Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Ο Καβάφης του Παλαμά

Το βρά­δυ της Πα­ρα­σκευής, στον Φι­λο­λο­γι­κό Σύλ­λο­γο Παρ­νασ­σός, για τον ε­ορ­τα­σμό των 150 χρό­νων λει­τουρ­γίας, πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε εκ­δή­λω­ση προς τι­μή του Κω­στή Πα­λα­μά. Ο Γε­ρά­σι­μος Ζώ­ρας α­να­φέρ­θη­κε στη σχέ­ση του ποιη­τή με τον Σύλ­λο­γο και η Δέ­σποι­να Δού­κα στην ε­πι­στο­λι­κή σχέ­ση του με την Λι­λή Πα­τρι­κίου-Ια­κω­βί­δη. Εμείς, και ως α­ντί­στι­ξη σε αυ­τές τις δυο στε­νές σχέ­σεις, θα σχο­λιά­σου­με τη σχέ­ση του με τον Κ. Π. Κα­βά­φη. Πρό­κει­ται για μία σχέ­ση, που δεν υ­πήρ­ξε ού­τε προ­σω­πι­κή ού­τε ε­πι­στο­λι­κή, για την ο­ποία υ­πάρ­χουν στοι­χεία α­πό α­νο­μοιο­γε­νή δη­μο­σιεύ­μα­τα στη διάρ­κεια μίας 15ε­τίας. Συ­γκρο­τού­νται α­πό άρ­θρα, δύο συ­νε­ντεύ­ξεις και ε­πι­στο­λές προς τρί­τους του Πα­λα­μά. Αντί­στοι­χα, του Κα­βά­φη, μία συ­νέ­ντευ­ξη και ε­πι­στο­λές προς τον Μά­ριο Βαϊά­νο. Επί­σης, δη­μο­σιεύ­μα­τα τρί­των. Πα­ρό­τι η σχέ­ση τους έ­χει α­πα­σχο­λή­σει, δεν έ­χει πα­ρου­σια­στεί συ­στη­μα­τι­κά. Ση­μειώ­νου­με δυο σχε­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα των Μ. Για­λου­ρά­κη και Θ. Σου­λο­γιάν­νη, στα κα­βα­φι­κά α­φιε­ρώ­μα­τα των πε­ριο­δι­κών «Νέα Εστία» (1963) και «Δια­βά­ζω» (1983), που α­να­φέ­ρο­νται σε “χρο­νι­κό δια­μά­χης”. Λό­γω στε­νό­τη­τας χώ­ρου, θα δώ­σου­με μία συ­ντο­μευ­μέ­νη α­να­σύν­θε­σή της, η ο­ποία, ως έ­να βαθ­μό, δια­φο­ρο­ποιεί την ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη, που εί­ναι φι­λο­πα­λα­μι­κή, αλ­λά ό­χι α­ντι­κα­βα­φι­κή, ρί­χνο­ντας το βά­ρος της α­ντι­πα­ρά­θε­σής τους στην α­διαλ­λα­ξία των θια­σω­τών τους.
Με αυ­τόν τον τρό­πο, την δια­τύ­πω­σε ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, σε ε­πε­τεια­κή ε­πι­φυλ­λί­δα στο «Βή­μα» (28 Απρ. 1973): “Ανά­με­σα σε ε­κεί­νους που πρώ­τοι διέ­γνω­σαν την ι­διο­φυΐα του Κα­βά­φη, δι­καίως μνη­μο­νεύο­νται ξε­χω­ρι­στά ο Γρη­γό­ριος Ξε­νό­που­λος και ο Μόρ­γκαν Φόρ­στερ.” Προ­σθέ­το­ντας: “Η γραμ­μα­το­λο­γι­κή δι­καιο­σύ­νη α­παι­τεί, σε τού­τα τα δυο τι­μη­μέ­να ο­νό­μα­τα, να προ­στε­θεί έ­να τρί­το: του με­γά­λου μας ποιη­τή-κρι­τι­κού, που – ά­σχε­το αν αρ­γό­τε­ρα με­ρι­κοί ά­τσα­λοι ο­πα­δοί του κα­βα­φι­κού θιά­σου (ό­πως και κά­ποιοι δι­κοί του, άλ­λω­στε) τον έσ­πρω­ξαν σε ά­χα­ρο πε­τρο­πό­λε­μο με τον Αλε­ξαν­δρι­νό – πρώ­τος διέ­κρι­νε και δια­τύ­πω­σε, ε­ναρ­γέ­στε­ρα και α­πό τους δυο προ­η­γού­με­νους, την βα­σι­κή δο­μή του κα­βα­φι­κού έρ­γου. Ο τρί­τος αυ­τός άν­θρω­πος... ή­ταν βέ­βαια ο Πα­λα­μάς.” Ως καί­ριο θεω­ρεί πα­ρά­θε­μα α­πό ε­πι­φυλ­λί­δα του Πα­λα­μά στην εφ. «Ελεύ­θε­ρος Λό­γος» (30 Ιουν. 1924), το ο­ποίο και α­να­δη­μο­σιεύει. Ήταν η δεύ­τε­ρη α­να­φο­ρά του Πα­λα­μά στον Κα­βά­φη. Ο Σαβ­βί­δης δεν ε­πα­νήλ­θε στη σχέ­ση των δυο ποιη­τών.
Τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, και πά­λι με α­φορ­μή κα­βα­φι­κή ε­πέ­τειο, ο Δ. Δα­σκα­λό­που­λος σχο­λία­σε τη σχέ­ση των δυο ποιη­τών στο ί­διο πνεύ­μα με τον Σαβ­βί­δη, φέ­ρο­ντας ως τεκ­μή­ριο για την έ­γκαι­ρη ε­πι­σή­μαν­ση α­πό τον Πα­λα­μά “της ι­διο­τυ­πίας του Αλε­ξαν­δρι­νού”, φρά­ση α­πό βι­βλιο­κρι­σία του στην εφ. «Εμπρός» (4 Δεκ. 1921): Στην Αλε­ξάν­δρεια “υ­πάρ­χει εις ποιη­τής ω­μο­λο­γη­μέ­νης πρω­το­τυ­πίας, ο Κα­βά­φης, ε­ξαι­ρέ­τως τι­μώ­με­νος υ­πό των νέων ε­κεί.” Μάλ­λον χω­ρίς ε­πι­με­λή αυ­το­ψία, α­κο­λου­θώ­ντας ε­σφαλ­μέ­νη α­να­φο­ρά στην συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία Πα­λα­μά του Κ. Γ. Κα­σί­νη, την θεω­ρεί ως κα­τα­κλεί­δια κο­ρω­νί­δα.
Στην α­να­σύν­θε­ση της λο­γο­τε­χνι­κής σχέ­σης δύο συγ­γρα­φέων, εί­ναι μάλ­λον α­να­γκαία η α­πο­στα­σιο­ποίη­ση α­πό τα πρό­σω­πα. Ο Σαβ­βί­δης ή­ταν μεν κα­βα­φι­στής, αλ­λά εκ πε­ποι­θή­σεως και εξ α­ντα­να­κλά­σεως μέ­σω Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λη, πα­λα­μι­στής. Ο Δα­σκα­λό­που­λος, ε­πί­σης, εί­ναι κα­βα­φι­στής, αλ­λά μάλ­λον πα­ρέ­μει­νε και εξ α­ντα­να­κλά­σεως μέ­σω Σαβ­βί­δη, πα­λα­μι­στής. Ση­μειώ­νου­με πως, στην ί­δια ερ­μη­νευ­τι­κή γραμ­μή, κι­νεί­ται και ο Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου στην ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη με­λέ­τη του, «Η α­θη­ναϊκή κρι­τι­κή και ο Κα­βά­φης (1918-1924)», 1985.   
