Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αλέξ. Αργυρίου

Σαν σή­με­ρα, ό­πως γρά­φουν συ­νή­θως οι δη­μο­σιο­γρά­φοι, ό­ταν α­να­κα­λούν α­πο­θα­νό­ντες, α­πε­βίω­σε ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Αν και εί­θι­σται η εν­θύ­μη­ση να γί­νε­ται σε στρογ­γυ­λές χρο­νι­κές α­πο­στά­σεις α­πό την α­να­χώ­ρη­σή τους, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, δεν έ­χει συ­μπλη­ρω­θεί η δε­κα­ε­τία. Αλλά και ο α­ριθ­μός ε­πτά, δεν εί­ναι τυ­χαίος. Τον έ­χουν πολ­λα­πλώς φορ­τί­σει ως συμ­βο­λι­κό, μυ­στη­ρια­κής σχέ­σης με τα συμ­βά­ντα. Σαν σή­με­ρα, λοι­πόν, πριν ε­πτά χρό­νια, 22 Μαΐ. 2009, “έ­σβη­σε” ο Αργυ­ρίου. Τό­τε ή­ταν η­μέ­ρα Πα­ρα­σκευή. Με έ­να δί­σε­κτο έ­τος εν­δια­μέ­σως, κα­τά το ε­πί­σης δί­σε­κτο 2016, η ε­πέ­τειος πέ­φτει η­μέ­ρα Κυ­ρια­κή. Ποι­κι­λό­τρο­πα φορ­τι­σμέ­να τα δί­σε­κτα έ­τη, ό­πως και ο α­ριθ­μός ε­πτά, θεω­ρού­νται έ­τη δυ­σοίω­να. Ακα­τάλ­λη­λα για γά­μους και άλ­λες μα­κρο­χρό­νιας πνοής εκ­δη­λώ­σεις, ται­ριά­ζουν μό­νο σε νο­ση­ρής φύ­σεως α­πο­λο­γι­σμούς. “Το μοι­ραίο”, ό­πως εί­θι­σται να λέ­γε­ται, ε­πήλ­θε στις 5.15 μ.μ., ε­κεί­νη την Πα­ρα­σκευή, η­μέ­ρα α­πο­φρά­δα για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, σύμ­φω­να του­λά­χι­στον με ό­σα η­χη­ρά εί­χαν τό­τε γρα­φεί. Αν και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα - κα­τά κά­ποιο τρό­πο, το κυ­ρίως θέ­μα των δη­μο­σιευ­μά­των, α­πό το δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ρε­πορ­τά­ζ, τις ε­πι­φυλ­λί­δες, μέ­χρι τα ε­κτε­νέ­στε­ρα κεί­με­να - δεν α­φο­ρού­σαν τον Αργυ­ρίου, πλην ί­σως α­πό “τα με­γά­λα λό­για” των νε­κρο­λο­γιών.
Στο τέ­λος αυ­τού του κει­μέ­νου πα­ρα­θέ­του­με με σχό­λια την υ­πο­δο­χή του θα­νά­του του Αργυ­ρίου α­πό τον Τύ­πο, α­πό την ο­ποία συ­νά­γε­ται πως το ε­παι­νε­τό υ­πέρ πα­ντός άλ­λου κα­τόρ­θω­μά του ή­ταν το με­γά­λο έρ­γο με το ο­ποίο κα­τα­πιά­στη­κε, η ο­κτά­το­μη «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας». Μέ­χρι που να α­πο­ρεί κα­νείς, ποιος θα ή­ταν ο Αργυ­ρίου, αν δεν εί­χε πα­ρα­δώ­σει αυ­τό “το πο­λύ­τι­μο ερ­γα­λείο” στο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, προ­πά­ντων στους νε­ο­ελ­λη­νι­στές, που πα­ρα­δέ­χο­νται πως “ο πλού­τος των πλη­ρο­φο­ριών άλ­λα­ξε το πε­δίο των γνώ­σεών τους”. Αν και η χο­ρεία  των “ε­πι­γό­νω­ν”, χο­ρο­πη­δώ­ντας πά­νω στην και­νού­ρια “Βι­βλιο­γρα­φι­κή βά­ση δε­δο­μέ­νω­ν”, που τους χά­ρι­σε, προ­χω­ρούν ο­λο­τα­χώς προς τα ε­μπρός.
Το Συ­νέ­δριο, που διορ­γα­νώ­θη­κε στη μνή­μη του, ε­πε­τεια­κά, στις 20-22 Μαΐ. 2011, με τη συ­μπλή­ρω­ση 90 ε­τών α­πό τη γέν­νη­σή του, α­νέ­δει­ξε τα έρ­γα “ο­ρι­σμέ­νων α­πό τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους νε­ο­ελ­λη­νι­στές της Ελλά­δας και της Ευ­ρώ­πης”, που εί­χαν προ­σκλη­θεί. Απώ­τε­ρος, ό­μως, στό­χος ή­ταν το πώς θα με­τα­τρα­πεί η κλη­ρο­νο­μιά του Αργυ­ρίου σε “δυ­να­μι­κό ερ­γα­λείο”. Τώ­ρα, βε­βαίως, θα α­να­λο­γι­στεί κα­νείς, μπο­ρεί κά­τι τις να εί­ναι “πο­λύ­τι­μο ερ­γα­λείο” και να υ­στε­ρεί σε δυ­να­μι­κή; Για­τί ό­χι. Πρώ­το και κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά η μνή­μη του υ­πο­λο­γι­στή. Μέ­χρι που πε­τάς ή έ­στω βά­ζεις στο ρά­φι, την ο­κτά­το­μη Ιστο­ρία Αργυ­ρίου και ερ­γά­ζε­σαι με τον σκλη­ρό δί­σκο του υ­πο­λο­γι­στή του. Κα­τά την α­κρι­βή δια­τύ­πω­ση, το η­λεκ­τρο­νι­κό αρ­χείο του, με την πα­ρου­σία­ση του ο­ποίου και έ­κλει­σε το Συ­νέ­δριο. Δυ­στυ­χώς, η “Βι­βλιο­γρα­φι­κή βά­ση Αργυ­ρίου”, φαί­νε­ται πως πα­ρου­σία­ζε πολ­λές α­δυ­να­μίες. Κα­τά την πα­ρου­σία­ση, πά­ντως, τα προ­βλη­μα­τι­κά ση­μεία δι­καιο­λο­γή­θη­καν, α­φού πρό­κει­ται για το “η­λεκ­τρο­νι­κό ση­μειω­μα­τά­ριο” του κα­τό­χου.   Άλλω­στε, ό­ποιοι α­νέ­λα­βαν το έρ­γο, το έ­χουν ή­δη φρο­ντί­σει φι­λο­λο­γι­κά και εκ­συγ­χρο­νί­σει, ό­πως δια­βε­βαίω­σαν. Κα­τό­πιν αυ­τών, οι “ε­πί­γο­νοι” του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου θα δη­μιουρ­γή­σουν την “ε­ναλ­λα­κτι­κή, πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή, πο­λυ­θε­μα­τι­κή θεώ­ρη­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”.
Οπό­τε η έ­ντυ­πη εκ­δο­χή της Ιστο­ρίας, ή­δη α­πό πε­ντα­ε­τίας, α­πο­βαί­νει πε­ριτ­τό βά­ρος. Ίσως και γι’ αυ­τό, ο Αργυ­ρίου ε­λά­χι­στα μνη­μο­νεύ­θη­κε στο Συ­νέ­δριο, που διορ­γά­νω­σαν “στη μνή­μη του”. Μό­νο, σε υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις ή στη ρύ­μη του λό­γου δυο τριών φι­λι­κά δια­κεί­με­νων ο­μι­λιών. Οι βα­σι­κές α­να­φο­ρές ε­πι­κε­ντρώ­θη­καν στην Ιστο­ρία, ό­που και ε­πι­ση­μάν­θη­καν οι πα­ρα­λή­ψεις αυ­τού του “πο­λύ­τι­μου ερ­γα­λείου”. Ση­μα­ντι­κή η κρι­τι­κή της Έρης Σταυ­ρο­πού­λου, που σχο­λιά­ζει “την πα­ρου­σία των γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέων στις ι­στο­ρίες της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”, κα­θώς α­πο­κα­λύ­πτει πό­σο α­πα­τη­λή ει­κό­να προ­σφέ­ρει η Ιστο­ρία Αργυ­ρίου, με την πλη­θώ­ρα των κα­τα­γε­γραμ­μέ­νων ο­νο­μά­των, που, ό­μως, “συ­σκο­τί­ζει την ποιο­τι­κή έ­κτα­ση της πα­ρου­σίας τους”. Και βε­βαίως, ο τε­λευ­ταίος ο­μι­λη­τής, ο Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου, που α­νέ­λα­βε να πα­ρου­σιά­σει κρι­τι­κά την Ιστο­ρία, πα­ρα­θέ­το­ντας σει­ρά ε­ρω­τη­μά­των, ως προς τα ο­ποία θεω­ρεί ό­τι πα­ρα­μέ­νει “έκ­θε­τη η ι­στο­ρι­κή σύλ­λη­ψη του Αργυ­ρίου”. Ωστό­σο, πα­ρά τα ό­ποια κου­σού­ριά της, τα ο­ποία και θα διορ­θώ­σει η συλ­λο­γι­κή Ιστο­ρία των “ε­πι­γό­νω­ν”, α­να­γνώ­ρι­σε, με τη συ­νή­θη με­γα­λο­ψυ­χία που δεί­χνουν οι νεό­τε­ροι για τα έρ­γα των “υ­πε­ρη­λί­κω­ν”, πως συ­νι­στά του­λά­χι­στον “έ­να κά­λε­σμα σε διά­λο­γο”.
Όπως και να έ­χει, ε­πτά χρό­νια με­τά τις νε­κρο­λο­γίες, πέ­ντε με­τά το Συ­νέ­δριο, μέ­νει ζη­τού­με­νη η α­πο­τί­μη­ση. Πά­ντως, έ­να βα­σι­κό ση­μείο, στο ο­ποίο οι α­πό­ψεις δι­χά­ζο­νται - τό­τε, εν­δια­μέ­σως, μέ­χρι και σή­με­ρα - εί­ναι το κα­τά πό­σο πρό­φτα­σε ο Αργυ­ρίου και ο­λο­κλή­ρω­σε την Ιστο­ρία του. Λ.χ., στον Ρι­ζο­σπά­στη της Τρί­της, 26 Μαΐ 2009, ό­που πα­ρα­δό­ξως, σε α­νυ­πό­γρα­φο ση­μείω­μα, α­να­φέ­ρε­ται ο θά­να­τός του, ό­που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως “πλή­ρης η­με­ρώ­ν”, με πρω­ταρ­χι­κό κρι­τή­ριο α­κρι­βώς το γε­γο­νός πως εί­χε πε­ρα­τώ­σει την Ιστο­ρία του. Στο άλ­λο ά­κρο, κι­νή­θη­καν οι πιο οι­κείοι, συγ­γε­νείς και φί­λοι. Σε αυ­τό, πι­θα­νός συ­ναί­τιος να εί­ναι ο ί­διος ο Αργυ­ρίου. Εν α­γα­θό­τη­τα  και ό­χι α­πό δο­λιό­τη­τα, πα­ρέ­σερ­νε το στε­νό του κύ­κλο, καλ­λιερ­γώ­ντας λαν­θα­σμέ­νες ε­ντυ­πώ­σεις. Φύ­σει α­να­σφα­λής και μη ό­ντας σί­γου­ρος πως θα κα­τόρ­θω­νε να πραγ­μα­τώ­σει αυ­τήν την Ιστο­ρία, ό­πως την εί­χε αρ­χι­κά συλ­λά­βει, προς με­τρια­σμό του άγ­χους, εί­χε με­τα­τρέ­ψει έ­να πρό­βλη­μα δυ­να­το­τή­των σε χρο­νι­κό. Αδιά­κο­πα με­τρού­σε το χρό­νο, που χρειά­ζε­ται έ­να έ­κα­στο τμή­μα του εγ­χει­ρή­μα­τος.
Πριν την κη­δεία, στε­νός συγ­γε­νής του, ε­νη­μέ­ρω­νε δη­μο­σιο­γρά­φο, πως ο Αργυ­ρίου “λί­γο πριν μπει στο νο­σο­κο­μείο ο­λο­κλή­ρω­νε τον έ­να­το τό­μο, ό­που θα έ­κα­νε μια προ­σω­πι­κή α­πο­τί­μη­ση των σύγ­χρο­νων λο­γο­τε­χνών.” Επί­σης, πως “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει την αυ­το­βιο­γρα­φία του.” Φί­λοι δια­τεί­νο­νταν πως τους έ­λε­γε ό­τι χρεια­ζό­ταν α­κό­μη δυο χρό­νια. Δη­λα­δή, πα­τώ­ντας τα 90, θα εί­χε και ε­πι­λο­γι­κό τό­μο και αυ­το­βιο­γρα­φία. Εκεί­νος, α­πλώς, ε­πα­να­λάμ­βα­νε το πα­λιό του κόλ­πο, με το ο­ποίο τα εί­χε άλ­λο­τε κα­τα­φέ­ρει. Τό­τε α­να­κοί­νω­νε στη συ­ντρο­φιά, τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80, ό­τι σκό­πευε να γρά­ψει μια ε­κτε­νή Ιστο­ρία νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Αρχι­κά, λο­γά­ρια­ζε να αρ­χί­σει α­πό το 1880, με  τη Γε­νιά  του Πα­λα­μά. Με­τά χα­μή­λω­σε τον πή­χυ.  Έθε­σε α­φε­τη­ρία “τα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου”, υ­πο­σχό­με­νος εν­δο­μύ­χως να ε­πα­νέλ­θει. Τό­τε, α­πο­χώ­ρη­σε α­πό το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό γρα­φείο. Τό­τε, χώ­ρι­σε την Σε­ραϊνώ, ό­χι για μια Λε­λού­δα, ό­πως ο άλ­λος Κου­μπής στο «Γά­μο του Κα­ραχ­μέ­τη» του Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά για να ε­ξοι­κο­νο­μή­σει χρό­νο. Η σχέ­ση του με τον χρό­νο ή­ταν ί­δια με ε­κεί­νη του Σάι­λωκ με το χρυ­σά­φι.
