Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Μικροφιλολογώντας

«Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά»
Τεύ­χος 26
Φθι­νό­πω­ρο 2009
Λευ­κω­σία, Κύ­προς

Το μι­κρό­σχη­μο κυ­πρια­κό πε­ριο­δι­κό συ­νε­χί­ζει α­με­τά­βλη­το, πα­ρό­τι οι πα­λαιό­τε­ροι α­πο­τρα­βιού­νται και νεό­τε­ροι Ελλα­δί­τες ει­σέρ­χο­νται στον πυ­ρή­να της συ­ντα­κτι­κής του ο­μά­δας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του πε­ριο­δι­κού εί­ναι να μην ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται σε έ­να θέ­μα, αλ­λά να εμ­φα­νί­ζε­ται στα­θε­ρά πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό. Ωστό­σο, στο πρό­σφα­το τεύ­χος, δια­κρί­νε­ται μια μί­νι ε­νό­τη­τα τριών κει­μέ­νων, η ο­ποία, πι­θα­νώς, δη­μιουρ­γή­θη­κε με α­φορ­μή το θέ­μα του συ­νο­δευ­τι­κού τευ­χι­δίου των «Τε­τρα­δίων», που συ­νι­στούν “πα­ράρ­τη­μα” του πε­ριο­δι­κού. Στα «Τε­τρά­δια», ο Λευ­τέ­ρης Πα­πα­λε­ο­ντίου πα­ρου­σιά­ζει τον ά­γνω­στο κύ­πριο ποιη­τή Τά­κη Ζα­χα­ριά­δη. Αντί­στοι­χα, στο κυ­ρίως πε­ριο­δι­κό συ­ζη­τά τους ό­ρους νε­ο­ρο­μα­ντι­σμός και νε­ο­συμ­βο­λι­σμός, κα­θώς και τον ό­ρο με­τα­συμ­βο­λι­σμός, που ε­πι­στρα­τεύει η Έλλη Φι­λο­κύ­πρου στην δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της. Με τη μορ­φή δια­δο­χι­κών ε­ρω­τη­μά­των στή­νει το “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό” του και το κα­τα­λή­γει με το ε­ρώ­τη­μα: «Μή­πως, τε­λι­κά, βο­λεύει πε­ρισ­σό­τε­ρο τις φι­λο­λο­γι­κές μας τα­ξι­νο­μή­σεις ο ό­ρος “με­τα­συμ­βο­λι­σμός”, για να α­ντι­κα­τα­στή­σει τη συν­δυα­στι­κή και ί­σως πλε­ο­να­στι­κή χρή­ση των ό­ρων “νε­ο­ρο­μα­ντι­σμός” και “νε­ο­συμ­βο­λι­σμός”, και για τους λό­γους τους ο­ποίους ε­πι­κα­λεί­ται η Ε. Φι­λο­κύ­πρου, αλ­λά και για­τί ο ό­ρος “με­τα­συμ­βο­λι­σμός” έ­χει κα­το­χυ­ρω­θεί στη διε­θνή ο­ρο­λο­γία για να χα­ρα­κτη­ρί­σει κυ­ρίως την ε­ξέ­λι­ξη του συμ­βο­λι­σμού στη γαλ­λι­κή ποίη­ση;»
Ο Πα­πα­λε­ο­ντίου φαί­νε­ται πως έ­θε­σε αυ­τόν τον προ­βλη­μα­τι­σμό υ­πό­ψη δυο Ελλα­δι­τών, που έ­κρι­νε ως τους πλέ­ον αρ­μό­διους, των ο­ποίων τα κεί­με­να και προ­τάσ­σει: του Γιώρ­γου Αρά­γη και του Κώ­στα Στερ­γιό­που­λου, που εί­ναι ο ει­ση­γη­τής “της νε­ο­ρο­μα­ντι­κής και νε­ο­συμ­βο­λι­κής σχο­λής”. Ο πρώ­τος δη­λώ­νει πως α­γνο­εί την προέ­λευ­ση των δυο ό­ρων και στη συ­νέ­χεια, αμ­φι­σβη­τεί τη συ­γκε­κρι­μέ­νη χρή­ση τους για τους ποιη­τές του ’20. Κα­τ’ αρ­χήν, του φαί­νε­ται πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νος ο ό­ρος σχο­λή και ύ­στε­ρα, ού­τε το “νέο ρο­μα­ντι­σμό” τους δια­κρί­νει ού­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, το “νέο