Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Έρωτες της μιας νύχτας

Vivant Denon
«Χω­ρίς ε­παύ­ριον»
Με­τά­φρα­ση Ανδρέ­ας Στάϊκος
Με­τά­φρα­ση ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων
και ε­πί­με­τρου Ιωάν­να Λεκ­κά­κου
Εκδό­σεις Άγρα
Νοέμ­βριος 2011
Σελ. 169

Υπάρ­χουν πολ­λών ει­δών έ­ρω­τες. Στο έ­να ά­κρο βρί­σκο­νται οι μα­κρο­χρό­νιοι, με α­πο­δυ­να­μω­μέ­νο το ε­ρω­τι­κό πά­θος, και στο άλ­λο οι έ­ρω­τες της μίας νύ­χτας, με το πά­θος να πε­ρισ­σεύει. Για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις η α­βρό­τη­τα υ­πο­χω­ρεί και οι λε­πτο­μέ­ρειες στην καλ­λιέρ­γεια της σα­γή­νης, που προ­η­γεί­ται της α­πό­λαυ­σης, πα­ρα­με­ρί­ζο­νται. Τις α­πώ­λειες σε η­δο­νή των ε­ρα­στών τις θυ­μί­ζει αυ­τή η ε­ξαί­σια νου­βέ­λα η­λι­κίας κο­ντά δυό­μι­σι αιώ­νων και έ­κτα­σης πε­ρί τις τριά­ντα σε­λί­δες. Αν α­πα­λει­φθούν οι τίτ­λοι ευ­γε­νείας των η­ρώων, θα μπο­ρού­σε να εί­χε γρα­φτεί σή­με­ρα α­πό κά­ποιον, στον ο­ποίο να ται­ριά­ζει το πα­ρω­νύ­μιο Φαύ­νος, που α­πέ­δι­δαν στον συγ­γρα­φέα της νου­βέ­λας οι κυ­ρίες της Αυ­λής των Λου­δο­βί­κων, ό­λες, α­νε­ξαι­ρέ­τως η­λι­κίας, θύ­μα­τα της γο­η­τείας του. Αν και μια σύγ­χρο­νη εκ­δο­χή, πι­θα­νώς, να μην α­κο­λου­θού­σε τις δυο πα­ραλ­λα­γές- την πρώ­τη του 1777 και την δεύ­τε­ρη του 1812- που α­να­δη­μο­σιεύο­νται στον τό­μο, αλ­λά να α­πέ­κλι­νε προς τις εν­διά­με­σες ε­πα­να­γρα­φές, που χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν πιο ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες.
Η νου­βέ­λα μας θύ­μι­σε έ­να γκρά­φι­τι σε τοί­χο των Εξαρ­χείω­ν: «Ο ρό­λος του έ­ρω­τα εί­ναι να ε­πι­νο­εί την α­νοι­κειό­τη­τα μι­κρή μου.» Αυ­τό, α­κρι­βώς, ε­πι­τυγ­χά­νουν οι ε­ρα­στές της νου­βέ­λας. Μό­νο που γι’ αυ­τήν την αλ­χη­μεία, α­παι­τεί­ται ο έ­νας να παί­ζει το ρό­λο του μύ­στη. Με άλ­λα λό­για, να υ­πάρ­χει δια­φο­ρά η­λι­κίας α­νά­με­σα στους δυο, ό­πως υ­πο­νο­εί η τρυ­φε­ρή ε­πω­δός του γκρά­φι­τι και ό­πως συμ­βαί­νει στη νου­βέ­λα. Εκεί, ό­μως, κα­τ’ α­ντι­στρο­φή, α­φού ε­κεί­νη εί­ναι μια κυ­ρία κά­ποιας η­λι­κίας και ε­κεί­νος μό­λις ει­κο­σα­ε­τής. Σή­με­ρα, που ό­χι μό­νο οι ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις αλ­λά και οι εκ­φρά­σεις έ­χουν χά­σει την α­βρό­τη­τά τους, τη σχέ­ση των δυο ε­ρα­στών της νου­βέ­λας θα την α­πο­κα­λού­σα­με λα­θρο­γα­μία και δη, στο γό­να­το, α­φού και οι δυο εί­ναι δε­σμευ­μέ­νοι. Εκεί­νη, μά­λι­στα, δι­πλά, έ­χο­ντας σύ­ζυ­γο και