Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Έτος Δημητρίου Βικέλα


Επτά πόλεις ερίζουν περί της καταγωγής του Ομήρου. Επτά, αν όχι και περισσότερες, θα αναμενόταν να ερίζουν, διεκδικώντας μερίδιο από τους εορτασμούς για το επετειακό έτος Δημητρίου Βικέλα. Στις 7 Ιουλίου 1908 πέθανε ο Βικέλας και εφέτος τιμούμε την εκατονταετηρίδα του. Αν, βεβαίως, οι υπεύθυνοι επί των πολιτιστικών πραγμάτων της χώρας εκτιμούσαν τον Βικέλα. Αλλά πολλοί εξ αυτών ούτε κατ' όνομα δεν φαίνεται να τον γνωρίζουν. Ως κάποιο λογοτέχνη της εποχής, αορίστως, τον είχε αναφέρει ένας υφυπουργός, προ δωδεκαετίας, κατά τους εορτασμούς για την εκατονταετηρίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Πόσω μάλλον η γαλλίς διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, όταν, μέσα στο γενικό αναβρασμό του Υπουργείου Πολιτισμού κατά τις πρώτες ημέρες του έτους, επειγόταν να ανακοινώσει δραστηριότητες. Έτσι προέκυψε έτος Καραγάτση το 2008 και μάλιστα, όχι με εξαγγελίες (αναφερόμαστε στην πρώτη ανακοίνωση του 1/4ακέφαλου1/2 ΕΚΕΒΙ κατά την 15η Ιανουαρίου 2008) για συνέδρια και βιβλιογραφικές εργασίες, που, λίγο-πολύ, όλοι οι έλληνες συγγραφείς έχουν ανάγκη, ακόμη και ο σχετικά μελετημένος Καραγάτσης, αλλά με την ανακοίνωση πως θα καταβληθεί προσπάθεια να καταστεί γνωστός ο Καραγάτσης με κινητές εκθέσεις στα σχολεία εντός και εκτός Ελλάδος. Υποθέτουμε πως εννοούσε σε όσες πόλεις και χωριά δεν φτάνει η τηλεόραση και τα παιδιά στερούνται της ευκαιρίας μέσω των τηλεοπτικών σειρών να εμπεδώσουν τον μυθιστορηματικό του κόσμο.
1/4πως κι αν έχει, για να τελειώνουμε με τις εφετινές εκατονταετηρίδες, εορταζόμενες και μη, δεκατέσσερις ημέρες πριν το θάνατο του Βικέλα στην Κηφισιά, συγκεκριμένα, στις 23 Ιουνίου 1908, σε κάποια κεντρική κλινική των Αθηνών, γεννιόταν ο Δημήτρης Ροδόπουλος, που έμελλε να μείνει στην ιστορία των γραμμάτων ως Μ. Καραγάτσης. Ενώ, τρεις μήνες και δέκα μέρες μετά το θάνατο του Βικέλα, συγκεκριμένα στις 27 Οκτωβρίου 1908, στην συμπρωτεύουσα, είδε το φως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Αυτά, τουλάχιστον για τους μείζονες.
Αδικημένος πίστευε ο Άλκης Αγγέλου πως είναι ο Βικέλας, όπως έγραφε το 1997, καθώς συγκροτούσε τα οκτάτομα Άπαντά του, υπό την αιγίδα του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων. Κι αυτό, γιατί μια κυρίαρχη μορφή, με πολύπλευρη δράση, όπως αυτός, δεν μπορεί να χωρέσει σε μια ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπου, κατ' ανάγκην, μνημονεύεται μόνο ο Βικέλας του "Λουκή Λάρα" και μερικών διηγημάτων. Χαρακτηριστικό είναι πως όσοι σήμερα τιμούν τον Βικέλα, ουσιαστικά παρακάμπτουν τον λογοτέχνη, εκθειάζοντας τον μειλίχιο και διαλλακτικό υπερασπιστή της ελληνικής υπόθεσης στη Λόντρα και τα Παρίσια. Μόνιμα εγκατεστημένος επί είκοσι τέσσερα έτη στην αγγλική πρωτεύουσα, από δεκαεπταετές μειράκιο, και επί δεκατρία, στη γαλλική, όταν, στα πενήντα του, η ψυχασθένεια της συζύγου του τον καθήλωσε στην πόλη των Φώτων, επέδειξε αξιοζήλευτη εθνωφελή δράση, ως είθισται να λέγεται.
