Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Μ. Ανα­γνω­στά­κης, Ενε­νή­ντα πα­ρά Δέ­κα

8 Μαρ­τίου, η η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας. Για ε­κεί­νες, η­μέ­ρα γιορ­τής. Για ε­κεί­νους, ε­πέ­τειος ε­ορ­τα­στι­κή ή η­μέ­ρα ήτ­τας; Με­γά­λο ή μι­κρό κα­κό να έ­χεις γυ­ναί­κα χει­ρα­φε­τη­μέ­νη στο κε­φά­λι σου; Κα­λός ή κα­κός οιω­νός να γεν­νη­θείς την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας; Θα γί­νεις με­γά­λος ε­ρα­στής ή πι­στός σύ­ζυ­γος; Με­τέω­ρα ε­ρω­τή­μα­τα για ό­σους ρέ­πουν προς την α­στρο­λο­γία και προσ­δί­δουν με­τα­φυ­σι­κές δια­στά­σεις σε α­ριθ­μη­τι­κές και άλ­λες συ­μπτώ­σεις. Απαι­σιό­δο­ξα α­πα­ντούν οι στί­χοι του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, που η γέν­νη­σή του, για μιας η­μέ­ρας κα­θυ­στέ­ρη­ση, δεν συ­νέ­πε­σε με την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας: “Για τους ε­ρω­τευ­μέ­νους που πα­ντρεύ­τη­καν. / Για τη μά­χη που κερ­δή­θη­κε. / Για ό­λα ό­σα τέ­λειω­σαν χω­ρίς ελ­πί­δα πια.” Κι ό­μως, ο ί­διος υ­πήρ­ξε έ­νας ε­ρω­τευ­μέ­νος που πα­ντρεύ­τη­κε και τί­πο­τα δεν τε­λείω­σε. Πα­ρά με­ρι­κούς μή­νες θα προ­λά­βαι­νε τη χρυ­σή ε­πέ­τειο του γά­μου του. Την ε­παύ­ριον της ση­με­ρι­νής, 105ης η­μέ­ρας της Γυ­ναί­κας, θα γιόρ­τα­ζε τα ε­νε­νη­κο­στά γε­νέ­θλιά του, γεν­νη­θείς την 9η Μαρ­τίου 1925. Απε­βίω­σε δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, στις 23 Ιου­νίου 2005, έ­χο­ντας συ­μπλη­ρώ­σει κο­ντά μι­σό αιώ­να έγ­γα­μου βίου. Ρο­μα­ντι­κός ή συ­ντη­ρη­τι­κός; Ίσως και τα δυο, με τον ι­διαί­τε­ρο τρό­πο, που ο­ρι­σμέ­νοι Αρι­στε­ροί πα­λαιάς κο­πής κα­τά­φερ­ναν να τα συν­δυά­ζουν.
Για τους ε­ρω­τευ­μέ­νους που πα­ντρεύ­τη­καν και ξα­να­ε­ρω­τεύ­τη­καν. Για ό­λα του έ­ρω­τα που πο­τέ δεν τε­λειώ­νουν. Θα του α­πα­ντού­σε ο φί­λος του, ποιη­τής, Νά­σος Βα­γε­νάς, ε­κεί­νος γεν­νη­μέ­νος την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας, 8 Μαρ­τίου 1945, και ε­σα­εί ε­ρω­τευ­μέ­νος με τη Γυ­ναί­κα. Αλλά σερ­φά­ρο­ντας στην ι­στο­σε­λί­δα της BiblioNet, που ε­νίο­τε σφάλ­λει, αλ­λά ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­κο­πα δη­μο­σιεύ­σεις σε α­κα­τα­τό­πι­στους, α­να­κα­λύ­πτεις κι άλ­λους ε­ορ­τά­ζο­ντες σή­με­ρα τα γε­νέ­θλιά τους. Και για να πα­ρα­μεί­νου­με στον “Όμι­λο Φί­λων Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη”, σή­με­ρα έ­χει γε­νέ­θλια ο Αλέ­ξης Πο­λί­της – γεν­νη­μέ­νος ί­δια μέ­ρα, ί­διο χρό­νο με τον Βα­γε­νά, για την ώ­ρα, που εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη στο υ­πο­λο­γι­σμό του ω­ρο­σκό­που, δυ­στυ­χώς, η BiblioNet δεν πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρίες. Κι αυ­τός, ει­κά­ζου­με, με τον ί­διο στί­χο θα α­πα­ντού­σε, αν ή­ταν ποιη­τής. Αλλά εί­ναι θεω­ρη­τι­κός και ό­λα, πλην του έ­ρω­τα, “τα ρο­μα­ντι­κά χρό­νια”, “τις χα­μη­λές φω­νές ποιη­τώ­ν”, τα α­ντι­με­τω­πί­ζει α­πο­κα­θαρ­μέ­να ρο­μα­ντι­σμού. Ακό­μη και “την ποιη­τι­κή συ­νά­ντη­ση Κα­βά­φη-Ανα­γνω­στά­κη”, στα ο­ρει­νά Ρού­στι­κα Ρε­θύ­μνου, πα­τρι­κό τό­πο του ποιη­τή, ως πα­νε­πι­στη­μια­κός θα πρέ­πει ά­ψο­γα να την συ­ντό­νι­σε, αλ­λά στην ει­δυλ­λια­κή α­τμό­σφαι­ρα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος χώ­ρου, ει­κά­ζου­με πως δεν θα πρέ­πει να ε­νέ­δω­σε. 
Υπάρ­χουν, ό­μως, και θεω­ρη­τι­κοί, φύ­σει παι­γνιώ­δεις σε ό­λες τις εκ­φάν­σεις του βίου. Αυ­τή ή­ταν η πε­ρί­πτω­ση ε­νός άλ­λου νε­ο­ελ­λη­νι­στή φι­λό­λο­γου, του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, γεν­νη­μέ­νου την με­θε­πο­μέ­νη της η­μέ­ρας της Γυ­ναί­κας. Την ερ­χό­με­νη Τε­τάρ­τη θα γιόρ­τα­ζε τα 86α γε­νέ­θλιά του. Ήταν τέσ­σε­ρα χρό­νια νεό­τε­ρος του Ανα­γνω­στά­κη, γεν­νη­θείς στις 11 Μαρ­τίου 1929. Απε­βίω­σε δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­κεί­νον, αλ­λά τον ί­διο μή­να, στις 11 Ιου­νίου 1995.
Χά­ρις στην η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας, μνη­μο­νεύου­με τέσ­σε­ρις ε­πι­φα­νείς των Γραμ­μά­των, εκ των ο­ποίων οι δυο έ­δω­σαν, οι άλ­λοι δυο ε­ξα­κο­λου­θούν, ακ­μαίοι πά­ντο­τε, να δί­νουν μέ­ρος της πνευ­μα­τι­κής τους ευ­ρω­στίας –με­γα­λύ­τε­ρο ή μι­κρό­τε­ρο, θέ­μα τα­μπε­ρα­μέ­ντου– στη Γυ­ναί­κα. Εκεί­νο, ό­μως, που εν­δια­φέ­ρει έ­να πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό, δεν εί­ναι προ­φα­νώς οι ε­πι­δό­σεις τους στο ε­ρω­τι­κό ά­θλη­μα, αλ­λά η θέ­ση τους στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, κα­θώς πρό­κει­ται για μία τε­τρά­δα προ­σώ­πων με ε­πιρ­ροή και πέ­ραν των βιο­λο­γι­κών ο­ρίων. Για­τί, αν ο λό­γος του ζώ­ντος α­σκεί ε­ξου­σία, του τε­θνεώ­τος α­πο­λαύει ι­σχύ θέ­σφα­του. Αν, βε­βαίως, υ­πάρ­χει κύ­κλος Απο­στό­λων, ή­τοι φί­λων και μα­θη­τών. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη τε­τρά­δα, δυο ποιη­τές δυο με­λε­τη­τές, τον δια­θέ­τει. Ανή­κουν σε δυο δια­φο­ρε­τι­κές γε­νιές, την πρώ­τη και τη γε­νιά του ’70, α­νά­με­σα στις ο­ποίες, υ­περ­πη­δώ­ντας την πιο χα­μη­λό­φω­νη και κά­πως συ­μπλεγ­μα­τι­κή δεύ­τε­ρη, α­να­πτύ­χθη­κε α­πό νω­ρίς γό­νι­μο δί­κτυο ε­πα­φών.
Τέσ­σε­ρα πρό­σω­πα ση­μαί­νει έ­ξι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Εδώ, δια­κρί­νου­με τέσ­σε­ρις φι­λι­κές σχέ­σεις, μία φι­λο­λο­γι­κής α­ντι­πα­λό­τη­τας και μια λαν­θά­νου­σα. Ως φι­λι­κές τεκ­μαί­ρο­νται, α­πό λο­γο­τε­χνι­κές πα­ρου­σιά­σεις και α­φιε­ρω­μα­τι­κές δη­μο­σιεύ­σεις, οι σχέ­σεις των δύο πρε­σβύ­τε­ρων με τους δύο νεό­τε­ρους, ό­που οι σχέ­σεις Ανα­γνω­στά­κη-Βα­γε­νά και Σαβ­βί­δη-Πο­λί­τη στά­θη­καν στε­νό­τε­ρες. Εμφα­νούς α­ντι­πα­λό­τη­τας εί­ναι η σχέ­ση των δυο νεό­τε­ρων. Αμφό­τε­ροι νε­ο­ελ­λη­νι­στές φι­λό­λο­γοι έ­χουν διαρ­κούς χα­ρα­κτή­ρα κρι­τι­κές δια­μά­χες, ό­που “τση γκιό­στρας το παι­χνί­δι” λαμ­βά­νει κά­θε φο­ρά χώ­ρα σε α­νοι­χτή α­ρέ­να, του­τέ­στιν με ε­κτε­νή δη­μο­σιεύ­μα­τα και δη, σε συ­νέ­χειες. Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν οι κρι­τι­κές που ο Σαβ­βί­δης γρά­φει ή δεν γρά­φει για τους δυο ποιη­τές. Ού­τε ο Ανα­γνω­στά­κης ού­τε ο Βα­γε­νάς α­νή­κουν στους με­τρη­μέ­νους ποιη­τές της πρώ­της και της γε­νιάς του ’70, α­ντι­στοί­χως, που α­γα­πά. Για τον ποιη­τή Ανα­γνω­στά­κη, δεν υ­πάρ­χει κρι­τι­κή. Αν δεν σφάλ­λου­με, κα­θώς τα βι­βλιο­γρα­φι­κά στοι­χεία εί­ναι ελ­λι­πή. Η Βι­βλιο­γρα­φία Ανα­γνω­στά­κη κα­ταρ­τί­ζε­ται, του Σαβ­βί­δη έ­μει­νε στο Σχε­δία­σμα του Δε­κεμ­βρίου 1994.
Λαν­θά­νου­σα μέ­νει η σχέ­ση των δυο τε­θνεώ­των. Τα ό­ποια τεκ­μή­ρια χά­νο­νται με την α­να­χώ­ρη­ση προ­σώ­πων ε­νός στε­νού κύ­κλου. Ποιοι θυ­μού­νται πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις α­πό την προ­δι­κτα­το­ρι­κή Θεσ­σα­λο­νί­κη ή την Αθή­να της δε­κα­ε­τίας του ’80; Δυο πο­λύ κο­ντι­νοί άν­θρω­ποι του Ανα­γνω­στά­κη α­πε­βίω­σαν μέ­σα στη δε­κα­ε­τία α­πό τον θά­να­τό του. Πρώ­τος έ­φυ­γε ο φί­λος του α­πό το 1951, ι­σό­βιος κρι­τι­κός του έρ­γου του α­πό το πρώ­το του βι­βλίο, Αλέξ. Αργυ­ρίου. Τέσ­σε­ρα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του ποιη­τή, α­πο­χώ­ρη­σε τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά τον θά­να­το ε­κεί­νου. Με­τά άλ­λα τέσ­σε­ρα χρό­νια α­πε­βίω­σε η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη. Η άλ­λο­τε πο­τέ α­πό­φοι­τος της νο­μι­κής, Αθη­ναία Νό­ρα Βαρ­βέ­ρη, που ε­γκα­τέ­λει­ψε ε­πάγ­γελ­μα, τό­πο, ό­νο­μα  για να α­κο­λου­θή­σει τον ά­ντρα της ζωής της, έ­φυ­γε στις 31 Δε­κεμ­βρίου 2013. Ημε­ρο­μη­νία, που έ­χει χροιά πα­ραί­τη­σης.
Για τη συ­νά­ντη­ση Ανα­γνω­στά­κη - Σαβ­βί­δη στον Τύ­πο, μέ­νει έ­να βι­βλίο και η κρι­τι­κή του πα­ρου­σία­ση. Εί­ναι «Η χα­μη­λή φω­νή», που εκ­δό­θη­κε Δε­κέμ­βριο 1990. Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται ή­δη α­πό το ε­ξώ­φυλ­λο, πρό­κει­ται για “μία προ­σω­πι­κή αν­θο­λο­γία του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη”, με προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πό­τιτ­λο, “Τα λυ­ρι­κά μιας πε­ρα­σμέ­νης ε­πο­χής στους πα­λιούς ρυθ­μούς”. Λι­γό­τε­ρο α­πό μή­να αρ­γό­τε­ρα, δη­μο­σιεύ­τη­κε η κρι­τι­κή του Σαβ­βί­δη, που δια­φο­ρο­ποιεί­ται της γε­νι­κό­τε­ρης τό­τε θερ­μής υ­πο­δο­χής. Όχι τό­σο λό­γω των δια­φω­νιών που δια­τυ­πώ­νει, ό­σο χά­ρις στις πλα­γίως ει­ρω­νι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, που α­πο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των κρι­τι­κών του προ­σεγ­γί­σεων.
Οι ευ­θείες βο­λές α­φο­ρούν κυ­ρίως τον προ­λο­γι­στή, Αλέξ. Αργυ­ρίου, πα­ρό­λο που η συμ­βο­λή του στην έκ­δο­ση πα­ρου­σιά­ζε­ται πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Το ό­νο­μά του δεν α­να­γρά­φε­ται στη σε­λί­δα τίτ­λου του βι­βλίου και ο τίτ­λος του προ­λό­γου του εί­ναι μι­νι­μα­λι­στι­κός, «Ένα σχό­λιο (Ίσως ό­χι ε­ντε­λώς πε­ριτ­τό...)». Ο Σαβ­βί­δης βρί­σκει “χα­λα­ρό” τον πρό­λο­γο, κρί­νο­ντας πως ο Αργυ­ρίου μα­ταιο­πο­νεί προ­σπα­θώ­ντας να δια­κρί­νει μεί­ζο­νες και ε­λάσ­σο­νες ποιη­τές. Ως έμ­με­σα υ­πό­λο­γο α­ντι­με­τω­πί­ζει τον Ανα­γνω­στά­κη, που δεν α­νέ­πτυ­ξε ο ί­διος το σκε­πτι­κό της αν­θο­λό­γη­σης, αλ­λά και για­τί δεν ε­ξέ­δω­σε την προ­σω­πο­πα­γή αυ­θε­ντι­κή μορ­φή της αν­θο­λο­γίας του, που συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε κα­θα­ρο­λό­γους της πρώ­της α­θη­ναϊκής σχο­λής, μεί­ζο­νες και νε­ο­τε­ρι­κούς με τα χα­μη­λό­φω­να ποιή­μα­τά τους. Αντ’ αυ­τών, προ­σαρ­μο­ζό­με­νος σε αλ­λό­τρια κρι­τή­ρια, αν­θο­λό­γη­σε “ε­λάσ­σο­νες”, ό­πως Λα­πα­θιώ­τη και Πορ­φύ­ρα, που λέ­γε­ται ό­τι δεν του ά­ρε­σαν. Κα­τά την προ­σφι­λή του συ­νή­θεια, ο Σαβ­βί­δης συ­νο­ψί­ζει την αν­θο­λο­γία με α­ριθ­μη­τι­κά στοι­χεία: 160 ποιή­μα­τα, 30 άν­δρες-2 γυ­ναί­κες, μέ­σος ό­ρος 5 ποιή­μα­τα α­νά συγ­γρα­φέα, 6 αν­θο­λο­γού­νται με έ­να ποίη­μα, 9 με πε­ρισ­σό­τε­ρα των 5, 12 ο Μελαχρινός, 15 ο Καρυ­ωτάκης, 17 ο Άγρας. Ενώ, ση­μειώ­νει στην χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη την “αι­νιγ­μα­τι­κή” πρό­τα­ξη του Γρυ­πά­ρη, α­μέ­σως με­τά τον Μα­βί­λη.  
Αυ­τές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις πρό­σφε­ραν την α­φορ­μή στον Ανθο­λό­γο για μία α­πά­ντη­ση. Να ε­πι­ση­μά­νει τα λά­θη της συ­νο­πτι­κής πα­ρου­σία­σης: 149 ποιή­μα­τα, μι­κρό­τε­ρος μέ­σος ό­ρος, με 10 ποιή­μα­τα αν­θο­λο­γεί­ται ο Με­λα­χρι­νός, ή α­κό­μη, ό­τι, στην πα­ρά­θε­ση, υ­πάρ­χουν κι άλ­λες πα­ρεκ­κλί­σεις α­πό την η­λι­κια­κή σει­ρά. Και με την ευ­και­ρία, να λύ­σει α­πο­ρίες, σκια­γρα­φώ­ντας το ποιη­τι­κό του σύ­μπαν α­πό τις α­παρ­χές της δη­μιουρ­γίας του μέ­χρι τις σα­τι­ρι­κές εκ­βλα­στή­σεις του τέ­λους. Το πώς εί­χε αρ­χί­σει την αν­θο­λο­γία α­πό τα μα­θη­τι­κά του χρό­νια α­ντι­γρά­φο­ντας τα ποιή­μα­τα με το χέ­ρι, τη με­γά­λη συ­μπά­θεια που εί­χε στη ρί­μα και την πα­ρα­δο­σια­κή στι­χουρ­γία, το για­τί να προ­η­γεί­ται ο Γρυ­πά­ρης ή να πρω­τεύει σε “κα­λά ποιή­μα­τα” ο Άγρας. Απά­ντη­ση εκ μέ­ρους του Ανα­γνω­στά­κη ή δη­μό­σια σχό­λια δεν υ­πήρ­ξαν.
Γρά­φο­ντας προ ε­βδο­μά­δων για τα “ποιη­τι­κά” του Τέλ­λου Άγρα, α­να­φέ­ρα­με πως την τε­λευ­ταία αν­θο­λο­γία “χα­μη­λής φω­νής” την έ­κα­νε έ­νας τε­λευ­ταίος ρο­μα­ντι­κός. Εκεί, υ­παι­νισ­σό­μα­στε τον Ανα­γνω­στά­κη. Χα­ρα­κτη­ρί­ζεις, ό­μως, τον Ανα­γνω­στά­κη ρο­μα­ντι­κό; Για­τί ό­χι; Ήταν φύ­ση ε­σω­στρε­φής. Ήταν α­παι­σιό­δο­ξος. Έκα­νε ου­το­πι­κές ε­πι­λο­γές. Τα ποιή­μα­τά του δια­πνέ­ο­νται α­πό ευαι­σθη­σία, συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό, νο­σταλ­γία. “Πολ­λά εί­ναι κουρ­δι­σμέ­να στον πα­ρα­δο­σια­κό τρό­πο γρα­φής.” Αν ο χαρακτηρισμός ρομαντικός ξενίζει στην περίπτωσή του, είναι  για­τί δεί­χνει να έρ­χε­ται σε α­ντί­θε­ση με το εν­νοιο­λο­γι­κά κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό α­ρι­στε­ρός. Αλλά, σή­με­ρα, το α­ρι­στε­ρός κα­τέ­λη­ξε ε­τι­κέ­τα-ο­μπρέ­λα για τους πλέ­ον διι­στά­με­νους χα­ρα­κτή­ρες και ε­τε­ρό­κλι­τες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Εκεί­νος α­νή­κε σε μια προ και­ρού α­φα­νι­σθεί­σα δρά­κα α­πό ρο­μα­ντι­κούς ε­πα­να­στά­τες.
Στην Ε­ΠΟΝ, στο Κόμ­μα, έ­γκλει­στος στις φυ­λα­κές Επτα­πυρ­γίου υ­πό την α­πει­λή ε­κτέ­λε­σης της θα­να­τι­κής ποι­νής. Με­τά, στη σύ­ντο­μη προ­δι­κτα­το­ρι­κή “ά­νοι­ξη”, έ­νας α­πό τους στυ­λο­βά­τες στα πο­λι­τι­στι­κά της Αρι­στε­ράς. Αργό­τε­ρα, ό­ταν η α­πο­γοή­τευ­ση αρ­χί­ζει να πυ­κνώ­νει, κά­νει την εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τη ου­το­πι­κή ε­πι­λο­γή, αυ­τήν της σιω­πής. Δεν α­ντέ­χε­ται, ό­μως, η σιω­πή α­πό έ­να τό­σο γό­νι­μο ποιη­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο. Τό­τε, α­νοί­γει λα­γού­μι στη σά­τι­ρα, με τον Μα­νού­σο Φάσ­ση, που “συ­νέ­χι­σε ως το τέ­λος της ζωής του να λι­μνά­ζει στα τελ­μα­τώ­δη νε­ρά της ο­μοιο­κα­τα­λη­ξίας”. Μέ­χρι που ε­ντο­πί­ζουν το λα­γού­μι του κα­ρα­δο­κού­ντες φι­λό­λο­γοι και το φλο­μώ­νουν με δο­ξα­στι­κά αέ­ρια. Εκεί­νος το ε­γκα­τα­λεί­πει. Σιω­πά και ο Μα­νού­σος Φάσ­σης. Τό­τε εί­ναι που θυ­μά­ται την παι­διό­θεν φι­λα­να­γνω­σία του. Εκδί­δει την χα­μη­λό­φω­νη αν­θο­λο­γία με κα­μιά τρια­ντα­ριά ποιη­τές, στή­νει τη σει­ρά πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης με προ­πέ­τα­σμα τους μεί­ζο­νες, να α­νοί­γουν το δρό­μο στους άλ­λους που “κα­νείς δεν τους ή­ξε­ρε”. Βρή­καν οι νε­ο­ελ­λη­νι­στές να αρ­μέ­γουν. Μέ­χρι που “πα­ρα­δί­νε­ται” ο­λο­σχε­ρώς στην κοι­νω­νι­κό­τη­τα της συ­ντρό­φου του, πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος σε βρα­δι­νές μα­ζώ­ξεις, στις ο­ποίες ό­λο και λι­γο­στεύουν τα πρό­σώ­πα συγ­γε­νούς τα­μπε­ρα­μέ­ντου. Εκεί­νος συ­νε­χί­ζει να υ­πο­μει­διά αι­νιγ­μα­τι­κά. Ίσως, και εν­θυ­μού­με­νος τους Λαυ­ρέ­ντιους, που εί­χε την τύ­χη να συ­να­πα­ντή­σει στο ζό­ρι­κο βίο του.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/3/2015.

