Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Λίγο απ’ όλα για την κρίση















Σύν­θη­μα σε βι­τρί­να α­δεια­νού κα­τα­στή­μα­τος της ο­δού Στα­δίου. Αδεια­νό α­πό το 1997, ό­ταν η κρί­ση της α­γο­ράς άρ­χι­σε να χτυ­πά­ει τις πρώ­τες ελ­λη­νι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις. Πρό­κει­ται για το άλ­λο­τε γνω­στό κα­τά­στη­μα
των Αθη­νών Άκρο­ν-Ίλιο­ν-Κρυ­στά­λ, Στα­δίου 26.


«Το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης»
Ιστο­ρίες
Επι­μέ­λεια:
Ελέ­νη Μπού­ρα, Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Φε­βρουά­ριος 2013

Εκ πρώ­της ό­ψεως, ο τίτ­λος του βι­βλίου δεί­χνει πο­λύ ευ­ρύς για μια θε­μα­τι­κή συλ­λο­γή ι­στο­ριών. Δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται το­πι­κά, ο­πό­τε μπο­ρεί να α­φο­ρά την κρί­ση σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα ή σε συ­γκε­κρι­μέ­νο τμή­μα του πλα­νή­τη, ό­πως ο ευ­ρω­παϊκός νό­τος, ή, α­κό­μη στε­νό­τε­ρα, μια χώ­ρα, αλ­λά και α­κό­μη πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, την πρω­το­πό­ρο στον συ­γκε­κρι­μέ­νο στί­βο, Ελλά­δα. Επί­σης, α­φή­νει α­νοι­χτή τη σφαί­ρα, στην ο­ποία α­να­φέ­ρε­ται. Πο­λι­τι­κή, οι­κο­νο­μι­κή, πο­λι­τι­σμι­κή. Ακό­μη και μό­νο η πρώ­τη λέ­ξη του τίτ­λου, το α­πο­τύ­πω­μα, ε­πι­δέ­χε­ται δια­φο­ρε­τι­κές ερ­μη­νείες, κα­θώς δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται ε­πί ποιου σώ­μα­τος δη­μιουρ­γεί­ται αυ­τό το α­πο­τύ­πω­μα. Του ε­θνι­κού, του κοι­νω­νι­κού ή του προ­σω­πι­κού ως έν­δει­ξη ο­ρι­σμέ­νης ψυ­χο­λο­γι­κής κα­τά­στα­σης.
Αυ­τήν την ευ­ρύ­τη­τα, ω­στό­σο, πε­ριο­ρί­ζει, ή­δη με τον τίτ­λο του, ο πρό­λο­γος των δυο ε­πι­με­λη­τριών, της Ελέ­νης Μπού­ρα και της Μι­κέ­λας Χαρ­του­λά­ρη, «Το λο­γο­τε­χνι­κό α­πο­τύ­πω­μα της ελ­λη­νι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας». Σύμ­φω­να με το κεί­με­νό τους, “οι ι­στο­ρίες λει­τουρ­γούν ως με­γε­θυ­ντι­κός φα­κός αλ­λά και μαρ­τυ­ρίες για την κρί­ση στην Ελλά­δα α­πό το 2010”. Πού ση­μαί­νει την τριε­τία α­πό τις 23 Απρ. 2010, που ο τό­τε πρω­θυ­πουρ­γός Γιωρ­γά­κης Πα­παν­δρέ­ου, α­πό το α­κρι­τι­κό Κα­στε­λό­ρι­ζο, α­να­κοί­νω­νε την προ­σφυ­γή της χώ­ρας στον τρι­πλό μη­χα­νι­σμό οι­κο­νο­μι­κής στή­ρι­ξης μέ­χρι το χρό­νο γρα­φής των ι­στο­ριών, που προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό τον Μάρ. μέ­χρι τον Οκτ. του 2012. Μέ­νει να φα­νεί κα­τά πό­σο οι ι­στο­ρίες ε­πα­λη­θεύουν τις ε­ξαγ­γε­λίες τους. Ή, μή­πως κά­ποιοι α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες συγ­γρα­φείς πα­ρε­ξέ­κλι­ναν, δε­λε­α­σμέ­νοι α­πό τον γε­νι­κό­λο­γο τίτ­λο. Αλλά και ό­σοι πε­ριο­ρί­στη­καν στο ε­δώ και τώ­ρα, κα­τά πό­σο λει­τούρ­γη­σαν με τον τρό­πο που τους ζη­τή­θη­κε, δη­λα­δή ως αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή 17 ι­στο­ριών α­πό ι­σά­ριθ­μους συγ­γρα­φείς, των ο­ποίων τα ο­νό­μα­τα α­να­γρά­φο­νται στο ε­ξώ­φυλ­λο και το ο­πι­σθό­φυλ­λο. Και τις δυο φο­ρές, ό­πως και στην πα­ρά­τα­ξη των ι­στο­ριών τους, υιο­θε­τεί­ται η αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά. Άλλω­στε, ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη τά­ξη μάλ­λον δεν θα γι­νό­ταν α­πο­δε­κτή α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες. Μια δια­φο­ρε­τι­κή, ω­στό­σο, δια­δο­χή των ι­στο­ριών, πι­θα­νώς να έ­δι­νε έ­να α­φη­γη­μα­τι­κά πιο εν­δια­φέ­ρον α­πο­τέ­λε­σμα. Δεν πρό­κει­ται για αν­θο­λό­γη­μα, α­φού δεν έ­γι­νε στα­χυο­λό­γη­ση α­πό κά­ποια πα­ρα­κα­τα­θή­κη ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­νων ι­στο­ριών, αλ­λά για ε­πι­λο­γή συ­γκε­κρι­μέ­νων συγ­γρα­φέων, που έ­γρα­ψαν “εν θερ­μώ” τις ι­στο­ρίες τους. Σύμ­φω­να με σχε­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα, οι συμ­με­τέ­χο­ντες πι­θα­νώς να ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ροι ή, ί­σως, να προ­τι­μώ­ντο κά­ποιοι άλ­λοι, που αρ­νή­θη­καν λό­γω α­νω­τέ­ρας βίας, του­τέ­στιν έλ­λει­ψης χρό­νου ή και δο­θεί­σης υ­πό­σχε­σης α­πό­λυ­της πί­στης στον εκ­δό­τη τους. Επι­δίω­ξη, πά­ντως, των ε­πι­με­λη­τριών ή­ταν να ε­πι­λε­γούν “οι πλέ­ον πα­ρεμ­βα­τι­κοί και εν­δια­φέ­ρο­ντες έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς”. Με­γά­λη κου­βέ­ντα, α­πό ε­κεί­νες που συ­νη­θί­ζο­νται σε δια­φη­μι­στι­κά σλό­γκαν. Όταν, ό­μως, έρ­χε­ται α­πό δυο ε­πι­τυ­χη­μέ­νες μά­νατ­ζερ στο χώ­ρο του βι­βλίου, που δρα­στη­ριο­ποιού­νται σε αυ­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο της ει­κο­σα­ε­τίας, ως ε­πι­με­λή­τρια η πρώ­τη και ως βι­βλιο­πα­ρου­σιά­στρια η δεύ­τε­ρη, α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή βα­ρύ­τη­τα. “Κόου­τς” διά­ση­μων συγ­γρα­φέων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται η Μπού­ρα, ελ­λη­νι­κό ι­σο­δύ­να­μο του Μπερ­νάρ Πι­βώ η Χαρ­του­λά­ρη, ά­ρα κά­τι θα γνω­ρί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ε­μάς για το τι συ­νι­στά σή­με­ρα τον πα­ρεμ­βα­τι­κό και εν­δια­φέ­ρο­ντα συγ­γρα­φέα. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι δεν ε­πι­λέ­γουν τους κα­τέ­χο­ντες υ­ψη­λές θέ­σεις, ού­τε ό­σους έ­χουν κα­τέ­βει στον πο­λι­τι­κό στί­βο, ού­τε καν τους γνω­στούς ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φους. Ανε­ξάρ­τη­τα, πά­ντως, με το πό­σο πα­ρεμ­βαί­νουν στα κοι­νά οι 17 ε­πι­λεχ­θέ­ντες ή το πό­σο εν­δια­φέ­ρο­ντα μπο­ρεί να κρι­θούν τα βι­βλία τους, υ­πάρ­χει σα­φής προ­τί­μη­ση στους κα­τοί­κους της Αθή­νας, ό­πως και στους άρ­ρε­νες.
Οι ε­πι­λο­γές τους, γραμ­μα­το­λο­γι­κά, πε­ριο­ρί­ζο­νται σε δυο ο­μά­δες συγ­γρα­φέω­ν: Επτά τα­ξι­νο­μού­νται στους προ­βε­βλη­μέ­νους της λε­γό­με­νης γε­νιάς του ’80, ό­που δυο τρεις α­πό αυ­τούς θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν και πα­ρεμ­βα­τι­κοί. Και δέ­κα - α­νε­ξαρ­τή­τως η­λι­κίας, τρεις εί­ναι συ­νη­λι­κιώ­τες των προ­η­γού­με­νων - ε­ντάσ­σο­νται στην ε­πό­με­νη ο­μά­δα, που εμ­φα­νί­στη­κε με την αν­θο­φο­ρία της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’90 και φτά­νει μέ­χρι τις πα­ρα­μο­νές της κρί­σης. Και ε­δώ, δυο τρεις πι­θα­νώς και να χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν πα­ρεμ­βα­τι­κοί, με βά­ση το πό­σο συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται με κά­ποια δή­λω­ση στα ΜΜΕ. Αν και αυ­τήν τη δια­ση­μό­τη­τα την ο­φεί­λουν μάλ­λον στις ε­παγ­γελ­μα­τι­κές τους δρα­στη­ριό­τη­τες πα­ρά στη συγ­γρα­φι­κή τους ι­διό­τη­τα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πο­τέ, ού­τε πα­λαιό­τε­ρα ού­τε σή­με­ρα, το πα­ρεμ­βα­τι­κός δεν ση­μαί­νει και εν­δια­φέ­ρων συγ­γρα­φέ­ας, χω­ρίς και να το α­πο­κλείει.
Θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις
Η γε­νι­κό­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση α­πό τις ι­στο­ρίες τους εί­ναι ό­τι οι μι­κρό­τε­ροι η­λι­κια­κά συγ­γρα­φείς στά­θη­καν πιο πει­θαρ­χι­κοί, πι­θα­νώς και για­τί έ­χουν συ­νη­θί­σει να γρά­φουν ι­στο­ρίες κα­τά πα­ραγ­γε­λία για ποι­κί­λα έ­ντυ­πα και θε­μα­τι­κές αν­θο­λο­γίες. Αυ­τοί πε­ριο­ρί­στη­καν στο συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα της ελ­λη­νι­κής κρί­σης, ε­πι­λέ­γο­ντας ως ε­στία­ση, άλ­λοι τα αί­τια, που α­πλώ­νο­νται σε με­γα­λύ­τε­ρο βά­θος χρό­νου, και άλ­λοι τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα, ό­πως τα βιώ­νου­με σή­με­ρα. Αντι­θέ­τως, οι συγ­γρα­φείς της πρώ­της ο­μά­δας ά­νοι­ξαν τον θε­μα­τι­κό ο­ρί­ζο­ντα, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, έ­μει­ναν προ­σκολ­λη­μέ­νοι στις δι­κές τους θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση δυο συ­νο­μή­λι­κων, α­πό τους πο­λυ­γρα­φό­τε­ρους αυ­τής της ο­μά­δας, της Σώ­της Τρια­ντα­φύλ­λου και του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη. Από μια ά­πο­ψη, οι ι­στο­ρίες τους δεί­χνουν το α­πο­τύ­πω­μα της πα­γκό­σμιας κρί­σης, ή και ει­δι­κό­τε­ρα, τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του ύ­στε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού, που ξε­σπί­τω­σε α­πό Ιρα­κι­νούς μέ­χρι Αφρι­κα­νούς, δη­μιουρ­γώ­ντας το με­τα­να­στευ­τι­κό ρεύ­μα οι­κο­νο­μι­κών και πο­λι­τι­κών προ­σφύ­γων.
Αν και η ι­λα­ρο­τρα­γι­κή ι­στο­ρία του νε­α­ρού ά­ντρα α­πό το Μπε­νίν της Δυ­τι­κής Αφρι­κής έ­χει δια­φο­ρε­τι­κά αί­τια. Ο α­νή­συ­χος ή­ρωας της Τρια­ντα­φύλ­λου δι­ψά­ει για πε­ρι­πέ­τειες. Το ί­διο του κά­νει αν θα κα­τα­λή­ξει σε μια α­φρι­κα­νι­κή με­γα­λού­πο­λη ή σε μια ευ­ρω­παϊκή. Αρκεί να εί­ναι γαλ­λό­φω­νη, κα­θό­σον η χώ­ρα του, το πα­λαιό βα­σί­λειο της Δα­χο­μέ­ης, υ­πήρ­ξε γαλ­λι­κή α­ποι­κία. Κι αν δεν ε­γκα­θί­στα­ται τε­λι­κά στην Ελλά­δα, δεν φταίει η κρί­ση και η α­νερ­γία. Ένας κα­λός τε­χνί­της ό­πως αυ­τός, και μά­λι­στα, μαρ­μα­ράς, που κά­νει α­πό τα­φό­πλα­κες μέ­χρι με­ρε­μέ­τια μπά­νιου, δεν έ­χει πρό­βλη­μα. Το δι­κό του δρά­μα στά­θη­κε ε­ρω­τι­κό. Αντα­να­κλά το πα­λαιό και μέ­γα πρό­βλη­μα για έ­να ζευ­γά­ρι, αυ­τό του δια­φο­ρε­τι­κού θρη­σκεύ­μα­τος, που συ­νε­πά­γε­ται και άλ­λους η­θι­κούς κώ­δι­κες. Όταν, μά­λι­στα, ε­κεί­νος δεν εί­ναι μου­σουλ­μά­νος, ό­πως ο συ­μπα­τριώ­της του, που ε­πέ­δει­ξε ευε­λι­ξία και αλ­λα­ξο­πί­στη­σε, αλ­λά α­σπά­ζε­ται το βου­ντού, την πα­νάρ­χαια α­φρι­κα­νι­κή θρη­σκεία των θε­ο­ποιη­μέ­νων προ­γό­νων και των πνευ­μά­των τους, που α­πλώ­θη­κε στην α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο με τους σκλά­βους και την κυ­ρίευ­σε, το χά­σμα α­πο­βαί­νει α­γε­φύ­ρω­το. Η ι­στο­ρία έρ­χε­ται ως συ­νέ­χεια των α­φρι­κα­νι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των της Τρια­ντα­φύλ­λου, με τίτ­λο, «Voodoo child», δά­νειο α­πό μι­κρού μή­κους, βρα­βευ­μέ­νη ται­νία.
Δια­φο­ρε­τι­κή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Κούρ­δου α­πό το Ιρά­κ, που ήρ­θε πρό­σφυ­γας στην Ελλά­δα μέ­σω Τουρ­κίας αλ­λά τε­λι­κά έ­φυ­γε, ό­πως προϊδεά­ζει ο τίτ­λος της ι­στο­ρίας του Γρη­γο­ριά­δη, «Ο ξέ­νος που έ­φυ­γε». Σύμ­φω­να με την α­φή­γη­σή του, πε­ρισ­σό­τε­ρο τον α­πα­σχο­λεί το α­πο­τυ­χη­μέ­νο ζευ­γά­ρω­μά του με μια Αθη­ναία. Όπως ο ή­ρωας της Τρια­ντα­φύλ­λου, έ­τσι κι αυ­τός, δου­λειά βρί­σκει εύ­κο­λα στις οι­κο­δο­μές, ρα­τσι­στι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές και ξε­νο­φο­βία δεν α­να­φέ­ρει. Το μό­νο πα­ρά­πο­νό του εί­ναι η με­τα­να­στευ­τι­κή πο­λι­τι­κή, την ο­ποία συ­γκρί­νει με ε­κεί­νη των σκαν­δι­να­βι­κών χω­ρών, ό­που κα­τα­φεύ­γει στη συ­νέ­χεια. Τε­λι­κά, το βα­θύ­τε­ρο α­πο­τύ­πω­μα εί­ναι ε­κεί­νο του νό­στου, α­φού κα­τα­λή­γει να ε­πι­στρέ­ψει στο Ιράκ και ε­κεί να νοι­κο­κυ­ρευ­τεί.
Μια τρί­τη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι αυ­τή του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου, κα­θώς η ι­στο­ρία του δεί­χνει σαν συ­νέ­χεια των πρό­σφα­των δη­μο­σιευ­μά­των του. Ήταν α­πό τους πρώ­τους, που έ­γρα­ψε διη­γή­μα­τα με πε­ρι­θω­ριο­ποιη­μέ­νους ε­σω­τε­ρι­κούς με­τα­νά­στες, και τώ­ρα, θα α­να­με­νό­ταν να τον ε­μπνεύ­σει “το νέο προ­λε­τα­ριά­το” της Αθή­νας. Όπως, ε­πί­σης, “η έ­ξο­δος προς την πε­ρι­φέ­ρεια” ή, έ­στω, η ε­πι­στρο­φή των με­τοί­κων της Αθή­νας στον γε­νέ­θλιο τό­πο τους. Αλλά ο Δη­μη­τρίου περ­νά­ει προ­σώ­ρας φά­ση αυ­το­βιο­γρά­φη­σης. Αφη­γεί­ται μια ε­πί­σκε­ψη στην Ηγου­με­νί­τσα, α­ντι­πα­ρα­θέ­το­ντας ει­κό­νες των αρ­χών του ’60 με ση­με­ρι­νές, στις ο­ποίες το­νί­ζε­ται η με­τα­μόρ­φω­ση της υ­παί­θρου, α­πό λου­λου­δια­σμέ­νες πλα­γιές με μο­νο­πά­τια σε πυ­κνά και εις ύ­ψος δο­μη­μέ­νη πε­ριο­χή. Αυ­τά εί­ναι τα “ξέ­να ρού­χα”, που, κα­τά τον τίτ­λο, φό­ρε­σε ο­λό­κλη­ρη η χώ­ρα. Δεν εί­ναι, βε­βαίως, ά­στο­χη ως πα­ρα­τή­ρη­ση, αν και δεί­χνει ε­πι­σφα­λής στη με­ρι­κό­τη­τά της .Όπως και ο πε­ριο­ρι­σμός των δει­νο­πα­θού­ντων στους Αλβα­νούς.
Τε­λι­κά, για τους συγ­γρα­φείς, το μέ­τρο της κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σίας φαί­νε­ται πως εκ­φρά­ζε­ται μέ­σω των Αλβα­νών. Ένας άλ­λος συγ­γρα­φέ­ας της ί­διας γε­νιάς, ο Κώ­στας Ακρί­βος, δί­νει στην ι­στο­ρία του τη μορ­φή ε­πι­στο­λής, που ά­φη­σε μα­θη­τής στο γρα­φείο του κα­θη­γη­τή-α­φη­γη­τή. Με στό­χο να α­να­δεί­ξει το φαι­νό­με­νο του ρα­τσι­σμού, στή­νει έ­να δί­πο­λο: α­πό τη μια, ο Αλβα­νός που έ­γρα­ψε το γράμ­μα και α­πό την άλ­λη, ε­κεί­νος που “ζω­γρα­φί­ζει πά­νω στο θρα­νίο α­γκυ­λω­τούς σταυ­ρούς”. Η ι­στο­ρία α­γλαΐζει τον Αλβα­νό, ή­δη α­πό το πα­ρά­πο­νο που εκ­φρά­ζε­ται με τον τίτ­λο, «Δεν θα γί­νω Έλλη­νας πο­τέ;». Το έ­τε­ρο ά­κρο του δί­πο­λου, ό­που βρί­σκε­ται “το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης” και για το ο­ποίο φέ­ρει ευ­θύ­νη και ο κα­θη­γη­τής, ε­κεί­νος το α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται με την κα­τα­λη­κτι­κή πα­ρά­γρα­φο: Στην ε­πέ­τειο του Πο­λυ­τε­χνείου προ­γραμ­μα­τί­ζει να δι­δά­ξει τη «Δή­λω­ση» του Σε­φέ­ρη. “Η πρώ­τη για φέ­τος δο­κι­μα­σία”, α­πο­φθέγ­γε­ται. Απο­ρού­με, τι θέ­λει να πει ο συγ­γρα­φέ­ας. Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με ό­τι η ι­στο­ρία του Ακρί­βου εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σίας για την ε­ντύ­πω­ση που δη­μιουρ­γεί ο α­να­γνώ­στης, κα­θώς με αυ­τήν α­νοί­γει το βι­βλίο. Του δί­νει την πρώ­τη γεύ­ση της κρί­σης.
Άρω­μα κρί­σης
Δυο συγ­γρα­φείς της πρώ­της ο­μά­δας, η Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου και ο Τά­σος Κα­λού­τσας, γρά­φουν ι­στο­ρίες ε­πι­κε­ντρω­μέ­νες στην ελ­λη­νι­κή κρί­ση της σή­με­ρον, με ή­ρωες γη­γε­νείς, στρι­μωγ­μέ­νους οι­κο­νο­μι­κά. Στην ι­στο­ρία της Σω­τη­ρο­πού­λου, το κύ­ριο πρό­σω­πο εί­ναι μια ά­νερ­γη και το θέ­μα η πο­λυ­πό­θη­τη, α­κό­μη και α­πό κα­θ’ ό­λα μά­χι­μους με­σή­λι­κες, συ­ντα­ξιο­δό­τη­ση. Η ι­στο­ρία πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό τη συ­νά­ντη­σή της με έ­ναν λο­γι­στή. Υπο­τί­θε­ται ό­τι εί­ναι ο άν­θρω­πος κλει­δί, α­φού γνω­ρί­ζει δι­κη­γό­ρους και ερ­γα­το­λό­γους, ά­ρα εί­ναι σε θέ­ση να α­νοί­γει πα­ρά­θυ­ρα στους νό­μους. «Ελά­τε στο γρα­φείο μου» εί­ναι ο τίτ­λος και εύ­στο­χη η ι­δέα της συγ­γρα­φέως να πλά­σει έ­ναν συ­ντα­ξιού­χο λο­γι­στή, που χρη­σι­μο­ποιεί για γρα­φείο την κα­φε­τέ­ρια πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τος, κα­θώς α­ντα­να­κλά μια και­νού­ρια συ­νή­θεια των Αθη­ναίων να ε­πι­λέ­γουν τις κα­φε­τέ­ριες για πα­ρα­δό­σεις μα­θη­μά­των, ε­παγ­γελ­μα­τι­κά ρα­ντε­βού, α­να­γνω­στή­ρια και πλεί­στα άλ­λα. Η κου­βέ­ντα α­νέρ­γου και λο­γι­στή έ­χει το στε­ρεό­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα πα­ρό­μοιων συ­ζη­τή­σεων. Η συγ­γρα­φέ­ας δί­νει έ­ναν σου­ρε­α­λι­στι­κό τό­νο στις στι­χο­μυ­θίες και την πε­ρι­γρα­φή της ε­πι­κρα­τού­σας α­τμό­σφαι­ρας, σε μια προ­σπά­θεια να α­πο­τυ­πώ­σει την έ­κρυθ­μη κα­τά­στα­ση της κρί­σης. Όσο για την ά­νερ­γο, ο ε­σω­τε­ρι­κός της μο­νό­λο­γος ται­ριά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο σε μια αρ­γό­σχο­λη.
Ο Κα­λού­τσας ε­πι­λέ­γει έ­ναν θεσ­σα­λο­νι­κιό οι­κο­γε­νειάρ­χη, μι­σθω­τό, που ξε­χρεώ­νει δά­νειο. Τον στε­νο­χω­ρούν τα κλει­σμέ­να κα­τα­στή­μα­τα και οι έ­ρη­μοι δρό­μοι. Προ πά­ντων φο­βά­ται, κα­θώς κα­τα­τρύ­χε­ται α­πό τις τη­λε­ο­πτι­κές ει­δή­σεις για λη­στείες και φό­νους. Άλλα, ό­μως, εί­ναι ε­κεί­να που μαυ­ρί­ζουν τη ζωή του και α­να­ζη­τά μια α­νά­σα στην προο­πτι­κή της τριή­με­ρης “δρα­πέ­τευ­σης” στο σπι­τά­κι του χω­ριού. Έχει προ­βλη­μα­τι­κό παι­δί και ο ί­διος πά­σχει α­πό εκ γε­νε­τής βλά­βη στην καρ­διά. Εί­ναι έ­να διή­γη­μα με φό­ντο την κρί­ση, κα­θώς το­πο­θε­τεί­ται στις αρ­χές Μαρ. 2011, ό­ταν αρ­χί­ζουν οι μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις στην Αθή­να.
Στο ε­δώ και τώ­ρα της κρί­σης πει­θαρ­χεί και ο έ­βδο­μος της πρώ­της ο­μά­δας, ο Βα­σί­λης Γκου­ρο­γιάν­νης. Οι δι­κοί του ή­ρωες δεν έ­χουν οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα. Η ι­στο­ρία του έ­χει τη μορ­φή συ­ζή­τη­σης τεσ­σά­ρων φί­λων και συ­να­δέλ­φων. Νο­μι­κοί, η­λι­κίας ά­νω των 55, ε­κεί που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι τους α­πα­σχο­λεί η κρί­ση, αρ­χί­ζουν τις α­μπε­λο­φι­λο­σο­φίες πε­ρί ζωής και ευ­θύ­νης του Θε­ού. Την α­φορ­μή τους τη δί­νει η α­πο­κά­λυ­ψη του μπο­ζο­νίου, του λε­γό­με­νου σω­μα­τι­δίου του Θε­ού. Ακρο­βα­τούν με­τα­ξύ Φυ­σι­κής και πο­λι­τι­κής, για να κα­τα­λή­ξουν στο συλ­λο­γι­σμό πως, αν ο Έλλη­νας πιά­σει πά­το, θα α­πο­δεχ­θεί ό­τι εί­ναι μη­δε­νι­κό και θα αρ­χί­σει να α­να­ζη­τά την α­ξία του. Μια α­πλου­στευ­τι­κή σκέ­ψη, που τε­λευ­ταία ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σαν κα­ρα­μέ­λα. Κα­λοί οι πα­ραλ­λη­λι­σμοί τους, αλ­λά πα­ρα­βλέ­πουν τα στοι­χειώ­δη α­πό τις γυ­μνα­σια­κές σπου­δές. Το σω­μα­τί­διο του Θε­ού έ­χει μη­δε­νι­κή μά­ζα, αλ­λά δια­θέ­τει το ι­σο­δύ­να­μο, κα­τά τον παπ­πού Αϊνστάιν, σε ε­νέρ­γεια.
Άρω­μα α­πό την κρί­ση έ­χουν και ι­στο­ρίες των συ­νο­μη­λί­κων τους, που άρ­γη­σαν να εμ­φα­νι­στούν και ε­ξέ­δω­σαν το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό τους βι­βλίο με­τά το 2000. Ο Μι­χά­λης Μο­δι­νός, α­πό την ε­μπει­ρία του ως πε­ρι­βαλ­λο­ντο­λό­γος, πλέ­κει μια ι­στο­ρία, που δια­κω­μω­δεί τις α­πο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες για την “πρά­σι­νη α­νά­πτυ­ξη”, κα­θώς και τους πο­νη­ρούς τρό­πους για τη νο­μι­μο­ποίη­ση οι­κι­στι­κών πα­ρα­νο­μιών. Ό ή­ρωας της Ελέ­νης Γιαν­να­κά­κη, κο­ντά ο­γδό­ντα χρό­νων, δεν μπο­ρεί να βγά­λει α­πό το μυα­λό του έ­ναν α­κό­μη που πή­δη­ξε α­πό την τα­ρά­τσα του. Τα δι­κά του προ­βλή­μα­τα, ω­στό­σο, που εί­ναι τα γε­ρά­μα­τα, η οι­κο­νο­μι­κή στε­νό­τη­τα και ο πα­ντρε­μέ­νος γιος στη Γερ­μα­νία, υ­πήρ­χαν και α­νε­ξάρ­τη­τα της κρί­σης. Συγ­γε­νεύει με το διή­γη­μα του Κα­λού­τσα, κα­θώς και οι δυο συγ­γρα­φείς ε­ντο­πί­ζουν το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης στους η­λι­κια­κά με­γα­λύ­τε­ρους και οι­κο­γε­νειάρ­χες, δη­λα­δή στους πιο ευά­λω­τους στην τρο­μο­κρά­τη­ση που α­σκούν τα ΜΜΕ.
Σα­τι­ρι­κές εκ­δο­χές
Δια­φο­ρε­τι­κή η πε­ρί­πτω­ση του Νί­κου Κου­νε­νή, που κα­λύ­πτει έ­να με­γά­λο κε­νό ό­χι μό­νο της συλ­λο­γής αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα. Την α­που­σία της σά­τι­ρας α­πό το ι­διαί­τε­ρα πρό­σφο­ρο για δια­κω­μώ­δη­ση πα­ρόν της κρί­σης. Στο στοι­χείο του ο συγ­γρα­φέ­ας, α­πο­πει­ρά­ται μια γε­λοιο­γρα­φι­κή τα­ξι­νό­μη­ση των πο­λι­τών της χώ­ρας με βά­ση την ε­παγ­γελ­μα­τι­κή τους ι­διό­τη­τα και συ­να­κό­λου­θα, το πό­σο πλήτ­το­νται α­πό την κρί­ση. Μιας μορ­φής σά­τι­ρα προ­σπα­θεί να στή­σει και έ­νας α­πό τους νεό­τε­ρους, ο Κώ­στας Κα­τσου­λά­ρης. Εκεί­νος, ό­μως, ε­πι­λέ­γει να κι­νη­θεί στο χώ­ρο της μελ­λο­ντο­λο­γίας, ό­που α­παι­τεί­ται άλ­λου εί­δους ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα. Το σκη­νι­κό που στή­νει κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­ση του ση­με­ρι­νού, σε συν­δυα­σμό με το δι­δα­κτι­κό μύ­θο της ι­στο­ρίας, α­πο­δυ­να­μώ­νει το α­πο­τέ­λε­σμα. Στο ί­διο σα­τι­ρι­κό πνεύ­μα κι­νεί­ται και ο Χρή­στος Αστε­ρίου, πλά­θο­ντας την κα­ρι­κα­τού­ρα ε­νός πο­λι­τευό­με­νου. Στα χρό­νια που το κόμ­μα του κα­τεί­χε την ε­ξου­σία, έ­κα­νε έ­να πλή­θος δη­μό­σια έρ­γα στον γε­νέ­θλιο τό­πο του, έ­να ο­ρει­νό χω­ριό, με α­πώ­τε­ρο στό­χο τη δη­μαρ­χία. Ανα­κα­τώ­νο­ντας ο συγ­γρα­φέ­ας γνω­στές πε­ρι­πτώ­σεις σπα­τά­λη­σης κον­δυ­λίων για μου­σεία στη μέ­ση του που­θε­νά και έρ­γα τύ­που Κα­λα­τρά­βα, κα­τα­λή­γει σε μια μάλ­λον πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νη ι­λα­ρο­τρα­γω­δία.
Υπάρ­χουν και δυο ι­στο­ρίες, που α­πο­τυ­πώ­νουν τη δυ­να­μι­κή της κρί­σης, χά­ρις στους ή­ρωές τους. Τους νέ­ους, χω­ρίς οι­κο­γε­νεια­κά βά­ρη, με δυ­να­τό­τη­τες να προ­κό­ψουν, που υ­πε­ρε­κτί­μη­σαν τις δυ­νά­μεις τους, δεν στάθ­μι­σαν σω­στά τις υ­πο­σχέ­σεις των γύ­ρω τους, και κα­τέ­λη­ξαν ά­νερ­γοι στα ό­ρια της ε­ξα­θλίω­σης. Εί­ναι οι ι­στο­ρίες της Λέ­νας Κι­τσο­πού­λου και της Κάλ­λιας Πα­πα­δά­κη, που εμ­φα­νί­ζο­νται σαν έ­τοι­μες α­πό και­ρό για πα­ρό­μοιες ι­στο­ρίες. Με­γα­λύ­τε­ρης εμ­βέ­λειας της Πα­πα­δά­κη, κα­θώς δεί­χνει το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης και μέ­σω του χώ­ρου της λε­γό­με­νης κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης, κα­θώς και την α­πει­λη­τι­κή εγ­γύ­τη­τα για πολ­λούς της κα­τά­στα­σης του ά­στε­γου.
Νου­νε­χή θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τον Νί­κο Πα­να­γιώ­τα­που­λο, που πε­ριο­ρί­στη­κε στο μό­νο χώ­ρο, α­πό τον ο­ποίο έ­χει βιω­μα­τι­κή ε­μπει­ρία των συ­νε­πειών της κρί­σης. Στην ι­στο­ρία του, ζω­ντα­νεύει τον μι­κρό­κο­σμο της πο­λυ­κα­τοι­κίας κα­τά τη διάρ­κεια μιας κω­μι­κο­τρα­γι­κής συ­νέ­λευ­σης των ε­νοί­κων. Απρό­σμε­νος α­πο­δει­κνύε­ται ο Χρή­στος Οι­κο­νό­μου. Προ τριε­τίας ε­ξέ­δω­σε μια συλ­λο­γή με με­ρι­κά α­πό τα πρώ­τα διη­γή­μα­τα, που έ­φε­ραν το α­πο­τύ­πω­μα της κρί­σης, και τώ­ρα, που θα α­να­με­νό­ταν α­κό­μη έ­να, λ.χ., με α­γα­να­κτι­σμέ­νους πο­λί­τες ή αυ­τό­χει­ρες, που ου­σια­στι­κά α­που­σιά­ζουν α­πό τη συλ­λο­γή, ε­κεί­νος πλά­θει έ­ναν “φευ­γά­το”. Προ­φα­νώς και υ­πάρ­χει το ά­ρω­μα κρί­σης, α­φού πα­ρό­μοιοι ή­ρωες ζουν μο­νί­μως σε κα­τα­στά­σεις κρί­σης. Ο ή­ρωάς του, ο­νό­μα­τι Τά­σος Δε­λιάς, εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τον Σμυρ­νιό Ανέ­στη Δε­λιά. Ήταν α­πό τα πρώ­τα μπου­ζού­κια του Πει­ραιά, αλ­λά και πρώ­τος πρε­ζά­κιας. Τον βρή­καν νε­κρό στο πε­ζο­δρό­μιο της Βαρ­βα­κείου Αγο­ράς, το 1944, μό­λις πα­τη­μέ­να τα 30.
Απο­μέ­νει η τε­λευ­ταία ι­στο­ρία της συλ­λο­γής, ση­μα­ντι­κή για τη συ­νο­λι­κή ε­ντύ­πω­ση του βι­βλίου ό­πως και η πρώ­τη. Εί­ναι του Χρή­στου Χρυ­σό­που­λου, που φαί­νε­ται σαν να γρά­φει έ­να ε­πι­πλέ­ον κε­φά­λαιο στο περ­σι­νό βι­βλίο του, «Φα­κός στο στό­μα». Ο ά­στε­γος, η κρί­ση, η Αθή­να, α­πό τη γω­νία ε­νός α­πο­στα­σιο­ποιη­μέ­νου πε­ρι­πα­τη­τή. Μια πα­ρα­τή­ρη­ση για τις σκέ­ψεις, που ε­κεί­νος κά­νει με α­φορ­μή το γκρά­φι­τι σε βι­τρί­να α­δεια­νού κα­τα­στή­μα­τος (η ει­κό­να που πα­ρα­θέ­του­με). Ο α­φη­γη­τής βλέ­πει σε αυ­τό α­δυ­να­μία να ο­νει­ρευ­τού­με, κα­θώς η α­νι­σό­τη­τα στο γκρά­φι­τι του θυ­μί­ζει το σύν­θη­μα, “η φα­ντα­σία στην ε­ξου­σία”. Εμείς πι­στεύου­με ό­τι οι γκρα­φι­τά­δες εί­ναι πιο προσ­γειω­μέ­νοι α­πό τους συγ­γρα­φείς. Εδώ, το γκρά­φι­τι πα­ρα­πέ­μπει στην ε­πο­χή των δα­νείων και των υ­πο­σχέ­σεων, ό­ταν δυο συν δυο μπο­ρού­σαν να ι­σού­νται με ο­τι­δή­πο­τε.
Τε­λι­κά, η συλ­λο­γή γεν­νά το ε­ρώ­τη­μα: μή­πως οι ι­στο­ρίες για την τρέ­χου­σα κρί­ση δεν γρά­φο­νται και τό­σο εύ­κο­λα α­πό τη θέ­ση του πα­ρα­τη­ρη­τή; Υπήρ­ξαν, πα­λαιό­τε­ρα, συγ­γρα­φείς, που έ­ζη­σαν για έ­να με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα στις συν­θή­κες και τις κα­τα­στά­σεις, στις ο­ποίες ή­θε­λαν να το­πο­θε­τή­σουν τους ή­ρωές τους. Με άλ­λα λό­για, να βρε­θείς ο ί­διος με το “φα­κό στο στό­μα”. Άλλο, δη­λα­δή, πα­ρα­τη­ρη­τής και άλ­λο πα­θών. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, και ο συ­γκε­ρα­σμός αυ­τών των δύο, α­π’ τον ο­ποίο προ­κύ­πτει ο πα­θια­σμέ­νος πα­ρα­τη­ρη­τής.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

​Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/7/2013.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Αλλη­λο­γρά­φος Κα­βά­φης





















Το ε­ξώ­φυλ­λο του πο­λυ­σέ­λι­δου κα­βα­φι­κού α­φιε­ρώ­μα­τος στην «Επι­θεώ­ρη­ση Τέ­χνης». Κυ­κλο­φό­ρη­σε Δεκ. του 1963, στους πρώ­τους ε­πί­ση­μους ε­πε­τεια­κούς ε­ορ­τα­σμούς για τον Κα­βά­φη. Τα κεί­με­να των Στρα­τή Τσίρ­κα, Γ. Π. Σαβ­βί­δη, αλ­λά και ο­ρι­σμέ­νων άλ­λων ε­πι­φα­νών λογίων, κα­θι­στούν το α­φιέ­ρω­μα έ­να α­πό τα πλέ­ον α­ξιό­λο­γα, αν ό­χι το πιο α­ξιό­λο­γο, στην πρώ­τη με­τα­θα­νά­τια κα­βα­φι­κή πε­ρίο­δο. Το πιο ουσιαστικό, όμως, είναι η αναθεώρηση της Αριστεράς απέναντι στην καβαφική ποίηση.






















Ο Κ. Π. Κα­βά­φης σε σκί­τσο του Σό­φο (Σοφ. Αντω­νιά­δη). Δη­μο­σιεύ­τη­κε στο λαϊκό πε­ριο­δι­κό «Μπου­κέ­το» (17 Ιουλ. 1932), με τη διευ­κρι­νι­στι­κή λε­ζά­ντα: «Ο δια­κε­κρι­μέ­νος Αλε­ξαν­δρι­νός ποιη­τής Κ. Π. Κα­βά­φης, ό­στις ευ­ρί­σκε­ται κα­τ’ αυ­τάς εν Αθή­ναις, α­σθε­νών σο­βα­ρώς.». Γνώ­ρι­μος του Κα­βά­φη ο σκι­τσο­γρά­φος, το σκί­τσο πρέ­πει να φι­λο­τε­χνή­θη­κε μέ­σα στο δεύ­τε­ρο ή το τρί­το πεν­θή­με­ρο του Ιουλ. του 1932, κα­θώς ο Κα­βά­φης έρ­χε­ται για ια­τρι­κούς λό­γους στην Αθή­να και πα­ρα­μέ­νει προς εγ­χεί­ρι­ση και α­νάρ­ρω­ση α­πό 4 Ιουλ έως 28 Οκτ. 1932.

«E.M.FORSTER - Κ.Π.ΚΑ­ΒΑ­ΦΗ­Σ
Φί­λοι σε ε­λα­φρήν α­πό­κλι­ση»
Επι­μέ­λεια - Σχό­λια Peter Jeffreys 
Με­τά­φρα­ση Κα­τε­ρί­να Γκί­κα
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Μάρ­τιος 2013

Tο Έτος Κα­βά­φη, με­τά την 29η Απρι­λίου, η­μέ­ρα της δι­πλής ε­πε­τείου γέν­νη­σης και θα­νά­του, αρ­χί­ζει να παίρ­νει μπρος. Ανή­με­ρα, πα­ρό­τι Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα, α­πό την πλευ­ρά της Γε­νι­κής Γραμ­μα­τείας Πο­λι­τι­σμού, α­να­κοι­νώ­θη­καν 45 εκ­δη­λώ­σεις, ε­ντός του έ­τους, διε­θνώς. Ο προσ­διο­ρι­σμός διε­θνώς ε­ντυ­πω­σιά­ζει μεν, αλ­λά δη­μιουρ­γεί και ε­πι­φυ­λά­ξεις. Ως γνω­στόν, ό­σο α­πλώ­νεις την πί­τα, τό­σο πιο φτε­νή γί­νε­ται. Πά­ντως, στους Δελ­φούς, με διορ­γα­νω­τή το ε­κεί Ευ­ρω­παϊκό Πο­λι­τι­στι­κό Κέ­ντρο, θα λά­βει χώ­ρα το, εν Ελλά­δι, Συ­μπό­σιο Κα­βά­φη. Εκτός κι αν προ­κύ­ψει και δεύ­τε­ρο, α­φού, στα κα­θ’ η­μάς, εί­ναι να μην γί­νει η αρ­χή. Ο νέ­ος ι­διο­κτή­της του Αρχείου Κα­βά­φη μια φο­ρά, πα­ρό­τι φρό­ντι­σε η α­γο­ρά και η με­τα­βί­βα­ση να ο­λο­κλη­ρω­θούν τις πα­ρα­μο­νές του ε­πε­τεια­κού έ­τους, α­δρα­νεί. Όταν, στην αρ­χή του Έτους, εκ­φρά­ζα­με τις α­νη­συ­χίες μας για το ξε­σπί­τω­μα του Αρχείου Κα­βά­φη, α­κου­στή­κα­με σαν Κασ­σάν­δρες. Κα­τά τα φαι­νό­με­να, δεν δια­ψευ­στή­κα­με. Το Αρχείο, “ορ­φα­νό σε ξέ­να χέ­ρια”, μέ­νει ε­ξο­ρι­σμέ­νο α­πό το Έτος του ή, με άλ­λα λό­για, α­μέ­το­χο. 
Πέ­ραν των εκ­δη­λώ­σεων, ό­σον α­φο­ρά τις εκ­δό­σεις, οι ε­ξαγ­γε­λίες εί­ναι με­τρη­μέ­νες, με το βά­ρος στον με­τα­φρα­ζό­με­νο Κα­βά­φη. Ο α­πο­λο­γι­σμός του πρώ­του ε­ξα­μή­νου του Έτους κα­τα­γρά­φει ως μό­νες εκ­δό­σεις την αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη - Ε. Μ. Φόρ­στερ και έ­να εν­δια­φέ­ρον δο­κί­μιο του Κώ­στα Κου­τσου­ρέ­λη («Κ. Π. Κα­βά­φης», εκδ. Με­λά­νι, Μάι. 2013). Το δεύ­τε­ρο, αν και ο­λι­γο­σέ­λι­δο (σ.138), θέ­τει ου­σιώ­δη θέ­μα­τα προς συ­ζή­τη­ση ε­πί του κα­βα­φι­κού με­γέ­θους, τα ο­ποία δεν α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται πρό­χει­ρα ή α­πο­φθεγ­μα­τι­κά. Ας το προ­σπε­ρά­σου­με, του­λά­χι­στον ε­δώ. Όσο για το πρώ­το, κα­τα­χρη­στι­κώς α­πο­κα­λεί­ται και­νού­ρια έκ­δο­ση, α­φού πρό­κει­ται για με­τά­φρα­ση. Πά­ντως, ό,τι σχε­τι­κό με Κα­βά­φη κυ­κλο­φο­ρεί, προ­βάλ­λε­ται ι­διαι­τέ­ρως στον Τύ­πο. Πό­σω μάλ­λον ο τό­μος της Αλλη­λο­γρα­φίας, του ο­ποίου η υ­πο­δο­χή στά­θη­κε εν­θου­σιώ­δης, ε­νώ ο κρι­τι­κός σχο­λια­σμός, για τον τρό­πο που α­ντι­με­τω­πί­στη­κε φι­λο­λο­γι­κά, ή­ταν πε­ριο­ρι­σμέ­νος. Ού­τε ε­μείς θα ε­πι­χει­ρή­σου­με α­να­λυ­τι­κή ε­ξέ­τα­ση, στο πλαί­σιο μιας βι­βλιο­πα­ρου­σία­σης. Δεν α­ντέ­χου­με, ω­στό­σο, στον πει­ρα­σμό να μην δια­τυ­πώ­σου­με ο­ρι­σμέ­νες α­πο­ρίες. Μπο­ρεί κά­ποιοι να τις κρί­νουν παι­δα­ριώ­δεις, γεν­νή­μα­τα α­πλοϊκής συλ­λο­γι­στι­κής. Ει­δάλ­λως, πώς συμ­βαί­νει να α­πα­σχο­λούν μό­νον ε­μάς. 

