Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η άνοιξη των λογοτεχνικών περιοδικών

Στην τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή δυσ­πρα­γία, που λέ­γε­ται ό­τι έ­χει ε­πη­ρεά­σει και το χώ­ρο του βι­βλίου, τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά πε­ριέρ­γως φαί­νε­ται να θάλ­λουν. Εμφα­νί­ζο­νται κα­τά τα­κτά δια­στή­μα­τα, με πλού­σια ύ­λη και ο­ρι­σμέ­να α­πό αυ­τά, χω­ρίς δια­φη­μι­στι­κές κα­τα­χω­ρή­σεις. Του­λά­χι­στον αυ­τήν την ει­κό­να δί­νει η κα­λο­και­ρι­νή σο­δειά, μέ­ρος μό­νο της ο­ποίας βρί­σκε­ται πά­νω στο γρα­φείο μας, α­φού, α­πό τό­τε που η στή­λη “πε­ρί­πτε­ρα” της σε­λί­δας α­τό­νη­σε, κά­ποια πε­ριο­δι­κά έ­πα­ψαν να φτά­νουν στα χέ­ρια μας. Και πά­λι ό­χι α­κρι­βώς η κα­λο­και­ρι­νή σο­δειά, μια και λό­γω θε­ρι­νών δια­κο­πών της ε­φη­με­ρί­δας, ο­ρι­σμέ­να πε­ριο­δι­κά έ­χουν μεί­νει στα τεύ­χη του Ιου­νίου. Όμως τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, ό­πως και τα βι­βλία, δεν εί­ναι ντο­μα­τά­κια για να χα­λά­σουν. Αντί­θε­τα, πολ­λά εί­ναι τα τεύ­χη αρ­κε­τών πε­ριο­δι­κών, που, εί­τε χά­ρις σε έ­να α­φιέ­ρω­μα εί­τε λό­γω ε­νός ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων α­ξιο­πρό­σε­κτων δη­μο­σιευ­μά­των, διεκ­δι­κούν μια μό­νι­μη θέ­ση στη βι­βλιο­θή­κη. Πα­ρά­δειγ­μα, το προ­τε­λευ­ταίο τεύ­χος του θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κου πε­ριο­δι­κού «Εντευ­κτή­ριο», ό­που, ε­κτός της κα­θιε­ρω­μέ­νης ύ­λης – πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, ποιή­μα­τα, βι­βλιο­κρι­σίες και το φω­το­γρα­φι­κό 16σέ­λι­δο «Camera Obscura»– υ­πάρ­χουν οι “σε­λί­δες για τον Κώ­στα Αξε­λό”. Άξιες να κρα­τη­θούν οι εν λό­γω σε­λί­δες για τον έλ­λη­να στο­χα­στή, που κα­τέ­λα­βε με το φι­λο­σο­φι­κό έρ­γο του ε­ξέ­χου­σα θέ­ση στην γαλ­λι­κή και ευ­ρύ­τε­ρα ευ­ρω­παϊκή σκέ­ψη, κα­θώς πε­ρι­λαμ­βά­νουν ε­κτε­νές χρο­νο­λό­γιο, που κα­τήρ­τι­σε η σύ­ντρο­φός του Κα­τε­ρί­να Δα­σκα­λά­κη, κεί­με­να Γάλ­λων και Ελλή­νων, που α­πο­τι­μούν τον άν­θρω­πο και το έρ­γο του, ερ­γο­γρα­φία και ως ά­νοιγ­μα, α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το βι­βλίο του, «Αυ­τό που ε­πέρ­χε­ται», που εκ­δό­θη­κε στα γαλ­λι­κά τον Μάρ­τιο του 2009. Θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Αξε­λός, γεν­νη­μέ­νος το 1924, πέ­θα­νε στις 4 Φε­βρουα­ρίου 2010.