Πε­ρί ψευ­δω­νυ­μίας


 Ενα ψευ­δώ­νυ­μο α­νέ­κα­θεν ά­φη­νε να δια­φα­νεί μέ­ρος της προ­σω­πι­κό­τη­τας ε­κεί­νου που το εί­χε υιο­θε­τή­σει, το βα­θύ­τε­ρο εί­ναι του αλ­λά και η ε­πο­χή του. Πα­λαιό­τε­ρα, στο χώ­ρο του βι­βλίου, πε­ρισ­σό­τε­ρο στα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, η ψευ­δω­νυ­μία α­πο­τε­λού­σε προ­σφι­λή συ­νή­θεια. Πριν έ­ναν αιώ­να, ο Ξε­νό­που­λος την εί­χε α­να­γά­γει σε α­πα­ραί­τη­τη προϋπό­θε­ση για τη συμ­με­το­χή των συν­δρο­μη­τών στην κί­νη­ση του πε­ριο­δι­κού του, τη γνω­στή «Διά­πλα­ση των παί­δων». Με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά η χρή­ση ψευ­δω­νύ­μου υ­πο­χώ­ρη­σε, σχε­δόν ε­ξα­φα­νί­στη­κε στον έ­ντυ­πο λό­γο. Στα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, σπά­νια ε­ντο­πί­ζε­ται ψευ­δώ­νυ­μος συ­νερ­γά­της. Βε­βαίως, κυ­ριαρ­χεί στον δια­δι­κτυα­κό χώ­ρο, αλ­λά ε­κεί η σκο­πι­μό­τη­τά της και συ­να­κό­λου­θα, η χρή­ση της εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κής φύ­σης. Η α­πό­κρυ­ψη της ταυ­τό­τη­τας δεν εκ­φρά­ζει παι­γνιώ­δη διά­θε­ση, ού­τε α­να­γκαιό­τη­τα οι­κο­γε­νεια­κή ή ε­παγ­γελ­μα­τι­κή. Εξα­κο­λου­θεί, πά­ντως, το εί­δος του ψευ­δω­νύ­μου που ε­πι­λέ­γε­ται να α­πο­τε­λεί, πέ­ραν ό­λων των άλ­λων, και κα­θρέ­φτη των και­ρών. 
Για πα­ρά­δειγ­μα, στο πρό­σφα­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Φρέ­αρ» (Ιαν. 2015), το βρα­βείο σε δια­γω­νι­σμό “μι­κρο­διη­γή­μα­τος”, που έ­θε­τε ως ό­ριο τις 150 λέ­ξεις και τη λέ­ξη “φρέ­α­ρ” να βρί­σκε­ται εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο κεί­με­νο, δό­θη­κε στον φέ­ρο­ντα το ψευ­δώ­νυ­μο Π. Ένι­γουεϊ. Τι μπο­ρεί να δη­λώ­νει έ­να πα­ρό­μοιο ψευ­δώ­νυ­μο; Μή­πως κά­ποιον με στραμ­μέ­νους τους ο­φθαλ­μούς προς τον αγ­γλό­φω­νο κό­σμο ή έ­ναν φα­να­τι­κό της ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας; “Πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα θα εί­ταν μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή με­λέ­τη πά­νω στα λο­γο­τε­χνι­κά μας ψευ­δώ­νυ­μα”,  α­πο­φαι­νό­ταν ο Στρά­της Μυ­ρι­βή­λης, με α­φορ­μή ε­κεί­να πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, γεν­νιέ­ται η πρό­σθε­τη α­πο­ρία για το πώς μπο­ρεί να λει­τούρ­γη­σε το ψευ­δώ­νυ­μο στην τρι­με­λή κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή (Δ. Νόλ­λας, Μ. Κου­γιουτ­ζή, Γ. Πα­λα­βός). Επη­ρέ­α­σε τους κρι­τές ή το προ­σπέ­ρα­σαν ως α­διά­φο­ρο, ε­στιά­ζο­ντας στο συ­γκε­κρι­μέ­νο “μι­κρο­διή­γη­μα”, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Φρέ­αρ» και έ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­νεκ­δο­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα; Δεί­χνει, πά­ντως, κομ­μέ­νο και ραμ­μέ­νο στα γού­στα των με­λών της, ό­που το μο­να­δι­κό βι­βλίο του νεό­τε­ρου έ­χει τίτ­λο «Το α­στείο». Με μό­λις 32 λέ­ξεις, δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν διή­γη­μα, ού­τε καν “μι­κρο­διή­γη­μα”. Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­να πο­νη­ρό κλεί­σι­μο του μα­τιού, με κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Πι­θα­νώς, η διά­κρι­ση του διη­γή­μα­τος του κυ­ρίου Ένι­γουεϊ να α­πο­τε­λεί α­ντί­δρα­ση στο γι­γα­ντω­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα και γι’ αυ­τό να εκ­φρά­ζει έ­να ε­πί­λε­κτο τμή­μα της ση­με­ρι­νής λο­γο­τε­χνι­κής κοι­νό­τη­τας. Όλα αυ­τά, αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι η ψευ­δω­νυ­μία δεν εί­χε διαρ­ρεύ­σει προ της βρά­βευ­σης, κα­θώς, τε­λι­κά, ου­δέν κρυ­πτόν υ­πό τον ή­λιον του Δια­δι­κτύου.
Εναν αιώ­να πί­σω, οι έ­φη­βοι, που α­πάρ­τι­σαν τη “γε­νιά του ’20”, ε­πέ­λε­γαν ελ­λη­νο­πρε­πή ψευ­δώ­νυ­μα για να τα υ­πο­βάλ­λουν στο κρι­τή­ριο του Ξε­νό­που­λου και έ­τσι να γί­νουν α­πο­δε­κτοί ως δια­πλα­σό­που­λα. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, θυ­μί­ζου­με τα ψευ­δώ­νυ­μα ο­ρι­σμέ­νων ποιη­τών α­πό τους πρω­το­κλα­σά­τους της λε­γό­με­νης και “γε­νιάς του Κα­ρυω­τά­κη”. Πλην του Κα­ρυω­τά­κη, που ξε­κί­νη­σε ως δια­πλα­σό­που­λο, με το ό­νο­μά του. Ενώ, ό­ταν το ψευ­δώ­νυ­μο τέ­θη­κε ως προϋπό­θε­ση συμ­με­το­χής, εί­χε ή­δη στρα­φεί σε άλ­λα “παι­δι­κά πε­ριο­δι­κά”. Ως “Αι­θή­ρ” κα­τα­γρά­φη­κε ο Λα­πα­θιώ­της, ως “Κο­ριν­θια­κόν κύ­μα” ο Ιωάν­νης Οι­κο­νο­μό­που­λος, που με­τέ­πει­τα προ­τί­μη­σε το Ρώ­μος Φι­λύ­ρας, ως “Νι­κη­τής της Αύ­ριο­ν” ο Μή­τσος Πα­πα­νι­κο­λά­ου. Όπως θυ­μί­ζει η Έλλη Φι­λο­κύ­πρου στο βι­βλίο της, που έ­χει ως θέ­μα την εν λό­γω γε­νιά, ή­ταν “μια ο­μά­δα ποιη­τών που συ­νέ­θε­σαν ποιή­μα­τα α­παι­σιο­δο­ξίας και ήτ­τας σε μια ε­πο­χή ε­θνι­κής έ­ξαρ­σης και νι­κη­φό­ρων Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μω­ν”. Θα μπο­ρού­σα­με να προ­σθέ­σου­με πως τα ψευ­δώ­νυ­μά τους προ­μή­νυαν τον ρο­μα­ντι­σμό που διέ­κρι­νε τη με­τέ­πει­τα στά­ση τους. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί το Τέλ­λος Άγρας του Ευαγ­γέ­λου Γ. Ιωάν­νου, το ο­ποίο, α­ντί για διά­θε­ση φυ­γής, δια­πνέε­ται α­πό ε­θνι­κή υ­πε­ρη­φά­νεια. Σύμ­φω­να με τη δια­τύ­πω­ση, που βρί­σκου­με στα λήμ­μα­τα πα­λαιό­τε­ρων ε­γκυ­κλο­παι­δειών, “το Τέλ­λος Άγρας εί­ναι το φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του ποιη­τού Ευαγ­γέ­λου Γ. Ιωάν­νου”. Μό­νο που δεν υ­πάρ­χει κα­μία λο­γο­τε­χνι­κή εμ­φά­νι­ση του Ευαγ­γέ­λου Γ. Ιωάν­νου. Αυ­τός υ­πήρ­ξε μό­νο δη­μό­σιος υ­πάλ­λη­λος. Εξαρ­χής, ο άν­θρω­πος των γραμ­μά­των, ποιη­τής και κρι­τι­κός, εμ­φα­νί­στη­κε με το ό­νο­μα ε­νός Μα­κε­δο­νο­μά­χου. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, με το ψευ­δώ­νυ­μο ε­νός Μα­κε­δο­νο­μά­χου. Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για δά­νειο ψευ­δώ­νυ­μο.
Αν ο Ευάγ­γε­λος Γ. Ιωάν­νου πή­ρε υ­πο­χρεω­τι­κά ψευ­δώ­νυ­μο για να δη­μο­σιεύει στη «Διά­πλα­ση των παί­δων» και να συμ­με­τέ­χει στους δια­γω­νι­σμούς της, ο Σα­ρά­ντος Αγα­πη­νός, κα­θό­σον αν­θυ­πο­λο­χα­γός, α­πό­φοι­τος της Σχο­λής Ευελ­πί­δων, χρειά­στη­κε ψευ­δώ­νυ­μο για να πε­ρά­σει στην ο­θω­μα­νο­κρα­τού­με­νη Μα­κε­δο­νία. Το Τέλ­λος ή­ταν υ­πο­κο­ρι­στι­κό του ο­νό­μα­τός του, Σα­ρά­ντος ή και Σα­ρα­ντέ­λος, γι’ αυ­τό α­πα­ντά­ται και με έ­να λάμ­δα. Ως δευ­τε­ρό­το­κος γιος εί­χε πά­ρει το ό­νο­μα του εκ μη­τρός πάπ­που, του Λά­κω­να Σα­ρά­ντου Μαλ­τσι­νιώ­τη. Ο πα­τέ­ρας του, ε­φέ­της στο Ναύ­πλιο, το 1880, που γεν­νή­θη­κε ο δεύ­τε­ρος γιος του, φρό­ντι­σε να τον γρά­ψει στα Μη­τρώα Αρρέ­νων της δι­κής του γε­νέ­τει­ρας, τους Γαρ­γα­λιά­νους. Εκεί, δή­λω­σε και τους τρεις γιους του για να συ­νε­χι­στεί το έν­δο­ξο γέ­νος των Αγα­πη­νών. Μέ­λη της Φι­λι­κής Εται­ρείας ή­ταν ο πα­τέ­ρας και ο α­δελ­φός του πα­τέ­ρα του, ο­πλαρ­χη­γοί στον Αγώ­να του 1821, Δη­μο­γέ­ρο­ντες. Οι πα­τρι­κές φι­λο­δο­ξίες ε­πα­λη­θεύ­τη­καν. Ο δευ­τε­ρό­το­κος γιος του κα­τόρ­θω­σε να γρα­φεί στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, αλ­λά ως Τέλ­λος Άγρας.
Άγρας, ό­πως η Αγρο­τέ­ρα Άρτε­μις, κα­θώς παι­διό­θεν ο­νει­ρευό­ταν να βγει προς ά­γραν των Τούρ­κων, για να εκ­δι­κη­θεί το κυ­νή­γι α­πό τους Τούρ­κους των Ελλή­νων α­ξιω­μα­τι­κών στον Πό­λε­μο του 1897. Αυ­τήν την ντρο­πή ε­πε­δίω­καν τό­τε να ξε­πλύ­νουν οι νε­α­ροί Ευέλ­πι­δες. Ο Αγα­πη­νός δεν ή­θε­λε τη θέ­ση στη Φρου­ρά της Αθή­νας, που, ως α­ρι­στού­χος της Σχο­λής, ε­δι­καιού­το. Ζη­τού­σε α­πό τον τό­τε Διά­δο­χο Κων­στα­ντί­νο με­τά­θε­ση στη με­θο­ρια­κή γραμ­μή. Ανθυ­πο­λο­χα­γός, α­πό­φοι­τος της Σχο­λής Εύελ­πι­δων, αλ­λά του 1891, ή­ταν και ο Παύ­λος Με­λάς. Δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Αγα­πη­νού, ε­κεί­νος συμ­με­τεί­χε το 1897 και στις πο­λε­μι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις του λε­γό­με­νου “α­τυ­χούς Πο­λέ­μου”. Οι δυο κα­πε­τά­νιοι, ο Μί­κης Ζέ­ζας, ό­πως ή­ταν το ψευ­δώ­νυ­μο του Με­λά, και ο Τέλ­λος Άγρας, έ­πε­σαν θύ­μα­τα δό­λου Βούλ­γα­ρων κο­μι­τατ­ζή­δων. Στον Μα­κε­δο­νι­κό Αγώ­να συ­νέ­βα­λαν πρω­τί­στως μα­χό­με­νοι. Στην έκ­βα­ση, ό­μως, του Αγώ­να, βά­ρυ­νε ο μύ­θος, που  καλ­λιερ­γή­θη­κε γύ­ρω α­πό αυ­τούς και τον θά­να­τό τους. Από μια ση­με­ρι­νή, πραγ­μα­τί­στι­κη ά­πο­ψη, και οι δυο δια­πνέ­ο­νταν α­πό πα­τριω­τι­κό ρο­μα­ντι­σμό. Το ί­διο και ο, κα­τά 19 χρό­νια νεό­τε­ρος του Κα­πε­τάν Άγρα, ποιη­τής Τέλ­λος Άγρας.   
Κά­ποιοι, σε δια­φο­ρε­τι­κές ε­πο­χές, εί­χαν α­πο­ρή­σει με την ε­πι­λο­γή του ψευ­δώ­νυ­μου. Ένας α­πό αυ­τούς, ο Νά­σος Δετ­ζώρτ­ζης, δώ­δε­κα χρό­νια μι­κρό­τε­ρος του Άγρα, που τον διά­βα­ζε α­πό το δη­μο­τι­κό στη «Διά­πλα­ση των παί­δων». Δε­κα­ε­τίες αρ­γό­τε­ρα, α­φού γνω­ρί­στη­καν και έ­γι­ναν φί­λοι, σε κεί­με­νό του, δη­μο­σιευ­μέ­νο πο­λύ με­τά τον θά­να­το του Άγρα, α­πο­ρεί: “Τι ά­βυσ­σους μπο­ρεί να έ­κρυ­βε α­πό τό­τε...τι ει­ρω­νεία η ε­κλο­γή ε­νός τέ­τοιου ψευ­δω­νύ­μου α­πό έ­να παι­δί έ­ντε­κα χρό­νων, που ή­ταν να γί­νει ο ή­συ­χος συ­νε­σταλ­μέ­νος άν­θρω­πος...”  Ενώ, ο Μυ­ρι­βή­λης, νε­κρο­λο­γώ­ντας τον, α­να­ρω­τιέ­ται, “Για­τί τά­χα πή­ρε αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο”, κα­θώς τον συ­γκρί­νει, “α­σθε­νι­κό και δει­λό”, με “τον λε­βέ­ντη και ά­φο­βο Μα­κε­δο­νο­μά­χο Κα­πε­τά­νιο”. Και συ­νε­χί­ζει τα ρη­το­ρι­κά του ε­ρω­τή­μα­τα: “Ο ποιη­τής Ιωάν­νου α­πό τι ψυ­χόρ­μη­το τά­χα σπρωγ­μέ­νος πή­ρε τό­νο­μα του ή­ρωα Τέλ­λου Άγρα; Ήταν η λαχτάρα του για την αντρίκεια λεβεντιά  που τού­λει­πε και την πο­θού­σε, ή α­πλώς τό­νε τρά­βη­ξε η μου­σι­κή των ή­χων και του το­νι­σμού που πε­ριέ­χε­ται στις τέσ­σε­ρις συλ­λα­βές;”
Λη­σμο­νεί ο Μυ­ρι­βή­λης, πως ο ί­διος, εν­νέα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Άγρα, τον Σε­πτέμ­βριο του 1912, μα­ζί με άλ­λους Λέ­σβιους φοι­τη­τές, ζη­τού­σε α­πό τον Βε­νι­ζέ­λο να στρα­τευ­θεί, κα­θώς εί­χε αρ­χί­σει η ε­πι­στρά­τευ­ση για την προέ­λα­ση στο μα­κε­δο­νι­κό χώ­ρο, που σή­μα­νε το ξε­κί­νη­μα του πρώ­του Βαλ­κα­νι­κού πο­λέ­μου. Εκεί­νο το φθι­νό­πω­ρο, ο Ιωάν­νου έ­φθα­νε στην Αθή­να για να γρα­φεί στο Γυ­μνά­σιο και να αρ­χί­σει να δη­μο­σιεύει ως Τέλ­λος Άγρας στη «Διά­πλα­ση των Παί­δων», δί­νο­ντας τις μά­χες των δια­γω­νι­σμών της. Εί­χε α­πό την προ­η­γού­με­νη χρο­νιά ε­γκε­κρι­μέ­νο το ψευ­δώ­νυ­μό του, που ό­λα δεί­χνουν, πως το εί­χε ε­πι­λέ­ξει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Τό­τε, συμ­με­τεί­χε στους δια­γω­νι­σμούς και έ­τε­ρου πε­ριο­δι­κού που ε­ξέ­δι­δε το Γαλ­λι­κό Λύ­κειο Αθη­νών, το «Παι­δι­κός Αστήρ». Μά­λι­στα, στον δεύ­τε­ρο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος του πε­ριο­δι­κού, ά­νοι­ξη του 1912, ε­παι­νού­νται τα διη­γή­μα­τα Άγρα και Κα­ρυω­τά­κη. Μα­χό­ταν με σθέ­νος, αν κρί­νου­με α­πό τα πα­ρά­πο­νά του, ό­ταν παίρ­νει έ­να δεύ­τε­ρο βρα­βείο σε δια­γω­νι­σμό της «Διά­πλα­σης των Παί­δων». Ού­τε α­σθε­νι­κός ού­τε δει­λός, αλ­λά έ­να “enfant sublime”, σύμ­φω­να με τον Ξε­νό­που­λο, που, ευ­θύς εξ αρ­χής, τον ξε­χώ­ρι­σε.
Και οι δύο, πά­ντως, κα­θώς και άλ­λοι που εκ­φρά­ζουν πα­ρό­μοιες α­πο­ρίες, εμ­μέ­νουν στην η­λι­κία του Ευάγ­γε­λου Ιωάν­νου, ό­ταν ε­πέ­λε­ξε το εν λό­γω ψευ­δώ­νυ­μο, πα­ρα­κά­μπτο­ντας  τον χρό­νο, που έ­γι­νε αυ­τό και την α­τμό­σφαι­ρα που τό­τε ε­πι­κρα­τού­σε. Από το 1907, ο Ιωάν­νου ή­ταν συν­δρο­μη­τής του πε­ριο­δι­κού με το ό­νο­μά του. Δε­κέμ­βριο 1910, που ο Ξε­νό­που­λος ε­πι­σή­μως έ­φτια­ξε Στή­λη Συ­νερ­γα­σίας Συν­δρο­μη­τών, και μά­λι­στα, με τον αυ­στη­ρό κα­νο­νι­σμό, οι συν­δρο­μη­τές να πά­ρουν ψευ­δώ­νυ­μα, έ­σπευ­σε α­πό τους πρώ­τους να υ­πο­βά­λει το δι­κό του προς έ­γκρι­ση. Μή­πως, ό­μως, το εί­χε ε­πι­λέ­ξει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα; Στις 7 Ιου­νίου 1907, οι Βούλ­γα­ροι α­παγ­χο­νί­ζουν τον Κα­πε­τάν Άγρα και τον σύ­ντρο­φό του Αντώ­νη Μίγ­γα. Στις 9 Ιου­νίου, πα­ρα­μο­νή της Πε­ντη­κο­στής, Ψυ­χο­σάβ­βα­το, τους βρί­σκουν οι συ­μπο­λε­μι­στές τους και γί­νε­ται η τα­φή τους. Την ε­πο­μέ­νη φθά­νει η εί­δη­ση στο Υπουρ­γείο με τη­λε­γρά­φη­μα του Γε­νι­κού Προ­ξέ­νου της Ελλά­δος στη Θεσ­σα­λο­νί­κη Λά­μπρου Κο­ρο­μη­λά. Στις 14 Ιου­νίου, έ­χουν την εί­δη­ση πρω­το­σέ­λι­δο οι ελ­λη­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Στο «Μα­κε­δο­νι­κό Ημε­ρο­λό­γιο» του 1908, ο Μα­κε­δο­νο­μά­χος και συ­μπο­λε­μι­στής του Κα­πε­τάν Άγρα, Κων. Μα­ζα­ρά­κης-Αινιάν δη­μο­σιεύει νε­κρο­λο­γία.
Στις 23 Ιου­νίου 1907, “τον νέο μάρ­τυ­ρα θρή­νη­σε, τον Τέλ­λο τον Αγα­πη­νό”, και ο Σου­ρής α­πό τις στή­λες του «Ρω­μηού». Οχτώ χρό­νων, δη­λα­δή α­κρι­βώς το 1907, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ο Ιωάν­νου, πως έ­γρα­ψε το πρώ­το ποίη­μά του, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τα σα­τι­ρι­κά του Σου­ρή, κα­θώς ο πα­τέ­ρας του, σχο­λάρ­χης τό­τε στο Λαύ­ριο, πα­ρα­κο­λου­θού­σε τον «Ρω­μηό». Αλλά στην οι­κία του σχο­λάρ­χη έ­φθα­ναν α­κό­μη η «Εστία» του Δρο­σί­νη αλ­λά και “η προ­στά­τις των λαϊκών τά­ξεω­ν” «Εσπε­ρι­νή» του Πέ­τρου Γιάν­να­ρου, με τα δρα­μα­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα σε συ­νέ­χειες. Εκεί, διά­βα­σε ο Ιωάν­νου, παι­δί του δη­μο­τι­κού, το μυ­θι­στό­ρη­μα «Ο Κα­τσα­ντώ­νης της Μα­κε­δο­νίας» και έ­γρα­ψε το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα. Μή­πως, λοι­πόν, το 1907, ό­ταν γρά­φε­ται συν­δρο­μη­τής με το ό­νο­μά του, σε κα­τά­στα­ση οι­στρη­λα­σίας α­πό ό­σα δια­βά­ζει και α­κούει να συ­ζη­τούν οι με­γά­λοι, α­πο­φα­σί­ζει το ψευ­δώ­νυ­μό του;   
Η ψευ­δώ­νυ­μη συ­νω­νυ­μία Μα­κε­δο­νο­μά­χου και ποιη­τή έ­χει προ­κα­λέ­σει αρ­κε­τή σύγ­χυ­ση. Όταν, για πα­ρά­δειγ­μα, στα ο­δω­νυ­μι­κά, βρί­σκεις ο­δό Τέλ­λου Άγρα, πρέ­πει να κά­νεις βόλ­τα στη γει­το­νιά για να δια­πι­στώ­σεις κα­τά πό­σο οι πα­ρά­πλευ­ροι δρό­μοι φέ­ρουν ο­νό­μα­τα στρα­τιω­τι­κών ή ποιη­τών. Λ.χ., στην Αγία Πα­ρα­σκευή, η ο­δός Τέλ­λου Άγρα τέ­μνει την Παύ­λου Με­λά και την Στρα­τάρ­χου Πα­πά­γου. Άρα, ε­κεί τί­μη­σαν τον Μα­κε­δο­νο­μά­χο. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, η “γε­νιά του Κα­ρυω­τά­κη”, με ε­ξαί­ρε­ση το ζεύ­γος Κα­ρυω­τά­κη-Πο­λυ­δού­ρη, δεν ήλ­κυ­σε δη­μο­τι­κές αρ­χές και λοι­πούς υ­πεύ­θυ­νους για τις ο­νο­μα­σίες δρό­μων και δρο­μί­σκων της πε­ριο­χής πρω­τευού­σης. Στις ε­γκυ­κλο­παί­δειες πα­ρα­τη­ρεί­ται ευ­τα­ξία, προ­η­γεί­ται το λήμ­μα του Μα­κε­δο­νο­μά­χου, έ­πε­ται του ποιη­τή. Ως προς την έ­κτα­ση, τα κρι­τή­ρια εί­ναι τα ι­δε­ο­λο­γι­κά της κά­θε ε­πο­χής. Συν τω χρό­νω, μι­κραί­νει το λήμ­μα του Μα­κε­δο­νο­μά­χου, φτά­νο­ντας σή­με­ρα να εί­ναι μό­λις το έ­να τέ­ταρ­το ε­κεί­νου του ποιη­τή. Ανα­με­νό­με­νο. Μό­νη πα­ρα­φω­νία α­πο­τε­λεί η ι­στο­σε­λί­δα της BiblioNet του Ε­ΚΕ­ΒΙ, ό­που το λήμ­μα για τον Τέλ­λο Άγρα ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με τη φω­το­γρα­φία του Κα­πε­τάν Άγρα. Που ση­μαί­νει ό­τι οι υ­πεύ­θυ­νοι, αλ­λά και ό­σοι τη συμ­βου­λεύο­νται, α­γνοούν αμ­φο­τέ­ρους, του­λά­χι­στον φυ­σιο­γνω­μι­κά. Τι άλ­λο να  υ­πο­θέ­σου­με; Μόνο προχειρότητα;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 1/3/2015