συμ­βο­λι­σμό” τους. Ακρι­βέ­στε­ρα, ως προς το δεύ­τε­ρο σκέ­λος, θεω­ρεί πως οι εν λό­γω ποιη­τές ξε­κί­νη­σαν α­κο­λου­θώ­ντας τους συμ­βο­λι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς των πα­λαιό­τε­ρων, αλ­λά γρή­γο­ρα στρά­φη­καν “στην ει­λι­κρί­νεια του βιώ­μα­τος”, δη­λα­δή σε μια ποίη­ση που “βγαί­νει α­πό τα πράγ­μα­τα”. Από την πλευ­ρά του ο Στερ­γιό­που­λος, αρ­κεί­ται να πα­ρα­τη­ρή­σει πως έ­χει ε­παρ­κώς και κα­τ΄ ε­πα­νά­λη­ψη πα­ρου­σιά­σει το σκε­πτι­κό του για “τους νε­ο­ρο­μα­ντι­κούς και νε­ο­συμ­βο­λι­κούς” ποιη­τές του με­σο­πο­λέ­μου. Πά­ντως, το­νί­ζει πως μια στρο­φή στα “πράγ­μα­τα” δεν ση­μαί­νει α­να­γκα­στι­κά και α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τον συμ­βο­λι­σμό.
Και πράγ­μα­τι, στο τε­λευ­ταίο μέ­ρος της ει­σα­γω­γής του στον τό­μο «Η α­να­νεω­μέ­νη πα­ρά­δο­ση» της “αν­θο­λο­γίας-γραμ­μα­το­λο­γίας” «Η ελ­λη­νι­κή ποίη­ση» (Σο­κό­λης, 1980), που α­να­φέ­ρε­ται στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ο­μά­δα ποιη­τών, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί για τους “χω­ρίς α­στείαν αι­δώ” ποιη­τές, τους αυ­τό­χει­ρες, τους ε­ρα­στές της η­δο­νής και των τε­χνη­τών πα­ρα­δεί­σων, που εί­χαν δι­δα­χτεί τους ποιη­τι­κούς τους τρό­πους α­πό τους “poetes maudits”. Τους ποιη­τές με κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τη “νέα ευαι­σθη­σία”, την ει­λι­κρί­νεια του βιώ­μα­τος και την αί­σθη­ση του α­πτού γε­γο­νό­τος. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, στην πε­ρί­πτω­ση του Τέλ­λου Άγρα, ο Στερ­γιό­που­λος πα­ρα­τη­ρεί: “Η ποίη­σή του εί­ναι μια ποίη­ση μι­κρών πραγ­μά­των, που έ­χουν γί­νει σύμ­βο­λα”. Να θυ­μί­σου­με πως, στην εν λό­γω Γραμ­μα­το­λο­γία, οι ποιη­τές του με­σο­πο­λέ­μου μοι­ρά­ζο­νται σε δυο τό­μους και δυο συγ­γρα­φείς: “στους ποιη­τές της α­να­νεω­μέ­νης πα­ρά­δο­σης”, “για να το πού­με ό­πως το θέ­λει ο ποιη­τής Κώ­στας Στερ­γιό­που­λος”, ο ο­ποίος τους αν­θο­λο­γεί, και στους νεω­τε­ρι­κούς, τους ο­ποίους ε­πι­με­λεί­ται ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Ο Αρά­γης πα­ρα­πέ­μπει στην Ιστο­ρία του Αργυ­ρίου. Όχι, ό­μως, για να πα­ρα­θέ­σει και την ά­πο­ψη ε­κεί­νου, αλ­λά, α­πλώς, για να αν­τλή­σει έ­να πα­ρά­θε­μα α­πό το πε­ριο­δι­κό «Μού­σα». Η Ιστο­ρία του Αργυ­ρίου δεί­χνει να κα­θιε­ρώ­νε­ται ως βι­βλιο­γρα­φι­κή πη­γή για τα δυ­σκό­λως προ­σβά­σι­μα πα­λαιά λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να, φαί­νε­ται να πα­ρα­γκω­νί­ζε­ται ως ι­στο­ρι­κό έρ­γο. Κι ό­μως, η Ιστο­ρία συ­νει­σφέ­ρει στο ε­πί­μα­χο θέ­μα των νε­ο­ρο­μα­ντι­κών και νε­ο­συμ­βο­λι­στών την ο­πτι­κή ε­νός κα­λού γνώ­στη της ελ­λη­νι­κής ποίη­σης.
