Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Φάντασμα μικροφαλλίας

Ιά­κω­βος Ανυ­φα­ντά­κης
«Αλε­πού­δες στην πλα­γιά»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Οκτώ­βριος 2013

Η κρί­ση τρο­φο­δο­τεί την πε­ζο­γρα­φία. Όπως σχο­λιά­ζα­με με α­φορ­μή το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ευ­γε­νίας Φα­κί­νου, δεν εκ­δί­δε­ται βι­βλίο στο ο­ποίο η κρί­ση να μην μνη­μο­νεύε­ται έ­στω και εν πα­ρό­δω. Στο βι­βλίο του Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη βρή­κε θέ­ση στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, σύμ­φω­να με το ο­ποίο ο χρό­νος της ι­στο­ρίας το­πο­θε­τεί­ται “στις τε­λευ­ταίες μέ­ρες πριν α­πό το ξε­κί­νη­μα της κρί­σης”. Ο συγ­γρα­φέ­ας, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, δια­τεί­νε­ται ό­τι οι κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φει προ­α­ναγ­γέλ­λουν την κρί­ση. Πράγ­μα­τι, κά­ποιες σκη­νές στην ελ­λη­νι­κή ε­παρ­χία, που δεί­χνουν έλ­λει­ψη η­θι­κών και αι­σθη­τι­κών α­ξιών, θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν ως προάγ­γε­λοι της κρί­σης. Μό­νο που με αυ­τήν την διευ­ρυ­μέ­νη ο­πτι­κή, η κρί­ση σο­βεί ε­δώ και αρ­κε­τά χρό­νια.    
Αν, ό­μως, έ­να βι­βλίο δεν δια­φη­μι­στεί ως ε­πί­και­ρο, χά­νει πό­ντους στην α­γο­ρά. Κα­τά τα άλ­λα, το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου λει­τουρ­γεί συ­νή­θως ως συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό του τίτ­λου. Οπό­τε, με την ί­δια ο­πτι­κή, το «Αλε­πού­δες στην πλα­γιά» θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει τον ε­περ­χό­με­νο δο­λίως ε­χθρό. Υπάρ­χουν αρ­κε­τοί τίτ­λοι με τη λέ­ξη α­λε­πού: “μι­κρές α­λε­πού­δες”, “κόκ­κι­νη α­λε­πού”, “λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες” ή και σκέ­το “α­λε­πού­δες”. Αντι­στοί­χως οι συγ­γρα­φείς τους, Λί­λιαν Χέλ­μαν, Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης, Ντων Κιν­γκ, με την α­λε­πού ση­μα­το­δο­τούν το κα­κό. Αυ­τά, ό­ταν οι συγ­γρα­φείς “συ­νο­μι­λού­ν” με τη ζωή. Ο Ανυ­φα­ντά­κης, ό­μως, δη­λώ­νει ε­ξαρ­χής ό­τι γι’ αυ­τόν “η λο­γο­τε­χνία εί­ναι μία συ­ζή­τη­ση α­νά­με­σα σε κεί­με­να”. Αφο­ρι­σμός που ε­ντυ­πω­σιά­ζει, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν έρ­χε­ται α­πό έ­ναν πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο και μά­λι­στα, χω­ρίς πα­νε­πι­στη­μια­κή φοί­τη­ση σε α­ντί­στοι­χο α­ντι­κεί­με­νο, ώ­στε κά­πως να δι­καιο­λο­γεί­ται αυ­τή η α­πο­λυ­τό­τη­τα. Αν και στην πε­ρί­πτω­σή του, προϋπάρ­χει μα­θη­τεία σε σε­μι­νά­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, ό­που δί­νε­ται ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση σε τε­χνι­κές της α­φή­γη­σης, ό­πως η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, η προοι­κο­νο­μία κ.ά.  
Όπως και να έ­χει, τον τίτ­λο τον παίρ­νει α­πό στί­χο του Ουάλ­λας Στή­βε­νς. Συ­γκε­κρι­μέ­να, τον τε­λευ­ταίο στί­χο, “σαν α­λε­πού­δες στην πλα­γιά”, του τε­τρά­στι­χου που έ­χει χρη­σι­μο­ποιή­σει ως μό­το του βι­βλίου. Πρό­κει­ται για το πρώ­το τε­τρά­στι­χο του ποιή­μα­τος «Μία κάρ­τα α­πό το η­φαί­στειο», ό­που ο­λό­κλη­ρο το ποίη­μα και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση το τε­τρά­στι­χο ε­στιά­ζουν στη σχέ­ση των νεό­τε­ρων με τους νε­κρούς προ­γό­νους και τα έρ­γα τους. Κα­τ’ αυ­τήν την ερ­μη­νεία, το μό­το δεί­χνει ξέ­νο προς το πε­ριε­χό­με­νο του βι­βλίου. Οπό­τε εί­ναι ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο ο τε­λευ­ταίος στί­χος, αλ­λαγ­μέ­νος α­πό πα­ρο­μοίω­ση σε κυ­ριο­λε­ξία, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως πα­ρα­πο­μπή στη χα­μέ­νη νεό­τη­τα των κε­ντρι­κών χα­ρα­κτή­ρων του βι­βλίου, ό­πως τον α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας. Μία αρ­νη­τι­κή α­πά­ντη­ση θα α­κύ­ρω­νε τη “συ­νο­μι­λία” τίτ­λου και μό­το με το ποίη­μα του Στή­βε­νς. Μέ­νει, πά­ντως, ως κέρ­δος έ­νας ελ­κυ­στι­κός τίτ­λος και μέ­σω του μό­το, α­να­φο­ρά σε έ­ναν α­με­ρι­κα­νό ποιη­τή υ­ψη­λής αί­γλης.