Σει­ρά πα­ρά­θε­σης

Μια πρώ­τη α­πο­ρία που γεν­νά η έκ­δο­ση της ε­πι­στο­λι­κής ε­πι­κοι­νω­νίας με­τα­ξύ Κα­βά­φη και Φόρ­στερ α­φο­ρά την ε­πι­λο­γή του τίτ­λου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ξε­νί­ζει η σει­ρά στην πα­ρά­θε­ση των ο­νο­μά­των. Για­τί η αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη-Φόρ­στε­ρ, την ο­ποία κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη α­νέ­φε­ρε ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης και για της ο­ποίας την έκ­δο­ση δη­μο­σίευ­σε άρ­θρο, με τίτ­λο «Cavafy and Forster» στο «The Times Literary Supplement» στις 14 Νοεμ. 1975, έ­γι­νε αλ­λη­λο­γρα­φία Φόρ­στερ - Κα­βά­φη; Ακό­μη, το 2004, ο Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος, σε ο­μι­λία του για τον ε­πι­στο­λο­γρά­φο Κα­βά­φη, α­να­φέ­ρε­ται “στην αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη - Ε. Μ. Φόρ­στερ”. Βε­βαίως, ο τίτ­λος δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ε­δώ για πρώ­τη φο­ρά, δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για με­τά­φρα­ση. Εί­ναι ο τίτ­λος της αγ­γλό­γλωσ­σης –προ τε­τρα­ε­τίας– έκ­δο­σης της Αλ­λη­λο­γρα­φίας α­πό το Αμε­ρι­κα­νι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο στο Κάι­ρο. Ακρι­βέ­στε­ρα, ο τίτ­λος εί­ναι «The Forster – Cavafy Letters», ό­που α­πα­λεί­φθη­κε η λέ­ξη ε­πι­στο­λές, αλ­λά δεν άλ­λα­ξε η σει­ρά των ο­νο­μά­των. Και πά­λι, ό­μως, μέ­νει η α­πο­ρία για την ε­πι­λο­γή του ε­πι­με­λη­τή Πα­να­γιώ­τη Τσα­φα­ρά. Υπάρ­χουν στοι­χεία ε­νός βι­βλίου, τα ο­ποία α­νή­κουν στο πε­δίο των ε­πι­λο­γών του ε­πι­με­λη­τή, ό­πως η α­να­γρα­φή των αγ­γλι­κών ε­πω­νύ­μων με λα­τι­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες ή και το ό­νο­μα με το ο­ποίο αυ­τός υ­πο­γρά­φει. Λ.χ., ο Τσα­φα­ράς χρη­σι­μο­ποιεί και στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση το Peter Jeffreys, ό­πως έ­χει εγ­γρα­φεί στην πα­νε­πι­στη­μια­κή του κα­ριέ­ρα στις Η­ΠΑ. Το κυ­ρίως, ό­μως, πρό­σω­πο και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, το θέ­μα του βι­βλίου, εί­ναι εξ α­ντι­κει­μέ­νου δε­δο­μέ­να. Και στην εν λό­γω αλ­λη­λο­γρα­φία, ό­πως και να το δει κα­νείς, πρω­τα­γω­νι­στής εί­ναι ο Κα­βά­φης. 
Ένα πα­λαιό­τε­ρο άρ­θρο του ε­πι­με­λη­τή, με θέ­μα τις συ­γκλί­σεις και τις α­πο­κλί­σεις των δυο συγ­γρα­φέων, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 2001, στο «Journal of Modern Greek Studies», έ­χει τίτ­λο, «Cavafy, Forster and the Eastern Question». Το συ­γκε­κρι­μέ­νο άρ­θρο μάλ­λον συ­νι­στά την πρώ­τη κα­βα­φι­κή του δη­μο­σίευ­ση και α­πο­τέ­λε­σε τον πυ­ρή­να για το πρώ­το βι­βλίο του στις κα­βα­φι­κές σπου­δές, το «Eastern Questions: Hellenism and Orientalism in the Writings of E.M.Forster and C.P.Cavafy», που εκ­δό­θη­κε, το 2005, α­πό τις εκ­δό­σεις του Πα­νε­πι­στη­μίου της Βό­ρειας Κα­ρο­λί­νας. Σε ε­κεί­νο, έ­γι­νε η α­ντι­στρο­φή της σει­ράς των ο­νο­μά­των και δι­καιο­λο­γη­μέ­να, α­φού ε­ξε­τά­ζο­νται σε με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση τα γρα­πτά του Φόρ­στερ. Κα­τά τα άλ­λα, εκ­πλήσ­σει, που, για έ­να εγ­χεί­ρη­μα ό­πως η έκ­δο­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης αλ­λη­λο­γρα­φίας στα ελ­λη­νι­κά, ε­πι­λέ­γο­νται νέα πρό­σω­πα της κα­βα­φι­κής φι­λο­λο­γίας. Και οι δυο συ­ντε­λε­στές της ελ­λη­νι­κής έκ­δο­σης, ε­πι­με­λη­τής και με­τα­φρά­στρια, εμ­φα­νί­στη­καν στην κα­βα­φι­κή βι­βλιο­γρα­φία κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία. Η Κα­τε­ρί­να Γκί­κα φέ­ρε­ται μεν ως η “ψυ­χή” του Αρχείου Κα­βά­φη στην προ­η­γού­με­νη στέ­γη του (Σπου­δα­στή­ριο Νέ­ου Ελλη­νι­σμού), αλ­λά δεν ε­ντο­πί­ζε­ται άλ­λη σχε­τι­κή με­τα­φρα­στι­κή ερ­γα­σία της.
Πα­ρα­μέ­νο­ντας στον τίτ­λο της πρό­σφα­της έκ­δο­σης, α­πο­ρία προ­κα­λεί και το δεύ­τε­ρο σκέ­λος του. Ως προς αυ­τό, ζη­τού­με­νο μέ­νει το κα­τά πό­σο συ­νι­στά εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή. Πρό­κει­ται για δά­νειο του ε­πι­με­λη­τή α­πό το άρ­θρο του Φόρ­στερ για τον Κα­βά­φη, ό­που ε­κεί­νος ει­κά­ζει το πώς βλέ­πουν οι Αλε­ξαν­δρι­νοί τον Κα­βά­φη, ό­ταν δια­σταυ­ρώ­νο­νται μα­ζί του στο δρό­μο. Εί­ναι “έ­νας Έλλη­νας κύ­ριος με ψα­θά­κι, που στέ­κει α­πο­λύ­τως α­κί­νη­τος σε ε­λα­φρή α­πό­κλι­ση προς το σύ­μπαν”. Η με­τά­φρα­ση του άρ­θρου στα ελ­λη­νι­κά και η ποιη­τι­κή α­πό­δο­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης φρά­σης έ­γι­νε α­πό τον Σαβ­βί­δη για το α­φιέ­ρω­μα της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης» στα τρια­ντά­χρο­να α­πό το θά­να­το του Κα­βά­φη, Δεκ. 1963. Αν αυ­τό το “at a slight angle to the universe”, κρί­νε­ται προ­σφυές για τη σχέ­ση ποιη­τή και σύ­μπα­ντος, ου­δό­λως ται­ριά­ζει για τους δυο αλ­λη­λο­γρά­φους. Ο ί­διος ο ε­πι­με­λη­τής, στα κεί­με­νά του έ­χει πολ­λα­πλώς σχο­λιά­σει την ση­μα­ντι­κή α­πό­κλι­σή τους ως προς το πώς έ­βλε­παν το ι­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του ελ­λη­νι­σμού και την πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στην ε­πο­χή τους. Και ε­πα­νέρ­χε­ται σε αυ­τήν την α­πό­κλι­ση, σχο­λιά­ζο­ντάς την, εν ε­κτά­σει, στην ει­σα­γω­γή του. 

Πρω­τα­γω­νι­στής ο Φόρ­στερ

Και για να προ­χω­ρή­σου­με α­πό τον τίτ­λο στο βι­βλίο, ξε­κι­νού­με με τις α­πο­ρίες, που προ­κα­λεί η Ει­σα­γω­γή του ε­πι­με­λη­τή. Όπως ο τίτ­λος, έ­τσι και το ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο εί­ναι κυ­ρίως ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στον Φόρ­στερ. Από μια ά­πο­ψη, α­να­με­νό­με­νο, α­φού γρά­φτη­κε για το αγ­γλό­φω­νο κοι­νό. Δεν θα χρεια­ζό­ταν, ό­μως, δια­φο­ρο­ποίη­ση, αν ό­χι α­να­σύν­θε­ση, για την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, ώ­στε να μην δεί­χνει τό­σο α­νι­σο­με­ρές, αλ­λά και για να προ­σφέ­ρει την α­νά­λο­γη ό­σο και α­πα­ραί­τη­τη κα­τα­τό­πι­ση; Με­γα­λύ­τε­ρη, ό­μως, α­πο­ρία γεν­νά η α­πό­κλι­ση της ει­σα­γω­γής α­πό τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία, που κο­μί­ζει η Αλλη­λο­γρα­φία. Με βά­ση αυ­τά, η συμ­βο­λή του Φόρ­στερ στην προώ­θη­ση του Κα­βά­φη στο αγ­γλι­κό και το ευ­ρύ­τε­ρο ευ­ρω­παϊκό κοι­νό, θα πρέ­πει να ε­πα­νε­κτι­μη­θεί. 
Ο ε­πι­με­λη­τής μάλ­λον υ­περ­βάλ­λει, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται “στην ά­κα­μπτη ε­πι­μο­νή του Φόρ­στερ να προω­θή­σει την λο­γο­τε­χνι­κή στα­διο­δρο­μία του Κα­βά­φη” στην Αγγλία. Οπωσ­δή­πο­τε, εί­ναι ο πρώ­τος ξέ­νος που δη­μο­σιεύει άρ­θρο για τον Κα­βά­φη και την ποίη­σή του, ό­που εν­σω­μα­τώ­νει τους τε­λευ­ταίους στί­χους α­πό δύο κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα («Η πό­λις», «Ιθά­κη»), ε­νώ πα­ρα­θέ­τει τρία α­κέ­ραια («Θά­λασ­σα του πρωιού», «Αλε­ξαν­δρι­νοί βα­σι­λείς», «Εν τω μη­νί Αθύ­ρ»). Ανα­δη­μο­σιεύει, μά­λι­στα, το εν λό­γω άρ­θρο του 1919 στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο του για την Αλε­ξάν­δρεια, «Φά­ρος και Φα­ρί­σκος», το 1923. Σε αυ­τό προ­σθέ­τει έ­να τέ­ταρ­το α­κέ­ραιο ποίη­μα («Απο­λεί­πειν ο θεός Αντώ­νιο­ν») ως γέ­φυ­ρα στα δυο μέ­ρη του βι­βλίου, τα α­φιε­ρω­μέ­να στην αρ­χαία πό­λη και την νεό­τε­ρη, που ε­κεί­νος γνώ­ρι­σε. Το ί­διο ποίη­μα εί­χε δη­μο­σιεύ­σει την προ­η­γού­με­νη χρο­νιά στο πρώ­το α­λε­ξαν­δρι­νό του βι­βλίο, «Alexandria: A History and a Guide». Και πά­λι, ως γέ­φυ­ρα α­νά­με­σα στα δυο μέ­ρη του βι­βλίου, την ι­στο­ρι­κή α­να­δρο­μή και τον Οδη­γό της πό­λης. Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του γνώ­ρι­σε ι­διαί­τε­ρη ε­πι­τυ­χία και χά­ρις σε αυ­τό έ­γι­ναν γνω­στά τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη στην α­φρό­κρε­μα της αγ­γλι­κής δια­νό­η­σης, ό­πως κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη έ­χει το­νι­στεί. 
Αν πε­ριο­ρι­στού­με, ό­μως, στα τεκ­μή­ρια και ό­χι στην α­πή­χη­ση που το κα­θέ­να α­πό αυ­τά εί­χε, με­τρού­με δυο λον­δρέ­ζι­κα πε­ριο­δι­κά, «The Athenaeum» και «The Nation», στα ο­ποία ο Φόρ­στερ προώ­θη­σε προς δη­μο­σίευ­ση συ­νο­λι­κά έ­ξι με­τα­φρα­σμέ­να ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη. Ου­σια­στι­κά, πρό­κει­ται για έ­να πε­ριο­δι­κό, α­φού, το 1921, «The Athenaeum», του ο­ποίου η κυ­κλο­φο­ρία, πλη­σιά­ζο­ντας τον έ­ναν αιώ­να α­πό την ί­δρυ­σή του, εί­χε πε­ριο­ρι­στεί, εν­σω­μα­τώ­θη­κε στο νεό­τε­ρο, «The Nation». Τα τρία πρώ­τα ποιή­μα­τα συ­νό­δευαν το προ­α­να­φερ­θέν πρώ­το δι­κό του άρ­θρο, ε­νώ το τέ­ταρ­το («Ο Δα­ρείος») δη­μο­σιεύ­θη­κε το 1923 και τα δυο ε­πό­με­να («Η πό­λις», «Ο Θεό­δο­τος») εμ­φα­νί­στη­καν σε χω­ρι­στές δη­μο­σιεύ­σεις, το 1924. Επί­σης, προώ­θη­σε έ­να ποίη­μα («Ένας θεός τω­ν») στον Βρε­τα­νό ποιη­τή Χά­ρολ­ντ Μόν­ρο, ο ο­ποίος, α­πό το 1919, ε­ξέ­δι­δε «The Chapbook». Πριν τον Πό­λε­μο, εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει δυο πε­ριο­δι­κά ποίη­σης. Το τρί­το, σύμ­φω­να και με τον υ­πό­τιτ­λο, ή­ταν “ε­τή­σια σύμ­μι­κτα”, α­νοι­κτό, ό­πως και τα προ­η­γού­με­να δυο, και σε λι­γό­τε­ρο γνω­στούς συγ­γρα­φείς ή και πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Το ποίη­μα του Κα­βά­φη δη­μο­σιεύ­τη­κε στον τε­λευ­ταίο τό­μο του 1925, α­νά­με­σα στα ποιή­μα­τα των Αμε­ρι­κα­νών Κόν­ρα­ντ Άι­κεν και Τζων Γκουλ­ντ Φλέ­τσερ. Ο ε­πι­με­λη­τής, στην Ει­σα­γω­γή, θέ­λο­ντας να το­νί­σει την τι­μή, που, χά­ρις στον Φόρ­στε­ρ, ε­ξα­σφα­λί­στη­κε για το ποίη­μα και το ό­νο­μα του Κα­βά­φη, ε­πι­λέ­γει α­πό την πλειά­δα συγ­γρα­φέων του τό­μου τους γνω­στό­τε­ρους σή­με­ρα, κα­θώς ο Ζαν Κο­κτώ και ο Άλ­ντους Χάξ­λεϋ. Όπως και να έ­χει, με­τρού­με ε­πτά με­τα­φρα­σμέ­να ποιή­μα­τα στην πε­ρίο­δο 1919-1925. 
Στα άλ­λα δυο πε­ριο­δι­κά, στα ο­ποία δη­μο­σιεύ­θη­καν α­κό­μη ε­πτά ποιή­μα­τα, την πρω­το­βου­λία την εί­χε ο ί­διος ο Κα­βά­φης. Το έ­να εί­ναι το πε­ριο­δι­κό του Τ. Σ. Έλιοτ, «The Criterion», που ξε­κί­νη­σε Οκτ. 1922. Η ε­πα­φή Κα­βά­φη-Ελιοτ δεν ο­φεί­λε­ται σε “δια­συν­δέ­σεις” του Φόρ­στε­ρ, ού­τε η δη­μο­σίευ­ση των τριών ποιη­μά­των του Κα­βά­φη στο πε­ριο­δι­κό (έ­να ποίη­μα, «Ιθά­κη», το 1924 και δυο, «Για τον Αμμό­νη, που πέ­θα­νε 29 ε­τών, στα 610» και «Εί­γε ε­τε­λεύ­τα», το 1928). Στον Έλιο­τ, ο Φόρ­στερ δεν εί­χε προω­θή­σει ποιή­μα­τα Κα­βά­φη, για­τί, ό­πως του γρά­φει, το 1924, “δεν του εί­χε πε­ρά­σει α­πό το μυα­λό ό­τι θα εν­δια­φε­ρό­ταν για το υ­λι­κό”. Το άλ­λο πε­ριο­δι­κό εί­ναι έκ­δο­ση των φοι­τη­τών του Πα­νε­πι­στη­μίου της Οξφόρ­δης, «The Oxford Outlook». Η δη­μο­σίευ­ση σε αυ­τό τεσ­σά­ρων ποιη­μά­των («Ιω­νι­κό­ν», «Μάρ­τιαι ει­δοί», «Μα­νουήλ Κο­μνη­νός», «Επέ­στρε­φε») του Κα­βά­φη, το 1924, ο­φει­λό­ταν στον νε­α­ρό συ­νερ­γά­τη του πε­ριο­δι­κού, Ζαν ντε Με­να­σέ, α­πό ι­σχυ­ρή σε­φα­ρα­δί­τι­κη οι­κο­γέ­νεια της Αι­γύ­πτου, γνω­στής στον Κα­βά­φη. Πα­ρα­δό­ξως, αυ­τή η δη­μο­σίευ­ση δεν κα­τα­γρά­φε­ται στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, ού­τε στο Συ­μπλή­ρω­μά της, ό­που προ­στί­θε­ται η δη­μο­σίευ­ση στο «The Chapbook». Όπως και να έ­χει, το ά­θροι­σμα εί­ναι 14 ποιή­μα­τα σε πε­ριο­δι­κά, που γί­νο­νται 15, αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με ε­κεί­να στα δυο βι­βλία του Φόρ­στε­ρ, α­πό το 1919 μέ­χρι το 1928. O Φόρ­στε­ρ, πά­ντως, στά­θη­κε ο σύν­δε­σμος με τους εκ­δό­τες και των τεσ­σά­ρων πε­ριο­δι­κών για την α­πο­στο­λή με­τα­φρά­σεων και α­ντι­τύ­πων. Όσο για την έκ­δο­ση βι­βλίου Κα­βά­φη, του εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει τον εκ­δό­τη του, ε­νώ τον έ­φε­ρε σε ε­πα­φή με α­κό­μη έ­ναν Άγγλο εκ­δό­τη. Όλα αυ­τά, εν θερ­μώ, στην πρώ­τη πε­ρίο­δο. Με­τά το 1925, το εν­δια­φέ­ρον του α­το­νεί, πα­ρό­λο που ο Κα­βά­φης ε­ξα­κο­λου­θεί να στέλ­νει με­τα­φρα­σμέ­να ποιή­μα­τα. Μά­λι­στα, τα τε­λευ­ταία, του 1929, ό­χι μό­νο δεν δη­μο­σιεύ­θη­καν, αλ­λά χά­θη­καν και τα ί­χνη τους. 

