Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Ιστορίες με καθαρό ψαχνό

Αλέ­ξαν­δρος Κυ­πριώ­της
«Μ’ έ­να κα­λά α­κο­νι­σμέ­νο μα­χαί­ρι.
Ιστο­ρίες αν­θρώ­πων»
Εκδό­σεις Ίνδι­κτος
Ιού­νιος 2013

Πα­ρά τον προϊδε­α­σμό του τίτ­λου του βι­βλίου, αλ­λά και σε πεί­σμα ο­ρι­σμέ­νων κρι­τι­κών πα­ρου­σιά­σεων, οι ή­ρωες στις ι­στο­ρίες του Αλέ­ξαν­δρου Κυ­πριώ­τη δεν σκο­τώ­νουν ε­κεί­νους που τους ε­νο­χλούν ού­τε για σο­βα­ρούς λό­γους ού­τε για α­σή­μα­ντους. Εξαι­ρού­νται δυο ι­στο­ρίες α­πό τις συ­νο­λι­κά δέ­κα του βι­βλίου, αν και στη μία μπο­ρεί να μην πρό­κει­ται για θα­να­τη­φό­ρο χτύ­πη­μα. Η άλ­λη έ­χει τον πα­ρα­πλα­νη­τι­κό τίτ­λο, «Ευ­τυ­χία». Και σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, πά­ντως, ο φό­νος δεν γί­νε­ται “μ’ έ­να κα­λά α­κο­νι­σμέ­νο μα­χαί­ρι”, ού­τε καν με ο­ποιο­δή­πο­τε άλ­λο αιχ­μη­ρό μέ­σο. Αλλά δια πνιγ­μού. Ο ή­ρωας πνί­γει τη γυ­ναί­κα με την ο­ποία “έ­βγαι­νε ε­πτά μή­νες και τρεις η­μέ­ρες”, πα­ρό­λο που λε­γό­ταν Ευ­τυ­χία και μό­λις του εί­χε α­ναγ­γεί­λει ό­τι θα γεν­νού­σε το δι­κό του παι­δί. Την πνί­γει με τα ί­δια του τα χέ­ρια, ό­ταν ε­κεί­νη “ση­κώ­νε­ται στις μύ­τες των πο­διών της να τον φι­λή­σει”. Από την πρά­ξη του, δη­λα­δή εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, συ­νά­γε­ται ό­τι πρό­κει­ται για ψυ­χα­σθε­νή. Κα­τά τα άλ­λα, τί­πο­τα στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του δεν έ­δει­χνε ό­τι μπο­ρεί κά­τι να μην πη­γαί­νει κα­λά. Εί­ναι έ­νας α­πό τους πολ­λούς ψυ­χι­κά νο­σού­ντες, που βρί­σκο­νται ε­κτός ι­δρυ­μά­των. Δεί­χνουν φυ­σιο­λο­γι­κοί, ε­κτός α­πό τη στιγ­μή, που κα­τα­λαμ­βά­νο­νται α­πό σφο­δρά αι­σθή­μα­τα. Όλοι οι άν­θρω­ποι πέ­φτουν σε κρί­σεις ορ­γής και θυ­μού, μό­νο που αυ­τοί με τα­ραγ­μέ­νο ψυ­χι­σμό εμ­φα­νί­ζουν α­ντι­δρά­σεις υ­περ­βο­λι­κά έ­ντο­νες ως προς τα αί­τια που τις προ­κα­λούν. Στις συ­ναι­σθη­μα­τι­κές κα­ται­γί­δες με­τα­βάλ­λο­νται σε έρ­μαια των εν­στί­κτων τους, ό­πως ε­κεί­νος της εν λό­γω ι­στο­ρίας. Η γυ­ναί­κα δεν τον πρό­σβα­λε, ού­τε του φα­νέ­ρω­σε κά­τι ε­πι­λή­ψι­μο ή δυ­σά­ρε­στο. Απλώς, με την ε­γκυ­μο­σύ­νη της του α­πέ­κλειε τη δυ­να­τό­τη­τα να πραγ­μα­το­ποιή­σει το ό­νει­ρό του, που ή­ταν να α­πο­κτή­σει “έ­να δι­κό του σπί­τι στη Νί­συ­ρο”. Δεν γνώ­ρι­ζε το νη­σί, τυ­χαία το εί­χε ε­πι­λέ­ξει, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας μια ται­νία που ε­ξε­λισ­σό­ταν ε­κεί. Για να έ­χει κι αυ­τός, ό­πως ό­λοι οι φυ­σιο­λο­γι­κοί άν­θρω­ποι, έ­να σχέ­διο για το μέλ­λον που να του ζε­σταί­νει τα φυλ­λο­κάρ­δια, ό­ταν τον πά­γω­νε ο φό­βος. Εκεί­νη α­δια­φό­ρη­σε για την ε­πι­θυ­μία του, ε­πι­βάλ­λο­ντας τη δι­κή της προο­πτι­κή για το κοι­νό τους μέλ­λον. Τό­τε τον κα­τέ­κλυ­σε το αί­σθη­μα της α­δι­κίας και μα­ζί ο τρό­μος μπρο­στά στη δι­κή του εκ­μη­δέ­νι­ση.