Η πρώ­τη ψη­φί­δα της σχέ­σης τους εί­ναι η εν λό­γω βι­βλιο­κρι­σία, σε στή­λη που κρα­τού­σε τό­τε ο Πα­λα­μάς, υ­πο­γρά­φο­ντας ως W. Με τίτ­λο το ό­νο­μα της κρι­νό­με­νης συγ­γρα­φέως, Μα­ρία Βόλ­του, α­φο­ρά το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της, «Λε­βα­ντι­νι­σμοί!», έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα τα­ξι­διω­τι­κού τύ­που. Ο Πα­λα­μάς πα­ρα­τη­ρεί: “Φαί­νε­ται ως να ε­γρά­φη πο­λύ βια­στι­κά”,  “η γλώσ­σα του εί­ναι α­τη­μέ­λη­τος”. Πιο κα­λο­γραμ­μέ­νο θεω­ρεί το πρώ­το βι­βλίο της, “έ­να τό­μον ποιη­τι­κών και στο­χα­στι­κών πε­ζο­γρα­φη­μά­των υ­πό τον τίτ­λον «Δια­βαί­νο­ντας...» με το ψευ­δώ­νυ­μον Άργα Πη­λεία”, που εί­χε εκ­δώ­σει δυο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Εκ προοι­μίου, προ­λαμ­βά­νει την α­πο­ρία, για­τί κρί­νει ά­ξια α­να­φο­ράς την Βόλ­του και κρι­τι­κής πα­ρου­σία­σης το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της: Εί­ναι “κό­ρη της Αλε­ξαν­δρείας, κα­θώς μαν­θά­νω, νε­α­ρω­τά­τη θε­ρά­παι­να των Μου­σώ­ν· φέ­ρει ό­νο­μα τα μέ­γι­στα τι­μώ­με­νον εις τον ε­μπο­ρι­κόν κό­σμον της Αι­γύ­πτου, εν­θυ­μί­ζον την λα­μπρο­τά­την κλη­ρο­νο­μίαν, η ο­ποία κα­τά το πα­ρελ­θόν έ­τος, διε­τέ­θη υ­πέρ του Εθνι­κού Πα­νε­πι­στη­μίου· κλη­ρο­νο­μίαν, η ο­ποία τον δια­θέ­την Ηρα­κλή Βόλ­τον αρ­κεί δια να συ­γκα­τα­λέ­ξη με­τα­ξύ των ε­πι­ση­μο­τά­των ε­θνι­κών ευερ­γε­τών.”
Από τη Ζα­γο­ρά Πη­λίου η οι­κο­γέ­νεια Βόλ­του, οι δυο α­δελ­φοί, ο Αλέ­ξαν­δρος και ο Ηρα­κλής, α­σχο­λή­θη­καν με το ε­μπό­ριο βαμ­βα­κιού. Ο Ηρα­κλής α­πε­βίω­σε το 1920, α­φή­νο­ντας ό­λη την πε­ριου­σία του στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών. Τον Αλέ­ξαν­δρο, ως ι­δρυ­τι­κό μέ­λος του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου της Αι­γύ­πτου, τον α­να­ζη­τεί ο Σαβ­βί­δης στους “κα­τα­λό­γους δια­νο­μής συλ­λο­γώ­ν” του Κα­βά­φη. Αντ’ αυ­τού, ε­ντο­πί­ζει τε­τρά­κις το ό­νο­μα Βόλ­του, ως Δε­σπ. Βόλ­του, το 1917, ως Μα­ρί­κα Βόλ­του, το 1918, και δις, ως Κα Βόλ­του, το 1926. Φαί­νε­ται πως ο Κα­βά­φης προ­τί­μη­σε να στέλ­νει τα φυλ­λά­διά του στο νεό­τε­ρο μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας Βόλ­του, τη Μα­ρία, κό­ρη του ε­τε­ρο­θα­λούς α­δελ­φού τους Πα­να­γιώ­τη, γνω­ρί­ζο­ντας τις συγ­γρα­φι­κές της α­νη­συ­χίες. “Μέ­σον Α. Σε­γκό­που­λου” ση­μειώ­νει, πως θα λά­βει η Μα­ρία το πρώ­το τεύ­χος. Συ­ντο­πί­της της, α­πό την Μιτ­ζέ­λα Αλμυ­ρού Βό­λου, ο Σε­γκό­που­λος, γεν­νη­θείς το 1898, ή­ταν λί­γα μό­νο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός της. Η α­νά­γνω­ση του δεύ­τε­ρου βι­βλίου της, που βρέ­θη­κε στη Βι­βλιο­θή­κη Κα­βά­φη, προ­σε­χτι­κή, ό­πως δη­λώ­νουν οι υ­πο­γραμ­μί­σεις, το πι­θα­νό­τε­ρο να πα­ρα­κι­νή­θη­κε α­πό το άρ­θρο Πα­λα­μά. 