Μα­ζί με τα πε­ριο­δι­κά θάλ­λει και η ποίη­ση. Για το α­λη­θές του λό­γου, το πιο πο­λυ­σέ­λι­δο πε­ριο­δι­κό της σο­δειάς εί­ναι το “ε­ξα­μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό για την τέ­χνη της ποίη­σης”, «Ποιη­τι­κή». Πρό­κει­ται για τη συ­νέ­χεια του πε­ριο­δι­κού «Ποίη­ση», που συ­μπλη­ρώ­νει του χρό­νου εί­κο­σι έ­τη συ­νε­χούς εκ­δο­τι­κής πα­ρου­σίας. Το τρέ­χον τεύ­χος προ­τεί­νει 300 σε­λί­δες με ελ­λη­νι­κή και ξέ­νη ποίη­ση. Ποιή­μα­τα του Θα­νά­ση Χατ­ζό­που­λου, του Πά­νου Κυ­πα­ρίσ­ση, της Φοί­βης Γιαν­νί­ση της Μα­ρίας Το­πά­λη και εν μέ­σω αυ­τών, τα «Τέσ­σε­ρα Κουαρ­τέ­τα» του Τ. Σ. Έλιο­τ, σε με­τά­φρα­ση του ε­μπνευ­στή και ε­σα­εί διευ­θυ­ντή του πε­ριο­δι­κού Χά­ρη Βλα­βια­νού. Πρω­τό­τυ­πο εί­ναι το α­φιέ­ρω­μα του τεύ­χους, με τίτ­λο, «Κα­τά μό­νας ει­μί ε­γώ», σε ε­πι­μέ­λεια Λέ­νιας Ζα­φει­ρο­πού­λου. Για τους α­δύ­να­τους στην ποίη­ση και τα θρη­σκευ­τι­κά κεί­με­να, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο τίτ­λος εί­ναι δά­νειο α­πό τους Ψαλ­μούς του Δα­βί­δ, ο ο­ποίος α­πευ­θύ­νε­ται στον Κύ­ριο του. Εκεί­νος εί­χε του­λά­χι­στον α­πό πού να κρα­τη­θεί. Δεν γνώ­ρι­σε τη μο­να­ξιά των ποιη­τών και των μι­σάν­θρω­πων. Στο α­φιέ­ρω­μα πα­ρα­τί­θε­ται ε­κτε­νές α­πάν­θι­σμα α­πό Πε­τράρ­χη και Σαίξ­πη­ρ, Μπάϋρον και Κη­τς, Μπων­τλαί­ρ, Ρε­μπώ, αλ­λά και Γκαί­τε: «Όποιος στη μο­να­ξιά πα­ρα­δο­θεί, / αχ! τού­τος γρή­γο­ρα θα μεί­νει μό­νος /… / Αχ, να ’ρθει και για μέ­να μια φο­ρά / της μο­να­ξιάς του μνή­μα­τος ο χρό­νος, / τό­τε πραγ­μα­τι­κά θα μεί­νω μό­νος!» Συ­γκρα­τού­με α­κό­μη α­πό το τεύ­χος το κεί­με­νο του α­να­το­λι­κο­γερ­μα­νού ποιη­τή Ντου­ρς Γκρήν­μπαϊν, «Για­τί να ζού­με χω­ρίς να γρά­φου­με». Αν δεν σφάλ­λου­με, πα­ρα­μέ­νει α­με­τά­φρα­στος στα ελ­λη­νι­κά. Εκπλήσ­σει, πά­ντως, ευ­χά­ρι­στα με το χιού­μορ και τις ο­ξυ­δερ­κείς πα­ρα­τη­ρή­σεις του.