Ο ψυ­χα­σθε­νής, ό­πως το παι­δί, τα αι­σθή­μα­τά του ού­τε να τα ε­λέγ­ξει μπο­ρεί, ού­τε να τα εκ­φρά­σει. Μο­να­δι­κό ό­πλο του η σω­μα­τι­κή βία α­πέ­να­ντι στον άλ­λο ή, αν αυ­τό εί­ναι α­δύ­να­το, η κα­τα­φυ­γή στην α­πο­μό­νω­ση. Όπως συμ­βαί­νει σε μία άλ­λη ι­στο­ρία, ό­που τον ή­ρωα “τον πιά­νουν κρί­σεις πα­νι­κού”. Ο τίτ­λος της ι­στο­ρίας, «Κά­θε φο­ρά», θα μπο­ρού­σε να α­να­φέ­ρε­ται σε ο­τι­δή­πο­τε κα­θη­με­ρι­νό. Εδώ, ό­μως, πρό­κει­ται για έ­ναν α­νε­ξέ­λε­γκτο φό­βο, που παίρ­νει “κά­θε φο­ρά” τις δια­στά­σεις μίας πρό­βας θα­νά­του. Μό­λις μία σε­λί­δα εί­ναι η έ­κτα­ση αυ­τής της δεύ­τε­ρης ι­στο­ρίας. Τό­σος χώ­ρος χρειά­στη­κε στον συγ­γρα­φέα για να πε­ρι­γρά­ψει την α­δυ­να­μία του ή­ρωα, κα­θώς φου­σκώ­νει το κύ­μα του πα­νι­κού, με α­κρι­βο­λό­γο α­να­φο­ρά των σω­μα­τι­κών συ­μπτω­μά­των, κα­τα­λή­γο­ντας με την α­νυ­πό­φο­ρη αί­σθη­ση θα­να­τε­ρής μο­να­ξιάς. 