ε­ρα­στή. Ενώ, ε­κεί­νος εί­ναι ε­ρω­τευ­μέ­νος με μια κυ­ρία της α­ρι­στο­κρα­τίας, ε­πί­σης δι­πλά δε­σμευ­μέ­νη, α­φού δια­τη­ρεί, πλην του νε­α­ρού, δε­σμό με δυο ε­ρα­στές. Στη νου­βέ­λα, η γυ­ναί­κα πε­ρι­γρά­φε­ται πλα­νεύ­τρα α­πό τη φύ­ση της και πρω­τέ­ας στην αλ­λα­γή των προ­σω­πείων, σκη­νο­θέ­τις μιας συ­νεύ­ρε­σης, που εί­ναι η α­πο­θέω­ση του αι­σθη­σια­σμού. Στη με­τα­φε­μι­νί­ζου­σα ε­πο­χή, οι α­ντί­στοι­χες κυ­ρίες με κοι­νω­νι­κό κύ­ρος - λ.χ., μια γιά­πισ­σα- μπο­ρεί να εμ­φα­νί­ζουν πα­ρα­πλή­σια συ­μπε­ρι­φο­ρά, μό­νο που τον έ­ρω­τα, ό­πως και τα λοι­πά του βίου, α­πλώς τα δια­χει­ρί­ζο­νται, χω­ρίς ι­διαί­τε­ρη φα­ντα­σία. Και μό­νο, λοι­πόν, γι’ αυ­τό το λό­γο, η νου­βέ­λα συ­νι­στά έ­να μο­να­δι­κό δώ­ρο για τις κυ­ρίες της καρ­διάς σας, μή­πως και ε­πα­να­κτή­σουν τον αι­σθη­σια­σμό, που α­πο­στέ­γνω­σαν τρέ­χο­ντα μπε­στ σέ­λερ και δια­χει­ρι­ζό­με­νες σχέ­σεις.
Πα­ρα­πλα­νη­τι­κός ο ελ­λη­νι­κός τίτ­λος του βι­βλίου, θα τις θέλ­ξει, κα­θώς ται­ριά­ζει σε δρα­μα­τι­κά ρο­μά­ντσα για μοι­ραίους έ­ρω­τες, ε­ξαρ­χής κα­τα­δι­κα­σμέ­νους, α­λά Ρω­μαίος και Ιου­λιέ­τα. Και μά­λι­στα, ρο­μά­ντσα ε­πο­χής, χά­ρις στη λό­για ε­πί­φα­ση, που προσ­δί­δει ε­κεί­νο το ε­παύ­ριον έ­να­ντι του αύ­ριο. Ένας ω­ραίος τίτ­λος, που συμ­φω­νεί και με τον α­ντί­στοι­χο αγ­γλι­κό, αλ­λά ί­σως και να προ­δί­δει το πνεύ­μα του πρω­τό­τυ­που τίτ­λου, ο ο­ποίος βρί­σκε­ται σε αρ­μο­νία με το μύ­θο της νου­βέ­λας. Πώς, ό­μως, να α­πο­δο­θεί στη γλώσ­σα μας το «Point de lendemain»; Πά­ντως, στον τίτ­λο του πρω­τό­τυ­που, που α­ντα­να­κλά την κα­τα­κλεί­δα της ι­στο­ρίας, δεν υ­πάρ­χει η δυ­στυ­χία ε­νός ο­ρι­στι­κού α­πο­χαι­ρε­τι­σμού. Άλλω­στε, στη δεύ­τε­ρη εκ­δο­χή της νου­βέ­λας, ό­ταν η κυ­ρία α­πο­χαι­ρε­τά τον νε­α­ρό ε­ρα­στή ε­κεί­νης της νύ­χτας, δεν προ­σθέ­τει το με­λο­δρα­μα­τι­κό “για πά­ντα” της πρώ­της γρα­φής. Επί­σης, ας μην λη­σμο­νού­με, ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν ει­κο­σά­ρη, έμ­μο­να προ­σκολ­λη­μέ­νο σε μια άλ­λη κυ­ρία, ο ο­ποίος, ω­στό­σο, την προ­η­γού­με­νη νύ­χτα, γνώ­ρι­σε την η­δο­νή των αι­σθή­σεων. Εκεί­νο, λοι­πόν, που τον α­πα­σχο­λεί στο τα­ξί­δι της ε­πι­στρο­φής, εί­ναι το δί­δαγ­μα αυ­τής της ε­μπει­ρίας, που του έ­δει­ξε ό­τι η ου­σία εί­ναι η η­δο­νή και μά­λι­στα, ό­ταν εί­ναι α­πηλ­λαγ­μέ­νη α­πό τον ψυ­χα­να­γκα­σμό του έ­ρω­τα. Αυ­τό το εκ της πεί­ρας μά­θη­μα θα εί­ναι το ε­πό­με­νο ση­μείο των ε­ρω­τι­κών του α­να­ζη­τή­σεων.