Ερχό­μα­στε τώ­ρα στην α­φο­ρι­στι­κή δή­λω­ση του συγ­γρα­φέα, που α­πο­κα­λύ­πτει την πρό­θε­σή του να στή­σει την ι­στο­ρία του πά­νω “σε μία συ­ζή­τη­ση α­νά­με­σα σε κεί­με­να”, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος τις λε­γό­με­νες α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες. Σύμ­φω­να και πά­λι με συ­νέ­ντευ­ξή του, άρ­χι­σε να γρά­φει το βι­βλίο του το κα­λο­καί­ρι του 2009 στην πα­ρα­λία του Δρέ­πα­νου Θεσ­πρω­τίας. Ξε­κί­νη­σε μία α­φή­γη­ση σε πρώ­το πρό­σω­πο, το­πο­θε­τώ­ντας την αρ­χή της ι­στο­ρίας του στον τό­πο και τον χρό­νο που βρι­σκό­ταν. Μέ­χρι που θα μπο­ρού­σε στον ί­διο να εί­χε συμ­βεί η συ­νά­ντη­ση με πα­λαιά φί­λη, με την ο­ποία εί­χαν α­πό χρό­νια χα­θεί, ό­πως ε­κεί­νη της ι­στο­ρίας του. Πρώ­το βή­μα, ό­μως, στο στή­σι­μο κά­θε μυ­θο­πλα­σίας εί­ναι η με­ταμ­φίε­ση. Ως α­φη­γη­τή και κε­ντρι­κό ή­ρωα ε­πι­λέ­γει έ­ναν λέ­κτο­ρα στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων, ε­τών 37. Τό­τε, ο Ανυ­φα­ντά­κης ή­ταν στα 26, δη­λα­δή έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρος α­πό τον Χα­νς Σνι­ρ, τον ή­ρωα του Χάιν­ριχ Μπελ στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ο Κλόουν». Αυ­τό εί­ναι το βι­βλίο, με το ο­ποίο πρω­ταρ­χι­κά “συ­νο­μι­λεί” η ι­στο­ρία του. Με τον τίτ­λο «Ο Κλόουν» και ό­χι με την ε­πί λέ­ξει α­πό­δο­ση του γερ­μα­νι­κού τίτ­λου «Από­ψεις ε­νός κλόουν», εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στα ελ­λη­νι­κά, το 1973, δέ­κα χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του πρω­τό­τυ­που και έ­να χρό­νο α­πό την α­πο­νο­μή του βρα­βείου Νό­μπελ στον Γερ­μα­νό συγ­γρα­φέα. Κα­τά ευ­τυ­χή σύ­μπτω­ση για το βι­βλίο του Ανυ­φα­ντά­κη, στις 24 Ιαν. 2014, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπε­λ, σε με­τά­φρα­ση-δια­σκευή-σκη­νο­θε­σία Αργύ­ρη Ξά­φη, α­νε­βαί­νει στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο. 
Για τον ή­ρωα της ι­στο­ρίας, ο ο­ποίος δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, “ο «Κλόουν» ή­ταν η μό­νη σχέ­ση που εί­χε α­ντέ­ξει στη ζωή του”. Το 2009 έ­κλει­νε “δε­κα­πέ­ντε χρό­νια” ε­να­σχό­λη­σης με αυ­τό το βι­βλίο, που ση­μαί­νει ό­τι με αυ­τό ξε­κί­νη­σε, το 1994, τις με­τα­πτυ­χια­κές του σπου­δές. Από­φοι­τος της Γερ­μα­νι­κής Φι­λο­λο­γίας, το εί­χε ε­πι­λέ­ξει για θέ­μα του δι­δα­κτο­ρι­κού του. Έκα­νε εν­δια­μέ­σως τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία και ε­πα­νήλ­θε. Του πή­ρε “έ­ξι χρό­νια”  να το ο­λο­κλη­ρώ­σει, ε­νώ για “δέ­κα χρό­νια”, δη­λα­δή α­κό­μη πριν το τε­λειώ­σει κρα­τού­σε ση­μειώ­σεις, με την ελ­πί­δα να εκ­δώ­σει κά­πο­τε τη δια­τρι­βή του.
Οι κοι­νω­νι­κές και θε­ο­λο­γι­κές α­πό­ψεις του Μπελ θα πρέ­πει να ή­ταν οι­κείο θέ­μα για έ­ναν α­πό­φοι­το του Τμή­μα­τος Κοι­νω­νι­κής Θε­ο­λο­γίας ό­πως ο συγ­γρα­φέ­ας. Το ί­διο και το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπε­λ, κα­θώς α­πο­τε­λεί το τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα α­πό το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας ε­νός ε­ρω­τι­κού δε­σμού που δια­λύε­ται, για­τί α­ντι­βαί­νει στις ε­πι­τα­γές της Κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σίας. Μό­νο που ο Ανυ­φα­ντά­κης, ό­ταν άρ­χι­σε να γρά­φει το βι­βλίο του, θα πρέ­πει να εί­χε ή­δη α­πο­μα­κρυν­θεί α­πό το α­ντι­κεί­με­νο των Σπου­δών του. Στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, α­να­φέ­ρει πως “εί­ναι υ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας με α­ντι­κεί­με­νο τη μνή­μη του ελ­λη­νι­κού Εμφυ­λίου”. Τε­λι­κά, πά­ντως, φαί­νε­ται πως συμ­βί­βα­σε τις ι­στο­ρι­κές σπου­δές με την α­γά­πη του για τη λο­γο­τε­χνία, στη­ρί­ζο­ντας το με­τα­πτυ­χια­κό του στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ορθο­κω­στά» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Όπως και να έ­χει, ο α­φη­γη­τής του δεν “συ­νο­μι­λεί” με τον κα­θο­λι­κι­σμό και τον ου­μα­νι­σμό του Μπε­λ, αλ­λά, σαν μέ­ρος της δια­τρι­βής που “ξα­να­δου­λεύει”, γρά­φει “το α­φή­γη­μα της Μα­ρί”. Όχι, ό­μως, “της Μα­ρί του Χα­νς και του Χάιν­ριχ”, αλ­λά των δι­κών του ε­ρω­τι­κών φα­ντα­σιώ­σεων. Όλα αυ­τά α­φο­ρούν το πρώ­το κε­φά­λαιο, που ο συγ­γρα­φέ­ας ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι το “έ­γρα­ψε μέ­σα σε λί­γες μέ­ρες”. Στα ε­πό­με­να δυο κε­φά­λαια, ο α­φη­γη­τής σαν να λη­σμο­νεί τη “συ­νο­μι­λία” με τον Μπελ. Υπάρ­χει μό­λις μία α­να­φο­ρά στο μυ­θι­στό­ρη­μά του Μπελ ως ση­μα­ντι­κού σταθ­μού στη ζωή του.
