Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Ιζήματα εφημεριδογραφίας

Αλέξανδρος Αργυρίου
«Εκκρεμότητες.
Προτάσεις για επισφαλή ζητούμενα»
Σειρά: Σκέψη,
Χρόνος και Δημιουργοί
Εκδόσεις Καστανιώτης
Σεπτέμβριος 2008

Από μια άποψη, τα σημαντικότερα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας βρίσκονται σε εκκρεμότητα και το πιθανότερο, έτσι και να παραμείνουν, μια και οι προϋποθέσεις για τη διευθέτησή τους, στο μέλλον φαίνεται πως θα λείπουν ακόμη περισσότερο. Καίριος, λοιπόν, ο τίτλος του καινούργιου βιβλίου του Αλέξ. Αργυρίου, έστω κι αν θα πρέπει να προέκυψε συμπτωματικά από έναν επιμέρους τίτλο. Πάντως, η ευστοχία του επαυξάνεται, καθώς συνοδεύεται από έναν ακριβόλογο και συνάμα, σεμνό, ως προς τις συγγραφικές προθέσεις, υπότιτλο. Γι’ αυτά τα επισφαλή ζητούμενα, τα τόσο αβέβαια, και σε κάποιες εποχές, όχι μόνο τις παρελθοντικές αλλά και του παρόντος, έως και επικίνδυνα, ο Αργυρίου δεν διατείνεται πως παρέχει απαντήσεις αλλά μόνο πως διατυπώνει προτάσεις. Και, κατά την εκτίμησή μας, αυτές οι προτάσεις, παρά την παρέλευση κάποιων δεκαετιών, δεν θα χαρακτηρίζονταν καθόλου παρωχημένες.
Συνολικά, στο βιβλίο συγκεντρώνονται πενήντα κείμενα, επιλεγμένα από ένα μεγαλύτερο αριθμό επιφυλλίδων, που δημοσιεύτηκαν σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, τη διετία 1971-1973, ανήκουν είκοσι κείμενα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Το Βήμα», συν ένα, γραμμένο με αφορμή την κατάληψη της Νομικής, 21 Φεβρουαρίου 1973, που αποσύρθηκε από την εφημερίδα και δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος, Μάρτιο 1973, του ολιγόζωου περιοδικού «Συνέχεια». Στη δεύτερη περίοδο, τα χρόνια 1980-1984, δημοσιεύτηκαν τα επόμενα είκοσι πέντε κείμενα στην ίδια πάντοτε εφημερίδα, ενώ τα τέσσερα τελευταία δημοσιεύτηκαν στην αδελφή εφημερίδα «Τα Νέα», στη διάρκεια του 1985. Το βιβλίο συμπληρώνεται με την απαραίτητη εισαγωγή, ειδικά γραμμένη για την έκδοση, που τιτλοφορείται, “προειδοποίηση του αναγνώστη”. Με το κάπως κρυπτικό χιούμορ, που επιστρατεύει ο Αργυρίου όταν αναφέρεται στους παλαιότερους καιρούς, εξηγεί πώς αυτός, ένας κριτικός των λογοτεχνικών περιοδικών και των εφημερίδων της Αριστεράς, βρέθηκε ξαφνικά επιφυλλιδογράφος μεγάλης εφημερίδας. Κατά την εκτίμησή του, αυτός και οι δυο φίλοι του, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, δεν επιλέχτηκαν από τον τότε διευθυντή της εφημερίδας, Λέοντα Καραπαναγιώτη, για το όποιο καλό όνομα διέθεταν στο χώρο της λογοτεχνίας, αλλά, κυρίως, ως συντάκτες των «Δεκαοκτώ κειμένων». Με την ευκαιρία, θυμίζει τη στάση, που είχαν κρατήσει οι συγγραφείς στα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας, την αρχική εκδοτική τους αποχή, τη “Δήλωση” Σεφέρη, φθάνοντας στον εκδοτικό θρίαμβο των «Δεκαοχτώ κειμένων», και την έκδοση, με τα συγκεντρωμένα χρήματα, του περιοδικού «Συνέχεια», όπου, ως κατά νόμο υπεύθυνοι εκδότες, εμφανίζονταν οι τρεις νεόκοποι συνεργάτες του «Βήματος», οι οποίοι και είχαν, ενδιαμέσως, σταματήσει να δημοσιεύουν στην εφημερίδα. Μόνο ο Μαρωνίτης θα επιστρέψει, μετά την αποφυλάκισή του, για να αναδειχθεί ο μακροβιότερος επιφυλλιδογράφος της εφημερίδος, ίσως και ολόκληρου του ελληνικού Τύπου.