Ποιος, ό­μως, εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τής της πε­ριώ­νυ­μης στα γαλ­λι­κά γράμ­μα­τα νου­βέ­λας, που ο γνω­στός γάλ­λος κρι­τι­κός Σαι­ντ-Μπε­β, στα «Λο­γο­τε­χνι­κά Πορ­τραί­τα» του, την χα­ρα­κτη­ρί­ζει το μο­να­δι­κό πραγ­μα­τι­κά κομ­ψό δείγ­μα στο εί­δος του ε­ρω­το­γρα­φή­μα­τος; Για δε­κα­ε­τίες οι γνώ­μες δι­χά­ζο­νταν. Άλλοι την α­πέ­δι­δαν στον Κλω­ντ Ζο­σέφ Ντο­ρά και άλ­λοι στον Ντο­μι­νίκ Βι­βάν ντε Νον ή και Ντε­νόν. Το ε­ρώ­τη­μα α­πα­ντή­θη­κε ο­ρι­στι­κά, το 1864, με την λε­πτο­με­ρή ε­ξέ­τα­ση του ι­στο­ρι­κού των πρώ­των εκ­δό­σεων. Στην πρό­σφα­τη ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, δί­νο­νται οι σχε­τι­κές πλη­ρο­φο­ρίες και μά­λι­στα, πολ­λα­πλώς, κα­θώς, ε­κτός α­πό τις ση­μειώ­σεις, α­να­δη­μο­σιεύο­νται δυο πρό­λο­γοι α­πό γαλ­λι­κές εκ­δό­σεις της νου­βέ­λας κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­πε­ντα­ε­τία, του συγ­γρα­φέα Ζου­λιέν Σε­ντρές και του με­λε­τη­τή των ι­δεών του 18ου αιώ­να, Μι­σέλ Ντε­λόν. Επί­σης, ως ε­πί­με­τρο, προ­στί­θε­νται κεί­με­να των Ανα­τόλ Φρα­νς και Μί­λαν Κού­ντε­ρα, κα­θώς και χρο­νο­λό­γιο. Εξ ό­λων αυ­τών συ­νά­γε­ται ό­τι συγ­γρα­φέ­ας της νου­βέ­λας εί­ναι ο Ντε­νόν. Μό­νο που τα αλ­λη­λο­κα­λυ­πτό­με­να στοι­χεία δη­μιουρ­γούν την υ­πό­νοια ό­τι ο πρε­σβύ­τε­ρός του και φί­λος του Ντο­ρά μπο­ρεί και να την σφε­τε­ρί­στη­κε.
