μης Ε­ΠΟΝ ο Μα­νω­λά­κος, πέ­ρα­σε, με­τά τη διά­λυ­σή της, και έ­λα­βε ε­νερ­γό μέ­ρος ως στέ­λε­χος στη Νε­ο­λαία Ε­ΔΑ. Στο αρ­χείο που πα­ρα­χώ­ρη­σε, συ­γκε­ντρώ­νο­νται τεκ­μή­ρια για το ελ­λη­νι­κό α­ρι­στε­ρό φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα της πε­ριό­δου 1953-1977. Συ­νο­μή­λι­κος του Μα­νω­λά­κου εί­ναι ο γνω­στός στο χώ­ρο του βι­βλίου Γιώρ­γος Χατ­ζό­που­λος. Σχε­δια­στής-υ­φα­ντουρ­γός, νο­μι­κός που πο­τέ δεν ά­σκη­σε το ε­πάγ­γελ­μα, μέ­λος της πα­ρά­νο­μης Ε­ΠΟΝ και της Νε­ο­λαίας Ε­ΔΑ, ή­ταν στον φοι­τη­τι­κό πυ­ρή­να που δη­μιούρ­γη­σε και ε­ξέ­δι­δε το πε­ριο­δι­κό «Παν­σπου­δα­στι­κή». Όσο για τον ι­στο­ρι­κό εκ­δο­τι­κό οί­κο «Κάλ­βος», τον ί­δρυ­σε το 1968, ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό τη Γυά­ρο. Το αρ­χείο του κα­λύ­πτει τη μα­κρά πε­ρίο­δο 1953-1985, με έ­να με­γά­λο τμή­μα για τα ξέ­να κι­νή­μα­τα.
Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η συλ­λο­γή δυο ε­πι­χει­ρη­μα­τιών σή­με­ρα, των Φι­λο­ποί­με­να (Μά­κη) Πα­πού­λια και Σπύ­ρου Βε­ντου­ρά­του, χά­ρις και στους φα­κέ­λους με πε­ριο­δι­κό και η­με­ρή­σιο τύ­πο α­πό το 1949. Η τέ­ταρ­τη σε μέ­γε­θος συλ­λο­γή α­νή­κει στον ι­στο­ρι­κό Γιά­νη Για­νου­λό­που­λο και α­ξιο­λο­γεί­ται ως πο­λύ­τι­μη, κυ­ρίως για το υ­λι­κό που α­φο­ρά την Διοι­κού­σα Επι­τρο­πή Συλ­λό­γων Πα­νε­πι­στη­μίου Αθη­νών (ΔΕ­ΣΠΑ), ι­δρυ­θεί­σα το 1949, και την Ε­ΦΕΕ. Πολ­λά στοι­χεία για τον α­ντι­δι­κτα­το­ρι­κό α­γώ­να πε­ριέ­χει η συλ­λο­γή Γιάν­νη Κα­ού­νη, μέ­λους του ΠΑΜ και της συ­ντα­κτι­κής ε­πι­τρο­πής του πα­ρά­νο­μου πε­ριο­δι­κού «Θού­ριος», που έ­βγα­ζε η ορ­γά­νω­ση Ε­ΚΟΝ Ρή­γας Φε­ραίος. Πε­ρισ­σό­τε­ρα για την Ε­ΚΟΝ Ρή­γας Φε­ραίος των πρώ­των με­τα­δι­κτα­το­ρι­κών χρό­νων ε­ντο­πί­ζο­νται στο αρ­χείο που πα­ρα­χώ­ρη­σε στην Ε­ΜΙΑΝ ο τό­τε γραμ­μα­τέ­ας της Μπά­μπης Γεωρ­γού­λας. Πά­ντως, η με­γα­λύ­τε­ρη συλ­λο­γή, 3,7 τρέ­χο­ντα μέ­τρα, εί­ναι του νεό­τε­ρου της ο­μά­δας, νο­μι­κού και στε­λέ­χους της Ευ­ρω­παϊκής Επι­τρο­πής, Ξε­νο­φώ­ντα Για­τα­γά­να. Η συλ­λο­γή του α­πο­τε­λεί­ται α­πό ποι­κί­λα τεκ­μή­ρια, που κα­λύ­πτουν την πε­ρίο­δο 1950-1975. Τμή­μα της, αυ­τό που α­φο­ρά την προ­δι­κτα­το­ρι­κή πε­ρίο­δο, προέρ­χε­ται α­πό στε­λέ­χη του α­ρι­στε­ρού φοι­τη­τι­κού και νε­ο­λαιί­στι­κου κι­νή­μα­τος (Α. Μα­νω­λά­κου, Γ. Για­νου­λό­που­λου, Α. Λε­ντά­κη, Ι. Μπού­ζε­μπερ­γκ). Φυ­γα­δεύ­τη­κε το 1971 στο Πα­ρί­σι, ό­που σώ­θη­κε, αλ­λα, συγ­χρό­νως, χρη­σί­μευ­σε και στην ερ­γα­σία μά­στε­ρ, που έ­κα­νε ο Για­τα­γά­νας στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Πα­ρι­σιού Ι με θέ­μα το ελ­λη­νι­κό φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα της πε­ριό­δου 1950-1967.
Το Γε­νι­κό Ευ­ρε­τή­ριο του τό­μου συ­μπλη­ρώ­νε­ται με τις Μι­κρές Αρχεια­κές Συλ­λο­γές της Ε­ΜΙΑΝ, ό­που κα­τα­γρά­φο­νται α­να­λυ­τι­κά 23 τον α­ριθ­μό. Η αρ­χεια­κή κα­τα­γρα­φή ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται με τέσ­σε­ρα Πα­ραρ­τή­μα­τα (1. Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο, 2. Αρχείο Προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας, 3. Δελ­τία και Πε­ριο­δι­κά στην Ε­ΜΙΑΝ, 4. Οι Δω­ρη­τές της Ε­ΜΙΑΝ) και Αλφα­βη­τι­κό Ευ­ρε­τή­ριο. Συ­νο­πτι­κά –έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ελ­λι­πώς– κα­τα­γρά­φε­ται το Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο, το ο­ποίο “πε­ρι­λαμ­βά­νει 47 φω­το­γρα­φι­κές συλ­λο­γές με 1.500 πε­ρί­που φω­το­γρα­φίες που α­φο­ρούν δρα­στη­ριό­τη­τες και πρό­σω­πα α­πό τα χρό­νια της έ­ντο­νης δρά­σης της α­ρι­στε­ρής νε­ο­λαίας των δε­κα­ε­τιών του 1950 και 1960”. Εδώ δη­μο­σιεύο­νται –και κα­λώς δη­μο­σιεύο­νται– κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά τα ο­νό­μα­τα των συλ­λε­κτώ­ν-δω­ρη­τών. Απου­σιά­ζει, ω­στό­σο, ό­χι λε­πτο­με­ρής, αλ­λά α­κό­μη και ο­μα­δο­ποιη­μέ­νη κα­τα­γρα­φή. Πό­σες, για πα­ρά­δειγ­μα, φω­το­γρα­φίες μπο­ρεί να α­φο­ρούν τις κη­δείες Γρη­γό­ρη Λα­μπρά­κη και Σω­τή­ρη Πέ­τρου­λα; Ή, ε­πί­σης, ποια τα ο­νό­μα­τα ε­παγ­γελ­μα­τιών ή και ε­ρα­σι­τε­χνών φω­το­γρά­φων, που μπο­ρεί να υ­πάρ­χουν στην πί­σω ό­ψη των φω­το­γρα­φιώ­ν; Στις δε σε­λί­δες του τό­μου, ό­που δη­μο­σιεύο­νται α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά δείγ­μα­τα του Φω­το­γρα­φι­κού Αρχείου, οι διευ­κρι­νι­στι­κές λε­ζά­ντες ρέ­πουν προς την α­φη­ρη­μέ­νη γε­νι­κο­λο­γία. Δια­βά­ζου­με, για πα­ρά­δειγ­μα, «Απερ­γία πεί­νας φοι­τη­τών στα γρα­φεία της Ε­ΦΕ­Κ, 1959». Ποιοι ει­κο­νί­ζο­νται, ο­νο­μα­στι­κά ο κα­θέ­νας, εί­ναι υ­ψη­λή α­παί­τη­ση. Θα μπο­ρού­σε, ό­μως, να ση­μειω­θεί το πό­τε α­κρι­βώς μέ­σα στο 1959 και για­τί έ­κα­ναν την α­περ­γία, δύο βα­σι­κά στοι­χεία που μέ­νουν αό­ρι­στα. Εκτός, βε­βαίως, αν πρό­κει­ται πο­τέ να συ­νταχ­θεί ξε­χω­ρι­στός α­να­λυ­τι­κός κα­τά­λο­γος του φω­το­γρα­φι­κού αρ­χείου, ό­πως αυ­τός του υ­πό­λοι­που χαρ­τώου υ­λι­κού. Πρέ­πει, πά­ντως, να α­ντι­λη­φθού­με, κυ­ρίως οι ι­στο­ρι­κοί, ό­τι το ο­πτι­κό υ­λι­κό μιας ε­πο­χής (φω­το­γρα­φίες, α­φί­σες, χα­ρα­κτι­κά κ.λπ.), ε­κτός των άλ­λων, α­πο­τε­λεί, μα­ζί με τα γρα­πτά τεκ­μή­ρια, πρω­το­γε­νή πη­γή.