Ετε­ρο­βα­ρείς ε­κτι­μή­σεις

Στην Ει­σα­γω­γή, υ­πάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες α­πό­λυ­τες στη δια­τύ­πω­σή τους α­πό­ψεις, που ε­λέγ­χο­νται για την α­κρί­βειά τους. Λ.χ., α­να­φε­ρό­με­νος ο ε­πι­με­λη­τής στη σχέ­ση των δύο συγγραφέων την ε­πο­χή της γνω­ρι­μίας τους, στην καρ­διά του Α΄ Πα­γκο­σμίου πο­λέ­μου, χα­ρα­κτη­ρί­ζει “διά­ση­μο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο” τον Φόρ­στερ και “ά­ση­μο ποιη­τή” τον Κα­βά­φη. Σφα­λε­ρή ε­κτί­μη­ση για αμ­φο­τέ­ρους, α­κό­μη κι αν ο γρά­φων έ­χει κα­τά νου μό­νο τον αγ­γλό­φω­νο κό­σμο. Με το μυ­θι­στό­ρη­μα «Χά­ουαρ­ντς Εντ», που ε­ξέ­δω­σε ο Φόρ­στερ το 1910, άρ­χι­σε να γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στός, αλ­λά ό­χι και διά­ση­μος. Όσο για τον Κα­βά­φη, εί­χε ή­δη κα­τα­κτή­σει α­ξιό­λο­γη θέ­ση στους Αι­γυ­πτιώ­τες και τη λο­γο­τε­χνι­κή σκη­νή της Αθή­νας. Ύστε­ρα, ο ε­πι­με­λη­τής προ­βαί­νει σε υ­πο­κει­με­νι­κές ε­κτι­μή­σεις, συ­στή­νο­ντας τον πρώ­το ως “α­ντιρ­ρη­σία συ­νεί­δη­σης, πα­ρα­τη­ρη­τή του πο­λέ­μου στην Αλε­ξάν­δρεια”, ε­νώ α­να­φέ­ρει τον δεύ­τε­ρο, σαν “τον μι­κρο-γρα­φειο­κρά­τη υ­πάλ­λη­λο στον δα­ντι­κό Τρί­το Κύ­κλο Αρδεύ­σεων”. Πα­ρό­μοιοι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί, με το εν­νοιο­λο­γι­κό βά­ρος που έ­χουν σή­με­ρα οι λέ­ξεις, προ­κα­τα­λαμ­βά­νουν.
Εκεί­νο, πά­ντως, που θα α­να­με­νό­ταν ει­σα­γω­γι­κά, εί­ναι η πα­ρου­σία­ση του αλ­λη­λο­γρά­φου Κα­βά­φη. Ο ε­πι­με­λη­τής χα­ρα­κτη­ρί­ζει “δει­νούς αλ­λη­λο­γρά­φους” και τους δυο, α­να­φέ­ρο­ντας τις κο­ντά δε­κα­πέ­ντε χι­λιά­δες σω­ζό­με­νες ε­πι­στο­λές του Φόρ­στε­ρ, ε­νώ, για τον Κα­βά­φη, πα­ρα­πέ­μπει στην ο­μι­λία Δα­σκα­λό­που­λου. Πρό­κει­ται για το μό­νο κεί­με­νο που α­να­φέ­ρε­ται στον “Κα­βά­φη ως ε­πι­στο­λο­γρά­φο” και σχο­λιά­ζει α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το, δη­λα­δή τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα της αλ­λη­λο­γρα­φίας του. Γε­νι­κό­τε­ρα, οι ση­μειώ­σεις της Ει­σα­γω­γής πά­σχουν ως προς την α­κρι­βο­λο­γία τους. Λ.χ., η ο­μι­λία Δα­σκα­λό­που­λου γί­νε­ται “δο­κί­μιο” και α­να­φέ­ρε­ται ό­τι εκ­δό­θη­κε ως μέ­ρος “με­λέ­της” α­ντί του ορ­θού, συ­να­γω­γής κει­μέ­νων. 
Επί­σης, στην Ει­σα­γω­γή δεν α­να­φέ­ρε­ται ό­τι πρό­κει­ται για τη δεύ­τε­ρη αυ­το­τε­λή έκ­δο­ση αλ­λη­λο­γρα­φίας Κα­βά­φη. Η προ­η­γού­με­νη, το 1979, πα­ρου­σία­ζε το έ­να μό­νο σκέ­λος, 43 ε­πι­στο­λές του Κα­βά­φη προς τον Μά­ριο Βαϊά­νο, σταλ­μέ­νες στο διά­στη­μα 1924-1931 (σε ση­μείω­ση, δί­νε­ται πα­ρα­πο­μπή ό­χι εξ αυ­το­ψίας). Σε α­ντί­θε­ση με την έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φίας του με τον Φόρ­στε­ρ, που πε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δυο σκέ­λη. Μό­νο που δια­σώ­θη­κε αμ­φι­με­ρώς μεν, αλ­λά χά­ρις σε μο­νο­με­ρές εν­δια­φέ­ρον. Ακρι­βέ­στε­ρα, οι ε­πι­στο­λές Φόρ­στερ φυ­λάχ­θη­καν α­πό τον Κα­βά­φη, μα­ζί με τα προ­σχέ­δια των δι­κών του ε­πι­στο­λών προς Φόρ­στερ. Μό­νο δυο ε­πι­στο­λές του δια­σώ­θη­καν στο πρω­τό­τυ­πο, 1/8/1924 και 15/10/1929. Το κοι­νό ση­μείο τους εί­ναι η α­να­φο­ρά στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Φόρ­στερ «Το πέ­ρα­σμα στην Ινδία». Στην Ει­σα­γω­γή α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “οι ε­πι­στο­λές του Κα­βά­φη πι­θα­νό­τα­τα κά­η­καν σε κά­ποια α­πό τις με­τα­κο­μί­σεις του Φόρ­στερ”, ε­νώ, σε ση­μείω­ση, γί­νε­ται λό­γος για “ε­κτε­τα­μέ­νη εκ­κα­θά­ρι­ση στην αλ­λη­λο­γρα­φία του” α­πό τον ί­διο κα­τά τη με­τα­κό­μι­ση του 1946. Δη­λα­δή, να συ­μπε­ρά­νου­με ό­τι ο Φόρ­στερ δεν α­ξιο­λό­γη­σε προς φύ­λα­ξη τις ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη, αλ­λά πε­ριέ­σω­σε τις συ­γκε­κρι­μέ­νες δυο χά­ριν των ε­παι­νε­τι­κών τό­νω­ν; Εάν ναι, τό­τε α­ξί­ζει έ­παι­νος στον Φόρ­στε­ρ, ό­χι μό­νο για το πό­σο τι­μού­σε τη φι­λία του με τον Αλε­ξαν­δρι­νό, αλ­λά, κυ­ρίως, την ποίη­σή του.

Λαν­θά­νου­σα ε­πι­στο­λή

Για την πρό­σφα­τη αλ­λη­λο­γρα­φία δί­νε­ται πί­να­κας 86 ε­πι­στο­λών κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά. Από αυ­τές οι 52 συ­νι­στούν την αλ­λη­λο­γρα­φία Φόρ­στε­ρ-Κα­βά­φη, ό­που μια δί­νε­ται σε δυο προ­σχέ­δια, ά­ρα πρό­κει­ται για 51 ε­πι­στο­λές: 28 του Φόρ­στερ και 23 του Κα­βά­φη. Αν τις συ­γκρί­νου­με με την κα­τα­γρα­φή του 1975 α­πό τον Σαβ­βί­δη, λεί­πει μια ε­πι­στο­λή του Φόρ­στε­ρ, αυ­τή της 24/7/1924. Πα­ρα­δό­ξως, η πα­ρά­λει­ψή της, λό­γω λά­θους ή εν­διά­με­σης α­πώ­λειας, ου­δό­λως σχο­λιά­ζε­ται. Σε αυ­τό το ε­πι­στο­λι­κό σώ­μα, προ­στί­θε­νται 34 ε­πι­στο­λές προς τρί­τους, κα­τα­νε­μη­μέ­νες ως ε­ξής: 18 Φόρ­στερ - Γιώρ­γου Βα­λα­σό­που­λου (17 προς Βα­λα­σό­που­λο και μια προς Φόρ­στερ), τρεις του Φόρ­στερ προς Αλέ­κο Σε­γκό­που­λο και α­πό μια προς Σαβ­βί­δη και Τ. Σ. Έλιο­τ, και τρεις προς τον Φόρ­στερ του ι­στο­ρι­κού Άρνολδ Τόυν­μπη, του νο­τιο­α­φρι­κα­νού συγ­γρα­φέα Ουίλ­λιαμ Πλό­μερ και του εκ­δό­τη Λε­ο­νάρ­ντ Βουλφ. Επί­σης, δυο ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη προς τον Βουλφ και μια προς τον φι­λο­λό­γο Μπο­να­μά Ντο­μπρέ, κα­θώς και πέ­ντε προς Κα­βά­φη, δυο του Βουλφ και α­πό μια, του ποιη­τή Χά­ρολ­ντ Μον­ρό, του Πλό­μερ και των εκ­δό­σεων Χό­γκαρθ. Που ση­μαί­νει ό­τι στα­χυο­λο­γού­νται 24 ε­πι­στο­λές α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία του Φόρ­στερ και ο­κτώ α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με ξέ­νους.
Με­τρού­με, ε­κτός των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων, εν­νέα πρό­σω­πα (3 Έλλη­νες) και έ­ναν εκ­δο­τι­κό οί­κο. Βα­σι­κό­τε­ρος ο Βα­λα­σό­που­λος, ο ο­ποίος, ω­στό­σο, ό­πως και οι άλ­λοι Αι­γυ­πτιώ­τες που α­να­φέ­ρο­νται στην Αλλη­λο­γρα­φία, δεν συ­στή­νε­ται ε­παρ­κώς. Ανα­φέ­ρε­ται λαν­θα­σμέ­να ως συμ­φοι­τη­τής του Φόρ­στε­ρ, ε­νώ, ό­ντας έ­ντε­κα χρό­νια νεό­τε­ρός του, τον γνω­ρί­ζει ως φοι­τη­τής στο Κέ­μπριτζ. Από οι­κο­γέ­νεια πα­λαιών Αι­γυ­πτιω­τών, ή­ταν φί­λος του Κα­βά­φη και ο ε­πι­λεγ­μέ­νος α­πό αυ­τόν με­τα­φρα­στής στα αγ­γλι­κά της ποίη­σής του. 
Το χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα της κυ­ρίως αλ­λη­λο­γρα­φίας, Φόρ­στε­ρ-Κα­βά­φη εί­ναι 16 χρό­νια (1917-1932), με τρία κε­νά έ­τη (1918, 1920,1928). Η συ­χνό­τη­τα εί­ναι έ­να με δυο γράμ­μα­τα για τα έ­ξη α­πό αυ­τά. Οπό­τε μέ­νουν ε­πτά έ­τη τα­κτι­κό­τε­ρης α­νταλ­λα­γής ε­πι­στο­λών (1919, 1922-1926, 1929), με δια­κύ­μαν­ση α­πό τρία έως ο­κτώ γράμ­μα­τα α­νά έ­τος.

Πρώ­τη συ­νά­ντη­ση

Το κυ­ρίως, ό­μως, εν­δια­φέ­ρον ε­νός ε­πι­στο­λι­κού σώ­μα­τος, ό­πως άλ­λω­στε ό­λων των τεκ­μη­ρίων, δεν εί­ναι το μέ­γε­θος, αλ­λά το πε­ριε­χό­με­νο. Δη­λα­δή, η μορ­φή της ε­πι­κοι­νω­νίας των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων, που έρ­χε­ται, σε πεί­σμα του τίτ­λου, να δεί­ξει την αι­σθη­τή α­πό­κλι­σή τους. Πα­ρεν­θε­τι­κά, πριν την α­νά­γνω­ση των ε­πι­στο­λών, να ση­μειώ­σου­με τα της πρώ­της τους συ­νά­ντη­σης. Ο ε­πι­με­λη­τής δί­νει την α­κρι­βή η­με­ρο­μη­νία, 7 Μαρ. 1916, και τον α­κρι­βή τό­πο, το Club Mohammed Ali, το ση­με­ρι­νό Center of Arts της Αλε­ξάν­δρειας. Ενώ, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι τους συ­νέ­στη­σε ο Ρό­μπερτ Φέρ­νες, φί­λος του Φόρ­στερ α­πό τα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια, τον ο­ποίο α­να­φέ­ρει και ο Φόρ­στερ σε ε­πι­στο­λή του. Σε ση­μείω­ση, ο ε­πι­με­λη­τής σχο­λιά­ζει την πι­θα­νό­τη­τα ο με­σο­λα­βη­τής να ή­ταν ο Ζωρζ Αντό­νιους ή ο Πε­ρι­κλής Ανα­στα­σιά­δης, ό­πως α­να­φέ­ρουν άλ­λες πη­γές. 
Από μια ά­πο­ψη, η ση­μείω­ση πε­ριτ­τεύει, α­φού και οι τρεις ερ­γά­ζο­νταν στην Υπη­ρε­σία Λο­γο­κρι­σίας Τύ­που, ό­που ο ελ­λη­νι­στής Φέρ­νες ή­ταν ο προϊστά­με­νος. Εκεί­νον τον εί­χε συ­στή­σει στον Κα­βά­φη ο φί­λος του Ανα­στα­σιά­δης, σύμ­φω­να και με τον βιο­γρά­φο του Κα­βά­φη, Ρό­μπερτ Λί­ντελ. Το πό­σο ση­μα­ντι­κή στά­θη­κε για τον ποιη­τή, η φι­λία του με τον Ανα­στα­σιά­δη, το σχο­λιά­ζει εν ε­κτά­σει ο Τσίρ­κας. Υπάρ­χουν, μά­λι­στα, και ε­πι­στο­λές Φόρ­στε­ρ-Ανα­στα­σιά­δη, οι ο­ποίες θα α­να­με­νό­ταν να συ­μπε­ρι­λη­φθούν με­τα­ξύ των άλ­λων ε­πι­στο­λών προς τρί­τους, κα­θώς φω­τί­ζουν τη σχέ­ση Κα­βά­φη-Φόρ­στερ. Δη­λα­δή, πλη­ρούν το κρι­τή­ριο, που έ­θε­σε ο ε­πι­με­λη­τής για τη συ­μπε­ρί­λη­ψη ε­πι­στο­λών προς τρί­τους.
Λεί­πει, ω­στό­σο, ση­μείω­ση του ε­πι­με­λη­τή για την πη­γή της α­κρι­βούς η­με­ρο­μη­νίας της συ­νά­ντη­σης Κα­βά­φη-Φόρ­στε­ρ, ό­ταν, μά­λι­στα, δεν α­να­φέ­ρε­ται ού­τε στη “χρο­νο­γρα­φία” των Δα­σκα­λό­που­λου - Μ. Στα­σι­νο­πού­λου. Βι­βλιο­γρα­φι­κά ε­νη­με­ρω­μέ­νη η “χρο­νο­γρα­φία” με βά­ση την Αλλη­λο­γρα­φία, ό­πως και ση­μειώ­νε­ται, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τους ξέ­νους και τις δη­μο­σιεύ­σεις με­τα­φρα­σμέ­νων ποιη­μά­των που α­να­φέ­ρο­νται στις ε­πι­στο­λές, με ε­ξαί­ρε­ση τον νε­α­ρό Με­να­σέ και τη δη­μο­σίευ­ση των με­τα­φρά­σεων στο πε­ριο­δι­κό των φοι­τη­τών του Πα­νε­πι­στη­μίου της Οξφόρ­δης. Επα­νερ­χό­με­νοι στον υ­πο­μνη­μα­τι­σμό της Αλλη­λο­γρα­φίας, να ση­μειώ­σου­με ό­τι υ­στε­ρεί ως προς το ελ­λη­νι­κό σκέ­λος, ό­σο α­φο­ρά πρό­σω­πα και δη­μο­σιεύ­σεις. 

Μο­νο­θε­μα­τι­κές 

Απο­μο­νώ­νο­ντας τις 22 ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη (19 σε προ­σχέ­διο, μια σε δυο προ­σχέ­δια και δυο σω­ζό­με­νες), έ­χου­με πε­ρί τις 14 σε­λί­δες (αν υ­πο­λο­γί­σου­με α­ραιο­γραμ­μέ­νες σε­λί­δες ε­πι­στο­λο­γρα­φίας, με πε­ρί­που 34 σει­ρές και 10 λέ­ξεις α­νά σει­ρά). Από τα σχε­διά­σμα­τα φαί­νε­ται προ­σπά­θεια πύ­κνω­σης ως προς το θε­μα­τι­κό τους ά­νοιγ­μα, ό­που α­πα­λεί­φο­νται μέ­χρι και ο­λό­κλη­ρες προ­τά­σεις. Συ­χνά α­πα­ντά­ει α­να­δρο­μι­κά σε δυο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­στο­λές του Φόρ­στερ. Θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν μο­νο­θε­μα­τι­κές. Επι­κε­ντρώ­νο­νται στις με­τα­φρά­σεις ποιη­μά­των του, που ε­τοι­μά­ζει ο Βα­λα­σό­που­λος, και τις δη­μο­σιεύ­σεις τους στα δυο βι­βλία του Φόρ­στερ και στα λον­δρέ­ζι­κα έ­ντυ­πα. Ο Κα­βά­φης, για ό­λες τις δη­μο­σιεύ­σεις και τα α­ντί­τυ­πα που λα­βαί­νει, ευ­χα­ρι­στεί, με ε­ξαί­ρε­ση το έ­να ποίη­μα στο πρώ­το βι­βλίο του Φόρ­στε­ρ, τον Οδη­γό της Αλε­ξάν­δρειας, στο ο­ποίο δεν γί­νε­ται κα­μία α­να­φο­ρά. Επί­σης, ευ­χα­ρι­στεί και για μνη­μο­νεύ­σεις της ποίη­σής του, προ­πα­ντός για το πρώ­το σχε­τι­κό άρ­θρο του Φόρ­στερ. Απο­φεύ­γει, ό­μως, α­να­φο­ρά στα λά­θη της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης. Η πα­ρα­πο­μπή, μά­λι­στα, στη διορ­θω­μέ­νη α­να­δη­μο­σίευ­ση του πε­ριο­δι­κού, στις 9/5/1919, δεν δί­νε­ται ού­τε α­πό τον ε­πι­με­λη­τή. Υπο­δει­κνύει λά­θη, μό­νο ό­ταν αυ­τό εί­ναι α­να­γκαίο, λό­γω α­να­δη­μο­σίευ­σης των ί­διων με­τα­φρα­σμέ­νων ποιη­μά­των στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Φόρ­στερ. Ωστό­σο, σε ε­πι­στο­λή, στις 20/8/1923, ό­που ο Φόρ­στερ του κά­νει λό­γο, για πρώ­τη φο­ρά, σχε­τι­κά με έκ­δο­ση βι­βλίου με ποιή­μα­τά του στον δι­κό του εκ­δό­τη, ε­κεί­νος δεν α­πα­ντά. Το α­να­φέ­ρει, ω­στό­σο, πα­ρεν­θε­τι­κά σε ε­πι­στο­λή ε­νά­μι­σι χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν ο Φόρ­στερ με­σο­λα­βεί σε δεύ­τε­ρο εκ­δό­τη. Ού­τε στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του εκ­δό­τη του Φόρ­στε­ρ, που α­κο­λου­θεί έ­να μή­να αρ­γό­τε­ρα, α­πα­ντά­ει. Θα α­πα­ντή­σει στη δεύ­τε­ρη, δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­τι ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται, ό­ταν συ­μπλη­ρω­θεί ο ζη­τού­με­νος α­ριθ­μός με­τα­φρα­σμέ­νων ποιη­μά­των. Δεν θα συμ­φω­νού­σα­με, ω­στό­σο, με τη δια­τύ­πω­ση του ε­πι­με­λη­τή ό­τι “ο Κα­βά­φης δεν υ­πήρ­ξε πο­λύ ει­λι­κρι­νής στην ε­πι­στο­λι­κή του ε­πι­κοι­νω­νία με τον Φόρ­στερ”. Η Αλ­λη­λο­γρα­φία δεί­χνει μια δι­πλω­μα­τι­κή στά­ση, κα­θώς και δια­φο­ρε­τι­κές ε­κτι­μή­σεις για τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο προ­βο­λής ε­νός έρ­γου. Ο Κα­βά­φης πι­στεύει στην α­ξία της δη­μο­σίευ­σης ε­νός ποιή­μα­τος σε έ­ντυ­πο, ε­νώ ο Άγγλος θεω­ρεί ό­τι το παν εί­ναι η έκ­δο­ση βι­βλίου. 
Πά­ντα ευ­γε­νι­κός ο Κα­βά­φης, συ­μπλη­ρώ­νει τις ε­πι­στο­λές του με ει­δή­σεις για κοι­νούς φί­λους ή και γνω­στούς του Φόρ­στε­ρ, που τον ε­πι­σκέ­πτο­νται συ­στη­μέ­νοι α­πό ε­κεί­νον. Στις έ­ξι ε­πι­στο­λές της τε­λευ­ταίας τε­τρα­ε­τίας 1929-1932, α­να­φέ­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στις λο­γο­τε­χνι­κές και πα­νε­πι­στη­μια­κές ε­πι­τυ­χίες του Φόρ­στερ και σε βι­βλία τρί­των που ε­κεί­νος του στέλ­νει, ε­νώ μνη­μο­νεύει και δη­μο­σίευ­ση ποιη­μά­των του σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Στις ε­πι­στο­λές του, δεν α­να­φέ­ρει τη γνω­ρι­μία τους, ε­νώ μνη­μο­νεύει τις δυο ε­πι­σκέ­ψεις του Φόρ­στε­ρ, Ιαν. 1922 και στις 14 Σεπ. 1929, η­μέ­ρα Τρί­τη. Του­λά­χι­στον αυ­τήν την η­με­ρο­μη­νία α­να­κοι­νώ­νει ο Φόρ­στερ στις υ­περ­δι­πλά­σιες σε­λί­δες των ε­πι­στο­λών του. 