Σε “έ­ναν σπου­δαίο ευ­ρω­παίο ποιη­τή”: τον Πωλ Τσε­λάν α­να­φέ­ρε­ται το α­φιέ­ρω­μα του δέ­κα­του τεύ­χους του πε­ριο­δι­κού «Ορο­πέ­διο», που τυ­πώ­νε­ται στην Αθή­να αλ­λά η καρ­διά του χτυ­πά στην Ολυ­μπία Ηλείας. Δη­μιούρ­γη­μα κι αυ­τό ε­νός αν­θρώ­που, του Δη­μή­τρη Κα­νελ­λό­που­λου. Το α­φιέ­ρω­μα ε­τοί­μα­σε ο Συ­μεών Στα­μπου­λού. Το τεύ­χος α­νοί­γει με ποίη­μα του Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη, «Βα­θέ­ος Γή­ρα­τος. Χα­ρί­κλεια Π. Κα­βά­φη + 4-2-1899: «… τι τυ­χε­ρή γυ­ναί­κα / στον θρή­νο της προ­σήλ­θε / έ­νας Κα­βά­φης.» Κα­τά μια ά­πο­ψη, τι τυ­χε­ρός ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης, στο θρή­νο του δεν προ­σήλ­θε μεν έ­νας Κα­βά­φης, για­τί πού να βρε­θεί στην ε­πο­χή μας, αλ­λά προ­σήλ­θε σχε­δόν σύσ­σω­μη η λο­γο­τε­χνι­κή Αθή­να. Κα­τά μια άλ­λη ά­πο­ψη, τι ά­τυ­χος. Ήταν 56 ε­τών, ε­νώ η Χα­ρί­κλεια Κα­βά­φη, σύ­ζυ­γος Πέ­τρου Κα­βά­φη, το γέ­νος Φω­τιά­δη, 65. Ηλι­κία, που στα τέ­λη του 19ου αιώ­να λο­γα­ρια­ζό­ταν ως βα­θύ γή­ρας. Ενώ, στις αρ­χές του 21ου, η η­λι­κία των 56 ε­τών, του­λά­χι­στον για τους άν­δρες, λο­γα­ριά­ζε­ται ως δεύ­τε­ρη νεό­τη­τα.
Με δώ­δε­κα ποιή­μα­τα του Βαρ­βέ­ρη, α­πό την ί­δια ποιη­τι­κή ε­νό­τη­τα του «Βα­θέ­ος Γή­ρα­τος», α­νοί­γει και το τε­λευ­ταίο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Πλα­νό­διον». Σύμ­φω­να με υ­πο­ση­μείω­ση, τα εί­χε δώ­σει ο ί­διος ο ποιη­τής για δη­μο­σίευ­ση. Εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­να α­πό την η­λι­κιω­μέ­νη μη­τέ­ρα του, που “ευ­τύ­χη­σε” να πε­θά­νει έ­να μή­να πριν α­πό ε­κεί­νον. Το ό­τι δυο πε­ριο­δι­κά α­νοί­γουν με ποίη­ση Βαρ­βέ­ρη, δεν α­πο­τε­λεί έκ­πλη­ξη, α­φού ο θά­να­τός του εί­χε α­ντί­κτυ­πο σε ό­λα σχε­δόν τα έ­ντυ­πα. Ού­τε, ό­μως, και σύ­μπτω­ση, το γε­γο­νός ό­τι προέρ­χο­νται α­πό την ί­δια ποιη­τι­κή ε­νό­τη­τα. Ο εκ­δό­της του πρώ­του υ­πήρ­ξε ε­πί μα­κρόν συ­νερ­γά­της του δεύ­τε­ρου, το ο­ποίο εί­χε και ως πρό­τυ­πο κα­τά το σχε­δια­σμό του δι­κού του πε­ριο­δι­κού. Ευ­τυ­χώς, συν το χρό­νω, φαί­νε­ται να α­πο­κτά την ι­διο­προ­σω­πία του. Όσο για το «Πλα­νό­διον», τέ­κνο α­πο­κλει­στι­κά του Γιάν­νη Πα­τί­λη, με αυ­τό το τεύ­χος συ­μπλη­ρώ­νει 25 χρό­νια εκ­δο­τι­κής πα­ρου­σίας και 50 τεύ­χη. Εορ­τά­ζει την ε­πέ­τειο με α­φιέ­ρω­μα στο «Αμε­ρι­κα­νι­κό Μπον­ζάϊ», ό­πως έ­χει α­πο­δώ­σει ο εκ­δό­της του τον αγ­γλι­κό ό­ρο “flash fiction”. Αν και το μπον­ζάϊ δεν εί­ναι το α­πο­τέ­λε­σμα μιας έ­κλαμ­ψης, αλ­λά ε­πί­πο­νης διερ­γα­σίας. Το “flash fiction” και το μπον­ζάϊ συ­μπί­πτουν μό­νο ως προς το μέ­γε­θος. Με ε­πι­μέ­λεια Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη, αν­θο­λο­γού­νται “43 «Μι­κρά Διη­γή­μα­τα» α­με­ρι­κα­νών συγ­γρα­φέω­ν”.