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, η νου­βέ­λα δη­μο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φο­ρά το 1777, υ­πο­γε­γραμ­μέ­νη με τα αρ­χι­κά του Ντε­νόν, στην πα­ρι­σι­νή μη­νιαία «Εφη­με­ρί­δα των Κυ­ριών», που ε­ξέ­δι­δε μια κυ­ρία, στης ο­ποίας το λο­γο­τε­χνι­κό σα­λό­νι σύ­χνα­ζε ο Ντε­νόν. Αρχι­συ­ντά­κτης ή­ταν ο Ντο­ρά, ο ο­ποίος και ση­μειώ­νει προ­λο­γι­κά ό­τι η ι­στο­ρία του φά­νη­κε πνευ­μα­τώ­δης και πρω­τό­τυ­πη, γι’ αυ­τό και την συ­μπε­ριέ­λα­βε. Την ξα­να­τύ­πω­σε ο ί­διος ο Ντο­ρά, το 1780, σε δί­το­μα α­νά­λε­κτα έρ­γων δι­κών του και άλ­λων λο­γίων, ό­λα δη­μο­σιευ­μέ­να στην «Εφη­με­ρί­δα των Κυ­ριών». Εκεί, η νου­βέ­λα δεν φέ­ρει υ­πο­γρα­φή. Πι­θα­νώς για­τί τα αρ­χι­κά της πρώ­της υ­πο­γρα­φής, M.D.G.O.D.R., του­τέ­στιν M. Denon Gentilhomme Ordinaire du Roi, δεν άρ­μο­ζαν στο δι­πλω­μα­τι­κό πό­στο, που ο Ντε­νόν εί­χε εν­δια­μέ­σως ε­ξα­σφα­λί­σει στην Ιτα­λία. Το ί­διο έ­τος, ό­μως, η νου­βέ­λα ξα­να­τυ­πώ­θη­κε στα Άπα­ντα του Ντο­ρά. Μό­νο που, αυ­τή τη φο­ρά, δεν εί­χε ε­κεί­νος την πρω­το­βου­λία, α­φού εί­χε στο με­τα­ξύ – συ­γκε­κρι­μέ­να, στις 29 Απρι­λίου - α­πο­δη­μή­σει. Η πρω­το­βου­λία κα­θώς και η ε­πι­μέ­λεια α­νή­κουν σε έ­ναν συγ­γε­νή του, στον ο­ποίο φαί­νε­ται να ο­φεί­λε­ται και η έκ­δο­ση του 1802, και πά­λι σε τό­μο με έρ­γα του Ντο­ρά. Θα πρέ­πει, ε­δώ να α­να­φερ­θεί, ό­τι ο Ντο­ρά ή­ταν έ­νας μάλ­λον μέ­τριος θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και πε­ζο­γρά­φος, που φρό­ντι­ζε ό­μως ι­διαί­τε­ρα τα της προ­βο­λής του. Όπως φαί­νε­ται, ο Ντε­νόν α­δια­φό­ρη­σε για το πρώ­το τύ­πω­μα της νου­βέ­λας του, ό­ντας πο­λύ α­πα­σχο­λη­μέ­νος με την ε­παγ­γελ­μα­τι­κή του στα­διο­δρο­μία. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, μαρ­τυ­ρία, ό­τι την έκ­δο­ση της δεύ­τε­ρης εκ­δο­χής της νου­βέ­λας, του 1812, και πά­λι α­νώ­νυ­μη, την ε­πι­με­λή­θη­κε ο ί­διος. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρίες, με­τα­ξύ αυ­τών και του Μπαλ­ζά­κ, στη διάρ­κεια ε­νός πρι­γκι­πι­κού δεί­πνου, ό­ταν ήρ­θε η συ­ζή­τη­ση στο α­νε­ξάν­τλη­το θέ­μα της γυ­ναι­κείας πα­νουρ­γίας, ο Ντε­νόν α­φη­γή­θη­κε την ι­στο­ρία, γο­η­τεύο­ντας το α­κρο­α­τή­ριό του. Έσπευ­σε, μά­λι­στα, την ε­παύ­ριον του δεί­πνου, να την τυ­πώ­σει σε βι­βλιά­ριο για να έ­χει την ευ­χα­ρί­στη­ση να την προ­σφέ­ρει με­τά α­φιε­ρώ­σεως στην ο­λι­γο­με­λή και ε­κλε­κτή ο­μή­γυ­ρη ε­κεί­νου του δεί­πνου. Ει­κά­ζε­ται ό­τι τυ­πώ­θη­καν 25 με 30 α­ντί­τυ­πα. Εκεί­νο, πά­ντως, που κα­τα­τέ­θη­κε στην Αυ­το­κρα­το­ρι­κή Βι­βλιο­θή­κη, φέ­ρει, κά­τω α­πό το α­πο­στο­λι­κό α­πό­φθεγ­μα, “το γαρ γράμ­μα α­πο­κτέν­νει, το δε πνεύ­μα ζωο­ποιεί”, που προ­στέ­θη­κε ως μό­το, υ­πο­γρα­φή με τα αρ­χι­κά του ο­νό­μα­τός του.