Πε­ρί οι­κειό­τη­τας

Η Αλλη­λο­γρα­φία δεί­χνει ό­τι στη σχέ­ση τους δεν υ­πήρ­χε ε­κεί­νη η οι­κειό­τη­τα, που θα ε­πέ­τρε­πε α­νοίγ­μα­τα ε­πί των προ­σω­πι­κών τους. Ο Φόρ­στε­ρ, α­κό­μη και στην τε­λευ­ταία ε­πί­σκε­ψή του, “δεν του εί­πε ό­τι έ­χει γρά­ψει έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα και με­ρι­κά διη­γή­μα­τα που δεν μπο­ρούν να δη­μο­σιευ­θούν και που θα ή­θε­λε να τα εί­χε δει” ο Κα­βά­φης, ό­πως του γρά­φει εκ των υ­στέ­ρων, στις 26 Σεπ. 1929. Υπαι­νίσ­σε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα «Μω­ρίς» και διη­γή­μα­τα, γραμ­μέ­να πριν τη γνω­ρι­μία τους, που στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό ο­μο­φυ­λό­φι­λες ε­μπει­ρίες. Γι’ αυ­τό και προ­κα­λεί α­πο­ρία η α­να­γρα­φή στο Ευ­ρε­τή­ριο της λέ­ξης ο­μο­φυ­λο­φι­λία ως θε­μα­τι­κή υ­πο­κα­τη­γο­ρία στο ό­νο­μα Φόρ­στερ. Η πα­ρα­πο­μπή α­φο­ρά ση­μείω­ση της Ει­σα­γω­γής. Εκεί, ο ε­πι­με­λη­τής σχο­λιά­ζει ό­τι “το θέ­μα της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας κα­θώς και η ση­μα­ντι­κή ε­πί­δρα­ση του Κα­βά­φη στην ε­ρω­τι­κή πο­ρεία του Φόρ­στερ ε­ξε­τά­ζο­νται σε βά­θος” στη σχε­τι­κή με­λέ­τη του, προ­σθέ­το­ντας, “η αλ­λη­λο­γρα­φία προ­φα­νώς α­πο­φεύ­γει ο­ποια­δή­πο­τε α­νοι­χτή μνεία του θέ­μα­τος.” Ακρι­βέ­στε­ρα, η με­λέ­τη α­να­φέ­ρε­ται στην ε­πί­δρα­ση της ε­ρω­τι­κής ποίη­σης του Κα­βά­φη στο έρ­γο του Φόρ­στερ. 
Όσο για την Αλλη­λο­γρα­φία, δεν δια­φαί­νε­ται η πα­ρα­μι­κρή τά­ση α­πό­κρυ­ψης ή α­πο­φυ­γής, α­φού δεν γί­νε­ται λό­γος για κα­μιάς μορ­φής ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις. Μό­νο στην Ει­σα­γω­γή, ο ε­πι­με­λη­τής πα­ρα­θέ­τει την ε­ρω­τι­κή σχέ­ση του Φόρ­στερ με νε­α­ρό Αι­γύ­πτιο, για­τί θεω­ρεί ό­τι στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κή στη συγ­γρα­φι­κή του ε­ξέ­λι­ξη, αλ­λά και για­τί υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι την α­να­φέ­ρει πλα­γίως ο Φόρ­στερ στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του προς Κα­βά­φη, στις 12/5/1917. Η εν λό­γω ε­πι­στο­λή ξε­κι­νά με την κρυ­πτι­κή φρά­ση: “I think I will herald my resurrection by a letter.” (“Σκέ­πτο­μαι να α­ναγ­γεί­λω την α­νά­στα­σή μου δι’ ε­πι­στο­λής.”) Με τη λέ­ξη “α­νά­στα­ση” θα μπο­ρού­σε χιου­μο­ρι­στι­κά να α­να­φέ­ρε­ται στην ε­πα­νεμ­φά­νι­σή του με­τά α­πό πολ­λές ε­βδο­μά­δες που εί­χε να τον ε­πι­σκε­φθεί, ό­πως γρά­φει στη συ­νέ­χεια. Ο ε­πι­με­λη­τής, ό­μως, θεω­ρεί ό­τι υ­πο­νο­εί την ε­ρω­τι­κή του σχέ­ση. Κα­τ’ αυ­τόν, “his first full-fledged romantic relationship” (“την πρώ­τη ου­σια­στι­κή αι­σθη­μα­τι­κή σχέ­ση”). Στην Ει­σα­γω­γή, πα­ραλ­λάσ­σει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό σε “πρώ­τη ου­σια­στι­κή σε­ξουα­λι­κά σχέ­ση”. Με άλ­λα λό­για, το θέ­μα της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας μπή­κε α­πό το πα­ρά­θυ­ρο στην Αλλη­λο­γρα­φία, με ερ­μη­νείες ε­λα­φρώς τρα­βηγ­μέ­νες α­πό τα μαλ­λιά. Από μια ά­πο­ψη, ω­στό­σο, θα ή­ταν πα­ρά­λει­ψη, σε έ­να βι­βλίο για τον Κα­βά­φη κα­τά το ε­πε­τεια­κό 2013, να μην υ­πάρ­χει ού­τε λέ­ξη πε­ρί ο­μο­φυ­λο­φι­λίας και δη, ως “ου­σια­στι­κής σε­ξουα­λι­κά σχέ­σης” και ό­χι, ως “full-fledged romantic”. 
Η Αλλη­λο­γρα­φία εί­ναι, τε­λι­κά, ό­χι μό­νο α­τε­λής, του­λά­χι­στον στο φι­λο­λο­γι­κό μέ­ρος, αλ­λά και με­ρο­λη­πτι­κή υ­πέρ ο­ρι­σμέ­νων πτυ­χών.


Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/6/2013.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Μια βραχύβια εφημερίδα



 Ο ένας εκ των εκδοτών της βραχύβιας εφημερίδας «Αθήναι»,
ο Παύλος Νιρβάνας, σε γελοιογραφικό σκίτσο. 

«Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά»
Τεύ­χος 33
Άνοι­ξη 2013
Λευ­κω­σία, Κύ­προς
Την προη­γού­με­νη Κυ­ρια­κή πα­ρου­σιά­σα­με, εν συ­ντο­μία, τα πε­ριε­χό­με­να του τε­λευ­ταί­ου τεύ­χους του κυ­πρια­κού πε­ριο­δι­κού «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά». Όπως εί­χα­με υπο­σχε­θεί, επα­νερ­χό­μα­στε σε ένα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό», με τί­τλο, «Η εφη­με­ρί­δα Αθή­ναι(1884) του Ξε­νό­που­λου και του Νιρ­βά­να». Επα­νερ­χό­μα­στε, όχι τό­σο για το κυ­ρί­ως θέ­μα του, τη βρα­χύ­βια αθη­ναϊ­κή εφη­με­ρί­δα «Αθή­ναι», αλ­λά για­τί δί­νει την ευ­και­ρία να σταθ­μί­σου­με την αξιο­πι­στία των αυ­το­βιο­γρα­φι­κών κει­μέ­νων των δυο λο­γο­τε­χνών, τα οποία συ­χνά χρη­σι­μο­ποιού­νται προς τεκ­μη­ρί­ω­ση γε­γο­νό­των. “Η εφη­με­ρί­δα πράγ­μα­τι κυ­κλο­φό­ρη­σε, με κύ­ριους πρω­τερ­γά­τες τα δυο αυ­τά πρό­σω­πα, αλ­λά ού­τε η χρο­νο­λό­γη­σή της εί­ναι σα­φής ού­τε το εί­δος των συ­νερ­γα­σιών και οι συ­νερ­γά­τες”, πα­ρα­τη­ρεί ο συ­ντά­κτης του εν λό­γω «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κού», Λά­μπρος Βα­ρε­λάς. Εμείς θα προ­σθέ­τα­με ότι η χρο­νο­λό­γη­ση, όχι μό­νο δεν εί­ναι σα­φής, αλ­λά, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, εί­ναι λαν­θα­σμέ­νη, όπως και τα ονό­μα­τα ορι­σμέ­νων του­λά­χι­στον συ­νερ­γα­τών.
Ο Βα­ρε­λάς προ­σθέ­τει προς υπε­ρά­σπι­σή τους: “Και τού­το, για­τί και οι δυο τους γρά­φουν για την εφη­με­ρί­δα και την έκ­δο­σή της πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με απο­τέ­λε­σμα να λη­σμο­νούν πρό­σω­πα και να συγ­χέ­ουν πε­ρι­στα­τι­κά.” Αναμ­φι­βό­λως, αυ­τό ισχύ­ει, αφού η πρώ­τη ανα­φο­ρά γί­νε­ται σε αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο του 1919, δη­λα­δή κο­ντά σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Πά­ντως, αμ­φό­τε­ροι εί­χαν κύ­ριο μέ­λη­μα τη γλα­φυ­ρό­τη­τα των απο­μνη­μο­νευ­μά­των τους, κα­θώς αυ­τά δη­μο­σιεύ­ο­νταν, σε συ­νέ­χειες, σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά ευ­ρεί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας. Ιδιαί­τε­ρα, ο Ξε­νό­που­λος, όταν το θέ­μα διέ­θε­τε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­πως πρω­τό­τυ­πα, που θα μπο­ρού­σαν να κι­νή­σουν την πε­ριέρ­γεια του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού, εν­δί­δει και σε κά­ποια μυ­θο­πλα­στι­κή διάν­θι­ση. Με απο­τέ­λε­σμα, οι μέ­χρι σή­με­ρα ανα­φο­ρές στην εφη­με­ρί­δα να εί­ναι εσφαλ­μέ­νες, ακρι­βώς για­τί βα­σί­ζο­νταν στα φι­λο­λο­γι­κά απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα των εκ­δο­τών της. Αυ­τές  δια­σα­φη­νί­ζει η αυ­το­ψία της εφη­με­ρί­δας από τον Βα­ρε­λά, που την ανα­ζή­τη­σε στη Βι­βλιο­θή­κη της Βου­λής, όπου σώ­ζο­νται τρία φύλ­λα.
Μια πρώ­τη πε­ρι­γρα­φή της εφη­με­ρί­δας έχει δώ­σει ο Γιώρ­γος Βα­λέ­τας στα πε­ντά­το­μα Άπα­ντα Νιρ­βά­να, που εξέ­δω­σε το 1967. Κι αυ­τός εξ αυ­το­ψί­ας, με βά­ση τα φύλ­λα της εφη­με­ρί­δας, που σώ­ζο­νταν στο Αρ­χείο Νιρ­βά­να. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πε­ρι­γρά­φει το δεύ­τε­ρο, τρί­το και τέ­ταρ­το φύλ­λο, ενώ ο Βα­ρε­λάς το πρώ­το, δεύ­τε­ρο και τέ­ταρ­το. Σύμ­φω­να με την προ­με­τω­πί­δα της εφη­με­ρί­δας, πρό­κει­ται για “φύλ­λον εβδο­μα­διαί­ον”, οκτα­σέ­λι­δο, με τι­μή εκά­στου φύλ­λου 10 λε­πτά, όσο δη­λα­δή ήταν η συ­νή­θης τι­μή των οκτα­σέ­λι­δων εφη­με­ρί­δων. Τα τέσ­σε­ρα σω­ζό­με­να φύλ­λα φέ­ρουν ημε­ρο­μη­νί­ες: 23.11.1884, 29.11.1884, 7.12.1884 και 14.12.1884. Μη έχο­ντας το πρώ­το φύλ­λο ο Βα­λέ­τας, το το­πο­θε­τεί και δι­καί­ως, στις 22 του μη­νός, ημέ­ρα Σάβ­βα­το. Ωστό­σο, η εφη­με­ρί­δα ήταν κυ­ρια­κά­τι­κη, όπως σω­στά, εν προ­κει­μέ­νω, μνη­μο­νεύ­ει ο Νιρ­βά­νας. Άγνω­στο για­τί, το δεύ­τε­ρο φύλ­λο βγή­κε με την ημε­ρο­μη­νία του Σαβ­βά­του. Και οι δυο με­λε­τη­τές υπο­στη­ρί­ζουν ότι η εφη­με­ρί­δα κυ­κλο­φό­ρη­σε μό­νο αυ­τά τα τέσ­σε­ρα φύλ­λα. Επί­σης, ο Βα­ρε­λάς πι­στεύ­ει πως το τρί­το τεύ­χος του Αρ­χεί­ου Νιρ­βά­να ήταν το μο­να­δι­κό σω­ζό­με­νο. Πλη­ρο­φο­ρεί, επί­σης, ότι, με­τά το 1968, τα ίχνη του Αρ­χεί­ου χά­νο­νται. Μπο­ρεί, όμως, να κυ­κλο­φό­ρη­σαν και πε­ρισ­σό­τε­ρα φύλ­λα, όπως μπο­ρεί να σώ­ζο­νται και άλ­λα σώ­μα­τα της εφη­με­ρί­δας, αφού ελά­χι­στα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζου­με για τα υπό­λοι­πα μέ­λη της φοι­τη­τι­κής πα­ρέ­ας, που την έβγα­ζε και η οποία φαί­νε­ται ότι ήταν πο­λυ­με­λής. Ας επα­νέλ­θου­με, όμως, στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα των Ξε­νό­που­λου και Νιρ­βά­να, κα­θώς φαί­νε­ται πως ού­τε αυ­τά εί­ναι γνω­στά στο σύ­νο­λό τους στους με­λε­τη­τές.
Κα­τ’ αρ­χάς, τα φι­λο­λο­γι­κά τους απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα έχουν πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας εκ­δο­χές. Ο Ξε­νό­που­λος έγρα­φε και ξα­νά­γρα­φε τις ανα­μνή­σεις του. Τις ξε­κι­νού­σε για μια εφη­με­ρί­δα αλ­λά κά­τι συ­νέ­βαι­νε, διέ­κο­πτε και ξα­νάρ­χι­ζε για άλ­λη. Συ­νο­λι­κά δη­μο­σί­ευ­σε τρεις αυ­το­βιο­γρα­φί­ες σε συ­νέ­χειες: Στην «Κα­θη­με­ρι­νή» του Γε­ωρ­γί­ου Βλά­χου (15.9.1919-9.4.1920), όπου έφθα­σε την αφή­γη­ση της ζω­ής του μέ­χρι το 1895, πα­ρά τον τί­τλο, που εί­χε επι­λέ­ξει, «Τριά­ντα χρό­νια φι­λο­λο­γι­κής ζω­ής». Στην «Εσπέ­ρα» του Δη­μή­τρη Πουρ­νά­ρα (7.11.1925-7.3.1926), με τον ίδιο τί­τλο, ξε­κι­νώ­ντας και πά­λι από την αρ­χή, αλ­λά, αυ­τήν τη φο­ρά, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας την τρια­κο­ντα­ε­τία που υπο­σχό­ταν με τον τί­τλο. Και στα «Αθη­ναϊ­κά Νέα» (22.9.1938-18.2.1939), όπου δί­νει μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη εκ­δο­χή για τα πε­νή­ντα πλέ­ον χρό­νια της φι­λο­λο­γι­κής ζω­ής του, με τί­τλο, «Η ζωή μου σαν μυ­θι­στό­ρη­μα». Με­τά θά­να­το, αυ­τή η μορ­φή εκ­δό­θη­κε στον πρώ­το τό­μο των πρώ­των του Απά­ντων, εκεί­νων από τις εκ­δό­σεις Μπί­ρη και αυ­το­τε­λώς, στον 38ο τό­μο των δεύ­τε­ρων Απά­ντων του στις εκ­δό­σεις Βλάσ­ση. Σε αυ­τήν την εκ­δο­χή, στη­ρί­ζο­νται, κα­τά κα­νό­να, οι με­λε­τη­τές.
Από όσο γνω­ρί­ζου­με, δυο φο­ρές, σε από­στα­ση κο­ντά μιας δε­κα­ε­τί­ας, δη­μο­σί­ευ­σε σει­ρά ανα­μνή­σε­ων ο Νιρ­βά­νας. Στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να και των δυο δεν ανα­φέ­ρο­νται οι χρο­νο­λο­γί­ες όσων μνη­μο­νεύ­ο­νται. Στον Ξε­νό­που­λο συ­νά­γο­νται από το ξε­δί­πλω­μα της αφή­γη­σης, που ακο­λου­θεί χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, χω­ρίς να λεί­πουν οι ανα­δρο­μές, οι οποί­ες απο­σκο­πούν στη συ­μπλή­ρω­ση επι­μέ­ρους ιστο­ριών. Στον Νιρ­βά­να, τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα εί­ναι απο­σπα­σμα­τι­κά, κα­θώς επι­κε­ντρώ­νο­νται σε πρό­σω­πα, κά­πο­τε και σε θέ­μα­τα. Η χρο­νο­λό­γη­ση θα ανα­με­νό­ταν κα­τά την κα­τάρ­τι­ση των Απά­ντων του. Το κύ­ριο, όμως, μέ­λη­μα του Βα­λέ­τα ήταν η συ­γκέ­ντρω­ση των διά­σπαρ­των κει­μέ­νων. Κρί­νο­ντας εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος, μάλ­λον αδια­φό­ρη­σε για επι­κα­λύ­ψεις και ακρι­βείς χρο­νο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές.
Και ερ­χό­μα­στε στα στοι­χεία που δί­νουν για την εφη­με­ρί­δα «Αθή­ναι». Ο Ξε­νό­που­λος, στην τε­λι­κή εκ­δο­χή της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του, το­πο­θε­τεί την έκ­δο­ση της εφη­με­ρί­δας στο πρώ­το από τα τρία τε­λευ­ταία φοι­τη­τι­κά του χρό­νια, με­τά τη μα­κρά πα­ρα­μο­νή του στη Ζά­κυν­θο από Ιούν. 1885 μέ­χρι Σεπ. 1886, λό­γω της επι­στρά­τευ­σης του Δε­λι­γιάν­νη και της μη λει­τουρ­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Δη­λα­δή, κα­τά το ακα­δη­μαϊ­κό έτος 1886-1887. Επί­σης, στην πρώ­τη εκ­δο­χή, ανα­φέ­ρει ότι η εφη­με­ρί­δα του Γε­ωρ­γί­ου Πωπ, που “τους... έκλε­ψε τον τί­τλο”, εμ­φα­νί­στη­κε με­τά δε­κα­πέ­ντε έτη. Ως γνω­στόν, το πρώ­το φύλ­λο της μα­κρό­βιας ομό­τι­τλης εφη­με­ρί­δας κυ­κλο­φό­ρη­σε 19 Οκτ. 1902. Με βά­ση αυ­τά, στις μέ­χρι σή­με­ρα ανα­φο­ρές, με γνω­στό­τε­ρη εκεί­νη στο Λεύ­κω­μα Ξε­νό­που­λου, που εξέ­δω­σε ο Διο­νύ­σης Ν. Μου­σμού­της το επε­τεια­κό 2001, η έκ­δο­ση της εφη­με­ρί­δας το­πο­θε­τεί­ται το 1886.