Και στις δυο ι­στο­ρίες, η α­φή­γη­ση δεν δρα­μα­το­ποιεί. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει η χρή­ση σε ό­λες τις ι­στο­ρίες του τρί­του προ­σώ­που, πα­ρό­λο που η ε­στία­ση πα­ρα­κο­λου­θεί έ­ναν εν­διά­θε­το λό­γο. Αντι­θέ­τως, ε­πι­διώ­κε­ται α­πο­δρα­μα­το­ποίη­ση των τρα­γι­κών στοι­χείων, που ε­νυ­πάρ­χουν στις πε­ρι­γρα­φό­με­νες ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις. Ιδίως, στη δεύ­τε­ρη, ό­που δεν ε­πι­τε­λεί­ται α­φη­γη­μα­τι­κά η α­πο­κλι­μά­κω­ση της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής έ­ντα­σης ό­πως στην πρώ­τη. Έτσι, ό­μως, σαν να χά­νε­ται κά­τι α­πό το “ψα­χνό” του θέ­μα­τος. Ίσως, να χρεια­ζό­ταν κι αυ­τή η ι­στο­ρία με­γα­λύ­τε­ρο κει­με­νι­κό χώ­ρο, ώ­στε να ο­λο­κλη­ρω­θεί η ει­κό­να της κρί­σης πα­νι­κού. Τα ο­ξεία συ­μπτώ­μα­τα να τα δια­δε­χό­ταν η πε­ρι­γρα­φή της ψυ­χο­λο­γι­κής βύ­θι­σης, που φθά­νει μέ­χρι την κα­τα­θλι­πτι­κή α­πά­θεια. Με άλ­λα λό­για, η αί­σθη­ση της μο­να­ξιάς του θα­νά­του να α­πο­τυ­πω­νό­ταν α­ντί να συ­νο­ψί­ζε­ται με την πα­ρά­θε­ση μίας α­φο­ρι­στι­κής σκέ­ψης. Πρό­κει­ται, ά­ρα­γε, για συγ­γρα­φι­κή α­δυ­να­μία λό­γω έλ­λει­ψης α­ντί­στοι­χης ε­μπει­ρίας ή πε­ρί αι­σθη­τι­κής ε­πι­λο­γής; Την α­πά­ντη­ση την δί­νει ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας στο βι­βλίο. 
Καί­τοι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος ο Κυ­πριώ­της, φρο­ντί­ζει να εκ­θέ­σει την ποιη­τι­κή του, ε­νιαία, του­λά­χι­στον γι’ αυ­τήν την πρώ­τη δε­κά­δα ι­στο­ριών. Δεν την α­να­πτύσ­σει δο­κι­μια­κά, ως εί­θι­σται, αλ­λά πλά­θο­ντας ε­πί τού­του μία ι­στο­ρία. Συ­γκε­κρι­μέ­να, την ο­μό­τιτ­λη. Σε αυ­τήν πρω­τα­γω­νι­στεί έ­νας με­τα­φρα­στής α­πό την γερ­μα­νι­κή, ό­πως ο ί­διος, που α­να­κα­λύ­πτει έ­ναν διη­γη­μα­το­γρά­φο ο­νό­μα­τι Σλά­χτε­ρ, που “θα πει σφα­γέ­ας”. Αυ­τός γρά­φει ι­στο­ρίες “με κα­θη­με­ρι­νούς αν­θρώ­πους”. Ο με­τα­φρα­στής διευ­κρι­νί­ζει πως στις ι­στο­ρίες τού Σλά­χτε­ρ, το ση­μα­ντι­κό δεν εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νο αλ­λά η μορ­φή. “Κά­θε του πρό­τα­ση εί­ναι α­κρι­βώς ό­ση πρέ­πει. Λες και εί­ναι κομ­μέ­νη με μπαλ­τά. Και ξε­κο­κα­λι­σμέ­νη.” Εκ πρώ­της ό­ψεως, η πα­ρο­μοίω­ση εί­ναι α­πω­θη­τι­κή, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπει μάλ­λον σε χα­σά­πη πα­ρά σε λε­πτουρ­γό τε­χνί­τη, ό­πως φα­ντα­ζό­μα­στε στα κα­θ’ η­μάς έ­ναν διη­γη­μα­το­γρά­φο. Αλλά ο με­τα­φρα­στής της ι­στο­ρίας συ­νε­χί­ζει. “Μ’ έ­να κα­λά α­κο­νι­σμέ­νο μα­χαί­ρι. Κά­θε πρό­τα­ση έ­χει μό­νο ό,τι εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. Μό­νο ψα­χνό.” Άλλω­στε, μό­νο με πα­ρό­μοιους δια­λο­γι­σμούς, που έ­χουν την πνοή σκο­τει­νών κέλ­τι­κων μύ­θων, τε­λεί­ται και στην ο­μό­τιτ­λη ι­στο­ρία έ­να φο­νι­κό πλήγ­μα. Έστω και κα­τά φα­ντα­σία, σαν κα­τά­λη­ξη της εκ­δο­χής α­πόρ­ρι­ψης που α­να­πτύσ­σει νο­ε­ρά ο με­τα­φρα­στής α­να­μέ­νο­ντας συ­νά­ντη­ση με τον εκ­δό­τη των ι­στο­ριών του Σλά­χτερ. Δεν α­πο­κλείε­ται, ω­στό­σο, να α­πο­βεί μία αυ­το­εκ­πλη­ρού­με­νη προ­φη­τεία, ό­πως στο γνω­στό α­νέκ­δο­το με τον γρύ­λο, αν κά­πο­τε η εμ­μο­νή του με­τα­φρα­στή με τον Σλά­χτερ ε­ξε­λι­χθεί σε νευ­ρα­σθέ­νεια. Υπάρ­χει και μία α­κό­μη ι­στο­ρία, η προ­τασ­σό­με­νη στο βι­βλίο, που ξε­κι­νά­ει ό­πως το εν λό­γω α­νέκ­δο­το. Εκεί, εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος υ­πό ια­τρι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, που φα­ντα­σιώ­νε­ται τον φό­νο σαν ε­πα­νερ­χό­με­νο ε­φιάλ­τη.  