Και ερχόμαστε στις “εκκρεμότητες”, που θίγουν οι επιφυλλίδες του Αργυρίου κατά την πρώτη περίοδο. Όπως σημειώνει και ο ίδιος, κείμενα γραμμένα στο αντιδικτατορικό πνεύμα, εξ ου και ο κάποιος εγκυκλοπαιδικός τους χαρακτήρας, ώστε, με την παράθεση πραγματολογικών στοιχείων, να καταστούν τερπνά αλλά και ωφέλιμα. Εν αρχή, δυο επιφυλλίδες για τον Σολωμό και τη μυθολογία του. Όπως γράφει ο Αργυρίου, αν εξαιρέσουμε ένα μικρό ποσοστό ειδικών, που έχουν ασχοληθεί με τα προβλήματα δομής του ποιητικού του λόγου, ο Σολωμός ήταν άγνωστος και παραμένει. Αυτά, το 1971, στο ενδιάμεσο, οι περισσότεροι μελετητές του απεβίωσαν, καινούργιοι δεν τους αντικατέστησαν, και το ενδιαφέρον φαίνεται να κερδίζει ένας “σκοτεινός”, μυθιστορηματική αδεία, Σολωμός. Η πρόταση του κριτικού στο “επισφαλές ζητούμενο” του αποσπασματικού σολωμικού έργου συνοψίζεται στην έλλειψη βιωματικής εμπειρίας του ποιητή. Με πληροφορίες για την Επανάσταση γράφει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» και στη συνέχεια, δουλεύει με ιδέες και όχι “βιώσεις”, με εξαίρεση τη «Γυναίκα της Ζάκυθος».
Επόμενο “ανοιχτό θέμα” ο Κάλβος, κι ας ανασύρθηκε στην επιφάνεια και ακόμη μέχρι σήμερα ερευνάται. Όσα στοιχεία συγκεντρώνονται, μέχρι τις «Τελευταίες θρησκευτικές μεταφράσεις» του, που εξέδωσε πέρυσι ο Γιώργος Ανδρειωμένος, συμπληρώνουν τα βιογραφικά του, αλλά δεν λύνουν το ποιητικό αίνιγμα Κάλβου. Ο Αργυρίου αναρωτιέται για τις εκπλήξεις που θα επεφύλασσαν τυχόν χειρόγραφά του, τονίζοντας την πεποίθησή του πως “ένας ποιητής, αν είναι, δεν σταματά να έχει πηγές έμπνευσης”, εκτός κι αν “εσωτερικοί λόγοι” τον εμποδίζουν να εκφραστεί. Παραδόξως, κανένα μεταμοντέρνο πνεύμα δεν επινόησε έναν “σκοτεινό” Κάλβο. Σε αντίθεση με την επόμενη ¼“εκκρεμότητα” του βιβλίου, τον Μακρυγιάννη.