Τό­τε, ό­μως, στην πα­ρέα, εί­χε α­πέ­να­ντί του έ­ναν άν­θρω­πο με χιού­μο­ρ, που, αν και λί­γο νεό­τε­ρος, ή­ξε­ρε να τον κου­μα­ντά­ρει προς τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση. Χω­ρίς την ψυ­χο­λο­γι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη του Μ. Ανα­γνω­στά­κη και της Άντειας Χατ­ζι­δά­κη, ο Αργυ­ρίου δεν θα τα κα­τά­φερ­νε. Πα­ρο­μοίως, το 2009, α­κό­μη κι αν μα­κρο­η­μέ­ρευε, ό­πως α­να­λο­γού­σε στην κα­θα­ρό­τη­τα του νου του και στην ζω­τι­κό­τη­τά του, ού­τε ε­πι­λο­γι­κό τό­μο ού­τε αυ­το­βιο­γρα­φία θα ξε­κι­νού­σε. Το κα­θέ­να, για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους. Πέ­ραν, ό­μως, των ό­ποιων εν­δό­μυ­χων προ­θέ­σεων του ί­διου, για ε­μάς τους άλ­λους, τους α­να­γνώ­στες του,  έ­νας ε­πι­λο­γι­κός τό­μος εί­ναι τε­λείως πε­ριτ­τός. Την προ­σω­πι­κή του α­πο­τί­μη­ση την έ­κα­νε ο Αργυ­ρίου σε ο­κτώ τό­μους. Μό­νο που την υ­πέ­βα­λε - δεν την κραύ­γα­σε. Και κα­λά η συγ­γε­νής να ελ­πί­ζει πως θα βρει κά­τι χει­ρο­πια­στό στο μαύ­ρο κου­τί που κλη­ρο­νό­μη­σε. Κά­τι προ­σι­τό στο ευ­ρύ κοι­νό. Αλλά ο φί­λος; Εί­ναι δυ­να­τόν να γρά­φει και μά­λι­στα, σε κεί­με­νο που ε­πέ­χει θέ­ση νε­κρο­λο­γίας, πως “ο Αργυ­ρίου δεν πρό­λα­βε να δει τε­λειω­μέ­νο το έρ­γο του”; Πως αυ­τό “δια­κό­πη­κε στο πιο κρί­σι­μο ση­μείο του, στο ση­μείο της ο­λο­κλή­ρω­σής του”; Και στη συ­νέ­χεια να δια­βε­βαιώ­νει ό­τι ο Αργυ­ρίου “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει τον έ­να­το, τον τε­λευ­ταίο και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο τό­μο του, που θα α­πο­τε­λού­σε το κρι­τι­κό ε­ξα­γό­με­νο των γραμ­μα­το­λο­γι­κών γε­γο­νό­των που α­φη­γεί­ται στους ο­κτώ πρώ­τους τό­μους”;
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, για τον Αργυ­ρίου, ο με­τα­νε­ο­τε­ρι­κός νε­ο­λο­γι­σμός “α­φη­γεί­ται” εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα α­δό­κι­μος και ά­στο­χος. Άλλο α­φη­γού­μαι και άλ­λο γρά­φω Ιστο­ρία. Ύστε­ρα, πώς εί­ναι δυ­να­τόν να α­πο­φαί­νε­ται κά­ποιος πως το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο τμή­μα ε­νός έρ­γου εί­ναι μια πι­θα­νή συ­νέ­χεια, που δεν υ­λο­ποιή­θη­κε; Μό­νο το χει­ρο­πια­στό α­πο­τι­μά­ται. Ει­δάλ­λως, πρό­κει­ται για έμ­με­σο τρό­πο ε­λα­χι­στο­ποίη­σης της α­ξίας του έρ­γου. Όσο για το ε­ξα­γό­με­νο, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει και μό­νο τις ει­σα­γω­γές του σε αν­θο­λο­γίες και γραμ­μα­το­λο­γίες μίας 60ντα­ε­τίας, ό­χι μό­νο 40ντα­ε­τίας, το γνω­ρί­ζει.


Τέτοια μέρα, πριν επτά χρόνια


Κα­κή τύ­χη να περ­νάς στους κε­κοι­μη­μέ­νους η­μέ­ρα Πα­ρα­σκευή και μά­λι­στα α­πό­γευ­μα,  ό­ταν έ­χουν πλέ­ον κλεί­σει τα φύλ­λα του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η πρώ­τη μνεία στον Τύ­πο γί­νε­ται Δευ­τέ­ρα, ο­πό­τε, κα­τά κα­νό­να, καί­τοι λαν­θα­σμέ­νος, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως χρο­νι­κός προσ­διο­ρι­σμός το προ­χθές. Πολ­λές φο­ρές, η κα­τα­χώ­ρη­ση του θα­νά­του συν­δυά­ζε­ται με ε­κεί­νη της κή­δευ­σης, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, α­να­βάλ­λε­ται για την Τρί­τη, πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, το προ­χθές, συ­σκο­τί­ζο­ντας α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τις βι­βλιο­γρα­φι­κές κα­τα­γρα­φές. Στην πε­ρί­πτω­ση του Αλέ­ξαν­δρου Αργυ­ρίου, μό­νο στο «Έθνος», στο φύλ­λο της Δευ­τέ­ρας, 25 Μαΐ 2009, υ­πάρ­χει η α­κρι­βής α­να­φο­ρά: “Έφυ­γε την Πα­ρα­σκευή σε η­λι­κία 88 ε­τών ο ι­στο­ριο­γρά­φος της σύγ­χρο­νης Ελλη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας.” Ακο­λου­θεί η πα­ρά­θε­ση βιο­γρα­φι­κού, α­να­πλα­σμέ­νου  κα­τά τον γνω­στό στομ­φώ­δη τρό­πο σύ­ντα­ξης των νε­κρο­λο­γιών. Το δη­μο­σίευ­μα κλεί­νει με δή­λω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που συν­δυά­ζε­ται με αγ­γε­λία της κη­δείας για την ε­πο­μέ­νη, στις 3 μ.μ., στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο, δη­μο­σία δα­πά­νη. Ήταν πα­ρα­μο­νές ε­κλο­γών. 7 Ιουν. οι Ευ­ρωε­κλο­γές, 10 Οκτ. οι Βου­λευ­τι­κές. Πέ­μπτο κόμ­μα ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, 4,16% και 5,ο4% α­ντι­στοί­χως. Στα “κοι­νω­νι­κά” του φύλ­λου δεν υ­πάρ­χει κα­τα­χώ­ρη­ση της κη­δείας.
Μό­νο στην ε­φη­με­ρί­δα «Τα Νέ­α», στο φύλ­λο της Δευ­τέ­ρας, βρί­σκε­ται ο ερ­γέ­νης Αργυ­ρίου με υιό, α­δελ­φό, βα­φτι­στή­ρα, α­νί­ψια και λοι­πούς συγ­γε­νείς. Εδώ, αλ­λά­ζουν οι προ­τε­ραιό­τη­τες σε ό­νο­μα και σε ε­παγ­γελ­μα­τι­κές α­σχο­λίες. Κη­δεύου­με τον Αλέ­ξαν­δρο Στα­μα­τίου Κου­μπή. Από κά­τω, ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως, με μι­κρό­τε­ρα τυ­πο­γρα­φι­κά στοι­χεία, το Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Επό­με­νη α­ρά­δα, πά­ντα με ψι­λά: Πο­λι­τι­κός Μη­χα­νι­κός – Με­λε­τη­τής Λο­γο­τε­χνίας. Πρό­κει­ται για υ­πο­βάθ­μι­ση ε­νός εύη­χου ό­σο και πα­νέ­ξυ­πνου ψευ­δώ­νυ­μου, που συ­μπλή­ρω­νε τό­τε 62 έ­τη α­πο­κλει­στι­κής χρή­σης. Σε πό­σα, ά­ρα­γε, δη­μο­σιεύ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε; Απί­θα­νο να υ­πάρ­ξει Βι­βλιο­γρα­φία Αργυ­ρίου. Να ή­ταν ποιη­τής ή μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, κά­τι θα γι­νό­ταν. Ο ί­διος, το 1993, εί­χε ξε­κι­νή­σει μία πρώ­τη βι­βλιο­γρα­φι­κή εγ­γρα­φή, πε­ρι­συλ­λέ­γο­ντας πε­ρί τα 300 κεί­με­να. Το βά­πτι­σμα του πυ­ρός του Αργυ­ρίου, ως ψευ­δώ­νυ­μο κρι­τι­κού, έ­γι­νε στο με­τα­πο­λε­μι­κό πε­ριο­δι­κό του Δημ. Φω­τιά­δη, τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα». Όχι την πρώ­τη πε­ρίο­δο, τη διε­τία 1945-1947, αλ­λά την δεύ­τε­ρη, ό­ταν τα πράγ­μα­τα εί­χαν αρ­χί­σει να α­γριεύουν. Στο πέ­μπτο φύλ­λο της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου, 15 Νοε. 1947, σα­ρά­ντα μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, προέ­κυ­ψε η λε­γό­με­νη Κυ­βέρ­νη­ση του Βου­νού, προ­σω­ρι­νή την εί­χαν ο­νει­ρευ­τεί, με πο­θη­τή έ­δρα την Κό­νι­τσα. Τε­λι­κά, έ­μει­νε, ό­σο κρά­τη­σε, πε­ρι­πλα­νώ­με­νη στα βό­ρεια της Πίν­δου.
Δεν ή­ταν δυ­να­τόν, ο 26χρο­νος Κου­μπής, φρέ­σκος α­πό­φοι­τος του Ε­ΜΠ, με το στρα­τιω­τι­κό σε εκ­κρε­μό­τη­τα, να φι­γου­ρά­ρει σε α­ρι­στε­ρά έ­ντυ­πα. “Πε­ριο­δι­κό της ζω­ντα­νής σκέ­ψης”, ή­ταν ο υ­πό­τιτ­λος, ή­τοι πε­ριο­δι­κό της Αρι­στε­ράς. Πά­ντως, τα δι­κά του κεί­με­να το μό­νο που α­νέ­τρε­παν ή­ταν τα κρι­τι­κά ή­θη. Την πρώ­τη κρι­τι­κή του, ο κρι­νό­με­νος συγ­γρα­φέ­ας την ε­ξέ­λα­βε ως δυ­σμε­νή. Ήταν ο Γιώρ­γος Δέ­λιος, Θεσ­σα­λο­νι­κιός γα­ρ, του έ­στει­λε ευ­χα­ρι­στή­ριο δελ­τά­ριο. Ο Αργυ­ρίου πί­στευε πως τον εί­χε πε­ρά­σει για τον Αυ­γέ­ρη, που ή­ταν α­πό τους βα­σι­κούς συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­δι­κού. Ήταν για το τρί­το βι­βλίο του Δέ­λιου, τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Μου­σι­κή δω­μα­τίου», με­τά δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Σε ει­ρη­νι­κούς και­ρούς, άλ­λο ψευ­δώ­νυ­μο δεν προέ­κυ­ψε. Ωστό­σο, πριν το Αργυ­ρίου, αλ­λά και πα­ράλ­λη­λα, σε φοι­τη­τι­κό έ­ντυ­πο της Αρι­στε­ράς, εί­χε δο­κι­μά­σει έ­να άλ­λο, ε­λά­χι­στα ευ­φά­ντα­στο, Αλέ­κος Ευ­στα­θίου, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο α­πό τον Κ. Ντε­λό­που­λο.
Ο θά­να­τος του Αργυ­ρίου, σε ε­κεί­νο το δευ­τε­ριά­τι­κο φύλ­λο των «Νέων», κα­τα­χω­ρεί­ται και στα πε­ριε­χό­με­να του πο­λι­τι­στι­κού έν­θε­του. Το δη­μο­σίευ­μα εκ­κι­νεί με η­χη­ρό τίτ­λο, «Η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία έ­χα­σε τον κρι­τι­κό της» και α­ντί­στοι­χο πλα­γιό­τιτ­λο: “Κο­ρυ­φαίος με­λε­τη­τής της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο α­κα­τα­πό­νη­τος Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου πέ­θα­νε στα 88 του χρό­νια α­φή­νο­ντας πί­σω του μο­να­δι­κό έρ­γο.” Σύ­ντο­μο και α­νυ­πό­γρα­φο το δη­μο­σίευ­μα στον «Ελεύ­θε­ρο Τύ­πο», ση­μειώ­νει: “Υπήρ­ξε για πολ­λούς ο τε­λευ­ταίος κρι­τι­κός με ευ­ρύ­τα­τη γνώ­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που ε­πη­ρέ­α­σε κα­θο­ρι­στι­κά την ε­ξέ­λι­ξή της.” Με την α­πού­σα, ό­μως, σε άλ­λες ε­φη­με­ρί­δες πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι “ερ­γά­στη­κε κά­νο­ντας με­λέ­τες για το ο­πλι­σμέ­νο και προ­ε­ντε­τα­μέ­νο σκυ­ρό­δε­μα.” Ένα α­κό­μη συ­ντο­μό­τε­ρο ση­μείω­μα δη­μο­σιεύε­ται στην «Απο­γευ­μα­τι­νή». Ενυ­πό­γρα­φο, κα­τα­χω­ρεί­ται στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας «Ωραία Ζωή». Εί­χε, ά­ρα­γε, μία ω­ραία ζωή ο Αργυ­ρίου;
Στην «Ελευ­θε­ρο­τυ­πία», το δη­μο­σίευ­μα ξε­κι­νά με την α­πό­φαν­ση:  “Σπου­δαίος δια­νο­η­τής. Αυ­θε­ντία στη με­λέ­τη και κρι­τι­κή της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας που πο­τέ, ό­μως, δεν λει­τούρ­γη­σε ως τέ­τοια. Μια νη­φά­λια α­ρι­στε­ρή φω­νή που, ό­μως, δεν έ­φε­ρε τον ναρ­κισ­σι­σμό της ι­δε­ο­λο­γίας και της γνώ­σης της.” Προ­φα­νώς, ο συ­ντά­κτης το α­να­φέ­ρει ως προ­σόν. Στην πε­ρί­πτω­ση, ό­μως, του Αργυ­ρίου, λι­γό­τε­ρη α­να­σφά­λεια  θα του ο­μόρ­φαι­νε τη ζωή. Η «Κα­θη­με­ρι­νή», εί­ναι η δεύ­τε­ρη ε­φη­με­ρί­δα, που κα­τα­χω­ρεί την κη­δεία στα “κοι­νω­νι­κά”. Η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κά­λυ­ψη, στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας, αλ­λά γεν­ναιό­δω­ρη. Ο τίτ­λος, «Αλέ­κος Αργυ­ρίου: ο “μη­χα­νι­κός” της λο­γο­τε­χνίας», ε­πι­τρέ­πει έ­να α­φη­γη­μα­τι­κό ξε­κί­νη­μα: “Ήταν για ό­λους «ο Αλέ­κος». Και αυ­τή η οι­κεία προ­σφώ­νη­ση εί­χε α­πε­ριό­ρι­στο σε­βα­σμό, διαρ­κές νοιά­ξι­μο και α­διαμ­φι­σβή­τη­τη α­να­γνώ­ρι­ση της πο­ρείας και της α­ξίας του Αλέ­κου Αργυ­ρίου στον χώ­ρο της κρι­τι­κής και της ι­στο­ρίας της λο­γο­τε­χνίας για πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 60 χρό­νια.” Ο συ­ντά­κτης μάλ­λον     ω­ραιο­ποιεί, κα­θώς η πρώ­τη βρά­βευ­ση, με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δο­κι­μίου, ήρ­θε μό­λις το 1984. Και μια δεύ­τε­ρη,  το Με­γά­λο Βρα­βείο Γραμ­μά­των, το 1998. Το Αρι­στείο δεν του δό­θη­κε πο­τέ. Μπή­κε στη ζυ­γα­ριά το βά­ρος των υ­πο­ψη­φίων, ό­που οι τό­μοι της Ιστο­ρίας του δεν κα­τόρ­θω­σαν να υ­πε­ρι­σχύ­σουν του ση­μα­ντι­κού ε­κτο­πί­σμα­τος του συ­νυ­πο­ψή­φιου. 