Το μό­νο σί­γου­ρο για τον α­ναμ­φί­βο­λα πο­λυ­τά­λα­ντο αλ­λά και πο­λύ ά­σχη­μο, του­λά­χι­στον κα­τά τη θη­λυ­κή ε­τυ­μη­γο­ρία της ε­πο­χής του, Ντε­νόν εί­ναι ό­τι ή­ταν έ­νας πνευ­μα­τώ­δης συ­ζη­τη­τής, που γνώ­ρι­ζε το πως να γο­η­τεύει τους άλ­λους, α­νε­ξαρ­τή­τως φύ­λου και κοι­νω­νι­κής τά­ξης. Προ πα­ντός, τους ευ­γε­νείς και τους α­ξιω­μα­τού­χους, πα­ρό­τι προ­ερ­χό­ταν α­πό την ε­κτός Πα­ρι­σιού ευ­κα­τά­στα­τη αλ­λά χα­μη­λό­βαθ­μη α­ρι­στο­κρα­τία. Χά­ρις στους κομ­ψούς και θελ­κτι­κούς του τρό­πους ε­πέ­πλευ­σε στην γαλ­λι­κή α­ρι­στο­κρα­τία πα­ρα­πά­νω α­πό μι­σό, ι­διαί­τε­ρα τα­ρα­χώ­δη, αιώ­να. Από το 1769, σε η­λι­κία εί­κο­σι δυο ε­τών, που κά­νει το ντε­μπού­το του στην Αυ­λή του Λου­δο­βί­κου ΙΕ΄ μέ­χρι το 1825, που πε­θαί­νει ως έ­νας τι­μη­μέ­νος πρε­σβύ­της στην Αυ­λή του Κά­ρο­λο Ι΄. Ως χα­ρά­κτης συ­στή­νε­ται στον πρώ­το Λου­δο­βί­κο, ως δι­πλω­μά­της πε­ρι­φέ­ρε­ται στην Ευ­ρώ­πη, α­πό την Ρω­σία στην Ελβε­τία και την Ιτα­λία, ε­πί βα­σι­λείας του ε­πό­με­νου Λου­δο­βί­κου, του Ι­ΣΤ΄, ως καλ­λι­τέ­χνης και ε­πι­στή­μο­νας, ό­χι μό­νο ε­πι­βιώ­νει, αλ­λά και προο­δεύει στα χρό­νια της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Υπό την προ­στα­σία του Ρο­βε­σπιέ­ρου γί­νε­ται χα­ρά­κτης της Δη­μο­κρα­τίας, ως σύ­ντρο­φος του Μπα­ράς κυ­κλο­φο­ρεί στα γαλ­λι­κά σα­λό­νια την πε­ρίο­δο του Διευ­θυ­ντη­ρίου, δεν κα­τα­πο­ντί­ζε­ται ό­μως με­τ’ αυ­τού, α­φού βρί­σκε­ται ή­δη υ­πό την προ­στα­σία του Να­πο­λέ­ο­ντα. Τό­τε, σε η­λι­κία πε­νή­ντα ε­τών, ξε­κι­νά το κύ­ριο και λα­μπρό­τε­ρο στά­διο της ζωής του. Ακο­λου­θεί τον Να­πο­λέ­ο­ντα στην εκ­στρα­τεία του στην Αί­γυ­πτο, κο­μί­ζο­ντας σχέ­δια