Με 1/4νηφάλιο πάθος1/2, πρόβαλε δίπλα στην εθνική παλιγγενεσία το προεπαναστατικό και βυζαντινό παρελθόν, προώθησε τις 1/4έντιμες1/2 εθνικές διεκδικήσεις, συγχρωτίστηκε με ξένους λογίους και βοήθησε να διαμορφωθεί ένα καινούργιο πνεύμα φιλελληνισμού. Τέλος, είναι αυτός που πρότεινε να διεξαχθούν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στο παρισινό συνέδριο για την αναβίωσή τους. Κι όταν η πρόταση έγινε αποδεκτή, ήρθε στην Αθήνα και πρωτοστάτησε στην πραγματοποίησή τους, πείθοντας διστακτικούς και εναντίους. Ακόμη μνημονεύεται για τη δράση του κατά την τελευταία δωδεκαετία της ζωής του, όταν είχε πλέον εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ίδρυσε τον "Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων", τον "Οίκο Τυφλών", την "Σεβαστοπούλειο Σχολή", δεν πρόλαβε, όμως, να στήσει το Ηρώον του Αγώνος στην κορυφή του Λυκαβηττού, μόνο να γράψει ένα άρθρο με αυτόν τον τίτλο, που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον στο περιοδικό του Συλλόγου, "Μελέτη". Έκλεινε τα εβδομήντα τρία, στις 15 Φεβρουαρίου 1908, όταν εκδηλώθηκε ο καρκίνος του ήπατος. Κλινήρης υπαγόρευε αυτό το στερνό δημοσίευμα, περιγράφοντας το όραμά του για ένα Ηρώον της Επανάστασης, που θα έπρεπε να είναι έτοιμο για τους πανηγυρισμούς της εκατονταετηρίδας, το 1921.
Αυτός, σε γενικές γραμμές, είναι ο Βικέλας, που τίμησαν το 1996, με αφορμή τα εκατό χρόνια των Ολυμπιακών Αγώνων, αν όχι οι επτά πόλεις που θα έπρεπε να τον διεκδικούν, τουλάχιστον, όμως, οι τρεις ελληνικές? η αγαπημένη του Βέροια της μακεδονικής 1/4πατρογενιάς1/2 του, η γενέτειρα Ερμούπολη και τέλος, η Αθήνα, έστω και μόνο δίνοντας σε μια οδό το όνομά του. 1/4σο για την ελληνική λογοτεχνία, έχουμε τη δυσάρεστη εντύπωση πως γι' αυτήν μένει, ο 1/4Βικελάκος1/2, καταπώς κοροϊδευτικά τον αποκαλούσε ο δεύτερος εξάδελφός του, Ψυχάρης, όντας χολιασμένος με το Σύλλογο και τα καθαρευουσιάνικα, τουλάχιστον για τα δικά του γούστα, βιβλία που εξέδιδε.
Παρότι, αρχικά, το πρώτο και το σημαντικότερο πεζογράφημα του Βικέλα, ο "Λουκής Λάρας", που ξεκίνησε να γράφεται στο Παρίσι, σαν σήμερα, πριν εκατόν τριάντα χρόνια, και από το αναγνωστικό κοινό αγαπήθηκε και από την κριτική επαινέθηκε, γνωρίζοντας πολλαπλές εκδόσεις και μεταφράσεις, προϊόντος του χρόνου, όλο και περισσότερο, αδικείται, με επιστέγασμα την προ εξαετίας έκδοση του 37ου τόμου της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Ουράνη, "Λουκής Λάρας και διηγήματα", σε επιμέλεια Βαγγέλη Αθανασόπουλου. Αν και ως σημείο καμπής προβάλλει το 1973, όταν δημοσιεύτηκε η μελέτη του Απόστολου Σαχίνη, που ανασκευάζει την ευνοϊκή, έστω και μετά επιφυλάξεων, κριτική για τα πεζά του Βικέλα, τονίζοντας την έλλειψη δημιουργικής ή άλλως πως μυθοπλαστικής φαντασίας. Πάντως, την αδυναμία του να επινοεί πρωτότυπες ιστορίες δεν την έκρυβε ο Βικέλας, αντίθετα την εξομολογείται στα κείμενά του με κάθε ευκαιρία. Μάλιστα, στον "Λουκή Λάρα", παρέθεσε σύντομο προοίμιο, όπου διευκρίνιζε πως πρόκειται για χειρόγραφο, που βρέθηκε στα εγκατάλοιπα χίου εμπόρου, εγκατεστημένου στο Λονδίνο. Το προοίμιο υπάρχει στις πρώτες εκδόσεις, που έγιναν ζώντος του Βικέλα. Από μια άποψη, υπερβάλλουσα σεμνότης εκ μέρους του, που, όμως, επέτεινε την, έτσι κι αλλιώς, αυθόρμητη τάση των μελετητών να ανακαλύπτουν πανταχού συγγραφικά τεχνάσματα ερήμην των προσώπων και των συνθηκών της εποχής. Μόνο που ο Βικέλας δεν θόλωσε τα νερά, όπως πιθανώς και να έπραττε ένας σύγχρονος συγγραφέας, αλλά φρόντισε να διασώσει στο Αρχείο του το εν λόγω χειρόγραφο, του ομογενή Λουκά Τζίφου.