Στις ημέρες μας, ο ρουμελιώτης Στρατηγός προβάλλει ως ένα, κατ’ εξοχήν, επισφαλές ζητούμενο. Όταν έγραφε τις επιφυλλίδες του ο Αργυρίου, ο Μακρυγιάννης εθεωρείτο ακόμη ένας από τους καπεταναίους του Αγώνα, που κράτησε καθαρό το ήθος του μέσα στη σύγχυση των μετεπαναστατικών χρόνων, και έγραψε τα «Απομνημονεύματά» του, “ένα μοναδικό μνημείο ήθους και ύφους”. Μετά την πρώτη επιφυλλίδα του Αργυρίου, έστειλε επιστολή ο Σεφέρης, δημοσιευμένη στις 10 Ιουλίου 1971, εκφράζοντας την αγωνία του για την τύχη των χειρογράφων του Μακρυγιάννη. Ακολουθούν δυο επιφυλλίδες με πληροφορίες για την επικείμενη έκδοση του δεύτερου βιβλίου του Μακρυγιάννη, «Οράματα και Θάματα», που τελικά πραγματοποιήθηκε το 1983. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος έδειξε, με το βιβλίο του, «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη», το πώς κατασκευάστηκε ο μύθος του Μακρυγιάννη, με τη συνεργεία του δημοτικιστή Βλαχογιάννη, των δυο στυλοβατών της γενιάς του ’30, Σεφέρη και Θεοτοκά, και ακόμη του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Όσο για τη γλώσσα του Μακρυγιάννη, την ένταση της φράσης του, την κυριολεξία της, που συνιστά ίδιον του δυναμικού της λαϊκής γλώσσας, ή και την αίσθηση του περιττού που διαθέτει, για να απαριθμήσουμε τις αρετές της γλώσσας του ακολουθώντας τη σειρά του Αργυρίου, αυτές πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και εξαλείφθηκαν κατά την μετανεωτερική ανάγνωση, που παραμέρισε γενικότερα τα αισθητικά κριτήρια.
Ακριβώς, στις “εκκρεμότητες” της δεύτερης περιόδου, γίνεται λόγος για τα αισθητικά κριτήρια. Κατά τον Αργυρίου, τα μόνα ικανά να απαντήσουν στο καίριο πρόβλημα: ποιοι λόγοι στοιχειοθετούν την αξία ενός λογοτεχνικού έργου. Ενώ, οι όποιες κοινωνιολογικές, ιστορικές και λοιπές προσεγγίσεις έχουν “παραπληρωματικό” και μόνο χαρακτήρα. Σήμερα, η ιεράρχηση φαίνεται να έχει πλήρως αντιστραφεί. Το βάρος πλέον δίνεται στα προβλήματα, με τα οποία ασχολείται ένα έργο, κοινωνικά, πολιτικά ή και ιστορικά, αφήνοντας σε υποδεέστερη θέση την αισθητική του κειμένου. Από την πλευρά του, ο Αργυρίου τονίζει πως τα αισθητικά κριτήρια είναι επισφαλή, αφού επαφίενται σε υποκειμενικές εκτιμήσεις. Όπου παρεμβαίνει μια άλλη, βασική, “εκκρεμότητα”, στην οποία και συχνά επανέρχεται, η γηγενής λογοτεχνική κριτική. Στις επιφυλλίδες αναφέρεται σε κάποιους εξέχοντες έλληνες κριτικούς, με πρώτο τον Παλαμά και μετά, το Φώτο Πολίτη και τον Τέλλο Άγρα. Κατά τα άλλα, στα μεταπολεμικά χρόνια, πιστεύει πως η κριτική χαρακτηρίζεται από ερασιτεχνισμό, δεν επιδεικνύει ανανεωτικό πνεύμα, ενώ γνωμοδοτεί με ύφος αυθεντίας. Χαρακτηριστικά που θα λέγαμε πως ισχύουν μέχρι σήμερα, όπως και η παρατήρησή του πως από την κριτική των “εντυπώσεων” ελάχιστα είναι εκείνα τα στοιχεία που διασώζονται, κι αυτά εξαρτώνται από την αξία εκείνου που την ασκεί.
