Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Χά­σμα γε­νεώ­ν


















Ξε­νό­γλωσ­ση α­ντι­δι­κτα­το­ρι­κή
α­φί­σα του ε­ξω­τε­ρι­κού.


 Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου
«Η ά­σκη­ση του Ροτ»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Απρί­λιος 2013

Στις πρώ­τες η­μέ­ρες του κα­λο­και­ριού του 1956, με­τά τις ε­κλο­γές της 19ης Φε­βρουα­ρίου, στις ο­ποίες η Δη­μο­κρα­τι­κή Ένω­ση παίρ­νει σε ψή­φους 48.15%  έ­να­ντι 47.38% της Ε­ΡΕ αλ­λά 132 έ­δρες έ­να­ντι 165, και στον α­πό­η­χο των μα­γιά­τι­κων συλ­λα­λη­τη­ρίων στην Αθή­να για τον α­παγ­χο­νι­σμό των Κα­ρα­ο­λή και Δη­μη­τρίου α­πό τους Βρε­τα­νούς στην Κύ­προ, το­πο­θε­τεί η Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά της, με τίτ­λο «Σμιθ», που κυ­κλο­φό­ρη­σε Οκτώ­βριο 2009. Τις τε­λευ­ταίες η­μέ­ρες του Ιου­νίου του 2011, με­τά το μνη­μό­νιο και την οι­κο­νο­μι­κή ύ­φε­ση, με τα κι­νή­μα­τα των πο­λι­τών και τις μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις, ε­πι­λέ­γει για το χρό­νο δρά­σης στο δεύ­τε­ρο, και πά­λι με έ­να ξε­νό­γλωσ­σο ό­νο­μα στον τίτ­λο, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Απρί­λιο 2013. Και στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μό­νο σπο­ρα­δι­κές α­να­φο­ρές γί­νο­νται στην ε­κά­στο­τε κρί­σι­μη πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή συ­γκυ­ρία, σαν φό­ντο στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της α­θη­ναϊκής κοι­νω­νίας, την ο­ποία η συγ­γρα­φέ­ας ζω­ντα­νεύει με τον τρό­πο που θα σκη­νο­θε­τού­σε μια α­ντί­στοι­χη ται­νία. Στη­ρί­ζε­ται στη γρή­γο­ρη ε­ναλ­λα­γή πλά­νων και το ζου­μά­ρι­σμα σε σκη­νές, που, με την πολ­λα­πλή ε­πα­νά­λη­ψή τους σε η­θο­γρα­φι­κές και νε­ο­η­θο­γρα­φι­κές διη­γή­σεις, έ­χουν κα­τα­στεί σή­μα κα­τα­τε­θέν ο­ρι­σμέ­νης χρο­νι­κής πε­ριό­δου. Πα­ρά­δειγ­μα, στο πρώ­το, το 1956, ο χω­ρο­φύ­λα­κας και η κλή­ση του Αρι­στε­ρού στο Τμή­μα για προ­σω­πι­κή του υ­πό­θε­ση. Στο δεύ­τε­ρο, το 2011, τις σκη­νές των Αγα­να­κτι­σμέ­νων να πλη­θαί­νουν στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος.  
Και στα δυο βι­βλία, η α­τμό­σφαι­ρα μυ­στη­ρίου και το σα­σπέ­νς που δη­μιουρ­γεί­ται προο­δευ­τι­κά ο­φεί­λε­ται σε πρό­σω­πα με δρά­ση στο πρώ­το και το δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο, που υ­πέ­στη­σαν φυ­λα­κί­σεις και ε­ξο­ρίες. Μό­νο που στο πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Μα­κρο­νη­σιώ­της και ο πα­ρά­νο­μος εί­ναι α­κό­μη ζώ­ντες, ε­νώ, στο πρό­σφα­το, 55 χρό­νια με­τά, ο πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας στη Ρου­μα­νία έ­χει πε­θά­νει και εμ­φα­νί­ζε­ται στο γιο του σαν φά­ντα­σμα, που στοι­χειώ­νει τη μνή­μη του, ζη­τώ­ντας δι­καίω­ση. Σε αυ­τό, το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο εί­ναι ο γιος, γεν­νη­μέ­νος στα τέ­λη του 1945, που ο πα­τέ­ρας του, ορ­γα­νω­τής της Τρί­της Με­ραρ­χίας του ΕΛΑΣ στην Πε­λο­πόν­νη­σο, τον βά­φτι­σε Έκτο­ρα. Στο πρώ­το, ο Μα­κρο­νη­σιώ­της τον βά­φτι­σε Άρη. Η Χού­ντα πρό­λα­βε τον Έκτο­ρα φα­ντά­ρο και τον έ­στει­λε με άλ­λους “α­νε­πι­θύ­μη­τους” στο στρα­τό­πε­δο του Κο­λιν­δρού να φρου­ρεί τους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους. Με την α­πό­λυ­σή του ορ­γα­νώ­θη­κε α­πό Λα­μπρά­κη συ­στρα­τιώ­τη του, πέ­ρα­σε στην πα­ρα­νο­μία και με­τά λί­γους μή­νες διέ­φυ­γε στη Γερ­μα­νία. Το ση­μείο εκ­κί­νη­σης της πλο­κής εί­ναι η έκ­δο­ση του χει­ρο­γρά­φου που ά­φη­σε ο πα­τέ­ρας του πε­θαί­νο­ντας το 1976 στην υ­πε­ρο­ρία, χω­ρίς πο­τέ να ε­πα­να­πα­τρι­σθεί. “Προς δη­μο­σίευ­ση”, ση­μείω­νε στον φά­κε­λο, δη­λώ­νο­ντας έ­τσι εμ­μέ­σως την πί­στη του πως με αυ­τό θα έρ­θει η δι­καίω­ση α­γώ­νων και τα­λαι­πω­ριών. Το χει­ρό­γρα­φο α­πέ­μει­νε στα χέ­ρια της μη­τέ­ρας μέ­χρι το θά­να­τό της το 2001 στην Αθή­να. Το βρή­κε ο γιος στα πράγ­μα­τά της και το α­ντέ­γρα­ψε. Φαί­νε­ται να το θυ­μή­θη­κε δέ­κα χρό­νια με­τά, ό­ταν α­πο­φά­σι­σε να που­λή­σει το σπί­τι της. Μό­νι­μος κά­τοι­κος Γερ­μα­νίας, κοι­νω­νι­κός λει­τουρ­γός, χω­ρι­σμέ­νος με τρια­ντά­ρη γιο, έρ­χε­ται για έ­να σύ­ντο­μο τα­ξί­δι στην Ελλά­δα. Τό­σο σύ­ντο­μο που δεν παίρ­νει μα­ζί του ού­τε το λα­πτόπ.
Ο τίτ­λος του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος α­να­φέ­ρει το ό­νο­μα του κα­τα­σκευα­στή των α­με­ρι­κα­νι­κών πε­ρι­στρό­φων, που ει­σή­χθη­σαν στα τέ­λη του 1949 προς ε­ξο­πλι­σμό του Ελλη­νι­κού Στρα­τού. Στον τίτ­λο του δεύ­τε­ρου υ­πάρ­χει το ό­νο­μα γερ­μα­νού νευ­ρο­λό­γου, στον ο­ποίο κα­τέ­φυ­γε ο Έκτο­ρας για τα προ­βλή­μα­τα μνή­μης που εί­χαν αρ­χί­σει να τον δυ­σκο­λεύουν. Εκεί­νος δεν του σύ­στη­σε ως φάρ­μα­κο το δε­ντρο­λί­βα­νο, ό­πως ο Άμλετ στην Οφη­λία, αλ­λά να ση­μειώ­νει τα πε­πραγ­μέ­να τής κά­θε η­μέ­ρας. Αυ­τή εί­ναι “η ά­σκη­ση του Ρο­τ”, στην ο­ποία πα­ρα­πέ­μπει ο τίτ­λος και προ­φα­νώς α­να­φέ­ρε­ται στην τό­νω­ση της βρα­χείας διάρ­κειας μνή­μης, που α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται με την η­λι­κία. Σε α­ντί­θε­ση με τη μνή­μη μα­κράς διάρ­κειας, που ε­νι­σχύε­ται. Στην πε­ρί­πτω­ση του 66χρο­νου ή­ρωα, πι­θα­νώς και λό­γω συ­χνής α­νά­κλη­σης ση­μα­ντι­κών συμ­βά­ντων του βίου του, φαί­νε­ται πως οι σχε­τι­κοί νευ­ρώ­νες και οι συ­νά­ψεις τους έ­χουν φου­ντώ­σει φτά­νο­ντας στα ό­ρια του α­πί­στευ­του. Να ση­μειώ­σου­με πως ροτ ση­μαί­νει κόκ­κι­νος. Συγ­γρα­φι­κή ε­πι­λο­γή, κα­θώς, στις σκέ­ψεις του ή­ρωα, ο νευ­ρο­λό­γος α­να­κα­λεί­ται μα­ζί με τους κο­μου­νι­στές του τύ­που του πα­τέ­ρα του, που έ­μει­νε πι­στός στο Κόμ­μα και α­φού ε­κεί­νο τον διέ­γρα­ψε. 
Μια ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά α­νά­με­σα στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Ηλιο­πού­λου, που α­πο­βαί­νει κα­θο­ρι­στι­κή του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, εί­ναι η μορ­φή. Στο πρώ­το, η α­φή­γη­ση γί­νε­ται στο τρί­το πρό­σω­πο, αλ­λά­ζο­ντας α­πό κε­φά­λαιο σε κε­φά­λαιο το πρό­σω­πο στο ο­ποίο ε­στιά­ζει. Πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λό­δο­ξο δεί­χνει το δεύ­τε­ρο, με την α­φή­γη­ση να πα­ρα­μέ­νει στο τρί­το πρό­σω­πο, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον εν­διά­θε­το λό­γο του γιου. Να δια­τη­ρεί, ό­μως, και την πο­λυ­φω­νία, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας αυ­τού­σιες πε­ρι­κο­πές α­πό τις ε­πι­στο­λές του πα­τέ­ρα του και το η­με­ρο­λό­γιο της α­δελ­φής του, πα­ρό­λο που και τα δυο βρί­σκο­νται α­πό σα­ρα­ντα­κο­ντα­ε­τίας φυ­λαγ­μέ­να και α­νάγ­γι­χτα “σε θυ­ρί­δα της Dresdner Bank”. Υπερ­τρο­φι­κή μνή­μη, α­κό­μη κι αν, του­λά­χι­στον οι ε­πι­στο­λές, ε­πέ­χουν γι’ αυ­τόν θέ­ση ε­θνι­κού ύ­μνου, σύμ­φω­να με τη δι­κή του εν­διά­θε­τη αι­τιο­λο­γία πριν την πα­ρά­θε­ση των α­πο­σπα­σμά­των της πρώ­της ε­πι­στο­λής, ό­που εν­θυ­μεί­ται μέ­χρι και τις υ­πο­γραμ­μί­σεις λέ­ξεων. 
Θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τη μνή­μη του, ό­χι μό­νο υ­περ­τρο­φι­κή αλ­λά και ε­πι­λε­κτι­κή, κα­θώς δεν α­να­κα­λεί ού­τε πα­ρα­θέ­τει κομ­μά­τια α­πό το προς έκ­δο­ση πα­τρι­κό χει­ρό­γρα­φο, που το εί­χε δια­βά­σει πιο πρό­σφα­τα και μά­λι­στα, α­ντι­γρά­ψει. Εκ πρώ­της ό­ψεως δεί­χνει πα­ρά­δο­ξη αυ­τή η ε­πι­λε­κτι­κό­τη­τα. Νο­μί­ζου­με, ω­στό­σο, ό­τι συ­νι­στά συ­νε­τή συγ­γρα­φι­κή ε­πι­λο­γή. Έτσι α­πο­φεύ­γε­ται η α­να­σύν­θε­ση του α­πο­λο­γη­τι­κού λό­γου ε­νός κο­μου­νι­στή, που θα ο­δη­γού­σε τη συγ­γρα­φέα σε βα­θιά νε­ρά. Προ­τι­μά­ται ο ε­πι­στο­λι­κός λό­γος του, που, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ε­ντάσ­σε­ται σε μια πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη ι­δε­ο­λο­γι­κή δια­μά­χη. Γραμ­μέ­νες οι ε­πι­στο­λές έ­να χρό­νο με­τά τη διά­σπα­ση του ΚΚΕ, ξε­χει­λί­ζουν α­πό την ορ­γή του πρό­σφυ­γα πα­τέ­ρα στη Ρου­μα­νία ε­να­ντίον του γιου του, που συ­ντά­χθη­κε με “την ε­λα­χι­στό­τα­τη μειο­ψη­φία” των ρε­βι­ζιο­νι­στών. 
Επει­δή, ό­μως, η συγ­γρα­φέ­ας α­να­ζη­τά κά­ποια μορ­φή για να α­φη­γη­θεί με δια­δο­χι­κές α­να­δρο­μές το ι­στο­ρι­κό της οι­κο­γέ­νειας, κα­τα­φεύ­γει σε έ­να δεύ­τε­ρο εύ­ρη­μα. Αυ­τό, πι­θα­νώς, να βρί­σκε­ται και στα ό­ρια του πι­στευ­τού. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, με καλ­λι­γρα­φι­κά πλά­για γράμ­μα­τα πα­ρα­τί­θε­νται οι ε­πι­στο­λές, με πλά­για οι η­με­ρο­λο­για­κές πε­ρι­κο­πές, αλ­λά και α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το βι­βλίο που θα έ­γρα­φε ο ί­διος ο ή­ρωας και θα το τιτ­λο­φο­ρού­σε Έκτο­ρας, αν εί­χε το λά­πτοπ. Αντ’ αυ­τού, φα­ντα­σιώ­νε­ται το πώς θα α­φη­γεί­το γρα­πτώς τον βίο του, εν­θέ­το­ντας αυ­τήν την γρα­πτή εκ­δο­χή στον ε­σω­τε­ρι­κό του μο­νό­λο­γο. 
Όσο για την ε­πι­λο­γή να ξε­τυ­λί­ξει ο­λό­κλη­ρο τον βίο του ή­ρωα, αυ­τή α­φή­νει με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ε­πι­νό­η­σης, με α­πο­τέ­λε­σμα προο­δευ­τι­κά σε κά­θε κε­φά­λαιο το πα­ρο­ντι­κό σα­σπέ­νς να α­το­νεί, ε­νώ η α­να­δρο­μή στο πα­ρελ­θόν α­πλώ­νε­ται με την εμ­φά­νι­ση νέων προ­σώ­πων. Πρώ­τα, α­πό την παι­δι­κή η­λι­κία, ό­ταν η μη­τέ­ρα βρί­σκε­ται στη φυ­λα­κή, και τα δυο παι­διά μοι­ρα­σμέ­να στη για­γιά και τη νο­νά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί τύ­ποι α­πό το χω­ριό της για­γιάς, ο κολ­λη­τός, ο σα­λός, ο γύ­φτος. Με­τά, α­πό τα χρό­νια της πα­ρα­νο­μίας, α­πό τη Γερ­μα­νία, οι φί­λοι και οι γυ­ναί­κες της ζωής του, μέ­χρι η πόρ­νη που τον έ­κρυ­ψε ε­πί Χού­ντας. Και για ό­λους αυ­τούς, η α­να­δρο­μή φτά­νει μέ­χρι το, κα­τά κα­νό­να, τρα­γι­κό τέ­λος τους: αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα σε κα­τά­στα­ση μέ­θης, ά­νοια, αυ­το­κτο­νία, τρέ­λα. Μοιά­ζει σαν να ε­ξαν­τλού­νται ό­λοι οι γνω­στοί μύ­θοι και οι κλι­σέ σκη­νές, λει­τουρ­γώ­ντας σε βά­ρος της οι­κο­νο­μίας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στο τε­λευ­ταίο, εν­δέ­κα­το κε­φά­λαιο, η συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται, κα­θώς οι σκη­νές α­πει­κο­νί­ζουν ε­ναρ­γέ­στα­τα τη θλί­ψη των α­πο­χαι­ρε­τι­σμών και την α­γω­νία του θα­νά­του.
Η α­φή­γη­ση του γιου προ­δί­δει αυ­ξη­μέ­νη ευαι­σθη­σία, που συ­νή­θως α­πα­ντά­ται σε γυ­ναι­κείο εν­διά­θε­το λό­γο. Ο ίδιος ο ή­ρωας την α­πο­κα­λεί “θη­λυ­κή πλευ­ρά” και την θεω­ρεί ως έ­να ε­πι­πλέ­ον σύ­μπτω­μα του γή­ρα­τος. Κα­τά τα άλ­λα, στις δια­δρο­μές που κά­νει στην Αθή­να με τα πό­δια ή τον Ηλεκ­τρι­κό, συ­νει­δη­το­ποιεί τον ε­αυ­τό του σαν “ναυα­γό με­τα­νά­στη”. Με την ο­πτι­κή του κοι­νω­νιο­λό­γου, κα­τα­γρά­φει μό­νο αλ­λο­δα­πούς, πρε­ζά­κη­δες, ά­στε­γους και ε­πι­τι­θέ­με­νους α­ναρ­χι­κούς. Καί­τοι μό­νι­μος κά­τοι­κος Γερ­μα­νίας, ου­δό­λως σχο­λιά­ζει το πώς ο Αθη­ναίος βιώ­νει την κρί­ση. Από τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο, τον ε­ντυ­πω­σιά­ζουν οι ε­ρω­τι­κές πε­ρι­πτύ­ξεις ε­νός ζευ­γα­ριού που ε­ντάσ­σε­ται στην κα­τη­γο­ρία των α­τό­μων με ει­δι­κές α­νά­γκες. Η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­ναν ή­ρωα κα­τά το τρέ­χον πρό­τυ­πο του ευαι­σθη­το­ποιη­μέ­νου πο­λί­τη γύ­ρω α­πό το τρί­πτυ­χο με­τα­νά­στης, α­νά­πη­ρος, ζώα. Επι­προ­σθέ­τως, μέ­σα α­πό την α­φή­γη­ση, το­νί­ζε­ται η πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη ο­πτι­κή του. Για πα­ρά­δειγ­μα, η τύ­χη των παι­διών στα χρό­νια του Εμφυ­λίου ε­ξο­μοιώ­νε­ται με τη με­τα­χεί­ρι­ση των παι­διών των α­πα­ντα­χού με­τα­να­στών α­πό τις Αρχές στις χώ­ρες που οι γο­νείς τους κα­τα­φεύ­γουν. Συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, πά­ντως, τον α­πα­σχο­λεί, α­πό τους ζώ­ντες, μό­νο ο γιος του. 
Και στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, η Ηλιο­πού­λου δεν πα­ρα­θέ­τει ι­στο­ρίες αι­μα­το­κυ­λί­σμα­τος α­πό την πο­λε­μο­χα­ρή δε­κα­ε­τία του ’40. Σε αμ­φό­τε­ρα, μνη­μο­νεύει μό­νο έ­ναν τό­πο, υ­παι­νισ­σό­με­νη ό­σα φο­βε­ρά μπο­ρεί να συ­νέ­βη­σαν ε­κεί. Χρη­σι­μο­ποιεί και στα δυο την ί­δια ο­νο­μα­σία κι ας πρό­κει­ται για δια­φο­ρε­τι­κά μέ­ρη. Στο πρώ­το, “τα φο­νι­κά κα­τά­λοι­πα των συ­γκρού­σεων α­πό τον συμ­μο­ρι­το­πό­λε­μο” βρί­σκο­νται στην αρ­χή α­πό “το μο­νο­πά­τι στην καρ­διά της Χού­νης”. Στο πρό­σφα­το, ως τό­πος η­ρώων, προ­βάλ­λει κρυ­πτι­κά το μο­νο­πά­τι “στον γκρε­μό της Χού­νης”. Εί­ναι γε­γο­νός ό­τι αρ­κε­τά φα­ράγ­για στην Ελλά­δα φέ­ρουν αυ­τό το ό­νο­μα. Στο πρώ­το, πρό­κει­ται για τη Χού­νη της Πάρ­νη­θας, στο δεύ­τε­ρο, για το Με­γά­λο Φα­ράγ­γι των Σερ­βίων, κο­ντά στη γε­νέ­τει­ρα της συγ­γρα­φέως. Να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι υ­πάρ­χει υ­λι­κό και για α­μι­γώς εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κό βι­βλίο; Προ­σώ­ρας, ε­κεί πή­γε ο Έκτο­ρας τον δω­δε­κα­ε­τή γιο του για να του δεί­ξει τον τό­πο των η­ρωι­κών πρά­ξεων. Και ε­κεί συ­νει­δη­το­ποίη­σε πως η λέ­ξη “πα­λι­κά­ρι”, με την ο­ποία ε­κεί­νος, γιος α­ντάρ­τη, με­γά­λω­σε, δεν λέει τί­πο­τα στον γιο τον δι­κό του και της Γερ­μα­νί­δας. 
Η δια­φο­ρε­τι­κή θέ­α­ση του κό­σμου που έ­χουν οι νέ­οι του 2011 δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μό­νο τους Γερ­μα­νούς. Για να το­νι­στεί η α­δια­φο­ρία της νεό­τε­ρης γε­νιάς για τους ο­ποιουσ­δή­πο­τε η­θι­κούς κώ­δι­κες, η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­να α­κό­μη πρό­σω­πο, αυ­τό α­μι­γώς γη­γε­νές. Ένα νέο κο­ρί­τσι, που δεν έ­χει κώ­λυ­μα να πα­ρα­βεί την τε­λευ­ταία ε­πι­θυ­μία του αυ­τό­χει­ρα πα­τέ­ρα της, ού­τε να κά­νει “τρε­λό σε­ξ” με έ­ναν ά­ντρα της η­λι­κίας του πα­τέ­ρα της στα όρ­θια δη­μο­σίως. Αν και ό­χι α­κρι­βώς δη­μο­σίως, α­φού τον πα­ρέ­συ­ρε “στην ε­σο­χή ει­σό­δου κλει­στού μα­γα­ζιού σε στε­νά­κι πί­σω α­πό την πλα­τεία Κου­μουν­δού­ρου”. Τε­λι­κά, αυ­τές οι υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νες πλα­τείες του κέ­ντρου της Αθή­νας φαί­νε­ται ό­τι ε­μπνέ­ουν τις συγ­γρα­φείς - σκη­νο­θέ­τριες. Θυ­μί­ζου­με το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Τα κο­ρί­τσια της πλα­τείας», της συ­νο­μή­λι­κης της Ηλιο­πού­λου Μα­ρίας Γα­βα­λά. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/9/2013.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Το ελάχιστο της δόξας



Σκη­νή α­πό το «Ιωάν­νης Γα­βριήλ Μπόρ­κμαν».
Ο Νί­κος Πα­ρα­σκευάς (α­ρι­στε­ρά) στο ρό­λο του Βί­λελμ Φόλ­νταλ
και ο Αι­μί­λιος Βεά­κης (δε­ξιά) στο ρό­λο του Μπόρ­κμαν,
κα­τά το πρώ­το α­νέ­βα­σμα του ι­ψε­νι­κού έρ­γου, το 1933
(Φωτ. Τά­σου Με­λε­τό­που­λου, Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο Εθνι­κού Θεά­τρου).