Από τα 19 συ­νο­λι­κά κεί­με­να του τεύ­χους, έ­ξι α­κό­μη α­φο­ρούν την ποίη­ση, εί­τε γε­νι­κώς εί­τε ει­δι­κώς, ε­στιά­ζο­ντας σε συ­γκε­κρι­μέ­νους ποιη­τές. Δυο α­πό αυ­τά α­να­φέ­ρο­νται στις ποιη­τι­κές φόρ­μες της μπαλ­λά­ντας και του χαϊκού γραμ­μέ­να, α­ντι­στοί­χως, α­πό τη Μα­ρία Τό­μπρου και τον Χρή­στο Του­μα­νί­δη. Η Τό­μπρου, θέ­λο­ντας να προ­σκο­μί­σει έ­να α­κό­μη πα­ρά­δειγ­μα προς στή­ρι­ξη της υ­πό­θε­σης ερ­γα­σίας, που ε­δώ και χρό­νια έ­χει δια­τυ­πώ­σει, πως η μπαλ­λά­ντα καλ­λιερ­γεί­ται στην Ελλά­δα α­πό τις αρ­χές του 19ου αιώ­να και δεν πρω­το­ει­σά­γε­ται με τον Βι­ζυη­νό, α­να­φέ­ρε­ται στο έρ­γο του Δη­μη­τρίου Βερ­ναρ­δά­κη. Από αυ­τό α­να­σύ­ρει τρεις ποιη­τι­κές συν­θέ­σεις, που, σύμ­φω­να με την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της, υ­πά­γο­νται στο συ­γκε­κρι­μέ­νο ποιη­τι­κό εί­δος. Πρό­κει­ται για το ποίη­μα «Η Ψυ­χή», που ο δε­κα­ο­κτα­ε­τής Βερ­ναρ­δά­κης δη­μο­σίευ­σε ψευ­δω­νύ­μως το 1851, τη με­τά­φρα­ση της “μπαλ­λά­ντας” «Οι α­δελ­φοί» του Πωλ Γιό­χαν Χάϊσε, που πρω­το­δη­μο­σίευ­σε το 1863, και έ­να ποίη­μα, γνω­στό ως το «Άσμα γύ­φτισ­σας», α­πό το προ­τε­λευ­ταίο έμ­με­τρο δρά­μα του, «Ευ­φρο­σύ­νη», που α­νέ­βη­κε στο θέ­α­τρο το 1876.