Κα­τά τα άλ­λα και αν η ε­πι­σή­μαν­ση για το Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο δια­γρα­φεί ή θεω­ρη­θεί ε­που­σιώ­δης, η ε­πι­μέ­λεια του τό­μου εί­ναι υ­πο­δειγ­μα­τι­κή.

Μ. Θεοδοσοπούλου


Λεζάντα 1ης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το Α΄ Συνέδριο της ΕΦΕΕ, «Πανσπουδαστική», φ. 48/ Μάϊος 1964.

Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από τη Β΄ Μαραθώνια Πορεία, Μάϊος 1964 (Συλλογή Τασίας Κατιρτζόγλου- Χατζάκη)


Δημοσιεύθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2010

Θα σας πω ό,τι με ρωτάτε

Μα­ρία Μπέϊκου
«Αφού με ρω­τά­τε,
να θυ­μη­θώ...»
Πρό­λο­γος: Τα­σού­λα Βερ­βε­νιώ­τη
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Ιού­νιος 2010

Τη δό­ξα του Γεωρ­γίου Τερ­τσέ­τη φαί­νε­ται πως ε­ζή­λω­σε, για τα κα­λά, η Τα­σού­λα Βερ­βε­νιώ­τη. Αν ε­κεί­νος συ­νέ­βα­λε στην κα­τα­γρα­φή των α­πο­μνη­μο­νευ­μά­των των α­γω­νι­στών της Επα­νά­στα­σης, αυ­τή φαί­νε­ται ό­τι βάλ­θη­κε να κα­τα­γρά­φει τον βίο και την πο­λι­τεία των α­γω­νι­στριών του Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας. Με­τά την Στα­μα­τία Μπαρ­μπά­τση, της ο­ποίας την αυ­το­βιο­γρα­φι­κή α­φή­γη­ση ε­ξέ­δω­σε το 2003 στο «Δι­πλό βι­βλίο. Η α­φή­γη­ση της Στα­μα­τίας Μπαρ­μπά­τση. Η ι­στο­ρι­κή α­νά­γνω­ση», για το ο­ποίο και τι­μή­θη­κε με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δο­κι­μίου, σει­ρά πή­ρε η Μα­ρία Μπέϊκου. Και δεν α­πο­κλείε­ται, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα του Τερ­τσέ­τη, που δεν αρ­κέ­στη­κε στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα των Κο­λο­κο­τρώ­νη και Νι­κη­τα­ρά, να υ­πάρ­ξει και συ­νέ­χεια. Από μια ά­πο­ψη, ευ­κταίο θα ή­ταν, α­ντί μιας ι­στο­ρι­κού, να εί­χε εμ­φα­νι­στεί κά­ποιος αρ­σε­νι­κός α­πό­γο­νος του Τερ­τσέ­τη, για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, οι πό­λε­μοι, του­λά­χι­στον προ­σώ­ρας, εί­ναι έρ­γο των αν­δρών. Από την άλ­λη, οι θεω­ρη­τι­κοί της με­τα­μο­ντέρ­νας ε­πο­χής έ­χουν α­πο­φαν­θεί, ό­τι πρέ­πει να δο­θεί α­πό­λυ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα στις μειο­νό­τη­τες και τις α­πο­σιω­πη­μέ­νες πλευ­ρές της Ιστο­ρίας. Του­τέ­στιν η πρό­τα­ξη δί­νε­ται α­συ­ζη­τη­τί στις γυ­ναί­κες και τον Εμφύ­λιο. Σε αυ­τόν τον δεύ­τε­ρο, για­τί ε­κτι­μά­ται ό­τι στά­θη­κε η ο­δυ­νη­ρή και δυ­σά­ρε­στη πε­ρίο­δος της δε­κα­ε­τίας του ’40. Ακό­μη και ντρο­πια­στι­κή, κα­τά την κρί­ση ο­ρι­σμέ­νων νεό­τε­ρων ι­στο­ρι­κών.
Βε­βαίως, αυ­τή η κα­τευ­θυ­ντή­ρια γραμ­μή έ­ρευ­νας μπο­ρεί και να ση­μαί­νει ό­τι βά­ζου­με το κά­ρο μπρο­στά α­πό το ά­λο­γο. Ένα πα­ρά­δειγ­μα δί­νει η πε­ρί­πτω­ση του ζεύ­γους Γεωρ­γού­λα και Μα­ρίας Μπέϊκου. Στην ει­σα­γω­γή του βι­βλίου, αλ­λά και στο κα­τα­λη­κτι­κό κε­φά­λαιο, η Μα­ρία Μπέϊκου γρά­φει ό­τι πα­ρέ­δω­σε το αρ­χείο του συ­ζύ­γου της, που πέ­θα­νε στη Μό­σχα το 1975, στα Α.Σ.Κ.Ι., το 1996, για “να α­ξιο­ποιη­θεί και να λει­τουρ­γή­σει ως ι­στο­ρι­κό ερ­γα­λείο”. Θυ­μά­ται να της λέ­νε οι τό­τε υ­πεύ­θυ­νοι “ό­τι ή­ταν έ­να α­πό τα σπου­δαιό­τε­ρα και με­γα­λύ­τε­ρα αρ­χεία που εί­χα­ν”. Μέ­σα στο αρ­χείο εί­χε ε­ντο­πι­στεί το η­με­ρο­λό­γιο, που ε­κεί­νη κρα­τού­σε ως α­ξιω­μα­τι­κός του Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού, α­πό τις 13 Δε­κεμ­βρίου 1948 μέ­χρι την ά­φι­ξή της στην Τα­σκέν­δη, και το ο­ποίο α­πο­τε­λεί τον πο­λύ­τι­μο πυ­ρή­να του βι­βλίου της. Δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά, το αρ­χείο βρί­σκε­ται τα­ξι­νο­μη­μέ­νο σε 35 “κου­τιά”, με την ε­πι­σύ­να­ψη “συ­νο­πτι­κού κα­τα­λό­γου” και ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη την ε­λεύ­θε­ρη πρό­σβα­ση, ό­πως ι­σχύει για τα πε­ρισ­σό­τε­ρα αρ­χεία των Α.Σ.Κ.Ι. Πε­ραι­τέ­ρω, ό­μως, α­ξιο­ποίη­ση, α­πό ό­σο του­λά­χι­στον γνω­ρί­ζου­με, δεν έ­γι­νε. Γραμ­μα­τέ­ας δια­φώ­τι­σης της ΧΙΙΙ Με­ραρ­χίας του Ε­ΛΑΣ. ο Γεωρ­γού­λας Μπέϊκος, ε­μπνευ­στής και συ­ντά­κτης του Κώ­δι­κα Αυ­το­διοι­κή­σεως και Λαϊκής Δι­καιο­σύ­νης, ε­νός συ­στή­μα­τος λαϊκής ε­ξου­σίας, που ε­φαρ­μό­στη­κε σε χω­ριά της Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας, ό­πως και συγ­γρα­φέ­ας σχε­τι­κού βι­βλίου («Η λαϊκή ε­ξου­σία στην Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα», ΘΕ­ΜΕ­ΛΙΟ, 1979), υ­πήρ­ξε έ­να πο­λύ­πλευ­ρα ση­μα­ντι­κό πρό­σω­πο της Αντί­στα­σης. Δυ­στυ­χώς, ό­μως, γι’ αυ­τόν, δεν α­νή­κε σε κα­νε­νός εί­δους μειο­νό­τη­τα. Ού­τε στον Εμφύ­λιο συμ­με­τεί­χε, κα­θώς, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σε θά­να­το, έ­μει­νε στη φυ­λα­κή α­πό το 1946 έως το 1959.