Βαγ­γέ­λης Χατ­ζη­γιαν­νί­δης
«Το ε­λά­χι­στο ί­χνος»
Εκδό­σεις Το Ρο­δα­κιό
Απρί­λιος 2013 

Η Αμε­ρι­κα­νί­δα Έντιθ Γουέ­μπστερ ή­ταν μια δη­μο­φι­λής η­θο­ποιός, που υ­πέ­στη καρ­δια­κή προ­σβο­λή στην τε­λευ­ταία κο­ρώ­να του ά­σμα­τος που τρα­γου­δού­σε ως μέ­ρος μιας πα­ρά­στα­σης σε θέ­α­τρο της Βαλ­τι­μό­ρης. Εξέ­πνευ­σε τη στιγ­μή α­κρι­βώς που ο ρό­λος την ή­θε­λε να σω­ριά­ζε­ται ε­πί σκη­νής. Η Γουέμπστερ δεν δια­σώ­θη­κε της λή­θης χά­ρις σε ε­κεί­νο το τε­λευ­ταίο τρα­γού­δι, πα­ρό­τι ε­πρό­κει­το για έ­να πο­λύ γνω­στό κομ­μά­τι τζα­ζ, που έ­μει­νε με άλ­λες φω­νές. Ού­τε χά­ρις σε ε­κεί­νη την πα­ρά­στα­ση, πα­ρό­τι ή­ταν έ­να δη­μο­φι­λές μιού­ζι­κα­λ, που παι­ζό­ταν ε­πί ο­χτώ χρό­νια, βα­σι­σμέ­νο στο βι­κτω­ρια­νό με­λό­δρα­μα «Ο μέ­θυ­σος» του Ουίλ­λιαμ Σμι­θ, που εί­χε γνω­ρί­σει με­γά­λη ε­πι­τυ­χία την ε­πο­χή της πο­το­α­πα­γό­ρευ­σης. Μό­νο λό­γω της σύ­μπτω­σης να “ζή­σει το θά­να­το του ρό­λου της”, το ό­νο­μά της κα­τα­γρά­φτη­κε στα μι­κρά και πε­ρίερ­γα της Ιστο­ρίας του θεά­τρου. Ενώ, έ­μελ­λε χά­ρις σε έ­ναν έλ­λη­να συγ­γρα­φέα με θε­α­τρι­κή κουλ­τού­ρα να τρο­φο­δο­τή­σει με μια ε­ντυ­πω­σια­κή κα­τά­λη­ξη έ­να, έ­τσι κι αλ­λιώς, εν­δια­φέ­ρον μυ­θι­στό­ρη­μα. Ακό­μη, ό­μως, κι αν δεν εί­χε πο­τέ κα­τα­γρα­φεί έ­νας πα­ρό­μοιος θά­να­τος, ο Βαγ­γέ­λης Χατ­ζη­γιαν­νί­δης θα τον εί­χε ε­πι­νοή­σει, κα­θώς α­πό πρώ­της εμ­φα­νί­σεώς του ε­πέ­δει­ξε τη γό­νι­μη και συν­δυα­στι­κή φα­ντα­σία ως έ­να α­πό τα α­τού που διέ­θε­τε.
Στα 72 της η Γουέ­μπστερ το 1986, ή­ταν μια πα­λαί­μα­χος η­θο­ποιός, που, σί­γου­ρα, α­ντί της υ­στε­ρο­φη­μίας που ε­ξα­σφά­λι­σε με το θά­να­τό της, θα προ­τι­μού­σε να μα­κρο­η­με­ρεύ­σει. Σε α­ντί­θε­ση με τον 43χρο­νο ή­ρωα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που, σαν άλ­λος Φά­ου­στ, θα έ­δι­νε και την ψυ­χή του για την α­να­γνώ­ρι­ση. Ηθο­ποιός δια­φο­ρε­τι­κής στό­φας, ε­πέ­λε­ξε για την ε­θε­λού­σια στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση και ό­χι συ­μπτω­μα­τι­κή έ­ξο­δο, έ­ναν ρό­λο του κλα­σι­κού ρε­περ­το­ρίου, τον Ιωάν­νη Γα­βριήλ Μπόρ­κμαν του Ίψεν. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, δεν α­νε­βαί­νει α­κέ­ραιο το έρ­γο, πα­ρά μό­νο η τε­λευ­ταία σκη­νή “στη χιο­νι­σμέ­νη ε­ξο­χή” ως μέ­ρος μιας πα­ρά­στα­σης, που, α­ντι­γρά­φο­ντας την τρέ­χου­σα μό­δα του ποτ­που­ρί, α­πο­τε­λεί­ται α­πό τέσ­σε­ρις πα­ρό­μοιες σκη­νές δια­φο­ρε­τι­κών έρ­γων. Ο πρώ­τος Μπόρ­κμαν του ελ­λη­νι­κού θεά­τρου εί­ναι ο Αι­μί­λιος Βεά­κης, στου ο­ποίου τη Σχο­λή φοί­τη­σε ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­νώ δεν προσ­διο­ρί­ζει την ι­διω­τι­κή α­θη­ναϊκή Σχο­λή, που πα­ρα­κο­λού­θη­σε ο ή­ρωάς του. Το 1998 α­νε­βαί­νει η πα­ρά­στα­ση στο μυ­θι­στό­ρη­μα και τη σκη­νο­θε­σία την α­να­λαμ­βά­νει ο πρω­τα­γω­νι­στής, α­κο­λου­θώ­ντας το πα­ρά­δειγ­μα του Αλέ­ξη Μι­νω­τή, του δεύ­τε­ρου με­γά­λου στον ι­ψε­νι­κό ρό­λο, κα­τά το ε­πε­τεια­κό α­νέ­βα­σμα του 1976 για τα ο­γδο­ντά­χρο­να α­πό τη συγ­γρα­φή του έρ­γου. 

Ως η­θο­ποιοί...

Αυ­τά ως πα­ρελ­κό­με­να της α­νά­γνω­σης, α­φού, συ­μπτω­μα­τι­κά, η έκ­δο­ση γί­νε­ται 80 χρό­νια με­τά το πρώ­το ελ­λη­νι­κό α­νέ­βα­σμα του έρ­γου και ε­νώ ε­πί­κει­ται ε­πε­τεια­κό α­νέ­βα­σμα, με Μπόρ­κμαν έ­ναν ο­μή­λι­κο του ή­ρωα η­θο­ποιό, τον Γιώρ­γο Κι­μού­λη. Αυ­τός, πα­ρό­τι το ί­διο φι­λό­δο­ξος με τον ή­ρωα, δεν α­πο­τολ­μά να συ­γκρι­θεί σκη­νο­θε­τι­κά με τους πρώ­τους δι­δά­ξα­ντες. Εμπι­στεύε­ται ως κα­θο­δη­γη­τή στο χτί­σι­μο του ρό­λου τον Στα­μά­τη Φα­σου­λή. Όσο α­φο­ρά το θέ­μα της γλώσ­σας, στο μυ­θι­στό­ρη­μα, ο ή­ρωας αρ­θρώ­νει τον ι­ψε­νι­κό λό­γο στα ελ­λη­νι­κά του Παύ­λου Μά­τε­σι, που εί­χε ε­πι­λέ­ξει ο Μι­νω­τής, ενώ η με­τά­φρα­ση της πρώ­της πα­ρά­στα­σης ήταν του με­γα­λύ­τε­ρου α­δελ­φού του τό­τε σκη­νο­θέ­τη Φώ­του Πο­λί­τη, του Γιώρ­γου. Ο Κι­μού­λης προ­τί­μη­σε μια νέα με­τά­φρα­ση α­πό τον σκη­νο­θέ­τη του α­ντί ε­νός φό­ρου τι­μής στον πρό­σφα­τα α­πο­θα­νό­ντα (20.1.2013) Μά­τε­σι, συ­μπτω­μα­τι­κά στα 80 του.
Ως η­θο­ποιοί ξε­κί­νη­σαν οι Μά­τε­σις και Χατ­ζη­γιαν­νί­δης, αλ­λά αμ­φό­τε­ροι ε­γκα­τέ­λει­ψαν γρή­γο­ρα τη σκη­νή. Κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας ο πρώ­τος και με­τά μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, α­ντι­στρό­φως, ο δεύ­τε­ρος, πρώ­τα μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και με­τά, ε­ναλ­λάξ και θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Όπως και να έ­χει, ο Μά­τε­σις δεν πρό­λα­βε να γρά­ψει μυ­θι­στό­ρη­μα για το χώ­ρο του θεά­τρου ού­τε να πλά­σει τον χα­ρα­κτή­ρα ε­νός η­θο­ποιού. Ο λί­γο νεό­τε­ρός του Μά­νος Ελευ­θε­ρίου, ποιη­τής και λά­τρης του θεά­τρου, έ­γρα­ψε δυο, αλ­λά δε­σμευό­με­νος α­πό τους χα­ρα­κτή­ρες των η­θο­ποιών στους ο­ποίους α­να­φε­ρό­ταν, την Ευαγ­γε­λία Πα­ρα­σκευο­πού­λου και την Ελέ­νη Πα­πα­δά­κη, που ή­ταν η πρώ­τη Έλλα δί­πλα στον Βεά­κη, “η μοι­ραία γυ­ναί­κα” στη ζωή του Μπόρ­κμαν, α­ντί­ζη­λος της κυ­ρίας Γκούν­χιλ­ντ Μπόρ­κμαν, που έ­παι­ζε η Κα­τί­να Πα­ξι­νού. Κά­πως έ­τσι έ­λα­χε στον Χατ­ζη­γιαν­νί­δη να γρά­ψει το θε­α­τρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα και να πλά­σει το χα­ρα­κτή­ρα ε­νός η­θο­ποιού. Μέ­σα α­πό την ι­διό­μορ­φη ψυ­χο­σύ­στα­ση του ή­ρωά του, κα­τόρ­θω­σε να δεί­ξει την α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στο ‘‘Ηθο­ποιός ση­μαί­νει φως’’, και στο ‘‘Ηθο­ποιός, ό,τι κι αν πεις/ εί­ναι κα­η­μός πο­λύ πι­κρός/ και στε­ναγ­μός πο­λύ βα­θύς’’, για να θυ­μη­θού­με και τους στί­χους του Χατ­ζι­δά­κι, ό­πως εί­χαν α­κου­στεί προ γεν­νή­σεως του συγ­γρα­φέα, Ιούν. 1962, α­πό τη βρα­χνή φω­νή του Χορν, που α­πο­χαι­ρέ­τη­σε το θέ­α­τρο με τον ι­ψε­νι­κό Αρχι­μά­στο­ρα Σόλ­νες, πριν 30 χρό­νια. 

Πε­ρί υ­στε­ρο­φη­μίας

Ήδη, ο τίτ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χατ­ζη­γιαν­νί­δη κά­νει νύ­ξη στον προ­βλη­μα­τι­σμό, που θα μπο­ρού­σε να γεν­νή­σει έ­ναν πα­ρό­μοιο ή­ρωα. Πό­σοι άν­θρω­ποι ευ­τυ­χούν να πε­ρά­σουν στην Ιστο­ρία; Το μέ­γα πλή­θος, με­ρι­κά χρό­νια με­τά θά­να­το, δια­γρά­φε­ται α­πό κά­θε μορ­φής μνή­μη. Λι­γο­στοί εί­ναι ε­κεί­νοι που α­φή­νουν έ­να ί­χνος, μια α­να­φο­ρά δυο τριών σει­ρών, συ­χνό­τε­ρα με­ρι­κών λέ­ξεων. Κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ροι α­φή­νουν “το ε­λά­χι­στο ί­χνος” του ο­νό­μα­τός τους. Ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση συ­νι­στούν οι άν­θρω­ποι των γραμ­μά­των και των τε­χνών. Οι τα­λα­ντού­χοι προ­βάλ­λο­νται εν ζωή, με ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη μια κά­ποια υ­στε­ρο­φη­μία. Ενώ, οι α­τά­λα­ντοι μέ­νουν ε­σα­εί στη θέ­ση του κο­μπάρ­σου, ε­κτός κι αν δια­θέ­τουν μέ­σο για την α­νέ­λι­ξή τους, ό­πως ο ή­ρωας σε κά­ποια φά­ση της ζωής του, χά­ρις στο ο­ποίο α­πέ­κτη­σε δι­κό του θέ­α­τρο, ό­που και μπο­ρού­σε να ε­πι­λέ­ξει για τον ε­αυ­τό του έ­ναν ρό­λο σαν του Μπόρ­κμαν. Με­τά θά­να­το πά­ντως οι κο­μπάρ­σοι δια­γρά­φο­νται μα­ζί με τους λοι­πούς α­σή­μα­ντους, ε­κτός κι αν συμ­βεί κά­τι το ε­ξαι­ρε­τι­κό, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση της Γουέ­μπστερ ή και του ή­ρωα, που ε­ξα­γό­ρα­σε το ε­λά­χι­στο της δό­ξας με τον ι­διό­τυ­πο τρό­πο του αυ­το­χει­ρια­σμού του.         
Όλοι, ό­μως, οι άν­θρω­ποι δεν α­ξιο­λο­γούν στον ί­διο βαθ­μό τη δό­ξα, ού­τε νοιά­ζο­νται για την υ­στε­ρο­φη­μία τους. Υπάρ­χουν οι ευ­τυ­χείς, που αι­σθά­νο­νται αρ­κού­ντως αυ­τάρ­κεις, ώ­στε να ευ­δαι­μο­νούν και χω­ρίς τον έ­παι­νο του Άλλου. Αυ­τό εί­ναι θέ­μα χα­ρα­κτή­ρα και των συν­θη­κών υ­πό τις ο­ποίες δια­πλά­στη­κε η προ­σω­πι­κό­τη­τα κά­ποιου. Τα λε­γό­με­να σύν­δρο­μα α­πόρ­ρι­ψης και α­πο­κλει­σμού εί­ναι ε­κεί­να που δη­μιουρ­γούν α­δή­ρι­τη α­νά­γκη για διά­κρι­ση. Δεν εν­δια­φέ­ρει σε ποιον το­μέα, αρ­κεί να γί­νο­νται το ε­πί­κε­ντρο της προ­σο­χής. “Όταν γρά­φουν για σέ­να, έ­στω και αρ­νη­τι­κά, ση­μαί­νει πως εί­σαι κά­ποιος”, σκέ­φτε­ται ο ή­ρωας την ε­πο­χή που εί­ναι θια­σάρ­χης και α­πο­λαμ­βά­νει την κο­λα­κεία “των α­πο­κά­τω”, ε­νώ δι­καιο­λο­γεί την τυ­χόν πε­ρι­φρο­νη­τι­κή στά­ση “των α­πο­πά­νω”, κα­θώς έ­χει πια α­πο­δε­χθεί “την κλί­μα­κα ε­ξου­σίας” ως ι­σχυ­ρό­τε­ρη της α­ξιο­κρα­τι­κής. Σε αυ­τήν την πραγ­μα­τί­στι­κη α­ντί­λη­ψη έ­χει κα­τα­λή­ξει, α­φού κα­τέ­βα­λε πο­λυε­τείς και ε­πί­μο­νες προ­σπά­θειες να δια­πρέ­ψει σε κά­τι, ο­τι­δή­πο­τε, α­πό τη μου­σι­κή μέ­χρι το θέ­α­τρο και α­πό το πιά­νο μέ­χρι τη σκη­νο­θε­σία, για να α­να­κα­λύ­ψει τε­λι­κά ό­τι μπο­ρεί σε ό,τι κα­τα­πια­στεί να έ­χει μια ι­κα­νο­ποιη­τι­κή α­πό­δο­ση, αλ­λά σε κα­νέ­ναν το­μέα δεν θα έ­χει “την αύ­ρα του χα­ρι­σμα­τι­κού”. 

Τα­λα­ντού­χος - α­τά­λα­ντος

Στο θε­α­τρι­κό μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο συγ­γρα­φέ­ας ζω­ντα­νεύει μια τά­ξη Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής και στη συ­νέ­χεια, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον ή­ρωά του, σκια­γρα­φεί την α­τμό­σφαι­ρα στο ε­λεύ­θε­ρο θέ­α­τρο, τις α­ντι­ζη­λίες, το ρό­λο της κρι­τι­κής και τον κα­θο­ρι­στι­κό ε­νός χο­ρη­γού. Με τη βοή­θεια του πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή που υιο­θε­τεί και τους δια­λό­γους, προ­σεγ­γί­ζει την έν­νοια του τα­λέ­ντου και το με­τέω­ρο ε­ρώ­τη­μα, “πά­θος για σκλη­ρή δου­λειά” ή προί­κι­σμα της φύ­σης. Μέ­σα α­πό την πλο­κή, ει­σχω­ρεί βα­θύ­τε­ρα α­πό αυ­τό το μα­νι­χαϊστι­κό ε­ρώ­τη­μα. “Όταν το μυα­λό δου­λεύει υ­περ­βο­λι­κά”, το σώ­μα δεν λύ­νε­ται. Και α­κό­μη βα­θύ­τε­ρα, “στο ε­σώ­τε­ρο ε­κεί­νο μά­τι που κρί­νει και α­να­λύει”, στη συ­μπαι­γνία του υ­πε­ρε­γώ των γο­νεϊκών ε­πι­τα­γών και το ερ­πε­τι­κό κομ­μά­τι του ε­γκε­φά­λου, που ε­λέγ­χει το αυ­τό­νο­μο νευ­ρι­κό σύ­στη­μα και το ο­ποίο έ­νας α­σκη­μέ­νος η­θο­ποιός ε­νερ­γο­ποιεί για να φθά­σει την ε­σω­τε­ρι­κή πει­θαρ­χία στο έ­σχα­το ση­μείο ε­λέγ­χου, ε­κεί­νο της πα­ρέμ­βα­σης στη λει­τουρ­γία του καρ­δια­κού μυ.
Στο θε­α­τρι­κό μέ­ρος, ε­κτός α­πό το δί­πο­λο τα­λα­ντού­χου α­τά­λα­ντου η­θο­ποιού και τον κα­θη­γη­τή υ­πο­κρι­τι­κής, έ­ναν “κο­ντο­στού­πι­κο βε­τε­ρά­νο του Εθνι­κού Θεά­τρου”, δια­κρί­νε­ται σε ρό­λο κλει­δί έ­νας α­κό­μη ή­ρωας, ο γραμ­μα­τέ­ας της Σχο­λής. Πρό­κει­ται για έ­ναν α­ντι­συμ­βα­τι­κό τύ­πο, α­πο­τυ­χη­μέ­νο η­θο­ποιό, που α­να­πτύσ­σει εν­δια­φέ­ρου­σες α­πό­ψεις γύ­ρω α­πό το θέ­α­τρο και τη σχέ­ση η­θο­ποιού και κοι­νού. Με αυ­τόν α­νοί­γει και με αυ­τόν κλεί­νει το βι­βλίο. Υπάρ­χουν, ω­στό­σο, κά­ποιες α­ντι­φά­σεις α­νά­με­σα σε ό­σα λέ­γο­νται γι’ αυ­τόν, ό­πως ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός “α­γα­θός γί­γας”, και την προ­σω­πι­κό­τη­τα που δεί­χνουν τα λό­για και οι πρά­ξεις του. Σύμ­φω­να με το μό­το του βι­βλίου, ό­λοι οι ή­ρωες εί­ναι φα­ντα­στι­κοί, πλην ε­νός, που εί­ναι ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας στο ρό­λο ε­νός νέ­ου η­θο­ποιού. Ση­μα­ντι­κό­τε­ροι, ό­μως, σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πό το γρή­γο­ρο πέ­ρα­σμα που κά­νει αυ­το­προ­σώ­πως ο συγ­γρα­φέ­ας, α­πο­βαί­νουν οι άν­θρω­ποι που στά­θη­καν η μα­γιά στο πλά­σι­μο κά­ποιων η­ρώων.