Η βι­βλιο­κρι­σία δεν κλεί­νει, αλ­λά α­νοί­γει με την μνεία του Κα­βά­φη. Επί­σης, δεν α­πο­τε­λεί με­μο­νω­μέ­νη α­να­φο­ρά, αλ­λά μέ­ρος πε­ρι­γρα­φής της λο­γο­τε­χνι­κής κί­νη­σης στην Αλε­ξάν­δρεια: “Πε­ριο­δι­κά κυ­κλο­φο­ρούν, τα ω­ρί­μου η­λι­κίας «Γράμ­μα­τα», η νε­ο­θα­λής «Σκέ­ψη», βι­βλία εκ­δί­δο­νται, υ­πάρ­χει είς ποιη­τής ω­μο­λο­γη­μέ­νης πρω­το­τυ­πίας, ο Κα­βά­φης, ε­ξαι­ρέ­τως τι­μώ­με­νος υ­πό των νέων ε­κεί, και είς ευ­γε­νής ζη­λω­τής και υ­πο­στη­ρι­κτής των ω­ραίων γραμ­μά­των, ως α­κούω, ο Στέ­φα­νος Πάρ­γας.” Πό­σο, ό­μως, κα­λά γνω­ρί­ζει ο Με­σο­λογ­γί­της το έρ­γο του Αλε­ξαν­δρι­νού; Εξαρ­χής τα ποιή­μα­τά τους γει­το­νεύουν σε α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, α­πό το «Αττι­κόν Μου­σείο» μέ­χρι το Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου. Ύστε­ρα, η τι­μη­τι­κή μνεία στα «Γράμ­μα­τα» και τον εκ­δό­τη τους, Πάρ­γα, δεί­χνει πως έ­χει δια­βά­σει τα ε­κεί δη­μο­σιευ­μέ­να κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα, αν ό­χι τα πρώ­τα, του 1911, σί­γου­ρα ε­κεί­να της τριε­τίας 1917-1919. Ακό­μη, τα ποιή­μα­τα στα τέσ­σε­ρα τεύ­χη του δι­μη­νιαίου περ. «Σκέ­ψη» του Αντώ­νη Κό­μη. Οπό­τε γεν­νιέ­ται το ε­ρώ­τη­μα, για­τί α­πο­φα­σί­ζει τό­τε να μνη­μο­νεύ­σει τον Κα­βά­φη και μά­λι­στα, κα­τά τρό­πο, τι­μη­τι­κό; 
Η ε­πι­σή­μαν­ση α­πό τον Δα­σκα­λό­που­λο του πε­ριο­ρι­στι­κού προσ­διο­ρι­σμού “τι­μώ­με­νος υ­πό των νέων ε­κεί” εί­ναι εύ­στο­χη. Πι­θα­νώς, με την α­να­φο­ρά του ζη­τά­ει να ο­ριο­θε­τή­σει την α­πή­χη­ση Κα­βά­φη μα­κράν του δι­κού του χρό­νου και χώ­ρου. Απο­φεύ­γει, πά­ντως, να δια­τυ­πώ­σει δι­κή του ά­πο­ψη, υιο­θε­τώ­ντας την κύ­ρια ε­πι­σή­μαν­ση του Ξε­νό­που­λου για τον πρω­τό­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα της ποίη­σής του. Δεν πι­στεύου­με, ω­στό­σο, πως εί­ναι το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου, πριν κο­ντά μία ει­κο­σα­ε­τία, που τον πα­ρα­κί­νη­σε, αλ­λά, το πι­θα­νό­τε­ρο, η διά­λε­ξη για τον Κα­βά­φη του Τέλ­λου Άγρα, στις 30 Μαρ. 1921. Το κεί­με­νο της ο­μι­λίας δη­μο­σιεύ­τη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στον 10ο τό­μο του «Δελ­τίου του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου, Αύγ. 1923. Ο Πα­λα­μάς δεν θα την πα­ρα­κο­λού­θη­σε στην αί­θου­σα του Ελλη­νι­κού Ωδείου. Ωστό­σο η ε­πι­τυ­χία της βρα­διάς εί­χε γί­νει ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στή.