Λέ­γε­ται ό­τι ο Τερ­τσέ­της γι­νό­ταν πιε­στι­κός στους α­γω­νι­στές με τις πα­ρο­τρύν­σεις του. Το ί­διο, ό­πως φαί­νε­ται, και η Βερ­βε­νιώ­τη στις α­γω­νί­στριες της Κα­το­χής και του Εμφυ­λίου, που α­πο­τέ­λε­σαν το θέ­μα της δι­δα­κτο­ρι­κής δια­τρι­βής της και το α­με­τά­θε­το ε­ρευ­νη­τι­κό της α­ντι­κεί­με­νο κα­τά την εν­διά­με­ση ει­κο­σα­ε­τία. Κα­τά τα άλ­λα, ε­κεί­νος μνη­μο­νεύε­ται ως α­πλός α­πο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρά­φος. Αγράμ­μα­τοι ό­ντας οι ο­πλαρ­χη­γοί της Επα­νά­στα­σης, τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά τους τα έ­γρα­φε ο ζα­κύν­θιος ι­στο­ρι­κός κα­θ’ υ­πα­γό­ρευ­ση. Στην πε­ρί­πτω­ση, ω­στό­σο, του εγ­γράμ­μα­του Φω­τά­κου πε­ριο­ρί­στη­κε σε κα­θη­με­ρι­νές πα­ρα­κι­νή­σεις, σύμ­φω­να με την ε­πι­στο­λή του ί­διου του Φω­τά­κου προς Τερ­τσέ­τη, την ο­ποία και προ­τάσ­σει στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του. Το κα­τά πό­σο αυ­τή η δια­με­σο­λά­βη­σή του κα­τά τη συγ­γρα­φή ε­πη­ρέ­α­σε τις μνή­μες των γη­ραιών α­γω­νι­στών α­γνοού­με αν έ­χει πο­τέ α­πα­σχο­λή­σει τους ι­στο­ρι­κούς. Ενά­μι­σι αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, η Βερ­βε­νιώ­τη, ως νεό­τε­ρος ι­στο­ρι­κός, που κι­νεί­ται στο πε­δίο της προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας, γνω­ρί­ζει τα πε­ρι­θώ­ρια α­ξιο­πι­στίας μιας συ­νέ­ντευ­ξης. Δια­φέ­ρει κά­ποιος, που γρά­φει τα του βίου του α­πό με­ρά­κι ή α­κό­μη και για λό­γους υ­στε­ρο­φη­μίας, α­πό ε­κεί­νον, που έ­χει πα­ρα­κι­νη­θεί α­πό έ­να τρί­το πρό­σω­πο. Πό­σω μάλ­λον αν αυ­τό το πρό­σω­πο εί­ναι έ­νας ι­στο­ρι­κός και ό­χι κά­ποιος συ­να­γω­νι­στής ή πα­λαιός σύ­ντρο­φος. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, φυ­σι­κό εί­ναι να ε­πη­ρεά­ζε­ται και να κα­τευ­θύ­νε­ται α­πό τον ι­στο­ρι­κό, α­πέ­να­ντι στον ο­ποίο θα πρέ­πει να αι­σθά­νε­ται κα­τά κα­νό­να μειο­νε­κτι­κά, και να προ­σαρ­μό­ζει κα­τάλ­λη­λα πα­ρελ­θο­ντι­κές ι­δε­ο­λο­γι­κές α­πό­ψεις και ε­κτι­μή­σεις.
Όλα αυ­τά τα έ­χει διε­ξο­δι­κά α­να­λύ­σει η Βερ­βε­νιώ­τη στο άρ­θρο της «Γρα­φές γυ­ναι­κών για τον ελ­λη­νι­κό Εμφύ­λιο», που δη­μο­σιεύ­τη­κε προ διε­τίας στον συλ­λο­γι­κό τό­μο «Η ε­πο­χή της σύγ­χυ­σης. Η δε­κα­ε­τία του ’40 και η ι­στο­ριο­γρα­φία» και στο ο­ποίο στη­ρί­χτη­κε ως ε­πί το πλεί­στον η ει­σα­γω­γή της στο βι­βλίο της Μπέϊκου. Εκεί το­νί­ζε­ται και η δια­φο­ρε­τι­κή προ­θυ­μία, που δεί­χνουν οι α­γω­νί­στριες να δώ­σουν συ­νε­ντεύ­ξεις ή να α­φη­γη­θούν τη δρά­ση τους. Κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γων στέ­κε­ται το μορ­φω­τι­κό τους ε­πί­πε­δο, ό­πως και ο τό­πος κα­τα­γω­γής τους. Γι’ αυ­τό και η ί­δια, στα δυο βι­βλία της, υιο­θέ­τη­σε δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο προ­σέγ­γι­σης. Στην πε­ρί­πτω­ση της Μπαρ­μπά­τση, που ή­ταν, κα­τά τη δια­τύ­πω­ση της ι­στο­ρι­κού, μια “α­πλή” α­γω­νί­στρια, συν­δύα­σε την γραμ­μέ­νη, κα­τά προ­τρο­πή της, α­φή­γη­ση με το υ­λι­κό των συ­νε­ντεύ­ξεων. Ενώ, στο βι­βλίο της “ε­πι­φα­νούς” Μπέϊκου στη­ρί­χτη­κε σε συ­νε­ντεύ­ξεις, που δό­θη­καν στην πε­ρίο­δο κο­ντά μιας δε­κα­πε­ντα­ε­τίας. Όπως α­να­φέ­ρε­ται, ερ­γά­στη­καν α­πό κοι­νού στη σύν­θε­ση μιας ε­νιαίας α­φή­γη­σης σε πρώ­το πρό­σω­πο, που αρ­χί­ζει α­πό τα παι­δι­κά χρό­νια της Μπέϊκου και φθά­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Η α­φή­γη­ση φαί­νε­ται ό­τι δη­μιουρ­γή­θη­κε με κο­πτο­ρα­πτι­κή των συ­νε­ντεύ­ξεων, ό­που η α­νά­μι­ξη της ι­στο­ρι­κού θα πρέ­πει να υ­πήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κή.