Η δο­μή

Το πώς δια­πλά­στη­κε έ­νας πα­ρό­μοιος ή­ρωας σκια­γρα­φεί­ται σε έ­να δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου, που ε­κτυ­λίσ­σε­ται ε­κτός θεά­τρου. Αυ­τό το ε­ξω­θε­α­τρι­κό μέ­ρος, που φλερ­τά­ρει με το ρο­μά­ντσο, πι­θα­νώς και να α­πο­δυ­να­μώ­νει την ψυ­χο­γρα­φι­κή διά­στα­ση του θε­α­τρι­κού. Μια πα­ρό­μοια α­δυ­να­μία, ό­μως, εί­ναι α­πό τα συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα της αι­σθη­τι­κής που α­κο­λου­θεί η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή δο­μή. Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το μυ­θι­στό­ρη­μα χω­ρί­ζε­ται σε 39 κε­φά­λαια, κα­τα­νε­μη­μέ­να σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες, ό­που ο τίτ­λος των κε­φα­λαίων της κά­θε ε­νό­τη­τας εί­ναι κοι­νός, συ­νο­δευό­με­νος α­πό αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό και το έ­τος στο ο­ποίο έ­κα­στο ε­στιά­ζει: Πρώ­τη ε­νό­τη­τα, «Τέ­χνες και καλ­λι­τέ­χνες», 10 κε­φά­λαια. Δεύ­τε­ρη, «Φι­λίες και έ­χθρες», 2. Τρί­τη, «Οι­κο­γέ­νειες», 21 (το 22 εί­ναι τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος). Τέ­ταρ­τη, «Έρω­τες και η­δο­νές», 5. Τα δυο πρώ­τα, μα­ζί με το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του ε­πί σκη­νής θα­νά­του και της κη­δείας, συ­νι­στούν το θε­α­τρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Τα δυο άλ­λα, α­να­συ­σταί­νουν τον προ­γε­νέ­στε­ρο βίο του ή­ρωα, μέ­χρι τα 31 του, ο­πό­τε γρά­φτη­κε στη Σχο­λή, κα­θώς και την ε­ρω­τι­κή του ζωή στα υ­πο­λει­πό­με­να δώ­δε­κα χρό­νια μέ­χρι το θά­να­τό του. Τα κε­φά­λαια α­πό τις δια­φο­ρε­τι­κές ε­νό­τη­τες ε­ναλ­λάσ­σο­νται, α­πο­κα­θι­στώ­ντας χα­λα­ρή  μυ­θο­πλα­στι­κή σύν­δε­ση. 
Το βά­θος χρό­νου αυ­τού του σαν ρο­μά­ντσου μέ­ρους δεν εί­ναι το έ­τος γεν­νή­σεως του ή­ρωα αλ­λά η δε­κα­ε­τία του ’20 και η Κα­το­χή, κα­θώς βα­ραί­νουν τα πά­θη των προ­σώ­πων που συ­νέ­βα­λαν στην κα­κή μοί­ρα του, μια και εί­χε τη δι­πλή α­τυ­χία να εί­ναι και νό­θο και κλεμ­μέ­νο παι­δί. Κα­μιά, ό­μως, σχέ­ση με το εύ­ρη­μα της α­νταλ­λα­γής βρε­φών που α­πα­ντά­ται σε ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και σί­ριαλ. Η ι­στο­ρία του ή­ρωα θυ­μί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο «Το κλεμ­μέ­νο παι­δί» του Κηθ Ντό­να­χιου, κα­θώς στην αλ­λα­γή γο­νιών α­να­κα­τώ­νο­νται δυ­νά­μεις του κα­κού. Στο πα­ρα­μύ­θι του Ντό­να­χιου, έ­να φυ­σιο­λο­γι­κό παι­δί παίρ­νει τη θέ­ση ε­νός ξω­τι­κού, ε­δώ, ε­νός χω­λού παι­διού, γέν­νη­μα ε­νός ζευ­γα­ριού, που κα­τέ­φυ­γε σε μαγ­γα­νείες για να τε­κνο­ποιή­σει. Πα­λαιό­τε­ρα πί­στευαν πως τα σα­τα­νι­κά τε­χνά­σμα­τα τι­μω­ρού­νται με τη γέν­να άρ­ρω­στων παι­διών. Μια πα­ρό­μοια διή­γη­ση, το­πο­θε­τη­μέ­νη στα τέ­λη του 19ου αιώ­να, υ­πάρ­χει στο «Ημε­ρο­λό­γιο 1836-2011» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Η α­φή­γη­ση υ­πο­βάλ­λει την αί­σθη­ση, ό­τι τον πα­τέ­ρα του χω­λού παι­διού, που με το βρέ­φος α­γκα­λιά, α­να­ζη­τεί στη νυ­χτε­ρι­νή Αθή­να τον Καιά­δα για να α­παλ­λα­γεί, τον ο­δη­γούν υ­περ­φυ­σι­κές δυ­νά­μεις μέ­χρι την κού­νια του νό­θου, ό­που προ­τι­μά, α­ντί της σχε­δια­ζό­με­νης εν­δο­μύ­χως θα­νά­τω­σης την κλο­πή. 
Εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σα η με­τα­μο­ντερ­νί­στι­κη ε­πί­νοια με την ο­ποία υ­πο­νο­μεύο­νται οι η­θο­γρα­φι­κές συμ­βά­σεις. Το νό­θο εί­ναι παι­δί γιου βιο­μη­χά­νου με την τρο­φό του. Δεν πρό­κει­ται, ό­μως, για έ­να με­λο­δρα­μα­τι­κό σμί­ξι­μο, αλ­λά για το βίαιο ξε­παρ­θέ­νε­μα του έ­φη­βου α­πό την ι­κα­ριώ­τισ­σα πα­ρα­μά­να, που παίρ­νει εκ­δί­κη­ση για ό­σα δει­νά έ­χει τρα­βή­ξει α­πό το κα­κο­μα­θη­μέ­νο πλου­σιό­παι­δο. Δυ­να­μι­κός χα­ρα­κτή­ρας η νη­σιώ­τισ­σα, ό­πως και ο πα­τέ­ρας του χω­λού παι­διού, που πλη­ρώ­νει τις α­μαρ­τίες του. Στα κε­φά­λαια που ε­στιά­ζουν στα δει­νά του πα­τέ­ρα, πε­ρι­γρά­φο­νται η πα­γα­νι­στι­κή σχέ­ση που α­να­πτύσ­σει με τη φύ­ση, το νο­ε­ρό κα­νό­νι­σμα των λο­γα­ρια­σμών του με το Θεό και τα ε­νύ­πνια του πει­ρα­σμού που τον τα­ράσ­σουν. Αντί, ό­μως, για α­σκη­τι­κή ζωή, αυ­το­τι­μω­ρεί­ται νυμ­φευό­με­νος μια πόρ­νη. Ένας άλ­λος χα­ρα­κτή­ρας με με­τα­φυ­σι­κή αύ­ρα εί­ναι ε­κεί­νος της γυ­ναί­κας, που βοή­θη­σε με τις σο­λο­μω­νι­κές της το ά­τε­κνο ζευ­γά­ρι στην α­πό­κτη­ση παι­διού. Μια, μέ­χρι τέ­λους του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, μυ­στη­ριώ­δης γυ­ναί­κα, που ό­λοι την θεω­ρούν μά­γισ­σα και κά­που συγ­γε­νεύει με τις σκο­τει­νές η­ρωί­δες της Ζυ­ράν­νας Ζα­τέ­λη. Αντι­στρέ­φο­ντας τα η­θο­γρα­φι­κά πρό­τυ­πα, η μά­γισ­σα εί­ναι μια γο­η­τευ­τι­κή γυ­ναί­κα, ε­νώ η α­γα­πη­μέ­νη του ή­ρωα τέ­ρας δυ­σμορ­φίας. Η έλ­ξη, που του α­σκεί, θα μπο­ρού­σε να ερ­μη­νευ­θεί φροϋδι­κά με βά­ση την α­να­σφά­λεια του ή­ρωα, που έ­χει α­νά­γκη τον θαυ­μα­σμό των άλ­λων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, ε­πι­μέ­νει στην ο­μορ­φιά της α­σχή­μιας, ό­πως την α­να­δει­κνύει ο Ου­μπέρ­το Έκο στη με­λέ­τη του, σαν τη γο­η­τεία που α­σκεί η πα­ρα­βία­ση κά­θε κλα­σι­κού κα­νό­να συμ­με­τρίας. 
Ως το πιο εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο του και­νού­ριου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χατ­ζη­γιαν­νί­δη μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ο α­ντι­κα­το­πτρι­σμός της τέ­χνης του η­θο­ποιού στη λο­γο­τε­χνία. Ο συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει α­φη­γη­μα­τι­κά τον χα­ρα­κτή­ρα ε­νός η­θο­ποιού, δί­νο­ντας έμ­φα­ση στη φι­λο­δο­ξία του ή­ρωά του να χτί­σει έ­ναν θε­α­τρι­κό ρό­λο. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/9/2013.

Από το κόμικς στο διήγημα

Τάκης Γιαννούσας,
«Ο Γερμανός».
















Γιάννης Παλαβός
«Αστείο»
Εκδόσεις Νεφέλη
Απρίλιος 2012
  
Ο Γιάν­νης Πα­λα­βός α­πο­τε­λεί μια εν­δια­φέ­ρου­σα πε­ρί­πτω­ση της νεό­τε­ρης σή­με­ρα ο­μά­δας συγ­γρα­φέων, εν­δει­κτι­κή, ως έ­να βαθ­μό, των και­νού­ριων τά­σεων. Κα­τ’ αρ­χήν, πα­ρά το νε­α­ρό της η­λι­κίας του, εί­ναι πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος. Ίσως, ορ­θό­τε­ρα, λό­γω του νε­α­ρού της η­λι­κίας του, κα­θώς, τε­λευ­ταία, έ­χουν πλη­θύ­νει α­νά την ε­πι­κρά­τεια τα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία για νέ­ους. Ακό­μη και βρα­βεία, που οι κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές α­πέ­νει­μαν σε πρε­σβύ­τε­ρους συγ­γρα­φείς, στο ση­μείο να λέ­γε­ται ό­τι α­κο­λου­θούν α­τύ­πως ε­πε­τη­ρί­δα αρ­χαιό­τη­τας, άρ­χι­σαν να δί­νο­νται σε νεό­τε­ρους. 
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, ο Πα­λα­βός έ­κα­νε την πρώ­τη του συγ­γρα­φι­κή εμ­φά­νι­ση το 2005, συμ­με­τέ­χο­ντας σε δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος για νέ­ους συγ­γρα­φείς του Βρε­τα­νι­κού Συμ­βου­λίου, που εί­χε πραγ­μα­το­ποιη­θεί σε συ­νερ­γα­σία με τις εκ­δό­σεις Πε­ρί­πλους, οι ο­ποίες και ε­ξέ­δω­σαν το ε­πό­με­νο έ­τος σε βι­βλίο τις 19 κα­λύ­τε­ρες ι­στο­ρίες ε­πί συ­νό­λου 197. Η τρι­με­λής ε­πι­τρο­πή, στην ο­ποία συμ­με­τεί­χε ως πε­ζο­γρά­φος ο Χρή­στος Χω­με­νί­δης, του εί­χε α­πο­νεί­μει το πρώ­το βρα­βείο. Η ε­πι­τυ­χία ε­πα­να­λή­φθη­κε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με την πρω­τιά στον 2ο πα­νελ­λή­νιο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος του 2007, που εί­χε διορ­γα­νώ­σει το free press πε­ριο­δι­κό της Άρτας σε συ­νερ­γα­σία με τις εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο και την υ­πο­στή­ρι­ξη του Ε.ΚΕ.ΒΙ. Αυ­τήν τη φο­ρά, στην πε­ντα­με­λή κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή συμ­με­τεί­χαν οι πε­ζο­γρά­φοι Βαγ­γέ­λης Ρα­πτό­που­λος και Κώ­στας Κα­τσου­λά­ρης. Το ί­διο έ­τος, με την έκ­δο­ση του πρώ­του βι­βλίου του, ήρ­θε και μια τρί­τη διά­κρι­ση. Η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, «Αλη­θι­νή α­γά­πη και άλ­λες ι­στο­ρίες», συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε στον βρα­χύ κα­τά­λο­γο του Βρα­βείου πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα του πε­ριο­δι­κού «Δια­βά­ζω». Εκεί­νο το έ­τος, το Βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου δό­θη­κε στην ποιή­τρια Κα­τε­ρί­να Ηλιο­πού­λου. Η με­γά­λη, ό­μως, διά­κρι­ση προέ­κυ­ψε πέ­ντε χρό­νια με­τά, με την έκ­δο­ση της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής του. Το «Αστείο» ε­πι­λέ­χθη­κε για το Βρα­βείο διη­γή­μα­τος του η­λεκ­τρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού «Ανα­γνώ­στης».

Βρα­βεία 

Να θυ­μί­σου­με ό­τι τα νεό­τευ­κτα Βρα­βεία του «Ανα­γνώ­στη» δεν α­πο­τε­λούν συ­νέ­χεια του Βρα­βείου Ανα­γνω­στών, ό­πως θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να υ­πο­θέ­σει, πα­ρα­συ­ρό­με­νος α­πό τον τίτ­λο τους, αλ­λά των Βρα­βείων του πε­ριο­δι­κού «Δια­βά­ζω», που α­νέ­κο­ψε την κυ­κλο­φο­ρία του τον Ιού­νιο του 2012, με­τά την α­πο­νο­μή των Βρα­βείων για τις εκ­δό­σεις του 2011. Μια πρω­το­τυ­πία αυ­τών των πρώ­των βρα­βεύ­σεων του η­λεκ­τρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού στά­θη­κε ο πα­ρα­με­ρι­σμός των εκ­δο­τι­κών οί­κων, που έ­χουν τις με­γά­λες με­ρί­δες της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Τα πέ­ντε βρα­βεία που α­πο­νε­μή­θη­καν μοι­ρά­στη­καν σε τρεις εκ­δό­τες, με μι­κρό α­ριθ­μό ε­τη­σίως βι­βλίων ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας: α­πό δυο οι εκ­δό­σεις Πό­λις και Νε­φέ­λη, έ­να οι εκ­δό­σεις Κί­χλη. 
Μια δεύ­τε­ρη πρω­το­τυ­πία ή­ταν η ε­πι­λο­γή ε­νός νεό­τε­ρου για το Βρα­βείο διη­γή­μα­τος. Το 2012, ο Πα­λα­βός ή­ταν 32 ε­τών και εί­ναι ο νεό­τε­ρος που τι­μά­ται με αυ­τό το βρα­βείο, το ο­ποίο, ως συ­νέ­χεια του α­ντί­στοι­χου βρα­βείου του «Δια­βά­ζω», θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ι­στο­ρι­κό. Από το 1995, που ξε­κί­νη­σαν τα βρα­βεία του «Δια­βά­ζω», το Βρα­βείο διη­γή­μα­τος, α­κο­λου­θώ­ντας την πρα­κτι­κή του α­ντί­στοι­χου Κρα­τι­κού Βρα­βείου, α­πο­νε­μό­ταν σε συγ­γρα­φείς με πο­λυε­τή πο­ρεία στο χώ­ρο του διη­γή­μα­τος. Το πρώ­το, του 1995, δό­θη­κε στον Η.Χ.Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λο, που τι­μή­θη­κε για δεύ­τε­ρη φο­ρά το  2010. Δυο φο­ρές α­πο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο και στον Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Την πρώ­τη φο­ρά, το 1998, ε­κεί­νος ή­ταν 43 ε­τών, πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος το 1987. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, το 2007, δό­θη­κε στην 36χρο­νη τό­τε Λέ­να Κι­τσο­πού­λου.
Γε­νι­κό­τε­ρα, τα βρα­βεία πε­ζο­γρα­φίας του «Δια­βά­ζω» α­πο­νέ­μο­νταν σε συγ­γρα­φείς  με­γα­λύ­τε­ρης η­λι­κίας, α­κό­μη και το Βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου. Πα­ρά­δειγ­μα, η φε­τι­νή βρα­βευ­μέ­νη με το Βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του «Ανα­γνώ­στη» Νί­κη Ανα­στα­σέα, που, το 1998, πα­τη­μέ­να τα πε­νή­ντα, εί­χε πά­ρει το Βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου. Ήταν η τρί­τη χρο­νιά του εν λό­γω Βρα­βείου, την πρώ­τη δεν εί­χε α­πο­νε­μη­θεί και τη δεύ­τε­ρη εί­χε τι­μη­θεί ο ο­μή­λι­κός της Τά­σος Χατ­ζη­τά­τσης. Και έ­τσι συ­νέ­χι­σαν. Αυ­τά για το ι­στο­ρι­κό του θε­σμού. Για­τί, κα­τά τα άλ­λα, τό­σο το ε­κτό­πι­σμα του εκ­δό­τη ό­σο και η η­λι­κία του συγ­γρα­φέα συ­νι­στούν ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια.           
Όσο α­φο­ρά τα ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια, να ση­μειώ­σου­με ό­τι τα και­νού­ρια Βρα­βεία του «Ανα­γνώ­στη» κοι­νο­ποίη­σαν βρα­χείς κα­τα­λό­γους α­πό τους ο­ποίους έ­γι­νε η τε­λι­κή ε­πι­λο­γή. Αυ­τή η τα­κτι­κή των δυο γύ­ρων κα­τά το αγ­γλο­α­με­ρι­κα­νι­κό πρό­τυ­πο, που υιο­θε­τή­θη­κε τα τε­λευ­ταία χρό­νια α­πό τις γη­γε­νείς βρα­βεύ­σεις, έ­χει θε­σπι­στεί με το σκε­πτι­κό να προω­θού­νται πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­βλία. Οπό­τε, ό­πως εί­ναι γνω­στό, πα­ρεμ­βαί­νουν αλ­λό­τριοι πα­ρά­γο­ντες σχε­τι­κοί με την α­γο­ρα­στι­κή εμ­βέ­λεια ε­νός βι­βλίου. Η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή των Βρα­βείων του «Ανα­γνώ­στη» πρω­το­τύ­πη­σε και στην κα­τάρ­τι­ση του βρα­χέ­ος κα­τα­λό­γου του Βρα­βείου διη­γή­μα­τος. Στη δε­κά­δα α­πό την ο­ποία ε­πε­λέ­γη ο Πα­λα­βός, υ­πήρ­χαν και δυο νεό­τε­ροί του (Δ. Πα­πα­μάρ­κος, Β. Πέ­τσα), ε­νώ, στους δέ­κα υ­πο­ψη­φίους, οι μι­σοί θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λούν προ­τά­σεις για το Βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, αν δεν εί­χαν ή­δη εκ­δώ­σει μια πρώ­τη συλ­λο­γή. Αντι­θέ­τως, φαί­νε­ται σαν να έ­χουν ε­ξαι­ρε­θεί οι συγ­γρα­φείς μέ­σης και με­γα­λύ­τε­ρης η­λι­κίας. Αν, ό­μως, οι βρα­χείς κα­τά­λο­γοι δεν έ­χουν μό­νο α­γο­ρα­στι­κή σκο­πι­μό­τη­τα αλ­λά ε­πι­ζη­τούν να δώ­σουν και ει­κό­να της λο­γο­τε­χνι­κής σκη­νής, τό­τε αυ­τή κα­τα­λή­γει ελ­λι­πής ό­ταν α­που­σιά­ζουν οι συλ­λο­γές διη­γη­μά­των των Δ. Νόλ­λα, Γ. Για­τρο­μα­νω­λά­κη, Δ. Πε­τσε­τί­δη, Σ. Δη­μη­τρίου.