Ο Νιρ­βά­νας ανα­φέ­ρει ότι την επο­χή που έβγα­λαν την εφη­με­ρί­δα τους ήταν δε­κα­ε­φτά χρό­νων και φοι­τη­τής. Θυ­μί­ζου­με ότι εί­ναι γεν­νη­μέ­νος στις 14.5.1866 και ο Ξε­νό­που­λος, στις 8.12.1867. Ανε­ξάρ­τη­τα από τη δια­φο­ρε­τι­κή χρο­νο­λό­γη­ση, και για τους δυο η εφη­με­ρί­δα απο­τε­λεί συ­νέ­χεια του «Συλ­λό­γου των Φοι­τη­τών», του πρώ­του φοι­τη­τι­κού συλ­λό­γου, που ιδρύ­θη­κε φθι­νό­πω­ρο 1883. Τό­τε, ο Νιρ­βά­νας ήταν δευ­τε­ρο­ε­τής Ια­τρι­κής και ο Ξε­νό­που­λος πρω­το­ε­τής Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κής. Όπως απο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά, η εφη­με­ρί­δα ξε­κί­νη­σε το επό­με­νο ακα­δη­μαϊ­κό έτος, 1884. Δεν μπο­ρεί, όμως, να απο­κλει­σθεί η κυ­κλο­φο­ρία ομό­τι­τλου πε­ριο­δι­κού, ένα ή δυο τεύ­χη, αρ­γό­τε­ρα, με­τά το κε­νό της επι­στρά­τευ­σης, φθι­νό­πω­ρο 1886. Άλ­λω­στε, ο Νιρ­βά­νας, άλ­λο­τε ανα­φέ­ρε­ται σε “εβδο­μα­διαία φι­λο­λο­γι­κή και ευ­θυ­μο­γρα­φι­κή εφη­με­ρί­δα” και άλ­λο­τε σε πε­ριο­δι­κό. Έτσι, η Μα­ριάν­να Δή­τσα στο λήμ­μα Νιρ­βά­να της Γραμ­μα­το­λο­γί­ας Σο­κό­λη κά­νει λό­γο για έκ­δο­ση “φι­λο­λο­γι­κού σα­τι­ρι­κού πε­ριο­δι­κού”.
Ο Ξε­νό­που­λος, στην τε­λι­κή εκ­δο­χή, ανα­φέ­ρει ως συ­νερ­γά­τες τους Πε­ρι­κλή Ρα­φτό­που­λο, Πέ­τρο Απο­στο­λί­δη, Αντώ­νη Μά­τε­σι, Αγη­σί­λαο Αρ­τέ­μη, Θε­ό­δω­ρο Βελ­λια­νί­τη (σύμ­φω­να με τη δι­κή του σει­ρά και ορ­θο­γρα­φία). Να θυ­μί­σου­με, ότι ο Νιρ­βά­νας, τό­τε ακό­μη, υπέ­γρα­φε ως Πέ­τρος Απο­στο­λί­δης. Το ψευ­δώ­νυ­μο, με το οποίο κα­τα­γρά­φτη­κε στη λο­γο­τε­χνία, προ­έ­κυ­ψε δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Στην πρώ­τη εκ­δο­χή του 1919, ανα­φέ­ρει και πά­λι πέ­ντε, αλ­λά­ζο­ντας σει­ρά, ορ­θο­γρά­φη­ση και έναν συ­νερ­γά­τη. Συ­γκε­κρι­μέ­να, μνη­μο­νεύ­ει τους Πέ­τρο Απο­στο­λί­δη, Θε­ό­δω­ρο Βελ­λια­νί­τη, Νι­κό­λαο Στα­μα­τέ­λο, Αντώ­νιο Μά­τε­σι, Πε­ρι­κλή Ραυ­τό­που­λο. Ενώ, ο Νιρ­βά­νας, εκτός του Ξε­νό­πο­λου, ανα­φέ­ρει τους Θε­ό­δω­ρο Βελ­λια­νί­τη, Ιω­άν­νη Δ. Στα­μα­τέ­λο (αντί Νι­κό­λαο Στα­μα­τέ­λο), Γε­ώρ­γιο Βα­λα­βά­νη, Αγη­σί­λαο Αρ­τέ­μη και Πε­ρι­κλή Ραυ­τό­που­λο.
Και οι δυο αφη­γού­νται τον βίο και την πο­λι­τεία του τε­λευ­ταί­ου, σε πα­ραλ­λα­γές ως προς την κλε­πτο­μα­νία του και την κα­τά­λη­ξή του, με­τά την κλο­πή από το Νο­μι­σμα­τι­κό Μου­σείο Αθη­νών, στις 30 Οκτ. 1887. Δη­λα­δή, την ανα­χώ­ρη­σή του για το Πα­ρί­σι, την εκεί κλο­πή, σύλ­λη­ψη και φυ­λά­κι­ση. Κυ­ρί­ως, δια­φο­ρο­ποιού­νται όσο αφο­ρά το τέ­λος της ζω­ής του.  Ο Ξε­νό­που­λος τον πα­ρου­σιά­ζει να πε­θαί­νει στη φυ­λα­κή, ενώ ο Νιρ­βά­νας, ανα­φέ­ρει ότι, με τη γοη­τεία που ασκού­σε στους γύ­ρω του, επέ­τυ­χε να του δο­θεί χά­ρη. Στη συ­νέ­χεια, κα­τέ­φυ­γε στην Αμε­ρι­κή και εκεί πέ­θα­νε.
Ο Ξε­νό­που­λος απο­δί­δει σε αυ­τόν, κα­θώς ήταν ο υπεύ­θυ­νος για την οι­κο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση της εφη­με­ρί­δας, το κλεί­σι­μό της. Ανα­φέ­ρει “ότι το τέ­ταρ­τον ή πέμ­πτον φύλ­λον δεν εί­χαν χρή­μα­τα να το τυ­πώ­σουν”, πα­ρό­λο που η εφη­με­ρί­δα εί­χε “τό­σο κα­λήν κυ­κλο­φο­ρί­αν”. Αντι­θέ­τως, ο Νιρ­βά­νας διε­κτρα­γω­δεί “την κα­τά ανά­πο­δη γε­ω­με­τρι­κή πρό­ο­δο” αγο­ρα­στι­κή κί­νη­ση της εφη­με­ρί­δας, από 2 000 φύλ­λα στο πρώ­το σε 200 στο δεύ­τε­ρο και μό­λις 20 στο τρί­το. Ο Νιρ­βά­νας προσ­διο­ρί­ζει και το Τυ­πο­γρα­φείο στο οποίο τυ­πω­νό­ταν. Ήταν το ιδιό­κτη­το του Ευάγ­γε­λου Κο­φι­νιώ­τη, ο οποί­ος δί­δα­σκε για ένα διά­στη­μα στο Γυ­μνά­σιο Πει­ραιώς. Με­σο­λα­βη­τής μπο­ρεί να στά­θη­κε κά­ποιος από τους Πει­ραιώ­τες της πα­ρέ­ας. Ίσως ο ίδιο ο Νιρ­βά­νας ή ο με­γα­λύ­τε­ρος της συ­ντρο­φιάς, ο Βελ­λια­νί­της, που μπο­ρεί και να τον εί­χε κα­θη­γη­τή. Ωστό­σο, στη μό­νι­μη στή­λη «Χρο­νι­κά» του δεύ­τε­ρου φύλ­λου της εφη­με­ρί­δας, σκω­πτι­κά και εμ­μέ­σως, ανα­φέ­ρε­ται άλ­λο αθη­ναϊ­κό τυ­πο­γρα­φείο.
Ο Βα­ρε­λάς πα­ρα­θέ­τει αλ­φα­βη­τι­κό κα­τά­λο­γο των συ­νερ­γα­τών των τριών φύλ­λων (1,2,4). Συ­νο­λι­κά, 17 συ­ντά­κτες. Τρεις υπο­γρά­φουν με τα ονο­μα­τε­πώ­νυ­μά τους. Αυ­τοί εί­ναι οι τρεις πρε­σβύ­τες, που συμ­με­τέ­χουν προς υπο­στή­ρι­ξη της ομά­δας των νέ­ων: Ει­ρη­ναί­ος Ασώ­πιος, Αν­δρέ­ας Λα­σκα­ρά­τος, Αχιλ­λέ­ας Πα­ρά­σχος. Τέσ­σε­ρις, με τα μι­κρά τους ονό­μα­τα, κα­θώς τα μέ­λη της πα­ρέ­ας “εί­χαν απο­φα­σί­σει να λά­βουν όλοι ως ψευ­δώ­νυ­μα τα μι­κρά τους ονό­μα­τα”, όπως γρά­φει ο Ξε­νό­που­λος στην πρώ­τη εκ­δο­χή των Απο­μνη­μο­νευ­μά­των του: Γρη­γό­ριος, Θε­ό­δω­ρος, Πε­ρι­κλέ­τος (όπως, σύμ­φω­να με τον Νιρ­βά­να, “απο­κα­λού­σαν χαϊ­δευ­τι­κά τον Ραυ­τό­που­λο”), Πέ­τρος. Και δέ­κα ψευ­δώ­νυ­μα, για τα οποία ο Βα­ρε­λάς προ­τεί­νει κά­ποιες ταυ­τί­σεις.
Πα­ρό­λο που οι συ­ντά­κτες της εφη­με­ρί­δας χρη­σι­μο­ποιού­σαν κά­ποια από τα ψευ­δώ­νυ­μα και σε άλ­λα έντυ­πα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έχουν δια­λά­θει της συ­στη­μα­τι­κής κα­τα­γρα­φής. Αξί­ζει, λοι­πόν, να ανα­φέ­ρου­με κά­ποια βοη­θη­τι­κά στοι­χεία: Το Γλαυξ απα­ντά­ται σε ένα κεί­με­νο του τέ­ταρ­του τεύ­χους, με τί­τλο, «Πα­νε­πι­στη­μια­κά», που αφο­ρά τρι­το­ε­τείς φοι­τη­τές της Νο­μι­κής. Αυ­τήν τη στή­λη την γρά­φουν εκ πε­ρι­τρο­πής, ανά­λο­γα με το θέ­μα, κά­ποιος με αντί­στοι­χες σπου­δές. Κα­τά τον Ξε­νό­που­λο, τα μέ­λη της πα­ρέ­ας ήταν ως επί το πλεί­στον της Νο­μι­κής. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο Μά­τε­σις, αν και αυ­τός εί­ναι τό­τε πρω­το­ε­τής. Το Ια­τρός, σε κεί­με­νο του δεύ­τε­ρου τεύ­χους με τον ίδιο γε­νι­κό τί­τλο, αλ­λά ια­τρι­κού θέ­μα­τος, την μη ύπαρ­ξη Αστυ­κλι­νι­κής συ­φι­λι­δι­κών αντρών. Ο Βα­ρε­λάς προ­τεί­νει τον Νιρ­βά­να ή τον πρό­ε­δρο του «Συλ­λό­γου των Φοι­τη­τών» Ευ­στά­θιο Βερ­ροιώ­τη. Ίσως να πρό­κει­ται για τον δεύ­τε­ρο, που ήταν ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος σε κοι­νω­νι­κά θέ­μα­τα. Μό­λις εί­χε εκ­δώ­σει το πό­νη­μα, «Σε­λί­δες του κοι­νω­νι­κού βί­ου ή κα­τα­στρο­φή ενός σπου­δα­στού». Όσο για το πα­ρά­ξε­νο Λε­πλε­πι­τζής, να θυ­μί­σου­με ότι το 1883 εί­χε ανέ­βει αρ­με­νι­κή οπε­ρέ­τα στο Φά­λη­ρο με αυ­τόν τον τί­τλο. Άρα, πρό­κει­ται για κά­ποιον θε­α­τρό­φι­λο και ποι­η­τή, κα­θώς απα­ντά­ται ως υπο­γρα­φή σε ποί­η­μα. Και πά­λι, ένας υπο­ψή­φιος εί­ναι ο Μά­τε­σις. Όπως και για το Μαχ­μουρ­λής, με το οποίο υπο­γρά­φο­νται οι ει­δή­σεις από τις ερ­γα­σί­ες της Βου­λής, οπό­τε θα ταί­ρια­ζε ένας νο­μι­κός. Αλ­λά και το Matto, με το οποίο υπο­γρά­φε­ται θε­α­τρι­κή κρι­τι­κή και ποί­η­μα, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πα­ραλ­λα­γή του ονό­μα­τός του. Για το Πει­ραιώ­της, υπο­ψή­φιοι εί­ναι οι Νιρ­βά­νας και Βελ­λια­νί­της. Ο Γιώρ­γος Στρα­τή­γης που προ­τεί­νει ο Βα­ρε­λάς εί­ναι μεν Πει­ραιώ­της, αλ­λά με­γα­λύ­τε­ρος και δεν εί­ναι μέ­λος της πα­ρέ­ας. Τα Πραφ και Πραφ-Θαβ θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λούν συ­ντό­μευ­ση των Πέ­τρου Απο­στο­λί­δη και Θό­δω­ρου Βελ­λια­νί­τη. Το Ρά­πτης, για­τί να μην εί­ναι του Ραυ­τό­που­λου. Τέ­λος, το Χα­χό­λος ανή­κει στον Βελ­λια­νί­τη, κα­θώς απα­ντά­ται και σε άλ­λα έντυ­πα, με τα οποία εκεί­νος συ­νερ­γα­ζό­ταν.
Επα­νερ­χό­μα­στε στους τρεις πρε­σβύ­τες, τους οποί­ους οι δυο απο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρά­φοι δεν ανα­φέ­ρουν στους συ­νερ­γά­τες. Ανα­με­νό­με­νο, αφού ο σχο­λια­σμός τους πε­ριο­ρί­ζε­ται στα μέ­λη της πα­ρέ­ας. Άλ­λω­στε, οι δυο, Λα­σκα­ρά­τος και Πα­ρά­σχος, εμ­φα­νί­ζο­νται μό­νο στο πρώ­το φύλ­λο από τα τρία που γνω­ρί­ζου­με, με σύ­ντο­μο πε­ζό ο πρώ­τος (από τη σει­ρά «Χα­ρα­κτή­ρες», «Ο υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής»), με ποί­η­μα ο δεύ­τε­ρος («Και νε­κρός ελε­ή­μων»). Ο Βα­ρε­λάς, ωστό­σο, απο­ρεί για­τί δεν μνη­μο­νεύ­ουν ως συ­νερ­γά­τη της εφη­με­ρί­δας ει­δι­κά τον Ασώ­πιο, που ήταν από τους στα­θε­ρούς. Ου­σια­στι­κά, τον ανα­φέ­ρουν και μά­λι­στα, τι­μη­τι­κά. Κα­τ’ αρ­χήν, αμ­φό­τε­ροι διεκ­δι­κούν τα πρω­τεία της γνω­ρι­μί­ας μα­ζί του. “Από μέ­να τον γνώ­ρι­σε όλη η φι­λο­λο­γι­κή πα­ρέα”, γρά­φει ο Ξε­νό­που­λος στην τε­λι­κή εκ­δο­χή της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του. Ενώ, στην πρώ­τη εκ­δο­χή, ανα­φέ­ρει ότι ο Ασώ­πιος ήταν ενά­ντιος του κα­θη­γη­τή κλα­σι­κής φι­λο­λο­γί­ας Κων­στα­ντί­νου Κό­ντου, προ­σθέ­το­ντας: “Εις την εφη­με­ρί­δα μας, τας Αθή­νας, οσά­κις έβλε­πε κα­νέν επί­γραμ­μα κα­τά του Κό­ντου, όσον άνο­στον και αν ήτο, το επε­κρό­τει ολο­ψύ­χως... ” Εκεί, πε­ρι­γρά­φει το “σα­λό­νι” του Ασώ­πιου, που “ήτο κυ­ρί­ως το γρα­φείο του” και στο οποίο τους δε­χό­ταν.
Από την πλευ­ρά του, ο Νιρ­βά­νας ισχυ­ρί­ζε­ται ότι του έστει­λε συ­νερ­γα­σία για το «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον», που εκεί­νος εξέ­δι­δε από το 1867. Πε­ρί­με­νε να την δει πρώ­τα τυ­πω­μέ­νη και με­τά τον επι­σκέ­φτη­κε, παίρ­νο­ντας μα­ζί του “όλη την πα­ρέα των λο­γί­ων νέ­ων”. Μό­νο που μπερ­δεύ­ει αυ­τήν την πρώ­τη συ­νερ­γα­σία στο «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του 1885, με ε­κείνη του επό­με­νου έτους. Σα­ρά­ντα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος ο Ασώ­πιος, γνώ­ρι­σε και τους δυο το φθι­νό­πω­ρο του 1884. Μό­λις εί­χαν γνω­ρι­στεί και ανα­με­τα­ξύ τους, αφού το προη­γού­με­νο κα­λο­καί­ρι εί­χαν ανταλ­λά­ξει τα­χυ­δρο­μι­κώς τα πρώ­τα τους βι­βλία. Στο «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του Ασώ­πιου και οι δυο εμ­φα­νί­ζο­νται στον τό­μο του 1885.
Γλα­φυ­ρά δι­η­γεί­ται ο Νιρ­βά­νας, ότι ήταν αυ­τός που πρό­τει­νε να γρά­ψει ο Ξε­νό­που­λος το ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο για το πρώ­το φύλ­λο της εφη­με­ρί­δας τους και εκεί­νος τους πα­ρου­σί­α­σε ένα άρ­θρο επη­ρε­α­σμέ­νο από τις “επι­νο­μί­δες” του Ασώ­πιου, όπως ο ίδιος απο­κα­λού­σε τις επι­φυλ­λί­δες του. Σε αυ­τό το ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο, με τί­τλο, «Αι Αθή­ναι», ο Ξε­νό­που­λος τον απο­κα­λεί “ο πο­λύ­τι­μος ημών συ­νερ­γά­της κ. Ειρ. Ασώ­πιος”. Ο Βα­λέ­τας, στην ει­σα­γω­γή των Απά­ντων Νιρ­βά­να, δί­νει μια ει­κό­να της εξέ­χου­σας θέ­σης που κα­τεί­χε ο Ασώ­πιος στην ομά­δα των “λο­γί­ων νέ­ων”. Ο Ασώ­πιος συμ­με­τέ­χει μό­νο με δυο κεί­με­να στα τρία φύλ­λα της εφη­με­ρί­δας που γνω­ρί­ζου­με. Στο πρώ­το και το τέ­ταρ­το, πα­ρό­λο που στο τέ­λος του πρώ­του φύλ­λου αναγ­γέλ­λε­ται ότι θα υπάρ­χει συ­νερ­γα­σία του και στο δεύ­τε­ρο. Το πρώ­το κεί­με­νο με τί­τλο «Αθη­ναϊ­κά Πα­ρο­ρά­μα­τα» απο­τε­λεί συ­νέ­χεια κει­μέ­νου του στο «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του 1884, με τί­τλο, «Πα­ρο­ρά­μα­τα εν τω βι­βλίω του Θε­ού». Εξ ου και ο τί­τλος του αναγ­γελ­θέ­ντος κει­μέ­νου για το δεύ­τε­ρο φύλ­λο, «Πα­ρο­ρά­μα­τα Πα­ρο­ρα­μά­των».
Σύμ­φω­να με τον Βα­λέ­τα, στο τρί­το φύλ­λο, δεν υπάρ­χει κεί­με­νό του. Φαί­νε­ται, πά­ντως, να έχει με­ταγ­γί­σει τον σκω­πτι­κό του τό­νο στα δη­μο­σιεύ­μα­τα όλης της πα­ρέ­ας. Να ση­μειώ­σου­με ότι το δεύ­τε­ρο φύλ­λο, αντί της “επι­νο­μί­δας” του Ασώ­πιου, ξε­κι­νά με “ανέκ­δο­τον ποί­η­μα Δ. Σο­λο­μού”, όπως τι­τλο­φο­ρεί­ται. Πρό­κει­ται για το ιτα­λό­γλωσ­σο «Sulla morte di Pio VII», που πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε στα δεύ­τε­ρα Άπα­ντα Σο­λω­μού, του 1880. Ο Βα­ρε­λάς απο­ρεί πως δεν το γνώ­ρι­ζαν οι “λό­γιοι νέ­οι”, του­λά­χι­στον οι δυο Ζα­κύν­θιοι, Ξε­νό­που­λος και Μά­τε­σις, που, σύμ­φω­να με την πρώ­τη εκ­δο­χή της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του Ξε­νό­που­λου, λά­τρευαν τον Σο­λω­μό. Πα­ρα­τη­ρού­με ότι, στο ιτα­λι­κό πρω­τό­τυ­πο, υπάρ­χουν αρ­κε­τά λά­θη. Μπο­ρεί ο Ξε­νό­που­λος να γνώ­ρι­ζε παι­διό­θεν το Τυ­πο­γρα­φείο του Ρα­φτά­νη, όπου τυ­πώ­θη­κε αυ­τή η έκ­δο­ση των Απά­ντων, κα­θώς και τον Σπύ­ρο Δε Βιά­ζη, που γρά­φει τον πρό­λο­γο, όχι όμως και τα ιτα­λό­γλωσ­σα ποι­ή­μα­τα που πε­ριέ­χο­νται. Όταν, μά­λι­στα, “ο φί­λος των Αθη­νών”, που του το έδω­σε “προς δη­μο­σί­ευ­σιν με­τ’ επι­τυ­χούς με­τα­φρά­σε­ως”, το τι­τλο­φό­ρη­σε “SONETTO”. Μη ζη­τά­με, λοι­πόν, πολ­λά από τον δε­κα­ε­πτα­ε­τή Ξε­νό­που­λο και την πα­ρέα του.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην εφη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 23/6/2013.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ο λογιότατος φαρμακοποιός της Λάρνακος

