Εκτός α­πό τον πρό­λο­γο της Βερ­βε­νιώ­τη και την ει­σα­γω­γή της Μπέϊκου, αυ­τή η α­φή­γη­ση ζωής χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρα μέ­ρη, με τη δρά­ση στον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό να πε­ριο­ρί­ζε­ται μό­νο στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος. Εκεί πα­ρα­τί­θε­ται και το η­με­ρο­λό­γιο, το ο­ποίο, κρί­νο­ντας α­πό τα α­πο­σιω­πη­τι­κά που πα­ρεμ­βάλ­λο­νται σε πολ­λά ση­μεία, θα πρέ­πει να δη­μο­σιεύε­ται πε­ρι­κομ­μέ­νο. Κα­τά πό­σο αυ­τό ο­φεί­λε­ται σε αυ­το­λο­γο­κρι­σία ή έ­γι­νε για οι­κο­νο­μία λό­γου μέ­νει ζη­τού­με­νο. Οι η­με­ρο­λο­για­κές, πά­ντως, κα­τα­χω­ρή­σεις δια­κό­πτο­νται α­πό δι­κά της ση­με­ρι­νά σχό­λια, ε­νώ προ­τάσ­σε­ται η συ­νέ­χεια της αυ­το­βιο­γρα­φι­κής α­φή­γη­σης, με τίτ­λο «Στον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό της Ρού­με­λης». Έχει προ­η­γη­θεί το πρώ­το μέ­ρος, ό­που διη­γεί­ται τα παι­δι­κά της χρό­νια και τη συμ­με­το­χή της στην Ε­ΠΟΝ, στην Ιστιαία Ευ­βοίας, ό­που γεν­νή­θη­κε και με­γά­λω­σε, την α­πό­δρα­σή της α­πό το σπί­τι, δε­κα­ε­πτά­χρο­νη φοι­τή­τρια της Ια­τρι­κής, και την έ­ντα­ξή της στην ΧΙΙΙ Με­ραρ­χία του Ε­ΛΑΣ, την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση, το Δε­κέμ­βρη του ’44, ό­ταν τμή­μα­τα της με­ραρ­χίας της κα­τέ­βη­καν μέ­χρι την Χα­σιά και χω­ρίς να τους ε­πι­τρα­πεί να λά­βουν μέ­ρος στις μά­χες υ­πο­χώ­ρη­σαν, και τέ­λος, την ε­ξά­πλω­ση της τρο­μο­κρα­τίας και ε­κών ά­κων “την ά­νο­δο στο βου­νό”. Εκεί κά­που στο εν­διά­με­σο, μό­λις που πρό­λα­βε να πα­ντρευ­τεί τον Γεωρ­γού­λα Μπέϊκο, Νοέμ­βριο 1945. Στα δυο τε­λευ­ταία μέ­ρη και τον ε­πί­λο­γο, ξε­δι­πλώ­νε­ται η κα­το­πι­νή ζωή της: Αλβα­νία -Τα­σκέν­δη- Μό­σχα-Αθή­να.
Η α­γω­νι­στι­κή δρά­ση της Μπέϊκου δεν εί­ναι κα­θό­λου ευ­κα­τα­φρό­νη­τη. Εξ αρ­χής, σύμ­φω­να με τα λε­γό­με­νά της, πα­ρό­λο που δεν εί­χε εκ­παί­δευ­ση ού­τε κα­μιά ε­μπει­ρία α­πό μά­χες, το­πο­θε­τή­θη­κε κα­πε­τά­νισ­σα και γραμ­μα­τέ­ας του κόμ­μα­τος στη δι­μοι­ρία γυ­ναι­κών, με κύ­ρια ευ­θύ­νη του το­μέα δια­φώ­τι­σης. Στον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό, ό­ταν συ­γκρο­τή­θη­κε το αρ­χη­γείο Ρού­με­λης, που εί­χε ο­νο­μα­στεί ΙΙ Με­ραρ­χία, βρέ­θη­κε υ­πεύ­θυ­νη γυ­ναι­κών ό­λης της με­ραρ­χίας, με διοι­κη­τή τον Δια­μα­ντή. Πή­ρε, ό­μως, μέ­ρος και σε μά­χες. Στη γιορ­τή της, Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο του 1944, στρα­το­πε­δευ­μέ­νοι έ­ξω α­πό το Καρ­πε­νή­σι, η ευ­χή ή­τα­ν: “χρό­νια πολ­λά και κα­λές μά­χες”. Στον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό, θυ­μά­ται “τη μά­χη του χώ­ρου, τη μά­χη στο Πυρ­γού­λι, τη μά­χη στην Καρ­δί­τσα, τη μά­χη στο Καρ­πε­νή­σι”. Θυ­μά­ται την ο­μι­λία της, ως εκ­πρό­σω­πος της με­ραρ­χίας της, στην Συν­διά­σκε­ψη Γυ­ναι­κών, που έ­γι­νε στο Βί­τσι Μάρ­τιο 1949 και η ο­ποία δη­μο­σιεύε­ται στο βι­βλίο. Δεν α­να­κα­λεί, ω­στό­σο “τη με­γά­λη πο­ρεία ε­νός μη­νός α­πό τη Ρού­με­λη στο Βί­τσι για τη Συν­διά­σκε­ψη”.
Εί­ναι κρί­μα, λοι­πόν, η έμ­φα­ση στην α­φή­γη­ση της ζωής της να δί­νε­ται στη γυ­ναι­κεία της φύ­ση και κα­τά πό­σο αυ­τή ε­πη­ρέ­α­σε την ο­ντό­τη­τά της ως α­γω­νί­στρια. Κι αυ­τό, για­τί, προ­φα­νώς, ε­κεί ε­πι­κέ­ντρω­σε, για άλ­λη μια φο­ρά, τις ε­ρω­τή­σεις της η ι­στο­ρι­κός. Επα­νέρ­χο­νται θέ­μα­τα έν­δυ­σης, ό­πως το δύ­σκο­λο πέ­ρα­σμα α­πό τη φού­στα στο πα­ντε­λό­νι, κα­θα­ριό­τη­τας και εμ­μη­νόρ­ροιας, προ­πα­ντός, οι σχέ­σεις με τους συ­να­γω­νι­στές. Έτσι, για τον Άρη Βε­λου­χιώ­τη, το κο­ρυ­φαίο πρό­σω­πο του Ε­ΛΑΣ, συ­να­ντά­με μό­λις δυο σχό­λια: “... πα­ρό­τι νέ­οι, τα αι­σθή­μα­τα τα σκέ­πα­ζε η λο­γι­κή και η α­πα­γό­ρευ­ση. Εί­χα­με έ­ναν που­ρι­τα­νι­σμό, μπο­ρεί να πει κα­νείς... Από τη στιγ­μή που ο Άρης εί­χε σκο­τώ­σει α­ντάρ­τη ε­πει­δή πή­γε με μια γυ­ναί­κα, κα­νέ­νας δεν εί­χε σχέ­σεις. Δεν ε­πι­τρέ­πα­με σε κα­νέ­ναν να μο­λύ­νει τον α­γώ­να. Έτσι σκε­φτό­μα­σταν. Όλα αυ­τά έ­πρε­πε να μεί­νουν στο πε­ρι­θώ­ριο μέ­χρι την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση. Αν δεν ή­θε­λες να προ­σαρ­μο­στείς έ­φευ­γες. Στη δι­μοι­ρία μας δεν εί­χα­με κα­νέ­να πα­ρα­τρά­γου­δο.” Και λί­γο πα­ρα­κά­τω: “Ο Άρης δεν ή­θε­λε γυ­ναί­κες με ό­πλο στο χέ­ρι στον Ε­ΛΑΣ. Εί­χε ό­λο του το με­γα­λείο και δεν εί­ναι κα­θό­λου κα­κό να πού­με ό­τι εί­χε και με­ρι­κά ε­λατ­τώ­μα­τα. Κρί­μα που ο Γεωρ­γού­λας δεν πρό­λα­βε να τε­λειώ­σει αυ­τό που εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει για τον Άρη και θα α­πει­κό­νι­ζε ό­λη του την προ­σω­πι­κό­τη­τα...” Εδώ, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, θα α­να­με­νό­ταν κά­ποια διευ­κρί­νι­ση, αν αυ­τή η η­μι­τε­λής βιο­γρα­φία βρί­σκε­ται στο κα­τα­τε­θει­μέ­νο αρ­χείο στα Α.Σ.Κ.Ι. Υπάρ­χει έ­να α­κό­μη σχό­λιο για τον Άρη, που δεν πει­θάρ­χη­σε στη Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας και “βγή­κε ξα­νά στο Βου­νό”: “Η πρά­ξη του αυ­τή ή­ταν α­πει­θαρ­χία στο κόμ­μα και εί­χε συ­νέ­πειες. Το κόμ­μα τού ’δω­σε συ­γκε­κρι­μέ­νη ε­ντο­λή κι ε­κεί­νος... δεν πει­θάρ­χη­σε...”.