Τό­πο στα νιά­τα

Στην προώ­θη­ση των νέων, γε­νι­κό­τε­ρα, σε ό­λα τα Βρα­βεία, φαί­νε­ται ό­τι λει­τούρ­γη­σε κα­θο­ρι­στι­κά η πο­λι­τι­κή που θέ­λη­σε να ε­φαρ­μό­σει ο προ­η­γού­με­νος Υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού, Παύ­λος Γε­ρου­λά­νος, και η ο­ποία θα μπο­ρού­σε να συ­νο­ψι­σθεί με το σύν­θη­μα, ‘‘Τό­πο στα νιά­τα’’. Σε α­ντα­πό­κρι­ση, μά­λι­στα, προς το κέ­λευ­σμα του Υπουρ­γού, το 2011, το Ε.ΚΕ.ΒΙ. διορ­γά­νω­σε το 1ο Φε­στι­βάλ Νέων Λο­γο­τε­χνών, με τίτ­λο, «Κό­μι­κς και Λο­γο­τε­χνία». Πρώ­το και μάλ­λον μο­να­δι­κό, α­φού οι δυο ορ­γα­νω­τι­κές Αρχές υ­πο­λει­τουρ­γούν. Ο Πα­λα­βός, πά­ντως, συμ­με­τεί­χε στο Φε­στι­βάλ με την α­νά­γνω­ση ε­νός διη­γή­μα­τος της κα­τό­πιν βρα­βευ­μέ­νης συλ­λο­γής του. Κα­θώς, μά­λι­στα, το 2011 εί­χε γρά­ψει το σε­νά­ριο για το πρώ­το του κό­μι­κς, συμ­με­τεί­χε και στη στρογ­γυ­λή τρά­πε­ζα πε­ρί κό­μι­κς. Με άλ­λα λό­για, πα­τού­σε και στις δυο βάρ­κες. Η πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη φαί­νε­ται να προ­βάλ­λει ως ί­διον των νεό­τε­ρων. Ο Πα­λα­βός, ταυ­τό­χρο­να, με την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, έ­γρα­ψε το σε­νά­ριο μι­κρού μή­κους ται­νίας, που συμ­με­τεί­χε στο Φε­στι­βάλ των Καν­νών, το 2008, ό­ταν η συλ­λο­γή του προ­κρι­νό­ταν στον βρα­χύ κα­τά­λο­γο της γη­γε­νούς βρά­βευ­σης.
Η πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη συ­νή­θως συν­δυά­ζε­ται με με­τα­μο­ντερ­νί­στι­κη ε­ξω­στρέ­φεια. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Πα­λα­βός ε­πέ­λε­ξε αρ­χι­κά ως σκη­νι­κό των ι­στο­ριών του την α­με­ρι­κα­νι­κή ε­παρ­χία και με­τά την ελ­λη­νι­κή, που ε­ναλ­λάσ­σει με το α­στι­κό το­πίο. Με την ί­δια ά­νε­ση, α­να­μι­γνύει α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες ξέ­νης και ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας με βιω­μα­τι­κές. Αυ­τή η πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τα ως προς την έ­μπνευ­ση α­φή­νει ευ­διά­κρι­τα ί­χνη στις ι­στο­ρίες του.  Πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τα πα­ρα­κει­με­νι­κά στοι­χεία του βι­βλίου του, που εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­να α­πό την ξέ­νη λο­γο­τε­χνία, την κυ­πρια­κή και τη γε­νέ­τει­ρά του, το Βελ­βε­ντό Κο­ζά­νης. Ως τίτ­λο ε­πι­λέ­γει έ­να ε­πίρ­ρη­μα α­ντί του συ­νη­θέ­στε­ρου που εί­ναι το ου­σια­στι­κό, με ή και χω­ρίς προσ­διο­ρι­στι­κό ε­πί­θε­το. Η δια­φο­ρά θα γί­νει εμ­φα­νέ­στε­ρη κα­τά τη με­τά­φρα­ση του βι­βλίου, λ.χ. στην αγ­γλι­κή, ο­πό­τε ο τίτ­λος θα πρέ­πει να α­πο­δο­θεί ως funny και ό­χι ως the joke. Στο ο­μό­τιτ­λο της συλ­λο­γής διή­γη­μα, ω­στό­σο, θα ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο  το ου­σια­στι­κό, α­φού τί­πο­τα το α­στείο δεν συμ­βαί­νει στη ζωή του ή­ρωα, ε­νώ του α­ρέ­σει να κά­νει α­στεία. Μό­νο που το γνω­στό μυ­θι­στό­ρη­μα του Μί­λαν Κού­ντε­ρα δεν ά­φη­νε πε­ρι­θώ­ρια ε­πι­λο­γής. Εκτός του τίτ­λου, εκ­πλήσ­σει και το μό­το του βι­βλίου, που εί­ναι έ­να δί­στι­χο του κύ­πριου ποιη­τή Κώ­στα Μό­ντη, με τίτ­λο «Ζωή»: “Κα­θί­στε ή­ρε­μα στο τρα­πε­ζά­κι της / και πα­ραγ­γεί­λε­τε έ­να βα­ρύ­γλυ­κο”. Υπάρ­χει και έ­να άλ­λο δί­στι­χο του Μό­ντη, με τον ί­διο τίτ­λο, που θα ταί­ρια­ζε στους κα­κο­πα­θη­μέ­νους ή­ρωες  του Πα­λα­βού: “Δεν τη νοιά­ζει αν μας δυ­σα­ρε­στεί /Ξέ­ρει πως δεν θα ξα­να­συ­να­ντη­θού­με”. Τέ­λος, ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τόρ­θω­σε να έρ­θει στην ε­πι­και­ρό­τη­τα και με την ε­πι­λο­γή της ει­κό­νας του ε­ξω­φύλ­λου. Εί­ναι έρ­γο του συ­ντο­πί­τη του Τά­κη Γιαν­νού­σα, με τίτ­λο, «Ο Γερ­μα­νός», που ε­κτέ­θη­κε ε­φέ­τος στην πα­ρι­σι­νή έκ­θε­ση ελ­λη­νι­κής τέ­χνης, «Hell as Pavillon». Χά­ρις στο ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου, βρέ­θη­κε ο ά­γνω­στος λαϊκός ζω­γρά­φος δί­πλα σε Εγγο­νό­που­λο, Εμπει­ρί­κο, Πε­ντζί­κη, Ακρι­θά­κη.         
Οι τίτ­λοι των 17 διη­γη­μά­των της συλ­λο­γής δεν εί­ναι πρω­τό­τυ­ποι. Με μια ή δυο λέ­ξεις, σε δυο πε­ρι­πτώ­σεις πε­ρι­φρα­στι­κά, ση­μα­το­δο­τούν το κο­ρυ­φαίο γε­γο­νός ή πρό­σω­πο της ι­στο­ρίας. Απου­σιά­ζουν οι α­φιε­ρώ­σεις, ε­νώ υ­πάρ­χουν μό­νο τρία μό­το α­πό Πα­πα­δια­μά­ντη, Βι­κέ­λα και Φραν­σουά Βι­γιόν, που πρω­τα­γω­νι­στεί σε μια ι­στο­ρία, τη μο­να­δι­κή που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται ε­κτός Ελλά­δος και σε πα­λαιό­τε­ρο αιώ­να και η ο­ποία α­να­συν­θέ­τει το βίο του ποιη­τή με­τά το 1453, που τα ί­χνη του χά­νο­νται. Πέ­ραν του μό­το, α­ντί του Βι­γιόν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και ο τυ­χών άλ­λος σύγ­χρο­νός του. Επτά διη­γή­μα­τα έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί σε πε­ριο­δι­κά. Εδώ, το και­νο­φα­νές εί­ναι η ει­δο­λο­γι­κή ποι­κι­λία των ε­ντύ­πων. Τέσ­σε­ρα δη­μο­σιεύ­τη­καν το 2008, τα δυο σε δυο και­νού­ρια πε­ριο­δι­κά ποι­κί­λης ύ­λης, έ­να η­λεκ­τρο­νι­κό και έ­να έ­ντυ­πο, με κό­μι­κς και ι­στο­ρίες, το διή­γη­μα που βρα­βεύ­τη­κε α­πό το free press πε­ριο­δι­κό της Άρτας φι­λο­ξε­νή­θη­κε σε αυ­τό και ε­κεί­νο που δια­βά­στη­κε στο Φε­στι­βάλ εί­χε προ­η­γου­μέ­νως δη­μο­σιευ­τεί στο «Δέ­ντρο». Τα άλ­λα τρία δη­μο­σιεύ­τη­καν το 2011, σε α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά.
Ο συγ­γρα­φέ­ας μοι­ρά­ζει τις ι­στο­ρίες του στο χω­ριό και την πό­λη, που δεν κα­το­νο­μά­ζο­νται. Σε μια μό­νο, ο­νο­μα­τί­ζε­ται ο γε­νέ­θλιος τό­πος, ε­νώ, σε δυο ι­στο­ρίες της πό­λης, προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­τι πρό­κει­ται για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και την Αθή­να. Σε α­ντί­θε­ση, πά­ντως, με η­λι­κια­κά με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φείς, α­που­σιά­ζει το αί­σθη­μα της νο­σταλ­γίας. Επί­σης, η γλώσ­σα δεν δια­φο­ρο­ποιεί­ται, ού­τε οι νοο­τρο­πίες πα­ραλ­λάσ­σουν. Βα­σι­κή μέ­ρι­μνα του Πα­λα­βού και, ως έ­να βαθ­μό, ο­λό­κλη­ρης της νεό­τε­ρης ο­μά­δας συγ­γρα­φέων εί­ναι να προ­κα­λέ­σουν με το μύ­θο το ξάφ­νια­σμα του α­να­γνώ­στη, συ­χνά συν­δυά­ζο­ντας την έκ­πλη­ξη με την πρό­κλη­ση. Όλες οι ι­στο­ρίες της συλ­λο­γής θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ευ­ρη­μα­τι­κές, αν και ως προς την εκ­με­τάλ­λευ­ση του ευ­ρή­μα­τος δεί­χνουν ά­νι­σες. Το εύ­ρη­μα λει­τουρ­γεί μεν ως κι­νη­τή­ριος μο­χλός, αλ­λά η πε­ραι­τέ­ρω α­νά­πτυ­ξη με­ρι­κές φο­ρές δεν έ­χει την ί­δια πνοή πρω­το­τυ­πίας. 
Ύστε­ρα, έ­να θε­μα­τι­κό εύ­ρη­μα, ι­δίως ό­ταν ε­στιά­ζει σε μια ε­ξαι­ρε­τι­κή κα­τά­στα­ση, α­το­νεί με την ε­πα­νά­λη­ψή του σε δια­φο­ρε­τι­κές ι­στο­ρίες. Πα­ρά­δειγ­μα, το ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρο α­πό τα ευ­ρή­μα­τα, που ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται πα­ραλ­λασ­σό­με­νο σε τέσ­σε­ρις ι­στο­ρίες. Ο Πα­λα­βός κά­νει έ­να ά­νοιγ­μα προς το χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού. Ή, κα­τά μια δια­φο­ρε­τι­κή α­νά­γνω­ση, διευ­ρύ­νει το ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο των ι­στο­ριών του με τις πα­ραι­σθή­σεις ε­νός λι­πό­θυ­μου με­τά α­πό χτύ­πη­μα ή κά­ποιου βα­ριά τραυ­μα­τι­σμέ­νου. Η πιο ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη εί­ναι η α­δη­μο­σίευ­τη ο­μό­τιτ­λη ι­στο­ρία, που δια­θέ­τει ό­χι μό­νο εύ­ρη­μα αλ­λά και τη συ­νε­κτι­κή δο­μή πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας μια τρια­δι­κή ε­ρω­τι­κή σχέ­ση. Στην δεύ­τε­ρη και πα­λαιό­τε­ρη ι­στο­ρία, δη­μο­σιευ­μέ­νη το 2008, ο εγ­γο­νός συ­νο­μι­λεί με τη για­γιά του. Μα­ζί γλί­στρη­σαν στο μπά­νιο,  για ε­κεί­νη το χτύ­πη­μα στά­θη­κε μοι­ραίο, ε­νώ ε­κεί­νος μό­νο λι­πο­θύ­μη­σε και φα­ντα­σιώ­νε­ται τη συ­νο­μι­λία τους. Μια πα­ρό­μοια συ­νο­μι­λία ζώ­ντος και α­πο­θα­νό­ντος στή­νει ο συγ­γρα­φέ­ας και στο κό­μι­κς. Νε­α­ρή κο­πέ­λα η για­γιά, πρώι­μη φε­μι­νί­στρια, κα­πνί­ζο­ντας, εκ­μυ­στη­ρεύε­ται πως, στην Κα­το­χή, ό­ντας πα­ντρε­μέ­νη, πή­γε μ’ έ­ναν Ιτα­λό, ‘‘Ανθυ­πο­λο­χα­γό του Πυ­ρο­βο­λι­κού’’. Και ό­χι μό­νο πή­γε, αλ­λά ή­ταν ‘‘η κα­λύ­τε­ρη στιγ­μή της ζωής της’’. Το γε­γο­νός ό­τι βρή­κε Ιτα­λό στο Βελ­βε­ντό, και ό­χι κα­νέ­να Γερ­μα­νό ή Βούλ­γα­ρο, μπο­ρεί να δεί­χνει α­νι­στό­ρη­το τον εγ­γο­νό, έ­τσι, ό­μως, το εύ­ρη­μα γί­νε­ται προ­κλη­τι­κό­τε­ρο. 

Μπου ντου­νιά...

Στην ε­πό­με­νη ι­στο­ρία με το ί­διο εύ­ρη­μα κι αυ­τή α­πό τη σο­δειά του 2008, ο ή­ρωας, ευ­ρι­σκό­με­νος στην ε­ντα­τι­κή με­τά α­πό αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα, φα­ντα­σιώ­νε­ται ό­τι στην άλ­λη ζωή έ­χει με­τα­μορ­φω­θεί σε συρ­ρα­πτι­κό. Οι πε­ρι­πέ­τειες του συρ­ρα­πτι­κού δεί­χνουν σαν τυ­χαίες ε­πι­νοή­σεις, ό­χι πά­ντο­τε εύ­στο­χες και χω­ρίς συ­νάρ­τη­ση με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη με­τα­μόρ­φω­ση. Η χα­λα­ρή πλο­κή θα ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο σε κό­μικς. Στην τέ­ταρ­τη ι­στο­ρία πα­ρα­κο­λου­θού­με τις πα­ραι­σθή­σεις ε­νός πι­τσι­ρι­κά που πέ­φτει α­πό το πο­δή­λα­το και χτυ­πά­ει. Το παι­δί συ­νο­μι­λεί μ’ έ­ναν ‘‘γου­λια­νό ε­νά­μι­σι μέ­τρο μή­κος’’ που βγή­κε α­πό την πα­ρα­κεί­με­νη τε­χνη­τή λί­μνη Πο­λυ­φύ­του του Αλιάκ­μο­να και α­πο­φθέγ­γε­ται: ‘‘Μπου ντου­νιά τσαρκ φι­λέ­κ’’. Εί­ναι φρά­ση α­πό το πα­πα­δια­μα­ντι­κό διή­γη­μα «Ο ξε­πε­σμέ­νος δερ­βί­σης». Την α­πά­ντη­ση του σα­λε­πτσή στο εν λό­γω διή­γη­μα, ‘‘Ασκ ολ­σουν τσι­βι­ρι­νέ­κ’’, ο Πα­λα­βός την το­πο­θε­τεί ως μό­το στην ι­στο­ρία του. Εκ των ων ουκ ά­νευ, η α­να­φο­ρά στον Πα­πα­δια­μά­ντη, α­φού το διή­γη­μα δη­μο­σιεύ­τη­κε το ε­πε­τεια­κό 2011. Εκεί­νο, που θα μπο­ρού­σε να α­πο­φύ­γει ο συγ­γρα­φέ­ας, εί­ναι ‘‘τον γου­λια­νό κο­ντά στην α­κτή’’, έ­να α­πό τα ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρα διη­γή­μα­τα του Γιώρ­γου Σκα­μπα­μπαρ­δώ­νη. Μπρο­στά του ω­χριά η ε­ξορ­θο­λο­γι­σμέ­νη α­φή­γη­ση του τραυ­μα­τι­σμέ­νου πι­τσι­ρι­κά.
Γε­νι­κό­τε­ρα, τα δά­νεια α­πό την εγ­χώ­ρια πε­ζο­γρα­φία και μά­λι­στα, την πρό­σφα­τη, ό­σο δε­λε­α­στι­κά κι αν εμ­φα­νί­ζο­νται, δεί­χνουν α­πευ­κταία, κα­θώς ε­πι­φέ­ρουν συ­γκρί­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα με ε­πιρ­ρη­μα­τι­κό τίτ­λο, το «Όπι­σθεν», πε­ρι­γρά­φει την πα­λιν­δρό­μη­ση ε­νός 33χρο­νου, πα­ντρε­μέ­νου με μω­ρό, σε μι­κρό­τε­ρες η­λι­κίες, την ε­φη­βι­κή, την παι­δι­κή, μέ­χρι ο­λι­κής ε­ξα­φά­νι­σης, που α­πο­δί­δε­ται α­φη­γη­μα­τι­κά με έ­να κο­μι­κί­στι­κο ‘‘πα­φ’’. Ηθε­λη­μέ­νη η α­πό­συρ­ση, κα­θώς λέει ό­τι αι­σθά­νε­ται ‘‘το μέλ­λον κλει­στό’’, μό­νο που η α­φή­γη­ση δεν κα­τορ­θώ­νει να δεί­ξει αυ­τό το α­διέ­ξο­δο. Το εύ­ρη­μα πα­ρα­πέ­μπει στο διή­γη­μα «Ο Δη­μη­τρά­κης» του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά α­πό τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του «Ζωή χα­ρι­σά­με­νη», ό­που, ό­μως, η ψυ­χο­γρά­φη­ση του ή­ρωα και η σχέ­ση με τη μη­τέ­ρα του προ­ε­τοι­μά­ζουν για τη συμ­βο­λι­κή κα­τά­λη­ξη. Αλλά η ψυ­χο­γρά­φη­ση δεν εί­ναι α­πό τα δυ­να­τά ση­μεία του Πα­λα­βού. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, έ­να άλ­λο διή­γη­μα, το «Λέ­να», ό­που έ­να ε­ρω­τευ­μέ­νο ζεύ­γος πα­ρά λί­γο να χω­ρί­σει, ό­ταν α­πο­κα­λύ­πτε­ται πως ο σύ­ζυ­γος α­πό ε­φη­βι­κής η­λι­κίας εύ­ρι­σκε τη με­γί­στη σε­ξουα­λι­κή ι­κα­νο­ποίη­ση αυ­να­νι­ζό­με­νος με τη φω­το­γρα­φία ε­νός φω­το­μο­ντέ­λου. Ού­τε στα λε­γό­με­να ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα οι σε­ξουα­λι­κές σχέ­σεις και οι τυ­χόν α­πο­κλί­σεις τους δεν πα­ρου­σιά­ζο­νται τό­σο α­πλου­στευ­μέ­νες. Πε­ρισ­σό­τε­ρο πει­στι­κές εί­ναι οι ε­ρω­τι­κές κα­τα­στά­σεις ε­ξάρ­τη­σης και πε­ρι­στα­σια­κού σεξ που πε­ρι­γρά­φο­νται στο διή­γη­μα «Μια α­νά­σα».
Εκτός α­πό τα δά­νεια και τις κρυ­πτο­μνη­σίες, υ­πάρ­χουν και οι ‘‘συ­νο­μι­λίες’’, α­φού οι δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές πα­ρα­μέ­νουν συ­γκε­χυ­μέ­νες. Και πά­λι δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, σε διη­γή­μα­τα πολ­λών συγ­γρα­φέων, ι­δίως πα­λαιό­τε­ρων, στις α­γρο­τι­κές δου­λειές, μια οι­κο­γέ­νεια ή μό­νο η μη­τέ­ρα έ­παιρ­ναν μα­ζί τους το μω­ρό και το ά­φη­ναν πα­ρα­δί­πλα μέ­σα σε αυ­το­σχέ­δια κού­νια. Ο δρα­μα­τι­κός θά­να­τος του βρέ­φους α­πό πει­να­σμέ­να σκυ­λιά στο διή­γη­μα, «Φώ­τα», του Πα­λα­βού θυ­μί­ζει το διή­γη­μα του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη «Η Μα­τσάγ­γος». Σε ε­κεί­νο πρό­κει­ται για κο­πά­δι κα­ρα­κά­ξες, τη δια­φο­ρά ό­μως την κά­νει ο α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος. Οι νεό­τε­ροι σαν να α­δυ­να­τούν με τα λε­ξι­λο­γι­κά και συ­ντα­κτι­κά μέ­σα που δια­θέ­τουν να δη­μιουρ­γή­σουν α­τμό­σφαι­ρα. Χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι δεν τους α­πα­σχο­λεί η μορ­φή. Προ­φα­νώς ό­χι ό­σο η υ­πό­θε­ση και κυ­ρίως ό­χι ως συ­νάρ­τη­ση με το θέ­μα. Πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν ά­σκη­ση. Στη συλ­λο­γή του Πα­λα­βού, σε έ­να διή­γη­μα, το «Τι­μής έ­νε­κεν», ε­πι­λέ­γε­ται η μορ­φή προ­φο­ρι­κού μο­νο­λό­γου προς βου­βό α­πο­δέ­κτη, με ση­μείο στί­ξεως μό­νο το κόμ­μα.
Ένα πα­ρα­λή­σιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των νεό­τε­ρων α­φη­γή­σεων εί­ναι η α­πο­γύ­μνω­ση της α­φή­γη­σης α­πό το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο, α­κό­μη κι ό­ταν αυ­τό εί­ναι α­να­γκαίο για να χω­νευ­τεί το φα­ντα­στι­κό στο ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο, ό­πως στο διή­γη­μα «Στο δά­σος». Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπουλ­γκά­κοφ «Η καρ­διά ε­νός σκύ­λου», ό­πως και στο διή­γη­μα του Γιαν­να­ρά «Ο Φα­τσέ­ας», ο σκύ­λος με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε άν­θρω­πο, στου Πα­λα­βού, α­ντι­στρό­φως, ο άν­θρω­πος με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε σκύ­λο, χω­ρίς αλ­λη­γο­ρι­κή ή με­τα­φυ­σι­κή α­φη­γη­μα­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία. Η ί­δια α­δυ­να­μία εμ­φα­νί­ζε­ται και στις α­φη­γή­σεις ο­νεί­ρων, ό­πως ε­κεί­νη που ο Πα­λα­βός α­πο­πει­ρά­ται στο «Ο Σα­ρά­ντος Ζουρ­γός δεν μπο­ρεί να το ε­ξη­γή­σει». Αντί μιας ελ­λει­πτι­κής και α­πο­σπα­σμα­τι­κής α­φή­γη­σης, ε­πι­στρα­τεύει α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους πα­ρα­μυ­θι­κούς ή και του κό­μι­κς. Ενώ ε­πι­φυ­λάσ­σει για την κα­τα­λη­κτι­κή έ­ξο­δο α­πό το ό­νει­ρο μια σκη­νή συ­γκι­νη­σια­κά φορ­τι­σμέ­νη. Πα­ρό­μοιες σκη­νές υ­πάρ­χουν και σε άλ­λα βιω­μα­τι­κά και κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής διη­γή­μα­τα, ό­πως το «Ο Γιώρ­γος βγαί­νει στη σύ­ντα­ξη», «Νί­κος Τσού­μπας», «Φα­γη­τό».
Το συ­γκι­νη­τι­κό­τε­ρο διή­γη­μα για τη φι­λό­ζωη ε­πο­χή μας εί­ναι το «Μα­ρία», με το ο­ποίο κλεί­νει η συλ­λο­γή. Σε αυ­τό πρω­τα­γω­νι­στεί έ­να γου­ρου­νά­κι, με μά­τια ε­μπνευ­σμέ­να α­πό «Το κα­πλά­νι της βι­τρί­νας» της Άλκης Ζέη, ‘‘το έ­να μαύ­ρο το άλ­λο γα­λά­ζιο’’, το ο­ποίο ε­ξαν­θρω­πί­ζε­ται, κα­θώς πε­ρι­μέ­νει τη σφα­γή του δέ­σμιο σε υ­περ­σύγ­χρο­νο χοι­ρο­τρο­φείο, ό­που η θα­νά­τω­ση γί­νε­ται με η­λεκ­τρι­κό ρεύ­μα και ό­χι με μά­χαι­ρα. Κά­τι σαν η­λεκ­τρι­κή κα­ρέ­κλα α­ντί της καρ­μα­νιό­λας, αλ­λά ό­χι για αν­θρω­πι­στι­κούς λό­γους, α­φού πρό­κει­ται για ζώο και δη, χοί­ρο, αλ­λά για την υ­γιει­νή δια­τρο­φή ό­σων δεν μπο­ρούν να στε­ρη­θούν το γου­ρου­νό­που­λο. Σε α­ντί­στι­ξη, το βι­βλίο α­νοί­γει με έ­να α­πό τα ευ­ρη­μα­τι­κό­τε­ρα ‘‘48 Ελλη­νι­κά Μπον­ζάϊ’’, που δη­μο­σιεύ­τη­καν στο α­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Πλα­νό­διον». Και μά­λι­στα, στο­χα­στι­κής διά­θε­σης, κα­θώς υ­πο­τον­θο­ρύ­ζει το Μα­ταιό­της Μα­ταιο­τή­των. Κα­τά τα άλ­λα, βρί­σκου­με και στις ι­στο­ρίες του Πα­λα­βού την προ­φο­ρι­κό­τη­τα και τον μι­κρο­πε­ρίο­δο λό­γο, που α­πο­τε­λεί τον κυ­ρίως τρό­πο έκ­φρα­σης αυ­τής της ο­μά­δας συγ­γρα­φέων. Και η δι­κή του α­φή­γη­ση πα­ρου­σιά­ζει α­δυ­να­μία στην ει­κο­νο­πλα­σία και έ­φε­ση στις πα­ρο­μοιώ­σεις, που δεί­χνουν συ­νή­θως το χιού­μορ του συγ­γρα­φέα. Του Πα­λα­βού έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι πα­ρα­πέ­μπει στα κό­μι­κς. Επει­δή δεν έ­χου­με σε αυ­τά και με­γά­λη α­να­γνω­στι­κή ε­μπει­ρία, εν­δει­κτι­κά α­ντι­γρά­φου­με δυο: ‘‘Το μω­ρό ή­ταν ή­συ­χο σαν αρ­νά­κι στο φούρ­νο’’. ‘‘Ο Σάβ­βας ά­φη­σε τη γυ­ναί­κα και γυ­μνός, μ’ έ­ναν πού­τσο σα μαρ­κα­δό­ρο με κόκ­κι­νο κα­πά­κι, έ­πια­σε να κυ­νη­γά­ει το σκυ­λί’’.


Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/9/2013.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Ποικίλα φορέματα

Nelly’s, «Hπειρώτισσες στις θημωνιές»
(Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη).


Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου
«Το κου­μπί και το φό­ρε­μα»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Νοέ­μ­βριος 2012
Ο τί­τ­λος του και­νού­ριου βι­βλίου του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου και τί­τ­λος ε­νός α­πό τα 32 πε­ζά που συ­γκε­ντρώ­θη­καν σε αυ­τό, βγή­κε α­πό μια πα­ροι­μία. “Βρή­κα έ­να κου­μπί και για χά­ρη του έ­ρα­ψα έ­να φό­ρε­μα”, λέει “αυ­τή η ω­ραία πα­ροι­μία”. Δεν την έ­χου­με ξα­να­συ­να­ντή­σει, α­λ­λά για να το δια­βε­βαιώ­νει ο συ­γ­γρα­φέ­ας, που έ­χει το αυ­τί του παι­διό­θεν τε­ντω­μέ­νο στο λαϊκό λό­γο, θα υ­πά­ρ­χει. Εκτός κι αν ε­σκε­μ­μέ­να μας πα­ρα­πλα­νά, ε­πι­νοώ­ντας την πα­ροι­μία έ­τσι που να ται­ριά­ζει στο α­φη­γη­μα­τι­κό τέ­χνα­σμα, που έ­χει κα­τά νου. Όπως ε­ξη­γεί στο ο­πι­σθό­φυ­λ­λο του βι­βλίου, το κου­μπί εί­ναι έ­να ο­ποιο­δή­πο­τε στοι­χείο α­πό ό­σα κα­θη­με­ρι­νά βλέ­που­με και α­κού­με, που μας ε­ντυ­πω­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρα. Μπο­ρεί να εί­ναι έ­νας τύ­πος α­ν­θρώ­που, μια σκη­νή, α­κό­μη κι έ­νας λό­γος, ό­πως μια πα­ροι­μία. Γυ­ρί­ζει στο μυα­λό μας μέ­χρι με κά­ποιο τρό­πο να ε­ξω­τε­ρι­κευ­θεί. Ει­δά­λ­λως, ως γνω­στόν, κα­τα­χω­νιά­ζε­ται στο υ­πο­συ­νεί­δη­το με­τά ά­λ­λων ε­μ­μο­νών, ό­που μπο­ρούν να λά­βουν χώ­ρα α­πρό­σμε­νες συ­γ­χω­νεύ­σεις και με­τα­μο­ρ­φώ­σεις. Αν, ό­μως, α­νή­κεις στην προ­νο­μιού­χο, του­λά­χι­στον α­πό ψυ­χα­να­λυ­τι­κής α­πό­ψεως, τά­ξη των συ­γ­γρα­φέων, του ρά­βεις έ­να φό­ρε­μα, του­τέ­στιν πλέ­κεις με α­φο­ρ­μή αυ­τό μια ι­στο­ρία. Τώ­ρα, το κα­τά πό­σο ο συ­γ­γρα­φέ­ας ξε­μπε­ρ­δεύει με έ­να φό­ρε­μα και δεν χρειά­ζε­ται δεύ­τε­ρο, κα­μιά φο­ρά και τρί­το, για να α­πα­λ­λα­γεί α­πό την ε­μ­μο­νή του, μέ­νει ζη­τού­με­νο. Από­δει­ξη ο Δη­μη­τρίου και το σα­κού­λι με τα κου­μπιά του. Τύ­ποι α­ν­θρώ­πων, κα­τα­στά­σεις, πα­ροι­μίες, που ό­λο και ε­πα­νέ­ρ­χο­νται στη διη­γη­μα­το­γρα­φία του. Το θέ­μα, στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι τι εί­δους φό­ρε­μα ρά­βει κά­θε φο­ρά.
Πριν τρία χρό­νια, με α­φο­ρ­μή την προ­η­γού­με­νη συ­λ­λο­γή διη­γη­μά­των του, «Τα ζύ­για του προ­σώ­που», εί­χα­με προ­σπα­θή­σει να δια­κρί­νου­με τις στρο­φές της πο­ρείας του ως διη­γη­μα­το­γρά­φου, σε πα­ρα­λ­λη­λία με τις συ­γ­γρα­φι­κές με­τα­λ­λά­ξεις του. Εξαι­ρώ­ντας την ποιη­τι­κή συ­λ­λο­γή, «Ψη­λα­φή­σεις», που ή­ταν και το πρώ­το βι­βλίο του, το 1985, με­τρού­με πέ­ντε συ­λ­λο­γές διη­γη­μά­των, δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα (1993, 2002) και τρεις ε­κτε­νείς α­φη­γή­σεις (Δεκ. 2005 - Νοέμ. 2011). Απο­μο­νώ­νο­ντας τη σο­δειά των διη­γη­μά­των, α­να­φέ­ρα­με τρεις πε­ριό­δους: τα 30 διη­γή­μα­τα των δυο πρώ­των συ­λ­λο­γών (1987, 1989), τα διη­γή­μα­τα των δυο ε­πό­με­νων (1998, 2001) α­πό 18 ε­κά­στη και τα 25 της πέ­μπτης (Δεκ. 2009). Πε­ρί­που στο τέ­λος κά­θε δε­κα­ε­τίας, ε­μ­φα­νί­ζο­νται οι ό­ποιες α­λ­λα­γές, σαν να κυο­φο­ρού­νται στο ε­ν­διά­με­σο. Σε ε­κεί­νο το σχο­λια­σμό, χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τα διη­γή­μα­τα της τε­λευ­ταίας συ­λ­λο­γής, “διη­γή­μα­τα της ω­ρι­μό­τη­τας”, και πε­ρι­μέ­να­με τη σο­δειά της έ­κτης συ­λ­λο­γής, που θα τα συ­μπλή­ρω­νε. Η συ­λ­λο­γή δεν ά­ρ­γη­σε, ε­κ­δό­θη­κε Νοέμ. 2012, μό­νο που τα και­νού­ρια πε­ζά εί­ναι ε­τε­ρο­γε­νή και ως σύ­νο­λο η συ­λ­λο­γή δεν έ­ρ­χε­ται σαν συ­νέ­χεια των δια­φο­ρο­ποιή­σεων που ση­μειώ­νο­νταν στην προ­η­γού­με­νη.
Συ­νέ­βη κά­τι που δεν εί­χα­με προ­βλέ­ψει ή, ί­σως α­κρι­βέ­στε­ρα, δεν εί­χα­με θε­λή­σει να δού­με πό­σο πι­θα­νό ή­ταν να συ­μ­βεί. Η κει­με­νι­κή ευ­ρυ­χω­ρία που προ­σφέ­ρουν οι ε­κτε­νείς α­φη­γή­σεις, με­γα­λύ­τε­ρη και α­πό ε­κεί­νη της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας, φαί­νε­ται να κε­ρ­δί­ζει τον συ­γ­γρα­φέα. Ο βρα­χύ­λο­γος διη­γη­μα­το­γρά­φος υ­πο­χώ­ρη­σε, πα­ρα­χω­ρώ­ντας έ­δα­φος σε έ­ναν λα­λί­στα­το α­φη­γη­τή. Έτσι κι α­λ­λιώς, το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που α­λ­λά­ζει στις τρεις πε­ριό­δους της διη­γη­μα­το­γρα­φίας του Δη­μη­τρίου εί­ναι η σχέ­ση α­φη­γη­τή και χα­ρα­κτή­ρων. Αρχι­κά, ο α­φη­γη­τής ε­μ­φα­νί­ζε­ται α­πο­στα­σιο­ποιη­μέ­νος, για να γί­νει στην προ­η­γού­με­νη συ­λ­λο­γή μέ­το­χος των πα­θών τους μέ­χρι και πρω­τα­γω­νι­στής. Αλλά ας δού­με στις λε­πτο­μέ­ρειές τους τα και­νού­ρια φο­ρέ­μα­τα, που έ­ρα­ψε ο Δη­μη­τρίου. Τα πε­ρι­σ­σό­τε­ρα ο­λο­καί­νου­ρ­γα, με­ρι­κά με­τα­ποιη­μέ­να, και κά­ποια πα­λαιό­τε­ρα. Αυ­τά τα τε­λευ­ταία εί­ναι ο­κτώ, ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­να. Δη­λα­δή, μό­λις το έ­να τέ­τα­ρ­το της συ­λ­λο­γής, σε α­ντί­θε­ση με την τρέ­χου­σα συ­νή­θεια, σε μια συ­λ­λο­γή, σχε­δόν το σύ­νο­λο να α­πο­τε­λεί­ται α­πό δη­μο­σιευ­μέ­να. Όσο για τα με­τα­ποιη­μέ­να, πρό­κει­ται για ε­κεί­να που δεί­χνουν σαν ε­να­λ­λα­κτι­κές ε­κ­δο­χές πα­λαιό­τε­ρων ι­στο­ριών ή και ως κε­φά­λαια των τριών ε­κτε­νών α­φη­γή­σεων.
Τ’ α­γνά­ντιο
Το πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σιευ­μέ­νο εί­ναι έ­να διή­γη­μα σε συ­λ­λο­γι­κό τό­μο του 2005, με θέ­μα τη μη­τέ­ρα. Ο τί­τ­λος βγαί­νει α­πό την ευ­χή μιας γε­ρό­ντι­σ­σας στη γει­το­νο­πού­λα που της πα­ρα­στε­κό­ταν, α­φού το μο­να­δι­κό παι­δί που της εί­χε α­πο­μεί­νει βρι­σκό­ταν κά­που στα ξέ­να, “Βρύ­σες να ’χεις στο πλευ­ρό σου και νε­ρά να σου τρέ­χου­ν”. Η ευ­χή έ­πια­σε, η γει­το­νο­πού­λα έ­γι­νε “μπά­μπω μ’ α­γ­γό­νια” και με­τρά­ει δε­κα­ε­ν­νιά βρύ­σες έ­να γύ­ρω στη γει­το­νιά της. Κι αυ­τό, μια έ­ν­δει­ξη, ό­τι το χω­ριό ε­κ­συ­γ­χρο­νί­στη­κε. Την η­πει­ρώ­τι­κη, ό­μως, ντο­πιο­λα­λιά την σώ­ζει α­λώ­βη­τη. Το δεί­χνει η κου­βέ­ντα της γει­το­νο­πού­λας με τη φί­λη της για τη γε­ρό­ντι­σ­σα, που, στα τε­λευ­ταία της, ευ­τύ­χη­σε, ό­χι μό­νο να βρει το γιο της, α­λ­λά και να ζή­σει με την φα­μί­λιά του στην Αμε­ρι­κή. Και ό­λα αυ­τά, χά­ρις στο γρά­μ­μα που έ­στει­λαν “στην ε­φη­με­ρί­δα που έ­βγα­ζε στα Γιά­ν­νε­να ο Χρη­στο­βα­σί­λης”. Πρό­κει­ται για την «Ελευ­θε­ρία», που κυ­κλο­φο­ρού­σε δυο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της Ηπεί­ρου. Ενθου­σια­σμέ­νος τό­τε ο Χρή­στος Χρη­στο­βα­σί­λης, ε­γκα­τέ­λει­ψε την Αθή­να και την «Ακρό­πο­λη» για να γυ­ρί­σει στον τό­πο του και να βγά­λει τη δι­κή του ε­φη­με­ρί­δα, που την ε­ξέ­δι­δε μέ­χρι το θά­να­τό του, το 1937.
Στον Χρη­στο­βα­σί­λη α­να­φέ­ρε­ται και το κα­τα­λη­κτι­κό πε­ζό της συ­λ­λο­γής, «Θε­λε­σου­ριά», δη­μο­σιευ­μέ­νο, Αύ­γου­στο 2011. Συ­γκε­κρι­μέ­να α­να­κα­λεί το διή­γη­μα του Χρη­στο­βα­σί­λη «Ο γυ­ρι­σμός του ξε­νι­τε­μέ­νου», έ­να α­πό τα πο­λ­λά των σχο­λι­κών α­να­γνω­στι­κών, δη­μο­τι­κού και γυ­μνα­σίου, που α­πο­σύ­ρ­θη­καν ο­λο­σχε­ρώς με τη με­τα­πο­λί­τευ­ση. Εκεί, “σ’ έ­να α­γνά­ντιο” κα­ρ­τέ­ρα­γε για χρό­νια η μά­να το γιο της να γυ­ρί­σει α­πό την ξε­νι­τιά, στο ί­διο μέ­ρος που τον εί­χε α­πο­χαι­ρε­τή­σει. Αντί­στοι­χα, στο πε­ζό, στη “Θε­λε­σου­ριά”, που εί­ναι “μια ρα­χού­λα με ει­κο­νο­στά­σι τ’ Αϊ-Θα­νά­ση”, α­πο­χαι­ρε­τού­σαν οι συ­γ­γε­νείς ό­σους έ­φευ­γαν α­πό την Πό­βλα της Μου­ρ­γκά­νας, κα­τά τα λε­γό­με­να της μά­νας του συ­γ­γρα­φέα. Κά­θε τό­πος και «Τ’ Αγνά­ντε­μά» του, για να θυ­μη­θού­με και το διή­γη­μα του δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρου του Χρη­στο­βα­σί­λη, Πα­πα­δια­μά­ντη. Ή και τους «Κλα­ψό­δε­ντρούς» του, στην ά­κρη των κο­ζα­νί­τι­κων χω­ριών, που α­πα­θα­να­τί­ζουν με τις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες τους, οι συ­νο­μή­λι­κοι του συ­γ­γρα­φέα, Κα­τε­ρί­να Μη­λιού και Γιώ­ρ­γος Σκα­μπα­ρ­δώ­νης.
Εδώ, πρό­κει­ται για μια α­πό τις αυ­το­βιο­γρα­φι­κές α­φη­γή­σεις της πρό­σφα­της συ­λ­λο­γής, που πα­ρα­τί­θε­νται με τη χα­λα­ρή α­φη­γη­μα­τι­κή οι­κο­νο­μία μιας α­νά­μνη­σης ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, του μνη­μο­νι­κού συ­μ­φυ­ρ­μού πε­ρι­σ­σό­τε­ρων πε­ρι­στα­τι­κών. Μια πα­ρό­μοια α­φή­γη­ση, α­λ­λά δια­φο­ρε­τι­κής πνοής, κα­θώς α­ντ­λεί­ται α­πό πιο πρό­σφα­τες ει­κό­νες και συ­να­ντή­σεις, εί­ναι το «Βό­λια – μπα­ρού­τι». Ο τί­τ­λος εί­ναι ο κα­τα­λη­κτι­κός στί­χος του ποιή­μα­τος του Βί­κτω­ρος Ου­γκώ, «Ελλη­νό­που­λο», για την κα­τα­στρο­φή της Χίου. “Βό­λια, μπα­ρού­τι θέ­λω. Να.”, ό­πως α­πέ­δω­σε ο Πα­λα­μάς την α­πά­ντη­ση του παι­διού, που “κα­θό­ταν ξυ­πό­λυ­το στις ρά­χες”, μο­να­χό και θλι­μ­μέ­νο. Στην α­φή­γη­ση, η μα­θη­τι­κή α­νά­μνη­ση α­πό σχο­λι­κό ε­ο­ρ­τα­σμό της ε­θνι­κής ε­ο­ρ­τής δεν συ­γκρα­τεί το πα­ρα­μι­κρό ί­χνος α­πό το πνεύ­μα ε­θνι­κής α­νά­τα­σης. Αντι­θέ­τως, δια­ν­θί­ζε­ται με μια α­νά­μνη­ση παι­δο­φι­λι­κής ε­ξω­τε­ρί­κευ­σης δα­σκά­λου. Κα­τά τα ά­λ­λα, στο πε­ζό προ­βά­λ­λουν με έ­μ­φα­ση οι γνω­στές α­πό­λυ­τες α­πό­ψεις του συ­γ­γρα­φέα για το κα­τα­πιε­στι­κό σχο­λι­κό σύ­στη­μα, που το έ­χει πα­ρο­μοιά­σει με “κρε­α­το­μη­χα­νή” και ε­δώ, με στρα­το­κρα­τι­κό πει­θα­να­γκα­σμό.