Το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της ι­στο­ρίας, η πα­λαιά φί­λη του α­φη­γη­τή, την ο­ποία συ­να­ντά στην πα­ρα­λία, ή­ταν συμ­φοι­τή­τριά του α­πό την αρ­χή των πα­νε­πι­στη­μια­κών σπου­δών μέ­χρι και το ξε­κί­νη­μα του με­τα­πτυ­χια­κού. Το δι­κό της θέ­μα ή­ταν το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ο θά­να­τος στη Βε­νε­τία», του Τό­μας Μαν. Με αυ­τό “πή­γε με υ­πο­τρο­φία στη Γερ­μα­νία” και “το άρ­θρο της δη­μο­σιεύ­τη­κε σε μια με­γά­λη α­με­ρι­κά­νι­κη ε­πι­θεώ­ρη­ση για τη λο­γο­τε­χνία”. Όταν συ­να­ντιού­νται, δέ­κα τέσ­σε­ρα χρό­νια α­φό­του ε­κεί­νη έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει το δι­δα­κτο­ρι­κό της, η στρο­φή στις λο­γο­τε­χνι­κές της προ­τι­μή­σεις φαί­νε­ται α­πό τα βι­βλία που α­γο­ρά­ζει. “Δυο ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ροθ «Ο Κα­θέ­νας»”. Βε­βαίως, το 2009, «Ο Κα­θέ­νας» δεν ή­ταν το πιο πρό­σφα­το του Ρο­θ, ού­τε το τε­λευ­ταίο του με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά, συ­νι­στά ό­μως πα­ρά­δειγ­μα της “πει­ραγ­μέ­νης” πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που εί­ναι έ­τε­ρη συ­χνά α­πα­ντώ­με­νη α­φη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή. Στα δυο ε­πό­με­να κε­φά­λαια, ο α­φη­γη­τής λη­σμο­νεί τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μαν και του Ρο­θ, πέ­ραν μίας α­να­φο­ράς στο πρώ­το, κα­θώς αυ­τό α­πο­τε­λεί σταθ­μό στη ζωή της φί­λης του. 
Πα­ρό­μοιες α­να­φο­ρές γί­νο­νται σε τέσ­σε­ρα α­κό­μη βι­βλία: Στη σύ­ντο­μη ι­στο­ρία του Τό­μας Μπέρν­χαρ­ντ «Η πλά­νη του Μοοσ­πρού­γκερ» α­πό το βι­βλίο του «Ο μί­μος των φω­νών», που ο α­φη­γη­τής την στρα­βο­κα­τα­λα­βαί­νει, κα­θώς “ο κα­θη­γη­τής του Μπέρν­χαρ­ντ” δε­ν “κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι αυ­τός που συ­να­ντά­με δεν εί­ναι πο­τέ αυ­τός που πε­ρι­μέ­νου­με”. Ο α­φη­γη­τής εί­ναι ε­κεί­νος που του το υ­πο­δει­κνύει, με ο­λέ­θριες συ­νέ­πειες για τον κα­θη­γη­τή. Στην ει­ρω­νι­κή φρά­ση του Κουρτ Βόν­νε­γκα­τ, “έ­τσι πά­ει ο και­ρός” α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μά του «Σφα­γείο Νο 5», που έ­μει­νε ως ι­στο­ρι­κή ε­πω­δός, χά­ρις στα συλ­λα­λη­τή­ρια ε­νά­ντια στον Πό­λε­μο του Βιετ­νάμ. Ο Βόν­νε­γκατ α­να­φέ­ρε­ται στους συ­νε­χείς θα­νά­τους, ε­νώ ο α­φη­γη­τής σε κο­πέ­λα πορ­νείου των Σερ­ρών, κο­ντά στο στρα­τό­πε­δο, που δεν θα ξα­να­δεί. Ο συν­δυα­σμός φα­ντά­ρου και πόρ­νης φέρ­νει και μια, εν πα­ρό­δω, α­να­φο­ρά στο «Κε­καρ­μέ­νοι» του Νί­κου Κάσ­δα­γλη. Τέ­λος, στο τρί­το κε­φά­λαιο, μνη­μο­νεύε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Μα­ντάμ Μπο­βα­ρύ», του Φλω­μπέ­ρ, με α­φορ­μή άλ­λη συμ­φοι­τή­τρια, που ε­πέ­δει­ξε συ­μπε­ρι­φο­ρά πα­ρα­πλή­σια ε­κεί­νης της η­ρωί­δας του Φλω­μπέρ.     