Οι γε­νι­κής, πά­ντως, φύ­σεως ε­κτι­μή­σεις α­πο­φεύ­γο­νται. Λ.χ., α­φη­γού­με­νη ό­σα συ­νέ­βη­σαν τις πα­ρα­μο­νές των Δε­κεμ­βρια­νών, α­να­φέ­ρει: “...τμή­μα­τα της με­ραρ­χίας εί­χαν δια­σκορ­πι­στεί σε άλ­λες κα­τευ­θύν­σεις. Εί­χαν πά­ει στις συ­γκρού­σεις με τον Ζέρ­βα στην Ήπει­ρο. Το για­τί έ­γι­νε αυ­τό εί­ναι έ­να θέ­μα που πι­στεύω πως θα το ψά­ξει η ι­στο­ρία”. Συ­χνά ο τό­νος της α­φή­γη­σης δεί­χνει α­πο­λο­γη­τι­κός: “Εμείς, οι μα­χη­τές, δεν ξέ­ρα­με. Ό,τι μας λέ­γα­νε το πι­στεύα­με. Και α­πο­δείχ­θη­καν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα λα­θε­μέ­να.” Ιδίως, ό­ταν κά­νει λό­γο για τις ε­πι­στρα­τεύ­σεις και τη σκο­πι­μό­τη­τα του α­γώ­να που διε­ξή­γα­γε ο Δη­μο­κρα­τι­κός Στρα­τός. Ενώ πα­ρα­λεί­πει κά­ποια ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα, ό­πως το τέ­λος του α­γα­πη­μέ­νου της κα­πε­τά­νιου Δια­μα­ντή, για τον ο­ποίον λέ­γα­νε “εί­ναι ο Δια­μα­ντής ε­δώ, θα το πε­ρά­σου­με κι αυ­τό”. Σχε­τι­κά α­να­φέ­ρει ε­σφαλ­μέ­να, με α­φορ­μή το θά­να­το του μι­κρό­τε­ρου α­δελ­φού του Γεωρ­γού­λα, του Παύ­λου, πως “τον εί­χε στεί­λει, μα­ζί με τον Δια­μα­ντή, ο Ζα­χα­ριά­δης στη Ρού­με­λη, στο πλαί­σιο του σχε­δίου «το ό­πλο πα­ρά πό­δα», σε μια α­πο­στο­λή αυ­το­κτο­νίας, και πράγ­μα­τι, ό­ταν τον πε­ρι­κύ­κλω­σαν, ο Παύ­λος αυ­το­κτό­νη­σε”. Αυ­τό συ­νέ­βη ά­νοι­ξη του 1950 και ο Παύ­λος Μπέϊκος πή­ρε α­πλώς ε­ντο­λή να πα­ρα­μεί­νει στη Ν. Ελλά­δα, ε­νώ ο Δια­μα­ντής εί­χε ή­δη σκο­τω­θεί
(= 21 Ιουν. 1949, πε­ριο­χή χω­ριού Μάρ­μα­ρα Φθιώ­τι­δος), και μα­ζί του κα­τέρ­ρευ­σε το δεύ­τε­ρο α­ντάρ­τι­κο στη Ρού­με­λη. Προ­φα­νώς πρό­κει­ται για πα­ρα­δρο­μή, που θα μπο­ρού­σε να διορ­θώ­σει η ι­στο­ρι­κός, δί­νο­ντας κά­ποιες ε­πι­πλέ­ον πλη­ρο­φο­ρίες για τον θά­να­τό του Δια­μα­ντή, που ο­ρι­σμέ­νες μαρ­τυ­ρίες φέ­ρουν το τέ­λος του κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­σιν ε­κεί­νου του Κα­ραϊσκά­κη.
Μια πα­ρό­μοια αυ­το­βιο­γρα­φι­κή α­φή­γη­ση, που στρώ­θη­κε έ­τσι ώ­στε να εί­ναι γλα­φυ­ρή, θα μπο­ρού­σε να προ­σφέ­ρει σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, ε­κτός α­πό ψυ­χα­γω­γία, και κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρίες για ό­λα αυ­τά τα πρό­σω­πα και τα γε­γο­νό­τα που πα­ρε­λαύ­νουν στην α­φή­γη­ση. Δεν θα ε­πι­βά­ρυ­νε πο­λύ την έκ­δο­ση έ­νας χάρ­της
–ποιος γνω­ρί­ζει κα­τά που πέ­φτει, λ.χ., το Πυρ­γού­λι– και ε­πι­λε­κτι­κά, ο­ρι­σμέ­νες υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις. Για­τί, πο­λύ φο­βό­μα­στε, ό­τι οι α­να­γνώ­στες θα συ­γκρα­τή­σουν μό­νο το α­νέκ­δο­το με τους Εγγλέ­ζους, που έ­ρι­χναν τις δε­ξιές αρ­βύ­λες στη Ρού­με­λη και τις α­ρι­στε­ρές στη Μα­κε­δο­νία. Όσο για τις α­να­γνώ­στριες, κυ­ρίως τις νε­α­ρές, θα τους μεί­νει “ό­τι η Ρού­λα Ζα­χα­ριά­δη ή­ταν πο­λύ ω­ραία γυ­ναί­κα” και το ά­ρω­μα που φο­ρού­σε “ή­τα­νε νού­με­ρο 5 Σα­νέ­λ”. Δια­κιν­δυ­νεύου­με την ει­κα­σία, ό­τι, αν η Μα­ρία Μπέϊκου έ­γρα­φε εξ ι­δίας βου­λή­σεως την αυ­το­βιο­γρα­φία της και ό­χι κα­τά ε­λεγ­χό­με­νη προ­τρο­πή, ό­πως δη­λώ­νει και ο τίτ­λος του βι­βλίου, θα ή­ταν αρ­κε­τά ή και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή. Αυ­τή η ε­κτί­μη­σή μας στη­ρί­ζε­ται στο η­με­ρο­λό­γιό της, αλ­λά και τα τμή­μα­τα της α­φή­γη­σης, στα ο­ποία δεν αυ­το­λο­γο­κρί­νε­ται. Εκεί, προ­βάλ­λει μια κε­φά­τη και δυ­να­μι­κή γυ­ναί­κα, σί­γου­ρη για τις πε­ποι­θή­σεις της. Άλλω­στε, αυ­τό το α­πο­δει­κνύει και ο τρό­πος που α­ντε­πε­ξήλ­θε στις δυ­σκο­λίες, κα­θώς και το γε­γο­νός πως τα κα­τά­φε­ρε σε ό,τι κα­τα­πιά­στη­κε.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2010

Μαγεία η αθάνατη

Διο­νυ­σία Για­λα­μά
«Ελλη­νί­δες μά­γισ­σες
στη Βε­νε­τία
16ος-18ος αιώ­νας»
Εκδό­σεις Βι­βλιο­πω­λείον
της Εστίας

Δε­κέμ­βριος 2009