Σύμ­φω­να με τον Ξε­νό­που­λο: “Η φι­λο­λο­γι­κή σά­λα γέ­μι­σε α­σφυ­κτι­κά... μια νέα κο­πέ­λα α­πάγ­γει­λε τα κυ­ριώ­τε­ρα κομ­μά­τια του ποιη­τή μας... Βα­θιά τα αι­σθάν­θη­κε ο κό­σμος και τα κα­τα­χει­ρο­κρό­τη­σε ό­λα. Ένα πλή­θος μά­λι­στα νέ­οι δεν τ’ ά­κου­γαν πρώ­τη φο­ρά. Τα ή­ξε­ραν α­πέ­ξω. Και φεύ­γο­ντας γο­η­τευ­μέ­νοι... έ­λε­γεν ο έ­νας στον άλ­λο: «Ο Κα­βά­φης!... α, τι ποιη­τής!»” Αυ­τοί οι εν­θου­σιώ­δεις θαυ­μα­στές του Κα­βά­φη ή­ταν οι ε­δώ νέ­οι, ό­χι οι ε­κεί. Και δεν ή­ταν μό­νο οι νέ­οι. Δυο α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες, ο «Ελεύ­θε­ρος Τύ­πος» και η «Πα­τρίς», εί­χαν δη­μο­σιεύ­σει σει­ρά ποιη­μά­των του. Η πρώ­τη ε­πί μία ε­βδο­μά­δα (Μάρ. 1921), η δεύ­τε­ρη, κα­λο­καί­ρι 1921. Τέ­λος, ο Πα­λα­μάς θα εί­χε δια­βά­σει, Νοέ. 1921, στο πε­ριο­δι­κό της Ευ­γε­νίας Ζω­γρά­φου, «Ελλη­νι­κή Επι­θεώ­ρη­σις», τη με­λέ­τη του συ­νο­μή­λι­κου και φί­λου του Άγρα, Από­στο­λου Δρί­βα, γραμ­μέ­νη έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα.
Η δεύ­τε­ρη, σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, ψη­φί­δα της σχέ­σης τους, που μνη­μο­νεύει ο Σαβ­βί­δης, α­φο­ρά σει­ρά πέ­ντε ε­βδο­μα­διαίων ε­πι­φυλ­λί­δων (16 Ιουν. - 21 Ιουλ. 1924) του Πα­λα­μά, με τον γε­νι­κό, φροϋδι­κής έ­μπνευ­σης, τίτ­λο «Libido». Ο Πα­λα­μάς ε­στιά­ζει στο θέ­μα του γυ­μνού, εκ­κι­νώ­ντας με ά­πο­ψη πε­ρί του γυ­μνού στη ζω­γρα­φι­κή του α­με­ρι­κα­νού φι­λό­σο­φου και ποιη­τή Ραλφ Γουόλ­ντο Έμερ­σον, κύ­ριου εκ­προ­σώ­που του υ­περ­βα­τι­σμού στη Νέα Αγγλία, κα­τά τον 19ο αι. Σε αυ­τήν, α­ντι­πα­ρα­θέ­τει “τη γύ­μνια των πορ­νο­γρά­φων και των ω­μών πραγ­μα­τι­στώ­ν”. Με­τά α­να­φέ­ρε­ται στη δι­κή του ποίη­ση, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει φι­λο­σο­φι­κή, για να έρ­θει στο θέ­μα του, που εί­ναι η η­δο­νι­κή ποίη­ση του Κα­βά­φη. Επι­λέ­γει, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Σαβ­βί­δης, “έ­να α­πό τα πιο σκαν­δα­λώ­δη ε­ρω­τι­κά ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη”. Το ποίη­μα «Να μεί­νει», με χρο­νο­λο­γία γρα­φής Μάρ. 1918 και πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση Απρ. 1924 στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «Αργώ». Ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» (9 Ιουν. 1924) και τρεις μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, στο «Έθνος», σε α­ντι­κα­βα­φι­κό δη­μο­σίευ­μα του Π. Τα­γκό­που­λου. Εί­ναι το πέ­μπτο ε­ρω­τι­κό ποίη­μα δη­μο­σιευ­μέ­νο σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο, αλ­λά το πρώ­το σε ε­φη­με­ρί­δα. Επί­σης, το πρώ­το α­πό τα δη­μο­σιευ­μέ­να ε­ρω­τι­κά, με “σάρ­κας γύ­μνω­μα”. Αυ­τές οι πρω­τιές εν­δέ­χε­ται να ερ­μη­νεύουν την ε­πι­λο­γή του και συ­να­κό­λου­θα, την ε­κλο­γή του θέ­μα­τος των ε­πι­φυλ­λί­δων.