Κα­τά τα άλ­λα, “δεν έ­σβη­σε στον Ευαγ­γε­λι­σμό”, αλ­λά στην ι­διω­τι­κή κλι­νι­κή Απολ­λώ­νειο, ό­που τον πή­γαν με την εμ­φά­νι­ση των πρώ­των πε­ρι­πλο­κών μιας πνευ­μο­νίας, που δεν εί­χε έ­γκαι­ρα α­ντι­με­τω­πι­σθεί. Ο ί­διος δεν ή­θε­λε το συ­γκε­κρι­μέ­νο νο­σο­κο­μείο. Εκεί εί­χε α­πο­βιώ­σει η συ­νά­δελ­φος, πρώην σύ­ζυ­γος και ε­σα­εί σύ­ντρο­φος  Άντεια Χατ­ζι­δά­κη. Φροϋδι­κώς, μια σχέ­ση, που πρό­σφε­ρε μη­τρι­κή προ­στα­σία. Αν ε­κεί­νη δεν εί­χε φύ­γει, θα προ­λά­βαι­νε τις πε­ρι­πλο­κές. Μό­νος του, “δεν μπό­ρε­σε να ξε­πε­ρά­σει αυ­τό το κα­ζί­κι.” “Νο­ση­λευό­ταν δυο μή­νες”.  “Λί­γος ο κό­σμος που βρέ­θη­κε στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο. Πε­ρισ­σό­τε­ροι αρ­χι­τέ­κτο­νες, μη­χα­νι­κοί, πο­λε­ο­δό­μοι. Οι άν­θρω­ποι της λο­γο­τε­χνίας ή­ταν φα­νε­ρά λι­γό­τε­ροι. Ήταν ό­μως ό­λοι βα­θιά θλιμ­μέ­νοι.” Αυ­τοί, που α­νέ­λα­βαν τους δη­μό­σιους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, εί­χαν ε­τοι­μά­σει τα με­γά­λα λό­για: “Ο πιο ση­μα­ντι­κός δρα­μα­το­λό­γος του δεύ­τε­ρου μι­σού του 20ου αιώ­να”, “ο άν­θρω­πος με το κα­θα­ρό μυα­λό, την ι­διαί­τε­ρη ι­στο­ρι­κή ο­ξύ­νοια, την ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη η­θι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα”. Και μία με­γά­λη α­λή­θεια: “Ζού­σε και α­νέ­πνεε ως μέ­ρος της λο­γο­τε­χνίας, προ­σέ­φε­ρε τη ζωή του, θυ­σιά­ζο­ντας με γεν­ναιό­τη­τα και αυ­τα­πάρ­νη­ση τις χα­ρές του βίου του.” Εί­ναι η πολ­λο­στή α­να­φο­ρά στην Ιστο­ρία του. Ου­σια­στι­κά, αυ­τή α­πο­τε­λεί τον πυ­ρή­να ό­λων των δη­μο­σιευ­μά­των, δη­μο­σιο­γρα­φι­κών και μη.
Για τον ί­διο, ε­πι­ση­μαί­νο­νται ι­διό­τη­τες, ό­πως “φυ­σι­κή ευ­γέ­νεια”, αυ­το­δί­δα­κτος, ε­ρα­σι­τέ­χνης, “ο δι­κός μας άν­θρω­πος που καλ­λιέρ­γη­σε α­πο­κλει­στι­κά το χω­ρα­φά­κι της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και λο­γο­τε­χνίας”, “ο άν­θρω­πος μιας γε­νιάς που διέ­θε­τε λε­βε­ντιά” ή, α­κό­μη, “ζω­ντα­νή ι­στο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Και άλ­λους οι­στρή­λα­τους ε­παί­νους. Στις νε­κρο­λο­γίες, φί­λοι και ο­μό­τε­χνοι συ­χνά αυ­το­προ­βάλ­λο­νται, διαν­θί­ζο­ντας με αρ­κε­τές α­να­κρί­βειες τις α­να­φο­ρές τους σε γε­γο­νό­τα ή και κου­βέ­ντες του α­πο­θα­νό­ντος. Άβου­λος ε­κεί­νος, θέ­λο­ντας και μη τα α­πο­δέ­χε­ται.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/5/2016.

Αθυρόστομα του 14ου αι.

Στέ­φα­νος Σα­χλί­κης
«Τα ποιή­μα­τα»
Εκδό­σεις Μ.Ι.Ε.Τ.
Οκτ. 2015

 
Ο Στέ­φα­νος Σα­χλί­κης, ποιη­τής, Κρη­τι­κός την κα­τα­γω­γή, άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νος στι­χο­πλό­κος, φά­νη­κε τυ­χε­ρός μέ­σα στην α­τυ­χία του. Κα­τ’ αρ­χήν, με­τα­θα­να­τίως τυ­χε­ρός, να α­πο­κτή­σει “χρη­στι­κή” έκ­δο­ση α­πά­ντων των ευ­ρι­σκο­μέ­νων ποιη­μά­των του σε έ­ναν κομ­ψό τό­μο, με χα­ρα­κτι­κό στο ε­ξώ­φυλ­λο του Δη­μή­τρη Γα­λά­νη, φτιαγ­μέ­νο το 1920, που δεί­χνει σαν ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό το δι­κό του δί­στι­χο: “Η Δί­λο­γος ε­πέ­σω­σε την λέ­γου­σιν Φουρ­νά­ρα­ν/ με άρ­μα­τα κι ε­κά­θε­τον εις ά­λο­γον, μιάν φά­ρα­ν”. Εί­ναι ο δεύ­τε­ρος τό­μος μίας νέ­ας σει­ράς, δί­πλα στον πρώ­το των Απά­ντων Τέλ­λου Άγρα. Αμφό­τε­ροι, με τον ί­διο αό­ρι­στο τίτ­λο, σαν να σβή­νουν την α­πό­στα­ση των πε­ντέ­μι­συ αιώ­νων με­τα­ξύ των δυο ποιη­τών.
Αλλά και ε­ξαρ­χής, ο Σα­χλί­κης στά­θη­κε τυ­χε­ρός μέ­σα στην α­τυ­χία του, α­φού ποιη­τής έ­γι­νε στη φυ­λα­κή, ό­που τον ο­δή­γη­σαν τα “νυ­κτο­γυ­ρί­σμα­τα”, τα “α­ζά­ρια” και οι “πο­λι­τι­κές”, του­τέ­στιν οι πόρ­νες του Κά­στρου της Κρή­της (εί­τε πρό­κει­ται για την Κρη­τι­κή Κυ­δω­νία, ό­πως εί­κα­ζε ο Κο­ραής, εί­τε για το Μέ­γα Κά­στρο του Χάν­δα­κα, ό­πως έ­δει­ξε η αρ­χεια­κή έ­ρευ­να). Μια “πο­μπε­μέ­νη χή­ρα” τον με­τα­μόρ­φω­σε α­πό παι­δά­ριο, α­κό­μη στα δε­κα­τέσ­σε­ρα, σε χα­ρο­κό­πο. Ει­δάλ­λως πώς, αυ­τός έ­νας ευ­πα­τρί­δης, α­πό σόι φε­ου­δαρ­χών, θα γνώ­ρι­ζε τον υ­πό­κο­σμο της Κρή­της και “του Κά­τω Κό­σμου” το “Πουρ­γα­τό­ριο­ν”, κα­τα­πώς “σου­σου­μιά­ζει” τη φυ­λα­κή. Διέ­θε­τε, βε­βαίως, το τα­λέ­ντο και πέ­ραν του εκ γε­νε­τής χα­ρί­σμα­τος, κά­τε­χε τη δη­μώ­δη γλώσ­σα, με ό­λο τον πλού­το του κρη­τι­κού ι­διό­λε­κτου, για να γρά­ψει, α­λά Πέ­τρος Πι­κρός, μέ­σα στης φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα, το δι­κό του προ­δρο­μι­κό “του­μπε­κί”, έ­να διαυ­γές α­ντι­κα­θρέ­φτι­σμα α­πό το αυ­ταρ­χι­κό πρό­σω­πο της Ενε­το­κρα­τίας. Ακό­μη, α­πό ι­διο­συ­γκρα­σία, θα πρέ­πει να ή­ταν α­χα­λι­να­γώ­γη­τος, λά­βρος στις εκ­δη­λώ­σεις του, ό­πως ο ί­διος πα­ρου­σιά­ζει ε­αυ­τόν στην ε­ναρ­κτή­ρια “α­φή­γη­σιν πα­ρά­ξε­νο­ν”. Φύ­σει α­θυ­ρό­στο­μος και σα­τι­ρι­στής, με ορ­γιά­ζου­σα φα­ντα­σία, για να στή­σει μία α­λά Αρι­στο­φά­νη συ­γκέ­ντρω­ση γυ­ναι­κών ε­λευ­θε­ρίων η­θών. Από τα πλέ­ον α­πο­λαυ­στι­κά στοι­χεία της έμ­με­τρης α­φή­γη­σης α­πο­βαί­νει ο λαν­θά­νων πα­ραλ­λη­λι­σμός,  μέ­σω του παι­γνιώ­δους λε­κτι­κού, της “πο­λι­τι­κής” και των “πο­λι­τι­κώ­ν” της, του­τέ­στιν των α­κό­λα­στων πρά­ξεων της, με έ­ναν πο­λι­τι­κό και τις δι­κές του πο­λι­τι­κές.      
Δυο φο­ρές τυ­χε­ρός, με­τα­θα­να­τίως και πά­λι, ο Σα­χλί­κης, α­φού δεν υ­πάρ­χει ε­γκυ­κλο­παί­δεια ού­τε ι­στο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που να μην τον μνη­μο­νεύει. Αλλά συ­νά­μα και ά­τυ­χος, α­φού, γι’ αυ­τόν και τα ποιή­μα­τά του, κα­τά τους πα­λαιό­τε­ρους στι­χουρ­γή­μα­τα, γρά­φτη­καν τα μύ­ρια ό­σα και κα­τά κα­νό­να, ό­χι τα ευ­με­νέ­στε­ρα. Σε αυ­τήν την α­πα­ξιω­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση, συ­νέ­βα­λε η α­θυ­ρο­στο­μία της ποίη­σής του, που ή­δη α­να­φέ­ρα­με, χω­ρίς να λη­φθεί υ­πό­ψη η υ­ψη­λή ποιό­τη­τά της, μη υ­στε­ρώ­ντας ού­τε προ του «Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού». Μία μό­νο α­κα­λαί­σθη­τη λέ­ξη, δυ­στυ­χώς ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη, ε­ντο­πί­σα­με, το “ψω­λο­πό­θα”,  ως ε­ναλ­λα­κτι­κή  μιας λέ­ξης ε­μπει­ρί­κιας χά­ρι­τος, ό­πως η “πο­θοτ­ζου­στου­νιά”. Ού­τε στα ει­σα­γω­γι­κά κεί­με­να ού­τε στο γλωσ­σά­ρι διευ­κρι­νί­ζε­ται σα­φώς κα­τά πό­σο αυ­τή α­νή­κει ή ό­χι στον ποιη­τή. Αν, βε­βαίως, αρ­κε­στού­με στον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της α­θυ­ρο­στο­μίας και δεν την θεω­ρή­σου­με “ά­με­τρο βω­μο­λο­χία”, κα­τά την δια­τύ­πω­ση του Κο­ραή, που α­πο­φαί­νε­ται πως ο Σα­χλί­κης κά­νει “αι­σχρό­τε­ρα τα αι­σχρά”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ο Κο­ραής, που πρώ­τος ε­ξέ­δω­σε στί­χους του Σα­χλί­κη, πα­ρέ­θε­σε 22 και ό­χι 12 στί­χους, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται στον πρό­λο­γο, τους ο­ποίους αν­θο­λο­γεί σκόρ­πιους α­πό το πρω­τό­τυ­πο και προς α­πο­φυ­γή της α­θυ­ρο­στο­μίας του ποιη­τή.
Δυο εί­ναι τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ποίη­σης του Σα­χλί­κη, που βά­ρυ­ναν κα­τά την με­λέ­τη του: η α­σε­μνο­λο­γία στα ό­ρια της αι­σχρό­τη­τας (σε συ­νάρ­τη­ση πά­ντα και με την ε­πο­χή) και η “ο­μοιο­τέ­λευ­τος (rimee) στι­χουρ­γία”. Έστω και αν οι στί­χοι του χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται “α­τά­κτως” ο­μοιο­κα­τά­λη­κτοι, πά­ντως, εί­ναι ο­μοιο­κα­τά­λη­κτοι. Αρχι­κά, δεν υ­πήρ­χαν μαρ­τυ­ρίες για τον βίο και την πο­λι­τεία του, ε­κτός α­πό τις αν­τλού­με­νες α­πό τα ποιή­μα­τά του, ό­που ε­ντο­πί­ζο­νται και έ­να δύο αό­ρι­στες α­να­φο­ρές σε μεί­ζο­να θλι­βε­ρά συμ­βά­ντα, χω­ρίς να δια­σα­φη­νί­ζε­ται για ποια α­κρι­βώς πρό­κει­ται. Κα­τ’ ου­σία, το μό­νο κρι­τή­ριο, που έ­με­νε για την χρο­νο­λό­γη­σή του ή­ταν η ρί­μα. Αλλά, με βά­ση τις μέ­χρι τό­τε χρο­νο­λο­γή­σεις του σώ­μα­τος της βυ­ζα­ντι­νής λο­γο­τε­χνίας, “η ρί­μα δεν α­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε πριν α­πό το δεύ­τε­ρο μι­σό του 15ου αιώ­να”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Χα­νς-Γκέ­ορ­γκ Μπεκ στην «Ιστο­ρία της Βυ­ζα­ντι­νής Δη­μώ­δους Λο­γο­τε­χνίας». Οπό­τε, ε­τί­θε­το το δί­λημ­μα: Ήταν ο Σα­χλί­κης ο πρώ­τος που χρη­σι­μο­ποιεί την ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία, ά­ρα μπο­ρεί να έ­ζη­σε και πριν την Άλω­ση, ή α­νή­κε στην ο­μά­δα ποιη­τών του 15ου αιώ­να;

Η πρώ­τη εκ­δο­χή θα σή­μαι­νε, ό­πως το εκ­φρά­ζει ο Τά­σος Κα­πλά­νης, με τη σι­γου­ριά που προ­σφέ­ρει σή­με­ρα η α­κρι­βής πλέ­ον γνώ­ση των βιο­γρα­φι­κών στοι­χείων του Σα­χλί­κη, πως αυ­τός εί­ναι “ο πα­τέ­ρας της κρη­τι­κής λο­γο­τε­χνίας”, μέ­χρι και “ο πρώ­τος ε­πώ­νυ­μος συγ­γρα­φέ­ας της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Πα­ρό­μοιες α­πο­φάν­σεις μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­νο­νται το 2010, θα φαί­νο­νταν ό­μως α­πί­θα­νες στους πα­λαιό­τε­ρους με­λε­τη­τές. Κι αυ­τό, λό­γω του έ­κλυ­του βίου του ποιη­τή, αλ­λά και του σο­γιού του. Οι Σα­χλί­κες και οι Γυα­λι­νά­δες α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας του, εί­ναι α­νά­με­σα στις με­τρη­μέ­νες γη­γε­νείς οι­κο­γέ­νειες, που συ­νερ­γά­στη­καν με τους Ενε­τούς, εξ ου και φε­ου­δάρ­χες. Πι­θα­νώς και κα­θο­λι­κοί – σί­γου­ρα η μη­τρι­κή γε­νιά, που ε­πέ­ζη­σε ως το τέ­λος της Ενε­το­κρα­τίας και ί­σως, κλά­δος της να με­τα­κι­νή­θη­κε στα Επτά­νη­σα. Πρω­τί­στως, ό­μως, λό­γω της θε­μα­τι­κής της ποίη­σής του και της λαϊκής γλώσ­σας ε­κεί­νου του ύ­στε­ρου βυ­ζα­ντι­νού πε­ρι­θω­ρίου. Όλα αυ­τά συ­νυ­πο­λο­γι­ζό­με­να, τον α­πέ­κλειαν α­πό την τι­μή της πρω­το­κα­θε­δρίας. Ακό­μη μέ­χρι σή­με­ρα, οι με­λε­τη­τές, που α­να­ζη­τούν τον πρώ­το συγ­γρα­φέα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, έ­χουν κα­τά νου έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τύ­πο λο­γίου και κυ­ρίως, μια ο­ρι­σμέ­νη θε­μα­τι­κή της ποίη­σής του. Δεν εί­ναι τυ­χαίο ο­τι προ­τά­θη­κε ο Νι­κό­λα­ος Σο­φια­νός, μία ε­ξέ­χου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα λο­γίου, με δη­λω­μέ­νη συ­νεί­δη­ση Ρω­μιού, και ε­πι­προ­σθέ­τως, συγ­γρα­φέ­ας της πρώ­της Γραμ­μα­τι­κής. Ή, άλ­λοι, που εμ­μέ­νουν στον Μπερ­γα­δή και τον «Από­κο­πό» του.
Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν η αρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­ση του Σα­χλί­κη στους ποιη­τές του 15ου αιώ­να και ε­ντός αυ­τών, η α­ξιο­λό­γη­σή  του ως έ­ναν α­πό τους ε­λάσ­σο­νες. Όταν, τε­λι­κά, α­πο­δεί­χτη­κε πως ε­πρό­κει­το για πρώι­μη πε­ρί­πτω­ση, με τον βίο του να κα­λύ­πτει με­τά βε­βαιό­τη­τας τα δυο τρί­τα του 14ου αιώ­να, κλέ­βο­ντας και δυο τρία χρό­νια α­πό τον ε­πό­με­νο, οι με­λε­τη­τές, ό­σοι του­λά­χι­στον ε­ξαρ­χής υιο­θέ­τη­σαν τα νέα δε­δο­μέ­να, άρ­χι­σαν να ευ­πρε­πί­ζουν συ­στη­μα­τι­κά την ποίη­σή του, ψα­λι­δί­ζο­ντας στί­χους. Για πα­ρά­δειγ­μα, στην Εγκυ­κλο­παί­δεια Ελευ­θε­ρου­δά­κη, που φέ­ρε­ται “ακ­μά­σας κα­τά το πρώ­τον ή­μι­συ του 15ου αιώ­να”, ο λημ­μα­το­γρά­φος Νί­κος Α. Βέ­ης χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα ποιή­μα­τα “α­ξιό­λο­γα γλωσ­σι­κά και ι­στο­ρι­κά μνη­μεία”, αν και “πορ­νο­λο­γή­μα­τα”. Στου Δραν­δά­κη, ό­που φέ­ρε­ται “ζη­σας κα­τά το δεύ­τε­ρον ή­μι­συ του 15ου”, ο νε­α­ρός Θε­ο­φύ­λα­κτος Πα­πα­κων­στα­ντί­νου  α­πο­φαί­νε­ται πως “έ­γρα­ψε διά­φο­ρα ποιή­μα­τα εις ά­ξε­στον δη­μώ­δη γλώσ­σα­ν”, τα ο­ποία “στε­ρού­νται ποιη­τι­κής α­ξίας”. Ενδει­κτι­κή και η Ιστο­ρία του Ηλία Βου­τιε­ρί­δη, ό­που  γί­νε­ται α­να­φο­ρά “στην προ­στυ­χιά και την α­χρειο­λο­γία της φρά­σης και της σά­τι­ρας”.
Αντι­θέ­τως, ο Κ. Θ .Δη­μα­ράς, το­πο­θε­τώ­ντας τον με­τα­ξύ Λε­ο­νάρ­δου Ντε­λα­πόρ­τα και Μπερ­γα­δή, τον δι­καιο­λο­γεί: “α­μαρ­τω­λός ο ί­διος, για τους α­μαρ­τω­λούς και τις α­μαρ­τω­λές μας μι­λεί”. Ξα­κρί­ζο­ντας, δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, α­πό έ­να ο­κτά­στι­χο, πέ­ντε κό­σμιους στί­χους, α­πα­λεί­φο­ντας έ­ναν, με ρη­τή α­να­φο­ρά στις “πο­λι­τι­κές”, και συ­νε­νώ­νο­ντας τους δυο άλ­λους σε έ­ναν, υ­πο­στη­ρί­ζει: “Έγρα­ψε με σκο­πούς η­θο­πλα­στι­κούς, στι­χουρ­γή­μα­τα που έ­χουν ζω­ντά­νια και γρα­φι­κό­τη­τα.” Το ί­διο α­πο­κα­θαρ­μέ­νο ε­ξά­στι­χο δα­νεί­ζε­ται ως πα­ρά­δειγ­μα και ο Γ. Κορ­δά­τος, γε­γο­νός που α­φή­νει α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο, η ε­πί το κο­σμιό­τε­ρο πα­ραλ­λα­γή να ο­φεί­λε­ται στην προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, που πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ του πρω­τό­τυ­που και των τριών ευ­ρε­θέ­ντων χει­ρο­γρά­φων, στα ο­ποία στη­ρί­χτη­κε η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ξε­νί­ζει η α­να­φο­ρά του Κορ­δά­του στον Σα­χλί­κη. Θα πρέ­πει μάλ­λον να την α­πο­δώ­σου­με στον Θεσ­σα­λο­νι­κιό λό­γιο Συ­νό­δη Πα­πα­δη­μη­τρίου, ο ο­ποίος, προς τα τέ­λη του 19ου, στα­διο­δρό­μη­σε στη Ρω­σία, προ­στα­τευό­με­νος του Πα­τριαρ­χείου. Ως κα­θη­γη­τής στην Οδησ­σό ο Πα­πα­δη­μη­τρίου, ε­ξέ­δω­σε ποιή­μα­τα του Σα­χλί­κη, που έ­τσι βρέ­θη­κε στη Με­γά­λη Σο­βιε­τι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, αλ­λά και στις, κα­τά κα­νό­να, λι­γο­στές πο­λι­τι­στι­κές σε­λί­δες του «Ρι­ζο­σπά­στη», ή­δη α­πό το 2000, χά­ρις και στον ε­νη­με­ρω­μέ­νο συ­ντά­κτη Γρηγ. Τραγ­γα­νί­δα. Όσο α­φο­ρά το η­θι­κο­δι­δα­κτι­κό μέ­ρος, ο Μά­ριο Βίτ­τι το βρί­σκει βα­ρε­τό, προ­τι­μώ­ντας τις ρε­α­λι­στι­κές πε­ρι­γρα­φές. Πα­ρό­λο που ζη­τά να δώ­σει πα­ρά­δειγ­μα δια­σκε­δα­στι­κό, α­πο­φεύ­γει κι αυ­τός να πα­ρα­θέ­σει στί­χους, που α­να­φέ­ρο­νται στις “πο­λι­τι­κές”. Εκεί­νος, πά­ντως, που α­νεν­δοία­στα τον κα­λο­συ­στή­νει εί­ναι ο Λί­νος Πο­λί­της: Τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει “μια πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα” και θεω­ρεί πως “ο στί­χος του έ­χει νεύ­ρο και χιού­μο­ρ”.   
Όπως α­να­φέ­ρα­με, η πρώ­τη χρο­νο­λό­γη­ση δεν στη­ρί­χτη­κε μό­νο στην ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία, αλ­λά και σε κά­ποια πλα­γίως α­να­φε­ρό­με­να συμ­βά­ντα ή και σε ο­ρι­σμέ­να άλ­λα, που, ε­νώ ε­μπί­πτουν στα χρό­νια που ε­κεί­νος έ­ζη­σε, πα­ρα­λεί­πο­νται. Με βά­ση αυ­τά, ο Κο­ραής τον το­πο­θε­τεί στην ε­νε­το­κρα­τού­με­νη Κρή­τη, ε­νώ ο Σά­θας, στον 15ο, αλ­λά, με­τά την Άλω­ση. Γι’ αυ­τό και η α­σθέ­νεια, που α­να­φέ­ρει στο δί­στι­χο: “Και με­ρι­κοί λε­πριά­ζου­σιν και με­ρι­κοί λω­βιά­ζουν / κι εκ την λω­βά­δαν την πολ­λήν την νεό­την τους δια­βά­ζου­ν”, ταυ­τί­στη­κε με την σύ­φι­λη, που έ­φε­ρε ο Κο­λόμ­βος, ε­πι­στρέ­φο­ντας το 1493. Δη­λα­δή, τον τα­ξι­νό­μη­σαν δί­πλα στον Ρό­διο στι­χουρ­γό Εμμα­νουήλ Λει­μω­νί­τη ή και Γεωρ­γιλ­λά και τον θρή­νο του, «Το θα­να­τι­κόν της Ρό­δου». Αντι­θέ­τως, για την ιε­ράρ­χη­σή του μέ­σα στον 14ο αιώ­να, λει­τούρ­γη­σαν α­πο­τρε­πτι­κά, η μη α­να­φο­ρά της ε­πι­δη­μίας της πα­νού­κλας το 1348 και της ε­πα­νά­στα­σης του Αγίου Τί­του, πε­ρί το 1365.
Η χρο­νο­λό­γη­ση με βά­ση το αρ­χεια­κό υ­λι­κό έ­γι­νε α­πό τον Ολλαν­δό (νυμ­φευ­μέ­νο με Ελλη­νί­δα) Άρνολ­ντ Βαν Χέ­μερ­τ, που βρέ­θη­κε συ­μπτω­μα­τι­κά υ­πό  την σκέ­πη, δια­δο­χι­κά, δυο κα­θο­δη­γη­τών. Με διε­τή υ­πο­τρο­φία, το 1966, στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης, ό­που ο Πο­λί­της τον έ­στρε­ψε στην Κρη­τι­κή Ανα­γέν­νη­ση, προ­τρέ­πο­ντάς τον να α­σχο­λη­θεί με τον Μα­ρί­νο Φα­λιέ­ρο. Και τον Μα­νού­σο Μα­νού­σα­κα, που α­πό το 1966 διηύ­θυ­νε το Ινστι­τού­το της Βε­νε­τίας και εί­χε α­πό νω­ρί­τε­ρα εκ­φρά­σει την γνώ­μη πως ο Σα­χλί­κης μπο­ρεί να α­νή­κει σε πα­λαιό­τε­ρη ε­πο­χή. Ο Χέ­μερτ α­νέ­τρε­ξε στα ε­νε­τι­κά αρ­χεία, πρώ­τα, για την ορ­θή χρο­νο­λό­γη­ση του Φα­λιέ­ρου, που α­πο­τέ­λε­σε το α­ντι­κεί­με­νο της δι­δα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής (Μα­ρί­νου Φα­λιέ­ρου, «Ερω­τι­κά ό­νει­ρα», κρι­τι­κή έκ­δο­ση, με ει­σα­γω­γή, σχό­λια και λε­ξι­λό­γιο Arnold Van Gemert, ΜΙΕ­Τ, 2006) και με­τά του Σα­χλί­κη.
Ωστό­σο, πα­ρά τα  τεκ­μή­ρια των Αρχείων, που πα­ρου­σία­σαν, α­πό κοι­νού, Χέ­μερτ και Μα­νού­σα­κας, το 1976, ο Στ. Αλε­ξίου, ί­σως και κά­ποιοι άλ­λοι, δεν πεί­στη­καν, δί­νο­ντας βά­ρος στα α­πο­κα­λού­με­να “ε­σω­τε­ρι­κά στοι­χεία” των ποιη­μά­των του Σα­χλί­κη. Το 1990, ο Μα­νού­σα­κας έ­δει­ξε πως δυο α­πό αυ­τά, η“ λω­βά­δα” στο πα­ρα­πά­νω  δί­στι­χο, κα­θώς και  ο στί­χος, “μαν­δά­τον θλι­βε­ρόν α­πό την Ρω­μα­νία­ν”, πα­ρερ­μη­νεύ­θη­καν, υ­πο­δει­κνύο­ντας πι­θα­νές δια­φο­ρε­τι­κές ση­μα­σίες. Ο Αλε­ξίου, πά­ντως, α­κό­μη και στην τε­λι­κή μορ­φή της Ιστο­ρίας του, Σεπ. 2010, εμ­μέ­νει στις αμ­φι­βο­λίες του, α­φή­νο­ντας α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο ο ποιη­τής Στέ­φα­νος Σα­χλί­κης να ταυ­τί­ζε­ται με κά­ποιον ο­μώ­νυ­μό του.
Οι πρώ­τες εκ­δό­σεις των ποιη­μά­των του Σα­χλί­κη έ­γι­ναν στις τρεις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες του 19ου αιώ­να: το 1871 α­πό τον Αι­μί­λιο Λε­γκράν, το 1874 α­πό τον Βίλ­χελμ Βά­γκνερ (και ό­χι Γου­λιέλ­μο κα­τά τον ε­κλα­τι­νι­σμέ­νο τύ­πο του ο­νό­μα­τος, που α­πα­ντά­ται μό­νο στην προ­με­τω­πί­δα της έκ­δο­σης των ποιη­μά­των του Σα­χλί­κη, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο τίτ­λος δί­νε­ται λα­τι­νι­στί, «Carmina  graeca medii aevi». Αυ­τό, προς α­πο­φυ­γή σύγ­χυ­σης στη Βι­βλιο­γρα­φία, ό­που κα­τα­γρά­φε­ται, άλ­λο­τε ως W. Wagner και άλ­λο­τε ως G. Wagner. Όταν το Βά­γκνερ στη Γερ­μα­νία εί­ναι σαν το δι­κό μας Πα­πα­δό­που­λος.) και το 1896 α­πό τον Πα­πα­δη­μη­τρίου. Στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, προ­τάσ­σο­νται πρό­λο­γος του κα­θη­γη­τή στα Ιωάν­νι­να Γ. Μαυ­ρο­μά­τη, ο ο­ποίος εί­ναι ο ε­πι­με­λη­τής του τό­μου, και ει­σα­γω­γή του Νί­κου Πα­να­γιω­τά­κη, που α­πε­βίω­σε Σεπ. 1997, ως διευ­θυ­ντής του Ινστι­τού­του Βε­νε­τίας, α­φού εί­χε α­πο­χω­ρή­σει α­πό τη θέ­ση του στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων. Τι­μής έ­νε­κεν, α­φού ε­κεί­νος εί­χε για χρό­νια α­σχο­λη­θεί με τον Σα­χλί­κη και ε­τοί­μα­ζε έκ­δο­ση των ποιη­μά­των του, α­ντί ε­νός εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νου κει­μέ­νου, συρ­ρά­πτο­νται τμή­μα­τα α­πό τα σε­μι­νά­ρια, που εί­χε δώ­σει στο πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων, κα­τά το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1985-1986.