Επάνω: Ο Φοίβος Σταυρίδης σε σχέδιο (μολύβι) από το εξώφυλλο του αφιερωματικού τεύχους.
Κάτω: Ιδιόχειρο ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη από το οπισθόφυλλο του αφιερωματικού τεύχους.

Κα­τά δυ­σά­ρε­στη σύ­μπτω­ση, τρεις φί­λοι του Γ. Π. Σαβ­βί­δη πέ­θα­ναν μέ­σα σε έ­να χρό­νο. Πρώ­τος ο με­γα­λύ­τε­ρος των τριών, ο Φοί­βος Σταυ­ρί­δης, στις 6 Μαρ­τίου 2012, α­πό “καλ­πά­ζου­σας” μορ­φής νό­σο, στα 74. Δεύ­τε­ρος ο νεό­τε­ρος, ο Μί­μης Σου­λιώ­της, στις 27 Νο­εμ­βρίου 2012, α­πό α­σθέ­νεια με την ί­δια ρα­γδαία ε­ξέ­λι­ξη, στα 63. Τρί­τω­σε με τη Νί­κη Μα­ρα­γκού, στις 7 Φε­βρουα­ρίου 2013, σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα στο δρό­μο για την πό­λη του Φα­γιού­μ, στα 65. Ήταν έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρη α­πό τον Σαβ­βί­δη ό­ταν πέ­θα­νε, στις 11 Ιου­νίου 1995, ε­πί­σης τα­ξι­δεύο­ντας. Τυ­χε­ρό­τε­ρος ε­κεί­νος, πρό­λα­βε το τα­ξί­δι, κα­θώς το μοι­ραίο ε­πήλ­θε ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό Λευ­κά­δα. Εί­ναι τρεις μα­κρο­χρό­νιες φι­λίες, που δεν γνω­ρί­ζου­με το ι­στο­ρι­κό τους. Για μια φι­λία εί­κο­σι σχε­δόν ε­τών, κά­νει λό­γο η Μα­ρα­γκού, σε ο­μι­λία της, στις 11 Μαρ­τίου 1998. Εί­ναι γνω­στό ό­τι η προ­τρο­πή του στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κή για να α­νοί­ξει ε­κεί­νη το Βι­βλιο­πω­λείο «Κο­χλίας» στη Λευ­κω­σία. Πα­λαιό­τε­ρος α­κό­μη φί­λος ο Σου­λιώ­της, ί­σως μα­θη­τής του στο Αρι­στο­τέ­λειο, πά­ντως ο Σαβ­βί­δης στά­θη­κε συ­μπα­ρα­στά­της στο ξε­κί­νη­μα του πε­ριο­δι­κού «Τρα­μ» το 1971. Δεν εί­μα­στε σί­γου­ροι, αν θα ταί­ρια­ζε να α­πο­κλη­θούν και οι δυο τους, λό­γω της ει­κο­σα­ε­τούς η­λι­κια­κής δια­φο­ράς, “υιο­θε­τη­μέ­νοι φί­λοι”, ό­πως χα­ρα­κτή­ρι­ζε ο Σαβ­βί­δης τη σχέ­ση του με τον κα­τά ει­κο­σιεν­νέα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρό του Σε­φέ­ρη.
Λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρος φί­λος ή­ταν ο η­λι­κια­κά πλη­σιέ­στε­ρός του Σταυ­ρί­δης. Η πρώ­τη συ­νά­ντη­σή τους το­πο­θε­τεί­ται στο Πρώ­το Συ­μπό­σιο Ποίη­σης της Πά­τρας, Ιού­λιο 1981, α­κο­λού­θη­σε η γνω­ρι­μία τους στις 14 Σε­πτεμ­βρίου στην Κύ­προ. Ήταν ε­πτά χρό­νια με­τά το πρώ­το τα­ξί­δι στη Με­γα­λό­νη­σο του Σαβ­βί­δη οι­κο­γε­νεια­κώς, με­τά συ­ζύ­γου και δευ­τε­ρό­το­κου γιου, του Μα­νό­λη. Σε ε­πι­φυλ­λί­δα του, με­τά ε­κεί­νο το πρώ­το τα­ξί­δι, Αύ­γου­στο 1974, έ­γρα­φε πως, “τις προάλ­λες, έ­νας ι­διαί­τε­ρα ευαί­σθη­τος φί­λος τού εί­χε ψι­θυ­ρί­σει”: «Ξέ­ρεις, κά­θε φο­ρά που συλ­λο­γί­ζο­μαι την Κύ­προ ή που α­κούω το ό­νο­μά της, νιώ­θω σαν μια πι­νέ­ζα στην καρ­διά.» Αυ­τή η “πι­νέ­ζα” θα πρέ­πει να αρ­χί­σει πά­λι να κε­ντά τους Ελλα­δί­τες. Αν και σή­με­ρα, αυ­τοί πε­ριο­ρί­ζο­νται α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στα του οί­κου τους. Προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ο Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης πα­ρα­τη­ρού­σε τη φυ­λε­τι­κή διά­κρι­ση, με την ο­ποία οι Ελλα­δί­τες α­ντι­με­τω­πί­ζουν τους Κύ­πριους. Για­τί ό­χι, υ­πε­ρο­ψία, λί­γο σαν ε­παρ­χιώ­τες. Κι ό­μως, τα πρό­σφα­τα οι­κο­νο­μι­κά γε­γο­νό­τα έ­δει­ξαν για α­κό­μη μια φο­ρά ό­τι οι Κύ­πριοι έ­χουν βα­θύ­τε­ρη συ­ναί­σθη­ση και α­γά­πη προς την πα­τρί­δα τους. Επί­σης, ως πο­λί­τες ε­πι­δει­κνύουν συ­μπε­ρι­φο­ρά κε­ντρο­ευ­ρω­παίου μα­κράν ε­κεί­νης του ό­χλου, που συ­χνά χα­ρα­κτη­ρί­ζει τους κα­τοί­κους της Ελλά­δος.
Λο­γιό­τα­τος,
ευαί­σθη­τος, ε­γρή­γο­ρος
Την α­φορ­μή για τη μνεία στους τρεις φί­λους του Γ. Π. Σαβ­βί­δη μας την έ­δω­σε το πε­ριο­δι­κό του Σταυ­ρί­δη και των δυο νεό­τε­ρων φί­λων του, Σάβ­βα Παύ­λου και Λευ­τέ­ρη Πα­πα­λε­ο­ντίου, τα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά», που ξε­κί­νη­σε Άνοι­ξη 1997, με συ­χνό­τη­τα, δυο τεύ­χη κα­τ’ έ­τος. Από το 2006, ως υ­πεύ­θυ­νος έκ­δο­σης, έ­μει­νε ο τε­λευ­ταίος, πλαι­σιω­μέ­νος με τρι­με­λή συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή, ό­που ει­σχώ­ρη­σαν και δυο Θεσ­σα­λο­νι­κείς. Το 2001, το πε­ριο­δι­κό α­πό­κτη­σε ως πα­ράρ­τη­μα έ­να δεύ­τε­ρο πε­ριο­δι­κό, τα «Τε­τρά­δια», που εί­ναι κά­θε φο­ρά α­φιε­ρω­μέ­νο σε κά­ποιο πνευ­μα­τι­κό άν­θρω­πο της Κύ­πρου. Το 13ο εί­ναι “εις μνή­μη­ν” Φοί­βου Σταυ­ρί­δη, «Ένα έ­τος α­πό την α­πο­δη­μία του». Μια πα­ρου­σία­ση “του λο­γιό­τα­του φαρ­μα­κο­ποιού της Λάρ­να­κος”, ό­πως τον εί­χε α­πο­κα­λέ­σει ο Σαβ­βί­δης στην κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση της τρί­της και τε­λευ­ταίας ποιη­τι­κής του συλ­λο­γής, η ο­ποία α­να­δη­μο­σιεύε­ται στο τεύ­χος.
Πλή­ρες το α­φιέ­ρω­μα, με λε­πτο­με­ρές χρο­νο­λό­γιο, ερ­γο­γρα­φία που ξε­κι­νά α­πό τα σχο­λι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα του 1955, την ο­ποία εί­χε κα­ταρ­τί­σει ο ί­διος, αν­θο­λό­γη­ση ποιη­μά­των του, κεί­με­να α­πό το ι­στο­λό­γιό του και ε­κτε­νή πα­ρου­σία­ση του πρώ­του πε­ριο­δι­κού, που εί­χε εκ­δώ­σει, «Ο Κύ­κλος». “Δι­μη­νιαία έκ­δο­ση τέ­χνης και προ­βλη­μα­τι­σμού”, που κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τον Ια­νουά­ριο 1980 μέ­χρι τον Αύ­γου­στο 1986, συ­νο­λι­κά 22 τεύ­χη. Γί­νε­ται α­πο­δελ­τίω­ση των τευ­χών, δί­νε­ται ευ­ρε­τή­ριο συγ­γρα­φέων, ε­νώ α­να­πα­ρά­γο­νται τα ε­ξώ­φυλ­λα. Πρό­κει­ται για α­ξιό­λο­γο πε­ριο­δι­κό, με α­φιε­ρω­μα­τι­κά τεύ­χη και ε­πί­λε­κτα κεί­με­να, που α­πο­τε­λεί συμ­βο­λή ό­χι μό­νο στην κυ­πρια­κή, αλ­λά γε­νι­κώς στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Το α­φιέ­ρω­μα συ­μπλη­ρώ­νε­ται με φω­το­γρα­φίες και κεί­με­να τρί­των. Τα δυο ε­κτε­νέ­στε­ρα εί­ναι των Γιώρ­γου Κε­χα­γιό­γλου και Πέ­τρου Πα­πα­πο­λυ­βίου, ε­νώ α­κο­λου­θούν συ­ντο­μό­τε­ρες α­να­φο­ρές, μαρ­τυ­ρίες και ε­πι­κή­δειοι λό­γοι. Όπως συμ­βαί­νει συ­νή­θως με πα­ρό­μοια κεί­με­να, μα­θαί­νεις κα­μιά φο­ρά πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον γρά­φο­ντα και τη σχέ­ση του με τον α­πο­θα­νό­ντα πα­ρά για τον ί­διο τον τι­μώ­με­νο, για τον ο­ποίο οι α­να­φο­ρές αλ­λη­λο­ε­πι­κα­λύ­πτο­νται. Ου­σια­στι­κά α­που­σιά­ζουν οι Ελλα­δί­τες, αλ­λά και οι γνω­στοί στους Ελλα­δί­τες Κύ­πριοι.
Ως “λο­γιό­τα­το, ευαί­σθη­το και πά­ντο­τε ε­γρή­γο­ρο φαρ­μα­κο­ποιό της Λάρ­να­κας”, α­να­φέ­ρει τον Σταυ­ρί­δη ο Κε­χα­γιό­γλου, που τον γνώ­ρι­σε σε ε­κεί­νο το ί­διο Συ­νέ­δριο της Πά­τρας και πα­ρέ­μει­νε φί­λος και συ­νερ­γά­της στα πε­ριο­δι­κά του μέ­χρι σή­με­ρα. Δυ­στυ­χώς, στο κεί­με­νό του δεν τον πα­ρου­σιά­ζει, αλ­λά σχο­λιά­ζει χει­ρό­γρα­φο ση­μα­ντι­κού έρ­γου, το ο­ποίο εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει χά­ρις σε ε­κεί­νον. Να θυ­μί­σου­με ό­τι η πα­λαιό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία ο­φεί­λει στον Σταυ­ρί­δη την πα­ρου­σία­ση του πε­ζο­γρά­φου Επα­μει­νών­δα Ι. Φρα­γκού­δη (περ. 1825-1897), με ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νο λήμ­μα στη γραμ­μα­το­λο­γία Σο­κό­λη και την έκ­δο­ση του βι­βλίου του «Οδοι­πο­ρι­κόν Μαυ­ρο­βου­νίου», κα­θώς και την έκ­δο­ση του α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τος, «Ημε­ρο­λό­γιον του βίου μου», του Σάβ­βα Τσερ­κε­ζή (1874-1963). Επί­σης, ως τε­λευ­ταία προ­σφο­ρά, τη «Βι­βλιο­γρα­φία Κυ­πρια­κής Λαϊκής Ποίη­σης: Φυλ­λά­δες και αυ­το­τε­λείς εκ­δό­σεις (1884-1960)».
«Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά»
Από το τεύ­χος των «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κώ­ν» πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε έ­ναν α­κό­μη θά­να­το, που θα πρέ­πει να πέ­ρα­σε στα ψι­λά των α­θη­ναϊκών ε­φη­με­ρί­δων. Του φι­λό­λο­γου Ξε­νο­φώ­ντα Αστε­ρίου Κο­κό­λη, στις 17 Οκτω­βρίου 2012, στα 73. Να θυ­μί­σου­με, α­νά­με­σα σε πολ­λές α­ξιό­λο­γες με­λέ­τες του, τα δυο με­λε­τή­μα­τα για τη «Φό­νισ­σα» του Πα­πα­δια­μά­ντη και προ ε­ξα­ε­τίας, τις «Τριά­ντα πα­ρω­δίες ποιη­μά­των του Κ. Π. Κα­βά­φη». Κα­τά τα άλ­λα, τα κεί­με­να του τεύ­χους μοι­ρά­ζο­νται σε Κύ­πριους και Ελλα­δί­τες συγ­γρα­φείς. Τρία κεί­με­να για τον ποιη­τή Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη, συ­νο­μή­λι­κο του Βι­ζυη­νού. Δυο για τον Νί­κο Νι­κο­λαΐδη τον κύ­πριο διη­γη­μα­το­γρά­φο, συ­νο­μή­λι­κο Σι­κε­λια­νού και Βάρ­να­λη, που α­πο­τε­λεί μια α­πό τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες πα­ρα­λή­ψεις της Γραμ­μα­το­λο­γίας Σο­κό­λη. Ένα για τον κα­τά δυο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρο και λι­γό­τε­ρο γνω­στό στα κα­θ’ η­μάς ποιη­τή Ιωάν­νη Περ­δίο. Επί­σης, πα­ρου­σία­ση του πε­ριο­δι­κού «Φλό­γα» ε­νός τρί­του κύ­πριου ποιη­τή, του Τεύ­κρου Ανθία. Κι αυ­τός ση­μα­ντι­κός, αλ­λά το έρ­γο του, ε­κτός α­πό ε­κεί­νη την πρώ­τη συλ­λο­γή τού 1929, «Τα σφυ­ρίγ­μα­τα του α­λή­τη», μέ­νει σχε­δόν ά­γνω­στο στους Ελλα­δί­τες.
Ένα τε­λευ­ταίο «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό» για Κύ­πριο συγ­γρα­φέα α­φο­ρά τον λαϊκό ποιη­τή Χα­ρά­λα­μπο Μ. Άζι­νο. Το 1957, που ήρ­θε για πρώ­τη φο­ρά στην Ελλά­δα, φά­νη­κε ύ­πο­πτος σε κά­ποιον α­στυ­νο­μι­κό στον Πει­ραιά, που τον ο­δή­γη­σε στο τμή­μα. Με­τά την ό­ποια α­πο­λο­γία του, κρί­θη­κε α­θώος και ο ί­διος τον έ­φε­ρε πί­σω στο ση­μείο που τον εί­χε συλ­λά­βει. Έχο­ντας μά­θει ό­τι ή­ταν ποιη­τά­ρης, του ζή­τη­σε να του φτιά­ξει έ­να αυ­το­σχέ­διο δί­στι­χο. Εκεί­νος α­πο­δέ­χτη­κε, αλ­λά με τον ό­ρο να του το α­παγ­γεί­λει α­φού θα έ­χει ε­πι­βι­βα­σθεί. Εύ­στο­χο το δί­στι­χο στο διη­νε­κές:
«Έλλη­νες εί­σεν, φί­λε μου, τό­τες το Ει­κο­σιέ­να,
τώ­ρα ε­κα­τα­ντή­σε­τε τσο­γλά­νια ως τον έ­ναν!»
   Πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι τα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά» για Ελλα­δί­τες. Με­τα­ξύ άλ­λων, δυο α­θη­σαύ­ρι­στα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Ροΐδη, κεί­με­νο για τον Κα­ρυω­τά­κη, ό­που δη­μο­σιεύε­ται ά­γνω­στη φω­το­γρα­φία του με τον πρώ­το του ε­ξά­δελ­φο Κων­στα­ντί­νο Επα­μει­νών­δα Κα­ρυω­τά­κη, ε­πι­στο­λές Τέλ­λου Άγρα προς Καί­σα­ρα Εμμα­νουήλ και α­κό­μη, πε­ρί Ελύ­τη, Πα­να­γή Λε­κα­τσά και Πα­λα­μά. Η Μ. Κα­ρα­μπί­νη-Ια­τρού, στην ο­ποία ο­φεί­λου­με την κα­τα­γρα­φι­κή με­λέ­τη, «Βι­βλιο­θή­κη Κα­βά­φη», α­να­δι­φώ­ντας τα υ­πο­λείμ­μα­τα της Βι­βλιο­θή­κης του Τζόϋς, α­να­κά­λυ­ψε πως ε­κεί­νος εί­χε δια­βά­σει μάλ­λον ε­πι­με­λώς τον «Δω­δε­κά­λο­γο του Γύ­φτου» του Κω­στή Πα­λα­μά, στη με­τά­φρα­ση των Θ. Στε­φα­νί­δη και Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λη. Το πι­θα­νό­τε­ρο, του το εί­χε στεί­λει ο Κα­τσί­μπα­λης, χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται να του το εί­χε δώ­σει προ­σω­πι­κά.
Θα ε­πα­νέλ­θου­με σε έ­να «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό», ό­χι τό­σο για το κυ­ρίως θέ­μα του, αλ­λά για­τί δί­νει την ευ­και­ρία να σταθ­μί­σου­με την α­ξιο­πι­στία των αυ­το­βιο­γρα­φι­κών κει­μέ­νων των Ξε­νό­που­λου και Νιρ­βά­να, τα ο­ποία συ­χνά χρη­σι­μο­ποιού­νται προς τεκ­μη­ρίω­ση γε­γο­νό­των. Κι ό­μως αμ­φό­τε­ροι φαί­νε­ται πως εί­χαν κύ­ριο μέ­λη­μα τη γλα­φυ­ρό­τη­τα των α­πο­μνη­μο­νευ­μά­των τους. Ιδιαί­τε­ρα ο Ξε­νό­που­λος, ό­ταν το θέ­μα διέ­θε­τε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­πως πρω­τό­τυ­πα, που θα μπο­ρού­σαν να κι­νή­σουν την πε­ριέρ­γεια ε­νός ευ­ρύ­τε­ρου α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, δεί­χνει να ε­πι­τρέ­πει στον ε­αυ­τό του και κά­ποια μυ­θο­πλα­σία.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 9/6/2013.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Αι­σθη­σια­σμός και ί­ντρι­γκες στην Κοι­λά­δα του Πα­ρα­δεί­σου



Ο Έριχ Χόνεκερ και η σύζυγός του Μάργκοτ. Τα μόνα υπαρκτά 
πρόσωπα, που στάθηκαν 
ως πρότυπα 
των μυθιστορηματικών.


Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Θά­να­τος στο Βαλ­πα­ραΐζο»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Μάρ­τιος 2013


Λί­γα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζα­με για τους η­γέ­τες των Ανα­το­λι­κών Χω­ρών, το πε­ριώ­νυ­μο κά­πο­τε Ανα­το­λι­κό Μπλοκ. Ακό­μη λι­γό­τε­ρα θυ­μό­μα­στε, κα­θώς πλη­σιά­ζει να συ­μπλη­ρω­θεί ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία α­πό την κα­τάρ­γη­σή του. Έχουν α­πο­μεί­νει η ουγ­γρι­κή ε­πα­νά­στα­ση του 1956 με την ε­κτέ­λε­ση του Ίμρε Νά­γκυ και η Άνοι­ξη της Πρά­γας του 1968 με την α­πό­συρ­ση του Αλε­ξά­ντερ Ντού­μπτσεκ. Όσο για τους μέ­χρι τέ­λους πι­στούς στο σο­βιε­τι­κό κα­θε­στώς, έ­μει­νε η πτώ­ση τους, κι αυ­τή, κυ­ρίως, στις πε­ρι­πτώ­σεις που στά­θη­κε αι­μα­τη­ρή, ό­πως ε­κεί­νη του Νι­κο­λάε Τσα­ου­σέ­σκου, που ε­κτε­λέ­στη­κε με­τά της συ­ζύ­γου του. Ενώ, ο βούλ­γα­ρος η­γέ­της Το­ντόρ Ζίβ­κοφ ή ο έ­να χρό­νο νεό­τε­ρός του Έριχ Χό­νε­κε­ρ, που πλη­σία­ζαν τα 80 το σω­τή­ριον έ­τος της α­πο­κα­θή­λω­σής τους, το 1989, πρό­λα­βαν και πα­ραι­τή­θη­καν. Στη συ­νέ­χεια, και οι δυο φυ­λα­κί­στη­καν. 
Ο πρώ­τος λί­γο πριν το θά­να­τό του, το 1998, α­πηλ­λά­γη α­πό τις κα­τη­γο­ρίες. Ο Χό­νε­κερ εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πέ­τειες. Φυ­λα­κί­στη­κε, λό­γω της σο­βα­ρής κα­τά­στα­σης της υ­γείας του ει­σήχ­θη σε ρω­σι­κό στρα­τιω­τι­κό νο­σο­κο­μείο, φυ­γα­δεύ­τη­κε στη Μό­σχα, ε­πα­νεκ­δό­θη­κε στη Γερ­μα­νία στα μέ­σα του 1992, φυ­λα­κί­στη­κε, δι­κά­στη­κε, και, τε­λι­κά, λό­γω α­νη­κέ­στου βλά­βης, α­πο­φυ­λα­κί­στη­κε. Μάλ­λον εί­ναι ο μο­να­δι­κός κο­μου­νι­στής η­γέ­της, που κα­τέ­φυ­γε στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή. Επέ­λε­ξε το Σα­ντιά­γκο, λό­γω των κα­λών του σχέ­σεων με την Χι­λή την ε­πο­χή του Αλλιέ­ντε και της βοή­θειας που πρό­σφε­ρε με­τά την κα­τάρ­ρευ­σή του στους διω­κό­με­νους Χι­λια­νούς α­πό το κα­θε­στώς του Πι­νο­σέτ. Πή­γε οι­κο­γε­νεια­κώς, με την δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γό του, την κό­ρη τους και τον χι­λια­νό σύ­ζυ­γό της, Ια­νουά­ριο 1993. Εκεί πέ­θα­νε α­πό καρ­κί­νο του ή­πα­τος, στις 30 Μαΐου 1994.  
Ένας λό­γος, που θυ­μό­μα­στε τον Χό­νε­κε­ρ, εί­ναι η πα­ντο­δύ­να­μη Στά­ζι, α­κρω­νύ­μιο του Υπουρ­γείου Κρα­τι­κής Ασφά­λειας, που έ­δρα­σε ε­πί των η­με­ρών του και τε­λι­κά, υ­πέ­σκα­ψε και τον ί­διο μέ­χρι της πτώ­σης του. Πά­ντως, για θέ­μα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής βιο­γρα­φίας, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεν φαί­νε­ται να προ­σφέ­ρε­ται. Αλλά και ποιος κο­μου­νι­στής η­γέ­της του Ανα­το­λι­κού Μπλο­κ, των σο­βιε­τι­κών συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, προ­σφέ­ρε­ται, έ­τσι που τα ύ­στε­ρα α­μαύ­ρω­σαν τα πρώ­τα. Ήρθε και η ι­στο­ρι­κή α­πο­τί­μη­ση του Β΄ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου, που ε­ξο­μοίω­σε τα έρ­γα τους με ε­κεί­να των Να­ζί, και τους α­πο­τε­λείω­σε, του­λά­χι­στον στη συ­νεί­δη­ση του Δυ­τι­κού Κό­σμου. Οι δεύ­τε­ροι, ω­στό­σο, λό­γω α­να­βίω­σης να­ζι­στι­κών εκ­φάν­σεων, έ­χουν ε­πα­νέλ­θει στην ε­πι­και­ρό­τη­τα.
Αυ­τή η τε­λευ­ταία πτυ­χή, ί­σως να μπο­ρού­σε να προσ­δώ­σει κά­ποιο εν­δια­φέ­ρον και στην πε­ρί­πτω­ση του Χό­νε­κε­ρ, α­φού, κα­τά την ά­νο­δο των Να­ζί στην ε­ξου­σία, συμ­με­τεί­χε, ως νε­ο­λαίος κο­μου­νι­στής, σε α­ντι­κα­θε­στω­τι­κές ε­νέρ­γειες. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν μια δε­κα­ε­τής φυ­λά­κι­ση, α­πό τα 23 του μέ­χρι τις πρώ­τες μα­γιά­τι­κες  η­μέ­ρες του 1945. Πέ­ρα­σε της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα με τους Χιτ­λε­ρι­κούς στις δό­ξες τους και τα ξα­να­διά­βη­κε με θριαμ­βευ­τές τους Σο­βιε­τι­κούς, με­τά τις ε­κα­τόμ­βες στρα­τιω­τών στα υ­ψώ­μα­τα του Ζέε­λοβ και τους δρό­μους του Βε­ρο­λί­νου. Τό­τε, ο Χό­νε­κε­ρ, στην κομ­βι­κή η­λι­κία των 33 ε­τών, ί­δρυ­σε το κί­νη­μα της Ελεύ­θε­ρης Γερ­μα­νι­κής Νε­ο­λαίας και άρ­χι­σε να α­ναρ­ρι­χά­ται στην κομ­μα­τι­κή ιε­ραρ­χία μέ­χρι της η­γε­τι­κής θέ­σης του προέ­δρου του κρά­τους. 