«... Ο γε­ρο-Παρ­θέ­νης... έ­κα­με δύο βή­μα­τα κα­τά το ε­ρεί­πιον... βλέ­πει... τρία πρό­σω­πα. Ήσαν γυ­ναί­κες· τρεις γυ­ναί­κες γυ­μναί, ο­λό­γυ­μνοι.. Εις την σκιάν του ε­ρει­πίου, υ­πό τον πέ­πλον της νυ­κτός, τον πε­ριαρ­γυ­ρού­με­νον και δια­τμι­ζό­με­νον α­πό το φέγ­γος της σε­λή­νης. Ίστα­ντο ε­κεί, κ' έ­κυ­πτεν η μία κά­τω εις το έ­δα­φος, σχε­δόν γο­νυ­κλι­νής, η άλ­λη μι­σο­σκυμ­μέ­νη, η τρί­τη ορ­θία α­κό­μη. Ευ­ρί­σκο­ντο ως εις μυ­στή­ριον ε­κεί. Δεν ή­σαν φα­ντά­σμα­τα. Ήσαν ο­λό­σω­μοι. Δεν ή­σαν γυ­μναί σαρ­κός και ο­στέων, δια­φα­νή “πε­ρι­πνεύ­μα­τα”, ό­πως ή­σαν γυ­μναί εν­δυ­μά­των. Τι ή­θε­λα­ν; ... Η μία α­πλώς ε­πε­θύ­μει να λύ­ση την μα­γείαν που της εί­χαν κά­μει. Εις τον γά­μον της, την ώ­ραν της αλ­λα­γής των δα­κτυ­λίων, της εί­χαν “ρί­ξει τα κο­ρί­τσια”. Εγέν­να διαρ­κώς θή­λεα. Πέ­ντε της εί­χαν γεν­νη­θή έως τώ­ρα, κι οι γριές, που γνω­ρί­ζουν α­π' αυ­τά, έ­λε­γαν ό­τι εν­νέα έ­μελ­λε να γεν­νή­σει το ό­λον. Η άλ­λη ή­θε­λε να βλά­ψη μίαν εχ­θράν της, μίαν που ε­με­λέ­τα κα­κά δι' αυ­τήν, και την α­πει­λού­σε, με τα μά­για, να την ε­ξο­λο­θρεύ­ση, αυ­τήν και τον άν­δρα της, και τα παι­διά της. Απε­φά­σι­σε κι αυ­τή να δι­δαχ­θή τας μα­γι­κάς τέ­χνας, α­μυ­νό­με­νη διά ν' α­πο­δώ­ση τα ί­σα. Η μα­γεία δια της μα­γείας λύε­ται. Η τρί­τη, ω! δεν ή­θε­λε να εί­πη τι ε­πε­θύ­μει. Ίσως εί­χε μνη­στή­ρα, ή ε­ρα­στήν, ό­στις δυ­να­τόν να ή­το και μνη­στή­ρ, πι­θα­νόν να ε­γί­νε­το και σύ­ζυ­γος, πλην φευ! δεν την η­γά­πα πλέ­ο­ν· ε­κοί­τα­ζεν αλ­λού, τού εί­χαν χα­λά­σει τα μυα­λά άλ­λαι γυ­ναί­κες. Κι αυ­τή ε­προ­σπά­θει να κα­τα­σκευά­ση φίλ­τρα υ­πό το φέγ­γος το με­λι­χρόν, τη βοή­θεια της ευ­με­νούς Εκά­της, διά να του γυ­ρί­ση τα μυα­λά προς το μέ­ρος της... Ο γε­ρο-Παρ­θέ­νης, φι­λό­θρη­σκος άν­θρω­πος, ό­στις α­νε­γί­νω­σκε και έ­ψαλ­λεν ε­π' εκ­κλη­σίας, εί­δεν, ε­ξέ­στη κα­τε­πλά­γη.. ε­νό­η­σεν ό­τι ή­σαν μά­γισ­σαι...»
Την ι­στο­ρία του γε­ρο-Παρ­θέ­νη την εί­χε α­κού­σει ο α­φη­γη­τής του Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­τα­πώς γρά­φει, α­πό τον Νι­κο­λά­κην του Δια­νέλ­λου, τον ύ­στε­ρον γε­νό­με­νον Νή­φω­να μο­να­χόν. Εί­ναι α­πό το διή­γη­μα «Οι μά­γισ­σες», δη­μο­σιευ­μέ­νο 15 Μαΐου 1900, στο πε­ριο­δι­κό του Γε­ρά­σι­μου Βώ­κου, «Το Πε­ριο­δι­κόν μας». Οι μά­γισ­σες του Πα­πα­δια­μά­ντη ή­ταν Σκια­θί­τισ­σες, που έ­ζη­σαν στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να. Δη­λα­δή, μα­κρι­νές α­πό­γο­νοι ε­κεί­νων των προ­η­γού­με­νων τριών αιώ­νων, που βρέ­θη­καν ε­γκα­τα­στη­μέ­νες στη Βε­νε­τία και τις ο­ποίες με­λε­τά για τα τε­λευ­ταία 25 χρό­νια, η Διο­νυ­σία Για­λα­μά. Τη σχε­τι­κή έ­ρευ­να την ξε­κί­νη­σε στην Βε­νε­τία, κα­τά την τριε­τία, 1984-1987, ό­ταν ή­ταν υ­πό­τρο­φος του Ελλη­νι­κού Ινστι­τού­του Βυ­ζα­ντι­νών και Με­τα­βυ­ζα­ντι­νών Σπου­δών και τη συ­νέ­χι­σε με την ε­πι­στρο­φή της στην Ελλά­δα, εί­τε ως ερ­γα­ζό­με­νη στα Γε­νι­κά Αρχεία του Κρά­τους εί­τε ως κα­θη­γή­τρια στη Μέ­ση Εκπαί­δευ­ση. Η ι­δέα για τη με­λέ­τη ή­ταν του κα­θη­γη­τή Νι­κό­λα­ου Πα­να­γιω­τά­κη. Επω­φε­λού­με­νη α­πό τις αρ­χεια­κές πη­γές, πα­ρου­σιά­ζει στοι­χεία α­πό τις δι­κο­γρα­φίες της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης για Ελλη­νί­δες, που κα­τη­γο­ρή­θη­καν ως μά­γισ­σες, σκια­γρα­φώ­ντας, ταυ­τό­χρο­να, τις νοο­τρο­πίες και τα θρη­σκευ­τι­κά ή­θη ε­κεί­νων των αιώ­νων.
Ήδη α­πό τον Με­σαίω­να, η μορ­φή της μά­γισ­σας εί­χε α­πο­κτή­σει συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που προέρ­χο­νταν α­πό τον συ­γκε­ρα­σμό δια­φο­ρε­τι­κών λαϊκών δο­ξα­σιών γύ­ρω α­πό τις χθό­νιες θεό­τη­τες της γο­νι­μό­τη­τας. Πί­στευαν ό­τι η μά­γισ­σα εί­χε σχέ­ση λα­τρείας με τον διά­βο­λο και ό­τι ε­πε­δίω­κε να προ­κα­λέ­σει το κα­κό. Γε­νι­κώς, ό­τι συ­νερ­γα­ζό­ταν και υ­πη­ρε­τού­σε τον διά­βο­λο, με τον ο­ποίο εί­χε συ­νά­ψει συμ­φω­νία υ­πο­τέ­λειας και πί­στης. Ως α­πο­δει­κτι­κό στοι­χείο αυ­τής της συμ­φω­νίας, θεω­ρού­σαν κά­ποιο ση­μά­δι στο σώ­μα της. Κά­τι σαν δια­βο­λι­κό α­πο­τύ­πω­μα, το ο­ποίο και προ­σπα­θού­σαν να δια­κρί­νουν στο σώ­μα κά­θε κα­τη­γο­ρού­με­νης για μα­γεία. Επί­σης, ε­πι­κρα­τού­σε η ά­πο­ψη ό­τι οι μά­γισ­σες α­νή­καν σε ορ­γα­νω­μέ­νες ο­μά­δες, που ε­πι­βου­λεύο­νταν την Εκκλη­σία. Ο πρώ­τος που α­σχο­λή­θη­κε με την τε­λε­τουρ­γι­κή της μα­γείας ή­ταν ο Θω­μάς Ακι­νά­της.