Κα­τά τα άλ­λα, ο Βερ­ναρ­δά­κης έ­γρα­ψε, στο μα­κρύ διά­στη­μα σχε­δόν μι­σού αιώ­να, ε­πτά έμ­με­τρα δρά­μα­τα, τα ο­ποία ό­λα πλην ε­νός α­νε­βά­στη­καν, ε­πί­σης, ό­λα πλην ε­νός τυ­πώ­θη­καν. Ωστό­σο, στους δια­γω­νι­σμούς δεν ευ­τύ­χη­σαν, κά­ποια μό­νο ε­παι­νέ­θη­καν και άλ­λα α­πορ­ρί­φθη­καν. Σε α­ντί­θε­ση με τον, κα­τά τρία χρό­νια νεώ­τε­ρό του ποιη­τή Αντώ­νιο Αντω­νιά­δη, που, χρό­νο πα­ρά χρό­νο, βρα­βευό­ταν, κι ας σχο­λία­ζε την ποίη­σή του ει­ρω­νι­κά ο Ροΐδης. Τα σα­τι­ρι­κά δί­στι­χα, συ­νο­λι­κά πέ­ντε τον α­ριθ­μό, που α­ντάλ­λα­ξαν, το 1877, Αντω­νιά­δης και Ροΐδης, α­πο­τε­λούν το α­ντι­κεί­με­νο ε­νός άλ­λου “μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κού” του Σω­τή­ρη Τσέ­λι­κα. Κι αυ­τό, για­τί τα τέσ­σε­ρα α­πό αυ­τά εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μα και ως γνω­στόν, τα ψευ­δώ­νυ­μα ε­ρε­θί­ζουν το “α­στυ­νο­μι­κο” δαι­μό­νιο των ε­ρευ­νη­τών. Πολ­λές ει­κα­σίες δια­τυ­πώ­θη­καν, ό­μως την ο­ρι­στι­κή α­πά­ντη­ση την δί­νει ο Πα­λα­μάς.
Ο Πα­λα­μάς, μα­ζί με τον Ξε­νό­που­λο, εί­ναι οι δυο συγ­γρα­φείς, που κά­νουν εύ­κο­λη τη ζωή των ση­με­ρι­νών ε­ρευ­νη­τών. Κα­θώς μα­κρο­η­μέ­ρευ­σαν, συ­μπτω­μα­τι­κά και οι δυο έ­φθα­σαν μέ­χρι τα 84, εί­χαν την ευ­χέ­ρεια να γρά­ψουν για τον ε­αυ­τό τους και την ε­πο­χή τους. Μέ­νει, βε­βαίως, ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο οι νεό­τε­ροι ε­ντρυ­φούν στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να των πα­λαιό­τε­ρων. Για πα­ρά­δειγ­μα, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ε­ρευ­νη­τές συμ­βου­λεύο­νται την αυ­το­βιο­γρα­φία του Ξε­νό­που­λου, ό­πως πα­ρα­τί­θε­ται στον πρώ­το τό­μο των Απά­ντων του, εί­τε του εκ­δο­τι­κού οί­κου Μπί­ρη εί­τε του με­τέ­πει­τα, των Αδελ­φών Βλάσ­ση. Πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για μια κο­λο­βή αυ­το­βιο­γρα­φία, που εκ­δό­θη­κε με­τά το θά­να­τό του, κα­τά την κρί­ση και την βο­λή των εκ­δο­τών. Κι ό­μως, ο Ξε­νό­που­λος, ό­χι μια αλ­λά τρεις αυ­το­βιο­γρα­φίες συ­νέ­γρα­ψε μέ­σα σε μια ει­κο­σα­ε­τία. Και τις τρεις φο­ρές σε συ­νέ­χειες, ό­πως και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, δη­μο­σιευ­μέ­νες σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Κά­θε φο­ρά ξε­κι­νού­σε α­πό την αρ­χή, αλ­λά μό­νο την τε­λευ­ταία ευ­τύ­χη­σε να την ο­λο­κλη­ρώ­σει. Κι αυ­τή η τρί­τη εκ­δο­χή στά­θη­κε το πρω­τό­τυ­πο για την έκ­δο­ση. Μό­νο που, ό­πως ση­μειώ­να­με στην πα­ρου­σία­ση σχε­τι­κής με­λέ­της, ο εκ­δό­της ε­πε­νέ­βη πε­ρι­κό­πτο­ντας το κεί­με­νο και α­πα­λεί­φο­ντας τις ση­μειώ­σεις προς ε­πί­τευ­ξη ε­νός γλα­φυ­ρού α­πο­τε­λέ­σμα­τος. Επί­σης, α­φαί­ρε­σε κά­ποιες α­πό τις προ­σω­πι­κές διε­νέ­ξεις του Ξε­νό­που­λου, θεω­ρώ­ντας πως μπο­ρού­σαν να α­πο­βούν ε­πι­ζή­μιες για την υ­στε­ρο­φη­μία του.