Υπά­ρ­χουν και ά­λ­λα πε­ζά, που το­πο­θε­τού­νται στα χω­ριά της Μου­ρ­γκά­νας ή και στην Αθή­να, με πρω­τα­γω­νι­στές μέ­τοι­κους α­πό ε­κεί­να τα μέ­ρη. Σε αυ­τά, α­να­βιώ­νει, σε μι­κρό­τε­ρη ή με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση, η η­πει­ρώ­τι­κη ντο­πιο­λα­λιά. Σε τρεις α­κό­μη ι­στο­ρίες, κου­βε­ντιά­ζουν κο­πέ­λες και γε­ρό­ντι­σ­σες. Δεί­χνουν σαν πρό­σθε­τα κε­φά­λαια στη δεύ­τε­ρη ε­κτε­νή α­φή­γη­ση, προ πε­ντα­ε­τίας, «Σαν το λί­γο το νε­ρό». Από τη ντο­πιο­λα­λιά, α­ρ­κε­τές εί­ναι οι λέ­ξεις, που η ση­μα­σία τους δεν συ­νά­γε­ται α­πό τα συ­μ­φρα­ζό­με­να. Ωστό­σο, το ε­ν­δια­φέ­ρον της α­φή­γη­σης το δια­φυ­λά­σ­σει, κυ­ρίως στις με­γα­λύ­τε­ρες ι­διω­μα­τι­κές νη­σί­δες, η ποιη­τι­κή της γλώ­σ­σας. Μα­ζί με τη γλώ­σ­σα, τον τρό­πο ζωής, την πα­ρα­κα­τια­νή θέ­ση της κο­πέ­λας, μέ­χρι να της δί­νουν το πα­ρω­νύ­μιο Διώ­χνω, ό­ταν τυ­χαί­νει να εί­ναι η τε­λευ­ταία α­πό έ­ξι κο­πέ­λες πριν το α­ρ­σε­νι­κό, ο α­φη­γη­τής σώ­ζει τα πα­λαιά ο­νό­μα­τα των χω­ριών. Πρώ­το με­τα­ξύ αυ­τών, ο γε­νέ­θλιος τό­πος του συ­γ­γρα­φέα, η Πό­βλα, που σή­με­ρα ο­νο­μά­ζε­ται Αμπε­λώ­νας.
Ένα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα α­φη­γή­μα­τα με ε­πή­λυ­δες εξ ε­πα­ρ­χίας εί­ναι «Το νε­ρό της ψυ­χής». Μπο­ρεί αυ­τά τα α­φη­γή­μα­τα να μην ρά­βουν πά­ντο­τε φό­ρε­μα, του­λά­χι­στον με τα μέ­τρα και στα­θ­μά ε­νός α­μι­γούς διη­γή­μα­τος, α­λ­λά σκια­γρα­φούν τύ­πους πα­λαιό­τε­ρων χρό­νων. Ένας α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κός εί­ναι ο ε­βδο­μη­ντά­χρο­νος, που “πέ­θα­νε η γυ­ναί­κα του και η κό­ρη του τον έ­φε­ρε” α­πό το χω­ριό ε­κών ά­κων στην Αθή­να. Μό­νος και έ­ρη­μος, κρε­μα­σμέ­νος στο τη­λέ­φω­νο, ε­πα­να­λά­μ­βα­νε: “Το νε­ρό και το ψω­μί της ψυ­χής εί­ναι η ε­πι­κοι­νω­νία.”
Υπά­ρ­χει και έ­να πε­ζό, που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι κε­φά­λαιο στο βι­βλίο «Τα ο­πω­ρο­φό­ρα δέ­ντρα της Αθή­νας». Ήδη, ο τί­τ­λος του, «Ο κα­ρ­που­ζο­κέ­φα­λος σε νέες πε­ρι­πέ­τειες», προϊδεά­ζει για τη διά­θε­ση του συ­γ­γρα­φέα να σπρώ­ξει πε­ραι­τέ­ρω τη δια­κω­μώ­δη­ση. Όσο, ό­μως, αυ­ξά­νει ο ε­μπαι­γ­μός του γη­γε­νούς κοι­νω­νι­κού πε­ρί­γυ­ρου, τό­σο ε­ξω­ραΐζο­νται α­φη­γη­μα­τι­κά, α­λ­λά και προ­βι­βά­ζο­νται α­πό κο­μπά­ρ­σοι σε πρω­τα­γω­νι­στές, οι εξ Αλβα­νίας ε­ρ­χό­με­νοι. Άλλω­στε, τέ­σ­σε­ρα και­νού­ρια φο­ρέ­μα­τα, το έ­να α­πό αυ­τά δη­μο­σιευ­μέ­νο πέ­ρυ­σι, ρά­βο­νται με κου­μπιά Αλβα­νούς. Δεν πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για συ­γκε­κρι­μέ­νους τύ­πους, α­λ­λά μά­λ­λον για κά­ποιες ψυ­χο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις πίε­σης και κα­τα­πίε­σης. Όπως το πρώ­το πέ­ρα­σμα της συ­νο­ρια­κής γρα­μ­μής, το κα­τά την α­ντί­στρο­φη πο­ρεία πέ­ρα­σμα στον ε­πα­να­πα­τρι­σμό, την κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση α­πό Έλλη­να α­φε­ντι­κό ή, α­κό­μη, τη με­τα­μ­φίε­ση σε Ιτα­λό προς α­πο­φυ­γή της α­πα­ξίω­σης α­πό τη γει­το­νιά. Φο­ρέ­μα­τα, που δεί­χνουν κο­μ­μέ­να και ρα­μ­μέ­να στο πα­τρόν του πο­λι­τι­κώς ο­ρ­θού.
Τα πο­λύ­τι­μα κου­μπιά
Απο­μέ­νει έ­να σώ­μα εί­κο­σι πε­ζών, με κου­μπιά που κε­ρ­δί­ζουν το ε­ν­δια­φέ­ρον, α­λ­λά, ί­σως, με­ρι­κά α­πό τα φο­ρέ­μα­τα που ρά­φτη­καν για χά­ρη τους, να α­παι­τού­σαν πε­ρι­σ­σό­τε­ρη προ­σο­χή στο φι­νί­ρι­σμα. Θε­μα­τι­κά συ­γ­γε­νεύουν με πα­λαιό­τε­ρες ι­στο­ρίες του Δη­μη­τρίου. Λ.χ., «Ο διο­ρι­σμός» θυ­μί­ζει διη­γή­μα­τα α­πό τις δυο πρώ­τες συ­λ­λο­γές διη­γη­μά­των, που α­ντ­λού­σαν έ­μπνευ­ση α­πό συ­μ­βά­ντα στον το­μέα κα­θα­ριό­τη­τας του Δή­μου Αθη­ναίων. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο κου­μπί εί­ναι και ε­πί­και­ρο, κα­θώς δί­νει μια πρω­τό­τυ­πη ε­κ­δο­χή στη σε­ξουα­λι­κή πλευ­ρά του δού­ναι και λα­βείν για έ­ναν διο­ρι­σμό στο Δη­μό­σιο. Με πιο πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα συ­γ­γε­νεύουν δυο πε­ζά, που το­πο­θε­τού­νται πα­ρά θί­ν’ α­λός, στις πα­ρά­πλευ­ρες πα­ρα­λίες Φλοί­σβου και Αλί­μου. Ο α­φη­γη­τής του Δη­μη­τρίου, ε­κτός α­πό την τρέ­λα του για τα ο­πω­ρο­φό­ρα των α­θη­ναϊκών συ­νοι­κιών, νιώ­θει σχε­δόν ε­ρω­τι­κά με τη θά­λα­σ­σα. Στο διή­γη­μα «Προ­σφυ­γά­κια», πλη­θαί­νουν οι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί τύ­ποι. Τό­σα κου­μπιά σε έ­να φό­ρε­μα, και ρα­μ­μέ­να κο­ντά κο­ντά, μέ­χρι να μπλέ­κο­νται τα μο­τί­βα τους, και το φό­ρε­μα α­δι­κούν και ε­κεί­να πά­νε στρά­φι. Θα μπο­ρού­σε ο συ­γ­γρα­φέ­ας να ε­πα­νέ­λ­θει. Άλλω­στε το γκρι­ζο­γά­λα­ζο ψά­ρι, που του έ­δω­σε έ­ναν ά­σχε­το θε­μα­τι­κά α­λ­λά τό­σο ω­ραίο τί­τ­λο, μπο­ρεί να του δώ­σει κι ά­λ­λους πρω­τό­τυ­πους τί­τ­λους, κα­θώς το α­πο­κα­λούν και γου­ρ­λο­μά­τα και τσι­μπλά­κι. Στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, ο τί­τ­λος, «Η βα­ρ­βα­ρό­τη­τα του γέ­νους», εί­ναι ό­χι μό­νο ω­ραίος α­λ­λά και πλα­γίως πε­ρι­παι­κτι­κός. Εδώ, το διή­γη­μα ε­πι­τεύ­χ­θη­κε.
Μέ­σα στη θε­μα­τι­κή του συ­γ­γρα­φέα, οι πα­ρά­ξε­νοι τύ­ποι α­ν­θρώ­πων, ά­λ­λο­τε μο­νό­χνο­τοι κι ά­λ­λο­τε α­πο­συ­νά­γω­γοι, κά­πο­τε και τα δυο μα­ζί, εί­ναι α­πό τα πο­λύ­τι­μα κου­μπιά, α­νε­ξά­ρ­τη­τα του φο­ρέ­μα­τος που προ­κύ­πτει. Στο «Μό­σχος και κα­νέ­λα» ε­πι­τυ­γ­χά­νε­ται ο α­συ­νή­θης στη διη­γη­μα­το­γρα­φία του Δη­μη­τρίου συ­γκε­ρα­σμός του ι­λα­ρού με το μο­ρ­φι­κά ε­ντε­λές. Ενώ, στο «Ξέ­νο ο­στούν», τα δά­νεια α­πό δια­βά­σμα­τα και η σώ­ρευ­ση ά­σχε­των πα­θο­λο­γι­κών συ­μπτω­μά­των θο­λώ­νουν το α­πο­τέ­λε­σμα. Ενώ ο χα­ρι­σμα­τι­κός τύ­πος στο πε­ζό «Η ο­μο­ρ­φιά της α­πώ­λειας» μό­λις που σκια­γρα­φεί­ται, πα­ρα­πέ­μπο­ντας στον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό νά­ρ­κι­σ­σο ή­ρωα του Ανδρέα Μή­τσου.
Ένα α­πό τα προ­σφι­λή θέ­μα­τα του Δη­μη­τρίου εί­ναι το στε­νό δέ­σι­μο του γο­νιού με το παι­δί του. Του πα­τέ­ρα με το γιο α­να­δει­κνύε­ται στο προ­τα­σ­σό­με­νο, «Η ση­μα­δού­ρα», ό­που το φό­ρε­μα θα βε­λ­τιω­νό­ταν με α­φαί­ρε­ση ή, έ­στω, με­τρια­σμό του κα­τα­λη­κτι­κού δρα­μα­τι­κού τό­νου. Το δέ­σι­μο μά­νας-γιου, μέ­σα α­πό την ο­πτι­κή του γιου, εί­ναι το θέ­μα σε του­λά­χι­στον δυο διη­γή­μα­τα, πα­ρει­σφρέ­ο­ντας ως δευ­τε­ρεύον και σε ά­λ­λα. Το έ­να, «Η ο­δο­ντό­βου­ρ­τσα», πι­θα­νώς και χά­ρις στη δια­λο­γι­κή μο­ρ­φή, α­πο­κτά τη δρα­στι­κό­τη­τα, που α­να­μέ­νε­ται α­πό έ­να διή­γη­μα. Το ά­λ­λο, «Οι κύ­κλοι της ζωής», στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό το πρό­βλη­μα του ά­γα­μου, που βρί­σκε­ται έ­ρ­μαιο στο κου­τσο­μπο­λιό του μι­κρού πε­ρί­γυ­ρου. Nα ση­μειώ­σου­με πως, για πρώ­τη φο­ρά, ο Δη­μη­τρίου πε­ρι­γρά­φει και θαύ­μα­τα Αγίων στα πε­ζά του. Μά­λι­στα, τη δεύ­τε­ρη φο­ρά, στο διή­γη­μα, «Η λα­μπά­δα», φαί­νε­ται να πα­τά­ει στα βή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Όπως σε ε­κεί­νου «Το νη­σί της Ου­ρα­νί­τσας», έ­τσι και ε­δώ, μια νιό­πα­ντρη ζει με την πε­θε­ρά, κα­θώς ο ά­ντρας της στη βδο­μά­δα πά­νω με­τά το γά­μο έ­φυ­γε στα ξέ­να. Και σε αυ­τήν τυ­χαί­νει α­νε­πι­θύ­μη­τη ε­γκυ­μο­σύ­νη, χω­ρίς ό­μως αυ­το­κτο­νία. Γί­νε­ται το θαύ­μα ε­γκαί­ρως, για να έ­χει η ι­στο­ρία χά­πυ ε­ντ.
Από τα και­νού­ρια θέ­μα­τα εί­ναι η α­γα­μία και με τις δυο ό­ψεις της. Τα πά­θη του γε­ρο­ντο­πα­λί­κα­ρου διε­κ­τρα­γω­δού­νται σε δυο διη­γή­μα­τα, «Το κου­μπί και το φό­ρε­μα» και «Με­γά­λε Μπί­λυ», προ­κρί­νο­ντας μο­ρ­φι­κά την πα­ρά­τα­ξη συ­μ­βά­ντων. Στο δεύ­τε­ρο, η κα­τά­λη­ξη κλεί­νει τον κύ­κλο ζωής ό­χι μό­νο του Τσί­λυ Δή­μου α­λ­λά και ο­λό­κλη­ρου του χω­ριού. Από ζω­ντα­νή κοι­νό­τη­τα, σχε­δόν ε­ρη­μώ­νει, με τις ε­πό­με­νες γε­νιές, σκό­ρ­πιες α­νά τον κό­σμο, να συ­να­ντιού­νται στο Δια­δί­κτυο α­ντί στο κα­φε­νείο των πα­π­πού­δων τους. Σε έ­να τρί­το πε­ζό, «Μην πρά­τ­τεις ό,τι δεν μπο­ρείς να πεις», το συ­νοι­κέ­σιο φέ­ρ­νει έ­στω και με κα­θυ­στέ­ρη­ση τη λύ­ση, μό­νο το φό­ρε­μα μέ­νει σαν η­μι­τε­λές, με με­τέω­ρη την ψυ­χο­γρά­φη­ση. Σε α­ντί­στι­ξη, πά­ντως, υ­πά­ρ­χουν δυο πε­ζά γύ­ρω α­πό τα πά­θη του συ­ζυ­γι­κού ή και γε­νι­κώς ε­ρω­τι­κού δε­σμού: το «Το­πο­τη­ρη­τής ή πα­τριά­ρ­χης» και το ευ­ρη­μα­τι­κό «Τρεις αυ­γου­λιέ­ρες και πα­ρα­λί­γο τέ­σ­σε­ρις». Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση πως αυ­τό το δεύ­τε­ρο το έ­χου­με δια­βά­σει, καί­τοι α­πό τα α­νέ­κ­δο­τα. Την ί­δια ε­ντύ­πω­ση του γνω­στού μας δη­μιου­ρ­γεί και το «Η βοή­θεια της Πα­να­γίας».
Η ά­λ­λη ό­ψη της α­γα­μίας, αυ­τή της σε­ξουα­λι­κής στέ­ρη­σης, κυ­ρίως του α­νι­κα­νο­ποίη­του, που α­να­ζη­τά το δια­φο­ρε­τι­κό, πο­λιο­ρ­κεί­ται σε τέ­σ­σε­ρα διη­γή­μα­τα. Το πρώ­το, «Κα­ρ­φί με κα­ρ­φί», ξε­κι­νά με μια πυ­κνή σε­λί­δα πε­ρί ε­ρω­τι­κής ε­μ­μο­νής, που προ­ε­τοι­μά­ζει για τα κα­λύ­τε­ρα. Όταν, ό­μως, ε­στιά­ζει στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ε­μ­μο­νή του ή­ρωα, το α­πί­θα­νο του ευ­ρή­μα­τος α­πο­δυ­να­μώ­νει την α­φή­γη­ση. Στο ε­πό­με­νο, «Γλύ­κα στα γό­να­τα», η ε­μ­μο­νή δεν ξε­νί­ζει, ε­νώ η ε­μπλο­κή του ψυ­χία­τρου α­να­δει­κνύει το πό­σο δύ­σκο­λη εί­ναι η ε­κλο­γί­κευ­ση των ε­ρω­τι­κών ε­ρε­θι­σμά­των. Κά­τι που φα­νε­ρώ­νε­ται ευ­κρι­νέ­στε­ρα στο ε­πό­με­νο, το «Τι κρί­μα». Και α­πο­μέ­νει, «Το μέ­νος των σω­μά­των», ό­που η ε­μ­μο­νή παί­ρ­νει την ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη μο­ρ­φή του πά­θους και το πε­ζό του διη­γή­μα­τος.
Να ση­μειώ­σου­με ό­τι οι συ­γ­γρα­φείς, σχο­λια­σμούς σαν τον δι­κό μας, τους α­πο­κα­λούν φι­λο­λο­γι­σμούς και τους α­πο­ρ­ρί­πτουν. Ακό­μη και οι κα­λύ­τε­ροι θέ­λουν να τους βα­θ­μο­λο­γείς. Δεν α­πο­δέ­χο­νται, μά­λ­λον δεν κα­τα­δέ­χο­νται, τη συ­νο­μι­λία με τον κρι­τι­κό. Αλλά και ο κρι­τι­κός, ό­ταν βλέ­πει πα­ρα­παίο­ντα τον συ­γ­γρα­φέα, νιώ­θει σχε­δόν υ­πο­χρέω­σή του να το ε­πι­ση­μά­νει.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/7/2013.