Ο Κυ­πριώ­της, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, δια­τεί­νε­ται πως την ι­δέα για έ­να διή­γη­μα την πυ­ρο­δο­τεί μία ει­κό­να, μία φρά­ση, μία α­νά­μνη­ση, ο­τι­δή­πο­τε. Για­τί ό­χι και έ­να α­νέκ­δο­το ή και έ­να ό­νο­μα, ό­πως του ο­πα­δού της Ευαγ­γε­λι­κής Εκκλη­σίας Φρα­νς Όυ­γκεν Σλά­χτε­ρ, που, στις αρ­χές του 20ου αιώ­να με­τέ­φρα­σε και ε­ξέ­δω­σε υ­πό τη μορ­φή βι­βλίου τσέ­πης τη Βί­βλο στα γερ­μα­νι­κά. Όταν, πά­ντως, ζη­τή­θη­κε του Κυ­πριώ­τη, α­πό μία ε­φη­με­ρί­δα, να γρά­ψει έ­να κεί­με­νο προς δια­φή­μι­ση του βι­βλίου του, ε­κεί­νος συ­νέ­θε­σε μία εν­δέ­κα­τη ι­στο­ρία με τίτ­λο «Το τσε­κού­ρι». To θέ­μα της εί­ναι οι ε­ντυ­πώ­σεις, που δη­μιουρ­γούν σε υ­πο­ψή­φια α­γο­ρά­στρια του βι­βλίου του τα λε­γό­με­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, ό­πως τίτ­λος, ει­κό­να ε­ξω­φύλ­λου, βιο­γρα­φι­κό, κεί­με­νο ο­πι­σθό­φυλ­λου, και α­κό­μη, δυο τρεις φρά­σεις α­πό τις ι­στο­ρίες του, που ε­κεί­νη α­λιεύει στην τύ­χη, κα­θώς το ξε­φυλ­λί­ζει. Πε­ρι­γρά­φε­ται η πε­ρί­πτω­ση ι­διά­ζου­σας κλε­πτο­μα­νούς, που ο­ρι­σμέ­να βι­βλία της α­σκούν μία μο­να­δι­κή έλ­ξη. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ο τίτ­λος του βι­βλίου της θυ­μί­ζει “το τσε­κού­ρι της Γώ­γου”, αλ­λά και “το τσε­κού­ρι του Κάφ­κα”.