Από την Κέρ­κυ­ρα έρ­χε­ται στα­θε­ρά ο «Πόρ­φυ­ρας». Στο τεύ­χος για το τρί­μη­νο Ιού­λιος – Σε­πτέμ­βριος συ­γκε­ντρώ­νο­νται με­λέ­τες, που α­νι­χνεύουν τη “δια­χεί­ρι­ση” της ποίη­σης, της ποιη­τι­κό­τη­τας και της ποιη­τι­κής α­πό τις τέ­χνες και ει­δι­κό­τε­ρα, α­πό τη μου­σι­κή. Εξ ου και ο τίτ­λος, «Με ε­πί­κε­ντρο την ποίη­ση». Για να α­νοί­ξου­με την ό­ρε­ξη των α­να­γνω­στών, α­ντι­γρά­φου­με τίτ­λους: «Οι ρό­λοι της μου­σι­κής και της ποίη­σης μέ­σα α­πό τις ε­ξε­λισ­σό­με­νες θεω­ρίες του Ρί­χαρ­ντ Βά­γκνερ» (Ανα­στα­σία Σιώ­ψη), «Schubert, Liszt, Μά­ντζα­ρος: τρεις συν­θέ­τες του 19ου αιώ­να με­λο­ποιούν Πε­τράρ­χη» (Κώ­στας Καρ­δά­μης), «Το έ­ντε­χνο τρα­γού­δι φο­ρέ­ας της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης» (Δη­μή­τρης Μπρό­βας), «Η αι­σθη­τι­κή α­ξία της “δί­χως λό­για” μου­σι­κής» (Νι­κό­λας Μαρ­τί­νος). Εκτός α­φιε­ρώ­μα­τος, υ­πάρ­χει το εν­δια­φέ­ρον κεί­με­νο του Γιώρ­γου Δ. Πα­να­γιώ­του με “πραγ­μα­το­λο­γι­κά και ερ­μη­νευ­τι­κά σχό­λια στο ποίη­μα του Σε­φέ­ρη «Μυ­θι­στό­ρη­μα»”. Σχε­τι­κά με τον Σε­φέ­ρη, στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού, ε­κεί­νες που ε­πι­χει­ρούν έ­ναν “πε­ρί­πλου” στα γράμ­μα­τα, προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται συ­νέ­δριο για τα 40 χρό­νια α­πό το θά­να­τό του. Το διορ­γα­νώ­νει η Εται­ρεία Κερ­κυ­ραϊκών Σπου­δών. Προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται για τον Νοέμ­βριο, στο χώ­ρο του σπι­τιού, ό­που ο Σο­λω­μός έ­ζη­σε τα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια της ζωής του.
Από τα Άσπρα Σπί­τια Βοιω­τίας έρ­χε­ται το κα­λο­και­ρι­νό «Εμβό­λι­μον», με ποιή­μα­τα, πε­ζά, δο­κί­μια και με­τα­φρά­σμα­τα γνω­στών και λι­γό­τε­ρο γνω­στών συγ­γρα­φέων. Δια­βά­ζου­με τα και­νού­ρια ποιή­μα­τα των γνω­στών σε ε­μάς ποιη­τών, Τά­σου Πορ­φύ­ρη, Αλε­ξάν­δρας Μπα­κο­νί­κα, Κώ­στα Ρι­ζά­κη, Χρί­στου Πα­πα­γεωρ­γίου. Από τα πε­ζά συ­γκρα­τού­με το διή­γη­μα της Μα­ρίας Κου­γιουμτ­ζή, «Ήθε­λα τα πράγ­μα­τα να εί­ναι α­πλά», μα­γιά για την ε­πό­με­νη, τρί­τη συλ­λο­γή της. Στα δο­κί­μια ξε­χω­ρί­ζου­με το κεί­με­νο, «Η Ελλά­δα ως ομ­φα­λός και ο Δι­κέ­φα­λος Αε­τός», του Φοί­βου Πιο­μπί­νου. Μια διε­ξο­δι­κή με­λέ­τη πε­ρί συμ­βό­λων, ό­πως αυ­τά του ομ­φα­λού και του Δι­κέ­φα­λου Αε­τού, η ο­ποία δια­λύει ποι­κί­λες ε­σφαλ­μέ­νες α­ντι­λή­ψεις, κυ­ρίως ως προς το δεύ­τε­ρο.