Αυ­τές, ό­μως, οι α­να­φο­ρές, υ­πό μορ­φή πε­ρισ­σό­τε­ρο σχο­λίων και εν­δό­μυ­χων σκέ­ψεων του κε­ντρι­κού ή­ρωα, δεν συ­νι­στούν δια­κει­με­νι­κές σχέ­σεις. Αν, βε­βαίως, δια­κει­με­νι­κό­τη­τα ση­μαί­νει α­φο­μοίω­ση και λει­τουρ­γι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός του ξέ­νου κει­μέ­νου. Γι’ αυ­τό και προ­κα­λεί α­πο­ρία η έμ­φα­ση που δί­νουν σε αυ­τές οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές, συ­ναρ­τώ­ντας τες μά­λι­στα με τη λο­γο­τε­χνι­κή υ­πό­στα­ση του βι­βλίου. Ωστό­σο, αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο του Ανυ­φα­ντά­κη θα μπο­ρού­σε να στα­θεί και χω­ρίς την τε­χνι­κή της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας και τα λοι­πά διαν­θί­σμα­τα. Εί­ναι μία νου­βέ­λα, ε­ντέ­χνως στη­μέ­νη, ό­που η στα­δια­κή α­πο­κά­λυ­ψη του ψυ­χι­σμού του α­φη­γη­τή ε­νέ­χει το σα­σπέ­νς της προ­σμο­νής για ό,τι πε­ρίερ­γο ή δυ­σά­ρε­στο μπο­ρεί να α­πο­κρύ­πτε­ται. 
Για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό νου­βέ­λα, που δί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, δεν συ­νη­γο­ρεί μό­νο η έ­κτα­ση. Επι­προ­σθέ­τως, η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει σε έ­να πρό­σω­πο και δεν στη­ρί­ζε­ται στην ο­μα­λή χρο­νο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη της πλο­κής, με τις συ­νή­θεις α­να­δρο­μές στην προ­η­γού­με­νη ζωή του ή­ρωα. Σε αυ­τήν, η κα­τα­βύ­θι­ση στο πα­ρελ­θόν προ­σο­μοιά­ζει με μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής φύ­σεως δια­δι­κα­σία. Όπου τα τρία κε­φά­λαια θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν σαν συ­νε­δρίες πα­ρου­σία  ε­νός βου­βού α­κρο­α­τή, φα­ντα­στι­κού ή α­κό­μη και υ­παρ­κτού. Με το ξε­κί­νη­μα, στην πρώ­τη κιό­λας φρά­ση, ο α­φη­γη­τής έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι “η λά­μπα του δρό­μου έ­φεγ­γε α­κρι­βώς μέ­σα στο σα­λό­νι σαν να τον προ­ε­τοί­μα­ζε για α­νά­κρι­ση”. Από έ­να α­διευ­κρί­νι­στο χρο­νο­λο­γι­κά πα­ρών, α­να­τρέ­χει κα­τ’ α­ντί­στρο­φη φο­ρά σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, που α­ντι­στοι­χούν σε κρί­σι­μες κα­μπές της ε­πι­στη­μο­νι­κής του στα­διο­δρο­μίας. 
Κα­λο­καί­ρι 2009, εί­ναι λέ­κτο­ρας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων. Χει­μώ­να 2002, με τε­λειω­μέ­νο το δι­δα­κτο­ρι­κό, βρί­σκε­ται νε­ο­διο­ρι­σμέ­νος κα­θη­γη­τής γερ­μα­νι­κών σε χω­ριό της Κρή­της. Φθι­νό­πω­ρο 1996, φρέ­σκος υ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας, τα­ξι­δεύει σε χω­ριό της Κα­λα­μά­τας για να πα­ρευ­ρε­θεί στο γά­μο φί­λης του. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει τό­πους και ε­σω­τε­ρι­κούς χώ­ρους, ε­πι­μέ­νο­ντας σε κά­ποια στοι­χεία, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν α­ντιαι­σθη­τι­κά γού­στα και νε­ο­πλου­τί­στι­κες συ­νή­θειες. Επί­σης, σχο­λιά­ζει τον συ­ντη­ρη­τι­σμό και την κρυ­ψί­νοια των ντό­πιων. Εκεί­νο, ό­μως, που σχε­δόν μο­νο­πω­λεί το λό­γο του εί­ναι η σχέ­ση του με τις γυ­ναί­κες. Προ­βάλ­λει ε­αυ­τόν σαν έναν ρο­μα­ντι­κό μο­νο­γα­μι­κό. Βο­λεύε­ται, ό­μως, με έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα για νε­α­ρή κο­πέ­λα, που την εί­χε γο­η­τεύ­σει με την ει­κό­να του ε­σω­στρε­φούς δια­νοού­με­νου, που καλ­λιερ­γού­σε. Εκεί­νη τον έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει, αλ­λά αυ­τός συ­νε­χώς α­να­βάλ­λει την ό­ποια προ­σπά­θεια για να την φέ­ρει πί­σω.  
Ο λό­γος του α­πο­κρύ­βει ε­πι­με­λώς τα αι­σθή­μα­τα α­να­σφά­λειας και τις ε­σώ­τε­ρες ε­πι­θυ­μίες. Μό­νο κά­ποια σχό­λια ή σπα­ράγ­μα­τα α­πό πε­ρι­γρα­φές, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό φα­ντα­σιώ­σεις, έρ­χο­νται να ρα­γί­σουν την περ­σό­να του κα­θη­γη­τή που μπο­ρεί “να φέ­ρει στο κρε­βά­τι του” ό­ποια μα­θή­τρια ε­πι­θυ­μεί. Οι α­φη­γή­σεις του δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση ε­νός ά­ντρα, που ε­πι­δί­δε­ται με ε­πι­τυ­χία στις σε­ξουα­λι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες. Κα­τα­λύ­της για την α­πο­κά­λυ­ψη του έ­σω κό­σμου στέ­κε­ται η συ­νά­ντη­ση με την πα­λαιά συμ­φοι­τή­τρια. Η μο­να­δι­κή τους συ­νεύ­ρε­ση στο πρώ­το κε­φά­λαιο έ­χει έ­να πα­ρελ­θόν του­λά­χι­στον δυο μα­ταιω­μέ­νων προ­σπα­θειών. Αυ­τές θα έρ­θουν στην ε­πι­φά­νεια μέ­σα α­πό τις συ­νειρ­μι­κές του α­φη­γή­σεις. Αρχι­κά έμ­με­σα και τε­λι­κά ευ­θέως, θα δώ­σει μία ει­κό­να της σε­ξουα­λι­κής του μειο­νε­ξίας. Μπο­ρεί να α­να­φέ­ρε­ται σε λα­χτα­ρι­στές νε­α­ρές υ­πάρ­ξεις αλ­λά οι σχέ­σεις του πε­ριο­ρί­ζο­νται στις με­τρη­μέ­νες συ­νευ­ρέ­σεις του φα­ντά­ρου με την “σκου­ρό­χρω­μη” πόρ­νη και στις κλε­φτές του φοι­τη­τή με εμ­φα­νι­σια­κά δευ­τε­ρο­κλα­σά­τες, ό­πως η εν λό­γω συμ­φοι­τή­τρια. Όχι α­κρι­βώς ά­σχη­μη, μάλ­λον α­διά­φο­ρη, χω­ρίς τις θη­λυ­κές κα­μπύ­λες που διε­γεί­ρουν. Ο τύ­πος της κα­λής φοι­τή­τριας, που α­με­λεί την εμ­φά­νι­σή της.  