“Το κυ­νή­γι μα­γισ­σώ­ν” ξε­κί­νη­σε, ό­ταν η Εκκλη­σία άρ­χι­σε να νιώ­θει ό­τι α­πει­λεί­ται α­πό την αι­ρε­τι­κή τους δρά­ση. Ο διωγ­μός τους ε­ντά­θη­κε σε πε­ριο­χές, στις ο­ποίες, δί­πλα στην ε­πί­ση­μη θρη­σκεία, έ­θαλ­λαν δια­φο­ρε­τι­κές θρη­σκευ­τι­κές πε­ποι­θή­σεις. Κυ­ρίως, σε ο­ρει­νά και α­πρό­σι­τα μέ­ρη, ό­πως στα Πυ­ρη­ναία, ό­που ε­πι­βίω­ναν πα­λαιό­τε­ρες πα­γα­νι­στι­κές δο­ξα­σίες. Στη Βε­νε­τία, στην ο­ποία ε­πι­κε­ντρώ­νει τη με­λέ­τη της η Για­λα­μά, ο θε­σμός της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης ε­νερ­γο­ποιή­θη­κε το 1547, ό­ταν ο δό­γης διό­ρι­σε στο πλευ­ρό των ιε­ρο­ε­ξε­τα­στών τρεις εκ­προ­σώ­πους της Πο­λι­τείας. Αρχι­κά, στο στό­χα­στρο της το­πι­κής Ιε­ράς Εξέ­τα­σης ή­ταν ο λου­θη­ρα­νι­σμός. Η κα­τα­στο­λή της μα­γείας ως κύ­ριο έρ­γο της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης εμ­φα­νί­στη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, κα­τά τον 17ο αιώ­να. Τό­τε, το 50% των δι­κο­γρα­φιών φθά­νει να α­φο­ρά κα­τη­γο­ρίες για μα­γεία και α­κο­λου­θούν, σε μι­κρό­τε­ρη έ­κτα­ση, οι δί­κες καλ­βι­νι­στών, ε­μπο­ρίας α­πα­γο­ρευ­μέ­νων βι­βλίων και λου­θη­ρα­νών.
Οι δι­κο­γρα­φίες των Ελλη­νί­δων, που κα­τη­γο­ρή­θη­καν για μα­γεία, α­πο­κα­λύ­πτουν ό­τι πρό­κει­ται για γυ­ναί­κες, των ο­ποίων ο τρό­πος ζωής πα­ρέκ­κλι­νε της χρι­στια­νι­κής η­θι­κής. Αυ­τό μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει εί­τε ό­τι συμ­βίω­ναν με κά­ποιον χω­ρίς την ευ­λο­γία της Εκκλη­σίας εί­τε ό­τι εί­χαν κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρους α­πό έ­ναν γά­μο. Ενώ, πολ­λές α­πό αυ­τές ή­ταν χή­ρες με παι­διά. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ελ­λη­νί­δες μά­γισ­σες α­πέ­κρυ­πταν την κα­τα­γω­γή τους, κα­θώς οι Βε­νε­τοί φαί­νε­ται ό­τι πί­στευαν πως ό­λες οι Ελλη­νί­δες ή­ταν λί­γο πο­λύ μά­γισ­σες, ταυ­τί­ζο­ντας τη μά­γισ­σα με την γυ­ναί­κα ε­λευ­θε­ρίων η­θών. Έτσι κι αλ­λιώς, η γυ­ναί­κα ε­θεω­ρεί­το ι­κα­νή α­πό τη φύ­ση της να προ­ξε­νεί το κα­κό. Οι ιε­ρο­ε­ξε­τα­στές πί­στευαν ό­τι αι­τία κά­θε συμ­φο­ράς και σα­τα­νι­κής πρά­ξης ή­ταν η γυ­ναί­κα. Πά­ντως, ό­πως και στην ε­πο­χή του Πα­πα­δια­μά­ντη, ή­ταν γε­νι­κό­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νη η ά­πο­ψη ό­τι οι μά­γισ­σες μπο­ρού­σαν να δια­λύ­σουν οι­κο­γέ­νειες ή να κά­νουν έ­να ζευ­γά­ρι α­νί­κα­νο να α­πο­κτή­σει παι­διά.
Τα ε­παγ­γέλ­μα­τα των μα­γισ­σών, που α­να­φέ­ρουν οι δι­κο­γρα­φίες, εί­ναι, κυ­ρίως, πόρ­νες, υ­πη­ρέ­τριες και ζη­τιά­νες. Υπάρ­χουν, ό­μως, και με­ρι­κές, που α­σκού­σαν κά­ποια τέ­χνη, ό­πως υ­φά­ντρες. Σε α­ντί­θε­ση με τους ά­ντρες, που κα­τη­γο­ρή­θη­καν για μα­γεία και οι ο­ποίοι, κα­τά με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα, ή­ταν μο­να­χοί και κλη­ρι­κοί. Οι δι­κο­γρα­φίες α­πο­κα­λύ­πτουν πολ­λά στοι­χεία για τον ι­διω­τι­κό βίο των κα­τη­γο­ρου­μέ­νων, κα­θώς πε­ρι­λαμ­βά­νουν το κεί­με­νο της κα­ταγ­γε­λίας, τα τεκ­μή­ρια, τις α­να­κρί­σεις και τις α­πο­φά­σεις. Συ­νή­θως ο μη­νυ­τής ε­ξέ­θε­τε και υ­πο­στή­ρι­ζε τις κα­τη­γο­ρίες του, α­να­πτύσ­σο­ντας, με την ευ­και­ρία, και τις α­πό­ψεις του πε­ρί μα­γείας. Επί­σης, δή­λω­νε τα κί­νη­τρά του, που κυ­μαί­νο­νταν α­πό εκ­δί­κη­ση για την πρό­κλη­ση α­σθέ­νειας ή θα­νά­του, που δια­τει­νό­ταν ό­τι εί­χε προ­κα­λέ­σει η κα­τη­γο­ρού­με­νη, μέ­χρι έ­γνοια για το γε­νι­κό­τε­ρο κοι­νω­νι­κό κα­λό. Συ­χνά, οι κα­τη­γο­ρίες α­φο­ρού­σαν οι­κο­νο­μι­κή ζη­μιά, α­φού, α­νέ­κα­θεν, οι μά­γισ­σες πλη­ρώ­νο­νταν α­κρι­βά για τις υ­πη­ρε­σίες τους. Τέ­λος, εν ε­κτά­σει, α­να­φέ­ρο­νται στη με­λέ­τη οι κυ­ρώ­σεις και οι ποι­νές, που ε­πι­βάλ­λο­νταν.
Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν τα εί­δη της μα­γείας, με προ­ε­ξάρ­χου­σα την μα­γεία πε­ρί τα ε­ρω­τι­κά. Στα μα­γι­κά, που στό­χευαν να προ­βλέ­ψουν το μέλ­λον μιας σχέ­σης, α­νή­καν “το ρί­ξι­μο της κορ­δέ­λας” και “το ρί­ξι­μο των σπό­ρω­ν”. Η μά­γισ­σα πέ­τα­γε ε­λι­κο­ει­δώς μια κορ­δέ­λα κι αν τα ά­κρα της έ­με­ναν μέ­σα στους δια­γρα­φό­με­νους κύ­κλους, η έκ­βα­ση της σχέ­σης θα ή­ταν αί­σια. Πα­ρο­μοίως, έ­ρι­χνε δε­κα­ο­χτώ σπό­ρους, συ­νή­θως κου­κιά, κι αν η α­πό­στα­ση α­νά­με­σά τους ή­ταν μι­κρή, η σχέ­ση θα α­πο­κα­θί­στα­το. Στη με­λέ­τη, δί­νο­νται λε­πτο­μέ­ρειες και για άλ­λες πρα­κτι­κές ό­πως “το ρί­ξι­μο του α­λα­τιού και του αρ­γί­λου στη φω­τιά”. Ακό­μη, για πρα­κτι­κές ο­μοιο­πα­θη­τι­κής φύ­σεως, οι ο­ποίες πα­ρα­μέ­νουν μέ­χρι σή­με­ρα, οι πιο γνω­στές. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, η κα­τα­σκευή κέ­ρι­νων ο­μοιω­μά­των. Ψή­νει, λέει, το ο­μοίω­μα πά­νω σε δυ­να­τή φω­τιά και φλέ­γε­ται η καρ­διά του πο­θη­τού προ­σώ­που α­πό ε­πι­θυ­μία. Και βε­βαίως, α­πό τα μα­γι­κά δεν μπο­ρού­σαν να α­που­σιά­ζουν τα υ­λι­κά, που συν­δέ­ο­νταν με τη γυ­ναι­κεία φύ­ση και τη γο­νι­μό­τη­τα και τα ο­ποία ε­ντέ­χνως έ­ρι­χναν στην τρο­φή του α­νυ­πο­ψία­στου και ά­πι­στου α­γα­πη­μέ­νου.
Οι μα­γι­κές τε­λε­τουρ­γίες γί­νο­νταν στο σπί­τι, με προ­νο­μιού­χο μέ­ρος το τζά­κι. Προ­σφο­ρό­τε­ρος, ω­στό­σο, τό­πος θεω­ρού­νταν οι εκ­κλη­σίες, ό­που οι μά­γισ­σες εκ­με­ταλ­λεύο­νταν τα λει­τουρ­γι­κά σκεύη και διά­φο­ρα υ­λι­κά ιε­ρού χα­ρα­κτή­ρα, ό­πως το κρα­σί της Θείας Ευ­χα­ρι­στίας, το α­για­σμέ­νο λά­δι και τον ά­ζυ­μο άρ­το. Κά­πο­τε, μά­λι­στα, έ­φτα­ναν να μι­μού­νται την τε­λε­τουρ­γία των θείων μυ­στη­ρίων. Με ό­ποιο, ό­μως, μέ­σο και σε ό­ποιο τό­πο και να τε­λού­σαν οι γυ­ναί­κες τα μα­γι­κά τους, φρό­ντι­ζαν να τα πε­ρι­βάλ­λουν με την πρέ­που­σα α­τμό­σφαι­ρα μυ­στη­ρίου. Προς βοή­θεια νεό­τε­ρων μα­γισ­σών, φαί­νε­ται ό­τι υ­πήρ­χαν χει­ρό­γρα­φα και φυλ­λά­δια με μα­γι­κές συ­ντα­γές και τα λό­για, με τα ο­ποία έ­πρε­πε να συ­νο­δεύο­νται οι πρά­ξεις τους. Εκτός α­πό την ε­ρω­τι­κή μα­γεία δια­δε­δο­μέ­νες ή­ταν και η θε­ρα­πευ­τι­κή μα­γεία, κα­θώς και η μα­ντι­κή, πα­ρό­τι κα­τέ­χουν μι­κρό­τε­ρο μέ­ρος των δι­κο­γρα­φιών.
Το ι­στο­ρι­κό για τις ελ­λη­νί­δες μά­γισ­σες της Βε­νε­τίας, που συ­ντάσ­σει η Για­λα­μά, α­πο­τε­λεί μια εν­δια­φέ­ρου­σα ε­πι­στη­μο­νι­κή ερ­γα­σία, η ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νε­ται με πρω­το­γε­νές υ­λι­κό α­πό ο­ρι­σμέ­νες δι­κο­γρα­φίες και ε­κτε­νή βι­βλιο­γρα­φία. Προ­σφέ­ρε­ται, ό­μως, ταυ­τό­χρο­να, και ως α­νά­γνω­σμα για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό γυ­ναι­κών. Κα­κά τα ψέ­μα­τα, δεν εί­ναι και λί­γες ε­κεί­νες, που, σε κά­ποια δύ­σκο­λη στιγ­μή, α­πευ­θύ­νο­νται για βοή­θεια σε κα­φετ­ζού­δες και μά­ντισ­σες. Αν θεω­ρή­σου­με, μά­λι­στα, ό­τι τα τρέ­χο­ντα μπε­στ σέλ­λε­ρ, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ε­κεί­να της Χρύ­σας Δη­μου­λί­δου, α­ντα­να­κλούν μέ­ρος της ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πολ­λές εί­ναι ε­κεί­νες, που κα­τα­φεύ­γουν, α­κό­μη και σή­με­ρα, στα μά­για για να “δέ­σου­ν” τον ά­ντρα της ζωής τους. Υπάρ­χει, πά­ντως, για τα δύ­στυ­χα θύ­μα­τα, η Αγία Ανα­στα­σία η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια. «Εί­ν' ε­κεί­νη, ή­τις χαλ­νά τα μά­για, ή­τοι λύει πά­σαν γο­η­τείαν και με­θο­δείαν πο­νη­ράν υ­π' εχ­θρών γι­νο­μέ­νην...» Αρκεί να έ­χουν μη­τέ­ρα ά­ξια ως “η ε­ξα­δέλ­φη Μα­χού­λα” του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Πα­ρά­δειγ­μα ε­ντυ­πω­σια­κής μα­γι­κής τε­λε­τής σε χώ­ρο εκ­κλη­σίας δί­νει ο Σκια­θί­της στο διή­γη­μά του «Η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια», δη­μο­σιευ­μέ­νο κι αυ­τό ε­ντός του 1900. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στις 31 Δε­κεμ­βρίου, στο πε­ριο­δι­κό «Πα­να­θή­ναια». «Αφού ή­να­ψε τα ε­πτά κη­ρία, έ­βγα­λεν α­πό το παμ­μέ­γι­στον κα­λά­θιόν της μα­κρό­τα­τον, υ­πέρ τας ε­κα­τόν ορ­γυιάς, λε­πτόν σχοι­νίον, ο­λο­κί­τρι­νον, ευω­διά­ζον, κη­ρό­πλα­στον...Τού­το λοι­πόν το τε­ρά­στιον κη­ρίον το έ­δε­σεν α­πό την κρι­κέλ­λαν της πα­λαιάς σα­ρα­κω­μέ­νης πόρ­τας του να­ού, εί­τα ήρ­χι­σε να το ελ­κύη, και να το ε­κτυ­λίσ­ση κα­τ' ο­λί­γον α­πό το κα­λά­θιον...και να το προ­σαρ­μό­ζη σύρ­ρι­ζα εις τον τοί­χον...Επτά­κις έ­κα­με τον γύ­ρον του κτι­ρίου, και με ε­πτά έμ­βο­λα κη­ρω­μέ­νου νή­μα­τος πε­ριέ­ζω­σεν, η ε­ξα­δέλ­φη μου Μα­χού­λα, ό­λον τον ναΐσκον...» Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, γοτ­θι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, α­πό τα πολ­λά, που πλέ­κο­νται γύ­ρω α­πό το θέ­μα της μα­γείας, πώς και δεν με­τέ­φρα­σε ο Πα­πα­δια­μά­ντης ή μή­πως και με­τέ­φρα­σε; Θυ­μί­ζου­με, πά­ντως, ό­τι, το κα­λο­καί­ρι του 1901, με­τέ­φρα­σε τον «Αό­ρα­το» του Γουέ­λς. Ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, με α­τμό­σφαι­ρα με­τα­ξύ μα­γείας και ε­πι­στή­μης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουλίου 2010