Σε αυ­τές τις δια­δο­χι­κές αυ­το­βιο­γρα­φή­σεις του, ο Ξε­νό­που­λος, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, α­να­φέ­ρει και τον φί­λο του Μι­χά­λη Γιαν­νου­κά­κη α­πό την πα­ρέα του Ζα­κύν­θιου λό­γιου Χρή­στου Χιώ­τη και του πε­ριο­δι­κού του «Εκλε­κτά Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα». Δι­κό του ή­ταν το φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Αί­σω­πος, που το εί­χε πρω­το­χρη­σι­μο­ποιή­σει στην «Διά­πλα­σιν των Παί­δων». “Με αυ­τό με­τέ­φρα­σε το «Κομ­μέ­νο χέ­ρι» του Μπουα­γκο­μπαί δια τα «Εκλε­κτά», με αυ­τό ε­δη­μο­σίευ­σεν και με­ρι­κά πρω­τό­τυ­πα διη­γη­μα­τά­κια, -έ­να μά­λι­στα, το «Εύα», μιας στή­λης πράγ­μα, για γού­στο, το ε­γρά­ψα­μεν σε συ­νερ­γα­σία και υ­πάρ­χει δη­μο­σιευ­μέ­νο, υ­πό τα ο­νό­μα­τα Αι­σώ­που-Πα­ληού- και με αυ­τό ε­τύ­πω­σε τό­τε το κομ­ψό­τε­ρο, το νο­στι­μώ­τε­ρο βι­βλια­ρά­κι που μπο­ρεί­τε να φα­ντα­σθεί­τε. Ήτο μια συλ­λο­γή μι­κρών, ε­λα­φρών και α­νοι­κτών λι­γά­κι διη­γη­μά­των με τον τίτ­λον «Έρως και Σία»”. Αυ­τά γρά­φει ο Ξε­νό­που­λος, πα­ρα­τη­ρώ­ντας πως, πριν τον κερ­δί­σει τον Γιαν­νου­κά­κη ο “Κερ­δώος”, πρό­λα­βε να γρά­ψει δυο τρεις κω­μω­δίες σε συ­νερ­γα­σία με τον Νί­κο Λά­σκα­ρη, με­τα­ξύ των ο­ποίων την πα­σί­γνω­στη «Στα Πα­ρα­πήγ­μα­τα» και να με­τα­φρά­σει κά­ποια θε­α­τρι­κά. “Δια του Γιαν­νου­κά­κη ει­σήχ­θη το πρώ­τον στην Ελλά­δα ο μέ­γας νορ­βη­γός δρα­μα­τουρ­γός, Ερρί­κος Ίψεν.”