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Κρίση ταυτότητας

Χρί­στος Κυ­θρεώ­της
«Μια χα­ρά»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Μάρ­τιος 2014

Απα­ρά­βα­τος κα­νό­νας για να γρα­φεί πα­ρου­σία­ση ε­νός βι­βλίου, ε­κτός α­πό το να δια­βα­στεί αυ­τό κα­νο­νι­κά και ό­χι δια­γω­νίως, εί­ναι να μην δια­βα­στούν ού­τε καν δια­γω­νίως, σχε­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις και κρι­τι­κές. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πι­τα­κτι­κός α­πο­βαί­νει αυ­τός ο κα­νό­νας, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, που, με πρό­σχη­μα την κρί­ση, έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει στις α­ξιο­λο­γή­σεις το λε­γό­με­νο “positive thinking”. Στα ελ­λη­νι­κά, θα μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί ως η αρ­χή της κα­τα­φα­τι­κής, του­τέ­στιν ευ­νοϊκής, α­ντι­με­τώ­πι­σης. Σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, κυ­ρίως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων συγ­γρα­φέων, αυ­τή η στά­ση κα­τα­λή­γει σε θερ­μή και εν­θου­σιώ­δη υ­πο­δο­χή. Κά­τι σαν προ­πέ­τα­σμα λευ­κού κα­πνού, που προ­μη­νύει τη λα­μπρή πο­ρεία του συγ­γρα­φέα. Πα­ρό­λα αυ­τά, με­τά το πέ­ρας της α­νά­γνω­σης ε­νός βι­βλίου, ό­λο και εν­δί­δου­με στον πει­ρα­σμό να συμ­βου­λευ­τού­με το φά­κε­λο με τα α­πο­κόμ­μα­τα κρι­τι­κών. Σή­με­ρα, μά­λι­στα, που υ­πάρ­χει η εύ­κο­λη πρό­σβα­ση μέ­σω Δια­δι­κτύου σε έ­να με­γά­λο τμή­μα των κρι­τι­κών κει­μέ­νων, το ο­ποίο δί­νει μία ει­κό­να, έ­στω και ό­χι πλή­ρη, της κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής, ο πει­ρα­σμός κα­θί­στα­ται σχε­δόν α­κα­τα­νί­κη­τος. Συ­χνά, ό­μως, αυ­τή η κα­τα­τό­πι­ση, α­ντί να δια­φω­τί­ζει, φέρ­νει σύγ­χυ­ση, κα­θώς η προ­σω­πι­κή ά­πο­ψη νο­θεύε­ται α­πό την ρη­το­ρι­κή πει­στι­κό­τη­τα των ξέ­νων κει­μέ­νων.
Αυ­τά, με α­φορ­μή το πρώ­το βι­βλίο του Χρί­στου Κυ­θρεώ­τη, κα­θώς εν­δώ­σα­με στην α­νά­γνω­ση των  η­λεκ­τρο­νι­κά κα­τα­χω­ρη­μέ­νων κρι­τι­κών. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η μό­νη δι­καιο­λο­γία που έ­χου­με για την κα­τα­στρα­τή­γη­ση του χρυ­σού κα­νό­να α­πο­χής α­πό πα­ρό­μοια ε­νη­μέ­ρω­ση, εί­ναι το συγ­γρα­φι­κό προ­φίλ. Ο Κυ­θρεώ­της, πο­λύ πριν την έκ­δο­ση του πρώ­του βι­βλίου του, μία συλ­λο­γή έ­ξι διη­γη­μά­των, δια­κρί­θη­κε με τις πρώ­τες του εμ­φα­νί­σεις, το 2007 και το 2008, σε δυο ε­τή­σιους δια­γω­νι­σμούς διη­γή­μα­τος (τον «HOTEL-Ένοι­κοι γρα­φής»  και ε­κεί­νον του Βρε­τα­νι­κού Συμ­βου­λίου), ό­που και στους δυο α­πέ­σπα­σε το πρώ­το βρα­βείο. Τα δυο βρα­βευ­μέ­να διη­γή­μα­τα συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή. Ενώ, το ο­μό­τιτ­λο της συλ­λο­γής διή­γη­μα ε­πι­λέ­χθη­κε, μα­ζί με 14 άλ­λα ι­σά­ριθ­μων συγ­γρα­φέων, για τον τό­μο «15 βγαί­νουν με κόκ­κι­νο», που κα­ταρ­τί­στη­κε με τη φι­λο­δο­ξία να α­πο­τε­λέ­σει έ­να πρό­τυ­πο αν­θο­λό­γη­μα πε­ζών νεό­τε­ρων (κά­τω των 45 ε­τών) συγ­γρα­φέων.
Ακό­μη και αν κά­ποιος δια­τη­ρεί εν­δοια­σμούς για τον τρό­πο που γί­νο­νται συ­νή­θως οι βρα­βεύ­σεις, εί­ναι δύ­σκο­λο να πα­ρα­κάμ­ψει την ε­τυ­μη­γο­ρία δυο κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών, στις ο­ποίες συμ­με­τέ­χουν ε­πι­φα­νείς συγ­γρα­φείς. Όπως και να έ­χει, το ε­λά­χι­στο που δεί­χνουν αυ­τές οι προ­κρί­σεις εί­ναι πως τα διη­γή­μα­τα του Κυ­θρεώ­τη ά­ρε­σαν σε συγ­γρα­φείς δια­φο­ρε­τι­κών αι­σθη­τι­κών προ­τι­μή­σεων, ό­πως ο Ηλίας Πα­πα­μό­σχος, η Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου, ο Χρή­στος Χω­με­νί­δης αλ­λά και ο πρε­σβύ­τε­ρος Βα­σί­λης Αλε­ξά­κης. Μέ­χρι ε­δώ, η ει­κό­να εί­ναι κα­θα­ρή. Ο Κυ­θρεώ­της, σή­με­ρα 36 ε­τών, δι­κη­γό­ρος το ε­πάγ­γελ­μα, με μα­θη­τεία στη Σχο­λή Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής του Ε.ΚΕ.ΒΙ., συ­νι­στά ξε­χω­ρι­στή πε­ρί­πτω­ση. Η ει­κό­να αρ­χί­ζει να θο­λώ­νει , δια­βά­ζο­ντας τα κεί­με­να κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής.
Υπέρ­με­τρα εν­θου­σιώ­δεις οι γρά­φο­ντες, συ­να­γω­νί­ζο­νται α­να­με­τα­ξύ τους σε ε­γκω­μια­στι­κά σχό­λια. Ο έ­νας ε­πι­ση­μαί­νει ο­μοιό­τη­τες  η­ρωί­δας του Κυ­θρεώ­τη με τον Χόλ­ντεν Κόλ­φι­ντ στον «Φύ­λα­κα στη σί­κα­λη» του Τζέ­ρομ Σάλ­λι­ντζε­ρ, έ­νας άλ­λος πα­ραλ­λη­λί­ζει έ­τε­ρη η­ρωί­δα του με την Ρέα Φρα­ντζή στο «Η γραμ­μή του ο­ρί­ζο­ντα» του Χρή­στου Βα­κα­λό­που­λου. Επί­σης, ε­ντο­πί­ζο­νται ί­χνη Φί­λιπ Ρο­θ, Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα και άλ­λων ε­πι­φα­νών. Γε­νι­κώς, κυ­ριαρ­χεί το μο­τί­βο του έ­τοι­μου α­πό και­ρό συγ­γρα­φέα. Υπάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νοι που δια­τυ­πώ­νουν α­πό­ψεις εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τες. Λ.χ., ο έ­νας α­πο­φαί­νε­ται πως το ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα εί­ναι το κα­λύ­τε­ρο της συλ­λο­γής, ε­νώ έ­νας άλ­λος το βρί­σκει το πιο α­δύ­να­το. Δεν λεί­πει και ε­κεί­νος που διαν­θί­ζει την πα­ρου­σία­σή του με στοι­χεία α­πό συ­νέ­ντευ­ξη του συγ­γρα­φέα. Έτσι μα­θαί­νου­με πως έ­να διή­γη­μα, «Το ρα­ντε­βού», σύμ­φω­να με ε­ξο­μο­λό­γη­ση του συγ­γρα­φέα, έ­χει αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Επί­σης, ό­τι το κα­τα­λη­κτι­κό διή­γη­μα, «Απλά ο χρό­νος που κυ­λά­ει», γρά­φτη­κε λί­γο πριν κυ­κλο­φο­ρή­σει το βι­βλίο. Πι­θα­νώς, αυ­τός να εί­ναι έ­νας ε­πι­πλέ­ον λό­γος, που ο κρι­τι­κός το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “διή­γη­μα ω­ρι­μό­τη­τας”, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας πως δεί­χνει τις με­γά­λες δυ­να­τό­τη­τες του συγ­γρα­φέα για “κά­τι πο­λύ ου­σια­στι­κό και καί­ριο”.
Οπό­τε α­πο­ρεί κα­νείς, με­τά α­πό ό­λα αυ­τά, και αν πράγ­μα­τι, το βι­βλίο συ­νο­μι­λεί σε τέ­τοια έ­κτα­ση με ξέ­νη και ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, τι να γρά­ψει, αν δεν έ­χει του­λά­χι­στον α­ντί­στοι­χου εύ­ρους ε­πο­πτεία. Αλλά μια και πα­ρα­βή­κα­με τον χρυ­σό κα­νό­να, που ση­μαί­νει ό­τι α­πω­λέ­σα­με την παρ­θε­νι­κή μα­τιά, το μό­νο μάλ­λον που μας α­πο­μέ­νει εί­ναι ο διά­λο­γος με ό­σα έ­χουν γρα­φεί. Θα μπο­ρού­σα­με να ξε­κι­νή­σου­με α­πό μία μο­να­δι­κή α­ντιρ­ρη­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση, που α­φο­ρά το κα­τα­λη­κτι­κό διή­γη­μα. Αυ­τό, που ο έ­νας θεω­ρεί ό­τι εί­ναι το πλέ­ον  ώ­ρι­μο διή­γη­μα της συλ­λο­γής, κα­τά έ­ναν άλ­λο χρειά­ζε­ται “γεν­ναία πύ­κνω­ση”. Πα­ρα­τή­ρη­ση, που συ­νή­θως στο­χεύει σε μία αυ­στη­ρό­τε­ρη ει­δο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη, προς α­ντι­δια­στο­λή ε­νός διη­γή­μα­τος α­πό μία ι­στο­ρία, ό­που, στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η χα­λα­ρό­τη­τα στο ά­πλω­μα της υ­πό­θε­σης δεν θεω­ρεί­ται μειο­νέ­κτη­μα. Εκ πρώ­της ό­ψεως, οι πρω­το­πρό­σω­ποι μο­νό­λο­γοι του Κυ­θρεώ­τη θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ι­στο­ρίες, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι δεν ε­πι­δέ­χο­νται και τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό διή­γη­μα, που ο ί­διος τους δί­νει. Εδώ, η Αλίς Μον­ρό, με τις μα­κριές ψυ­χο­λο­γι­κό-κοι­νω­νι­κές ι­στο­ρίες της, βρα­βεύ­τη­κε με Νό­μπελ ως εκ­προ­σω­πού­σα το διή­γη­μα. Βε­βαίως, αυ­τό έ­γι­νε με τα αγ­γλο­σα­ξω­νι­κά στά­ντα­ρ, που έ­χουν ως συ­γκρι­τι­κό προς το διή­γη­μα πε­δίο, τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα-πο­τα­μούς. Αντι­θέ­τως, με τα ελ­λη­νι­κά μέ­τρα και σταθ­μά, μό­νο έ­να α­πό τα έ­ξι πε­ζά της συλ­λο­γής θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν διή­γη­μα, το έ­να α­πό τα δυο βρα­βευ­μέ­να, αυ­τό με τίτ­λο, το «Ση­μά­δι στο μπρά­τσο». Εί­ναι το μι­κρό­τε­ρο σε έ­κτα­ση, ό­μως τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό τον κερ­δί­ζει με βά­ση τα μορ­φι­κά  χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του.
Αυ­τό, ό­μως, δεν ση­μαί­νει ό­τι οι ι­στο­ρίες της συλ­λο­γής ση­κώ­νουν πύ­κνω­ση. Ιδιαί­τε­ρα η συ­γκε­κρι­μέ­νη, με γνώ­ρι­μο και ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νο θέ­μα, κα­θώς αυ­τό με­τρά τό­σες δε­κα­ε­τίες ύ­παρ­ξης, ό­σες η γυ­ναι­κεία χει­ρα­φέ­τη­ση. Αφο­ρά μία γυ­ναί­κα, με σπου­δές και κα­ριέ­ρα, πο­λέ­μιο εκ πε­ποι­θή­σεως του γά­μου και της τε­κνο­ποιίας, η ο­ποία βδε­λύσ­σε­ται την ι­δέα να α­νοί­ξει νοι­κο­κυ­ριό και δη­μιουρ­γεί σχέ­σεις ε­πι­κε­ντρω­μέ­νες στο κα­λό σεξ. Αυ­τή η α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νη γυ­ναί­κα ε­ρω­τεύε­ται τον πλέ­ον α­κα­τάλ­λη­λο. Έναν πα­ντρε­μέ­νο με παι­διά, που υ­πό­σχε­ται, ό­πως ό­λοι, τό­σο στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­σο και στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πως αύ­ριο, αν γι­νό­ταν και ε­χτές, θα χω­ρί­σει. Στο μο­νό­λο­γο εις ε­αυ­τόν της ε­ρω­τευ­μέ­νης, πα­ρα­κο­λου­θού­με το πώς α­λώ­νε­ται το τα­μπού­ρι της α­νε­ξάρ­τη­της α­πό έ­ναν πο­ντι­κό. Αφού τό­σο α­σή­μα­ντος πε­ρι­γρά­φε­ται ε­κεί­νος και ως ά­ντρας και ως ε­ρα­στής. Γνω­ρί­ζει, ό­μως, τον τρό­πο να σκά­βει λα­γού­μια οι­κειό­τη­τας, που φέρ­νουν κύ­μα­τα τρυ­φε­ρό­τη­τας, ο­δη­γώ­ντας στην ε­ρω­τι­κή ε­ξάρ­τη­ση.
Από μιας αρ­χής, ο μο­νό­λο­γος εί­ναι συ­γκι­νη­σια­κά φορ­τι­σμέ­νος, αγ­γί­ζο­ντας δρα­μα­τι­κούς τό­νους στις σκη­νές του πλή­ρους ε­ξευ­τε­λι­σμού, ό­ταν ε­κεί­νη γί­νε­ται παί­γνιο ε­νός νο­ση­ρού πά­θους, ψυ­χα­να­γκα­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Εδώ ι­σχύει, με­τα­φο­ρι­κώς, τα πά­χη μου τα κάλ­λη μου. Αν αυ­τός ο πλα­τεια­στι­κός μο­νό­λο­γος πυ­κνώ­σει, λεί­ψουν οι α­να­φο­ρές στα δευ­τε­ρεύο­ντα αλ­λά τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πρό­σω­πα, που συ­νέ­βα­λαν στο πλά­σι­μο αυ­τού του αμ­φιρ­ρέ­πο­ντος γυ­ναι­κείου χα­ρα­κτή­ρα, ή, ε­πί­σης, δεν πε­ρι­γρα­φούν λε­πτο­με­ρώς κά­ποιες ε­πι­μέ­ρους σκη­νές, θα μεί­νει μία κοι­νό­το­πη ι­στο­ρία. Πά­ντως, για αυ­τήν την ι­στο­ρία, ά­ντρας κρι­τι­κός, χω­ρίς να εί­ναι ψυ­χο­λό­γος ή ψυ­χα­να­λυ­τής, θαύ­μα­σε με πό­ση δε­ξιό­τη­τα ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δί­δει τον γυ­ναι­κείο ψυ­χι­σμό.
Κα­τά τα άλ­λα, το ό­τι μία ι­στο­ρία ε­μπε­ριέ­χει αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, δεν σχε­τί­ζε­ται με την λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα του α­πο­τε­λέ­σμα­τος. Πα­ρά­δειγ­μα, το υ­πο­τι­θέ­με­νο ως αυ­το­βιο­γρα­φι­κής έ­μπνευ­σης διή­γη­μα, «Το ρα­ντε­βού», που κρι­τι­κός χα­ρα­κτη­ρί­ζει το πιο α­πο­λαυ­στι­κό της συλ­λο­γής. Και πά­λι, το θέ­μα γνω­στό και αρ­χαιό­τε­ρο του προ­η­γού­με­νου, α­φο­ρά τη σε­ξουα­λι­κή πεί­να πρω­το­ε­τούς φοι­τη­τή. Και πά­λι, η α­φή­γη­ση σε υ­ψη­λούς τό­νους, αυ­τή τη φο­ρά, σα­τι­ρι­κούς, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νους στο ά­σκη­μο πα­ρου­σια­στι­κό του α­φη­γη­τή, που ε­ξο­μο­λο­γεί­ται σε πρώ­το πρό­σω­πο, το πώς τον θά­μπω­σε μια συμ­φοι­τή­τριά του και το πώς, στη συ­νέ­χεια, ε­ξε­λί­χτη­κε το πρώ­το ρα­ντε­βού μα­ζί της, το ο­ποίο, α­πρό­σμε­να, κα­τόρ­θω­σε να ε­ξα­σφα­λί­σει. Ενώ, ο Κυ­θρεώ­της, κα­τά κα­νό­να, ε­πι­δει­κνύει ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα στο στή­σι­μο των ι­στο­ριών, ε­δώ κα­τα­φεύ­γει σε μία ε­λά­χι­στα ρε­α­λι­στι­κή λύ­ση. Δεν σπας τα γυα­λιά μυω­πίας ε­κεί­νης, μό­λις “μι­σού βαθ­μού α­πό το έ­να μά­τι και ε­νός α­πό το άλ­λο”, για να μην α­ντι­λη­φθεί το πό­σο α­σχη­μο­μού­ρης εί­σαι. Ού­τε και χρειά­ζε­ται, α­φού ο ή­ρωάς του έ­χει α­να­κα­λύ­ψει πως το ό­πλο, με το ο­ποίο κα­τα­κτά­ται μια με­γά­λη κα­τη­γο­ρία γυ­ναι­κών, εί­ναι το λέ­γειν, κοι­νώς το δια­νοου­με­νί­στι­κο μπλα­μπλά. Εύ­στο­χη η πε­ρι­γρα­φή της συ­μπε­ρι­φο­ράς του νε­α­ρού, ό­που μπερ­δεύε­ται η σε­ξουα­λι­κή ε­πι­θυ­μία με τη ρο­μα­ντι­κή διά­θε­ση, ε­νώ η σκια­γρά­φη­ση της γυ­ναι­κείας συ­μπε­ρι­φο­ράς πα­ρα­μέ­νει δια­γραμ­μα­τι­κή.
Μία δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία, που κι αυ­τή θα μπο­ρού­σε να έ­χει βιω­μα­τι­κά στοι­χεία, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο­ρι­σμέ­να βιο­γρα­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του συγ­γρα­φέα προ­σο­μοιά­ζουν με του ή­ρωα, εί­ναι «Το κα­λύ­τε­ρο που μπο­ρεί να συμ­βεί». Εκτε­νέ­στε­ρη ό­λων, φθά­νει τις πε­νή­ντα σε­λί­δες. Για τον ή­ρωα και ό­σα του συμ­βαί­νουν, θα ταί­ρια­ζε το “μια χα­ρά” του τίτ­λου, με την α­να­τρε­πτι­κή προ­σθή­κη της λαϊκής φρά­σης, “και δυο τρο­μά­ρες”. Οι γύ­ρω του τον βρί­σκουν “μια χα­ρά”, ο ί­διος, ό­μως, θα πρό­σθε­τε το “και δυο τρο­μά­ρες”, ό­ταν μα­θαί­νει δυο α­πο­φά­σεις άλ­λων για την τύ­χη του, τον προ­βι­βα­σμό του σε διευ­θυ­ντι­κή θέ­ση και την α­παί­τη­ση της φι­λε­νά­δας του να ε­πι­σπεύ­σουν το γά­μο τους. Ευοίω­νες προο­πτι­κές, που ε­κεί­νος, ό­μως, α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ως συμ­φο­ρές. Πολλά τα μυθιστορήματα, στα οποία ο ήρωας φεύγει ανεπιστρεπτί, με πρό­φα­ση ό­τι πη­γαί­νει για τσι­γά­ρα ή και βά­ζο­ντάς το στα πό­δια. Ο Κυ­θρεώ­της α­ντι­στρέ­φει το σύ­νη­θες εύ­ρη­μα, κα­θώς ο ή­ρωάς του βρί­σκει τον τρό­πο να κά­νει τους γύ­ρω του, βα­σι­κά αυ­τούς που, έ­στω και α­νε­πί­γνω­στα, τον κα­τα­πιέ­ζουν, να τον ε­γκα­τα­λεί­ψουν, δη­λα­δή να τον α­φή­σουν στην η­συ­χία του. Ευ­πρόσ­δε­κτα α­νά­λα­φρος ο τό­νος σε αυ­τήν την α­φή­γη­ση, δεν πλά­θει, ό­πως διέ­γνω­σαν κά­ποιοι κρι­τι­κοί, μία “κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη ύ­παρ­ξη”, ού­τε έ­ναν “ε­ξα­θλιω­μέ­νο ερ­γέ­νη”, κι ας προ­τι­μά­ει τις πορ­νο­ται­νίες α­πό τη φί­λη του.
Μέ­νουν τα τρία διη­γή­μα­τα, που έ­χουν ε­πι­βρα­βευ­τεί. Το βα­σι­κό τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι η δυ­να­μι­κή της μο­νο­λο­γι­κής α­φή­γη­σης, κα­θώς πε­ρι­γρά­φο­νται κα­τα­στά­σεις λι­γό­τε­ρο στά­σι­μες α­πό ό­σο στις προ­η­γού­με­νες ι­στο­ρίες. Στα δυο βρα­βευ­μέ­να, το θέ­μα εί­ναι πρω­τό­τυ­πο. Στο πρώ­το, ο θρύ­λος ε­νός πο­δο­σφαι­ρι­κού “κλα­μπ” φί­λων της Α­ΕΚ α­πο­κα­λύ­πτε­ται ό­τι εί­ναι Αλβα­νός. Ο Κυ­θρεώ­της συμ­μορ­φώ­νε­ται με τα τρέ­χο­ντα νε­ο­η­θο­γρα­φι­κά πρό­τυ­πα. Πλά­θει τον κα­λό Αλβα­νό. Και κά­τι πα­ρα­πά­νω, το πα­λι­κά­ρι, το πι­στό στους φί­λους και την κα­λή του, κό­ρη με­τα­νά­στη στη Γερ­μα­νία προς το­νι­σμό της πα­ραλ­λη­λίας των δυο με­τα­να­στευ­τι­κών κυ­μά­των, που το σκο­τώ­νουν φα­να­τι­κοί γη­γε­νείς Α­Ε­Κτζή­δες. Στο δεύ­τε­ρο βρα­βευ­μέ­νο διή­γη­μα, ο α­φη­γη­τής, Κύ­πριος, γεν­νη­μέ­νος στην Λευ­κω­σία, έ­χει α­να­λά­βει την ε­κτα­φή της για­γιάς του, της υ­πέρ­βα­ρης και “α­τρό­μη­της Δώ­ρας”. Την βρί­σκει, ό­μως, ά­λειω­τη. Οπό­τε, α­δυ­να­τώ­ντας να υ­πα­κού­σει στη ρή­ση της Νε­κρώ­σι­μης Ακο­λου­θίας, “Χους ει και εις χουν α­πε­λεύ­σει”, της εμ­φυ­σά μια δεύ­τε­ρη πνοή ζωής ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή η­ρωί­δα.
Δια­φο­ρε­τι­κό το τρί­το διή­γη­μα, το ο­μό­τιτ­λο, ε­κεί­νο που ε­πι­λέ­χτη­κε για το αν­θο­λό­γη­μα, «15 βγαί­νουν με κόκ­κι­νο». Θα συμ­φω­νού­σα­με με τον κρι­τι­κό, που το α­να­βι­βά­ζει στο κα­λύ­τε­ρο της συλ­λο­γής. Με­τά τον έ­ρω­τα της φε­μι­νί­στριας σε πρώι­μη κλι­μα­κτή­ριο για τον πα­ντρε­μέ­νο, την σε­ξουα­λι­κή πεί­να του παρ­θέ­νου νε­α­ρού και την πρώι­μη κρί­ση η­λι­κίας του τρια­ντά­χρο­νου, ο Κυ­θρεώ­της συ­μπλη­ρώ­νει το φά­σμα των ψυ­χο­λο­γι­κών κρί­σεων με ε­κεί­νη της έ­φη­βης, που έ­χει να α­ντι­με­τω­πί­σει – να “δια­χει­ρι­στεί” κα­τά το κοι­νώς λε­γό­με­νο – το δια­ζύ­γιο των γο­νιών της, που έρ­χε­ται με­τά το ο­λί­σθη­μα του πα­τρός με νε­α­ρά. Η ι­στο­ρία ε­κτυ­λίσ­σε­ται ως μία εκ των έν­δον πα­ρα­κο­λού­θη­ση ό­σων της συμ­βαί­νουν - με­τα­πτώ­σεις διά­θε­σης, αιφ­νί­διες α­πο­φά­σεις, σπα­σμω­δι­κές κι­νή­σεις - με πρό­σχη­μα την η­με­ρο­λο­για­κή κα­τα­γρα­φή τους. Στη λε­πτο­λό­γο πε­ρι­γρα­φή δια­κρί­νε­ται ι­διαί­τε­ρη συγ­γρα­φι­κή ευαι­σθη­σία, μάλ­λον α­συ­νή­θη  σε νεό­τε­ρους. Αλλά, ό­πως ή­δη α­να­φέ­ρα­με, για τις ι­στο­ρίες του Κυ­θρεώ­τη έ­χουν ή­δη α­πο­φαν­θεί. Πρό­κει­ται για “σκλη­ρές νε­ο­ρε­α­λι­στι­κές ι­στο­ρίες”, α­ψε­γά­δια­στης κα­λο­τε­χνίας, με­γά­λου βε­λη­νε­κούς, “ώ­ρι­μου γρα­φιά”. Με­τά ό­λα αυ­τά, αν σα­ρώ­σει και τα βρα­βεία, ό­πως ο Γιάν­νης Πα­λα­βός προ διε­τίας, πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι θα υ­πο­στεί, σαν τους ή­ρωές του, κρί­ση ταυ­τό­τη­τας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/2/2015.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ο Άλλος Άγρας