Έρωτας με φόντο τους Αγανακτισμένους


Θα­νά­σης Χει­μω­νάς
«Ζού­με τις τε­λευ­ταίες μας μέ­ρες»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Φε­βρουά­ριος 2013
Τα τε­λευ­ταία δυο χρό­νια γρά­φο­νται διη­γή­μα­τα για την κρί­ση, α­ρ­χι­κά α­πό ε­πι­λο­γή του συ­γ­γρα­φέα, στη συ­νέ­χεια προ­στέ­θη­καν τα κα­τά πα­ρα­γ­γε­λία. Συ­χνά η κρί­ση μνη­μο­νεύε­ται και σε διη­γή­μα­τα με δια­φο­ρε­τι­κή θε­μα­το­λο­γία, κα­θώς φαί­νε­ται ό­τι έ­χει ή­δη κα­τα­λή­ξει κά­τι σαν χρο­νι­κός προ­σ­διο­ρι­σμός. Μέ­χρι πρό­τι­νος, πά­ντως, μυ­θι­στό­ρη­μα δεν εί­χε ε­μ­φα­νι­στεί. Πρό­σφα­τα, ω­στό­σο, ε­κ­δό­θη­καν και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα με φό­ντο την κρί­ση. Που ση­μαί­νει ό­τι λα­μ­βά­νουν χώ­ρα ε­δώ και τώ­ρα, ή, έ­στω, μέ­σα στην τε­λευ­ταία τριε­τία. Εξα­κο­λου­θούν, ό­μως, να ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται σε κά­ποιο δια­φο­ρε­τι­κό θέ­μα, το ο­ποίο πα­ρα­μέ­νει στο φά­σμα των θε­μα­τι­κών προ­τι­μή­σεων της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας. Συ­χνή ε­πι­λο­γή εί­ναι οι πα­ρε­λ­θο­ντι­κές πε­ρι­πέ­τειες της χώ­ρας, με προ­τί­μη­ση στις δε­κα­ε­τίες ’40 και ’50 και λι­γό­τε­ρο, την ε­πτα­ε­τία της Δι­κτα­το­ρίας. Φαί­νε­ται να έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει η ά­πο­ψη ό­τι δια της α­ντι­πα­ρα­θέ­σεως του τό­τε με το τώ­ρα φω­τί­ζε­ται δια­φο­ρε­τι­κά το τό­τε. Για­τί οι συ­γ­γρα­φείς, πα­ρό­λο που ε­κεί­νο το τό­τε δεν το έ­ζη­σαν, κό­πτο­νται για την α­λή­θειά του. Οι νέες γε­νιές συ­γ­γρα­φέων θέ­τουν με­τ’ ε­πι­τά­σεως το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο, σή­με­ρα, μας α­φο­ρά αυ­τό το τραυ­μα­τι­κό για τη χώ­ρα πα­ρε­λ­θόν. Ενώ, ό­σοι σώ­ζουν ε­μπει­ρίες α­πό πρώ­το χέ­ρι ή ως γο­νι­κή κλη­ρο­νο­μιά, έ­χουν κα­τα­πια­στεί με την α­να­μό­ρ­φω­σή του, ώ­στε να συ­μ­φω­νεί με το θεω­ρού­με­νο σή­με­ρα ως ο­ρ­θό.
Το πώς βλέ­πουν το τώ­ρα μέ­νει προ­σώ­ρας ζη­τού­με­νο. Σύ­μ­φω­να με δη­λώ­σεις τους στον Τύ­πο, συ­μπά­σχουν με τους πει­να­λέ­ους, τους ο­ποίους συ­να­ντούν κα­τά τις βρα­δι­νές ε­ξό­δους τους χω­μέ­νους στους κά­δους α­πο­ρ­ρι­μ­μά­των. Ωστό­σο, το­νί­ζουν ό­τι, γε­νι­κό­τε­ρα, α­ντι­λα­μ­βά­νο­νται την κρί­ση ως ευ­και­ρία κα­λ­λι­τε­χνι­κής δη­μιου­ρ­γίας. Όσο για τις ε­κ­δη­λώ­σεις του πλή­θους, αυ­τές φαί­νε­ται να τις πα­ρα­κο­λου­θούν σαν θέ­α­μα, ό­πως, ά­λ­λω­στε, και έ­να κο­μ­μά­τι, ό­χι ευ­κα­τα­φρό­νη­της έ­κτα­σης, των πο­λι­τών. Από μια ά­πο­ψη, αυ­τό, α­κρι­βώς, το τε­λευ­ταίο ση­μείο, θί­γει το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Θα­νά­ση Χει­μω­νά.
Ιστο­ρία έ­ρω­τος
Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση σε σχέ­ση με τα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που έ­χουν φό­ντο την κρί­ση, σε αυ­τό του Χει­μω­νά, το κυ­ρίως θέ­μα, α­ντί για τον Εμφύ­λιο, τους οι­κο­νο­μι­κούς με­τα­νά­στες και τα πα­ρε­πό­με­νά τους, εί­ναι μια ι­στο­ρία τρε­λού έ­ρω­τα και με τις δυο ση­μα­σίες της λέ­ξης τρε­λός, τό­σο αυ­τή της πα­ρα­φο­ράς ό­σο και της α­πε­ρι­σκε­ψίας. Ένας έ­ρω­τας μο­νό­πλευ­ρος και τε­λι­κά, α­νε­κ­πλή­ρω­τος, ό­πως ό­λοι οι με­γά­λοι έ­ρω­τες, γε­νι­κώς και ό­χι μό­νο στη λο­γο­τε­χνία, κα­τα­πώς το ει­δι­κεύει ο συ­γ­γρα­φέ­ας στις συ­νε­ντεύ­ξεις του. Πρό­κει­ται για το έ­βδο­μο βι­βλίο του Χει­μω­νά, που συ­μπλη­ρώ­νει δε­κα­πε­ντα­ε­τία συ­γ­γρα­φι­κής πα­ρου­σίας, πα­ρα­μέ­νο­ντας α­μι­γής μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και πι­στός στη θε­μα­τι­κή του πε­ριο­χή. Με τη δη­μο­σίευ­ση μιας ε­ρω­τι­κής ι­στο­ρίας σε ε­φη­με­ρί­δα έ­κα­νε το ντε­μπού­το του και με το πλέ­ξι­μο ε­ρω­τι­κών ι­στο­ριών συ­νε­χί­ζει. Το ε­ν­δια­φέ­ρον στοι­χείο των ι­στο­ριών του εί­ναι οι ε­κά­στο­τε ε­ρω­τευ­μέ­νοι, α­φού οι ε­μπλε­κό­με­νοι σε αυ­τήν εί­ναι ε­κεί­νοι που ρυ­θ­μί­ζουν τις δια­κυ­μά­ν­σεις της, τις κα­τα­στά­σεις τα­ρα­χής και πα­θών α­πό τις ο­ποίες πε­ρ­νά­ει, κα­θώς και τον χα­ρα­κτή­ρα της κα­τά­λη­ξής της.
Οι ή­ρωες του Χει­μω­νά κα­λύ­πτουν ό­λη τη γκά­μα αυ­τού που συ­νή­θως α­πο­κα­λού­με ά­ν­θρω­πο α­στα­θούς, κά­πο­τε και τα­ρα­γ­μέ­νου, ψυ­χι­σμού. Εί­ναι α­να­σφα­λείς, συ­μπλε­γ­μα­τι­κοί, κα­τα­θλι­πτι­κοί, πά­σχουν α­πό φο­βίες, έ­χουν κρί­σεις πα­νι­κού. Γι’ αυ­τούς ο έ­ρω­τας έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας σχε­δόν πα­θο­λο­γι­κής κα­τά­στα­σης. Σε α­ντί­θε­ση με ό,τι α­πο­κα­λού­με υ­γιή έ­ρω­τα, αν υ­πο­θέ­σου­με πως κά­τι τέ­τοιο υ­πά­ρ­χει, οι ε­κ­φά­ν­σεις του δι­κού τους έ­ρω­τα βρί­σκο­νται σε ά­με­ση συ­νά­ρ­τη­ση με τον πε­ρί­γυ­ρο, τον στε­νό α­λ­λά και τον ευ­ρύ­τε­ρο. Σε αυ­τό το ση­μείο, υ­πει­σέ­ρ­χε­ται και παί­ζει υ­πο­γείως κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο η ση­με­ρι­νή κρί­ση. Στο και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα δεν α­πο­τε­λεί μό­νο το σκη­νι­κό κά­ποιων συ­μ­βά­ντων και θέ­μα των πα­ρε­πό­με­νων πε­ρι­στα­σια­κών στι­χο­μυ­θιών, α­λ­λά φαί­νε­ται να λει­του­ρ­γεί σαν α­πο­ρ­ρυ­θ­μι­στι­κός πα­ρά­γων. Εδώ, δεν πρό­κει­ται για την οι­κο­νο­μι­κή ή την πο­λι­τι­κή κρί­ση. Αυ­τές οι πλευ­ρές της ου­δό­λως α­φο­ρούν τους πρω­τα­γω­νι­στές της ι­στο­ρίας. Ανα­φέ­ρο­νται μό­νο σε ο­ρι­σμέ­νες σκη­νές και ε­κεί, α­πό τρί­τα πρό­σω­πα, α­κρι­βώς, για να φα­νεί πό­σο τους α­φή­νουν α­διά­φο­ρους.
Εκεί­νο που τους α­πο­διο­ρ­γα­νώ­νει, ω­θώ­ντας τους σε σπα­σμω­δι­κές α­ντι­δρά­σεις, εί­ναι η α­τμό­σφαι­ρα της έ­ντα­σης, που ε­πι­κρα­τού­σε το 2011, στο ο­ποίο το­πο­θε­τεί­ται η υ­πό­θε­ση. Τό­τε που υ­πή­ρ­χαν α­κό­μη Αγα­να­κτι­σμέ­νοι, οι ο­ποίοι ε­ξέ­φρα­ζαν την ο­ρ­γή τους δη­μο­σίως, δια­δη­λώ­νο­ντας. Πο­λ­λοί εί­ναι αυ­τοί που δη­λώ­νουν ό­τι δεν τους ε­ν­δια­φέ­ρει η πο­λι­τι­κή. Κυ­ρίως, γυ­ναί­κες, ό­πως η Κα­τε­ρί­να του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Εκεί­να τα γε­γο­νό­τα, ό­μως, στο κέ­ντρο της Αθή­νας, πα­ρέ­συ­ραν στη δί­νη τους α­ρ­κε­τούς και α­πό αυ­τούς. Όπως, ά­λ­λω­στε, και τα πα­λαιό­τε­ρα του 2008, α­λ­λά και οι ε­πε­τεια­κές πο­ρείες του Πο­λυ­τε­χνείου. Σε ό­λες αυ­τές τις ε­κ­δη­λώ­σεις υ­πά­ρ­χει το στοι­χείο του θεά­μα­τος, που α­πο­δει­κνύε­ται α­κα­τα­μά­χη­το. Κυ­ρίως τα τε­λευ­ταία χρό­νια, χά­ρις στα ΜΜΕ, που τις πα­ρου­σιά­ζουν σαν να δια­φη­μί­ζουν ται­νία σα­σπέ­νς, η ο­ποία ε­ν­δέ­χε­ται να ε­ξε­λι­χ­θεί σε θρί­λε­ρ, με διά­ση­μους πλέ­ον πρω­τα­γω­νι­στές τους γνω­στούς-ά­γνω­στους. Οπό­τε και ο α­διά­φο­ρος, που δεν χά­νει ού­τε έ­να ε­πει­σό­διο α­πό το α­με­ρι­κα­νι­κό «LOST», α­φή­νει την πο­λυ­θρό­να του και πε­τά­γε­ται να δει, εκ του σύ­νε­γ­γυς, το ε­λ­λη­νι­κό σί­ριαλ στην Πλα­τεία Συ­ντά­γ­μα­τος. Αν, μά­λι­στα, κα­τοι­κεί στο Κο­λω­νά­κι, ό­πως οι δυο φί­λες και συ­γκά­τοι­κοι στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η Κα­τε­ρί­να και η Κλέ­λια, πά­ει με τα πό­δια. Κι αυ­τές για το χα­βα­λέ πά­νε και ό­χι για­τί τις πεί­θει το λο­γί­δριο ε­νός πρώην ε­ρα­στή της Κα­τε­ρί­νας, που ε­μ­φα­νί­ζε­ται αι­φ­νι­δίως, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας με πά­θος ό­τι κα­νείς δεν μπο­ρεί να μεί­νει α­μέ­το­χος. Ως “λυ­ρι­κό ξέ­σπα­σμα” ε­κλα­μ­βά­νουν τη δρα­μα­τι­κή του ε­πί­κλη­ση: “Το χρω­στά­με στα παι­διά μας, ρε γα­μώ­το!”
Απ’ την πλευ­ρά της γυ­ναί­κας
Η Κα­τε­ρί­να πλη­σιά­ζει τα τριά­ντα. Δού­λευε ως δα­σκά­λα γα­λ­λι­κών, α­λ­λά, στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, εί­ναι ά­νε­ρ­γη, χω­ρίς αυ­τό να την στε­νο­χω­ρεί. Γε­νι­κώς, “προ­βλη­μα­τί­ζε­ται για το τι θα κά­νει στη ζωή της”. Συ­γ­γε­νείς πρώ­του βα­θ­μού δεν έ­χει ε­κτός α­πό τη μη­τέ­ρα της που δια­τη­ρεί μα­γα­ζί στην Ελα­σ­σό­να και δεν της “πο­λυ­μι­λά”. Ένας, μά­λ­λον ο τε­λευ­ταίος, δε­σμός της έ­χει δια­λυ­θεί πριν τρία χρό­νια. Η α­φή­γη­ση α­φή­νει να ε­ν­νο­η­θεί κοι­νή συ­ναι­νέ­σει. Στις πα­ραι­νέ­σεις της φί­λης της να μην δε­σμευ­τεί με κά­ποιον, που δεν τον έ­χει δο­κι­μά­σει στο κρε­βά­τι, α­πα­ντά ό­τι “σεξ έ­χει κά­νει α­ρ­κε­τό στη ζωή της”. Αυ­τό που νιώ­θει για τον Παύ­λο, τον ά­ντρα που ή­ρ­θε ου­ρα­νο­κα­τέ­βα­τος και έ­γι­νε το κέ­ντρο του κό­σμου, “εί­ναι σε έ­να α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο”.
Να ση­μειώ­σου­με ό­τι η φί­λη της Κλέ­λια πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν μια προ­σ­γειω­μέ­νη κο­πέ­λα. Ο ρό­λος της στο μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι βο­η­θη­τι­κός, προς α­νά­δει­ξη της ευαί­σθη­της ψυ­χο­σύ­ν­θε­σης της συ­γκα­τοί­κου της, που εί­ναι το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο. Εδώ, πρό­κει­ται για μια κλα­σι­κή πε­ρί­πτω­ση του έ­ρω­τα ως ε­μ­μο­νή. Όσο ο ά­λ­λος α­δια­φο­ρεί, τό­σο η ε­ρω­τευ­μέ­νη ε­πι­μέ­νει. Ού­τε η α­πό­ρ­ρι­ψη την κά­μπτει. Ο Παύ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος μοιά­ζει με κι­νού­με­νη ά­μ­μο, δεν α­πο­κα­λύ­πτει κα­νέ­να στοι­χείο ταυ­τό­τη­τας, συ­νε­χώς ε­ξα­φα­νί­ζε­ται, πα­ρου­σιά­ζει α­πό­το­μες α­λ­λα­γές διά­θε­σης. Ακρι­βώς, ό­λα ε­κεί­να, που με­γα­λώ­νουν την ε­πι­θυ­μία μιας ε­ρω­τευ­μέ­νης γυ­ναί­κας. Από την πλευ­ρά της, συ­μ­βά­λ­λει η πα­ντε­λής έ­λ­λει­ψη ε­ν­δια­φε­ρό­ντων, α­πα­σχό­λη­σης, φί­λων, που κά­νει τη σκέ­ψη της να στρέ­φε­ται συ­νε­χώς γύ­ρω α­πό ε­κεί­νον. Κα­τά τον πα­π­πού Φρόυ­ντ, πρό­κει­ται για μα­ζο­χι­στι­κό πει­θα­να­γκα­σμό, που δη­μιου­ρ­γεί στους ά­λ­λους την ε­ντύ­πω­ση της πα­ρά­νοιας.
Ο Χει­μω­νάς πε­ρι­γρά­φει αυ­τήν τη σχέ­ση α­πό την πλευ­ρά της γυ­ναί­κας, δη­μιου­ρ­γώ­ντας α­τμό­σφαι­ρα μυ­στη­ρίου γύ­ρω α­πό τα αί­τια της συ­μπε­ρι­φο­ράς του Παύ­λου. Η λύ­ση, που δί­νει στα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια, εί­ναι ι­κα­νο­ποιη­τι­κή για έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα που δεν φι­λο­δο­ξεί πλο­κή α­στυ­νο­μι­κού τύ­που. Το βα­σι­κό εί­ναι η α­πο­κά­λυ­ψη, ό­τι ο Παύ­λος “κα­τά­γε­ται α­πό έ­να α­πό τα πιο α­ρι­στο­κρα­τι­κά σό­για της Αθή­νας”, με ε­πι­χει­ρή­σεις στο Λο­ν­δί­νο. Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για έ­ναν τύ­πο, που α­νή­κει σε ε­κεί­νο το μι­κρό μέ­ρος του πλη­θυ­σμού, που δεν το α­γ­γί­ζει η κρί­ση. Ίσως, μό­νο, να το βυ­θί­ζει βα­θύ­τε­ρα στις “σκο­τει­νές” δο­σο­λη­ψίες του. Η μυ­θο­πλα­σία φρο­ντί­ζει να δι­καιο­λο­γή­σει την αμ­φί­θυ­μη διά­θε­σή του με το σοκ ε­νός θα­να­τη­φό­ρου τραυ­μα­τι­σμού.
Τα πρό­σω­πα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος α­πο­βαί­νουν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά, α­κρι­βώς για­τί εί­ναι ε­γκλω­βι­σμέ­να στον μι­κρό­κο­σμό τους. Την Κα­τε­ρί­να δεν την ε­ν­δια­φέ­ρουν οι πο­ρείες, οι φα­σα­ρίες, τα ΜΑ­Τ, τα χη­μι­κά, ού­τε ο πι­θα­νός νε­κρός δια­δη­λω­τής. Μό­νο ο Παύ­λος. Πριν χά­σει τε­λείως τον συ­ναι­σθη­μα­τι­κό έ­λε­γ­χο, α­πο­πει­ρά­ται να δια­φύ­γει. Ακο­λου­θεί τον πρώην της για μό­νι­μη ε­γκα­τά­στα­ση στο Πα­ρί­σι. Αλλά η α­νία και η έ­λ­λει­ψη κά­ποιου αι­σθη­μα­τι­κού α­ντι­πε­ρι­σπα­σμού την φέ­ρ­νουν πί­σω. Το ε­ρώ­τη­μα που θέ­τει πλα­γίως το μυ­θι­στό­ρη­μα του Χει­μω­νά εί­ναι μή­πως χα­ρα­κτή­ρες, ό­πως αυ­τοί που σκια­γρα­φεί, α­πο­τε­λούν α­να­πό­σπα­στο κο­μ­μά­τι της ση­με­ρι­νής κοι­νω­νίας και της ε­πο­χής μας, το ί­διο ε­πι­τυ­χη­μέ­νοι με τους πα­λαιό­τε­ρους ή­ρωές του.
Επι­ση­μά­ν­θη­κε ως α­δυ­να­μία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος το ό,τι πα­ρου­σιά­ζει την Ελλά­δα της κρί­σης να μην α­γ­γί­ζει κα­νέ­ναν α­πό τους πρω­τα­γω­νι­στές. Μή­πως, ό­μως, αυ­τό α­κρι­βώς εί­ναι το σύ­μπτω­μα μιας με­ρί­δας του συ­λ­λο­γι­κού σώ­μα­τος; Στα γε­γο­νό­τα, ό­ταν γί­νε­ται “σκο­τω­μός, μπά­τσοι, κου­κου­λο­φό­ροι, δα­κρυ­γό­να”, οι πρω­τα­γω­νι­στές δεν τρέ­χουν α­λ­λό­φρο­νες, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν. Σύ­μ­φω­να με το μυ­θι­στό­ρη­μα, πά­νε για να χα­ζέ­ψουν και με­τά την “κά­νου­ν”. Ο κα­θέ­νας προς τα ό­που μπο­ρεί. Άλλος για το Πα­ρί­σι, ά­λ­λος για το γε­νέ­θλιο τό­πο κι ά­λ­λος, το συ­νη­θέ­στε­ρο, στην α­να­παυ­τι­κή πο­λυ­θρό­να της τη­λεό­ρα­σης.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 21/7/2013.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Φιλόδοξο βήμα

Φράνσις
Μπέικον,
«Σπουδή για
προσωπογραφία», 1971.