Αυ­τή η ε­πι­λο­γή του ε­πι­με­λη­τή εί­ναι μάλ­λον μία α­κό­μη α­τυ­χία για τον Σα­χλί­κη μέ­σα στην ευ­τυ­χία της έκ­δο­σης. Κα­τ’ αρ­χήν, τό­τε, ο Πα­να­γιω­τά­κης, ό­πως ο ί­διος σχο­λιά­ζει, “δια­τη­ρού­σε α­κό­μη με­ρι­κές ε­λά­χι­στες, ε­πι­φυ­λά­ξεις, σχε­τι­κά με τα βιο­γρα­φι­κά του Σα­χλί­κη”. Πα­ρό­λο που “ο­μο­λο­γεί ό­τι ό­σο περ­νά ο και­ρός ε­ξα­σθε­νού­ν”, ε­πι­μέ­νει στην σχε­τι­κά ε­κτε­τα­μέ­νη α­να­φο­ρά του πα­λαιό­τε­ρου σκε­πτι­κού. Επί­σης, α­πο­ρία προ­κα­λεί η α­ξιο­λο­γι­κή α­να­φο­ρά στους ε­μπλε­κό­με­νους ε­ρευ­νη­τές, ό­πως η τη­λε­γρα­φι­κή στον Χέ­μερ­τ, χω­ρίς πα­ρα­πο­μπή στην χρο­νο­λό­γη­ση του Φα­λιέ­ρου και της α­κό­λου­θης έκ­δο­σης των ποιη­μά­των του, κα­θώς και η πα­ρά­λει­ψη μνείας της συμ­βο­λής του Πο­λί­τη.
   Ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρη, ό­μως, α­πο­ρία γεν­νά­ει η μη­δε­νι­στι­κή α­να­φο­ρά στη έκ­δο­ση Λε­γκράν και μά­λι­στα, σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση με τον Βά­γκνερ. Ει­κο­σιεν­νιά­χρο­νος α­να­φέ­ρε­ται εμ­φα­τι­κά ο πρώ­τος σαν έν­δει­ξη πως δεν εί­ναι στο ύ­ψος του έρ­γου, έ­να­ντι του Βά­γκνε­ρ, που ε­παι­νεί­ται, χω­ρίς α­να­φο­ρά πως εί­ναι δυο χρό­νια νεό­τε­ρος. Βε­βαίως, ο δεύ­τε­ρος εί­ναι ή­δη “εν Hamburg κα­θη­γη­τής”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί ο Κων­στα­ντί­νος Σά­θας, που αλ­λη­λο­γρα­φεί και με τους δυο, τρο­φο­δο­τώ­ντας τους με α­ντι­γρα­φές κει­μέ­νων και με­τα­φρά­σεις. Αυ­τός, ού­τε καν που α­να­φέ­ρε­ται α­πό τον Πα­να­γιω­τά­κη στο, έ­τσι κι αλ­λιώς, ά­νι­σο μοί­ρα­σμα ε­γκω­μίων α­νά­με­σα σε γη­γε­νείς και αλ­λο­δα­πούς. Αλλά ό­χι και ο Λε­γκραν “μι­κροϋπάλ­λη­λος του γαλ­λι­κού δη­μο­σίου”. Να θυ­μί­σου­με, πως “το 1871 του α­να­τέ­θη­κε η δι­δα­σκα­λία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας στη Σχο­λή Ανα­το­λι­κών Γλωσ­σών του Πα­ρι­σιού”, ε­νώ, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, έ­γι­νε κα­θη­γη­τής, σύμ­φω­να και με την ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη Ει­σα­γω­γή του Γ. Πα­πα­κώ­στα στην Αρχεια­κή Με­λέ­τη «Ο Emile Legrand και η Ελλη­νι­κή Βι­βλιο­γρα­φία».
    Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, πως η α­να­φο­ρά του Πα­να­γιω­τά­κη στον Ηλία Πε­τρό­που­λο εί­ναι α­να­κρι­βής. Κα­τ’ αρ­χήν, ο τίτ­λος του βι­βλίου του, στο ο­ποίο α­να­φέ­ρει τον Σα­χλί­κη, εί­ναι «Το μπουρ­δέ­λο» και ό­χι το «Μπορ­ντέ­λο». Ο Πε­τρό­που­λος, την γαλ­λι­στί πα­ρα­φθο­ρά, θα την θεω­ρού­σε μέ­γα λά­θος. Από τις τρεις συ­νο­λι­κά πα­ρα­πο­μπές  σε αυ­τόν που πα­ρα­θέ­τει, μία μό­νο προ­σεγ­γί­ζει α­κου­στι­κά στί­χο του. Συ­γκε­κρι­μέ­νους στί­χους δεν στα­χυο­λο­γεί. Το πι­θα­νό­τε­ρο, γρά­φει α­πό μνή­μης. Τον πα­ρου­σιά­ζει, μά­λι­στα, α­κό­μη αι­σχρό­τε­ρο, α­πό ό­σο ή­ταν, κα­θώς τον θέ­λει να κα­τη­γο­ρεί τις “πο­λι­τι­κές” μέ­χρι και για κτη­νο­βα­σία.
  Κα­τά τα άλ­λα, η “χρη­στι­κή” έκ­δο­ση Σα­χλί­κη α­να­μέ­νει, μάλ­λον εις μά­την, το α­να­γνω­στι­κό κοι­νό να την α­να­κα­λύ­ψει. Μή­πως θα βο­η­θού­σε, ει­σα­γω­γές και πρό­λο­γοι να α­κο­λου­θούν α­ντί να προ­τάσ­σο­νται; Ένα πιά­το νό­στι­μο, πρώ­τα θα δώ­σεις να το δο­κι­μά­σει ο άλ­λος κι αν του α­ρέ­σει, του δί­νεις και την συ­ντα­γή. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτογραφία: Χαρακτικό του Δημ. Γαλάνη.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/5/2016.

Αθησαύριστες εκπλήξεις

Γιάν­νης Ρί­τσος
Μέλ­πω Αξιώ­τη
«Κα­τα­ρα­μέ­να
κι ευ­λο­γη­μέ­να χαρ­τιά.
Σπα­ράγ­μα­τα Αλλη­λο­γρα­φίας
(1960-1966)»
Επιμ. Μαί­ρη Μι­κέ
Εκδ. Άγρα, Δεκ. 2015


Στο ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου, προ­βάλ­λουν δυο γνω­στά ο­νό­μα­τα. Ποιος δεν έ­χει α­κου­στά τον Ρί­τσο; Υπάρ­χει κά­ποιος, που να μην έ­χει σι­γο­τρα­γου­δή­σει έ­στω και έ­να στί­χο του; Αν δεν κα­τέ­χει πρω­τεία ως ποιη­τής, α­φού έ­μει­νε με το Βρα­βείο Λέ­νιν, τα διεκ­δι­κεί ως με­λο­ποίη­ση, ι­διαί­τε­ρα στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Λι­γό­τε­ρο γνω­στή στο ευ­ρύ κοι­νό η Αξιώ­τη, πά­ντως, ση­μα­ντι­κό υ­πο­σύ­νο­λο ό­σων γνω­ρί­ζουν τον Ρί­τσο, θα έ­χουν του­λά­χι­στον α­κου­στά και ε­κεί­νη. Το πε­ριο­ρι­σμέ­νο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, με λο­γο­τε­χνι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα, θα γνω­ρί­ζει την πε­ζο­γρά­φο. Το ό­τι υ­πάρ­χει και η ποιή­τρια, κά­ποιοι πι­θα­νόν και να το μά­θουν α­πό το εν λό­γω βι­βλίο. Δύο συγ­γρα­φείς, που κα­τέ­χουν τα ά­κρα ως προς την πα­ρα­γω­γή συγ­γρα­φι­κού έρ­γου. Σί­γου­ρα ο Ρί­τσος διεκ­δι­κεί σκή­πτρα πο­λυ­γρα­φίας. Όσο για την Αξιώ­τη, α­νή­κει στους συγ­γρά­ψα­ντες ο­λί­γα α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κά. Ει­δι­κό­τε­ρα, στην ποιή­τρια, πα­ρό­τι έ­χει τη δι­κή της αυ­το­τε­λή θέ­ση στους “νεω­τε­ρι­κούς ποιη­τές του Με­σο­πο­λέ­μου”,  μάλ­λον α­ντι­στοι­χεί πρω­το­κα­θε­δρία ο­λι­γο­γρα­φίας, με τρεις συλ­λο­γές, που δεν φτά­νουν, α­θροι­ζό­με­νες, τις 100 σε­λί­δες, μα­ζί με τα ο­κτώ, ό­λα κι ό­λα, ποιή­μα­τα στη γαλ­λι­κή.
Άρα­γε γι’ αυ­τό προ­τάσ­σε­ται στην Αλλη­λο­γρα­φία τους το ό­νο­μα του Ρί­τσου, κα­τά πα­ρά­βα­ση της αλ­φα­βη­τι­κής σει­ράς και των πα­λαιών κα­νό­νων ευ­γε­νείας; Πι­θα­νό­τε­ρο δεί­χνει, η σει­ρά να α­πο­φα­σί­στη­κε με βά­ση τα ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια. Τα σω­ζό­με­να του Ρί­τσου εί­ναι 65 (49 ε­πι­στο­λές, 11 καρ­τ-πο­στά­λ, 5 τη­λε­γρα­φή­μα­τα), ε­νώ της Αξιώ­τη 18 (16 ε­πι­στο­λές, 2 καρ­τ-πο­στάλ). Επί­σης, κα­τά πα­ρά­βα­ση της η­λι­κια­κής σει­ράς. Πό­σοι, ό­μως, εί­ναι ε­κεί­νοι, που γνω­ρί­ζουν η­λι­κία και λοι­πά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων; Εί­θι­σται, στα “αυ­τά­κια” βι­βλίων με αλ­λη­λο­γρα­φίες, να πα­ρα­τί­θε­νται τα δυο βιο­γρα­φι­κά. Εδώ, “αυ­τά­κια” και ο­πι­σθό­φυλ­λο κα­λύ­πτο­νται με α­πο­σπά­σμα­τα ε­πι­στο­λών.
Η Αξιώ­τη, και ως προς την η­λι­κία, προ­η­γεί­ται. Πρω­το­μα­γιά 1909 γεν­νη­μέ­νος ο Ρί­τσος, 15 Ιουλ. 1905 ή­ταν, μέ­χρι πρό­τι­νος, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη ε­κεί­νη σε ό­λες τις βι­βλια­κές πη­γές: στα ο­κτά­το­μα Άπα­ντά της, σε γραμ­μα­το­λο­γίες, λε­ξι­κά και ε­γκυ­κλο­παί­δειες.  Δη­μο­σιευ­μέ­νο τεκ­μή­ριο α­πο­τε­λεί το δια­βα­τή­ριο, με το ο­ποίο α­να­χώ­ρη­σε για το Πα­ρί­σι, στις 22 Μαρ. 1947. Μό­λις το 1997, στο «Γράμ­μα­τα στη Μέλ­πω α­πό τον α­δελ­φό της Πα­νά­γο Αξιώ­τη», ο ε­πι­με­λη­τής Παν. Κου­σα­θα­νάς με­τα­θέ­τει το χρό­νο γέν­νη­σης στο 1903. Βα­σί­ζε­ται στο “κι­νη­τό λη­ξιαρ­χείο” της οι­κο­γέ­νειας, ό­πως α­πο­κα­λεί την Ελέ­νη Γρυ­πά­ρη, α­νι­ψιά του πο­λι­τι­κού και δι­πλω­μά­τη Ιωάν­νη Γρυ­πά­ρη και συ­να­κό­λου­θα, πρώ­τη ε­ξα­δέλ­φη της κό­ρης του, της Μα­ρου­λί­νας, που έ­μελ­λε να γί­νει η δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γος του Γιώρ­γου Αξιώ­τη. Ωστό­σο, μέ­χρι τη μυ­κο­νιά­τι­κη Διη­με­ρί­δα για την Αξιώ­τη του 2011, σύμ­φω­να με την ο­μι­λία του, δεν εί­χε κα­τορ­θώ­σει να ο­ρι­στι­κο­ποιή­σει την χρο­νο­λο­γία, προ­σκο­μί­ζο­ντας τα α­να­γκαία τεκ­μή­ρια α­πό το Λη­ξιαρ­χείο του Δή­μου Αθη­ναίων, ό­που θα πρέ­πει η Αξιώ­τη να εί­ναι εγ­γε­γραμ­μέ­νη, α­φού γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να. Η οι­κο­γέ­νεια πε­ρί­με­νε να σα­ρα­ντί­σει πριν α­να­χω­ρή­σει για Μύ­κο­νο.  Τη δια­φο­ρά των δυο ε­τών, ο Κου­σα­θα­νάς την α­πο­δί­δει σε φι­λα­ρέ­σκεια της ί­διας. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, τεκ­μή­ρια για το έ­τος γέν­νη­σης θα μπο­ρού­σαν να εί­χαν δια­σω­θεί στο Σχο­λαρ­χείο της Μυ­κό­νου και στη Σχο­λή Ουρ­σου­λί­νων Τή­νου, ό­που φοί­τη­σε την πε­ρίο­δο 1918-1922.
Ενδια­μέ­σως, το 1999, εκ­δό­θη­κε το «Δια­δρο­μές της Μέλ­πως Αξιώ­τη 1947-1955», με στοι­χεία α­πό τον Φά­κε­λο της Αξιώ­τη, κα­ταρ­τι­σμέ­νο α­πό το ΚΚΕ, συ­γκε­κρι­μέ­να την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής. Σε αυ­τό, ε­πα­νέρ­χε­ται ως έ­τος γέν­νη­σης το 1905. Από την άλ­λη, στο Κόμ­μα, ως μέ­λος, εγ­γρά­φε­ται το 1936. Σε αυ­τήν την η­λι­κία, για­τί να μην κρύ­ψει “δυο χρο­νά­κια”. Τον περ­σι­νό Οκτ., εκ­δό­θη­κε το πε­ζο­γρά­φη­μά της, «Η Κάδ­μω». Στην έκ­δο­ση των Απά­ντων της, που ξε­κί­νη­σε το 1981, με τον ό­γδοο τό­μο να κυ­κλο­φο­ρεί το 1986 και τον έ­βδο­μο, με τα «Ποιή­μα­τα», το 2001, α­να­γρά­φε­ται, στα “αυ­τά­κια” των ο­πι­σθό­φυλ­λων, το εν λό­γω πε­ζο­γρά­φη­μα, ως έ­να­τος και τε­λευ­ταίος τό­μος. Στους ε­πτά αρ­χι­κούς τό­μους, η φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια εί­ναι των Μ. Δού­κα και Β. Λα­μπρό­που­λου, στα «Ποιή­μα­τα» της Μαί­ρης Μι­κέ και στον πρό­σφα­το, της Μα­ρίας Κα­κα­βού­λια. Σε αυ­τόν τον τε­λευ­ταίο, αλ­λά­ζει το έ­τος γέν­νη­σης, α­πό 1905 σε 1903. Να ση­μειώ­σου­με, πως μό­νο στον τό­μο των «Ποιη­μά­των» α­που­σιά­ζει βιο­γρα­φι­κό ση­μείω­μα. Επί­σης, η Μι­κέ, στον τό­μο με τα με­λε­τή­μα­τά της για την Αξιώ­τη, που κα­λύ­πτει δε­κα­πε­ντα­ε­τή ε­να­σχό­λη­ση και εκ­δό­θη­κε το 1996, δεν προσ­διο­ρί­ζει έ­τος γέν­νη­σης.