Τέλ­λος Άγρας
«Τα Ποιή­μα­τα»
Τό­μος Α
Φιλ. Επι­μέ­λεια
Έλλη Φι­λο­κύ­πρου
Μ.Ι.Ε.Τ.
Σεπ. 2014

Κα­λή η αι­σιο­δο­ξία, ω­ραία τα με­γά­λα λό­για, αλ­λά να μην υ­περ­βάλ­λου­με κιό­λας, πως οι “χα­μη­λές φω­νές ποιη­τών του με­σο­πο­λέ­μου” ε­ξα­κο­λου­θούν να α­κού­γο­νται! Και μά­λι­στα “ε­πί­μο­να”, για­τί μας α­ρέ­σει η ι­δέα πως τά­χα­τες συμ­με­ρι­ζό­μα­στε τις ε­μπει­ρίες που ε­κεί­νοι κα­τα­γρά­φουν, ό­πως “πε­ρι­θω­ριο­ποίη­ση αν­θρώ­πων, ι­σο­πέ­δω­ση α­ξιών, μο­να­ξιά”. Φρά­σεις που μπο­ρεί να η­χούν ω­ραία, μό­νο που το νό­η­μά τους έ­χει αλ­λοιω­θεί. Λέ­ξεις κα­ρα­μέ­λες, σε γλώσ­σες χω­ρίς αι­σθη­τή­ρια ευαι­σθη­σία, που τις πι­πι­λά­νε, προ­σπερ­νώ­ντας τους δαρ­μέ­νους, βυ­θι­σμέ­νοι σε ε­γω­πα­θή α­το­μι­κι­σμό. Σι­γά μη “βιώ­νου­με, μα­ζί με τους ποιη­τές ε­κεί­νους”, “την α­να­γκαιό­τη­τα της δια­μαρ­τυ­ρίας, της πε­ρι­φρού­ρη­σης μιας α­πλής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, της αλ­λη­λεγ­γύης”. Μη δια­μαρ­τυ­ρό­με­νοι, μη αλ­λη­λέγ­γυοι, κά­νου­με ό­τι μπο­ρού­με για να δια­σκε­δά­σου­με την “α­πλή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα”. Άγευ­στοι ποιή­σεως, μη έ­χο­ντες ώ­τα ού­τε για ποιη­τές υ­ψη­λής φω­νής, πα­ρε­κτός τρα­γου­δο­ποιούς.
Φέ­ρε­ται ως τεκ­μή­ριο, πως, πράγ­μα­τι, α­κού­με τις “χα­μη­λές φω­νές” ε­κεί­νων, οι αν­θο­λο­γίες, οι με­λέ­τες, οι εκ­δό­σεις ποιη­τών, ό­πως Κα­ρυω­τά­κη, Πο­λυ­δού­ρη, Λα­πα­θιώ­τη και άλ­λων της γε­νιάς τους, που “πλη­θαί­νου­ν”. Μην τρε­λα­θού­με, ποιες αν­θο­λο­γίες, ποιες εκ­δό­σεις; Η τε­λευ­ταία αν­θο­λο­γία “χα­μη­λής φω­νής” εκ­δό­θη­κε πριν α­πό 25 χρό­νια α­πό έ­ναν τε­λευ­ταίο ρο­μα­ντι­κό, με ι­διαί­τε­ρο βά­ρος στην πε­ρί­πτω­ση του Τέλ­λου Άγρα. Αν γί­νο­νται σή­με­ρα κά­ποιες εκ­δό­σεις ο­ρι­σμέ­νων του με­σο­πο­λέ­μου, δεν γί­νο­νται για να α­κού­σου­με τις “χα­μη­λές φω­νές” τους. Αντι­θέ­τως, τη να­φθα­λί­νη της “χα­μη­λής φω­νής” τους θέ­λου­νε να α­πο­τι­νά­ξουν. Γι’ αυ­τό και α­να­ζη­τούν μα­νιω­δώς τον Άλλο, που κρύ­βε­ται πί­σω α­πό τον ποιη­τή. Τον Άλλο άν­θρω­πο με τα πα­ρεκ­κλί­νο­ντα χού­για, τον Άλλο συγ­γρα­φέα με τα α­δη­μο­σίευ­τα και α­πο­κη­ρυγ­μέ­να. Τον Άλλο Κα­ρυω­τά­κη, με “την πο­λύ­πλο­κη προ­σω­πι­κό­τη­τα του αυ­τό­χει­ρα” και τα κρυμ­μέ­να πε­ζά. Την Άλλη Πο­λυ­δού­ρη, την ψυ­χα­να­γκα­στι­κά ε­ρω­τευ­μέ­νη και το α­δη­μο­σίευ­το μυ­θι­στό­ρη­μά της. Τον Άλλο Λα­πα­θιώ­τη, την ο­μο­φι­λό­φι­λη προ­σω­πι­κό­τη­τα ε­νός α­κό­μη αυ­τό­χει­ρα και τα σκόρ­πια διη­γή­μα­τα.
Όσο για τη μό­δα των Απά­ντων, αυ­τή προέ­κυ­ψε με την κρί­ση. Πα­λαιοί εκ­δό­τες, με ό­νο­μα, στο κύ­μα των νέων εκ­δο­τι­κών οί­κων, προ­τάσ­σουν α­νά­χω­μα την προί­κα τους. Τα ξε­κι­νούν φι­λό­δο­ξοι με­λε­τη­τές, για να τα ε­γκα­τα­λεί­ψουν με­τά τους δυο-τρεις πρώ­τους τό­μους. Τα α­γο­ρά­ζουν με­σή­λι­κες, άλ­λο­τε πο­τέ με προ­φίλ δια­νοού­με­νου, που, ε­δώ και και­ρό, δεν α­νοί­γουν βι­βλίο, βαυ­κα­λι­ζό­με­νοι με την ι­δέα πως θα χρη­σι­μεύ­σουν στα παι­διά και τα εγ­γό­νιά τους, που, α­πό το νη­πια­γω­γείο, βρί­σκο­νται με την ο­θό­νη πα­ρα­μά­σχα­λα α­ντί για σά­κα. Εντός του 21ου αι., Άπα­ντα, ά­ξια του τίτ­λου τους, προέ­κυ­ψαν για μία μό­νο “χα­μη­λή φω­νή του με­σο­πο­λέ­μου”. Εκεί­να του Ρώ­μου Φι­λύ­ρα. Εί­χε προ­η­γη­θεί, ό­μως, έκ­δο­ση για τον Άλλο Φι­λύ­ρα, τον τρό­φι­μο του Δρο­μο­καΐτειου και αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νο πε­ζο­γρά­φο.
Δια­φο­ρε­τι­κή προ­βάλ­λει η πε­ρί­πτω­ση του Τέλ­λου Άγρα. Σή­με­ρα, ως ο Άλλος Άγρας, λο­γα­ριά­ζε­ται ο ποιη­τής. Αφού ο Τέλ­λος Άγρας εί­ναι ο μεί­ζων κρι­τι­κός του Με­σο­πο­λέ­μου, σύμ­φω­να με τον τε­λευ­ταίο Ιστο­ρι­κό της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, Αλέξ. Αργυ­ρίου. Απο­φεύ­γει, πά­ντως, το χα­ρα­κτη­ρι­σμό ε­λάσ­σων ποιη­τής, ε­πι­κα­λού­με­νος τα λό­για του ί­διου του Άγρα, που α­πέρ­ρι­πτε πα­ρό­μοια τα­ξι­νό­μη­ση, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας πως ό­λοι δι­καιού­νται “θέ­ση στων ι­δεών την πό­λη”. Δεν υιο­θε­τεί ού­τε την ά­πο­ψη του Νά­σου Δετ­ζώρτ­ζη, ό­τι “στη χο­ρεία των ε­λασ­σό­νων της ποίη­σής μας υ­πάρ­χουν δυο μεί­ζο­νες ε­λάσ­σο­νες: ο Κα­ρυω­τά­κης και ο Άγρας”. Πι­θα­νώς, για­τί οι προ­τι­μή­σεις του γέρ­νουν προς άλ­λους ε­λάσ­σο­νες.
Όπως και να έ­χει, γε­νι­κό­τε­ρα, η έλ­λει­ψη εν­δια­φέ­ρο­ντος για τον ποιη­τή Άγρα εί­ναι κα­τά­δη­λη. “Μι­κρή” η πα­ρα­γω­γή του, μό­λις τρεις συλ­λο­γές. Δυο τις ε­ξέ­δω­σε ο ί­διος, αν­θο­λο­γώ­ντας α­να­δρο­μι­κά τη δη­μο­σιευ­μέ­νη ποιη­τι­κή πρα­μά­τειά του. Το 1934, «Τα βου­κο­λι­κά και ε­γκώ­μια» α­πό την πε­ρίο­δο 1917-1924, το 1939, «Οι κα­θη­με­ρι­νές», συ­νε­χί­ζο­ντας το προ­σω­πι­κό ξά­κρι­σμα α­πό την πε­ρίο­δο 1923-1930. Η τρί­τη, «Τρια­ντά­φυλ­λα μια­νής η­μέ­ρας», με ποιή­μα­τα της δε­κα­ε­τίας του ’30, εκ­δό­θη­κε με­τα­θα­νά­τια. Όχι την ε­πο­μέ­νη, αλ­λά 21 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1965. Τη φρο­ντί­δα την εί­χε ο Κώ­στας Στερ­γιό­που­λος. Δι­κό του εί­ναι και έ­να τέ­ταρ­το βι­βλίο με ποιή­μα­τα του Άγρα, που εκ­δό­θη­κε το 1996. Εί­ναι ο 8ος τό­μος της Σει­ράς «Ο αν­θο­λό­γος Ερμής», με ε­πι­λο­γή ποιη­μά­των α­πό τις τρεις συλ­λο­γές. Ενδια­μέ­σως, εί­χε εκ­δώ­σει τέσ­σε­ρις τό­μους με τα «Κρι­τι­κά» του Άγρα, κα­τ’ ε­πι­λο­γή και θε­μα­τι­κή τα­ξι­νό­μη­ση.
Τέλ­λος Άγρας χω­ρίς τον Στερ­γιό­που­λο δεν θα υ­πήρ­χε. Τον γνώ­ρι­σε Ιού­λιο 1943. Ακό­μη δεν εί­χε κά­νει την ε­πί­ση­μη πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση στη λο­γο­τε­χνία, που θεω­ρεί­ται το ποίη­μα «Κι’ αν τα δά­κρυα...» στο τεύ­χος της 1ης Σε­πτεμ­βρίου 1943 στη «Νέα Εστία». Εί­χε, ό­μως, εκ­δώ­σει έ­να πρώ­το ποιη­τι­κό βι­βλίο, «Χι­νο­πω­ρι­νά». Μπο­ρεί ο ί­διος να το α­πο­κή­ρυ­ξε, έ­μει­νε ό­μως το ί­χνος του χά­ρις στην κρι­τι­κή του Άγρα. Σε αυ­τήν, ε­κεί­νος δια­τυ­πώ­νει πα­ρα­τη­ρή­σεις με την ο­πτι­κή του ε­νή­λι­κα σχε­τι­κά με το πε­ριε­χό­με­νο, εκ­φρά­ζο­ντας θαυ­μα­σμό για τη στι­χουρ­γι­κή “αυ­τού του παι­διού δε­κα­εν­νιά χρο­νών μό­λις”. Τό­τε, ο Στερ­γιό­που­λος ή­ταν στα 17. Με “ξαν­θά μαλ­λιά” και “ζωη­ρό βλέμ­μα”, α­να­φέ­ρει ο Άγρας, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας την ει­κό­να της πρώ­της τους συ­νά­ντη­σης, που πε­ρι­γρά­φει ο Στερ­γιό­που­λος στο “ι­στο­ρι­κό της φι­λίας” τους. Την πρώ­τη εκ­δο­χή αυ­τού του “ι­στο­ρι­κού”, δη­μο­σιευ­μέ­νη Δε­κέμ­βριο 1944, ο Στερ­γιό­που­λος, ό­πως σχο­λιά­ζει σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, την έ­χει “πε­ρί­που α­πο­κη­ρύ­ξει”. Κι ό­μως, έ­χει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς ο 18χρο­νος Στερ­γιό­που­λος αυ­το­πα­ρου­σιά­ζε­ται ως του­λά­χι­στον δυο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος, παίρ­νο­ντας την η­λι­κία που του έ­δι­νε ο Άγρας στην κρι­τι­κή, ε­νώ το­πο­θε­τεί τη γνω­ρι­μία τους πριν τον Πό­λε­μο. Τε­λι­κά, ο Άγρας, με μια κρι­τι­κή για έ­ναν φε­ρέλ­πι­δα έ­φη­βο, ε­ξα­σφά­λι­σε έ­ναν κα­λό φρο­ντι­στή. Κα­τά μία ά­πο­ψη, ο Στερ­γιό­που­λος τυ­χαί­νει σή­με­ρα α­ντί­στοι­χης α­ντι­με­τώ­πι­σης με ε­κεί­νης του Άγρα. Ανα­γνω­ρί­ζε­ται ως κρι­τι­κός-φι­λό­λο­γος, με τον ποιη­τή στο δεύ­τε­ρο ρό­λο.
Στα ε­πό­με­να κο­ντά 20 χρό­νια, δεν υ­πήρ­ξε άλ­λη έκ­δο­ση, ού­τε κα­νέ­να δη­μο­σίευ­μα, που να κι­νεί το εν­δια­φέ­ρον για τον Άγρα. Πέ­ραν των α­να­φο­ρών στον κρι­τι­κό, ό­πως το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Κ», Μάρ­τιο 2003. Για τον ποιη­τή Άγρα, ω­στό­σο, συ­γκρα­τού­με την “και­νούρ­για α­νά­γνω­ση” α­πό τον Στέ­φα­νο Ρο­ζά­νη, του 1991, που δεν έ­τυ­χε α­ντί­στοι­χης προ­σο­χής. Να, ό­μως, που ε­πε­τεια­κά, 70 χρό­νια α­πό τον θά­να­τό του (α­πε­βίω­σε 12 Νο­εμ­βρίου 1944), εκ­δί­δε­ται τό­μος, με προ­με­τω­πί­δα, «Τα ποιή­μα­τα», χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νος ως πρώ­τος τό­μος. Πι­θα­νώς, νο­εί­ται πρώ­τος τό­μος Απά­ντων, κα­θώς ε­πα­νεκ­δί­δο­νται οι δυο πρώ­τες συλ­λο­γές. Δεν δί­νε­ται, ω­στό­σο, κα­μιά πλη­ρο­φο­ρία για ε­πό­με­νους τό­μους. Ού­τε καν για έ­ναν δεύ­τε­ρο, που θα ο­λο­κλή­ρω­νε την ε­πα­νέκ­δο­ση “των ποιη­μά­τω­ν”. Θα στέ­γα­ζε, ό­μως, μό­νο την τρί­τη συλ­λο­γή ή μή­πως, να γι­νό­ταν έ­να δεύ­τε­ρο ξά­κρι­σμα των δη­μο­σιευ­μέ­νων, λι­γό­τε­ρο αυ­στη­ρό α­πό το πρώ­το του ί­διου του ποιη­τή; Όπως και να έ­χει, η έκ­δο­ση δί­νει την ε­ντύ­πω­ση του πρω­θύ­στε­ρου και του βε­βια­σμέ­νου.
Η ε­πι­με­λή­τρια του τό­μου, Έλλη Φι­λο­κύ­πρου α­σχο­λεί­ται α­πό τα φοι­τη­τι­κά της χρό­νια με τη “γε­νιά του Κα­ρυω­τά­κη”. Ήταν το θέ­μα της δι­δα­κτο­ρι­κής της δια­τρι­βής, στην Οξφόρ­δη, πριν 25 χρό­νια, που εκ­δό­θη­κε σε βι­βλίο το 2009. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ε­πι­κε­ντρώ­νει τη με­λέ­τη σε  ε­πτά “με­τα­συμ­βο­λι­στές”, ό­πως τους α­πο­κα­λεί. Όπου, ο Άγρας κα­τέ­χει κε­ντρι­κή θέ­ση, ό­χι τό­σο ως ποιη­τής, αλ­λά λό­γω του κρι­τι­κού του έρ­γου. Βα­σι­κή πα­ρα­πο­μπή της α­πο­τε­λεί ο τό­μος της Ανθο­λο­γίας-Γραμ­μα­το­λο­γίας Σο­κό­λη, «Η α­να­νεω­μέ­νη πα­ρά­δο­ση», του Στερ­γιό­που­λου. Ει­δι­κά για το κε­φά­λαιο του Άγρα, δρο­μο­δεί­κτης σε πα­ρα­τη­ρή­σεις, α­πό­ψεις και συ­μπε­ρά­σμα­τα στά­θη­κε το βι­βλίο του, «Ο Τέλ­λος Άγρας και το πνεύ­μα της πα­ρακ­μής», του 1962. Στον πρό­σφα­το τό­μο, η Φι­λο­κύ­πρου, ε­στιά­ζο­ντας α­πο­κλει­στι­κά στον Άγρα, συ­μπλη­ρώ­νει την ε­πα­νέκ­δο­ση των συλ­λο­γών με έ­να ε­πι­λο­γι­κό κεί­με­νο για την ποίη­σή του, ό­που δεν δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό την προ­η­γού­με­νη με­λέ­τη της, και πά­λι με ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στον Στερ­γιό­που­λο. Άλλω­στε, στις “ευ­χα­ρι­στίες”, α­πο­δί­δει “στην ε­πι­μο­νή και τον εν­θου­σια­σμό” του την ύ­παρ­ξη της έκ­δο­σης.
Οπό­τε, ως προς το  πρω­θύ­στε­ρο της έκ­δο­σης, δεν χρεώ­νε­ται η ε­πι­με­λή­τρια. Εκεί­νος θα έ­πρε­πε να φρο­ντί­σει ως α­πα­ραί­τη­το προ­η­γού­με­νο την ε­πα­νέκ­δο­ση του βι­βλίου του και βε­βαίως, της τρί­της συλ­λο­γής του Άγρα. “Την σπου­δαιό­τε­ρη”, κα­τά δι­κή του α­πό­φαν­ση, την ο­ποία ο Αλέξ. Αργυ­ρίου ε­παυ­ξά­νει, θεω­ρώ­ντας τα ποιή­μα­τα της δε­κα­ε­τίας του ’30 ως τα α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τε­ρα, ε­νώ α­πο­δί­δει μό­νο “ι­στο­ρι­κή ση­μα­σία” στα ποιή­μα­τα της πρώ­της συλ­λο­γής. Μά­λι­στα, συ­γκρί­νει το ποίη­μα «Τώ­ρα που λεί­πεις...» α­πό την τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα, «Αγά­πη», της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής με το ποίη­μα «Οδός – Σκου­φά» της τρί­της συλ­λο­γής, ε­πι­ση­μαί­νο­ντας στοι­χεία που προσ­δί­δουν στο δεύ­τε­ρο “τό­νους νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τας”. Αλλά “σε α­ραιές δό­σεις”, προ­σθέ­τει. Για να κρί­νου­με κα­τά πό­σο χα­ρί­ζε­ται ή μή­πως και α­δι­κεί τον ποιη­τή, χρειά­ζε­ται να έ­χου­με στα χέ­ριά μας το βι­βλίο. Εξαν­τλη­μέ­νο ε­δώ και χρό­νια, η τι­μή δυ­σεύ­ρε­των α­ντι­τύ­πων φθά­νει τα 70 ευ­ρώ. Πα­ρο­μοίως, ε­ξαν­τλη­μέ­νη εί­ναι και η με­λέ­τη του Στερ­γιό­που­λου.
Αλλά και οι συ­γκαι­ρι­νοί του Άγρα κρι­τι­κοί, που σχο­λιά­ζουν τις δυο πρώ­τες συλ­λο­γές, θεω­ρούν πως ο Άγρας, ό­ταν τις ε­ξέ­δω­σε, “ως πρό­θε­ση και ως πραγ­μα­το­ποίη­ση καλ­λι­τε­χνι­κή”, τις εί­χε ή­δη ξε­πε­ρά­σει. Αυ­τό εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό συ­μπέ­ρα­σμα του Κλέ­ο­να Πα­ρά­σχου το 1934, στην κρι­τι­κή της πρώ­της συλ­λο­γής. Προ­φη­τι­κός της πρό­σφα­της έκ­δο­σης, δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη, ό­τι αυ­τά “τα νε­α­νι­κά ποιή­μα­τα ί­σως να εί­χαν θέ­ση σε μια έκ­δο­ση Απά­ντω­ν”. Μό­νο που αυ­τή έρ­χε­ται με κα­θυ­στέ­ρη­ση 80 χρό­νων και χω­ρίς υ­πό­σχε­ση ό­τι θα ο­λο­κλη­ρω­θεί υ­πό μορ­φή Απά­ντων. Ο Πα­ρά­σχος πι­θα­νο­λο­γεί, πως ο Άγρας, συ­στη­μα­τι­κός και ως κρι­τι­κός, θέ­λη­σε να δεί­ξει “ό­λες τις φά­σεις της ε­σω­τε­ρι­κής του ι­στο­ρίας”.
Με βά­ση αυ­τήν την πα­ρα­τή­ρη­ση, η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί βε­βια­σμέ­νη. Ο ε­ντο­πι­σμός των πρώ­των δη­μο­σιεύ­σεων των ποιη­μά­των πα­ρα­μέ­νει ελ­λι­πής, ε­νώ α­που­σιά­ζει υ­πο­μνη­μα­τι­σμός σχε­τι­κά με τις αλ­λα­γές α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Πα­ρά­δειγ­μα, η πρώ­τη ε­νό­τη­τα της πρώ­της συλ­λο­γής. Τα 19 κομ­μά­τια του «Φθι­νο­πω­ρι­νού Ει­δυλ­λίου» προέ­κυ­ψαν α­πό μέ­ρη ο­μό­τιτ­λου ποιή­μα­τος, δη­μο­σιευ­μέ­νου το 1926, και α­πό την α­να­σύ­ντα­ξη των 9 με­ρών του ποιή­μα­τος «Πλειά­δες», δη­μο­σιευ­μέ­νου το 1918, ε­νώ για έ­ξι κομ­μά­τια δεν ε­ντο­πί­στη­καν οι πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις. Σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, ό­πως αυ­τή, προς α­ντι­πα­ρα­βο­λή θα μπο­ρού­σαν να δο­θούν οι πρώ­τες συν­θέ­σεις.
Επί­σης, μια πα­ρό­μοια έκ­δο­ση προ­σφέ­ρει την ευ­και­ρία για έ­να πλη­ρέ­στε­ρο χρο­νο­λό­γιο. Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση, πως τα ερ­γο­βιο­γρα­φι­κά του Άγρα α­παι­τούν πε­ρισ­σό­τε­ρη φρο­ντί­δα. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος α­να­φέ­ρου­με την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας τις συ­νερ­γα­σίες του με παι­δι­κά έ­ντυ­πα, τη «Διά­πλα­ση των παί­δων»  και τον «Παι­δι­κό Αστέ­ρα». Στερ­γιό­που­λος και Αργυ­ρίου α­να­φέ­ρουν το 1917 στο πε­ριο­δι­κό «Βω­μός». Το βε­βαιώ­νει, άλ­λω­στε, ο ί­διος ο Άγρας σε συ­νέ­ντευ­ξη στον Κω­στή Μπα­στιά, του 1931. Στο Χρο­νο­λό­γιο του 1984, στο πε­ριο­δι­κό «Δια­βά­ζω», το έ­τος πα­ρα­μέ­νει το 1917, αλ­λά α­ντί συ­γκε­κρι­μέ­νης πα­ρα­πο­μπής, α­να­φέ­ρε­ται αό­ρι­στα ό­τι ε­κεί­νο τον και­ρό έ­δι­νε συ­νερ­γα­σίες στα πε­ριο­δι­κά, «Λύ­ρα», «Βω­μός», «Οι Νέ­οι». Μό­νο που το πρώ­το τεύ­χος του δε­κα­πεν­θή­με­ρου πε­ριο­δι­κού «Βω­μός» κυ­κλο­φο­ρεί 10 Οκτ. 1918 και α­ντί­στοι­χα, του μη­νιαίου «Οι Νέ­οι», Μαρ. 1919. Απο­μέ­νει το μη­νιαίο «Λύ­ρα», με πρώ­το τεύ­χος Νοέ. 1917, και δυο α­κό­μη, Δεκ. και Ιαν.1918, πριν δια­κό­ψει για έ­ναν χρό­νο. Λοι­πόν, σε ποιο πε­ριο­δι­κό και με ποιο ποίη­μα έ­κα­νε ο Άγρας την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση στο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό των ε­νη­λί­κω­ν;
Η Φι­λο­κύ­πρου δεν α­σχο­λεί­ται με τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία. Ού­τε ευ­ρε­τή­ριο τίτ­λων και πρώ­των στί­χων θεω­ρεί α­να­γκαίο. Ακό­μη και την πλη­ρο­φο­ρία του ε­πι­λο­γι­κού της κει­μέ­νου, πως ο Άγρας με­λο­ποιή­θη­κε, την α­φή­νει εκ­κρε­μή. Στην πα­ρου­σία­ση της έκ­δο­σης, ο Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης συ­μπλη­ρώ­νει, “με­λο­ποιη­μέ­νος α­πό τη Νέ­να Βε­νε­τσά­νου και τον Νό­τη Μαυ­ρου­δή, τρα­γου­δι­σμέ­νος α­πό την Καί­τη Χω­ρα­φά”. Πλού­σιος ο λό­γος των συγ­γρα­φέων, μέ­νεις με την ε­ντύ­πω­ση πολ­λών ποιη­μά­των και α­ντι­στοί­χως, δί­σκων. Πού να φα­ντα­στείς πως μό­λις έ­να τε­τρά­στι­χο με­λο­ποίη­σε ο Γιάν­νης Σπα­νός, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’60, και το τρα­γού­δη­σε, σε δί­σκο με στί­χους πολ­λών άλ­λων ποιη­τών, η Χω­ρα­φά. Και τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με­ρι­κούς στί­χους α­πό τρία ποιή­μα­τα με­λο­ποίη­σαν οι άλ­λοι δυο και τα τρα­γού­δη­σε η Βε­νε­τσά­νου.  Ποια ποιή­μα­τα και α­πό ποια συλ­λο­γή;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/2/2015.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Τα ορφανά του Τσαουσέσκου