Κλεί­νο­ντας τα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά», να ση­μειώ­σου­με και σε αυ­τό το τεύ­χος την πα­ρου­σία δυο μό­νι­μων συ­νερ­γα­τών του πε­ριο­δι­κού: του Γιώρ­γου Κε­χα­γιό­γλου και του Σάβ­βα Παύ­λου, που πα­ρα­μέ­νει και στην συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή. Ο πρώ­τος, έ­χο­ντας ξε­φύ­γει α­πό τις αν­θρω­πο­φα­γι­κές δια­θέ­σεις εχ­θρών τε και προ­στα­τευό­με­νών του, δια­σκε­δά­ζει ως άλ­λος Αστρο­πο­λί­της, α­να­ζη­τώ­ντας τον α­στρι­κό Σεί­ριο στην ελ­λη­νι­κή ποίη­ση. Ο δεύ­τε­ρος συγ­γρά­φει κεί­με­νο με τον τίτ­λο « Η Φό­νισ­σα στην Ασία», το ο­ποίο προ­τι­μού­με να μην σχο­λιά­σου­με, φο­βού­με­νοι μην και τον εκ­θέ­σω­μεν στην μή­νιν των πά­ντο­τε θα­λε­ρών φε­μι­νι­στριών, συ­νερ­γα­τών τε και α­να­γνω­στριών της ε­φη­με­ρί­δας μας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

«Μικροφιλολογικά Τετράδια 8». Λευκωσία 2009

Ο Λευ­τέ­ρης Πα­πα­λε­ο­ντίου προ­σθέ­τει στο ελ­λη­νι­κό ποιη­τι­κό πάν­θε­ον έ­ναν “ι­δα­νι­κό αυ­τό­χει­ρα”, τον ο­ποίο και μας συ­στή­νει, πα­ρό­τι πέ­θα­νε νω­ρίς, ως αυ­θε­ντι­κό “με­τα­συμ­βο­λι­στή” ποιη­τή του κυ­πρια­κού με­σο­πο­λέ­μου. Πρό­κει­ται για τον Ελευ­θέ­ριο (ή και Τά­κη) Ζα­χα­ριά­δη, που πρό­λα­βε να πα­ρου­σια­στεί και στα ελ­λα­δι­κά γράμ­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο Λά­ζα­ρος Λε­μέ­σης, δη­λω­τι­κό της γε­νέ­τει­ράς του, Λε­με­σού. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, δη­μο­σίευ­σε με αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο, το 1938, τρία ποιή­μα­τα στο α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό «Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα».
Ο Ζα­χα­ριά­δης αυ­το­κτό­νη­σε το 1943, προ­τού α­κό­μη συ­μπλη­ρώ­σει τα εί­κο­σι πέ­ντε, κα­τά έ­ναν πρω­τό­τυ­πο τρό­πο, που α­πο­κα­λύ­πτει την ρο­μα­ντι­κή του ι­διο­συ­γκρα­σία. Ο αυ­το­χει­ρια­σμός του δεί­χνει ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τον Πε­ρι­κλή Γιαν­νό­που­λο και τη δι­κή του η­ρωϊκή έ­ξο­δο α­πό τη ζωή. Μό­νο που ε­κεί­νος εί­χε συ­μπλη­ρώ­σει τα σα­ρά­ντα. Ο πα­τρι­νός λό­γιος εί­χε ε­πι­λέ­ξει το με­ση­μέ­ρι της 10ης Απρι­λίου του 1910, μια βρο­χε­ρή η­μέ­ρα, και την α­κτή του Σκα­ρα­μα­γκά. Ο κύ­πριος