και ε­κα­το­ντά­δες χα­ρα­κτι­κά, τα ο­ποία και ει­κο­νο­γρα­φούν την α­νι­στό­ρη­ση του «Τα­ξι­διού στην Κά­τω και Άνω Αί­γυ­πτο». Πρό­κει­ται για έ­να βι­βλίο, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1802 και προ­κά­λε­σε αί­σθη­ση στην τα­ραγ­μέ­νη Ευ­ρώ­πη. Πρώ­τος αι­γυ­πτιο­λό­γος ο βα­ρώ­νος πλέ­ον Ντε­νόν, γί­νε­ται ο πρώ­τος διευ­θυ­ντής του Κε­ντρι­κού Μου­σείου των Τε­χνών, το ο­ποίο, το 1803, με­το­νο­μά­ζε­ται σε Μου­σείο Να­πο­λέ­ο­ντος. Το 1770, ο Λου­δο­βί­κος ΙΕ΄ τον εί­χε το­πο­θε­τή­σει φύ­λα­κα της συλ­λο­γής πο­λύ­τι­μων λί­θων της κυ­ρίας ντε Πο­μπα­ντού­ρ, τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, α­πα­ξά­πα­ντες οι καλ­λι­τε­χνι­κοί θη­σαυ­ροί της χώ­ρας βρί­σκο­νται στη δι­καιο­δο­σία του. Κι ε­κεί­νος, ό­χι μό­νο τους φυ­λάσ­σει, αλ­λά με ζή­λο τους πολ­λα­πλα­σιά­ζει. Ακο­λου­θεί τον Να­πο­λέ­ο­ντα στις εκ­στρα­τείες του σε Ιτα­λία, Γερ­μα­νία, Αυ­στρία, Ισπα­νία, κα­τα­γρά­φο­ντας ε­πί τό­που τα έρ­γα τέ­χνης, τα ο­ποία ε­πι­τάσ­σο­νται και λα­φυ­ρα­γω­γού­νται. Το 1814, ό­ταν το Μου­σείο Να­πο­λέ­ο­ντος με­το­νο­μά­ζε­ται σε Βα­σι­λι­κό Μου­σείο και το Συ­νέ­δριο της Βιέν­νης α­πο­φα­σί­ζει την ε­πι­στρο­φή των έρ­γων τέ­χνης, ο Ντε­νόν πα­ραι­τεί­ται. Ο Σε­ντρές, προ­λο­γί­ζο­ντας την πρώ­τη έκ­δο­ση του 21ου αιώ­να, τον α­πο­κα­λεί λω­πο­δύ­τη. Υπάρ­χει, ό­μως, και η ά­πο­ψη ό­τι μόχ­θη­σε για έ­να με­γά­λο μου­σείο τέ­χνης α­ντά­ξιο ο­λό­κλη­ρης της Ευ­ρώ­πης, ό­που θα φυ­λάσ­σο­νταν και οι θη­σαυ­ροί των άλ­λων η­πεί­ρων, προ­στα­τευ­μέ­νοι α­πό τις το­πι­κές συ­γκρού­σεις. Το 1870, που πή­ρε τε­λι­κά το ό­νο­μα Εθνι­κό Μου­σείο του Λού­βρου, ή­ταν κα­τά πο­λύ φτω­χό­τε­ρο.