Με την πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, ε­πι­κρά­τη­σε η ε­ντύ­πω­ση πως α­πο­κα­θί­στα­ται γραμ­μα­το­λο­γι­κώς η εκ­κρε­μού­σα χρο­νο­λο­γία, πα­ρό­τι και πά­λι δεν προ­σκο­μί­ζο­νται τα α­να­γκαία τεκ­μή­ρια. Εκτός, ό­μως, αυ­τού, πα­ρα­κά­μπτε­ται η α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη στην Αλλη­λο­γρα­φία τεκ­μη­ρίω­ση. Ένας κα­τ’ ε­ξο­χήν α­ξιό­πι­στος μάρ­τυ­ρας, η ί­δια η Αξιώ­τη, φαί­νε­ται να δια­φω­νεί. Στις 6 Ιουλ. 1960, γρά­φει στον Ρί­τσο: “στη Νεά­πο­λη εί­χα ου­σια­στι­κά γεν­νη­θεί, (αν και στην Αθή­να βγή­κα απ’ την κοι­λιά) ό­που ο πα­τέ­ρας μου σπού­δα­ζε μου­σι­κή”. Σύμ­φω­να με την υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, συ­ντε­ταγ­μέ­νη με τα γνω­στά, α­πό δια­φο­ρε­τι­κές πη­γές, βιο­γρα­φι­κά του συν­θέ­τη Γιώρ­γου Αξιώ­τη, αυ­τός σπού­δα­σε μου­σι­κή στο Ωδείο San Pietro a Majella της Νεά­πο­λης α­πό το 1895 μέ­χρι το 1901. Άρα, προ­κύ­πτει ως τρί­το ε­ναλ­λα­κτι­κό το 1902, που συμ­φω­νεί και με τα λε­γό­με­να της ε­τε­ρο­θα­λούς α­δελ­φής της Αξιώ­τη, Φρό­σως, α­πό το δεύ­τε­ρο γά­μο του πα­τέ­ρα τους.
Αξί­ζουν, ό­μως, δυο ή έ­στω τρία “χρο­νά­κια” τον κό­πο της τεκ­μη­ρίω­σης; Ίσως, ό­χι. Εμάς, πά­ντως,  μας γο­η­τεύει η ι­δέα του δι­πλού ε­πε­τεια­κού έ­τους Μέλ­πως Αξιώ­τη, κα­θώς, μά­λι­στα, ο ε­ορ­τα­σμός του θα συ­μπί­πτει με το δι­πλό έ­τος Κα­βά­φη. Και οι δυο, α­πο­θα­νό­ντες στα 70. Πα­ρά δυο μή­νες η Αξιώ­τη, που α­πε­βίω­σε 22 Μαΐ. 1973. Στο έ­τος θα­νά­του του Κα­βά­φη, η τρια­ντά­χρο­νη τό­τε Αξιώ­τη δη­μο­σιεύει το πρώ­το της διή­γη­μα (31 Δεκ. 1933, στο πρώ­το φύλ­λο της ε­φη­με­ρί­δας «Μυ­κο­νιά­τι­κα Χρο­νι­κά»). Να ση­μειώ­σου­με, πως, στο Επί­με­τρο της πρό­σφα­της έκ­δο­σης του πε­ζο­γρα­φή­μα­τος «Η Κάδ­μω», α­να­φέ­ρο­νται οι χρο­νο­λο­γίες του δια­ζυ­γίου (1908) και των δεύ­τε­ρων γά­μων, πα­τρός (1908) και μη­τρός (1910). Δεν μνη­μο­νεύε­ται, ω­στό­σο, η χρο­νο­λο­γία του γά­μου τους. Ού­τε σε προ­γε­νέ­στε­ρα χρο­νο­λό­για υ­πάρ­χει. Επί­σης, με βά­ση την Αλλη­λο­γρα­φία, στα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Επί­με­τρου, θα α­να­με­νό­ταν να γί­νουν ο­ρι­σμέ­νες διορ­θώ­σεις. Λ.χ., για τη δεύ­τε­ρη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, το «Κο­ντρα­μπά­ντο», δί­νο­νται οι πα­λαιό­τε­ρες χρο­νο­λο­γή­σεις της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης στον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο και της έκ­δο­σης. Ή, α­κό­μη, για τη σχέ­ση της Αξιώ­τη με τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος, η ε­ντύ­πω­ση που δη­μιουρ­γεί­ται, ό­σο α­φο­ρά την πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση και το χρο­νι­κό έκ­δο­σης των δυο πρώ­των βι­βλίων της, δεν συμ­φω­νεί με τα στοι­χεία που δί­νο­νται στην Αλλη­λο­γρα­φία.
  Στην έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, ε­κτός α­πό τη σει­ρά των ο­νο­μά­των, αρ­χι­κά ξε­νί­ζει και ο τίτ­λος, δά­νειο α­πό φρά­ση σε ε­πι­στο­λή του Ρί­τσου. Τε­λι­κά, ό­μως, α­να­γνώ­στες μιας κά­ποιας η­λι­κίας θα τον θεω­ρή­σουν μάλ­λον εύ­στο­χο. Πα­λαιό­τε­ρα, α­κό­μη μέ­χρι και τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80, η α­νταλ­λα­γή ε­πι­στο­λών με έ­ναν ξε­νι­τε­μέ­νο θα μπο­ρού­σε να λο­γα­ρια­στεί ως “κα­τά­ρα”, α­φού συμ­βό­λι­ζε τον χω­ρι­σμό, αλ­λά και “ευ­λο­γία”, κα­θώς συ­νι­στού­σε, του­λά­χι­στον για τα φτω­χά βα­λά­ντια, τον μο­να­δι­κό τρό­πο ε­πι­κοι­νω­νίας. Δι­πλή ευ­λο­γία, στις πε­ρι­πτώ­σεις, που δεν πα­ρε­νέ­βαι­νε η λο­γο­κρι­σία. Από τα 83 ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια, τα 61, ό­που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ό­λες οι ε­πι­στο­λές της Αξιώ­τη, εί­ναι της πε­ριό­δου 1960-1962, που υ­πήρ­χε α­κό­μη έ­λεγ­χος στην αλ­λη­λο­γρα­φία με πρό­σω­πα στην υ­πε­ρο­ρία. Οπό­τε θα α­να­με­νό­ταν οι αλ­λη­λο­γρά­φοι να βρί­σκο­νται σε ε­γρή­γορ­ση. Το “συ­γκρα­τη­μέ­νο” ύ­φος της Αξιώ­τη θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί έν­δει­ξη. Πά­ντως, στην Ει­σα­γω­γή, δεν υ­πάρ­χει μνεία πα­ρό­μοιου πε­ριο­ρι­στι­κού ε­λέγ­χου. Μία τε­λευ­ταία α­πο­ρία μας α­φο­ρά τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό, “σπα­ράγ­μα­τα αλ­λη­λο­γρα­φίας”, α­φού ει­κά­ζε­ται πως πρό­κει­ται για το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των ε­πι­στο­λών, που α­νταλ­λά­χτη­καν. Οι α­πω­λε­σθεί­σες της Αξιώ­τη θα πρέ­πει να εί­ναι ο­λι­γά­ριθ­μες και το πι­θα­νό­τε­ρο, διεκ­πε­ραιω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Από την άλ­λη, βε­βαίως, μία ε­πι­στο­λή, ό­ταν α­ντι­στοι­χεί σε “λό­γο α­που­σίας”, ε­νέ­χει υ­πό­στα­ση “σπα­ράγ­μα­τος” και με τις δυο ση­μα­σίες της λέ­ξης.
Κα­τά τα άλ­λα, η Ει­σα­γω­γή α­να­φέ­ρε­ται ε­κτε­νώς στο σώ­μα των ε­πι­στο­λών. Ίσως και πε­ρισ­σό­τε­ρο λε­πτο­με­ρεια­κά α­πό ό­σο χρειά­ζε­ται, α­φού ο α­να­γνώ­στης κρα­τά­ει στα χέ­ρια του τις ε­πι­στο­λές και θεω­ρη­τι­κά του­λά­χι­στον, προ­τί­θε­ται να τις δια­βά­σει. Ως προς τι, η πλη­ρο­φό­ρη­ση για τό­πους γρα­φής και πα­ρα­λα­βής ή, α­κό­μη, η πα­ρά­θε­ση πε­ρι­κο­πών και η α­νά­πτυ­ξη της θε­μα­το­λο­γίας τους; Στό­χος των ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων εί­ναι η ε­νη­με­ρω­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία του α­να­γνώ­στη, ε­νώ των ση­μειώ­σεων, η δια­σά­φη­ση τυ­χόν σκο­τει­νών ση­μείων. Στις Αλλη­λο­γρα­φίες, οι ει­σα­γω­γές συ­νή­θως συ­στή­νουν τα πρό­σω­πα και φω­τί­ζουν το πα­ρελ­θόν της σχέ­σης τους. Εδώ, αυ­τό το πα­ρελ­θόν, ε­νώ α­να­φέ­ρε­ται κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, δεν πα­ρέ­χε­ται η πα­ρα­μι­κρή συ­γκε­κρι­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία. Πό­τε γνω­ρί­στη­καν η Αξιώ­τη και ο Ρί­τσος; Σε ποια συ­ντρο­φιά ή πε­ρί­στα­ση; Μέ­σα στο κομ­μα­τι­κό πλαί­σιο; Μέ­λη και οι δυο. Από το 1934, ο Ρί­τσος. Από το 1936, η Αξιώ­τη. Ή, μή­πως, ως συ­νερ­γά­τες σε κά­ποιο πε­ριο­δι­κό; Με τό­σα στοι­χεία, που έ­χουν συ­γκε­ντρω­θεί για τον κα­θέ­να χω­ρι­στά, α­πο­κλείε­ται μέ­σω δια­σταύ­ρω­σης να μην προ­κύ­πτουν κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρίες. 
Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι οι Αλλη­λο­γρα­φίες α­πο­λαμ­βά­νουν μι­κρής α­να­γνω­σι­μό­τη­τας, η συ­γκε­κρι­μέ­νη Ει­σα­γω­γή, που βαί­νει πα­ρα­λή­λως με τις ε­πι­στο­λές, συ­νο­ψί­ζο­ντας αλ­λά και ε­πι­ση­μαί­νο­ντας τα ση­μεία εν­δια­φέ­ρο­ντος, προ­σφέ­ρει ε­ρε­θί­σμα­τα α­νά­γνω­σης. Ανα­γκαία, κα­θώς πρό­κει­ται για μία Αλλη­λο­γρα­φία, θε­μα­τι­κά ε­στια­σμέ­νη στα εκ­δο­τι­κά και άλ­λα προ­βλή­μα­τα, ό­πως η α­πο­στο­λή βι­βλίων, ε­νός εκ­πα­τρι­σμέ­νου συγ­γρα­φέα. Ένας με­γά­λος α­ριθ­μός Αλλη­λο­γρα­φιών α­νή­κει σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, ό­που, ο συ­νή­θως νεό­τε­ρος και λι­γό­τε­ρο γνω­στός ο­μό­τε­χνος, ε­πω­μί­ζε­ται με­τά χα­ράς το έρ­γο. Εδώ, οι ό­ροι εί­ναι α­ντε­στραμ­μέ­νοι. Ο Ρί­τσος α­ντα­πο­κρί­νε­ται με τό­σο εν­θου­σια­σμό, που φτά­νει η τα­χύ­τη­τα διεκ­πε­ραίω­σης του αι­τή­μα­τος σχε­δόν να στε­νο­χω­ρεί την Αξιώ­τη, κα­θώς δεν προ­λα­βαί­νει να α­ντα­πο­κρι­θεί.
Το ζη­τού­με­νο εκ μέ­ρους της, ό­πως φα­νε­ρώ­νε­ται ή­δη α­πό την πρώ­τη ε­πι­στο­λή, στις 6 Απρ. 1960, εί­ναι να τυ­πω­θεί το ποίη­μα, που του στέλ­νει, σε μια “πλα­κέ­τα” με τ’ ό­νο­μά της. Πρό­κει­ται για το «Κο­ντρα­μπά­ντο», που φέ­ρει ως προσ­διο­ρι­σμό γρα­φής, “Βε­ρο­λί­νο 1959”. Δυό­μι­σι φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρο α­πό το προ­η­γού­με­νο, «Σύ­μπτω­ση», “Αθή­να 1939”. Ο Ρί­τσος το ε­μπι­στεύε­ται στον Γιάν­νη Γου­δέ­λη, ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντας δη­μο­σίευ­ση στο πε­ριο­δι­κό του «Και­νού­ρια Επο­χή» και “πλα­κέ­τα” στις εκ­δό­σεις του, «Δί­φρος». Τε­λι­κά, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος της Άνοι­ξης 1960, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Ιούν. 1960. Σε 100 α­ντί­τυ­πα η “πλα­κέ­τα”, α­κρι­βώς έ­να δε­κα­ε­ξα­σέ­λι­δο, με τις α­πα­ραί­τη­τες λευ­κές σε­λί­δες, ή­ταν έ­τοι­μη στις 20 Ιουλ. 1960. Η χρο­νο­λο­γία 1959 στο ε­ξώ­φυλ­λο ή­ταν τέ­χνα­σμα του Ρί­τσου, ώ­στε η Αξιώ­τη να μπο­ρεί να βγά­λει και δεύ­τε­ρο βι­βλίο το 1960. Μέ­σα α­πό τις ε­πι­στο­λές, συ­μπλη­ρώ­νε­ται ο κα­τά­λο­γος με τους πα­ρα­λή­πτες, που η Αξιώ­τη υ­πο­δεί­κνυε και στους ο­ποίους, ο Ρί­τσος πρό­σθε­τε κά­ποιους, που πί­στευε πως θα δεί­ξουν εν­δια­φέ­ρον, ό­πως, λ.χ., τον Αλέξ. Αργυ­ρίου.
Στις ε­πι­στο­λές, που α­κο­λου­θούν, με την πίε­ση του Ρί­τσου για με­γα­λύ­τε­ρη ε­ξω­στρέ­φεια εκ μέ­ρους της, το­νώ­νε­ται η φι­λι­κή α­τμό­σφαι­ρα και α­πλώ­νο­νται οι πε­ρί τέ­χνης και λο­γο­τε­χνίας σχο­λια­σμοί. Στις 23 Ιαν. 1961, η Αξιώ­τη “γρά­φει τα «Θα­λασ­σι­νά» της κι ας σιω­πούν οι κρι­τι­κοί για το «Κο­ντρα­μπά­ντο»”. Εκτός του Άλκη Θρύ­λου, που δη­μο­σιεύε­ται στο ί­διο πε­ριο­δι­κό και η ο­ποία θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­πο­καρ­διω­τι­κά αρ­νη­τι­κή. Στις 18 Μαΐ. 1961, ο Ρί­τσος έ­χει λά­βει τα «Θα­λασ­σι­νά», που ζη­τούν τον χρό­νο του για την προώ­θη­σή τους προς έκ­δο­ση. Μό­νο που αυ­τός νιώ­θει ε­ξαν­τλη­μέ­νος: “σκέ­ψου: 6 βι­βλία μέ­σα σε 5 μή­νες – χώ­ρια οι α­φιε­ρώ­σεις, τα τα­χυ­δρο­μεία, οι α­πο­στο­λές”, της γρά­φει. Έτσι, η ει­κό­να του πο­λυ­γρά­φου Ρί­τσου συ­μπλη­ρώ­νε­ται, με ε­κεί­νη ε­νός συγ­γρα­φέα, που φρο­ντί­ζει αυ­το­προ­σώ­πως τα γρα­πτά του, μέ­χρι και τον α­πό­πλου τους, υ­πό τη μορ­φή κα­λαί­σθη­των εκ­δό­σεων.