Άκης Πα­πα­ντώ­νης
«Κα­ρυό­τυ­πος»
Εκδό­σεις Κί­χλη
Νοέ. 2014


Εδώ και μια πε­ντα­ε­τία, ί­σως και πα­ρα­πά­νω, ό­ταν οι μεν φω­νά­ζουν στις πο­ρείες το σύν­θη­μα “Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες” ή το γρά­φουν στους τοί­χους, οι άλ­λοι τους α­πο­κα­λούν “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”, ξε­θά­βο­ντας τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό α­πό το χρο­νο­ντού­λα­πο της Ιστο­ρίας, ό­πως λέ­γα­νε πα­λαιό­τε­ρα. Αν και το 2014, με τη συ­μπλή­ρω­ση 25 χρό­νων, Ευ­ρω­παίοι και Αμε­ρι­κα­νοί ξα­να­θυ­μή­θη­καν την ε­κτέ­λε­ση του ζεύ­γους Τσα­ου­σέ­σκου, α­νή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να του 1989, που μα­γνη­το­σκο­πη­μέ­νη έ­κα­νε τον γύ­ρο του κό­σμου. Και τα με­θεόρ­τια,  με τα φώ­τα της ε­πι­και­ρό­τη­τας στα­θε­ρά στραμ­μέ­να στο Βου­κου­ρέ­στι, ό­ταν τα ΜΜΕ ει­σχω­ρού­σαν στα κοι­νω­φε­λή Ιδρύ­μα­τα, ό­που στε­γα­ζό­ταν ο υ­περ­πλη­θυ­σμός παι­διών, ορ­φα­νών και μη, που εί­χε προ­κύ­ψει κα­τά τη δια­κυ­βέρ­νη­ση του Νι­κο­λάε Τσα­ου­σέ­σκου. Τό­τε η διε­θνής κοι­νή γνώ­μη πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε για το φι­λό­δο­ξο πρό­γραμ­μα “δη­μο­γρα­φι­κής α­να­γέν­νη­σης”, που εί­χε α­να­λά­βει προ­σω­πι­κά με­τά το 1980 η σύ­ζυ­γός του, η χη­μι­κός Έλε­να Πε­τρέ­σκου. Αντι­κρί­ζο­ντας ο Δυ­τι­κός Κό­σμος στους τη­λε­ο­πτι­κούς δέ­κτες τις ει­κό­νες των παι­διών, εκ­δη­λώ­θη­κε πρώ­τα έ­να κύ­μα α­πο­στο­λής αν­θρω­πι­στι­κής βοή­θειας και στη συ­νέ­χεια, υιο­θε­σιών. Χά­ρις, λοι­πόν, στα συν­θή­μα­τα των δυο πλευ­ρών, των μεν που συλ­λή­βδην α­πο­κα­λού­νται “α­ρι­στε­ρά” α­πό τους δε, που αυ­το­α­πο­κα­λού­νται “Έλλη­νες ε­θνι­κι­στές”, πρω­τά­κου­σαν για “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου” και οι νεό­τε­ροι, οι ο­μή­λι­κοι των ορ­φα­νών, που γεν­νή­θη­καν στην Αθή­να της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Αν και κά­ποιοι, ό­πως τα παι­διά “των ορ­φα­νών του Τσα­ου­σέ­σκου”, εί­χαν μά­θει την ι­στο­ρία  εξ α­πα­λών ο­νύ­χων, μα­ζί με το “Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες”, ό­ταν α­κό­μη τα “κα­ρα­βά­νια” α­πό Βορ­ρά ή­ταν με­τρη­μέ­να και τα θα­λασ­σι­νά “πε­ρά­σμα­τα” δεν εί­χαν ξε­κι­νή­σει.
Σε αυ­τήν την ο­μά­δα, α­νή­κει, του­λά­χι­στον η­λι­κια­κά, ο Άκης Πα­πα­ντώ­νης, ο ο­ποίος, στις θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές των πε­ζών του, περ­νά­ει α­πό το έ­να σύν­θη­μα στο άλ­λο. Γεν­νη­μέ­νος το 1978, έ­κα­νε την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση στον δεύ­τε­ρο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος, «HOTEL-Ένοι­κοι γρα­φής», του 2007, με θέ­μα το “Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες”. Ίσως δεν εί­ναι τυ­χαίο, ό­τι στον συ­γκε­κρι­μέ­νο θε­μα­τι­κό δια­γω­νι­σμό, και ό­χι στον προ­η­γού­με­νο ή τον ε­πό­με­νο, δια­κρί­θη­καν ο Χρί­στος Κυ­θρεώ­της, που εί­χε α­πο­σπά­σει το βρα­βείο, και οι Γιάν­νης Τσίρ­μπας, Ιά­κω­βος Ανυ­φα­ντά­κης. Γεν­νη­μέ­νοι και οι τέσ­σε­ρις την πε­ρίο­δο 1976-1983, δι­πλω­μα­τού­χοι πα­νε­πι­στη­μια­κών σχο­λών, με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές, ό­που οι δυο α­κο­λού­θη­σαν πα­νε­πι­στη­μια­κή στα­διο­δρο­μία, ο Πα­πα­ντώ­νης ε­κτός Ελλά­δος, σή­με­ρα  ε­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τής. Πα­ράλ­λη­λα, και οι τέσ­σε­ρις εμ­φα­νί­ζο­νται ως κρι­τι­κοί βι­βλίου.
Εξέ­δω­σαν το πρώ­το τους βι­βλίο, τρεις νου­βέ­λες και μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, τη διε­τία 2013-14, και έ­τυ­χαν θερ­μής κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής. Οι δυο ε­πα­νήλ­θαν στο ί­διο θέ­μα. Ο Τσίρ­μπας με τη νου­βέ­λα του, «Η Βι­κτώ­ρια δεν υ­πάρ­χει» και ο Πα­πα­ντώ­νης, με διή­γη­μα. Επέ­λε­ξε τους με­τα­νά­στες ως θέ­μα για τη συμ­με­το­χή του στον δια­γω­νι­σμό «Λό­γω Τέ­χνης», στον ο­ποίο δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται το θέ­μα, αλ­λά α­ντ’ αυ­τού, ο­ρί­ζε­ται μία μι­κρή ο­μά­δα λέ­ξεων, οι ο­ποίες θα πρέ­πει να εμ­φα­νί­ζο­νται στα διη­γή­μα­τα. Στον τρί­το δια­γω­νι­σμό, του 2012, με το «Φω­νές με λέ­πια», α­πέ­σπα­σε το Τρί­το Βρα­βείο, ε­νώ ο Τσίρ­μπας, με το «Θερ­μο­κοι­τί­δα», δια­κρί­θη­κε με τον Τρί­το Έπαι­νο.
Η α­πο­ρία που μας γέν­νη­σε η τρί­τη νου­βέ­λα της ο­μά­δας των πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων, η ε­φε­τι­νή του Πα­πα­ντώ­νη, εί­ναι το για­τί ε­πι­λέ­γει μία τό­σο ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση, ό­πως “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”. Για το θέ­μα του, που εί­ναι το βά­ρος των πρώ­των βιω­μά­των στη δια­μόρ­φω­ση του χα­ρα­κτή­ρα, θα μπο­ρού­σε να αρ­κε­στεί σε πιο κοι­νές πε­ρι­πτώ­σεις, ό­πως τα παι­διά των Ιδρυ­μά­των, του πρώην Ανα­το­λι­κού Μπλοκ αλ­λά και του Δυ­τι­κού Κό­σμου, α­κό­μη και τους τρό­φι­μους των γη­γε­νών Ιδρυ­μά­των. Αν, μά­λι­στα, υιο­θε­τή­σου­με τις α­πό­ψεις της Ελβε­τί­δας ψυ­χα­να­λύ­τριας Άλις Μίλ­λερ («Η α­πα­γο­ρευ­μέ­νη γνώ­ση»), δεν χρειά­ζε­ται καν τρό­φι­μος Ιδρύ­μα­τος, κα­θώς η κα­κο­ποίη­ση και “ο α­κρω­τη­ρια­σμός της ψυ­χής” συ­χνά συμ­βαί­νουν μέ­σα στην ί­δια την οι­κο­γέ­νεια. Άλλω­στε, ο ί­διος, στο διή­γη­μα, «Το πο­λύ σύ­ντο­μο τα­ξί­δι του κ. Ρ», που γρά­φει με­τά τη νου­βέ­λα, με κά­ποια δά­νεια α­πό αυ­τήν μα­ζί με δι­κά του σχό­λια α­πό την πα­ρου­σία­σή της στον Τύ­πο, πλά­θει έ­ναν ή­ρωα, με πα­ρό­μοια ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα, αλ­λά προ­ερ­χό­με­νο α­πό μια τυ­πι­κή οι­κο­γέ­νεια. Εκεί, η μό­νη έν­δει­ξη της δύ­σκο­λης εν­δοοι­κο­γε­νεια­κής συ­νύ­παρ­ξης εί­ναι το ό­τι κό­βει τον ομ­φά­λιο λώ­ρο και ε­γκα­τα­λεί­πει την οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία α­μέ­σως με­τά το θά­να­το της μη­τέ­ρας του. Πα­ρα­μέ­νει, πά­ντως, ως κοι­νό στοι­χείο, ο α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος, συμ­βάλ­λο­ντας στη διά­κρι­ση α­πό το αγ­γλι­κό πε­ριο­δι­κό, «OpenPen».
Όπως, ό­μως, έ­δει­ξε ο Πα­πα­ντώ­νης ή­δη α­πό το πρώ­το του διή­γη­μα, το «Αλμυ­ρά μου­στά­κια», α­νή­κει στην ο­μά­δα των συγ­γρα­φέων, που θη­ρεύει το ε­ξαι­ρε­τι­κό. Στα δέ­κα διη­γή­μα­τα του το­μι­δίου, «Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες», μό­νο αυ­τός δεν αρ­κέ­στη­κε σε έ­ναν συ­νή­θη α­φη­γη­τή, αλ­λά προ­τί­μη­σε σκε­πτό­με­νο σκύ­λο-α­φη­γη­τή. Αντι­στοί­χως, στη νου­βέ­λα, έ­χει ε­πι­τύ­χει να ξε­φύ­γει α­πό τα πλαί­σια του συ­νη­θι­σμέ­νου, με την ε­πι­λο­γή ως κε­ντρι­κού προ­σώ­που ε­νός βιο­λό­γου, που βρί­σκε­ται στην Οξφόρ­δη, ως μέ­λος ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος για τις ε­πι­πτώ­σεις, που έ­χει η α­πο­μά­κρυν­ση του νε­ο­γνού πο­ντι­κιού α­πό τη γεν­νή­το­ρα στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Κι­νού­με­νος ο ή­ρωάς του στον διε­πι­στη­μο­νι­κό χώ­ρο μο­ρια­κής βιο­λο­γίας και βιο­ψυ­χο­λο­γίας, με­τα­φέ­ρει τα ό­ποια πει­ρα­μα­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα στα ε­πα­κό­λου­θα των παι­δι­κών τραυ­μά­των. Όπου το εν­δια­φέ­ρον του δεν εί­ναι α­μι­γώς ε­πι­στη­μο­νι­κό, ού­τε ορ­μά­ται α­πό κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία, αλ­λά ε­γωι­στι­κό, κε­ντρω­μέ­νο στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση. Ο Πα­πα­ντώ­νης ε­στιά­ζει στην ψυ­χο­γρά­φη­ση ε­νός υιο­θε­τη­μέ­νου παι­διού, που α­πέ­κτη­σε αρ­γά, γύ­ρω στα δέ­κα, θε­τή οι­κο­γέ­νεια, με α­πο­τέ­λε­σμα να συ­γκρα­τεί μνή­μες α­πό την προ­η­γού­με­νη ζωή του. Μό­νο που δεν αρ­κεί­ται σε αυ­τό, αλ­λά ε­στιά­ζει στην ε­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση ε­νός παι­διού προ­ερ­χό­με­νου α­πό “τα ορ­φα­νο­τρο­φεία του Τσα­ου­σέ­σκου”.
Κα­τά μία ά­πο­ψη, αυ­τός εί­ναι έ­νας τρό­πος να προσ­δώ­σει κά­ποιο ι­στο­ρι­κό βά­θος στο θέ­μα του. Κα­τά τη δι­κή μας, αυ­τή η ε­πι­λο­γή κα­θι­στά μια πρω­τό­τυ­πη νου­βέ­λα υ­παρ­ξια­κού χα­ρα­κτή­ρα και ελ­λει­πτι­κής γρα­φής, γρι­φώ­δη. Από την πλευ­ρά της κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής, πά­ντως, ε­ξα­σφα­λί­ζει στο βι­βλίο ε­κτε­νή ε­γκω­μια­στι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, εκ­τρέ­πει το σχο­λια­σμό “στο δρά­μα των ορ­φα­νών του Τσα­ου­σέ­σκου”. Το πα­ρά­δο­ξο με τις συ­γκε­κρι­μέ­νες κρι­τι­κές, αλ­λά και σχε­τι­κά άρ­θρα ή α­ναρ­τή­σεις σε η­λεκ­τρο­νι­κά πε­ριο­δι­κά, εί­ναι η μο­νο­με­ρής α­να­φο­ρά στα προ ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τίας γε­γο­νό­τα στη Ρου­μα­νία, πα­ρό­λο που αν­τλούν πλη­ρο­φό­ρη­ση α­πό την πρό­σφα­τη αρ­θρο­γρα­φία του αγ­γλι­κού και α­με­ρι­κα­νι­κού Τύ­που, ό­πως η λον­δρέ­ζι­κη «Guardian» ή το νε­οϋορ­κέ­ζι­κο πε­ριο­δι­κό «New Republic», ό­που το χτες μνη­μο­νεύε­ται σε σύ­γκρι­ση με το σή­με­ρα. Με α­φορ­μή και τις πρό­σφα­τες ε­κλο­γές στη Ρου­μα­νία, γί­νε­ται ε­κτε­νής α­να­φο­ρά στη ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση της χώ­ρας. Αν το 1989, με το “baby boom” ε­πί Τσα­ου­σέ­σκου, τα παι­διά των Ιδρυ­μά­των έ­φτα­ναν τα 100.000, σή­με­ρα, πα­ρά τη με­γά­λη συρ­ρί­κνω­ση του πλη­θυ­σμού, υ­περ­βαί­νουν τις 60.000. Αλλά και τα ε­κτός Ιδρυ­μά­των παι­διά, λό­γω της ε­κτε­τα­μέ­νης οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, ή­δη α­πό βρε­φι­κής η­λι­κίας, α­ντι­με­τω­πί­ζουν ά­κρως δυ­σμε­νείς συν­θή­κες. Σύμ­φω­να με την «Guardian», δη­μο­σκό­πη­ση του πα­ντα­χού πα­ρό­ντος Ιδρύ­μα­τος Σό­ρος έ­δει­ξε, πως πο­σο­στό με­γα­λύ­τε­ρο του ε­νός τρί­του των γεν­νη­θέ­ντων με­τά το 1989 πι­στεύει ό­τι η ζωή ε­πί κο­μου­νι­στι­κού κα­θε­στώ­τος ή­ταν κα­λύ­τε­ρη. Όσο για τους α­με­ρι­κα­νούς ε­πι­στή­μο­νες, με βά­ση τα δε­δο­μέ­να για “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”, στρέ­φο­νται στα δι­κά τους παι­διά. Ανα­κα­λύ­πτουν πό­σο ε­πι­σφα­λείς εί­ναι οι συν­θή­κες στους βρε­φι­κούς τους σταθ­μούς, πό­σο με­γά­λος εί­ναι ο α­ριθ­μός των ά­γα­μων γυ­ναι­κών που α­δυ­να­τούν να φρο­ντί­σουν έ­στω και στοι­χειω­δώς τα βρέ­φη τους, ή α­κό­μη, πό­σο πο­λυ­πλη­θείς  εί­ναι οι αλ­κοο­λι­κοί και γε­νι­κώς βίαιοι γο­νείς.
Οσο α­φο­ρά τον Πα­πα­ντώ­νη, ε­πι­λέ­γει ως κε­ντρι­κό πρό­σω­πο έ­να ορ­φα­νό του Τσα­ου­σέ­σκου, αλ­λά δεν βα­ραί­νει την α­φή­γη­ση με “το δρά­μα των ορ­φα­νών του Τσα­ου­σέ­σκου”. Αν κα­τα­λή­γει σε μια αι­νιγ­μα­τι­κή για το ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό α­φή­γη­ση, σε αυ­τό συμ­βάλ­λει ο πλά­γιος τρό­πος που α­πο­κα­λύ­πτε­ται η ρου­μα­νι­κή ταυ­τό­τη­τα του ή­ρωά του. Εκεί­νος θυ­μά­ται “έ­να πα­λιό ρου­μά­νι­κο έ­θι­μο”, μια “ερ­γα­τι­κή πο­λυ­κα­τοι­κία του πρώην Ανα­το­λι­κού Μπλο­κ”, τον Μπα­χλούι, το Ιά­σιο, ε­νώ, “στο μυα­λό του πη­γαι­νοέρ­χε­ται η λέ­ξη Τσα­ου­σέ­σκου”, “τα ορ­φα­νο­τρο­φεία του Τσα­ου­σέ­σκου”, “τα πο­ντί­κια του Τσα­ου­σέ­σκου”, η Έλε­να Τσα­ου­σέ­σκου, και ο α­ριθ­μός 770/1966. Αυ­τά βρί­σκο­νται φαι­νο­με­νι­κά σκόρ­πια στην α­φή­γη­ση. Στην ου­σία, εί­ναι ε­πι­με­λώς το­πο­θε­τη­μέ­να σε έ­να προ­σε­κτι­κά δο­μη­μέ­νο πε­ζό. Πα­ρό­λα αυ­τά, ποιος γνω­ρί­ζει ό­τι ο Μπα­χλούι, εί­ναι ο α­πο­δι­δό­με­νος ελ­λη­νι­στί Μπα­λούι, πα­ρα­πό­τα­μος του Πρού­θου, που δια­σχί­ζει το Ιά­σιο. Ή, πως ο κω­δι­κός α­ριθ­μός α­να­φέ­ρε­ται στο Ψή­φι­σμα 770 του 1966, που υ­πέ­γρα­ψε ο Τσα­ου­σέ­σκου για να αυ­ξή­σει τον πλη­θυ­σμό της χώ­ρας και το ο­ποίο α­πα­γό­ρευε α­ντι­σύλ­λη­ψη και έκ­τρω­ση σε γυ­ναί­κες κά­τω των σα­ρά­ντα ε­τών με λι­γό­τε­ρα α­πό τέσ­σε­ρα παι­διά.
Λό­γω των σπου­δών μο­ρια­κής βιο­λο­γίας του Πα­πα­ντώ­νη και του κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­ση ή­ρωά του, του­λά­χι­στον ως προς τα γνω­στά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του συγ­γρα­φέα,  στη νου­βέ­λα πολ­λοί θα σκο­ντά­ψουν σε ά­γνω­στες λέ­ξεις, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τον τίτ­λο. Για τον ο­ποίο, ό­μως, έ­χει προ­βλε­φθεί ο ο­ρι­σμός του στο ο­πι­σθό­φυλ­λο. Για τα υ­πό­λοι­πα, ας μην λη­σμο­νού­με, ό­τι η ε­πι­στη­μο­νι­κή ο­ρο­λο­γία πο­ρεύ­τη­κε με δά­νεια α­πό την ελ­λη­νι­κή, με α­πο­τέ­λε­σμα, η ελ­λη­νι­κή α­ντί­στοι­χη ο­ρο­λο­γία, που προέ­κυ­ψε εκ των υ­στέ­ρων,  να έ­χει πλημ­μυ­ρί­σει α­ντι­δά­νεια. Η νου­βέ­λα συν­δυά­ζει, ό­πως και τα διη­γή­μα­τά του, δυο εί­δη λό­γων. Το κυ­ρίως σώ­μα α­πο­τε­λεί­ται α­πό 27 κε­φά­λαια, τα 22 σε κα­νο­νι­κή α­ρίθ­μη­ση, δυο έν­θε­τα που τιτ­λο­φο­ρού­νται “Ιντερ­μέ­δια” και τρία πρό­σθε­τα, με τίτ­λους, τα δυο φυ­λε­τι­κά χρω­μο­σώ­μα­τα (“Χ”,  “Ψ”) και το κα­τα­λη­κτι­κό, τη λέ­ξη “Γιορ­τή”. Σε αυ­τά πα­ρεμ­βάλ­λο­νται σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία, ώ­στε να δέ­νουν με την α­νέ­λι­ξη της ι­στο­ρίας, έ­ξι η­λεκ­τρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα του ε­ρευ­νη­τή προς τον ε­πι­κε­φα­λής του ερ­γα­στη­ρίου και δυο του δεύ­τε­ρου, α­πα­ντη­τι­κά. Το κυ­ρίως σώ­μα, σε τρί­το πρό­σω­πο, εί­ναι μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής φύ­σης πα­ρα­κο­λού­θη­ση ε­αυ­τού, κλι­νι­κής λε­πτο­λο­γίας. Τα “Ιντερ­μέ­δια”, σε πρώ­το πρό­σω­πο, εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νες α­φη­γή­σεις. Ενώ, τα η­λεκ­τρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα, υ­πό μορ­φή αλ­λη­λο­γρα­φίας, δί­νουν πε­ρι­γρα­φή των πει­ρα­μά­των.
Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν ε­πι­βα­ρύ­νει τη νου­βέ­λα του με πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία. Μό­λις μία α­να­φο­ρά στο ι­στο­ρι­κό των πει­ρα­μά­τω­ν: “σκε­φτό­ταν τα πει­ρά­μα­τα των Λέ­βιν και Χάρ­λοου, τις πα­ρα­τη­ρή­σεις της Κάρ­λσο­ν”. Μάλ­λον κρυ­πτι­κή. Για­τί ποιος έ­χει α­κου­στά τα πρώ­τα πει­ρά­μα­τα με πο­ντί­κια του Σέυ­μουρ Λέ­βιν, το ’50, ή τον “λάκ­κο της α­πελ­πι­σίας”, ό­πως α­πο­κα­λού­σε ο Χάρ­ρυ Χάρ­λοου τα κλου­βιά, στα ο­ποία α­πο­μό­νω­νε νε­ο­γέν­νη­τους πι­θή­κους για να με­λε­τή­σει τις ορ­γα­νι­κές αλ­λοιώ­σεις, προ­κα­λώ­ντας την μή­νιν της ε­πι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας. Ή, α­κό­μη, τη μα­θή­τριά του, Μαί­ρη Κάρ­λσον, που εί­χε την τύ­χη το 1990 να με­λε­τή­σει “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”. Αλλά και η ε­πι­με­λη­μέ­νη σύ­ντα­ξη των η­λεκ­τρο­νι­κών μη­νυ­μά­των, ό­που, κα­τά την με­τα­μο­ντέρ­να συν­θή­κη, ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­μι­γνύει το γνή­σιο με το πλα­στό, α­πό λι­γο­στούς θα ε­κτι­μη­θεί. Λ.χ., τα πει­ρά­μα­τα της Στά­συ Ντρού­ρυ με­τα­φέ­ρο­νται α­πό το Tulane Πα­νε­πι­στή­μιο της Νέ­ας Ορλεά­νης στο Tufts της Βο­στώ­νης. Ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εί­ναι ό­τι πα­ρου­σιά­ζει ως α­ντι­κεί­με­νο τους “τη μα­κρο­πρό­θε­σμη μνή­μη της στορ­γι­κό­τη­τας”. Όταν τα πει­ρά­μα­τα σε πο­ντί­κια της α­με­ρι­κα­νί­δας ε­ρευ­νή­τριας δεί­χνουν μό­νο ό­τι το υ­περ­βο­λι­κό στρες κα­τά τη βρε­φι­κή η­λι­κία ε­πι­φέ­ρει βρά­χυν­ση των ά­κρων των χρω­μο­σω­μά­των. Δη­λα­δή, κο­νταί­νουν τα τε­λο­με­ρή των χρω­μο­σω­μά­των, που ση­μαί­νει πρόω­ρη γή­ραν­ση και μειω­μέ­νη α­μυ­ντι­κή ι­κα­νό­τη­τα του ορ­γα­νι­σμού σε σει­ρά σο­βα­ρών α­σθε­νειών. Ου­δε­μία σχέ­ση έ­χουν με τη στορ­γή ή την εν­δο­στρέ­φεια, που, του­λά­χι­στον προ­σώ­ρας, βρί­σκο­νται ε­κτός πει­ρα­μα­τι­κής κα­τα­γρα­φής. Θεω­ρού­νται α­πό­το­κα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, ό­πως η ο­μο­φυ­λο­φι­λία, η ο­ποία, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, σε έ­να η­λεκ­τρο­νι­κό μή­νυ­μα, πι­θα­νο­λο­γεί­ται ως γο­νι­δια­κά προσ­διο­ρι­ζό­με­νη.
Αν συ­γκρα­τή­σου­με τον Πα­πα­ντώ­νη για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου, δεν θα εί­ναι χά­ρις στα και­νο­φα­νή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της υ­πό­θε­σης, αλ­λά για τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα της νου­βέ­λας. Δεν έ­χει υ­πο­στεί κά­ποια ε­γκε­φα­λι­κή βλά­βη ό­πως τα πο­ντί­κια της Ντρού­ρυ, μό­νο “α­κρω­τη­ρια­σμό” της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής του α­νά­πτυ­ξης. Δεν εί­ναι ο ξέ­νος στην Οξφόρ­δη. Δεν εί­ναι ο α­πό­ξε­νος στο σπί­τι του και στην Αθή­να. Δεν εί­ναι ο α­διά­φο­ρος στο χώ­ρο ερ­γα­σίας. Δεν εί­ναι ο α­μέ­το­χος στη σε­ξουα­λι­κή συ­νεύ­ρε­ση. Εί­ναι ό­λα αυ­τά και κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ο ξέ­νος μέ­σα στο σαρ­κίο του. “Χτί­ζει τη ρου­τί­να του”. Μέ­νει “στο κλου­βί του”, κι ας εί­ναι α­νοι­χτή η πόρ­τα. Το εί­δος του θα­νά­του του και ο τρό­πος που προοι­κο­νο­μεί­ται στο πρώ­το κε­φά­λαιο δεί­χνει το α­να­πό­δρα­στο μίας πα­ρό­μοιας ψυ­χο­λο­γι­κής α­να­πη­ρίας. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μή­πως πα­ρει­σέ­φρυ­σε τυ­πο­γρα­φι­κό σφάλ­μα ως προς την η­μέ­ρα στο πρώ­το κε­φά­λαιο; Μή­πως, ό­χι Πέ­μπτη, αλ­λά Δευ­τέ­ρα, που έ­πε­φτε η 2α Ιαν. 2012, κα­τά την ο­ποία, τε­λι­κά, ε­πέρ­χε­ται το μοι­ραίο;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/2/2015.

Όταν γελάνε οι άδαρτοι

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου
«Κο­ντά στην κοι­λιά»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Δε­κέμ­βριος 2014