Πά­νος Τσί­ρος
«Δεν εί­ν’ έ­τσι;»
Εκδό­σεις Μι­κρή Άρκτος
Μάρ­τιος 2013

Πέ­ντε χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του πρώ­του βι­βλίου του Πά­νου Τσί­ρου, «Φέρ­τε μου το κε­φά­λι της Μα­ρίας Κέν­σο­ρα», εκ­δό­θη­κε το δεύ­τε­ρο. Πρό­κει­ται και πά­λι για έ­να ο­λι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο με διη­γή­μα­τα. Συ­μπτω­μα­τι­κά, τα δυο βι­βλία α­ριθ­μούν τον ί­διο α­ριθ­μό σε­λί­δων, 92. Αλλά­ζουν, ό­μως, το σχή­μα και η τυ­πο­τε­χνι­κή φυ­σιο­γνω­μία, κα­θώς άλ­λα­ξε ο εκ­δό­της. Από τις εκ­δό­σεις Γα­βριη­λί­δης το πρώ­το, α­πό την δι­σκο­γρα­φι­κή και εκ­δο­τι­κή ε­ται­ρεία Μι­κρή Άρκτος το δεύ­τε­ρο. Μι­κρός και ο δεύ­τε­ρος εκ­δο­τι­κός οί­κος, σύμ­φω­να και με την ε­πω­νυ­μία του, δέ­κα ε­πτά έ­τη με­τά την ί­δρυ­σή του, βου­τά στον ω­κε­α­νό της πε­ζο­γρα­φίας, δια­ψεύ­δο­ντας το ι­σχύον για την “α­εί­πο­τε πε­ρί τον πό­λον στρε­φό­με­νη­ν” Μι­κρή Άρκτο, το “μη­δέ­πο­τε εις τον ω­κε­α­νόν βυ­θι­ζο­μέ­νη­ν”. Ο εκ­δό­της, Πα­ρα­σκευάς Κα­ρα­σού­λος, με­τά την περ­σι­νή δι­πλή ε­πέ­τειο της συ­μπλή­ρω­σης πέ­ντε δε­κα­ε­τιών βίου και δυό­μι­σι στι­χουρ­γι­κής πα­ρου­σίας, και α­φού φρό­ντι­σε καλ­λι­τέ­χνες και ποιη­τές, α­πο­φά­σι­σε να κά­νει τό­πο και στους πε­ζο­γρά­φους. Ξε­κι­νά με τη διη­γη­μα­το­γρα­φία. Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Τσί­ρου εί­ναι το πρώ­το, ό­πως α­να­κοί­νω­σε, στη σει­ρά «Διη­γή­σεις».
Οκτώ χρό­νια νεό­τε­ρός του ο Τσί­ρος, πα­ρου­σιά­στη­κε με ε­κεί­νο το πρώ­το βι­βλίο, χω­ρίς προ­η­γού­με­νες δη­μο­σιεύ­σεις σε έ­ντυ­πα. Δεν έ­μει­νε α­μνη­μό­νευ­το το πό­νη­μά του. Επι­σή­μως, κα­τα­γρά­φτη­καν τέσ­σε­ρις πα­ρου­σιά­σεις, που συ­να­γω­νί­ζο­νται σε ε­παί­νους. Διά­κρι­ση δεν α­πέ­σπα­σε, ού­τε καν πρό­κρι­ση στη βρα­χεία λί­στα του Βρα­βείου Δια­βά­ζω για πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Εκεί­νη τη χρο­νιά, το Βρα­βείο δό­θη­κε στην Σταυ­ρού­λα Σκα­λί­δη, ε­νώ, του διη­γή­μα­τος, στην ε­πί­σης πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη Μα­ρία Κου­γιουμτ­ζή. Το Κρα­τι­κό Βρα­βείο διη­γή­μα­τος –πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου δεν εί­χε α­κό­μη προ­κύ­ψει– στην Ευ­γε­νία Φα­κί­νου. Πά­ντως, το βι­βλίο δεν λη­σμο­νή­θη­κε. Υπήρ­ξαν αρ­γο­πο­ρη­μέ­νες πα­ρου­σιά­σεις, πι­θα­νώς α­πόρ­ροια των σχέ­σεων, που εί­χε αρ­χί­σει να έ­χει ο συγ­γρα­φέ­ας με το χώ­ρο του βι­βλίου. Άλλω­στε, δεν θα πρέ­πει να εί­ναι τυ­χαία η με­τα­στέ­γα­σή του σε εκ­δο­τι­κό οί­κο ο­μό­τε­χνού του.
Το βιο­γρα­φι­κό στο αυ­τά­κι του βι­βλίου έ­μει­νε το ί­διο, πλην της προ­σθή­κης της έκ­δο­σης του πρώ­του βι­βλίου και φω­το­γρα­φίας. Μια πλη­ρο­φο­ρία, που κα­νείς συ­γκρα­τεί, εί­ναι το θέ­μα των με­τα­πτυ­χια­κών σπου­δών του στο Λον­δί­νο. Ασχο­λή­θη­κε με το «Tractatus Logico-Philosophicus» του Βίτ­γκεν­σταϊν. Στη συ­νέ­χεια, ε­γκα­τέ­λει­ψε τις σπου­δές φι­λο­σο­φίας για τη Μέ­ση Εκπαί­δευ­ση. Αν και πο­τέ δεν ξέ­ρεις. Και ο Βίτ­γκεν­σταϊν διέ­κο­ψε την ε­να­σχό­λη­σή του με τη φι­λο­σο­φία και με­τά δέ­κα χρό­νια ε­πα­νήλ­θε. Όπως και να έ­χει, ε­κεί­νο το πρώ­το έρ­γο του αυ­στρια­κού φι­λό­σο­φου ε­ξα­κο­λου­θεί να τον α­πα­σχο­λεί. Μά­λι­στα, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του δεί­χνει ό­τι τον έ­χει ε­πη­ρεά­σει ο φι­λο­σο­φι­κός στο­χα­σμός και της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου του Βίτ­γκεν­σταϊν. Αν τα πρώ­τα διη­γή­μα­τά του α­ντα­να­κλούν τον προ­βλη­μα­τι­σμό του νε­α­ρού Βίτ­γκεν­σταϊν, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του α­κο­λου­θεί τον αυ­στρια­κό φι­λό­σο­φο στις α­να­ζη­τή­σεις του κα­τά τα ύ­στε­ρα χρό­νια, ό­πως αυ­τές κα­τα­γρά­φτη­καν στο δεύ­τε­ρο με­γά­λο έρ­γο του, τις «Φι­λο­σο­φι­κές έ­ρευ­νες».
Ήδη, στο πρώ­το διή­γη­μα του πρώ­του βι­βλίου, με τίτ­λο, «Χω­ρίς στό­μα», λαν­θά­νει η έ­βδο­μη και τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της «Λο­γι­κό-Φι­λο­σο­φι­κής Πραγ­μα­τείας» (ό­πως α­πο­δό­θη­κε ο τίτ­λος του «Tractatus...» στα ελ­λη­νι­κά, σύμ­φω­να με τον τίτ­λο του πρω­τό­τυ­που «Logisch-Philosophische Abhandlung»): “Για ό­σα δεν μπο­ρεί να μι­λά­ει κα­νείς, πρέ­πει να σω­παί­νει.” Το τι μπο­ρεί να ει­πω­θεί και να γί­νει κα­τα­νο­η­τό α­πό τον άλ­λο, δη­λα­δή η φύ­ση της γλώσ­σας, ή­ταν το θε­με­λιώ­δες πρό­βλη­μα, που έ­θε­σε ο αυ­στρια­κός φι­λό­σο­φος. Η α­πά­ντη­ση, στην ο­ποία κα­τέ­λη­ξε, γκρό­σο μό­ντο, ή­ταν ό­τι οι μό­νες κα­τα­νο­η­τές προ­τά­σεις εί­ναι ε­κεί­νες που δί­νουν μια ει­κό­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Από τα ό­ρια της γλώσ­σας, έ­νας συγ­γρα­φέ­ας περ­νά­ει σε ε­κεί­να της λο­γο­τε­χνίας. Στα πρώ­τα διη­γή­μα­τα, ο Τσί­ρος δο­κι­μά­ζει τα ό­ρια της ρε­α­λι­στι­κής α­φή­γη­σης. Οι ή­ρωές του, ε­κτός α­πό τους αν­θρώ­πους του πε­ρί­γυ­ρού τους, συγ­χρω­τί­ζο­νται με τους νε­κρούς τους, ό­πως και με τους προ­σφι­λείς τους πα­ρελ­θο­ντι­κών χρό­νων, με την υ­πό­στα­ση που ε­κεί­νοι εί­χαν τό­τε. Στο πα­ρόν, μπο­ρεί να εί­ναι μεν ζω­ντα­νοί, ό­μως εί­ναι άλ­λοι, κα­θώς, στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου, δια­φο­ρο­ποιή­θη­κε η υ­πό­στα­σή τους. Αυ­τή η συμ­βίω­ση, που νο­ε­ρά γί­νε­ται σαν προέ­κτα­ση των κα­θη­με­ρι­νών συ­να­να­στρο­φών, δεν χω­ρά­ει στον πραγ­μα­τι­κό χώ­ρο. Η ε­πι­τυ­χία των διη­γη­μά­των έ­γκει­ται στον τρό­πο με τον ο­ποίο η α­φή­γη­ση περ­νά­ει στο χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού ή συ­μπλη­ρώ­νει μια ει­κό­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με προ­σφυ­γές στο πα­ρά­λο­γο.
Στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο, κερ­δί­ζει έ­δα­φος η ρε­α­λι­στι­κή α­φή­γη­ση. Δεν υ­πάρ­χουν πα­ρεκ­βά­σεις προς το φα­ντα­στι­κό, ε­νώ το πα­ρά­λο­γο πε­ριο­ρί­ζε­ται στο χώ­ρο των ο­νεί­ρων, τα ο­ποία και πλη­θαί­νουν. Οκτώ τα διη­γή­μα­τα του πρώ­του βι­βλίου, δέ­κα τέσ­σε­ρα τα πε­ζά του δεύ­τε­ρου, που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται και αυ­τά διη­γή­μα­τα. Ωστό­σο, δια­βά­ζο­ντάς τα δη­μιουρ­γεί­ται η αί­σθη­ση της συ­νέ­χειας, με το τε­λευ­ταίο πε­ζό να θέ­τει υ­πό αί­ρε­ση τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του βι­βλίου ως συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Αυ­τό το δέ­κα­το τέ­ταρ­το πε­ζό φέ­ρει τον τίτ­λο, «Επί­λο­γος», και έ­χει, σε μι­κρο­γρα­φία, τη μορ­φή του «Tractatus...», ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει και ο α­φη­γη­τής. Απο­τε­λεί­ται α­πό μια σει­ρά πα­ρα­τη­ρή­σεις πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νες και α­ριθ­μη­μέ­νες με δε­κα­δι­κή α­ρίθ­μη­ση. Δη­λα­δή, κα­θε­μία α­πό τις κύ­ριες πα­ρα­τη­ρή­σεις α­κο­λου­θεί­ται α­πό ά­λυ­σο προ­τά­σεων, που φέ­ρουν έ­να δεύ­τε­ρο δε­κα­δι­κό ψη­φίο. Οι κύ­ριες προ­τά­σεις του «Επι­λό­γου» εί­ναι έ­ξι, έ­να­ντι των ε­πτά θέ­σεων του «Tractatus...».
Στη δεύ­τε­ρη πρό­τα­ση του «Επι­λό­γου», ο α­φη­γη­τής ση­μειώ­νει: “Όλες οι προ­η­γού­με­νες ι­στο­ρίες α­φο­ρούν ά­με­σα ή έμ­με­σα τον φί­λο μου.” Ου­σια­στι­κά, α­να­τρέ­πει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό διη­γή­μα­τα, προϊδεά­ζο­ντας για την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή υ­φή του βι­βλίου του. Μά­λι­στα, μο­ντερ­νί­στι­κη, α­φού, σε μια ε­πό­με­νη πρό­τα­ση, δη­λώ­νει ό­τι δεν α­κο­λού­θη­σε “ευ­θύ­γραμ­μη ο­μα­λή α­φή­γη­ση”. Ενώ, σε μια άλ­λη, κα­το­πι­νή της πρό­τα­ση, δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη πως “μια ι­στο­ρία κα­τα­σκευά­ζε­ται ό­πως έ­να παζλ. Δεν έ­χει ση­μα­σία ποιο κομ­μά­τι θα βά­λεις πρώ­τα.” Γε­γο­νός που μπο­ρεί να ι­σχύει για τον τρό­πο γρα­φής, μό­νο που αυ­τός ο ά­ναρ­χος τρό­πος α­πο­βαί­νει προ­βλη­μα­τι­κός, ό­ταν δια­τη­ρεί­ται στην τε­λι­κή μορ­φή. Οι ε­πό­με­νες προ­τά­σεις, ω­στό­σο, υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα πα­ρό­μοιων α­φη­γη­μα­τι­κών πει­ρα­μα­τι­σμών. Στην τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της πέ­μπτης α­λύ­σου, συ­νο­ψί­ζει: “Αλλά αυ­τό που θέ­λου­με να πού­με κα­θρε­φτί­ζε­ται μέ­σα σ’ αυ­τό που γρά­φου­με.”
Τι θέ­λει, λοι­πόν, να πει ο συγ­γρα­φέ­ας; Έμμε­σα δί­νε­ται η α­πά­ντη­ση, με τους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους που υιο­θε­τεί, τη δο­μή που δί­νει στο βι­βλίο, και, πρώ­τα α­π’ ό­λα, με τον τίτ­λο. Το “δεν εί­ν’ έ­τσι;” του τίτ­λου, εκ­φρά­ζει την α­βε­βαιό­τη­τα του α­φη­γη­τή. Δυο α­πό τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια στις «Φι­λο­σο­φι­κές έ­ρευ­νες» του Βίτ­γκεν­σταϊν φέ­ρουν τους τίτ­λους, «Πε­ρί α­βε­βαιό­τη­τας» και «Τα ε­ντός μας». Το ε­ρώ­τη­μα που ε­κεί­νος έ­θε­τε ή­ταν το πώς μπο­ρώ να γνω­ρί­ζω τα αι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις του άλ­λου. Δεν μπο­ρώ να ε­ξο­μοιώ­σω την ε­μπει­ρία του με τη δι­κή μου, αλ­λά ού­τε και να στη­ρι­χτώ στη δι­κή του λε­κτι­κή δια­τύ­πω­ση για το τι αι­σθά­νε­ται. Ακό­μη κι αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι ο άλ­λος εί­ναι ει­λι­κρι­νής και δεν υ­πο­κρί­νε­ται. Ο α­φη­γη­τής του Τσί­ρου πε­ρι­γρά­φει δρά­σεις και α­ντι­δρά­σεις των χα­ρα­κτή­ρων, με­τα­φέ­ρο­ντας ό­σα του λέ­νε. Για τις σκέ­ψεις και τα αι­σθή­μα­τά τους, ό­μως, ελ­λο­χεύει πά­ντο­τε η αμ­φι­βο­λία, δη­λα­δή κα­τά πό­σο εί­ναι πράγ­μα­τι έ­τσι.
Ένας τρό­πος πα­ρου­σία­σης του βι­βλίου θα ή­ταν η α­να­διά­τα­ξη του παζ­λ, σε μια α­πό­πει­ρα να α­πο­κα­τα­στα­θεί η χρο­νι­κή αλ­λη­λου­χία. Με ε­ξαί­ρε­ση το έ­βδο­μο κε­φά­λαιο, στα υ­πό­λοι­πα θα μπο­ρού­σε ο α­φη­γη­τής να εί­ναι κοι­νός. Οι τέσ­σε­ρις τό­ποι, στους ο­ποίους ε­κεί­νος βρί­σκε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, ο­δη­γούν σε τέσ­σε­ρις πε­ριό­δους της ζωής του. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μέ­νει α­πο­ρία, για­τί ως ε­ξώ­φυλ­λο ε­πι­λέχ­θη­κε πί­να­κας α­πό μια πέ­μπτη πό­λη, το Βε­λι­γρά­δι. Στην πρώ­τη χρο­νι­κά ε­νό­τη­τα, πέ­ντε κε­φα­λαίων (2,4,6,8,11), με τίτ­λους τα ο­νό­μα­τα προ­σώ­πων και συμ­βά­ντων γύ­ρω α­πό τα ο­ποία στρέ­φε­ται το κά­θε κε­φά­λαιο, ο α­φη­γη­τής κά­νει με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, σχε­τι­κές με τη φι­λο­σο­φία και τον Βίτ­γκεν­σταϊν, ό­πως λέει στην κο­πέ­λα του μπαρ που φλερ­τά­ρει. Της διη­γεί­ται και την υ­πό­θε­ση μιας ται­νίας που εί­δε τε­λευ­ταία, τον «Κρυμ­μέ­νο» του Μί­κα­ελ Χά­νε­κε. Πρό­κει­ται για α­φη­γη­μα­τι­κό τέ­χνα­σμα, ώ­στε να α­να­φερ­θεί πλα­γίως στο τι ση­μαί­νει πα­ρα­κο­λου­θώ τις ζωές των άλ­λων.
Σε αυ­τήν την ε­νό­τη­τα, υ­πάρ­χει μια υ­πο­τυ­πώ­δης πλο­κή. Πα­ρου­σιά­ζε­ται ο φί­λος του α­φη­γη­τή, που εί­ναι, σύμ­φω­να με τον «Επί­λο­γο», “ο ά­ξο­νας του βι­βλίου”. Τον α­να­φέ­ρει ως Δ. και εί­ναι συ­γκά­τοι­κός του. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει συ­γκε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα, ό­πως η ε­πί­σκε­ψη των γο­νιών του Δ. και οι τυ­χαίες συ­να­ντή­σεις με γνω­στά του πρό­σω­πα. Η συ­νέ­χεια δί­νε­ται στο μο­να­δι­κό κε­φά­λαιο της δεύ­τε­ρης ε­νό­τη­τας (12), στο ο­ποίο ο α­φη­γη­τής εί­ναι φα­ντά­ρος στην Κο­μο­τη­νή. Αυ­τή η ε­νό­τη­τα, α­ντί του εκ των υ­στέ­ρων δη­λω­τι­κού τίτ­λου, «Χη­μι­κό ερ­γα­στή­ρι», θα μπο­ρού­σε να έ­χει τον κυ­ριο­λε­κτι­κό, «Το τη­λε­φώ­νη­μα», κα­θώς το μό­νο που συμ­βαί­νει εί­ναι έ­να τη­λε­φώ­νη­μα α­πό τον Δ., πα­ρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς, στο στρα­τό­πε­δο. Εκεί­νος εί­ναι α­κό­μη φοι­τη­τής στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και του ζη­τά­ει βοή­θεια. Η έκ­βα­ση δί­νε­ται ε­πι­γραμ­μα­τι­κά στον «Επί­λο­γο», σε ε­πί μέ­ρους πρό­τα­ση της υ­π’ α­ριθ­μό τρί­της α­λύ­σου: “Τε­λι­κά τη βοή­θεια που μου ζή­τη­σε δεν του την έ­δω­σα. Δεν ή­θε­λα να μπλέ­ξω.”
Σύ­ντο­μες και κο­φτές οι προ­τά­σεις, πε­ριο­ρί­ζο­νται στην πε­ρι­γρα­φή δρά­σεων και τη με­τα­φο­ρά δια­λό­γων, που δεί­χνουν κοι­νό­το­ποι, κα­θώς α­να­πα­ρά­γουν ό­σα συ­νή­θως λέ­γο­νται σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­στά­σεις. Κά­ποιοι χα­ρα­κτή­ρες διη­γού­νται πα­ρελ­θο­ντι­κές ι­στο­ρίες, τις ο­ποίες ε­πί­σης με­τα­φέ­ρει ο α­φη­γη­τής. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, αυ­τός δεν σχο­λιά­ζει, σαν να κρα­τά α­πο­στά­σεις. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, δί­νει α­φη­γη­μα­τι­κή υ­πό­στα­ση στη θέ­ση του αυ­στρια­κού δα­σκά­λου του ό­τι ε­κεί­νο που μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί εί­ναι οι εκ­φρά­σεις της αν­θρώ­πι­νης ζωής. Από ό,τι ε­ξω­τε­ρι­κεύε­ται και μό­νο, συ­νά­γου­με χα­ρα­κτή­ρες και αι­σθή­μα­τα. Οδη­γού­με­νοι α­πό αυ­τά, θα μπο­ρού­σα­με να ταυ­τί­σου­με τον ελ­λεί­πο­ντα α­φη­γη­τή του έ­βδο­μου κε­φα­λαίου με έ­ναν α­πό τους γνω­στούς τού κυ­ρίως α­φη­γη­τή. Συ­γκε­κρι­μέ­να, τον αλ­κοο­λι­κό Λά­ζα­ρο του έ­κτου κε­φα­λαίου. Χω­ρίς να εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, κα­θώς τα πε­ζά δια­τη­ρούν την αυ­το­νο­μία τους. Με­ρι­κά, μά­λι­στα, δια­θέ­τουν α­ρε­τές διη­γή­μα­τος
Στην τρί­τη ε­νό­τη­τα, τεσ­σά­ρων κε­φα­λαίων (5,9,10,13), με πε­ρι­φρα­στι­κούς ή και αλ­λη­γο­ρι­κούς τίτ­λους, ο α­φη­γη­τής εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος στην Αθή­να με γυ­ναί­κα έ­γκυο στον έ­κτο μή­να. Εδώ, ε­στιά­ζει στον ε­αυ­τό του. Ένας έν­δον λό­γος, που α­να­κυ­κλώ­νει σκέ­ψεις, αι­σθή­μα­τα και ε­νο­χές, για­τί δεν κα­τά­λα­βε τι ζη­τού­σαν οι άλ­λοι α­πό αυ­τόν. Όλοι πά­σχο­ντες, που α­γω­νιού­σαν να ξε­πε­ρά­σουν τις ε­ξαρ­τή­σεις τους α­πό αν­θρώ­πους, αλ­κοό­λ, ναρ­κω­τι­κές ου­σίες. Για το μό­νο πρό­σω­πο, που ο α­φη­γη­τής εκ­δη­λώ­νει συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έ­γνοια, εί­ναι η σύ­ζυ­γος του. Κι αυ­τό, για­τί κυο­φο­ρεί την κό­ρη του. Κα­θρέ­φτης της ψυ­χι­κής του κα­τά­στα­σης εί­ναι τα ό­νει­ρα. Λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­φιαλ­τι­κά, τα κα­τα­γρά­φει με τη ζω­ντά­νια που δια­τη­ρούν για έ­ναν ε­λά­χι­στο χρό­νο με­τά το ξύ­πνη­μα. Ως κύ­ρια μορ­φή σε αυ­τά, προ­βάλ­λει ο πα­τέ­ρας. Γύ­ρω α­πό αυ­τόν και τα φροϋδι­κά υ­πο­κα­τά­στα­τά του στρέ­φο­νται δυο α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα του βι­βλίου, το «Χαρ­τα­ε­τός» και το «Ο γέ­ρος στο σπί­τι», που θα μπο­ρού­σαν να δώ­σουν τρο­φή σε ε­κτε­νή ψυ­χα­να­λυ­τι­κή α­νά­πτυ­ξη.
Σε μια α­πό τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του «Επι­λό­γου», ο α­φη­γη­τής προσ­διο­ρί­ζει: “Την πε­ρίο­δο που έ­γρα­ψα την ι­στο­ρία πε­ρί­με­να τη γέν­νη­ση της κό­ρης μου.” Αν δώ­σου­με βά­ση στο λό­γο του, η ε­να­πο­μέ­νου­σα ε­νό­τη­τα, δυο κε­φά­λαιων (1,3), με τους πα­ρά­ξε­νους τίτ­λους, «Δια­χεί­ρι­ση ποιό­τη­τας» και «Έχω δώ­σει τη ζωή μου», μέ­νει ε­κτός χρο­νι­κής αλ­λη­λου­χίας. Σε αυ­τήν ο α­φη­γη­τής ερ­γά­ζε­ται στο Λον­δί­νο και κα­τοι­κεί μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό και την πε­θε­ρά του. Στην πρώ­τη πρό­τα­ση του πρώ­του κε­φα­λαίου, με το που α­νοί­γει το βι­βλίο, ε­κεί­νος μνη­μο­νεύει τη σο­βού­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, πε­ρι­γρά­φο­ντας το ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο λον­δρέ­ζι­κο κέ­ντρο. Ανα­φέ­ρε­ται στον ε­αυ­τό του, την κα­θη­με­ρι­νή ρου­τί­να της ερ­γα­σίας του σε μια ε­ται­ρεία, ε­πι­μέ­νει σε κι­νή­σεις και συ­να­ντή­σεις. Χρη­σι­μο­ποιεί προ­σε­κτι­κή γλώσ­σα, ε­πι­δει­κνύο­ντας ορ­θο­λο­γι­στι­κή διά­θε­ση, που έ­χει κά­τι το μη­χα­νι­στι­κό, σαν να δί­νει α­να­φο­ρά σε α­νώ­τε­ρό του. Ο τό­νος αλ­λά­ζει ό­ταν α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τον τό­πο ερ­γα­σίας, στα συ­να­πα­ντή­μα­τα με με­τα­νά­στες στις δι­κές τους γει­το­νιές. Με τα δυο κε­φά­λαια αυ­τής της ε­νό­τη­τας, δη­μιουρ­γεί­ται α­πό την αρ­χή μια ορ­γουε­λι­κή α­τμό­σφαι­ρα, που, α­κο­λου­θώ­ντας την πα­ρά­τα­ξη των πε­ζών στο βι­βλίο, γί­νε­ται ό­λο και πιο α­πει­λη­τι­κή, φθά­νο­ντας να ε­ξαν­τλή­σει τις α­ντο­χές του α­φη­γη­τή, που βρί­σκε­ται τε­λι­κά σπρωγ­μέ­νος ε­κτός κοι­νω­νι­κού πε­ρί­γυ­ρου.
Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Τσί­ρου εί­ναι φι­λό­δο­ξο. Μπο­ρεί α­πό την κρι­τι­κή να ε­κτι­μη­θεί λι­γό­τε­ρο α­πό το πρώ­το, ό­πως συ­νέ­βη με το δεύ­τε­ρο έρ­γο του Βίτ­γκεν­σταϊν, που θεω­ρή­θη­κε αι­νιγ­μα­τι­κό. Εκεί­νος το εί­χε γρά­ψει με τους πό­νους του καρ­κι­νο­πα­θούς, αρ­νού­με­νος τη νο­σο­κο­μεια­κή πε­ρί­θαλ­ψη. Εί­χε προ­τι­μή­σει να συ­νε­χί­σει τις φι­λο­σο­φι­κές του έ­ρευ­νες, στο­χα­ζό­με­νος πά­νω στην έν­νοια του πό­νου. Πέ­θα­νε την ί­δια μέ­ρα με τον Κα­βά­φη, 18 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­πι­βιώ­νο­ντας δυο χρό­νια πε­ρισ­σό­τε­ρα. Το 1951, στα 72. Το φι­λο­σο­φι­κό πνεύ­μα που ε­πι­κρα­τού­σε τό­τε ή­ταν ξέ­νο προς τον δι­κό του στο­χα­σμό. Όπως, κα­λή ώ­ρα, το πνεύ­μα που ε­πι­κρα­τεί στο χώ­ρο της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας ως προς το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Τσί­ρου. Μό­νο που αυ­τός εί­ναι έ­νας μά­χι­μος, ε­τών 43. Εδώ, το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι αν θα κρα­τή­σει ψη­λά τον πή­χυ των ε­πι­διώ­ξεων ή θα εν­δώ­σει.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/7/2013.