Η ε­πι­λο­γή

Όλες αυ­τές οι πλευ­ρές του α­να­το­λι­κο­γερ­μα­νού η­γέ­τη εν­δέ­χε­ται να συ­νέ­βα­λαν στην ε­πι­λο­γή του α­πό τον Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα ως θέ­μα του και­νού­ριού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Εί­ναι γνω­στό ό­τι δυο φο­ρές ε­γκα­τέ­λει­ψε την Ελλά­δα για σχε­τι­κά μα­κρό­χρο­νες πα­ρα­μο­νές στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Η πρώ­τη, το κα­λο­καί­ρι του 1948, στα δε­κα­ε­φτά, με τε­λειω­μέ­νη την ε­βδό­μη γυ­μνα­σίου, ό­ταν πή­γε στην Αγγλία. Με τις ε­μπει­ρίες α­πό την ε­κεί δια­μο­νή του, έ­γρα­ψε, το 1959, το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Οι α­λε­πού­δες του Γκό­σπορ­τ», που έ­μει­νε στο συρ­τά­ρι. Η δεύ­τε­ρη φο­ρά ή­ταν το 1972, με τα δυ­τι­κο­γερ­μα­νι­κά προ­γράμ­μα­τα α­νταλ­λα­γής καλ­λι­τε­χνών, στο Βε­ρο­λί­νο για έ­ξι μή­νες. Στις συ­νο­δευ­τι­κές συ­νε­ντεύ­ξεις του πρό­σφα­του βι­βλίου του, α­πο­κα­λύ­πτει ό­τι τό­τε τον εί­χε α­πα­σχο­λή­σει η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Χό­νε­κε­ρ, που μό­λις εί­χε α­να­λά­βει πρώ­τος Γραμ­μα­τέ­ας του Ενιαίου Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος και Πρό­ε­δρος του Συμ­βου­λίου του Κρά­τους.
Αυ­τές οι δυο έ­ξο­δοι α­πό την χώ­ρα, ε­νέ­πνευ­σαν δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τα πρώ­τα ε­κτός α­θη­ναϊκού ά­στεως και Ελλά­δος, τα ο­ποία έ­μελ­λε να εκ­δο­θούν ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να, το έ­να με­τά το άλ­λο, μέ­σα στην τε­λευ­ταία διε­τία. Κα­τά μια άλ­λο­τε πο­τέ προ­σφι­λή έκ­φρα­ση, αμ­φό­τε­ρα ο­φεί­λο­νται σε κο­μου­νι­στι­κό δά­κτυ­λο, α­φού ο συγ­γρα­φέ­ας ει­κά­ζει ό­τι ή­ταν ο φό­βος των κο­μου­νι­στών που ώ­θη­σε τον πα­τέ­ρα του να τον στεί­λει στην Αγγλία. Όσο για το μυ­θι­στό­ρη­μα του κο­μου­νι­στή Χό­νε­κε­ρ, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι το γρά­φει και το ξα­να­γρά­φει α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’90.
Για την πρώ­τη του ε­πα­φή με το Βαλ­πα­ραΐζο, α­να­φέ­ρει έ­να ντο­κυ­μα­ντέ­ρ, που εί­χε δει πριν α­πό χρό­νια στην τη­λεό­ρα­ση. Αργό­τε­ρα έ­μα­θε ό­τι ε­πρό­κει­το για μια ται­νία του Μπου­νιουέλ. Εδώ, μάλ­λον χρειά­ζε­ται μια μι­κρή διόρ­θω­ση. Η ται­νία του Μπου­νιουέ­λ, «Γη χω­ρίς ψω­μί», του 1932, α­φο­ρά την ι­σπα­νι­κή ε­παρ­χία Λας Ούρ­δες, με­τα­ξύ Σα­λα­μάν­κας και πορ­το­γα­λι­κών συ­νό­ρων, ό­που βρί­σκε­ται η πρώ­τη Κοι­λά­δα του Πα­ρα­δεί­σου ή  και Βαλ­πα­ραΐζο. Από ε­κεί κα­τα­γό­ταν ο κον­κι­στα­δό­ρος, που ί­δρυ­σε το χι­λια­νό λι­μά­νι και του έ­δω­σε το ό­νο­μα της γε­νέ­τει­ράς του. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο ντο­κυ­μα­ντέ­ρ, «Στο Βαλ­πα­ραΐζο», εί­ναι του ολ­λαν­δού σκη­νο­θέ­τη Γιό­ρις Ίβε­νς. Γυ­ρι­σμέ­νο το 1962, μα­ζί με μια ο­μά­δα νέων χι­λια­νών κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, συν­δυά­ζει την ά­ψο­γη τε­χνι­κή με μια ποιη­τι­κή μα­τιά πά­νω στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της πό­λης, με τις κρε­μα­σμέ­νες στις α­πό­το­μες πλα­γιές λό­φων φτω­χο­συ­νοι­κίες και το πα­ρά­κτιο τμή­μα του με­γα­λύ­τε­ρου λι­μα­νιού της χώ­ρας, δί­πλα σε έ­να α­πό τα α­κρι­βό­τε­ρα του­ρι­στι­κά θέ­ρε­τρα της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής. 


Θά­να­τος στη Βε­νε­τία

Υπήρ­χαν, λοι­πόν, στη συγ­γρα­φι­κή μνή­μη έ­να ι­στο­ρι­κό πρό­σω­πο ως υ­πο­ψή­φιος αλ­λά ε­πι­σφα­λής μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός ή­ρωας και έ­νας τό­πος, ε­ντυ­πω­σια­κός στις α­ντι­θέ­σεις του, σαν υ­πο­ψή­φιο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό σκη­νι­κό, α­φού ο Χό­νε­κερ έ­ζη­σε στο Σα­ντιά­γκο 17 μή­νες και η α­πό­στα­ση Σα­ντιά­γκο-Βαλ­πα­ραΐζο εί­ναι κα­μιά ε­κα­το­στή χι­λιό­με­τρα. Πό­τε αυ­τά τα δυο έ­δε­σαν και ποια μορ­φή εί­χαν οι προ­η­γού­με­νες μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές εκ­δο­χές, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν το α­πο­κα­λύ­πτει. Εμείς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι, στην τε­λι­κή μορ­φή, συ­νέ­βα­λε το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο «Θά­να­τος στη Βε­νε­τία». Το βι­βλίο έ­χει α­πα­σχο­λή­σει τον συγ­γρα­φέα α­πό πο­λύ νέο και εί­ναι α­πό αυ­τά που θα ή­θε­λε να εί­χε γρά­ψει ο ί­διος. Αυ­τό το εκ­μυ­στη­ρεύε­ται το 1999, με την ο­λο­κλή­ρω­ση του πε­ζού «Τρεις θά­να­τοι στη Βε­νε­τία» (ο τίτ­λος του πε­ζού θα έ­πρε­πε να εί­ναι «Τρεις “Θά­να­τοι στη Βε­νε­τία”»). Το έ­γρα­φε α­πό το 1993, με νω­πή α­κό­μη τό­τε την ε­ντύ­πω­ση α­πό την πα­ρά­στα­ση της στη­ριγ­μέ­νης στο βι­βλίο ό­πε­ρας του Μπέν­ζα­μιν Μπρίτ­τεν, που πα­ρα­κο­λού­θη­σε στο Κό­βεν Γκάρ­ντεν, 12 Μαρ­τίου 1992. Για­τί την έ­μπνευ­ση να μην την δί­νει έ­να βρα­δι­νό διά­βα­σμα, το πολ­λο­στό α­πό την Άνοι­ξη του 1958, που πρω­το­διά­βα­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Τό­μας Μαν. Στη σκιά του, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Χό­νε­κερ πή­ρε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρω­δια­κή αλ­λά και πα­ρα­μυ­θη­τι­κή μορ­φή, χω­ρίς να χά­νει την πο­λι­τι­κή του διά­στα­ση, δια­μορ­φω­μέ­νη μέ­σα α­πό μια ε­πί­και­ρη ο­πτι­κή.
«Θά­να­τος στο Βαλ­πα­ραΐζο» ό­πως «Θά­να­τος στη Βε­νε­τία», ό­που ο ή­ρωας δεν εί­ναι ού­τε συγ­γρα­φέ­ας ού­τε μου­σι­κός, ό­πως στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή του Λου­κια­νό Βι­σκό­ντι, αλ­λά πο­λι­τι­κός. Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας στή­νει τη δι­κή του θα­λασ­σι­νή πο­λι­τεία, φω­τει­νή μεν, αλ­λά με κά­τι το σά­πιο να εί­ναι και σε αυ­τήν ο­ρα­τό. “Μια τε­ρά­στια κου­ζί­να κι έ­νας α­πέ­ρα­ντος ο­χε­τός εί­ναι ό­λη η πό­λη”, σύμ­φω­να με πα­ρα­τή­ρη­ση του ή­ρωα. Το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ω­στό­σο, που πα­ρα­πέ­μπει στη Βε­νε­τία του Μαν, εί­ναι ο αι­σθη­σια­σμός των Λα­τί­νων. Αυ­τός πα­ρα­σύ­ρει και τον δι­κό του ή­ρωα. Εί­ναι α­ξιο­θαύ­μα­στο το πώς ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας κα­τόρ­θω­σε να πλά­σει έ­ναν α­πό τους πιο εν­δια­φέ­ρο­ντες ή­ρωές του με κα­λού­πι τον Χό­νε­κερ και πνοή α­πό Γου­στά­βο Άσσεν­μπαχ. Αμφό­τε­ροι αυ­το­προσ­διο­ρί­ζο­νται σαν “άν­θρω­ποι με­γά­λης η­λι­κίας”, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ο πρώ­τος εί­ναι στα ο­γδό­ντα και ο δεύ­τε­ρος στα πε­νή­ντα. Μωβ τα μαλ­λιά του πρώ­του, πα­ρε­πό­με­νο της θε­ρα­πευ­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης της νό­σου α­πό την ο­ποία πά­σχει, βαμ­μέ­να του δεύ­τε­ρου. “Ευ­νοού­με­νη λέ­ξη” στη ζωή και των δυο στά­θη­κε το “συ­γκρα­τή­σου”. Σπαρ­τα­κι­στής ο πρώ­τος α­πό τα 14, έ­μει­νε στην Ιστο­ρία σαν ο πλέ­ον α­διάλ­λα­κτος και α­φο­σιω­μέ­νος στην ι­δε­ο­λο­γία του κο­μου­νι­στής η­γέ­της. Όσο για τον Άσεν­μπα­χ, ο Μαν τον πε­ρι­γρά­φει “α­πό­λυ­το και ε­γκε­φα­λι­κό”. 
Για τον ή­ρωα του Κου­μα­ντα­ρέα ο αι­σθη­σια­σμός στά­θη­κε α­πα­γο­ρευ­μέ­νος. Όπως και ο Άσσεν­μπα­χ, ή­ταν ε­ρω­τι­κά στε­ρη­μέ­νος. Σύμ­φω­να με τους ι­σχυ­ρι­σμούς του, α­πό κομ­μα­τι­κή η­θι­κή αλ­λά και λό­γω της δε­κά­χρο­νης φυ­λά­κι­σης στα κα­λύ­τε­ρα χρό­νιά του. Αυ­τά, βε­βαίως, ό­σο α­φο­ρά τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, για­τί ο Χό­νε­κερ φαί­νε­ται δρα­στή­ριος στον ε­ρω­τι­κό το­μέα. Απέ­κτη­σε δυο συ­ζύ­γους και α­ντι­στοί­χως, δυο θυ­γα­τέ­ρες. Τη δεύ­τε­ρη κό­ρη, μά­λι­στα, την α­πο­κτά πριν ε­πι­ση­μο­ποιή­σει το δε­σμό του με τη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο. Τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, πά­ντως, δεν τον α­φή­νει α­συ­γκί­νη­το “ο έ­φη­βος παί­κτης του τσα­ράν­γκο”. Ένα γλυ­κό α­γό­ρι, με δυ­να­τά μπρά­τσα, “ο κι­θα­ρω­δός Χουά­ν”, πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν ψη­φί­δα του λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κού πα­ρα­δεί­σου. 
Τον αι­σθη­σια­σμό, ό­μως, τον δη­μιουρ­γεί μια γο­η­τευ­τι­κή τρα­γου­δί­στρια. Εί­ναι η Δό­να που διευ­θύ­νει έ­ναν πο­λυ­τε­λή οί­κο α­νο­χής στο Βαλ­πα­ραΐζο για βα­θύ­πλου­τους Σα­ου­δά­ρα­βες και άλ­λους πα­ρό­μοιους. Αυ­τή θα του προ­σφέ­ρει να πιει το πο­τό με τη ρό­δι­νη ό­ψη, που οι ι­σπα­νό­φω­νοι α­πο­κα­λούν α­ρα­κουά­λια και εί­ναι φτιαγ­μέ­νο, σύμ­φω­να με το μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πό “ρο­δό­στα­μο, πορ­το­κά­λι και μέ­ντα”. Μα­κρι­νή α­ντι­στοι­χία “στο χυ­μό ρο­διού με σό­δα” που πί­νει ο Άσσεν­μπαχ. Κοι­νά ση­μεία, το χρώ­μα και η η­δο­νι­κή αί­σθη­ση, που κα­τέ­χει ε­κεί­νη την ώ­ρα τους ή­ρωες των δυο μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Μή­πως πρό­κει­ται για lapsus calami του Κου­μα­ντα­ρέα, ο­φει­λό­με­νο στην ο­μο­η­χία ρο­δό­στα­μου και ρο­διού, για­τί, αν δεν σφάλ­λου­με, ο χυ­μός ρο­διού χρη­σι­μο­ποιεί­ται στο ι­σπα­νι­κό κο­κταίηλ που α­να­φέ­ρει.
Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας δεν θέ­λη­σε να γρά­ψει μια πει­σι­θά­να­τη νου­βέ­λα, ού­τε να πλά­σει έ­ναν Χό­νε­κερ ητ­τη­μέ­νο α­πό την α­σθέ­νεια. Ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Χό­νε­κερ εμ­φα­νί­ζε­ται α­πό­λυ­τος στα ι­δε­ο­λο­γι­κά του πι­στεύω και μα­χη­τής. Ιδα­νι­κός πρω­τα­γω­νι­στής ε­νός πο­λι­τι­κού θρί­λε­ρ, ο ο­ποίος α­πο­λαμ­βά­νει μέ­χρι και έ­ναν με­τα­θα­νά­τιο θρίαμ­βο. Κα­τά τα άλ­λα, η μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία εί­ναι τέ­χνη και τε­χνι­κή. Ο κα­λός μά­στο­ρας γνω­ρί­ζει πό­σο υ­λι­κό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τού εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, αλ­λά και ό­τι οι προ­σφο­ρό­τε­ρες πλευ­ρές εί­ναι  ε­κεί­νες που η Ιστο­ρία ά­φη­σε αμ­φί­ση­μες και σκο­τει­νές. Πι­θα­νόν και ε­μπνεό­με­νος α­πό τις κα­τη­γο­ρίες της Στά­ζι, ό­τι ο Χό­νε­κερ συ­νερ­γά­στη­κε με τους Χιτ­λε­ρι­κούς στην πε­ρίο­δο της φυ­λά­κι­σής του, πλέ­κει την ί­ντρι­γκα γύ­ρω α­πό το δί­πο­λο του κο­μου­νι­στή η­γέ­τη και ε­νός Να­ζί. Ένας α­πό τους πολ­λούς, που κα­τέ­φυ­γαν στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και κα­τόρ­θω­σαν με πλα­στι­κές εγ­χει­ρή­σεις να δια­λά­θουν. Τα κα­ταχ­θό­νια σχέ­δια, που ε­ξυ­φαί­νει για την α­πό­κτη­ση της χα­μέ­νης ε­ξου­σίας, δέ­νουν με την πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη νε­ο­να­ζι­στι­κή α­πει­λή. Όσο για την α­τμό­σφαι­ρα του σα­σπέ­νς, αυ­τήν την ε­ξα­σφα­λί­ζει η πό­λη του Βαλ­πα­ραΐζο, ό­πως την φα­ντά­στη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας. Πό­λη της πα­ρα­νο­μίας και της δια­φθο­ράς, με κα­τα­γώ­για, στε­νούς δρό­μους, πο­λυ­τε­λή ξε­νο­δο­χεία και ως κέ­ντρο, έ­να πορ­νείο με υ­πέ­ρο­χες γυ­ναί­κες για πλού­σιους πε­λά­τες και α­φε­ντι­κό τον πρώην Να­ζί.


Μου­σι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα

Το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­μα­ντα­ρέα, που συ­νο­μι­λεί με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μαν, εί­ναι το προ ει­κο­σα­ε­τίας, «Η συμ­μο­ρία της άρ­πας». Μυ­θι­στό­ρη­μα γύ­ρω α­πό τη μου­σι­κή, με πρω­τα­γω­νι­στή έ­ναν κα­θη­γη­τή άρ­πας, που μνη­μο­νεύει τους δυο Γου­στά­βους, τον Άσσεν­μπαχ και τον Μά­λε­ρ, τον μου­σι­κό που τον ε­νέ­πνευ­σε. Σε ε­κεί­νο, ο κα­θη­γη­τής έ­χει έ­ναν πα­ρά­ξε­νο α­σιά­τη υ­πη­ρέ­τη. Ένα α­ντί­στοι­χο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό δί­δυ­μο πρω­τα­γω­νι­στεί και στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Χό­νε­κερ και ο υ­πη­ρέ­της του. Όπως υ­πάρ­χει και ε­δώ, συ­νο­δευ­τι­κή των σκη­νών μου­σι­κή, α­πό το τσα­ράν­γκο του έ­φη­βου κι­θα­ρω­δού και α­πό το τύ­μπα­νο του υ­πη­ρέ­τη, που α­πο­κα­λύ­πτε­ται έ­νας δια­νοού­με­νος καλ­λι­τέ­χνης. Θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα θε­α­τρό­μορ­φο, ό­πως ε­πα­να­λαμ­βά­νει ο α­φη­γη­τής. Από τις τρεις εκ­δο­χές του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Μαν, λο­γο­τε­χνι­κή, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή και ο­πε­ρα­τι­κή, στις μνη­μο­νι­κές ε­ντυ­πώ­σεις του μου­σι­κο­τρα­φούς συγ­γρα­φέα κυ­ριάρ­χη­σε η τε­λευ­ταία. 
Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας α­ντι­τεί­νει στις τρέ­χου­σες εμ­μο­νές των ι­στο­ρι­κών τις δι­κές του, θυ­μί­ζο­ντας μια άλ­λη μειο­νό­τη­τα που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε α­πό τους Χιτ­λε­ρι­κούς. Βα­σα­νι­σμέ­νος σε χιτ­λε­ρι­κό στρα­τό­πε­δο ο υ­πη­ρέ­της του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, ό­χι για­τί ή­ταν Εβραίος, αλ­λά για­τί εί­χε συλ­λη­φθεί μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του, που εί­χε “σε­ξουα­λι­κές ι­διαι­τε­ρό­τη­τες”. Την κο­μου­νι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γία του  μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει να την πα­ρου­σιά­σει μέ­σα α­πό τη συ­νο­μι­λία του με έ­ναν έλ­λη­να ψυ­χία­τρο. Εί­ναι γεν­νη­μέ­νος το 1955 και θεω­ρεί ε­αυ­τόν α­πό νέο προ­σκολ­λη­μέ­νο στην Αρι­στε­ρά, πα­ρα­δε­χό­με­νος ό­τι εί­χε φλερ­τά­ρει με το Πα­σόκ. Το­πο­θε­τη­μέ­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα το 1993, μια πε­ρίο­δο που εί­χε ο­ρι­σμέ­να κοι­νά με σή­με­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ε­πι­τρέ­πει πολ­λές ε­πί­και­ρες πα­ρα­τη­ρή­σεις του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, κα­θώς και του συ­νο­μι­λη­τή του. Όπως, λ.χ., η α­πό­φαν­ση του πρώ­του: “Έτσι φτά­σα­με στην Ευ­ρω­παϊκή Γερ­μα­νία... Και αύ­ριο, για­τί ό­χι, σε μια γερ­μα­νι­κή Ευ­ρώ­πη... ”
Το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι χω­ρι­σμέ­νο σε δυο μέ­ρη. Το πρώ­το τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Πρε­λού­διο», ω­στό­σο α­πο­τε­λεί­ται α­πό 17 κε­φά­λαια και εί­ναι το κυ­ρίως τμή­μα. Το δεύ­τε­ρο, «Ιντερ­μέτ­ζο», με ο­κτώ κε­φά­λαια και εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό. Κα­τά μια ερ­μη­νεία, αυ­τοί οι τίτ­λοι δη­λώ­νουν ό­τι μπο­ρεί το πο­λι­τι­κό θρί­λερ να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται, αλ­λά, α­πό έ­να βι­βλίο που θα στό­χευε σε κά­τι σαν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία γρά­φτη­καν μό­νο η ει­σα­γω­γή και έ­να εν­διά­με­σο κομ­μά­τι. Δυο μό­νο ή­ρωες έ­χουν ως πρό­τυ­πα α­ντί­στοι­χα υ­παρ­κτά πρό­σω­πα. Ο Χό­νε­κερ και η σύ­ζυ­γός του, Μάρ­γκο­τ, που πρω­το­στα­τούν α­ντί­στοι­χα στα δυο μέ­ρη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια νεό­τε­ρη του συ­ζύ­γου της, ε­ξα­κο­λου­θεί μέ­χρι σή­με­ρα να ζει στο Σα­ντιά­γκο. “Αμε­τα­νό­η­τη στα­λι­νι­κή”, την χα­ρα­κτή­ρι­σαν πέ­ρυ­σι που προ­βλή­θη­κε στη γερ­μα­νι­κή τη­λεό­ρα­ση συ­νέ­ντευ­ξή της, στην ο­ποία πα­ρου­σία­ζε την Λα­ο­κρα­τι­κή Δη­μο­κρα­τία της Γερ­μα­νίας σαν έ­να ει­ρη­νι­κό κρά­τος με τους πο­λί­τες να έ­χουν ερ­γα­σία και προο­πτι­κή. Η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή Μάρ­γκοτ πα­ρα­μέ­νει και στην πα­ρακ­μή της μια ι­σχυ­ρή πρώ­τη κυ­ρία, με πλή­ρη ε­νη­μέ­ρω­ση και δογ­μα­τι­κές α­πό­ψεις. Ας μην λη­σμο­νού­με ό­τι διε­τέ­λε­σε ε­πί 25 χρό­νια υ­πουρ­γός παι­δείας, α­κρι­βέ­στε­ρα “λαϊκής εκ­παί­δευ­σης”. Μό­νο έ­νας σε­ξι­στής συγ­γρα­φέ­ας θα έ­πλα­θε μια τυ­χού­σα γυ­ναι­κού­λα για σύ­ζυ­γο του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κερ. Η κα­τά Κου­μα­ντα­ρέα στέ­κε­ται στο ύ­ψος της πραγ­μα­τι­κής Μάρ­γκο­τ, που ξε­κί­νη­σε α­πό θυ­γα­τέ­ρα υ­πο­δη­μα­το­ποιού και έ­φθα­σε, κα­τά μια εκ­δο­χή, να εί­ναι ε­κεί­νη που έ­παιρ­νε τις σκλη­ρό­τε­ρες α­πο­φά­σεις. 




Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 2/6/2013.