Ο α­φη­γη­τής ε­πι­μέ­νει να πε­ρι­γρά­φει τρυ­φε­ρές σκη­νές, ω­στό­σο στο λό­γο του δια­φαί­νε­ται φθό­νος για “χα­σα­πό­παι­δα” και “φορ­τη­γατ­ζή­δες”. Τον διε­γεί­ρουν α­να­φο­ρές σε άν­δρες που δέρ­νουν ή στο “ξε­παρ­θέ­νε­μα” έ­φη­βης μα­θή­τριας α­πό α­γό­ρια στην α­ρά­δα. Ποιό εί­ναι το τραυ­μα­τι­κό ση­μείο, ποια τα πα­ρελ­κό­με­να συ­μπλέγ­μα­τα, εί­ναι κά­ποια α­πό τα ε­ρω­τή­μα­τα που γεν­νά  αυ­τός ο αυ­θύ­παρ­κτος ή­ρωας, μα­κριά α­πό τον Χα­νς του Μπελ. Ας ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στις α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες του Ανυ­φα­ντά­κη. Στις “συ­νο­μι­λίες” με ξέ­να κεί­με­να, που α­πα­ριθ­μή­σα­με, πα­ρα­λεί­ψα­με να α­να­φέ­ρου­με το «Άνθη της α­βύσ­σου» του Βαλ­τι­νού. Ο α­φη­γη­τής, αυ­τήν την ε­πί τρο­χά­δην μνεία την συ­μπλη­ρώ­νει με σχό­λιο για μία συ­ζή­τη­ση που εί­χε με τον συγ­γρα­φέα. Όπως α­πο­κα­λύ­πτει, τον α­πα­σχο­λούν “οι μορ­φι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί” του Βαλ­τι­νού. Μή­πως, ό­μως, θα έ­πρε­πε πρω­τί­στως να τον α­πα­σχο­λή­σει η γλώσ­σα, που στά­θη­κε το κύ­ριο μέ­λη­μα του Βαλ­τι­νού α­πό το πρώ­το κιό­λας δη­μο­σιευ­μέ­νο πε­ζο­γρά­φη­μά του. Συ­μπτω­μα­τι­κά, το δη­μο­σίευ­σε σε πε­ριο­δι­κό στην ί­δια η­λι­κία με τον Ανυ­φα­ντά­κη, ε­νώ βι­βλίο έ­πια­σε στα χέ­ριά του δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Δια­φο­ρε­τι­κά τα εκ­δο­τι­κά ή­θη τό­τε, ό­πως δια­φο­ρε­τι­κό το κύ­ρος της ελ­λη­νι­κής. Τό­τε η ι­διω­μα­τι­κή φρά­ση ερ­χό­ταν α­πό την λαϊκή γλώσ­σα, σή­με­ρα α­πό την ε­πί λέ­ξει με­τα­γρα­φή των αγ­γλι­κών ι­διω­μα­τι­σμών. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/12/2013.

Σύνδρομο φυγής

Ευ­γε­νία Φα­κί­νου
«Πλα­νό­διοι θε­ρι­στές»
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Οκτώ­βριος 2013 

Οσο α­πρό­βλε­πτο εί­ναι το πό­σο θα κρα­τή­σει η κρί­ση, άλ­λο τό­σο δύ­σκο­λο, αν ό­χι και πε­ρισ­σό­τε­ρο, εί­ναι να γί­νει κά­ποια ε­κτί­μη­ση για το πό­σο και­ρό α­κό­μη θα α­πο­τε­λεί πρό­σφο­ρο θέ­μα για την πε­ζο­γρα­φία. Προ­σώ­ρας, πά­ντως, η τά­ση εί­ναι σα­φώς αυ­ξη­τι­κή. Πα­ρό­τι η “ελ­λη­νι­κή κρί­ση χρέ­ους”, ό­πως έ­χει ε­πι­σή­μως ο­νο­μα­στεί, συ­μπλη­ρώ­νει αι­σίως τον τέ­ταρ­το χρό­νο, ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­βλία στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό αυ­τήν, ε­νώ δεν υ­πάρ­χει βι­βλίο στο ο­ποίο να μην μνη­μο­νεύε­ται έ­στω και α­κρο­θι­γώς. Οι συγ­γρα­φείς, ω­στό­σο, μέ­νουν μα­κριά α­πό τη λο­γο­τε­χνία τύ­που ντο­κου­μέ­ντο. Πι­θα­νώς, για­τί δεν α­νή­κουν στο τμή­μα του πλη­θυ­σμού, που πλήτ­τε­ται α­πό α­νερ­γία και α­νέ­χεια. Κα­νέ­νας δεν κα­τα­πιά­στη­κε με έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα μαρ­τυ­ρίας, παίρ­νο­ντας τη δύ­σκο­λη α­πό­φα­ση να ζή­σει για έ­να διά­στη­μα ως νεό­πτω­χος, του­τέ­στιν να κοι­μά­ται στρω­μα­τσά­δα στους δρό­μους της Αθή­νας και να σι­τί­ζε­ται στα ε­λέω θε­ού συσ­σί­τια για α­πό­ρους. Ακό­μη και τον έν­δον λό­γο του ση­με­ρι­νού ε­ξα­θλιω­μέ­νου, τον πλά­θουν α­πό τη θέ­ση του πα­ρα­τη­ρη­τή. Στο δη­μό­σιο λό­γο τους, ω­στό­σο, συ­μπά­σχουν, ό­πως και οι πο­λι­τι­κοί,  δια­βε­βαιώ­νο­ντας, πως θα βρού­με τη δύ­να­μη, θα δώ­σου­με τη μά­χη, και άλ­λα πα­ρό­μοια, με το χα­μό­γε­λο στα χεί­λη και σε πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο. 