Τε­λι­κά, η πρό­τα­ση που κά­να­με τον Σε­πτέμ­βριο του 2012, με α­φορ­μή το τρί­το “α­φή­γη­μα” του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου, «Η σιω­πή του ξε­ρό­χορ­του», πως πρό­κει­ται για μία ά­τυ­πη α­φη­γη­μα­τι­κή τρι­λο­γία, στην ο­ποία και δί­να­με τον τίτ­λο, «Ύμνος στην α­με­ρι­μνη­σία», α­πο­δει­κνύε­ται λαν­θα­σμέ­νη. Τέ­λη Δε­κεμ­βρίου 2014, κυ­κλο­φό­ρη­σε τέ­ταρ­το “α­φή­γη­μα”. Η έκ­δο­ση εί­χε α­να­κοι­νω­θεί για τις 28 Νο­εμ­βρίου, αλ­λά ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρά τη δυ­σα­να­σχέ­τη­ση του εκ­δό­τη, που α­ντι­με­τώ­πι­ζε με­γα­λύ­τε­ρη της, έ­τσι κι αλ­λιώς, με­γά­λης ζή­τη­σης των βι­βλίων του Δη­μη­τρίου, λό­γω και των α­ναγ­γελ­τι­κών δη­μο­σιευ­μά­των, την κα­θυ­στέ­ρη­σε κα­τά έ­να μή­να, ώ­στε να συ­μπλη­ρω­θεί α­κε­ραία η δε­κα­ε­τία α­πό την κυ­κλο­φο­ρία του πρώ­του “α­φη­γή­μα­τος”, του θρυ­λι­κού, σή­με­ρα πλέ­ον, με­τά και την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή του με­τα­φο­ρά, «Τα ο­πω­ρο­φό­ρα της Αθή­νας».
Με α­φορ­μή το πρό­σφα­το, τέ­ταρ­το “α­φή­γη­μα”, μάλ­λον θα πρέ­πει να τρο­πο­ποιή­σου­με και τον γε­νι­κό τίτ­λο της τε­τρα­λο­γίας. Αλλά ας μην προ­βαί­νου­με σε βε­βια­σμέ­νες κρί­σεις, τρω­κτι­κές του κρι­τι­κού κύ­ρους μας, δε­δο­μέ­νου ό­τι η συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία δεί­χνει να α­να­πτε­ρού­ται, ο­πό­τε μπο­ρεί να α­κο­λου­θή­σει και έ­τε­ρο “α­φή­γη­μα”. Αν δεν προ­κύ­ψει, λό­γω και της εν­θου­σιώ­δους υ­πο­δο­χής α­πό τον Τύ­πο –μέ­χρι πρω­το­σέ­λι­δη κα­τα­χώ­ρη­ση με­τά φω­το­γρα­φίας του συγ­γρα­φέα, κι αυ­τό πα­ρα­μο­νές ε­κλο­γών–  σει­ρά “α­φη­γη­μά­τω­ν” σε ε­τή­σια βά­ση. Άλλω­στε, το 2015 εί­ναι κομ­βι­κό για τον Δη­μη­τρίου, κα­θό­σον έ­τος α­φυ­πη­ρέ­τη­σης α­πό το Δη­μό­σιο, αλ­λά και ό­πως φαί­νε­ται, εκ­κί­νη­σης μίας ω­ρι­μό­τε­ρης συγ­γρα­φι­κής δια­δρο­μής. Τώ­ρα, που το διή­γη­μα ως ε­κλε­κτό λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος κα­τα­πα­τή­θη­κε α­πό ποιη­τι­κώς α­νορ­γα­σμι­κούς με­σή­λι­κες και πριά­πειους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους, ε­κεί­νος το ε­γκα­τα­λεί­πει, στρε­φό­με­νος στο “με­τα-ρε­α­λι­στι­κό α­φή­γη­μα”. Ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός εί­ναι του Αρι­στο­τέ­λη Σαΐνη, που πρώ­τος διεί­δε, ό­τι, με αυ­τά τα “α­φη­γή­μα­τα”, ο συγ­γρα­φι­κός “ο­ρί­ζο­ντας α­νοί­γει προς α­παι­τη­τι­κό­τε­ρες συν­θέ­σεις”.
Η αλ­λα­γή ε­πί το σο­βα­ρό­τε­ρο του συγ­γρα­φι­κού προ­φίλ δια­φαί­νε­ται και στη λα­κω­νι­κό­τη­τα –μό­λις ο­κτώ λε­κτι­κές μο­νά­δες– του βιο­γρα­φι­κού στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου. Αυ­τή τη φο­ρά, ορ­φα­νού φω­το­γρα­φίας, προς α­πελ­πι­σμό των α­να­γνω­στριών, που έ­χουν συ­νη­θί­σει  τη γνω­στή φω­το­γρα­φία με το α­σκαρ­δα­μυ­κτί κοί­ταγ­μα του συγ­γρα­φέα τους.
Στο πρώ­το “α­φή­γη­μα”, ε­κεί­νο του 2005, που ή­ταν και το μό­νο φέ­ρον ει­δο­λο­γι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό, ο α­φη­γη­τής του Δη­μη­τρίου, έ­να μο­να­δι­κό σε ε­κλάμ­ψεις θυ­μο­σο­φίας alter ego, πε­ρι­πλα­νά­ται α­νά τας ο­δούς και τας ρύ­μας των Αθη­νών, α­πό Τζιτ­ζι­φιές μέ­χρι τη “μι­κρή βου­λή του Ζαπ­πείου”, ό­που σκα­ντα­λιά­ρη­δες γέ­ρο­ντες ε­πι­δί­δο­νται σε πο­νη­ρά πει­ράγ­μα­τα. Στο δεύ­τε­ρο, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, «Σαν το λί­γο το νε­ρό», υ­πε­ρί­πτα­ται με­τα­θα­να­τίως της χώ­ρας, α­πό την πρω­τεύου­σα μέ­χρι την πα­ρα­με­θό­ρια γε­νέ­τει­ρα, ό­που α­πε­λεύ­θε­ρες γε­ρό­ντισ­σες σούρ­νουν α­να­δρο­μι­κά τα εξ α­μά­ξης στους α­ντάρ­τες, “βρω­μα­σκέ­ρι”, το χει­ρό­τε­ρο ό­λων. Στο τρί­το, με την πά­ρο­δο και πά­λι τριών ε­τών, ο α­φη­γη­τής φα­ντα­σιώ­νει τη με­τα­μόρ­φω­ση της Ελλά­δας σε μία ου­το­πι­κή χώ­ρα, την ο­ποία οι “σύ­νε­θνοί” του, λό­γω της κα­κής τους φύ­σης, α­πολ­λύουν, ως ο Αδάμ και η Εύα τον Πα­ρά­δει­σο. Τέ­λος, στο πρό­σφα­το, τέ­ταρ­το α­φή­γη­μα, με­τά την πά­ρο­δο μίας α­κό­μη τριε­τίας πε­ρι­συλ­λο­γής των ελ­λη­νι­κών πραγ­μά­των, ο συγ­γρα­φέ­ας α­νε­βά­ζει τον πή­χη των προσ­δο­κιών. Σε σύ­ντο­μο δη­μο­σίευ­μα πα­ρου­σία­σης του α­φη­γή­μα­τος, το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “κοι­νω­νι­κή σά­τι­ρα”, προ­σθέ­το­ντας πως πρό­κει­ται για “τη σά­τι­ρα του γρά­φο­ντος ως πο­λί­τη”. Αυ­τή η έμ­φα­ση στην ι­διό­τη­τα του πο­λί­τη, ό­που φαί­νε­ται να λαν­θά­νει το ε­νερ­γός πο­λί­της, α­φή­νει το πε­ρι­θώ­ριο α­νο­μο­λό­γη­τος στό­χος να εί­ναι το ξε­κού­νη­μα των “συ­νελ­λή­νω­ν” του α­πό την πα­θη­τι­κό­τη­τα, στην ο­ποία δεί­χνουν να έ­χουν βυ­θι­στεί.
Σε αυ­τό, ο α­φη­γη­τής του “υ­πε­ρί­στα­ται της πο­λι­τείας”, ξε­δια­κρί­νο­ντας το σύν­θη­μα “βα­σα­νί­ζο­μαι”. Οι ι­στο­ρι­κοί της “τέ­χνης του τοί­χου”, ι­τα­λι­στί γκρά­φι­τι, το­πο­θε­τούν την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του τον Απρί­λιο του 2010. Εκεί­νος στο­χά­ζε­ται τον ταυ­το­χρο­νι­σμό του συν­θή­μα­τος με το διάγ­γελ­μα Γεωρ­γίου Πα­παν­δρέ­ου, που α­να­κοί­νω­νε την προ­σφυ­γή της χώ­ρας στο μη­χα­νι­σμό στή­ρι­ξης. Κά­τι σαν τη μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη της α­να­πνοής βα­ρέ­ος νο­σού­ντος, με την ελ­πί­δα καρ­διο­α­να­πνευ­στι­κής α­να­ζωο­γό­νη­σης, α­να­λο­γί­ζε­ται, ε­νώ σκέ­φτε­ται με συ­γκί­νη­ση ε­κεί­νον τον α­νώ­νυ­μο αλ­λά με­γά­λο “καλ­λι­τέ­χνη του δρό­μου”, που πρώ­τος το έ­γρα­ψε καλ­λι­γρα­φι­κά κά­που στο κέ­ντρο της Αθή­νας και στη συ­νέ­χεια, με τρό­πο που πα­ρα­μέ­νει ά­λυ­το μυ­στή­ριο, πολ­λα­πλα­σιά­στη­κε α­πα­ντα­χού της χώ­ρας.
Πράγ­μα­τι, ή­ταν μια μο­νο­λε­κτι­κή έκ­φρα­ση πό­νου, που κά­λυ­πτε ό­λο το φά­σμα α­πό το α­το­μι­κό στο συλ­λο­γι­κό. Τό­σο καί­ρια, που α­να­στά­τω­σε τα Μέ­σα Κοι­νω­νι­κής Δι­κτύω­σης, που ε­νέ­πνευ­σε συν­θέ­τες και συγ­γρα­φείς, ό­λοι τους ευαί­σθη­τοι κα­τα­γρα­φείς της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Με­τα­ξύ αυ­τών, τον Αντώ­νη Τσι­πια­νί­τη, που συ­νέ­γρα­ψε ο­μό­τιτ­λο θε­α­τρι­κό. Με κο­ρύ­φω­ση, το “με­τα-ρε­α­λι­στι­κό α­φή­γη­μα” του Δη­μη­τρίου, του πλέ­ον προ­βε­βλη­μέ­νου συγ­γρα­φέα της πε­ριώ­νυ­μης “γε­νιάς του ι­διω­τι­κού ο­ρά­μα­τος”. Το σύν­θη­μα “βα­σα­νί­ζο­μαι”, α­πό “το­πο­δεί­κτης” της πό­λης των Αθη­νών, κα­τέ­λη­ξε σή­μα κα­τα­τε­θέν της τρέ­χου­σας α­ντι­πα­ρα­γω­γι­κής πε­ριό­δου. Ο Δη­μη­τρίου διεί­δε πως θα κα­τα­γρα­φεί στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας ως το πρώ­το “κί­νη­μα” της νω­θρής ό­σο και χα­λα­ρής κοι­νω­νίας, που έ­φε­ρε  η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Γι’ αυ­τό και ο α­φη­γη­τής του ε­ντρυ­φεί “στις κω­μι­κές πλευ­ρές” αυ­τής της κοι­νω­νίας, βρί­σκο­ντας σε αυ­τές την πρό­κλη­ση για το σκώμ­μα του. Τις τρα­γι­κές, ως οι αυ­τό­χει­ρες, τις πα­ρα­κά­μπτει με μία “φρα­σού­λα” της μορ­φής, “οι πιο α­δύ­να­μοι, οι πιο α­θώοι έ­πε­φταν α­πό τις τα­ρά­τσες”. Όσο για το πλή­θος των ε­πι­ζώ­ντων έρ­πο­ντας, ως οι στε­γα­ζό­με­νοι σε πι­λο­τές και ει­σό­δους α­κα­τοί­κη­των, ο “πε­ρι­πα­τη­τής της Αθή­νας” δεν το μνη­μο­νεύει, κα­θώς το κά­λυ­ψε πρώ­τος ο Χρή­στος Χρυ­σό­που­λος, α­πό τους ε­πι­φα­νείς της ε­πό­με­νης πε­ζο­γρα­φι­κής γε­νιάς, με το βι­βλίο του, «Φα­κός στο στό­μα».
Ακρι­βέ­στε­ρα, ο Δη­μη­τρίου α­να­φέ­ρε­ται “στις κω­μι­κές πλευ­ρές της λε­γό­με­νης κρί­σης”. Ως προς το αμ­φι­σβη­τή­σι­μο της κρί­σης, που δη­λώ­νει κά­πως προ­κλη­τι­κά αυ­τό το “λε­γό­με­νη”, ο συγ­γρα­φέ­ας το ε­πε­ξη­γεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του με την α­πο­στο­μω­τι­κή “φρα­σού­λα”, “κλαί­με ά­δαρ­τοι, δεν περ­νά­με αυ­τά που έ­ζη­σαν οι πα­λαιό­τε­ροι”. Εκ πρώ­της ό­ψεως, ε­μπαί­ζει τα πρό­σω­πα και πα­ρω­δεί τις κα­τα­στά­σεις. Εμβα­θύ­νο­ντας, ό­μως, μάλ­λον ε­πι­διώ­κει τη δι­δα­χή δια πα­ρα­βο­λών και αλ­λη­γο­ριών. Με ση­μείο εκ­κί­νη­σης, τη βα­ρυγ­γώ­μια του “βα­σα­νί­ζο­μαι”, ε­πι­λέ­γει ως δρο­μο­δεί­κτες για το ξε­δί­πλω­μα της α­φή­γη­σής του κά­ποια πρώ­τα συν­θή­μα­τα, που πή­ραν κα­τά και­ρούς μορ­φή “κι­νή­μα­τος”. Πα­ρα­κά­μπτει το “δεν πλη­ρώ­νω” και τη χο­ρεία των “α­γα­να­κτι­σμέ­νων”, δε­δο­μέ­νου ό­τι μυ­θο­πλα­στι­κώς α­πο­μυ­ζή­θη­κε α­πό τον νεό­τε­ρό του και πλέ­ον πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νο Θα­νά­ση Χει­μω­νά, στο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Ζού­με τις τε­λευ­ταίες μας μέ­ρες».