Μέ­νουν τα κα­λο­και­ρι­νά τεύ­χη, για το δί­μη­νο Ιου­λίου – Αυ­γού­στου, της «Νέ­ας Ευ­θύ­νης» και της «Νέ­ας Εστίας». Πράγ­μα­τι νέο το πρώ­το, στο 6ο τεύ­χος του, ε­πι­γέν­νη­μα της «Ευ­θύ­νης». Στο 1846ο τεύ­χος το δεύ­τε­ρο, κο­ντεύει να κλεί­σει δε­κα­πε­ντα­ε­τία α­πό την τε­λευ­ταία αλ­λα­γή σκυ­τά­λης και την α­νά­λη­ψη της διεύ­θυν­σης α­πό τον Σταύ­ρο Ζου­μπου­λά­κη. Δυο τεύ­χη, που δεν προ­τεί­νουν κά­ποιο α­φιέ­ρω­μα, αλ­λά στη­ρί­ζο­νται στα εν­δια­φέ­ρο­ντα ποιή­μα­τα, πε­ζά και δο­κί­μια που συ­γκε­ντρώ­νουν. Επί­σης, στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες με συ­ντο­μό­τε­ρα κεί­με­να και βι­βλιο­κρι­σίες: τους «Προ­σα­να­το­λι­σμούς», ό­πως α­πο­κα­λού­νται του πρώ­του, και το «Μη­νο­λό­γιο» του δεύ­τε­ρου.
Επι­προ­σθέ­τως, η «Νέα Ευ­θύ­νη» έ­χει ξε­κι­νή­σει σε­λί­δες με ε­πι­στο­λές, που α­να­σύ­ρο­νται α­πό αρ­χεία ε­πι­φα­νών. Σε αυ­τό το τεύ­χος, δη­μο­σιεύο­νται πέ­ντε ε­πι­στο­λές του Στρα­τή Τσίρ­κα προς τον Τί­μο Μα­λά­νο. Η πρώ­τη ε­πι­στο­λή έ­χει η­με­ρο­μη­νία 6.8.1934, ε­νώ οι άλ­λες τέσ­σε­ρις εί­ναι της πε­ριό­δου 1955-1958: δύο στις 14.10.1955 (τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος, η δεύ­τε­ρη εί­ναι της 19ης Οκτω­βρίου), 21.2.1958 και 1.5.1958. Οι ε­πι­στο­λές στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό τον Κα­βά­φη και το σχε­τι­κό βι­βλίο του Τσίρ­κα, «Ο Κα­βά­φης και η ε­πο­χή του», που εκ­δό­θη­κε τον Σε­πτέμ­βριο του 1958, ό­πως ση­μειώ­νει και ο Δη­μή­τρης Αγγε­λής στην προ­τασ­σό­με­νη στις ε­πι­στο­λές ει­σα­γω­γή. Συ­γκε­κρι­μέ­να, σύμ­φω­να με τη Βι­βλιο­γρα­φία Κα­βά­φη του Δη­μή­τρη Δα­σκα­λό­που­λου, τυ­πώ­θη­κε με­τα­ξύ 7 Ιου­λίου και 7 Σε­πτεμ­βρίου. Άρα οι ε­πι­στο­λές προ­η­γού­νται της έκ­δο­σης. Οι δύο, ω­στό­σο, έ­πο­νται της με­λέ­της Μα­λά­νου, «Ο ποιη­τής Κ. Π. Κα­βά­φης. Ο άν­θρω­πος και το έρ­γο του. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά σχό­λια. Απ’ τα κα­βα­φι­κά μου τε­τρά­δια. Η μυ­θο­λο­γία της κα­βα­φι­κής πο­λι­τείας.» Πρό­κει­ται για έκ­δο­ση συ­μπλη­ρω­μέ­νη και ο­ρι­στι­κή, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί ο Δα­σκα­λό­που­λος. Κρί­νο­ντας α­πό τις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις της, θα πρέ­πει να τυ­πώ­θη­κε τέ­λη του 1957. Πι­στεύου­με ό­τι για να κα­τα­νο­η­θούν κα­λύ­τε­ρα οι ε­πι­στο­λές Τσίρ­κα, θα χρειά­ζο­νταν πα­ράλ­λη­λα και οι ε­πι­στο­λές Μα­λά­νου, στις ο­ποίες, ω­στό­σο, γί­νε­ται α­να­φο­ρά στις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις.