Η Ευ­γε­νία Φα­κί­νου ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι η κρί­ση της έ­δω­σε το έ­ναυ­σμα για το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μά της και α­κό­μη, πως συ­νει­δη­τά ή­θε­λε να γρά­ψει “έ­να φω­τει­νό, αι­σιό­δο­ξο βι­βλίο”. Σε α­ντί­θε­ση με το κυ­ρίως ρεύ­μα, που προ­τι­μά τον ω­μό ρε­α­λι­σμό. Όπως ο νεό­τε­ρος Χρή­στος Χρυ­σό­που­λος, που ε­ξέ­δω­σε πέ­ρυ­σι το «Φα­κός στο στό­μα», με τον α­φη­γη­τή να ξε­πο­δα­ριά­ζε­ται, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας έ­ναν ά­στε­γο να κά­νει γύ­ρα τους σκου­πι­δο­τε­νε­κέ­δες, κρα­τώ­ντας κα­τά το ψα­χού­λε­μα τον φα­κό με το στό­μα. Εκεί­νος ή­θε­λε να γρά­ψει έ­να σκλη­ρό βι­βλίο για να “πα­ρέμ­βει στη σφαί­ρα της πραγ­μα­τι­κής ζωής”. Υπο­θέ­του­με ό­τι εν­νο­εί να τα­ρα­κου­νή­σει τους ε­φη­συ­χα­σμέ­νους. Μάλ­λον κα­νέ­ναν δεν τα­ρα­κού­νη­σε, κα­τά­φε­ρε ό­μως να α­πο­σπά­σει γαλ­λι­κό βρα­βείο για το κα­λύ­τε­ρο με­τα­φρα­σμέ­νο βι­βλίο πε­ζο­γρα­φίας του έ­τους. Όπως φαί­νε­ται, ό­σοι συγ­γρα­φείς και κι­νη­μα­το­γρα­φι­στές πε­ρι­γρά­φουν την κα­τά­στα­ση με τα πιο ζο­φε­ρά χρώ­μα­τα, εν­θου­σιά­ζουν τους Ευ­ρω­παίους.
Για το μυ­θι­στό­ρη­μα της Φα­κί­νου θα προ­τι­μού­σα­με τον πι­θα­νώς και πα­ρω­χη­μέ­νο χα­ρα­κτη­ρι­σμό που ο Βι­κέ­λας έ­δι­νε στο α­πα­ραί­τη­το για την ε­πο­χή του βι­βλίο. Όπως και κά­ποια προ­η­γού­με­να δι­κά της, εί­ναι τερ­πνό και ω­φέ­λι­μο. Πα­ρό­μοια βι­βλία λεί­πουν και στην δι­κή μας ε­πο­χή, ι­διαί­τε­ρα στον και­ρό της κρί­σης. Τα ω­μά ρε­α­λι­στι­κά εί­ναι κα­λά για ε­ξα­γω­γή στους ευ­ρω­παίους φι­λέλ­λη­νες ή και για έ­να μέ­ρος του γη­γε­νούς πλη­θυ­σμού, που δεν πλήτ­τε­ται αλ­λά α­ντι­θέ­τως, πο­ρί­ζε­ται α­πό την κρί­ση. Ενώ, τα τερ­πνά και ω­φέ­λι­μα εί­ναι ε­κεί­να που προ­σφέ­ρουν στον ε­γκλω­βι­σμέ­νο τη δια­φυ­γή, την ο­ποία έ­χει τό­σο α­νά­γκη, έ­στω και για την σύ­ντο­μη α­νά­παυ­λα μίας α­νά­γνω­σης. Όχι, ό­μως, ό­πως τα ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, σαν α­πό­δρα­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά σαν έ­να τα­ξί­δι πέ­ρα α­πό τις α­διέ­ξο­δες κα­τα­στά­σεις, σε κά­ποιες άλ­λες λυ­τρω­τι­κές, των ο­ποίων την ύ­παρ­ξη έ­χει προ πολ­λού λη­σμο­νή­σει. 