Αντ’ αυ­τού,  πε­ρι­συλ­λέ­γει το “λά­θος” και το “ε­γώ φταίω”, για να στρα­φεί με το μεν πρώ­το, προς τους “βό­ρειους ε­ταί­ρους”, ή, κα­τά τον δι­κό του νε­ο­λο­γι­σμό, ε­τυ­μο­λο­γού­με­νο α­πό τη λέ­ξη ερ­πε­τό αγ­γλι­στί και ελ­λη­νι­στί, τις “σερ­πε­τές χώ­ρες”, με το δε δεύ­τε­ρο στα κα­θ’ η­μάς. Όπου ά­πα­ντες ε­ξο­μο­λο­γού­νται τις α­μαρ­τίες τους, δη­μό­σιοι και ι­διω­τι­κοί υ­πάλ­λη­λοι, ε­λεύ­θε­ροι ε­παγ­γελ­μα­τίες και καλ­λι­τέ­χνες, με τον ί­διο τον συγ­γρα­φέα να κλεί­νει το χο­ρό των με­τα­νο­η­μέ­νων του “μα­ζί τα φά­γα­με”. Στη συ­νέ­ντευ­ξή του, σχο­λιά­ζει ό­τι πρό­κει­ται για “σκλη­ρή κρι­τι­κή” των άλ­λων και “αυ­το­μα­στί­γω­ση” δι­κή του. Αν αυ­τή ή­ταν η συγ­γρα­φι­κή πρό­θε­ση, τό­τε η σά­τι­ρα θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­βα­θής, με κά­ποιες πα­ρά­πλευ­ρες ι­στο­ρίες, μάλ­λον πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νες. Ωστό­σο, κα­τά μία άλ­λη ερ­μη­νεία, σε αυ­τές τις α­φε­λείς εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις, λαν­θά­νει –μπο­ρεί και α­σύ­νει­δα– η ει­ρω­νι­κή υ­πό­μνη­ση, ό­τι οι ε­ξο­μο­λο­γού­με­νες α­μαρ­τίες εί­ναι ε­κεί­νες, για τις ο­ποίες ό­χι μό­νο δεν θα υ­πάρ­ξει ψό­γος, αλ­λά θα προ­κα­λέ­σουν α­κό­μη και τον θαυ­μα­σμό, δε­δο­μέ­νου ό­τι, σή­με­ρα πλέ­ον, με­τά την πα­γίω­σή τους, ε­κλαμ­βά­νο­νται ως μα­γκιά. Υπέρ αυ­τής της ά­πο­ψης, μας ω­θούν και τα υ­πο­κο­ρι­στι­κά, που ε­πι­στρα­τεύει κα­θ’ υ­περ­βο­λήν ο συγ­γρα­φέ­ας για να α­να­φερ­θεί στους “συ­νέλ­λη­νές” του, την ώ­ρα που υ­πο­τί­θε­ται, πως τους τρα­βά­ει το αυ­τί.
Σε αυ­τό το “α­φή­γη­μα” του Δη­μη­τρίου, λι­γό­τε­ρες εί­ναι οι λε­κτι­κές νε­ο­πλα­σίες, με πε­ρισ­σό­τε­ρες τις νε­κρε­γερ­σίες λέ­ξεων α­πό πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές και δια­φο­ρε­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν αμ­φι­βάλ­λου­με πως γνω­ρί­ζει τα συμ­φρα­ζό­με­να α­πό τα ο­ποία α­να­δύ­θη­καν οι λέ­ξεις. Μέ­νει, ό­μως, ζη­τού­με­νο, κα­τά πό­σο κα­τορ­θώ­νει να τα υ­πο­βάλ­λει μέ­σω της α­φή­γη­σης. Αυ­τά κα­θί­στα­νται προ­φα­νή, ό­ταν πρό­κει­ται για λέ­ξεις, ό­πως “πο­λι­το­φυ­λα­κή” ή “α­γκι­τά­το­ρας”. Αλλά ε­κεί­νο το “κομ­μου­νι­στο­κα­πι­τα­λι­στές” δεί­χνει προς πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας κα­τεύ­θυν­σης. Σί­γου­ρα, πά­ντως, το “Σουλ­τά­ν-με­ρε­μέ­τ”, το βά­ζει για να “γε­λά­σει το χει­λά­κι” ό­σων δεν έ­τυ­χε πο­τέ να το γευ­τούν. Και σε αυ­τό το “α­φή­γη­μα”, πλη­θαί­νουν α­τά­κες και στι­χο­μυ­θίες σε φω­νο­λο­γι­κή με­τα­γρα­φή, με κέρ­δος το σφρί­γος της προ­φο­ρι­κό­τη­τας. Στή­ριγ­μα βα­σι­κό της σα­τι­ρι­κής γρα­φής του Δη­μη­τρίου η χρή­ση της υ­περ­βο­λής, μέ­χρι υ­περ­βο­λής. Όπως στην α­πό­δο­ση της κου­βέ­ντας με τον τα­ξίτ­ζη, που δεν χρεια­ζό­ταν να εί­ναι ρυ­πα­ρός ο ί­διος και βρώ­μι­κο το τα­ξί του, για να γί­νει πι­στευ­τή.
Σε βα­σι­κό στοι­χείο της δο­μής α­να­δει­κνύο­νται τα τε­τρά­στι­χα, που α­πο­τε­λούν χα­ρίεν πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό αν­θο­λό­γη­μα. Το πρώ­το, το παι­δι­κό για τη γιορ­τή της μη­τέ­ρας, το α­κο­λου­θεί τε­τρά­στι­χο α­πό το εμ­βα­τή­ριο προς τι­μή του Ναυάρ­χου Κου­ντου­ριώ­τη, «Ο ναύ­της του Αι­γαίου», και με­τά έρ­χο­νται στί­χοι α­πό μα­ντι­νά­δες, παι­δι­κά τρα­γου­δά­κια και λα­χνί­σμα­τα, μη­νιά­τι­κα πα­ροι­μια­κά, μέ­χρι και ο­λί­γος Νό­της Σφα­κια­νά­κης. Με αυ­τά τα τε­τρά­στι­χα, ε­νταγ­μέ­να σε μία α­φή­γη­ση συ­νε­χούς ροής, φτιά­χνο­νται τα δια­χω­ρι­στι­κά για τις ε­πι­μέ­ρους α­φη­γη­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες. Ένα α­πο­κριά­τι­κο, ε­λευ­θε­ριά­ζον δί­στι­χο, που μνη­μο­νεύει μεν την κοι­λιά, αλ­λά δεί­χνει τα κο­ντά στην κοι­λιά και τα υ­πό κά­τω αυ­τής ευ­ρι­σκό­με­να (“χτυ­πά­ει η μια κοι­λιά την άλ­λη,/ γί­νε­ται χα­ρά με­γά­λη”), α­νοί­γει το ε­ρω­τι­κό μέ­ρος. Κά­τι σαν σή­μα για το πέ­ρα­σμα α­πό τη σά­τι­ρα στο προ­σφι­λές θέ­μα του, την ου­το­πία της α­με­ρι­μνη­σίας. Αυ­τή τη φο­ρά, σε δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή, πλέ­ον συ­γκε­κρι­μέ­νη α­πό ε­κεί­νη του προ­η­γού­με­νου α­φη­γή­μα­τος. Ως α­παύ­γα­σμα α­πό­ψεων ευ­ζωίας, α­πό­λυ­τα στα­θε­ρών στη διάρ­κεια της τρια­κο­ντα­ε­τούς συγ­γρα­φι­κής πα­ρου­σίας του, που συ­μπλη­ρώ­νε­ται ε­φέ­τος.
Ακρι­βέ­στε­ρα, την εν­σω­μα­τώ­νει στο α­φή­γη­μα, υ­πό τη σκέ­πη της σά­τι­ρας, με την ε­πι­νό­η­ση μιας βε­ντά­λιας δή­θεν πο­λι­τι­κών κομ­μά­των, ό­χι πα­ρα­βο­λι­κών ή αλ­λη­γο­ρι­κών, αλ­λά ου­το­πι­κών. Αφού πο­λι­τι­κο­λο­γεί α­νά­λα­φρα, κά­τι σαν το με­τα­ξύ τυ­ρού και α­χλα­δίου, πε­ρί των “α­συ­μπό­νε­των α­ρι­στε­ρώ­ν”, του πλή­θους των δια­πρε­πών λό­γω “φυ­ρό­τη­τας” και των “ο­νει­ρι­στώ­ν”, πα­ρα­κά­μπτο­ντας τους ου­ρα­νι­στές, φτά­νει στο “κόμ­μα του αρ­χι­κού ε­φη­συ­χα­σμού” ή κόμ­μα “κο­ντά στην κοι­λιά”. Αν και α­κρι­βέ­στε­ρο θα ή­ταν το “μέ­σα στην κοι­λιά”, α­φού α­να­φέ­ρε­ται στην α­πό­λυ­τη ευ­δαι­μο­νία του εμ­βρύου στο α­μνια­κό υ­γρό. Έτσι, ό­μως, θα έ­χα­νε τον στό­χο του, που εί­ναι η με­τε­ξέ­λι­ξη του εν λό­γω κόμ­μα­τος σε “κόμ­μα της α­φό­δευ­σης” και εν τέ­λει, “της κω­λο­τρυ­πί­δας”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αυ­τές τις σε­λί­δες, α­πο­λαυ­στι­κές στην ελ­λει­πτι­κή τους κρυ­πτι­κό­τη­τα, τις ο­φεί­λου­με στην ά­γνοια εκ μέ­ρους του συγ­γρα­φέα των ε­πι­στη­μο­νι­κών ι­σχυ­ρι­σμών, που α­πο­φαί­νο­νται πως το έμ­βρυο υ­πο­φέ­ρει ε­ντός του στε­νό­χω­ρου α­μνια­κού υ­μέ­να. Πό­σω μάλ­λον, κα­τά “τα ά­τα­κτα γλυ­κο­πιε­στά αγ­γίγ­μα­τα στο σώ­μα της ε­γκύου”, που φα­ντα­σιώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας. Ο α­φη­γη­τής περ­νά­ει, φροϋδι­κή α­δεία, α­πό “το ά­λο­γο και το χά­ος” του α­μνια­κού υ­γρού, που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο κα­τ’ ε­ξο­χήν χώ­ρος ευ­δαι­μο­νίας, στη θά­λασ­σα, ως ι­δεώ­δη τό­πο ε­ρω­τι­κών πρά­ξεων, με πρώ­τη την α­φό­δευ­ση. Με­γά­λη η ποι­κι­λία των υ­πο­νοού­με­νων ε­ρω­τι­κών συ­νευ­ρέ­σεω­ν: κα­τά μό­νας, με ζω­ντα­νό, για­τί ό­χι και με πε­θα­μέ­νο, ό­πως η δο­λο­φο­νη­μέ­νη “φο­βι­στι­κή γυ­ναί­κα” στο πα­λαιό­τε­ρο διή­γη­μα του Δη­μη­τρίου, με τον τρυ­φε­ρό τίτ­λο, «Κι ε­γώ φο­βά­μαι α­γά­πη μου».
Η ου­το­πία α­πο­γειώ­νε­ται με μία πα­ρω­δια­κή ου­ρά: α­πό ά­κρη σ’ ά­κρη, η χώ­ρα με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε “κό­φι ρε­που­μπλί­κ”. Το φαι­νό­με­νο της ε­ξά­πλω­σης των χώ­ρων ε­στία­σης προς α­να­πλή­ρω­ση των κε­νών κα­τα­στη­μά­των πά­σης φύ­σεως δεν έ­χει α­κό­μη κα­τα­γρα­φεί στα­τι­στι­κώς, ού­τε α­να­λυ­θεί α­πό κοι­νω­νιο­λο­γι­κής και ψυ­χο­λο­γι­κής πλευ­ράς, α­πό αυ­τήν την ά­πο­ψη, η μυ­θο­πλα­στι­κή εκ­δο­χή “του α­φη­γή­μα­τος”,  πρω­θύ­στε­ρη, α­πο­κτά προ­φη­τι­κή διά­στα­ση. Η ε­γκα­θί­δρυ­ση της ου­το­πίας πε­ρι­γρά­φε­ται ε­κτε­νέ­στε­ρα στους δυο στα­θε­ρούς πό­λους του α­φη­γη­μα­τι­κού κό­σμου του Δη­μη­τρίου, Αθή­να-Ηγου­με­νί­τσα, α­κρι­βέ­στε­ρα την προ­νο­μιού­χο συ­νοι­κία του, τη Νέα Ελβε­τία Ηγου­με­νί­τσης. Η πα­ρω­δία, που στή­νε­ται, δεν έ­χει ού­τε ιε­ρό ού­τε ό­σιο. Μη φει­δό­με­νη ού­τε αυ­τής της Με­γά­λης του Γέ­νους Σχο­λής. Στο τέ­λος, και αυ­τή η ου­το­πι­κή νη­σί­δα θα κα­τα­στρα­φεί. Σαν θεϊκά ε­ξου­σιο­δο­τη­μέ­νος ο α­φη­γη­τής, προ­φη­τεύει τη συ­ντέ­λεια του κό­σμου. Βα­θιά στο­χα­στι­κός, κλεί­νει το α­φή­γη­μα, προ­σο­μοιά­ζο­ντας τις χι­λιε­τίες με τα “α­να­βο­σβη­σί­μα­τα κω­λο­φω­τιάς”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" την 1/2/2015

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Κάλ­βου ε­πι­στο­λο­γρα­φία

Ανδρέ­ας Κάλ­βος
«Αλλη­λο­γρα­φία»
Ει­σα­γω­γή - Σχο­λια­σμός
Δη­μή­τρης Αρβα­νι­τά­κης
με τη συ­νερ­γα­σία
Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου
Μου­σείο Μπε­νά­κη