Στις 2 Σεπ. 1961, της υ­πό­σχε­ται: “Μέ­σα σε τού­το το χρό­νο, τα «Θα­λασ­σι­νά» σου θα βγου­ν”. Τε­λι­κά, πεί­στη­κε ο Γου­δέ­λης και τα τέσ­σε­ρα με­γά­λα ποιή­μα­τα αυ­τής της τε­λευ­ταίας συλ­λο­γής της Αξιώ­τη δη­μο­σιεύ­θη­καν ό­λα μα­ζί στο ί­διο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού (κα­λο­καί­ρι 1961). Στις 4 Δεκ. 1961, κυ­κλο­φο­ρεί το «Κο­ντρα­μπά­ντο» στα γερ­μα­νι­κά. Στις 18 Ιαν. 1962, και α­φού έ­κα­νε και τις τρεις διορ­θώ­σεις ο Ρί­τσος, ε­νώ α­γκο­μα­χά­ει για τις δι­κές του εκ­δό­σεις, τα «Θα­λασ­σι­νά», σε “πλα­κέ­τα”, τα­ξι­δεύουν για το Ανα­το­λι­κό Βε­ρο­λί­νο. Στις 13 Φε­βρ., η Αξιώ­τη τα έ­χει λά­βει: “Όλα κα­λά και πε­ρί­κα­λα – κοτ­ζάμ βι­βλίο κα­τα­στή­θη­κε κι ό­μορ­φο...”  Το πα­ρά­πο­νο, ό­μως, μέ­νει: “τού­τη τη φο­ρά, μή­τε έ­νας δε μού­γρα­ψε πρά­μα...” Ο Ρί­τσος την πα­ρη­γο­ρεί: “Ο Πα­πατ­ζώ­νης μου ζή­τη­σε την α­ντρέσ­σα σου ... εί­ναι κα­λός ποιη­τής και δια­θέ­τει μια α­λη­θι­νή στό­χα­ση...” Η Αξιώ­τη ζη­τά εκ­δό­τη και για τις με­τα­φρά­σεις της, του Τσέ­χωφ.
Τό­τε, 30 Ιαν. 1962, ο Ρί­τσος μνη­μο­νεύει για πρώ­τη φο­ρά τις Εκδό­σεις Κέ­δρος. Ού­τε ο ί­διος α­να­φέ­ρει στην ε­πι­στο­λή του, ού­τε στις ση­μειώ­σεις μνη­μο­νεύε­ται, το ό­νο­μα του εκ­δό­τη ή του προ­σώ­που, με το ο­ποίο γί­νο­νται οι ε­πα­φές. Μό­νο αό­ρι­στα: “έ­κα­να κρού­ση και φά­νη­καν πρό­θυ­μοι...” Στις 12 Οκτ. 1962, με­τά τα ποιή­μα­τα και τις με­τα­φρά­σεις, ο Ρί­τσος πα­ρα­λαμ­βά­νει το πρώ­το πε­ζό της Αξιώ­τη. Εί­ναι το «Δύ­σκο­λες νύ­χτες», που εί­χε μεί­νει στην πρώ­τη έκ­δο­ση του 1938. Υπό­σχε­ται ο εκ­δό­της ό­τι “θα βγουν ο­πωσ­δή­πο­τε μέ­σα στο 63 – με το ό­νο­μά σου – ό­πως εί­ναι αυ­το­νό­η­το”. Ήδη, στις 5 Ιουλ. 1963, έ­χει βρε­θεί ο διορ­θω­τής, που εί­ναι και θαυ­μα­στής της. Πρό­κει­ται για τον Νι­κη­φό­ρο Πα­παν­δρέ­ου, που ο Ρί­τσος συ­στή­νει ως “προ­σε­χτι­κό, καλ­λιερ­γη­μέ­νο, φι­λό­λο­γο και φι­λό­τε­χνο”. Αυ­τό το βι­βλίο θα α­πο­τε­λέ­σει τον πρώ­το τό­μο των με­τέ­πει­τα Απά­ντων της. “Για τα «υ­πό έκ­δο­σιν» βι­βλία σου, - ποιός σού­πε, κυ­ρά, ό­τι δεν α­ρέ­σα­νε; Εί­ναι εν­θου­σια­σμέ­νοι... Αλλά, το βι­βλίο περ­νά­ει με­γά­λη κρί­ση...” Πό­τε α­κρι­βώς κυ­κλο­φο­ρεί αυ­τή η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση του βι­βλίου, πό­τε την πιά­νει στα χέ­ρια της, δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται. Στις 15 Ιουλ. 1964, πά­ντως, ο Ρί­τσος το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “έ­ξο­χο. Αγέ­ρα­στο βι­βλίο...”
   Η συ­νέ­χεια με την νεόδ­μη­τη «Κάδ­μω». Συ­νο­ψί­ζο­ντας, προ­σώ­ρας, μέ­νει η ε­ντύ­πω­ση, πως οι δυο εκ­δό­σεις του 2015 δεν α­ξιο­ποιή­θη­καν ως πη­γές πρό­σθε­των πλη­ρο­φο­ριών για τα, έ­τσι κι αλ­λιώς, ελ­λι­πή βιο­γρα­φι­κά της Αξιώ­τη. Ευ­χής έρ­γο θα ή­ταν  να συ­ντα­χθεί κά­πο­τε α­πό κά­ποιον φι­λέ­ρευ­νο “χαρ­το­πό­ντι­κα” και Βι­βλιο­γρα­φία της Αξιώ­τη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/4/2016.

Φίνα και ποιητικά

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου
«Τα ό­νει­ρα μού δέ­λουν»
Εκδ. Πα­τά­κη
Δεκ. 2015


Πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων κυ­κλο­φό­ρη­σε το και­νού­ριο βι­βλίο του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Πρό­κει­ται για το 14ο βι­βλίο, το 13ο πε­ζο­γρα­φι­κό, την 7η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Εκδό­θη­κε 30 χρό­νια με­τά το πρώ­το, που εί­ναι και το μο­να­δι­κό ποιη­τι­κό. Συ­να­θροί­ζο­ντας τα 22 νέα διη­γή­μα­τα, συ­μπλη­ρώ­νο­νται συ­νο­λι­κά 145. Με έ­ναν εκ­δο­τι­κό ρυθ­μό, που συ­νε­χώς ε­ντεί­νε­ται, έ­χο­ντας φθά­σει το έ­να βι­βλίο κά­θε χρό­νο, το πο­λύ κά­θε δύο χρό­νια, και μά­λι­στα, την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, με στα­θε­ρό μή­να κυ­κλο­φο­ρίας, Νοέμ­βριο ή Δε­κέμ­βριο, το πρώ­το που μας έρ­χε­ται στο νου εί­ναι η τα­κτι­κό­τη­τα της τε­λευ­ταίας κο­ρυ­φαίας στο χώ­ρο των μπε­στ-σέ­λε­ρ, Λέ­νας Μα­ντά, που εκ­δί­δει βι­βλίο κά­θε Μάιο. Ο τύ­πος των μυ­θι­στο­ρη­μά­των της Μα­ντά ε­πι­τρέ­πει, με ερ­γα­τι­κό­τη­τα και πει­θαρ­χία, πα­ρό­μοιους εκ­δο­τι­κούς ρυθ­μούς. Ισχύει, ό­μως, το ί­διο για το διή­γη­μα; Από την άλ­λη, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Πα­πα­δια­μά­ντης, στα 30 χρό­νια εκ­δο­τι­κής πα­ρου­σίας, έ­φθα­σε, μπο­ρεί και να ξε­πέ­ρα­σε, τα 170. Άρα, το μία α­πό τα ί­δια, που θα ερ­χό­ταν στο νου ε­νός τε­λειο­μα­νούς, που μπο­ρεί να πα­λεύει έ­να πε­ζό για χρό­νια, θέ­λει προ­σο­χή.
Ύστε­ρα, θα πρέ­πει να λά­βου­με υ­πό­ψη, πως ο Δη­μη­τρίου α­πο­τε­λεί ι­διό­τυ­πη πε­ρί­πτω­ση της γε­νιάς του ’80, ξε­χω­ρι­στή, α­κό­μη κι αν ε­πε­κτεί­νου­με τη γε­νιά, στην α­κε­ραία, της τε­λευ­ταίας τρια­κο­ντα­ε­τίας. Για να εί­μα­στε, ω­στό­σο, προ­σε­κτι­κοί, κα­θώς τα φαι­νό­με­να συ­χνά α­πα­τούν, έ­να εί­ναι σί­γου­ρο: έ­χει δη­μιουρ­γή­σει, ε­κών ά­κων, έ­να ι­διό­μορ­φο προ­φίλ. Τριά­ντα τό­σα χρό­νια στην Αθή­να, αυ­τός πα­ρα­μέ­νει ή έ­στω εκ­φρά­ζε­ται, αλ­λά και δεί­χνει να νιώ­θει, σαν ερ­χό­με­νος α­πό την ε­παρ­χία. Με­σή­λι­κας πλέ­ον, και δια­τη­ρεί το πο­νη­ρό μα­τά­κι και το πλα­τύ χα­μό­γε­λο της νεό­τη­τας. Κα­τοι­κεί μεν σε δια­μέ­ρι­σμα κα­λής συ­νοι­κίας της Αθή­νας, δια­τεί­νε­ται, ό­μως, α­κό­μη και σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του, ό­τι δεν έ­χει βι­βλιο­θή­κη, που, έ­στω και ως βι­τρί­να, α­πο­τε­λεί α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα της α­θη­ναϊκής ε­πί­πλω­σης.
Αλλά ο Δη­μη­τρίου, σε πα­λαιό­τε­ρες ε­ξο­μο­λο­γή­σεις, γι­νό­ταν α­κό­μη πιο α­κραίος, ι­σχυ­ρι­ζό­με­νος πως δια­θέ­τει μό­νο τα στοι­χειώ­δη έ­πι­πλα, του­τέ­στιν κρε­βά­τι, κα­ρέ­κλα, τρα­πέ­ζι. Κι ό­μως, α­πό την εμ­φά­νι­σή του, ό­σο α­φο­ρά έν­δυ­ση και κόμ­μω­ση, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν συ­ντη­ρη­τι­κός. Ού­τε ί­χνος στο πα­ρου­σια­στι­κό, αλ­λά και στον τρό­πο δια­βίω­σης, α­πό ό,τι α­πο­κα­λού­με τύ­πος sui generis. Πώς, λοι­πόν, θα μπο­ρού­σε πο­τέ κα­νείς, α­κό­μη και να δια­νο­η­θεί, να του α­πο­δώ­σει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του “κα­τα­ρα­μέ­νου”. Κι ό­μως, με τη με­τα­στρο­φή της εγ­χώ­ριας πε­ζο­γρα­φίας προς τολ­μη­ρά, κυ­ρίως, α­πο­κλί­νο­ντα ε­ρω­τι­κά θέ­μα­τα, τα διη­γή­μα­τα της και­νού­ριας συλ­λο­γής του διεκ­δι­κούν πρώ­τη θέ­ση. Αν, μά­λι­στα, τα συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με με ο­ρι­σμέ­να, σκόρ­πια σε προ­η­γού­με­νες συλ­λο­γές, ο ί­διος, α­ντί­στοι­χα, θα ή­ταν ο πρώ­τος, σε το­πι­κή κλί­μα­κα, των “κα­τα­ρα­μέ­νω­ν” στην ε­πο­χή της με­τα­νεω­τε­ρι­κό­τη­τας.
Όλα τα πα­ρά­δο­ξα, ω­στό­σο, φω­τί­ζο­νται με προ­σε­κτι­κό­τε­ρη ε­ξέ­τα­ση. Κα­τ’ αρ­χήν, να ε­πι­ση­μά­νου­με έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συγ­γρα­φι­κής του τα­κτι­κής, ό­σο α­φο­ρά τις θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό τις προ­σω­πι­κές του ρο­πές, τον α­πα­σχο­λεί το τρέ­χον, κά­θε φο­ρά, “πο­λι­τι­κώς ορ­θό”. “Όλη η α­γω­γή μας στη­ρί­ζε­ται στο τι θα πει ο άλ­λος”, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζει. Άπο­ψη, που ε­ξέ­φρα­ζε, του­λά­χι­στον μέ­χρι πρό­τι­νος, τον κορ­μό του ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος, τη με­σαία τά­ξη, κυ­ρίως το τμή­μα της, με κα­τα­γω­γή α­πό την ε­παρ­χία. Γι’ αυ­τό και ο Δη­μη­τρίου έ­χει τε­ντω­μέ­νες τις κε­ραίες του στις “στρο­φές”  της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Τον εν­δια­φέ­ρουν τα α­νοίγ­μα­τα, που αυ­τές δη­μιουρ­γούν, σε α­να­θεω­ρή­σεις του γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτού. Αυ­τό του­λά­χι­στον συ­νά­γε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι τα εκ­με­ταλ­λεύε­ται μυ­θο­πλα­στι­κά, έ­στω και με χρο­νι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση.
Για πα­ρά­δειγ­μα, την πρώ­τη “στρο­φή”, ε­κεί­νη της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πα­νε­κτί­μη­σης των “κα­λώ­ν” και των “κα­κώ­ν” της δε­κα­ε­τίας του ’40, δεν την α­κο­λού­θη­σε στο πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ν’ α­κούω κα­λά τ’ ό­νο­μά σου», που ε­ξέ­δω­σε το 1993, αλ­λά στο τρί­το, «Σαν το λί­γο το νε­ρό», δε­κα­πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Κι ό­μως, στο πρώ­το, ό­σα συ­νέ­βη­σαν τό­τε στο χω­ριό του, την Πό­βλα, ση­με­ρι­νό Αμπε­λώ­να, στις πλα­γιές της Μουρ­γκά­νας, α­πο­τε­λούν το κυ­ρίως θέ­μα. Αντι­θέ­τως, στο τρί­το, περ­νά ως ε­πι­μέ­ρους α­φή­γη­ση η μαρ­τυ­ρία των γυ­ναι­κών, και αυ­τή συ­ντο­μευ­μέ­νη. “Και πά­λι λί­γα λέ­γο­νται”, κα­τά την ά­πο­ψη του συγ­γρα­φέα. “Λό­γω λο­γο­τε­χνι­κής οι­κο­νο­μίας”, ό­πως το θέ­τει στις συ­νε­ντεύ­ξεις του. Δεν α­πο­κλείε­ται, ω­στό­σο, να συμ­βάλ­λει η στε­νή σχέ­ση, που δια­τη­ρεί με τον τό­πο του. Μία μαρ­τυ­ρία α­πό καρ­διάς, χω­ρίς μα­ση­μέ­να λό­για, “των γυ­ναι­κών που τό­τε εί­χαν συ­ντα­χθεί με την α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κή Δε­ξιά”, θα εί­χε α­ντί­χτυ­πο α­πό τον Αμπε­λώ­να μέ­χρι την Ηγου­με­νί­τσα, ό­πως το μυ­θι­στό­ρη­μα του Βαλ­τι­νού, «Ορθο­κω­στά». Πι­θα­νώς, και με την ί­δια έν­στα­ση ή και πα­ρά­πο­νο, την μο­νο­μέ­ρεια στην πα­ρά­θε­ση των μαρ­τυ­ριών. “Δά­σκα­λο και μα­θη­τή” χα­ρα­κτή­ρι­σαν τη δυά­δα Βαλ­τι­νός-Δη­μη­τρίου, και οι δυο τολ­μούν λο­γο­τε­χνι­κά α­νοίγ­μα­τα, μό­νο που οι εμ­μο­νές τους δεν ταυ­τί­ζο­νται στην ε­στία­ση, μάλ­λον παί­ζουν στο δί­πο­λο ι­στο­ρι­κό-ε­ρω­τι­κό.