Το 2005, η Φα­κί­νου εί­χε πά­ρει το πρώ­το Βρα­βείο Ανα­γνω­στών. Από τα ο­κτώ, που συ­νο­λι­κά α­πο­νε­μή­θη­καν, ε­κεί­νο ή­ταν μάλ­λον το μο­να­δι­κό που α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στην ο­νο­μα­σία του. Εί­χε δο­θεί χω­ρίς τις ποι­κί­λες χει­ρα­γω­γή­σεις που προέ­κυ­ψαν στη συ­νέ­χεια, σε μια α­πε­γνω­σμέ­νη προ­σπά­θεια α­πό την πλευ­ρά των θε­σμο­θε­τών να μην δο­θεί στους φυ­σι­κούς διεκ­δι­κη­τές του, που θα σή­μαι­νε τους συγ­γρα­φείς της λί­στας των ευ­πώ­λη­των. Αν, ό­μως, γρά­φο­νταν πε­ρισ­σό­τε­ρα τερ­πνά και ω­φέ­λι­μα βι­βλία δεν θα πνί­γο­νταν οι λί­στες στο ροζ και το με­λό, ού­τε η λέ­ξη ευ­πώ­λη­το θα εί­χε κα­τα­λή­ξει κα­κό­ση­μη. Αυ­τή εί­ναι η δια­φο­ρο­ποίη­ση που θα έ­πρε­πε να γί­νει στο χώ­ρο του ευ­πώ­λη­του και ό­χι η διά­κρι­ση λο­γο­τε­χνίας και πα­ρα­λο­γο­τε­χνίας. 
Το προ ο­κτα­ε­τίας βρα­βευ­μέ­νο βι­βλίο της Φα­κί­νου εί­ναι το 11ο μυ­θι­στό­ρη­μά της, «Η μέ­θο­δος της Ορλεά­νης». Πρό­κει­ται για έ­να ε­ρω­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, σε α­ντί­θε­ση με το πρό­σφα­το, στο ο­ποίο α­που­σιά­ζει το σύ­νη­θες δί­πτυ­χο, έ­ρω­τας-θά­να­τος. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, το πρό­σφα­το εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού της κό­σμου. Εί­ναι το 15ο και με αυ­τό η συγ­γρα­φέ­ας ει­σέρ­χε­ται στην τέ­ταρ­τη δε­κα­ε­τία μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας. Ως ση­μείο έ­ναρ­ξης κρα­τού­με τον Μάιο του 1982, ό­ταν κυ­κλο­φό­ρη­σε το «Αστρα­δε­νή», με ε­ξώ­φυλ­λο μία “κα­θι­σμέ­νη μορ­φή, χα­ραγ­μέ­νη σε βό­τσα­λο νε­ο­λι­θι­κής ε­πο­χής”. Με την προο­πτι­κή του χρό­νου, δεί­χνει σαν να προοιω­νί­ζε­ται τη μη­τριαρ­χι­κή α­λυ­σί­δα των η­ρωί­δων που α­κο­λού­θη­σαν την Αστρα­δε­νή. 
Το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα έρ­χε­ται και στοι­χί­ζε­ται στη συ­νέ­χεια της «Με­γά­λης πρά­σι­νης», που ξε­χω­ρί­ζει στα πέ­ντε της πρώ­της δε­κα­ε­τίας, του «Η Με­ρό­πη ή­ταν το πρό­σχη­μα», που παίρ­νει τη σκυ­τά­λη στα τέσ­σε­ρα της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας, και του «Οδυσ­σέ­ας και μπλουζ» α­πό την πε­ντά­δα της τρί­της. Στην πρό­σφα­τη, τρί­τη δε­κα­ε­τία, α­νή­κει και το «Έρως, θέ­ρος, πό­λε­μος», που θα μπο­ρού­σε να εί­χε φέ­ρει έ­να Κρα­τι­κό Βρα­βείο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Θα το δι­καιού­το η συγ­γρα­φέ­ας ως γνή­σια πα­ρα­μυ­θού και ά­ρα, μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος με τη ση­μα­σία που δί­νει σε αυ­τήν την προ­σω­νυ­μία το ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Αντ΄αυ­τού, τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, τι­μή­θη­κε με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Διη­γή­μα­τος για τη μία και μο­να­δι­κή συλ­λο­γή ι­στο­ριών που έ­χει εκ­δώ­σει. Όποιος α­γνο­εί τη λο­γι­κή α­πο­νο­μής των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, κά­τι τέ­τοια τα προ­σπερ­νά­ει ως πι­θα­νές α­στο­χίες. Δυ­στυ­χώς, ό­μως, δεν εί­ναι ού­τε ά­στο­χο ού­τε τυ­χαίο, αλ­λά α­πο­τέ­λε­σμα μίας δια­χει­ρι­στι­κής λο­γι­κής. Γι’ αυ­τό, α­πό μία ά­πο­ψη, με το δί­κιό της ι­σχυ­ρί­ζε­ται σε συ­νέ­ντευ­ξή της, ό­τι ο κρι­τι­κός “κρί­νει υ­πο­κει­με­νι­κά” ή, α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, ό­τι “μπο­ρεί να έ­χει και προ­σω­πι­κά με έ­ναν συγ­γρα­φέ­α”. Από­φαν­ση α­πα­ρά­δε­κτη για ό­σους ε­πι­δί­δο­νται συ­στη­μα­τι­κά στην κρι­τι­κή. 
Για να ε­πα­νέλ­θου­με στη σο­βού­σα κρί­ση, θα πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με, πως, στην πε­ρί­πτω­ση της Φα­κί­νου, δεν εί­ναι ε­κεί­νη που προ­σέγ­γι­σε θε­μα­τι­κά την κρί­ση, αλ­λά η κα­τά­στα­ση της κρί­σης που ήρ­θε και έ­δε­σε με τον βα­σι­κό θε­μα­τι­κό ά­ξο­να της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας της. Εξαρ­χής μέ­χρι σή­με­ρα, πη­γή έ­μπνευ­σης στά­θη­κε η φυ­γή, με τη μορ­φή της βια­στι­κής α­πο­μά­κρυν­σης α­πό τον τό­πο κα­τοι­κίας, χω­ρίς, ό­μως, να υ­πάρ­χει κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη α­πει­λή ή κίν­δυ­νος. Πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν τη φυ­γή της γυ­ναί­κας α­πό μία κα­τά­στα­ση, που βιώ­νε­ται ως ε­γκλει­σμός. Συ­νή­θως πρό­κει­ται για τον πε­ριο­ρι­σμό στα στε­νά ό­ρια της πυ­ρη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας. Για την α­να­χώ­ρη­ση υ­πάρ­χει πά­ντα κά­ποιο πρό­σχη­μα, ό­πως δη­λώ­νε­ται και στον τίτ­λο ε­νός α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα.  Αυ­τό το α­να­γκαίο πρό­σχη­μα, στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα το δί­νει η κρί­ση. 