Ας ελ­πί­σου­με η ά­νοι­ξη των πε­ριο­δι­κών να ε­πε­κτα­θεί στο φθι­νό­πω­ρο και τον χει­μώ­να.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα φωτογραφίας: Ο Στρατής Τσίρκας στο γραφείο του στην Αίγυπτο.

Τσίρ­κας προς Μα­λά­νο

Αλε­ξάν­δρεια, 6.8.1934
Αγα­πη­τέ κύ­ριε Μα­λά­νο,
Όπως σας υ­πο­σχέ­θη­κα σας γρά­φω πα­ρα­κά­τω ό,τι μπό­ρε­σα να συ­γκρα­τή­σω α­πό κεί­να που μου εί­πε ο Κα­βά­φης, τον Ιού­λιο του 1930, σχε­τι­κά με το ποίη­μά του «Ένας θεός των».
Κου­βε­ντιά­ζα­με, θυ­μά­μαι, για τον Jean Cocteau. Ο Κα­βά­φης α­πο­ρού­σε για τη φή­μη αυ­τού του ποιη­τή. Δεν τον εύ­ρι­σκε τί­πο­τα. Μου α­νά­φε­ρε ό­τι σε κά­ποια εγ­γλέ­ζι­κη αν­θο­λο­γία, που βγαί­νει μιά ή δυό φο­ρές το χρό­νο και πού η ύ­λη της δια­λέ­γε­ται με την με­γα­λύ­τε­ρη αυ­στη­ρό­τη­τα, εί­χαν τυ­πώ­σει έ­να τρα­γού­δι του Cocteau (γαλ­λι­κά) και το «Ένας θεός των» του Κα­βά­φη με­τα­φρα­σμέ­νο στα εγ­γλέ­ζι­κα α­πό τον Βα­λα­σό­που­λο (αν θυ­μά­μαι κα­λά).
Πρώ­τη κου­βέ­ντα του Κα­βά­φη, ά­μα έ­φε­ρε την αν­θο­λο­γία αυ­τή να μου τη δεί­ξει, ή­ταν να μου πει ό­τι η με­τά­φρα­ση δεν τον ι­κα­νο­ποιεί.
Η λέ­ξη «α­φθαρ­σία» (στο στί­χο: «Με τη χα­ρά της α­φθαρ­σίας μες στα μά­τια») που για τον Κα­βά­φη α­πο­τε­λού­σε το «κλει­δί» ό­λου του ποιή­μα­τος και που εί­χε μια μα­γι­κή, σα να λέ­με, χά­ρη, δεν μπό­ρε­σε να α­πο­δο­θεί κυ­ριο­λε­κτι­κά στην αγ­γλι­κή: Η λέ­ξη immortality που βά­ζει ο Βα­λα­σό­που­λος δεν εί­ναι αυ­τή που ή­θε­λε να πει ο Κα­βά­φης. Τώ­ρα θυ­μά­μαι ό­τι μου εί­χε πει πε­ρί­που αυ­τά: Έβα­λε τη λέ­ξη α­φθαρ­σία ό­χι μο­νά­χα για­τί πρό­κει­ται για έ­να Θεό, έ­ναν α­θά­να­το, μα κυ­ρίως για­τί ή­θε­λε να υ­πο­γραμ­μί­σει το γε­γο­νός ό­τι αυ­τός ο «τέ­λεια ω­ραίος έ­φη­βος» ή­ταν μα­κρυά α­πό κά­θε κίν­δυ­νο φθο­ράς δο­κι­μά­ζο­ντας «κά­θε εί­δους μέ­θη και λα­γνεία» και «ύ­πο­πτες α­πο­λαύ­σεις».