Μεταπολεμικά και μέχρι το 1990, τέσσερις τουλάχιστον φορές από διαφορετικούς εκδότες κυκλοφόρησε ο "Λουκής Λάρας", με τελευταία την έκδοσή του, ως 19ο τόμο, στη σειρά "Η πεζογραφική μας παράδοση" του Μανόλη Αναγνωστάκη, άνευ προοιμίου, διεκδικώντας μια θέση πολύ πέραν του ηθοπλαστικού πεζογραφήματος. Στη συνέχεια, όμως, το 1991, η Μαριάννα Δήτσα έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, ανασύροντας το χειρόγραφο από τους φακέλους και τις χαρτοθήκες του Αρχείου Βικέλα. Στον τόμο της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης του "Ερμή", ο "Λουκής Λάρας" παρουσιάζεται ομού μετά του χειρογράφου του Λουκά Τζίφου, σε πρώτη δημοσίευση. Λίγα χρόνια αργότερα, και ο Αγγέλου, στα Άπαντα, υπογραμμίζει και δη εισαγωγικά, την έλλειψη φαντασίας, την οποία, μάλιστα, θεωρεί και ως απουσία ισχυρού ταλέντου. 1/4Πουθενά το θείο αυτό δώρο δεν αγγίζει το σύνολο του έργου του1/2, γράφει χαρακτηριστικά. Για να φθάσουμε, αρχές του 21ου αιώνα, ο Αθανασόπουλος να επιμένει 1/4στην καθοριστική υποτονικότητα της φαντασίας του Βικέλα1/2, καταλήγοντας με την διαπίστωση πως ο Βικέλας υπήρξε πιστός 1/4μεταφραστής1/2 ξένων εμπειριών.
Γεγονός ότι ο "Λουκής Λάρας" στηρίχτηκε σε μια αληθινή ιστορία, όπως και "Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι", με τη διαφορά πως εδώ το πρωτότυπο ήταν μια γραπτή ιστορία, την οποία ο Τζίφος κάθισε και έγραψε υπακούοντας την επιθυμία του σεβαστού του φίλου, Βικέλα. Μια παραπλήσια ιστορία αναφέρει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, συντάσσοντας το λήμμα Θανάση Βαλτινού στη γραμματολογία Σοκόλη, όσο αφορά το "Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη", κι αυτό πρωτοδημοσιευμένο σε περιοδικό ογδόντα πέντε έτη μετά τον "Λουκή Λάρα". Και μόνο το παράδειγμα ενός καταξιωμένου συγγραφέα όπως ο Βαλτινός, για να μην θυμίσουμε τον έτερο ευκλεή 1/4μεταφραστή1/2 ξένων εμπειριών, τον Στρατή Δούκα και τη μοναδική "Ιστορία ενός αιχμαλώτου", θα έπρεπε να κάνει κάπως προσεκτικότερους τους μελετητές, όταν αποφθέγγονται περί φαντασίας, τεκμαίροντας το τάλαντο ενός εκάστου.
Ένα επετειακό έτος Βικέλα, που ουσιαστικά ποτέ δεν εορτάστηκε, θα έδινε την ευκαιρία να δούμε, μέσα από μια σημερινή ματιά, το πεζογραφικό του έργο, τον "Λουκή Λάρα", τα διηγήματα, την αυτοβιογραφία του, το εξαίρετο ταξιδιωτικό, "Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν", ακόμη τις ιστορικές του μελέτες, τις σαιξπήρειες μεταφράσεις του και ίσως, τον παραμελημένο όσο και μοναδικό επιστολογράφο Βικέλα. Ίσως ορισμένοι να θεωρούν, όπως ο ιστορικός μας Κ.Θ.Δημαράς, την αφήγηση του Βικέλα άνευρη και τις περιγραφές του άχρωμες. Ίσως, όμως, κάποιοι άλλοι να γοητεύονται από το αρρητόρευτο και αβίαστο ύφος του, αναγνωρίζοντάς του, πως, παρά τον μακροχρόνιο συγχρωτισμό του με Άγγλους, Γάλλους και λοιπούς, έγραψε 1/4διήγημα ελληνικόν1/2, σε εποχή που τα ξένα μεταφράσματα πλήθαιναν, δίνοντας το καλό παράδειγμα στους νεότερους του 1880, όπως παρατηρεί και ο Ξενόπουλος. Παρεμπιπτόντως, ας θυμίσουμε πως ο Ε.Χ.Γονατάς, θηρεύων 1/4ασυνήθιστες ιστορίες1/2, πριν είκοσι ένα χρόνια, ξεκίνησε την ομότιτλη σειρά του με διήγημα Βικέλα. Και μάλιστα, όχι με το γνωστότερο των δέκα συνολικά διηγημάτων του, τον "Παππά-Νάρκισσο" ούτε με τον "Φίλιππο Μάρθα", την "Άσχημη αδελφή" ή την "Ανάμνησιν", που παλαιότεροι και νεότεροι μελετητές κρίνουν ως επιτυχημένα, αλλά με το, κατά Σαχίνη, αναξιόλογο, "Τα δυο αδέλφια". Αναμφιβόλως εσκεμμένα, ζητώντας να παροτρύνει σε μια νέα ανάγνωση. 1/4πως εύστοχα παρατηρούσε προ τετραετίας ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, η μηχανή των επετείων έχει πάρει μπρος και δεν πρόκειται να σταματήσει, ας υπάρξει τουλάχιστον κάποιο όφελος και για την ίδια τη λογοτεχνία.
Μ. Θεοδοσοπούλου