Για δεύ­τε­ρη φο­ρά, ο Πα­λα­μάς πε­ριο­ρί­ζει το θέ­μα του Κα­βά­φη “στους νέ­ους ε­κεί” (= Αλε­ξάν­δρεια). Πα­ρα­κά­μπτει, δη­λα­δή, τις α­θη­ναϊκές δη­μο­σιεύ­σεις του ποιή­μα­τος, α­να­σύ­ρο­ντας το α­λε­ξαν­δρι­νό πε­ριο­δι­κό μιας δρά­κας νέων. Έχει, ό­μως προ­τά­ξει τα τεύ­χη δυο άλ­λων ελ­λα­δι­κών νε­α­νι­κών πε­ριο­δι­κών. Στην πρώ­τη ε­πι­φυλ­λί­δα, α­να­φέ­ρει τα «Μα­κε­δο­νι­κά Γράμ­μα­τα» της Θεσ­σα­λο­νί­κης, συ­γκε­κρι­μέ­να, το τεύ­χος Απρ. 1923, ό­που δη­μο­σιεύε­ται η δεύ­τε­ρη συ­νέ­χεια του με­λε­τή­μα­τος του Γ. Βα­φό­που­λου για τον Κα­βά­φη. Αυ­τό, ού­τε καν το μνη­μο­νεύει. Σχο­λιά­ζει σο­νέ­το με τίτ­λο «Πόρ­νη», χω­ρίς να α­να­φέ­ρει ό­νο­μα ποιη­τή, μό­νο πως εί­ναι έρ­γο “αν­θρώ­που γυ­μνα­σμέ­νου στο στί­χο.” Πρό­κει­ται για τον νε­α­ρό τό­τε η­θο­ποιό Κώ­στα Μου­σού­ρη, που ε­πι­δι­δό­ταν και στην ποίη­ση. Στη δεύ­τε­ρη ε­πι­φυλ­λί­δα, πα­ρου­σιά­ζει τεύ­χος (Φεβ.-Μαρ. 1924) της «Μη­νιαίας Επι­θεώ­ρη­σης» του Φι­λο­τε­χνι­κού Ομί­λου Νέων στη Σά­μο. Ανα­δη­μο­σιεύει το ποίη­μα «Από­γευ­μα», και πά­λι χω­ρίς ό­νο­μα ποιη­τή, με “την πα­ρά­κλη­ση προς τους σε­μνούς να τον συγ­χω­ρή­σου­ν”. “Στι­χορ­ρά­πτη” α­πο­κα­λεί τον ποιη­τή του, ε­νώ τον προ­η­γού­με­νο, “στι­χο­πλέ­χτη”, πα­ρα­τη­ρώ­ντας πως “και οι δυο α­να­γαλ­λιά­ζουν μέ­σα στη γύ­μνια”.
Σε αυ­τήν τη νε­α­νι­κή συ­ντρο­φιά, ως τρί­τον, προ­σθέ­τει τον ε­ξη­κο­ντού­τη Κα­βά­φη. Προ­η­γου­μέ­νως, ό­μως, σαν κα­τα­κλεί­δα στα ό­σα έ­γρα­ψε για τα δυο άλ­λα πε­ριο­δι­κά, σχο­λιά­ζει: “Μυ­ρί­ζει κα­βα­φί­λας. Η ό­σφρη­ση ξα­νοί­γει την ό­ρα­ση.” Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή η συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρα­γω­γι­κή κα­τά­λη­ξη θη­λυ­κών ου­σια­στι­κών, εκ­φρά­ζει γε­νι­κώς α­πώ­θη­ση, με­τα­ξύ άλ­λων, δυ­σο­σμία. Εδώ, πι­θα­νώς α­πό πα­πού­τσι δεύ­τε­ρης ποιό­τη­τας, αν λαν­θά­νει λο­γο­παί­γνιο με το ε­πί­θε­το του Κα­βά­φη. Το τρί­το πε­ριο­δι­κό εί­ναι το «Αργώ», ό­που πα­ρα­θέ­τει το ποίη­μα χω­ρίς α­να­φο­ρά του τίτ­λου. Μία ει­κα­σία θα ή­ταν πως θέ­λει να α­πο­φύ­γει πα­ρα­πο­μπή στις α­θη­ναϊκές α­να­δη­μο­σιεύ­σεις, αλ­λά και τον α­ντι­κα­βα­φι­κό σχο­λια­σμό του Τα­γκό­που­λου, που εμ­μέ­σως α­πορ­ρί­πτει. Ο δι­κός του, αν δια­βα­στεί με­μο­νω­μέ­νος, ό­πως τον πα­ρα­θέ­τει ο Σαβ­βί­δης, φαί­νε­ται ευ­νοϊκός. Δεί­χνει, μά­λι­στα, με πό­ση προ­σο­χή πα­ρα­κο­λου­θεί τις δη­μο­σιεύ­σεις κα­βα­φι­κών ποιη­μά­των, κα­θώς σχο­λιά­ζει το «Να μεί­νει» σε πα­ραλ­λη­λία με το «Νό­η­σις», δη­μο­σιευ­μέ­νο σε τεύ­χος των «Γραμ­μά­των» του 1917. 