Εδώ, ο συγ­γρα­φέ­ας θεω­ρεί γνω­στό τοις πά­σι τον στί­χο της Γώ­γου, “Μο­να­ξιά / η μο­να­ξιά μας λέω. Για τη δι­κή μας λέω / εί­ναι τσε­κού­ρι στα χέ­ρια μας / που πά­νω α­πό τα κε­φά­λια σας γυ­ρί­ζει γυ­ρί­ζει γυ­ρί­ζει γυ­ρί­ζει”, κα­θώς και την σχε­τι­κή ά­πο­ψη του Κάφ­κα, “Τα βι­βλία που χρεια­ζό­μα­στε εί­ναι αυ­τά που ε­πι­δρούν α­πά­νω μας σαν κα­κο­τυ­χία, αυ­τά που μας κά­νουν να υ­πο­φέ­ρου­με, ό­πως υ­πο­φέ­ρου­με για το θά­να­το κά­ποιου, που α­γα­πά­με πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τους ε­αυ­τούς μας, αυ­τά που μας κά­νουν να αι­σθα­νό­μα­στε σαν να εί­μα­στε στα ό­ρια της αυ­το­κτο­νίας, ή χα­μέ­νοι σ’ έ­να α­πό­με­ρο δά­σος - έ­να βι­βλίο πρέ­πει να χρη­σι­μεύει ως τσε­κού­ρι για την πα­γω­μέ­νη θά­λασ­σα ε­ντός μας.” Και οι δυο συγ­γρα­φείς φέ­ρο­νται ως πρό­σω­πα με τα­ραγ­μέ­νο ψυ­χι­σμό και νευ­ρω­τι­κές εμ­μο­νές, ά­ρα συγ­γε­νή με τους “κα­θη­με­ρι­νούς αν­θρώ­πους των ι­στο­ριώ­ν” του Κυ­πριώ­τη. 
Εμάς, πά­ντως, ο Σλά­χτερ και η αι­μα­τη­ρή πα­ρο­μοίω­ση πε­ρί συγ­γρα­φής μας θύ­μι­σαν το α­πό­φθεγ­μα του δη­μο­φι­λούς Γερ­μα­νού συγ­γρα­φέα Άρμιν Σέ­ν­γκμπους: “Εμείς οι συγ­γρα­φείς εί­μα­στε ό­πως οι χα­σά­πη­δες, μό­νο που ε­μείς προ­σπα­θού­με την α­γε­λά­δα να την ε­πα­να­συ­ναρ­μο­λο­γή­σου­με.” Αν δε­χθού­με τον πα­ραλ­λη­λι­σμό συγ­γρα­φέα και χα­σά­πη, τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο στις ι­στο­ρίες του βι­βλίου έ­γι­νε κα­λή δου­λειά κα­τά την α­φαί­ρε­ση του λί­πους. Σε ποιες ι­στο­ρίες το ε­να­πο­μεί­ναν εί­ναι κα­θα­ρό “ψα­χνό”. Ή μή­πως, α­ντι­στρό­φως, κά­που ο μπαλ­τάς έ­φα­γε ξώ­φαλ­τσα και “ψα­χνό”, ό­πως έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι συ­νέ­βη, για πα­ρά­δειγ­μα, σε ε­κεί­νη γύ­ρω α­πό τις “κρί­σεις πα­νι­κού”; Αν, ε­πι­προ­σθέ­τως, δια­κρί­νου­με την ερ­γα­σία του συγ­γρα­φέα α­πό ε­κεί­νη του χα­σά­πη με βά­ση το ξα­να­μο­ντά­ρι­σμα της α­γε­λά­δας, ό­πως προ­τεί­νει ο Σέν­γκμπους, α­πο­κτού­με έ­να πρό­σθε­το α­ξιο­λο­γι­κό κρι­τή­ριο. Για να διευ­κο­λύ­νου­με τον ε­πί μέ­ρους σχο­λια­σμό των ι­στο­ριών, αυ­τές θα μπο­ρού­σαν να τα­ξι­νο­μη­θούν α­νά­λο­γα με το πε­ρι­βάλ­λον μέ­σα στο ο­ποίο κυο­φο­ρεί­ται και εκ­δη­λώ­νε­ται η εμ­μο­νή ή και η νεύ­ρω­ση των η­ρώων, σε οι­κο­γε­νεια­κές, υ­παρ­ξια­κές και σε ε­κεί­νες της ε­παγ­γελ­μα­τι­κής ή και ε­ρα­σι­τε­χνι­κής ε­να­σχό­λη­σης.