Το πρό­σφα­το α­πό­κτη­μα της Βι­βλιο­γρα­φίας Κάλ­βου συ­γκε­ντρώ­νει ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να γράμ­μα­τα, τα δι­κά του και τα προς αυ­τόν. Έρχε­ται ό­χι δυο χρό­νια με­τά θά­να­το, ό­πως “ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να Σο­λω­μού”, αλ­λά 145, ε­νώ έ­χουν πα­ρέλ­θει δυο αιώ­νες α­πό την πρώ­τη ε­πι­στο­λή του ει­κο­σά­χρο­νου Κάλ­βου, ευ­ρι­σκό­με­νου στη Φλω­ρε­ντία, που τυ­χαί­νει να εί­ναι αί­τη­ση για υ­πο­τρο­φία προς τους Βρε­τα­νούς τό­τε “Κυ­βερ­νώ­ντες τη Ζά­κυν­θο”. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, ο Κάλ­βος και το έρ­γο του α­πο­κα­λύ­πτο­νται με κα­θυ­στέ­ρη­ση και βρα­δείς ρυθ­μούς.  Η πρό­σφα­τη Αλλη­λο­γρα­φία Κάλ­βου εί­ναι έρ­γο Ζα­κύν­θιου και ό­χι Κερ­κυ­ραίου ως ο Ιά­κω­βος Πο­λυ­λάς, που, ό­ντας κο­ντά μια τρια­κο­ντα­ε­τία νεό­τε­ρος του Σο­λω­μού, μα­θή­τευ­σε δί­πλα του. Ο Δη­μή­τρης Αρβα­νι­τά­κης, γεν­νη­μέ­νος πε­ρί τον έ­ναν αιώ­να α­φό­του ο Κάλ­βος ε­ξέ­πνευ­σε, ε­πέ­λε­ξε ή­δη α­πό με­τα­πτυ­χια­κός σπου­δα­στής ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο τον γε­νέ­θλιο τό­πο. Χά­ρις, μά­λι­στα, σε υ­πο­τρο­φία, που ε­κεί­νος, σε α­ντί­θε­ση με τον Κάλ­βο, έ­λα­βε, βρέ­θη­κε στη Βε­νε­τία, ό­που και εί­χε την ευ­και­ρία να ε­ντρυ­φή­σει στο ε­νε­τι­κό πα­ρελ­θόν της γε­νέ­τει­ράς του. Εντός μίας δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ε­ξέ­δω­σε ο­κτώ, ε­πί συ­νό­λου εν­νέα, βι­βλία γύ­ρω α­πό τη Ζά­κυν­θο και τα ευ­κλεή τέ­κνα της. Εκκι­νώ­ντας α­πό “το ρε­μπε­λιό των πο­πο­λά­ρω­ν”, έ­φθα­σε στον Κ. Πορ­φύ­ρη και “τους Καρ­μπο­νά­ρους της Το­σκά­νης”, ε­πι­κε­ντρώ­νο­ντας στη συ­νέ­χεια το εν­δια­φέ­ρον του στον Κάλ­βο, με α­πτό α­πο­τέ­λε­σμα τρία βι­βλία κα­τά το πρώ­το ή­μι­συ της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας του τρέ­χο­ντος αιώ­να.
Μό­νο που δεν τον κε­ντρί­ζει ο Κάλ­βος, που “ο Αγώ­νας μας έ­δω­σε την ποίη­σή του”, ό­πως το θέ­τει ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς, αλ­λά ο “Άλλος Κάλ­βος”. Το Άλλος, ό­χι ό­πως το ο­ρί­ζει ο Γιώρ­γος Ανδρειω­μέ­νος, που πρώ­τος το χρη­σι­μο­ποίη­σε για τις ε­πι­στη­μο­νι­κές ε­να­σχο­λή­σεις του Κάλ­βου, αλ­λά γε­νι­κό­τε­ρα, ο συγ­γρα­φέ­ας και ο άν­θρω­πος, ό­πως προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό κυ­ρίως ι­τα­λι­κές πη­γές. Εξ ο­λο­κλή­ρου ι­τα­λι­κές στα δυο πρώ­τα βι­βλία του, που α­φο­ρούν, το μεν πρώ­το το δε­κα­πεν­θή­με­ρο πε­ριο­δι­κό «Ape italiana», το δε δεύ­τε­ρο το ι­τα­λό­γλωσ­σο κεί­με­νο του Κάλ­βου «Απο­λο­γία της αυ­το­κτο­νίας». Εν μέ­ρει και στο τρί­το, την Αλλη­λο­γρα­φία, ό­που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τα ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια στην ελ­λη­νι­κή. Ωστό­σο, έ­νας συ­γκε­ντρω­τι­κός κα­τά­λο­γος πη­γών θα έ­δει­χνε τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα τους, που δια­γρά­φε­ται με βά­ση την αρ­χεια­κή πα­ρα­πο­μπή στα εκ­δο­τι­κά ση­μειώ­μα­τα κά­θε ε­πι­στο­λής.
Πλε­ο­νέ­κτη­μα των βι­βλίων του Αρβα­νι­τά­κη συ­νι­στά ο τρό­πος που πα­ρου­σιά­ζει το θέ­μα του, ώ­στε να προ­σελ­κύει το εν­δια­φέ­ρον ε­νός πλα­τύ­τε­ρου κοι­νού. Στην Αλλη­λο­γρα­φία, προ­τάσ­σει Ει­σα­γω­γή 90 σε­λί­δων, που ση­μαί­νει κο­ντά το έ­να δέ­κα­το των συ­νο­λι­κών σε­λί­δων του δί­το­μου έρ­γου, χω­ρι­σμέ­νη σε ε­πτά κε­φά­λαια, με εμ­φα­τι­κούς τίτ­λους. Πρό­κει­ται για έ­να κεί­με­νο που υ­περ­βαί­νει τις α­ξιώ­σεις μιας ει­σα­γω­γής, κα­θώς συ­νι­στά αυ­το­τε­λές με­λέ­τη­μα για τις “τύ­χες” του Κάλ­βου α­πό ι­δρύ­σεως του ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, α­πό την ά­πο­ψη της ει­σα­γω­γής, που α­παι­τεί­ται για μία αλ­λη­λο­γρα­φία, και μά­λι­στα ό­χι δι­με­ρή, αλ­λά με πλειά­δα προ­σώ­πων, ως ε­πί το πλεί­στον ά­γνω­στων στον Έλλη­να α­να­γνώ­στη, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι υ­στε­ρεί.
Ο Αρβα­νι­τά­κης συ­νη­θί­ζει την έκ­θε­ση του σκε­πτι­κού και των α­πο­τε­λε­σμά­των της έ­ρευ­νας να την ξε­κι­νά­ει με ε­ρω­τή­μα­τα, πα­ρα­θέ­το­ντας δια­δο­χι­κές υ­πο­θέ­σεις ερ­γα­σίας, α­κό­μη και ε­κεί­νες που δεν τε­λε­σφό­ρη­σαν. Με αυ­τήν την τα­κτι­κή, εί­ναι σαν να προ­σθέ­τει στους συ­νή­θεις ο­δο­δεί­κτες μιας ε­ρευ­νη­τι­κής δια­δρο­μής και το ο­δό­ση­μο “α­διέ­ξο­δο” προς ε­ξοι­κο­νό­μη­ση του χρό­νου της ε­ρευ­νη­τι­κής κοι­νό­τη­τας. Από την άλ­λη, ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του α­φη­γη­μα­τι­κού του τρό­που προ­κα­τα­λαμ­βά­νουν την πε­ραι­τέ­ρω έ­ρευ­να. Πα­ρά­δειγ­μα, τα πρω­θύ­στε­ρα και τα κο­σμη­τι­κά ε­πί­θε­τα, ό­που τα πρώ­τα ε­πι­τεί­νουν την ε­ντύ­πω­ση ό­σων έ­πο­νται, ε­νώ τα δεύ­τε­ρα προ­δια­θέ­τουν α­πέ­να­ντι σε πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Κά­πως έ­τσι, ο Επτα­νή­σιος λό­γιος, που ε­ξέ­δω­σε και βιο­γρά­φη­σε Κάλ­βο, ο Σπυ­ρί­δων Δε Βιά­ζης, α­να­φέ­ρε­ται εκ προοι­μίου με το ε­πί­θε­το “τα­πει­νός”, α­ταί­ρια­στο, α­κό­μη κι αν ε­πι­λέ­γε­ται προς ε­πί­τα­ση της δια­φο­ράς κύ­ρους συ­γκρι­τι­κά με έ­ναν ε­πί­σκο­πο.
Το τρί­το κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Δε Βιά­ζη. Για να το­νι­στούν οι ι­τα­λι­κές πη­γές, ε­πι­λέ­γε­ται ο τίτ­λος «Ένας Ελλη­νοϊτα­λός λό­γιος για έ­ναν Ιτα­λοέλ­λη­να ποιη­τή». Όπως, ό­μως, χρειά­ζε­ται τεκ­μη­ρίω­ση το Ιτα­λοέλ­λη­νας για τον Κάλ­βο, α­ντί­στοι­χα α­παι­τεί­ται σχο­λια­σμός για το Ελλη­νοϊτα­λός, που α­πο­δί­δε­ται στον Δε Βιά­ζη. Ο Αρβα­νι­τά­κης υ­πο­στη­ρί­ζει πως “εί­χε μία ελ­λη­νοϊτα­λι­κή ψυ­χή, ό­πως και ο Φό­σκο­λο, ό­πως και ο Κάλ­βος, ό­πως και ο Σο­λω­μός”. Υπάρ­χει, ό­μως, μία ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά. Γεν­νη­μέ­νος στην Κέρ­κυ­ρα ο Δε Βιά­ζης, α­πό πα­τέ­ρα Σι­κε­λό ναυ­τι­κό και μη­τέ­ρα Ζα­κύν­θια, δεν έ­φυ­γε πο­τέ α­πό τα Επτά­νη­σα, μέ­νο­ντας μέ­χρι τα 29 του στη γε­νέ­τει­ρα και τα υ­πό­λοι­πα 49 στην Ζά­κυν­θο. Εκεί­νος, ω­στό­σο, φέ­ρει ως α­διαμ­φι­σβή­τη­το τεκ­μή­ριο ε­πι­στο­λή του Δε Βιά­ζη προς τον Ντο­μέ­νι­κο Μπια­ντσί­νι, στην ο­ποία α­πο­κα­λεί ε­αυ­τόν “Ιτα­λό ως το κόκ­κα­λο”, υ­πο­σχό­με­νος πως “μό­λις ο­λο­κλη­ρω­θεί η ι­στο­ρία της ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας, που ε­τοι­μά­ζει, θα την α­φιε­ρώ­σει στον κα­λό τους βα­σι­λιά, ο ο­ποίος, ό­πως πι­στεύει, εί­ναι ά­ξιος γιος του ευ­γε­νούς βα­σι­λιά”, εν­νοώ­ντας τον Ου­μπέρ­το Ι και τον πα­τέ­ρα του, Βιτ­τό­ριο Εμα­νουέλ ΙΙ, αρ­χι­κά βα­σι­λιά της Σαρ­δη­νίας και πρώ­το βα­σι­λιά της ε­νω­μέ­νης Ιτα­λίας.
Ο Αρβα­νι­τά­κης σχο­λιά­ζει θαυ­μα­στι­κά, πως πρό­κει­ται για “μία ε­πι­στο­λή α­προσ­δό­κη­τα ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κή για μας”. Λί­γες σε­λί­δες πα­ρα­κά­τω, α­να­φέ­ρει ό­τι σώ­ζο­νται 28 ε­πι­στο­λές του Δε Βιά­ζη προς τον Μπια­ντσί­νι, που δεί­χνουν το πό­σο ε­κεί­νος τον βοή­θη­σε στη συγ­γρα­φή της βιο­γρα­φίας Φό­σκο­λο, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, “στην έ­γκαι­ρη βι­βλιο­γρα­φι­κή του ε­νη­μέ­ρω­ση για τις διορ­θω­τι­κές του πα­ρεμ­βά­σεις στις εκ­δό­σεις των ι­τα­λώ­ν”. Φαί­νε­ται να μην κά­νει τον προ­φα­νή συλ­λο­γι­σμό, πως ο Κερ­κυ­ραίος προ­σπα­θεί να προ­σεγ­γί­σει ως συ­μπα­τριώ­της τον υ­ψη­λά ι­στά­με­νο Μπια­ντσί­νι, ε­πι­διώ­κο­ντας την εύ­νοιά του. Ανα­φέ­ρει, α­πλώς, τον Μπια­ντσί­νι ως “έ­ναν ι­τα­λό φί­λο” του Δε Βιά­ζη, με­λε­τη­τή και βιο­γρά­φο του Φό­σκο­λο, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Ωστό­σο, ο Μπια­ντσί­νι δεν ή­ταν τυ­χαίο πρό­σω­πο. Κο­ντά 15 χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Δε Βιά­ζη, δι­πλω­μά­της κα­ριέ­ρας, έ­φθα­σε μέ­χρι υ­πουρ­γι­κές θέ­σεις και μέ­σω αυ­τής της ι­σχύος, ό­ντας α­νέ­κα­θεν βι­βλιό­φι­λος, κα­τέ­λη­ξε ση­μα­ντι­κός συλ­λέ­κτης.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στο ί­διο κε­φά­λαιο, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί και η α­να­φο­ρά πως ο Δε Βιά­ζης “γεν­νή­θη­κε δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Σο­λω­μού και ε­φτά χρό­νια με­τά την α­να­χώ­ρη­ση του Κάλ­βου” α­πό τη Ζά­κυν­θο (στο προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαιο, σε α­πό­σπα­σμα α­πό την βιο-ερ­γο­γρα­φία Κάλ­βου του Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου, δί­νε­ται το ορ­θό έ­τος γέν­νη­σης). Με βά­ση, ό­μως, το calami lapsus, ο Δε Βιά­ζης “α­να­τρά­φη­κε με τις σκιές των δυο ποιη­τώ­ν”, ε­νώ, ό­ντας ο­κτώ ε­τών ό­ταν πέ­θα­νε ο πρώ­τος και 13 ό­ταν α­να­χώ­ρη­σε ο δεύ­τε­ρος πρέ­πει να εί­χε ει­κό­να των ί­διων. Επί­σης, το δη­μο­σίευ­μα του Δε Βιά­ζη, το 1878, λό­γω του ο­ποίου α­να­γκά­στη­κε να ε­γκα­τα­λεί­ψει την Κέρ­κυ­ρα, το χα­ρα­κτη­ρί­ζει νε­α­νι­κό, ε­νώ έ­χει το βά­ρος ε­νός τρια­ντά­χρο­νου και ή­δη γνω­στού ε­ρευ­νη­τή.
Στα τρία τε­λευ­ταία κε­φά­λαια της Ει­σα­γω­γής, πα­ρα­τί­θε­νται οι δια­δο­χι­κές “α­να­κα­λύ­ψεις” ε­πι­στο­λών, με­μο­νω­μέ­νων ή και σε ο­μά­δες, με ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στην πρώ­τη έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, την προ πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας, α­πό τον Μά­ριο Βίτ­τι, ό­που πα­ρου­σιά­ζο­νται ε­πι­στο­λές της πε­ριό­δου 1813-1820. Η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση εί­ναι η πρό­σφα­τη, στην ο­ποία συ­γκε­ντρώ­νε­ται έ­να ε­πι­στο­λι­κό σώ­μα, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό 314 χρο­νο­λο­γη­μέ­να και 74 α­χρο­νο­λό­γη­τα τεκ­μή­ρια, δη­λα­δή “ε­πι­στο­λές, σχέ­δια, ση­μειώ­μα­τα”. Πα­ρα­τάσ­σο­νται, οι μεν πρώ­τες σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, οι δε δεύ­τε­ρες σε αλ­φα­βη­τι­κή, με βά­ση το ε­πώ­νυ­μο του α­πο­στο­λέα.
Σύμ­φω­να με το ευ­ρε­τή­ριο ε­πι­στο­λο­γρά­φων, οι ε­πι­στο­λές, που στά­θη­κε α­δύ­να­το να χρο­νο­λο­γη­θούν, ε­στά­λη­σαν α­πό 23 πρό­σω­πα. Εξ αυ­τών, μό­νο πέ­ντε προ­σώ­πων, ό­λες οι ε­πι­στο­λές ε­ντάσ­σο­νται στις α­χρο­νο­λό­γη­τες. Οπό­τε, στην πε­ρί­πτω­ση των 18 ε­πι­στο­λο­γρά­φων με μι­κτού χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­στο­λές, θα διευ­κό­λυ­νε την α­νά­γνω­ση οι α­χρο­νο­λό­γη­τες να α­κο­λου­θούν την τε­λευ­ταία χρο­νο­λο­γη­μέ­νη ή την πλη­σιέ­στε­ρη με βά­ση τα ε­σω­τε­ρι­κά τεκ­μή­ρια. Πα­ρά­δειγ­μα, οι τρεις α­χρο­νο­λό­γη­τες ε­πι­στο­λές του Χέν­ρυ Ταλ­κ, ό­που η μία χρο­νο­λο­γού­με­νη εμ­μέ­σως ε­ντάσ­σε­ται στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία, ε­νώ ο­μα­δο­ποιού­με­νες α­παρ­τί­ζουν μέ­ρος α­πό το κε­φά­λαιο πε­ρί “αγ­γλο­φι­λίας” του Κάλ­βου. Πα­ρο­μοίως, οι εν­νέα ε­πι­στο­λές του Γκιου­ζέπ­πε Νάλ­ντι, της συ­ζύ­γου του και της κό­ρης του, σκια­γρα­φούν α­πό κοι­νού μια α­πό τις μάλ­λον λι­γο­στές κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις του Κάλ­βου στο Λον­δί­νο ε­κτός του κύ­κλου των μα­θη­τών του. Ενώ στην α­κο­λου­θού­με­νη πα­ρά­τα­ξη, δη­λα­δή σύμ­φω­να με τα μι­κρά ο­νό­μα­τα της οι­κο­γέ­νειας, δεν υ­πάρ­χει συ­νο­χή στα α­να­φε­ρό­με­να πε­ρι­στα­τι­κά. Αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση θα μπο­ρού­σε να ι­σχύ­σει για το σύ­νο­λο της Αλλη­λο­γρα­φίας, κα­θώς με τη χρο­νο­λο­γι­κή διά­τα­ξη α­να­στα­τώ­νο­νται οι θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες των ε­πι­μέ­ρους ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των με έ­να πρό­σω­πο. Συ­να­κό­λου­θα, χά­νε­ται ο α­φη­γη­μα­τι­κός μί­τος, τό­σο πο­λύ­τι­μος στην α­νά­γνω­ση, που α­φορ­μά­ται, ας πού­με, α­πό α­πλό ε­γκυ­κλο­παι­δι­κό εν­δια­φέ­ρον.
Το σώ­μα των 388 ε­πι­στο­λών έ­χει χω­ρι­στεί σε δυο τό­μους με βά­ση το ι­σό­πο­σο των σε­λί­δων. Αντί αυ­τού του σχη­μα­τι­κού δια­χω­ρι­σμού, ο χρο­νο­λο­γι­κός, που λαμ­βά­νει υ­πό­ψη την πρώ­τη έκ­δο­ση των ε­πι­στο­λών της ο­κτα­ε­τίας 1813-1820, προ­σφέ­ρε­ται για την α­νά­δει­ξη των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της Αλλη­λο­γρα­φίας. Στην πρώ­τη πε­ρίο­δο, συ­γκε­ντρώ­νο­νται 350 (276 χρο­νο­λο­γη­μέ­νες, 74 α­χρο­νο­λό­γη­τες) ε­πι­στο­λές, 79 ε­πι­στο­λο­γρά­φων, εκ των ο­ποίων μό­νο τέσ­σε­ρις ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, ε­νώ 29 εί­ναι ε­πι­στο­λές του Κάλ­βου. Στην δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, της πε­ρι­πλά­νη­σης και έκ­δο­σης των Ωδών, της ε­γκα­τά­στα­σης στην Κέρ­κυ­ρα και της τε­λι­κής στην Αγγλία, σύ­νο­λο 49 χρό­νια, μό­λις 38 ε­πι­στο­λές, πέ­ντε αλ­λη­λο­γρά­φων, τρεις ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, με 25 ε­πι­στο­λές δια χει­ρός Κάλ­βου.
Με α­φορ­μή την πρώ­τη έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, ο Αρβα­νι­τά­κης σχο­λιά­ζει πό­σο ση­μα­ντι­κός εί­ναι αυ­τός  ο “μι­κρό­κο­σμος” των ε­πι­στο­λο­γρά­φων στη γνω­ρι­μία μας με τον Κάλ­βο. Και πράγ­μα­τι, στην εν­διά­με­ση πε­ντη­κο­ντα­ε­τία, οι ε­πι­στο­λο­γρά­φοι α­γνώ­στων στοι­χείων μειώ­θη­καν, κά­ποια α­πό τα “α­δεια­νά ο­νό­μα­τα” συ­μπλη­ρώ­θη­καν με ει­κα­σίες, μέ­νει, ω­στό­σο, πε­ρί το έ­να τρί­το χω­ρίς στοι­χεία, κυ­ρίως προ­σώ­πων α­πό την ο­μά­δα των μα­θη­τών και των οι­κο­γε­νειών τους. Για να α­να­δει­χθεί, ό­μως, αυ­τός ο “μι­κρό­κο­σμος”, τα βιο­γρα­φι­κά χρειά­ζε­ται να συ­νο­δεύουν την πρώ­τη μνεία του προ­σώ­που και ό­χι μία τυ­χού­σα κα­το­πι­νή. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, στο Ευ­ρε­τή­ριο, ας δι­νό­ταν με δια­κρι­τό τυ­πο­γρα­φι­κό στοι­χείο η α­ντί­στοι­χη σε­λί­δα. Επί­σης, στην Ει­σα­γω­γή, θα α­να­με­νό­ταν αυ­τό­νο­μο κε­φά­λαιο για τους αλ­λη­λο­γρά­φους. Εκεί, θα μπο­ρού­σε να σχο­λια­στεί το πλή­θος γνω­στών και α­ταύ­τι­στων, οι δια­φο­ρε­τι­κές ε­θνι­κό­τη­τες και ι­διό­τη­τες, α­κό­μη το φύ­λο ή η ι­διό­τη­τα με την ο­ποία προέ­κυ­ψε η σχέ­ση τους με τον Κάλ­βο. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό τις 54 ε­πι­στο­λές του Κάλ­βου, οι 12 έ­χουν πα­ρα­λή­πτη γυ­ναί­κες. Έξι τον α­ριθ­μό: μία ά­γνω­στη, την φί­λη του Φό­σκο­λο Ντό­να Ματ­ζιότ­τι και τέσ­σε­ρις μα­θή­τριές του. Ενώ το σύ­νο­λο των πα­ρα­λη­πτών μίας καλ­βι­κής ε­πι­στο­λής, πέ­ραν των έ­ξι θη­λυ­κών γρα­φί­δων, εί­ναι μό­λις 17.
    Αυ­τά τα α­ριθ­μη­τι­κά δε­δο­μέ­να α­πο­τε­λούν και έν­δει­ξη των ε­πι­μέ­ρους σω­μά­των αλ­λη­λο­γρα­φίας. Ενδει­κτι­κά, στην πρώ­τη ο­κτα­ε­τία, υ­πάρ­χουν η αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Φό­σκο­λο (17 ε­πι­στο­λές, οι τέσ­σε­ρις Κάλ­βου) και η με­γα­λύ­τε­ρη ό­λων, με την α­γα­πη­μέ­νη μα­θή­τρια του Κάλ­βου Σούζαν Ρι­ντού (50 ε­πι­στο­λές, τρεις Κάλ­βου), ε­νώ, στη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, η αλ­λη­λο­γρα­φία με τον πρύ­τα­νη της Ιο­νίου Ακα­δη­μίας, Γεώρ­γιο Θε­ρια­νό (19 ε­πι­στο­λές, οι 10 Κάλ­βου). Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν και αλ­λη­λο­γρα­φίες μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης αλ­λά ε­πι­κε­ντρω­μέ­νες σε έ­να θέ­μα. Όπως με τον προ­στά­τη του κό­μη Γκίλ­φορ­ντ, η μο­νό­πλευ­ρη με τον εκ­δό­τη του «Ape italiana» Ντε Σάν­κτις Μπαρ­το­λο­μέο, η δια­φω­τι­στι­κή με τον Γραμ­μα­τέα και τον βο­η­θό του της Εται­ρείας του Βι­βλίου των Προ­σευ­χών και των Ομι­λιών, που έρ­χε­ται και ως προ­σθή­κη στο βι­βλίο του Ανδρειω­μέ­νου «Οι τε­λευ­ταίες θρη­σκευ­τι­κές με­τα­φρά­σεις του Ανδρέα Κάλ­βου». Στο θρη­σκευ­τι­κό θέ­μα, ε­ντάσ­σο­νται και οι έ­ξι ε­πι­στο­λές του αγ­γλι­κα­νού θε­ο­λό­γου Φρει­δε­ρί­κου Νό­λαν, μα­ζί με τη μία διευ­κρι­νι­στι­κή του Ντα­νιέλ Ντάρτ­ναλ. Χρή­σι­μες μπορεί να σταθούν αυτές και στην α­νά­γνω­ση του τε­λευ­ταίου μέ­ρους του βι­βλίου, «Ξα­να­δια­βά­ζο­ντας τον Κάλ­βο», του Μι­χαήλ Πα­σχά­λη. Έτσι, ό­μως, ο­δη­γού­μα­στε στην ε­πί­σης εν­δια­φέ­ρου­σα θε­μα­τι­κή ο­μα­δο­ποίη­ση των ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των δυο ή και τριών αλ­λη­λο­γρά­φων. Αλλά τα σχό­λια ε­νός α­δα­ούς δεν έ­χουν τε­λειω­μό, ού­τε, ό­μως, ο “Άλλος Κάλ­βος”, που τεί­νει να γί­νει ο κυ­ρίως Κάλ­βος. Όπως και να έ­χει, η έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας θα συν­δρά­μει την πε­ραι­τέ­ρω έ­ρευ­να, α­νοί­γο­ντας για το πλα­τύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, χά­ρις και στην διε­ξο­δι­κή Ει­σα­γω­γή, έ­να πα­ρά­θυ­ρο στον κό­σμο του Κάλ­βου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/1/2015.