Απο­πει­ρά­ται φροϋδι­κού τύ­που εμ­βά­θυν­ση, α­πο­δί­δο­ντας στον ποιη­τή “κά­ποια ντρο­πή και κά­ποιο σα­ρά­κι για πε­ρι­στα­τι­κά της ζωής του”. Αργο­πο­ρεί την ευ­θεία α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη, κα­τα­λή­γο­ντας πως “το ό­νο­μα του κ. Κα­βά­φη και τα προ­βλή­μα­τα που τυ­χόν γεν­νά ο λό­γος του και ο στί­χος του” τον α­να­γκά­ζουν να συ­νε­χί­σει στην ε­πό­με­νη ε­πι­φυλ­λί­δα. Εκεί, ό­μως, α­να­φέ­ρε­ται στα «Άνθη του Κα­κού» του Μπων­τλέ­ρ, ε­στιά­ζο­ντας στο ποίη­μα «Μια νύ­χτα». Σχε­τι­κά με αυ­τό, υ­πάρ­χει μία πα­ρα­τή­ρη­ση, που πλα­γίως δεί­χνει και τον Κα­βά­φη: “ποίη­μα με θέ­μα ω­μό μας θυ­μί­ζει την «Πόρ­νη» του σον­νε­τί­στα των «Μα­κε­δο­νι­κών Γραμ­μά­των» και ό­λων των ο­μό­τε­χνών του, νεώ­τε­ρων και πρε­σβύ­τε­ρων, θε­ρα­πευ­τών του η­δο­νι­σμού”. Συ­νε­χί­ζει στις ε­πό­με­νες δυο ε­πι­φυλ­λί­δες, με πα­ρα­δείγ­μα­τα και άλ­λων Ευ­ρω­παίων ποιη­τών, το­νί­ζο­ντας το α­να­γκαίο πά­ντρε­μα “η­δο­νι­σμού και ι­δα­νι­σμού”, που, πλα­γίως και χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω α­να­φο­ρά, κα­τα­γρά­φει ως προ­βλη­μα­τι­κό έλ­λειμ­μα της κα­βα­φι­κής ποίη­σης.
Εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νής η στρα­τη­γι­κή του Πα­λα­μά και στα δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα. Δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση της εν πα­ρό­δω α­να­φο­ράς στην ποίη­ση του Κα­βά­φη, με μία μό­λις φρά­ση στην πρώ­τη και με σύ­ντο­μη πε­ρι­κο­πή στη δεύ­τε­ρη μό­νο ε­πι­φυλ­λί­δα, ε­νώ, εν μέ­ρει η βι­βλιο­κρι­σία και ο­λό­κλη­ρη η σει­ρά των ε­πι­φυλ­λί­δων πα­ρα­κι­νού­νται α­πό την πρό­θε­σή του να ε­πι­ση­μά­νει την πα­ρου­σία του Κα­βά­φη κα­τά έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο.
Πα­ρά τις συ­ντο­μεύ­σεις, η α­να­σύν­θε­ση της σχέ­σης Πα­λα­μάς-Κα­βά­φης θα χρεια­στεί συ­νέ­χεια. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/11/2015.