Ύστε­ρα έ­πια­σε να μου ερ­μη­νεύει το ποίη­μα α­πό την αρ­χή. Με λό­για ξε­ρά, με τον πιο πε­ζό και σύ­ντο­μο τρό­πο μου πα­ρου­σία­σε την α­γο­ρά της Σε­λεύ­κειας, κα­θό­ρι­σε την ώ­ρα, πε­ρί­γρα­ψε τον έ­φη­βο με με­τρη­μέ­να ε­πί­θε­τα (ο­λι­γώ­τε­ρα α­πό κεί­να που βά­ζει στο ποίη­μα), ξα­να­στά­θη­κε στη λέ­ξη α­φθαρ­σία, πε­ρί­γρα­ψε με χει­ρο­νο­μίες αό­ρι­στες (πού δεν άλ­λα­ζαν πο­λύ α­πό τις συ­νη­θι­σμέ­νες του χει­ρο­νο­μίες) τους δια­βά­τες πού ρω­τού­σαν και τους άλ­λους που πα­ρα­μέ­ρι­ζαν ε­νώ ο έ­φη­βος χα­νό­ταν κά­τω α­π’ τις στοές.
«Αλλά με­ρι­κοί, που με πε­ρισ­σο­τέ­ρα προ­σο­χή πα­ρα­τη­ρού­σαν, ε­κα­τα­λάμ­βα­ναν και πα­ρα­μέ­ρι­ζαν». Ο Κα­βά­φης ξα­να­γυρ­νώ­ντας στη λέ­ξη «α­φθαρ­σία» μου εί­πε πώς οι προ­σε­χτι­κοί δια­βά­τες α­πό τα μά­τια κα­τα­λα­βαί­ναν το Θεό. Ο Θεός αυ­τός, κα­τά τον Κα­βά­φη, δεν μπο­ρού­σε να εί­ναι άλ­λος α­πό τους τρεις ελ­λη­νι­κούς θε­ούς: Ερμή, Διό­νυ­σο ή Απόλ­λω­να.
Τε­λειώ­νο­ντας συ­σχέ­τι­σε τους ελ­λη­νι­κούς Θε­ούς με τα όρ­για της συ­νοι­κίας «που τη νύ­χτα μο­νά­χα ζει» και έ­κλει­σε την κου­βέ­ντα πά­νω σ’ αυ­τό το ποίη­μα με την α­κό­λου­θη φρά­ση: – Εγώ εί­μαι Ελλη­νι­κός– προ­σο­χή ό­χι Έλλην ού­τε ελ­λη­νί­ζων – αλ­λά Ελλη­νι­κός. Πο­λύ ελ­λη­νι­κός!
Αυ­τά εί­χα να σας γρά­ψω. Θα εί­μαι πο­λύ ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος αν, πα­ρ’ ό­λο το στρυφ­νό μου ύ­φος και τη συ­ντο­μία μου αυ­τό το χαρ­τί σας βο­η­θή­σει στη δου­λειά που έ­χε­τε ή­δη α­να­λά­βει με τό­ση ε­πι­τυ­χία για να μας δώ­σε­τε έ­ναν καλ­λι­τέ­χνη Κα­βά­φη α­παλ­λαγ­μέ­νο α­πό μύ­θους.
Με πολ­λήν α­γά­πη και θαυ­μα­σμό
Γιάν­νης Χατ­ζηα­ντρέ­ας

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/9/2011