Να παρατηρήσουμε πως, τα τελευταία χρόνια, οι συναγωγές κειμένων, είτε πρόκειται για δοκίμια είτε για πεζά απαξιώνονται, καθώς το ενδιαφέρον ειδημόνων και αναγνωστικού κοινού στρέφεται, όλο και περισσότερο, στις “μεγάλες αφηγήσεις”. Οπότε όσοι σχολιαστές θέλουν να υπερασπιστούν τις συναγωγές, τονίζουν τον σπονδυλωτό χαρακτήρα τους ή επισημαίνουν θεματικούς άξονες. Από την πλευρά μας, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε πως η επιμονή μας στις “εκκρεμότητες” δεν οφείλεται σε παρόμοιες στρατηγικές αλλά εκφράζει μόνο τις δικές μας ανησυχίες. Όσο για τις επιφυλλίδες του Αργυρίου, δεν είναι θεματικά σκόρπιες ούτε αντανακλούν την επικαιρότητα της εποχής, αν και συχνά εκμεταλλεύονται τα ερεθίσματα που αυτή προσφέρει για τη μνημόνευση ενός προσώπου. Περισσότερο μοιάζουν με ημιτελή κεφάλαια μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τα οποία, μάλιστα, παρατίθενται σε χρονολογική σειρά. Το άνοιγμα ορίζεται από τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι και την πρώτη μεταπολεμική γενιά, ενώ η έμφαση δίνεται στην ποίηση. Μεμονωμένες είναι οι επιφυλλίδες, που αφιερώνονται σε σημαντικά ιστορικά μυθιστορήματα και ορισμένες μορφές πεζογράφων, όπως ο Ροΐδης και ο Παπαδιαμάντης ή οι μεταγενέστεροι, Τερζάκης και Τσίρκας. Αντιθέτως, ο Αργυρίου ψηλαφεί, εκ του σύνεγγυς, το σώμα της ποίησης, σταθμίζοντας τις γενιές με τη μεγάλη απήχηση, όπως την Αθηναϊκή Σχολή του 1880, των συμβολιστών του 1909, την αυτοανακηρυχθείσα γενιά του ’30, μέχρι και τη γενιά των συνομηλίκων του. Σε ιδιαίτερα κεφάλαια αναπτύσσει τις απόψεις του για τον ελεύθερο στίχο και τη νεωτερική ποίηση, καθώς και τις εκτιμήσεις του για ορισμένους ποιητές, όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Σικελιανός. Η έγνοια του κριτικού είναι η συσχέτιση των εθνικών και των πολιτικών περιπετειών με το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, με άλλα λόγια, η τοποθέτηση των συγγραφέων μέσα στην εποχή τους. Άλλωστε ορισμένες επιφυλλίδες δεν τις γράφει ο κριτικός Αργυρίου αλλά ο ενεργός πολίτης, ο αριστερός, όπως θα λέγαμε παλαιότερα. Κείμενα “υπέρ ανωνύμων”, για όσους πέθαναν πρώτοι και πρόωρα, που θα χαρακτηρίζονταν συναισθηματικά φορτισμένα, στο βαθμό, βεβαίως, που ένας ορθολογιστής επιτρέπει στο λόγο του συγκινησιακές παρεκτροπές.
Πέραν των θεμάτων που διαπραγματεύονται οι επιφυλλίδες, λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέροντα, εκείνο που τις διασώζει στο χρόνο, όπως άλλωστε κάθε κείμενο, πιστεύουμε πως είναι ο τρόπος γραφής τους. Ποτέ τελεσίδικος, πάντοτε ανοιχτός σε νέες σκοπεύσεις, χωρίς πλατειασμούς, με αδιάκοπη την έγνοια της συντόμευσης, όπου ο γράφων προτιμά να περιορίζει τις παρεκβάσεις, αναβάλλοντας μια εκτενέστερη εξέταση, ενώ ποτέ δεν παραλείπει να παρεμβάλλει οξυδερκείς παρατηρήσεις, για τη χρήση ενός όρου ή για την αξιολόγηση ενός προσώπου. Πολύ απασχολεί τον Αργυρίου στα κείμενά του το θέμα της γλώσσας, και ακριβώς, η δική του, αποτελεί το μεγάλο ατού του βιβλίου, όπως, εν τέλει, και κάθε βιβλίου. Είναι το γλωσσικό όργανο ενός θετικού επιστήμονα, με ίχνη μαθηματικής ορολογίας, και ταυτόχρονα, ενός ενθουσιώδους αναγνώστη της ελληνικής ποίησης, ο οποίος μπορεί να προτιμά και δεν το κρύβει Σεφέρη και υπερρεαλιστές, αλλά ξέρει απέξω Καρασούτσα και Βασιλειάδη, όχι μόνο στίχους τους αλλά ποιήματα ολόκληρα. Τέλος, ακριβολογεί, όταν το μεγάλο κουσούρι της ελληνικής κριτικής, αυτής των “εντυπώσεων”, το οποίο λησμονεί ή και ευγενώς αποφεύγει να επισημάνει ο Αργυρίου, είναι ο χαλαρός και ασαφής λόγος.
Μ. Θεοδοσοπούλου