Πέ­ντε α­νή­κουν στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία: Το «Ευ­τυ­χία», που ή­δη α­να­φέ­ρα­με. Το «Barbie», ό­που η ε­ξαρ­χής φορ­τι­σμέ­νη α­φή­γη­ση, πυ­ρο­δο­τη­μέ­νη α­πό συμ­βά­ντα μίας βίαιης ε­πι­και­ρό­τη­τας, α­πο­βαί­νει ε­πι­σφα­λής ε­πι­λο­γή για το στή­σι­μο ε­νός διη­γή­μα­τος. Η ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία, «Η α­γά­πη κερ­δί­ζε­ται», που σκια­γρα­φεί με πρω­τό­τυ­πο τρό­πο τη σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή σχέ­ση δυο αν­δρών. Σε ό­λες τις ι­στο­ρίες του βι­βλίου, το κυ­ρίαρ­χο σχή­μα λό­γου και ως το πλέ­ον κα­τάλ­λη­λο για την α­νά­δει­ξη της νευ­ρω­τι­κής κα­τά­στα­σης των η­ρώων, εί­ναι η ε­πα­νά­λη­ψη. Εδώ, η εν λό­γω πει­ρα­μα­τι­κή μορ­φή μάλ­λον σπρώ­χνε­ται στα ό­ριά της, κα­θώς μία πα­ρά­γρα­φος των 58 λέ­ξεων ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται αυ­τού­σια 17 φο­ρές, για να α­κο­λου­θή­σει ως κα­τα­κλεί­δα, μια 18η φο­ρά σε πα­ραλ­λα­γή, κα­θώς  σε αυ­τήν α­ντι­στρέ­φο­νται οι ρό­λοι ε­νερ­γη­τι­κού και πα­θη­τι­κού μέ­χρι, πι­θα­νώς, και τε­λι­κής ε­ξό­ντω­σης του πρώ­του. Το διή­γη­μα θα μπο­ρού­σε να ε­κλη­φθεί και σαν αλ­λη­γο­ρία της σχέ­σης δυ­νά­στη και δυ­να­στευό­με­νου. Αν, ό­μως, α­πο­δώ­σου­με μία πα­ρό­μοια πρό­θε­ση στον συγ­γρα­φέα, τό­τε ε­κεί­νος θα πρέ­πει να βλέ­πει με α­παι­σιο­δο­ξία τις πά­σης φύ­σεως ε­ξε­γέρ­σεις. Το «Η α­χα­ρι­στία της ψυ­χής», που  εί­ναι η τέ­ταρ­τη, με την α­χα­ρι­στία να πε­ρι­γρά­φε­ται κά­τι σαν λέ­πρα της ψυ­χής, που ο­δη­γεί στην α­πο­μό­νω­ση. Αυ­τή α­πέ­χει μορ­φι­κών πει­ρα­μα­τι­σμών, εί­ναι ελ­λει­πτι­κή ό­σο χρειά­ζε­ται, με άλ­λα λό­για, κα­θα­ρό “ψα­χνό”. Τέ­λος, η ε­ντε­λέ­στε­ρη με θέ­μα την οι­κο­γέ­νεια ως νο­σο­γό­νο ε­στία, το «Και τοις εν τοις μνή­μα­σι ζωήν χα­ρι­σά­με­νος», στη­ριγ­μέ­νο στο λαϊκό λό­γο, α­να­δει­κνύει πα­ρα­δο­σια­κές γυ­ναι­κείες νοο­τρο­πίες. Ο πα­σχά­λιος τίτ­λος καλ­λιερ­γεί προσ­δο­κίες για μία ευοίω­νη κα­τά­λη­ξη, που α­να­τρέ­πο­νται α­πό το κα­λο­στη­μέ­νο “στρί­ψι­μο της βί­δας”. Εδώ, η ψυ­χα­σθέ­νεια της γυ­ναί­κας έ­χει μια πρώ­της τά­ξεως πα­θο­λο­γι­κή αι­τία, τις πολ­λές εκ­τρώ­σεις. Πά­ντως, ο φό­νος μέ­νει και πά­λι ως προο­πτι­κή. 