Στη δεύ­τε­ρη “στρο­φή” της πε­ζο­γρα­φίας, την ε­να­σχό­λη­σή της με την κρί­ση, κα­θώς δεν ε­μπλέ­κει κοι­νω­νι­κά και η­θι­κά τα­μπού, ο Δη­μη­τρίου α­ντα­πο­κρί­θη­κε με μι­κρό­τε­ρη κα­θυ­στέ­ρη­ση. Και πά­λι, α­πό μία ά­πο­ψη, άρ­γη­σε. Θα α­να­με­νό­ταν να εί­ναι α­πό τους πρώ­τους, που θα έ­γρα­φαν ι­στο­ρίες για τους νέ­ους “α­θλίους των Αθη­νώ­ν”, κα­θώς η κρί­ση δι­καίω­σε την δρι­μεία α­πο­δο­κι­μα­σία, που α­νέ­κα­θεν ε­ξέ­φρα­ζε για τον κα­τα­να­λω­τι­κό τρό­πο δια­βίω­σης. Στο πέ­μπτο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Κο­ντά στην κοι­λιά», που ε­ξέ­δω­σε το 2014, α­πο­πει­ρά­ται μία κοι­νω­νι­κή σά­τι­ρα της κρί­σης. Και ε­δώ, ό­μως, κρα­τά συ­ντη­ρη­τι­κή στά­ση. Τους “Συ­νέλ­λη­νές” του δεν τους θω­πεύει, αλ­λά και δεν τους πα­τά­ει τον κά­λο. Από τα τό­σα α­πω­θη­τι­κά χού­γιά τους, μέ­σω της δια­κω­μώ­δη­σης, μό­νο για πα­θη­τι­κό­τη­τα τους μέμ­φε­ται. Ίσως, και να μην δια­θέ­τει την α­παι­τού­με­νη σα­τι­ρι­κή γρα­φί­δα, ού­τε, κυ­ρίως, το πι­κρό­χο­λο τα­μπε­ρα­μέ­ντο μυ­κτη­ρι­στή.
Εί­ναι η τρί­τη “στρο­φή” προς τα ε­ρω­τι­κά, αυ­τή που τον βρή­κε “σαν έ­τοι­μο α­πό και­ρό”. Όπως φαί­νε­ται, λει­τούρ­γη­σε σχε­δόν λυ­τρω­τι­κά, κα­θώς ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές υ­πάρ­χουν και σε διη­γή­μα­τα πα­λαιό­τε­ρων συλ­λο­γών του. Προ ε­ξα­ε­τίας, με α­φορ­μή την πέ­μπτη συλ­λο­γή, «Τα ζύ­για του προ­σώ­που», ό­που τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα ε­στία­ζαν σε ό,τι κο­σμίως α­πο­κα­λεί­ται “α­πο­κλί­νων ε­ρω­τι­σμός”, ο Δη­μη­τρίου α­πε­κά­λυ­πτε  πως ή­θε­λε να γρά­ψει “πορ­νο­γρα­φι­κή λο­γο­τε­χνία, ό­σο πιο ω­μή, τό­σο πιο ποιη­τι­κή”, φέρ­νο­ντας πα­ρά­δειγ­μα τον Απο­λι­ναίρ και τη νου­βέ­λα του, «Οι έ­ντε­κα χι­λιά­δες βέρ­γες». Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­το, “ή­θε­λε να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί και να κά­νει κα­θα­ρή πορ­νο­γρα­φία”. Μία α­κό­μη φρά­ση, στην ο­ποία, και πά­λι, λαν­θά­νει το πε­ριρ­ρέ­ον κοι­νω­νι­κώς ε­πι­τρε­πτό.
Τε­λι­κά, την α­πό­στα­ση των πα­λαιό­τε­ρων διη­γη­μά­των, α­κό­μη και των θε­μα­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο τολ­μη­ρών της πέ­μπτης συλ­λο­γής, α­πό ό,τι θα μπο­ρού­σε να α­πο­κλη­θεί “πορ­νο­γρα­φι­κή λο­γο­τε­χνία” την κα­θο­ρί­ζει ο α­φη­γη­τής και α­κρι­βέ­στε­ρα, ο τρό­πος που αυ­τός πε­ρι­γρά­φει τη συ­μπε­ρι­φο­ρά των η­ρώων. Σε ε­κεί­να τα πα­λαιό­τε­ρα, με­τέ­χει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, ε­ξο­μοιώ­νε­ται με το λε­κτι­κό τους, για να εκ­φρά­σει συ­μπό­νια, που αυ­τή συ­χνά γέρ­νει προς τρυ­φε­ρό­τη­τα συμ­μέ­το­χου. Στις δυο πιο πρό­σφα­τες συλ­λο­γές, «Το κου­μπί και το φό­ρε­μα» του 2012 και την τε­λευ­ταία, ο α­φη­γη­τής δεί­χνει να με­ταλ­λάσ­σε­ται. Αυ­τό δεν ι­σχύει μό­νο για τα ε­ρω­τι­κά διη­γή­μα­τα των συλ­λο­γών, αλ­λά για ο­λό­κλη­ρες τις συλ­λο­γές. Δεν εί­ναι ο πει­θαρ­χι­κός στην οι­κο­νο­μία του λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους, που ο­ρί­ζε­ται ως διή­γη­μα, αλ­λά ο α­φη­γη­τής, ως συγ­γρα­φι­κό alter ego, που α­πλώ­νε­ται σε πα­ρεκ­βά­σεις και ε­πε­ξη­γή­σεις. Στην πρό­σφα­τη, ω­στό­σο, ε­πα­νέρ­χε­ται σε μία πιο πει­θαρ­χη­μέ­νη μορ­φή, κά­τι σαν συμ­βι­βα­σμό με­τα­ξύ βρα­χύ­λο­γου και λα­λί­στα­του ή και με­τα­ξύ, συ­μπο­νε­τι­κού και κυ­νι­κού. Η δια­φο­ρά δια­κρί­νε­ται και στον α­συ­νή­θι­στα με­γά­λο α­ριθ­μό διη­γη­μά­των της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής (32 διη­γή­μα­τα, ό­ταν ο μέ­σος ό­ρος για τις συλ­λο­γές του εί­ναι τα 20) και την έ­κτα­σή τους, έ­χο­ντας, πά­ντο­τε, κα­τά νου, τα μέ­τρα και σταθ­μά των βι­βλίων του.
Ει­δι­κό­τε­ρα, στα ε­ρω­τι­κά, α­ντί της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ευαι­σθη­σίας, ε­πι­κρα­τεί ά­γριος σε­ξουα­λι­σμός, με ω­μές πε­ρι­γρα­φές των ε­ρω­τι­κών ορ­μών. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το διή­γη­μα της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, «Το μέ­νος των σω­μά­των», σύ­ντο­μο ως ε­ξι­στό­ρη­ση της κυο­φο­ρίας μιας ο­μο­φυ­λό­φι­λης σχέ­σης, δια­κρί­νε­ται στο πλαί­σιο της “γκέι λο­γο­τε­χνίας”, με την κα­τα­λη­κτι­κή σκη­νή. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, έ­να διή­γη­μα αν­δρι­κής ο­μο­φυ­λο­φι­λίας και στην δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του 1989, «Το α­γκά­λια­σμα». Μό­νο που ε­κεί­νο εί­ναι ελ­λει­πτι­κό, με υ­πε­ρι­σχύου­σα την τρυ­φε­ρό­τη­τα, ε­νώ το πρό­σφα­το, ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο πά­θος.
Το ί­διο πα­ρα­τη­ρού­με και με άλ­λους α­πο­κλί­νο­ντες έ­ρω­τες, που ε­πα­νέρ­χο­νται σε δυο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρες εκ­δο­χές. Όπως το σε­ξουα­λι­κό α­γκά­λια­σμα μη­τέ­ρας και γιου σε δυο διη­γή­μα­τα: στη συλ­λο­γή του 2009, το «Στο χέ­ρι του Θε­ού», και στην πρό­σφα­τη, το «Σύγ­χυ­ση ταυ­τό­τη­τας». Στο πα­λαιό­τε­ρο, ο γιος εί­ναι “κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος”, κα­τά­στα­ση που δί­νει στη μη­τέ­ρα το άλ­λο­θι της συ­μπό­νιας, χω­ρίς, ω­στό­σο, η α­φή­γη­ση να α­πο­κρύ­βει πως πρό­κει­ται για συ­γκά­λυ­ψη των δι­κών της ορ­μών. Στο πρό­σφα­το, πα­ρά την ο­μο­φυ­λο­φι­λία του γιου, τον ε­πι­θε­τι­κό ρό­λο τον έ­χει και πά­λι η μη­τέ­ρα, ό­πως δεί­χνουν οι σχε­δόν πορ­νι­κές πε­ρι­γρα­φές. Αι­μο­μι­κτι­κά ή μη, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο α­πο­κλί­νο­ντα του φυ­σιο­λο­γι­κού, στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, ο α­φη­γη­τής ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο γυ­ναι­κείο ορ­μέμ­φυ­το, ως η­δυ­πα­θές και α­κό­λα­στο. Σε δυο διη­γή­μα­τα, α­πο­δί­δει “φί­να και ποιη­τι­κά”, κα­τά δι­κό του χα­ρα­κτη­ρι­σμό, την ε­ρω­το­μα­νία των η­ρωί­δων του, τις ο­ποίες πλά­θει ως αι­σχρές Λο­λί­τες. Στο «Άτα­κτα φι­λιά», πρό­κει­ται για πα­τέ­ρα με θυ­γα­τέ­ρα, στο «Η νύ­χτα του θριάμ­βου», για τσο­λιά του Άγνω­στου Στρα­τιώ­τη, με προ­κλη­τι­κά ντυ­μέ­νο κο­ρι­τσό­που­λο, κα­τά την ώ­ρα της σκο­πιάς. Σε αμ­φό­τε­ρες, η σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση φτά­νει στα ό­ρια του βια­σμού, προ­φα­νώς του αρ­σε­νι­κού.
Προ­σφι­λής μύ­θος του Δη­μη­τρίου, στον ο­ποίο έ­χει δώ­σει ποι­κί­λες εκ­δο­χές, του­λά­χι­στον τρεις στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, εί­ναι το θη­λυ­κό, που α­σκεί “θνη­σι­γε­νή έλ­ξη” ή φτά­νει και μέ­χρι την αν­δρο­φο­νία. Στο ο­μό­τιτ­λο της συλ­λο­γής, πλέ­ον ευ­φά­ντα­στα, πρό­κει­ται για υ­περ­βα­τι­κό χά­ρι­σμα, που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως διά­στρο­φη πε­ρί­πτω­ση ό­σων βλέ­πουν προ­φη­τι­κά ό­νει­ρα. Κα­τά τα άλ­λα, υ­πάρ­χουν και διη­γή­μα­τα, με δά­νειο τον α­φη­γη­τή α­πό το μπε­στ-σέ­λερ του, που έ­γι­νε και ται­νία, «Τα ο­πω­ρο­φό­ρα της Αθή­νας», ως έμ­μο­νο το­πο­πα­ρα­τη­ρη­τή της α­θη­ναϊκής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εί­ναι προ­φα­νές, πως ο Δη­μη­τρίου εί­χε το υ­λι­κό για μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των με μο­να­δι­κό ά­ξο­να τον ε­ρω­τι­κό, σε ε­νιαίο φά­σμα, α­πό τον κα­θη­με­ρι­νό μέ­χρι τον πλέ­ον ε­ξε­ζη­τη­μέ­νο σε­ξουα­λι­σμό, ό­πως αυ­τός θέ­λει προ­κύ­ψει, και ό­χι ε­τε­ρο­κα­θο­ρι­ζό­με­νος α­πό την ευ­πρέ­πεια και την η­θι­κή. Το γε­γο­νός ό­τι κα­τήρ­τι­σε μία συλ­λο­γή, α­να­μι­γνύο­ντας τα ε­ρω­τι­κά με διη­γή­μα­τα κοι­νω­νι­κού σχο­λια­σμού, φαί­νε­ται να εί­ναι και θέ­μα στρα­τη­γι­κής του συγ­γρα­φέα.     
Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με α­κό­μη, πως ό­χι μό­νο ο ί­διος, αλ­λά και τα βι­βλία του, πα­ρου­σιά­ζουν ο­ρι­σμέ­να ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­θώς δεν α­κο­λου­θούν τις τρέ­χου­σες συγ­γρα­φι­κές συ­νή­θειες. Δεν έ­χουν α­φιε­ρώ­σεις και μό­το, δεν δια­κρί­νε­ται ί­χνος δια­κει­με­νι­κό­τη­τας, τα ε­ξώ­φυλ­λα βα­σί­ζο­νται σε πί­να­κες α­πο­κλει­στι­κά Ελλή­νων ζω­γρά­φων, το βιο­γρα­φι­κό στο αυ­τά­κι εί­ναι των ο­κτώ λέ­ξεων - ό­νο­μα, έ­τος γέν­νη­σης και τό­πος. Αυ­τός ο τε­λευ­ταίος δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται, α­να­φέ­ρε­ται μό­νο ο νο­μός, στον ο­ποίο α­νή­κει. Πά­λι κα­λά, για­τί, στο πρώ­το του βι­βλίο, δή­λω­νε μό­νο το ό­ρος, στο ο­ποίο κεί­ται η γε­νέ­τει­ρά του. Επί­σης, το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, συ­νο­πτι­κό και α­κρι­βό­λο­γο, δεν θη­ρεύει ε­ντυ­πω­σια­σμό. Ποιη­τι­κοί οι τίτ­λοι των συλ­λο­γών, με προ­φο­ρι­κό­τη­τα, χω­ρίς δια­νοου­με­νί­στι­κα στοι­χεία, προ­κύ­πτουν α­πό διή­γη­μα της συλ­λο­γής. Στην κα­θο­μι­λου­μέ­νη, πλην δυο τίτ­λων, της πρώ­της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των και του πρό­σφα­του. Ο πρώ­τος έ­χει μία λέ­ξη στ’ αρ­βα­νί­τι­κα, που μέ­νει χω­ρίς ερ­μη­νευ­τι­κό σχό­λιο. Ο πρό­σφα­τος, μία λέ­ξη που συ­νι­στά ο­μη­ρι­κό κα­τά­λοι­πο στο ι­διό­λε­κτο του χω­ριού του, ό­πως σχο­λιά­ζε­ται στο ο­πι­σθό­φυλ­λο. Ανα­γκαία η ε­πε­ξή­γη­ση, κα­θώς το “δέ­λου­ν” εί­ναι τό­σο κο­ντά στο δη­λούν, αλ­λά και το θέ­λουν, που κιν­δυ­νεύει να ε­κλη­φθεί ως τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/4/20.16.