Επει­δή, στην Ελλά­δα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα γί­νο­νται α­προ­γραμ­μά­τι­στα και λί­γο τυ­χαία, α­ντί να γνω­ρί­σου­με τον Ντε­νόν α­πό τα πε­ρί Τέ­χνης βι­βλία του, μας συ­στή­νε­ται με το έ­να και μο­να­δι­κό λο­γο­τε­χνι­κό του πά­ρερ­γο. Τη νου­βέ­λα, που το βά­θος του μύ­θου της εί­ναι πραγ­μα­τι­κό, ό­πως βε­βαιώ­νει ο Ντο­ρά στο ει­σα­γω­γι­κό μό­το της πρώ­της δη­μο­σίευ­σής της στο πε­ριο­δι­κό που διευ­θύ­νει. Τι, α­κρι­βώς, εν­νο­εί; Πως μπο­ρεί να εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό μια α­λη­θι­νή ι­στο­ρία ή ό­τι α­ντα­να­κλά μια τρέ­χου­σα σε ε­κεί­νη την ε­πο­χή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Πά­ντως, ο Ντε­νόν, ό­ταν δεν βρι­σκό­ταν υ­πό την προ­στα­σία ι­σχυ­ρών αν­δρών, κα­τέ­φευ­γε στα σα­λό­νια κυ­ριών, κο­σμι­κών ή λο­γίων, ή, στις ευ­τυ­χείς πε­ρι­πτώ­σεις, κο­σμι­κών λο­γίων ό­πως η Κερ­κυ­ραία Ισα­βέλ­λα Θε­ο­τό­κη, με­τέ­πει­τα κό­μισ­σα Αλμπρί­τσι. Η ε­ρω­τι­κή τους σχέ­ση ξε­κί­νη­σε ταυ­τό­χρο­να με την Επα­νά­στα­ση και χά­ρις σε αυ­τήν, ό­ταν βρέ­θη­κε α­πο­κομ­μέ­νος στη Βε­νε­τία. Σα­ρα­ντά­ρης ε­κεί­νος, ού­τε τριά­ντα η Ισα­βέλ­λα. Πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­μως, εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι μια άλ­λη ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία της Ισα­βέλ­λας, λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με έ­ναν άλ­λο συγ­γρα­φέα, τό­τε α­κό­μη έ­φη­βο, τον Ού­γκο Φώ­σκο­λο. Εκεί­νη η ι­στο­ρία θυ­μί­ζει τη νου­βέ­λα. Ήταν χω­ρίς ε­παύ­ριον, ό­χι, ό­μως, και της μιας νύ­χτας, α­φού η Ισα­βέλ­λα φέ­ρε­ται ως μού­σα των πρώ­των έρ­γων του Φώ­σκο­λου. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αν κά­ποιος εκ­δό­της γο­η­τευ­θεί α­πό τη νου­βέ­λα, θα μπο­ρού­σε να μας προ­σφέ­ρει σαν συ­νέ­χεια τις ε­πι­στο­λές του Ντε­νόν προς την Ισα­βέλ­λα. Κι αν οι κο­ντά 300 σε­λί­δες τους φαί­νο­νται πολ­λές, δε­δο­μέ­νου ό­τι κρά­τη­σε μέ­χρι το 1816, ας κά­νει μια ε­πι­λο­γή των πρώ­των και πλέ­ον πε­ρι­πα­θών. Επί­σης, πα­ρεν­θε­τι­κά, α­πο­ρού­με πώς γί­νε­ται ο σχε­δια­στής και ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης να πα­ρα­κά­μπτει τον Ντε­νόν, ε­πι­λέ­γο­ντας για ει­κό­να ε­ξω­φύλ­λου πί­να­κα ε­νός άλ­λου γάλ­λου ζω­γρά­φου, του λί­γο πρε­σβύ­τε­ρου Ζαν Ονο­ρέ Φρα­γκο­νάρ. Αναμ­φι­βό­λως, το λεύ­κω­μα, που εκ­δό­θη­κε το 2006 για την δια­κο­σιε­τη­ρί­δα α­πό τον θά­να­το του Φρα­γκο­νά­ρ, με τα σχέ­δια και τους πί­να­κες, που ε­κεί­νος εί­χε ε­τοι­μά­σει για τα πα­ρα­μύ­θια του Λα Φο­νταίν, προ­σφέ­ρε­ται για ει­κο­νο­γρά­φη­ση της νου­βέ­λας του Ντε­νόν, αλ­λά και τα δι­κά του, έ­στω χω­ρίς χρώ­μα, δεν υ­στε­ρούν.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/1/2012

Λεζάντα φωτογραφίας: Αυτοπροσωπογραφία σε πολλαπλά πρόσωπα του Ντομινίκ Βιβάν Ντενόν.