Τρεις ι­στο­ρίες υ­παρ­ξια­κού άγ­χους: «Τα κλει­διά του» και το «Κά­θε φο­ρά», που έ­χου­με σχο­λιά­σει, και το «Κόκ­κι­νο», ό­που ο συγ­γρα­φι­κός “μπαλ­τάς” θα μπο­ρού­σε να εί­χε α­φή­σει και μία ι­δέα “ψα­χνού”. Εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νές πως το διή­γη­μα τύ­που μπον­ζάι δεν ται­ριά­ζει στον συγ­γρα­φέα. Μέ­νουν οι δυο ι­στο­ρίες της τρί­της κα­τη­γο­ρίας, δη­λα­δή ε­κεί­νες της ε­παγ­γελ­μα­τι­κής ή και ε­ρα­σι­τε­χνι­κής ε­να­σχό­λη­σης. Εί­ναι η ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής και το «Μία σκέ­ψη α­πλή». Στην πρώ­τη, η συ­ντα­γή του Σλά­χτερ τε­λε­σφό­ρη­σε. Η δεύ­τε­ρη εί­ναι η ε­κτε­νέ­στε­ρη και μά­λι­στα, με στο­χα­στι­κές φι­λο­δο­ξίες. Αφορ­μά­ται α­πό τον ζω­δια­κό κύ­κλο και τον α­στρο­λο­γι­κό χάρ­τη, α­να­συ­σταί­νο­ντας τους συ­νειρ­μούς ε­νός θια­σώ­τη των ε­πι­στη­μο­νι­κο­φα­νών θεω­ριών α­νά­λυ­σης της προ­σω­πι­κό­τη­τας, που κα­τέ­λη­ξε σκε­πτι­κι­στής. Εδώ η α­φή­γη­ση υ­πο­σκά­πτει τη λο­γι­κή ό­σων δί­νουν πί­στη στην ύ­παρ­ξη υ­πε­ραι­σθη­τών δυ­νά­μεων, αλ­λά και ό­σων πι­στεύουν στα πε­ρι­θώ­ρια ε­πί­τευ­ξης της α­πό­λυ­της γνώ­σης. Μό­νο που το μο­ντά­ρι­σμα ό­λου αυ­τού του γνω­στι­κού υ­λι­κού φαί­νε­ται σαν να έ­γι­νε για έ­ναν πο­λύ ει­δι­κό α­να­γνώ­στη. Όσο “ψα­χνό” κρα­τή­θη­κε, α­παρ­τί­ζε­ται α­πό έν­νοιες και ό­ρους ά­γνω­στους στους α­μύη­τους. Θα χρεια­ζό­ταν η έ­κτα­ση του­λά­χι­στον νου­βέ­λας για τη λι­γό­τε­ρο κρυ­πτι­κή α­φη­γη­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη ε­νός πα­ρό­μοιου θέ­μα­τος.
Επι­τέ­λους, και έ­νας πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος του 2013, που δεν α­νε­μί­ζει ση­μαία τις σπου­δές δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής και τις δια­κρί­σεις στους ποι­κί­λους δια­γω­νι­σμούς διη­γή­μα­τος. Ού­τε πα­ρου­σιά­ζε­ται ταυ­το­χρό­νως, εν μία νυ­κτί, ως πε­ζο­γρά­φος και κρι­τι­κός. Μό­νο με­τα­φρα­στής γερ­μα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας δη­λώ­νει. Όσο για τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, που στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ση­μαί­νει πι­θα­νή “συ­νο­μι­λία” με τους με­τα­φρα­ζό­με­νους συγ­γρα­φείς, δεν δια­λα­λεί­ται και έ­τσι μέ­νει λαν­θά­νου­σα για τους πολ­λούς, που α­γνοούν τα πρω­τό­τυ­πα έρ­γα. Το βα­σι­κό­τε­ρο οι “ι­στο­ρίες αν­θρώ­πω­ν” του Κυ­πριώ­τη δεν μο­λύ­νο­νται με γλωσ­σι­κούς ξε­νι­σμούς. Αν εί­ναι κά­τω των 35 ε­τών, συ­νι­στά μίας πρώ­της τά­ξεως υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "H Εποχή" στις 4/5/2011.