ποιη­τής, μια η­μέ­ρα του Φε­βρουα­ρίου (δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται η η­με­ρο­μη­νία, ού­τε η συ­γκε­κρι­μέ­νη ώ­ρα της η­μέ­ρας) και την πα­ρα­λία της γε­νέ­θλιας πό­λης του. Ευ­κα­τά­στα­τος α­στός ο Γιαν­νό­που­λος, για τις α­νά­γκες της αυ­το­κτο­νίας του διέ­θε­τε ά­λο­γο και πε­ρί­στρο­φο. Έφιπ­πος όρ­μη­σε στη θά­λασ­σα και ό­ταν έ­φτα­σε στα βα­θιά αυ­το­πυ­ρο­βο­λή­θη­κε στον κρό­τα­φο. Στη θά­λασ­σα όρ­μη­σε και ο Ζα­χα­ριά­δης, αλ­λά αυ­τός με το πο­δή­λα­τό του. Ίσως, ό­μως, να εί­χε κα­τά νου, πό­σο εί­χε βα­σα­νι­στεί πριν μό­λις δε­κα­πέ­ντε χρό­νια ο προ­σφι­λής του ποιη­τής Κα­ρυω­τά­κης, που και ε­κεί­νος εί­χε αρ­χι­κά ε­πι­λέ­ξει τη θά­λασ­σα ως τον ι­δα­νι­κό τό­πο για να ε­γκα­τα­λεί­ψει τα ε­γκό­σμια. Γι’ αυ­τό και πή­ρε τα μέ­τρα του. Γέ­μι­σε τις τσέ­πες του με πέ­τρες και δέ­θη­κε στο πο­δή­λα­τό του. Και στις τρεις πε­ρι­πτώ­σεις υ­πάρ­χει η πι­θα­νό­τη­τα, στο α­πο­νε­νο­η­μέ­νο διά­βη­μα να συ­νέ­βα­λε κά­ποια ε­ρω­τι­κή α­πο­γοή­τευ­ση, ε­πί­σης, να έ­παι­ξε ρό­λο η ι­διο­συ­γκρα­σία των αυ­τό­χει­ρων. Πά­ντως, κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας στά­θη­κε ο πε­ρί­γυ­ρός τους. Ει­δι­κά, στην πε­ρί­πτω­ση του Κα­ρυω­τά­κη, η ελ­λα­δι­κή δη­μο­σιοϋπαλ­λη­λι­κή νοο­τρο­πία και στου Ζα­χα­ριά­δη, οι πι­θα­νώς και α­νε­λα­στι­κοί κα­νο­νι­σμοί της κυ­πρια­κής εκ­παι­δευ­τι­κής κοι­νό­τη­τας.
Ανή­συ­χο χα­ρα­κτή­ρα δεί­χνουν τον Ζα­χα­ριά­δη τα βιο­γρα­φι­κά του στοι­χεία. Το 1936 α­πο­φοί­τη­σε α­πό το Γυ­μνά­σιο της Λε­με­σού. Τα χρό­νια 1936-1940 σπού­δα­σε φι­λο­λο­γία στο Πα­νε­πι­στή­μιο των Αθη­νών. Έφυ­γε, ό­μως, χω­ρίς να πά­ρει το δί­πλω­μά του. Αν και σε αυ­τό μπο­ρεί να συ­νέ­βα­λε ο Πό­λε­μος. Πί­σω στην Κύ­προ, τον πρώ­το χρό­νο διο­ρί­στη­κε στο Αθη­ναΐδιο Γυ­μνά­σιο της Λε­με­σού και τον ε­πό­με­νο, στην Ανω­τέ­ρα Σχο­λή Λα­πή­θου, την ο­ποία ε­γκα­τέ­λει­ψε τον ε­πό­με­νο χρό­νο, που ά­νοι­ξε θέ­ση στο Γυ­μνά­σιό του στην Λε­με­σό. Εί­χε, ό­μως, υ­πο­γρά­ψει συμ­βό­λαιο, ό­πως φαί­νε­ται για με­γα­λύ­τε­ρο χρο­νι­κό διά­στη­μα, με το προ­η­γού­με­νο σχο­λείο, το ο­ποίο και τον κυ­νή­γη­σε δι­κα­στι­κά. Κι αυ­τός, υ­περ­βαλ­λό­ντως εύ­θι­κτος, προ­τί­μη­σε την ο­ρι­στι­κή α­να­χώ­ρη­ση.
Στα «Τε­τρά­δια» δη­μο­σιεύο­νται σα­ρά­ντα τρία ποιή­μα­τα του Ζα­χα­ριά­δη, μα­ζί με τρεις με­τα­φρα­στι­κές του δο­κι­μές, ό­λα γραμ­μέ­να μέ­σα στη δε­κα­ε­τία 1932-1942. Απο­τε­λούν μια χει­ρό­γρα­φη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, την ο­ποία εί­χε ο ί­διος ε­μπι­στευ­τεί στον συ­νά­δελ­φο και πα­λαιό κα­θη­γη­τή του στο Γυ­μνά­σιο της Λε­με­σού Κώ­στα Πη­λα­βά­κη. Αυ­τός ή­ταν και ο πρώ­τος, που πα­ρου­σία­σε στα κυ­πρια­κά γράμ­μα­τα τον ποιη­τή Τά­κη Ζα­χα­ριά­δη. Ανά­με­σα στα σκί­τσα του Ζα­χα­ριά­δη, που ει­κο­νο­γρα­φούν τα ποιή­μα­τά του, εί­ναι και αυ­τό του Πη­λα­βά­κη, φτιαγ­μέ­νο στα γυ­μνα­σια­κά του χρό­νια. Επί­σης, σκι­τσά­ρει τον θε­ο­λό­γο του Γυ­μνα­σίου Χρί­στο Οι­κο­νο­μί­δη και α­πο­φοι­τώ­ντας, τον γυ­μνα­σιάρ­χη του, Αργυ­ρό Δρου­σιώ­τη. Τα άλ­λα σκί­τσα πι­θα­νώς να ει­κο­νί­ζουν συ­νο­μη­λί­κους του, ό­πως αυ­τό του αμ­μο­χω­στια­νού ποιη­τή Πά­νου Λε­βέ­ντη. Και α­κό­μη, σκί­τσα α­πό κά­ποια γυ­ναι­κεία πρό­σω­πα. Ίσως, η μη­τέ­ρα του, που θα πρέ­πει να πέ­θα­νε ά­νοι­ξη του 1938, η α­δελ­φή του, μπο­ρεί και κά­ποια α­γα­πη­μέ­νη.
Δεν α­πο­κλείε­ται ο­ρι­σμέ­να α­πό τα ποιή­μα­τά του να ε­στά­λη­σαν και σε άλ­λα α­θη­ναϊκά πε­ριο­δι­κά ή και κυ­πρια­κές ε­φη­με­ρί­δες. Πά­ντως, οι ε­πι­με­λη­τής του α­φιε­ρώ­μα­τος ε­ντό­πι­σαν μό­νο έ­να δη­μο­σίευ­μα δια­φο­ρε­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου στο πε­ριο­δι­κό «Πά­φος». Τα ποιή­μα­τα στα «Τε­τρά­δια» δη­μο­σιεύο­νται σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, δεί­χνο­ντας την ε­ξε­λι­κτι­κή πο­ρεία του Ζα­χα­ριά­δη στη στι­χουρ­γία. Ο Πη­λα­βά­κης δια­κρί­νει ε­πιρ­ροές α­πό τον Λά­μπρο Πορ­φύ­ρα, ί­σως και α­πό τον Πα­λα­μά. Ο Πα­πα­λε­ο­ντίου τον το­πο­θε­τεί στην ποιη­τι­κή του “με­τα­συμ­βο­λι­σμού”, ό­πως αυ­τή δια­μορ­φώ­θη­κε στον ελ­λη­νι­κό χώ­ρο στη διάρ­κεια του με­σο­πο­λέ­μου α­πό τη “γε­νιά” του Κα­ρυω­τά­κη. Με αυ­τήν τη δια­τύ­πω­ση γε­φυ­ρώ­νει το τεύ­χος των «Τε­τρα­δίων» με το κυ­ρίως σώ­μα του πε­ριο­δι­κού, ό­που υ­πάρ­χει μι­κρό α­φιέ­ρω­μα στον “νε­ο­συμ­βο­λι­σμό” ή και “με­τα­συμ­βο­λι­σμό”.