Η η­ρωί­δα έ­χει χά­σει την ερ­γα­σία της, κα­τά τα άλ­λα ό­μως, η κρί­ση την χτύ­πη­σε μάλ­λον ξώ­φαλ­τσα. Ανα­γκά­στη­κε μεν “να ξε­νοι­κιά­σει το ω­ραίο της δια­μέ­ρι­σμα”, αλ­λά δεν έ­μει­νε και στο δρό­μο. Στε­γά­στη­κε στο πα­λιό σπί­τι της μη­τέ­ρας της, που εί­χε πε­θά­νει προ διε­τίας, κρα­τώ­ντας το αυ­το­κί­νη­τό της. Γε­γο­νός που της ε­πέ­τρε­ψε να πραγ­μα­το­ποιή­σει ά­με­σα την τά­ση για φυ­γή. Το βα­σι­κό της πρό­βλη­μα εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­το α­πό την κρί­ση, δί­νει ό­μως την ευ­και­ρία στην συγ­γρα­φέα να σκια­γρα­φή­σει την ψυ­χο­λο­γία μίας ση­με­ρι­νής σα­ρα­ντά­χρο­νης. Πρό­κει­ται για μία ε­γκυ­μο­σύ­νη, που προέ­κυ­ψε  α­πό “πε­ρι­στα­σια­κή σχέ­ση”, α­φού, έ­τσι κι αλ­λιώς, ε­κεί­νη ε­πε­δίω­κε τους “ρη­χούς δε­σμούς”. Τα αί­τια αυ­τής της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής α­πο­στα­σιο­ποίη­σης ε­ξη­γού­νται με το σύ­μπλεγ­μα που δη­μιουρ­γεί­ται στο παι­δί, ό­ταν ο πα­τέ­ρας ε­γκα­τα­λεί­πει την οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία. Όπως αρ­μό­ζει σε μία α­νε­ξάρ­τη­τη γυ­ναί­κα, α­πο­φά­σι­σε να μην πλη­ρο­φο­ρή­σει σχε­τι­κά τον συ­νυ­παί­τιο, αλ­λά και να κρα­τή­σει το παι­δί, κα­θώς η ση­με­ρι­νή γυ­ναί­κα διεκ­δι­κεί την μη­τρό­τη­τα α­πό μία η­λι­κία και ύ­στε­ρα ως δι­καίω­μα. “Τριά­ντα ο­κτώ χρό­νων, πρώ­τη φο­ρά έ­γκυος δεν το ρί­χνεις”, εί­ναι ο συλ­λο­γι­σμός της η­ρωί­δας, καί­τοι ά­νερ­γη και μό­νη. 
Τον τύ­πο της φυ­γής που α­πα­ντά­ται στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Φα­κί­νου, τον πε­ρι­γρά­φει η η­ρωί­δα σαν πε­ρι­πλά­νη­ση α­πό τό­πο σε τό­πο προς α­πο­φυ­γή μίας “φυ­σιο­λο­γι­κής ζωής”, που την τρο­μά­ζει. Θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί, κα­θώς και κά­ποια προ­η­γού­με­να βι­βλία της, μυ­θι­στό­ρη­μα “on the road”. Σε αυ­τό, μά­λι­στα, υ­πάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεία α­με­ρι­κα­νι­κής έ­μπνευ­σης. Όπως στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κέ­ρουα­κ, και ε­δώ πρω­τα­γω­νι­στεί το τρίο δυο φί­λων και μίας γυ­ναί­κας. Επί­σης, σύμ­φω­να με την συγ­γρα­φέα, τό­σο οι “πλα­νό­διοι θε­ρι­στές” ό­σο και “το Κί­νη­μα των Έτοι­μω­ν”, που μνη­μο­νεύει εί­ναι ο­μά­δες, οι ο­ποίες προέ­κυ­ψαν στην Αμε­ρι­κή την πε­ρίο­δο της κρί­σης. Πά­ντως, τα ό­ποια ξε­νι­κά δά­νεια ε­ξαν­τλού­νται στα πρώ­τα κε­φά­λαια. Άλλω­στε, τα “on the road” μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Φα­κί­νου, μό­νο σε έ­να αρ­χι­κό τμή­μα τους ε­κτυ­λίσ­σο­νται “στο δρό­μο”. Στο πρό­σφα­το, η πε­ρι­πλα­νώ­με­νη γρή­γο­ρα α­πο­φα­σί­ζει, λό­γω προ­χω­ρη­μέ­νης ε­γκυ­μο­σύ­νης, να σταθ­μεύ­σει σε έ­ναν τό­πο, ό­που, χά­ρις σε α­πα­νω­τές συ­μπτώ­σεις, κα­τα­λή­γει να συμ­βιώ­νει με κά­ποιον. Μό­νο που αυ­τή η και­νούρ­για κα­τά­στα­ση α­πέ­χει της συμ­βα­τι­κής, κα­θώς, και σε αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα, πρό­κει­ται για μία πα­ρά­ται­ρη συ­νύ­παρ­ξη. Εδώ, εί­ναι έ­νας κο­ντά ε­βδο­μη­ντά­ρης ο­μο­φυ­λό­φι­λος, που έ­χει κα­τα­λή­ξει μο­νή­ρης με­τά την α­να­χώ­ρη­ση του α­γα­πη­μέ­νου του συ­ντρό­φου με έ­ναν νεό­τε­ρο. Και στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, το ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα έ­χει τις ρί­ζες του στην πα­τρι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά.       
Ο τρί­τος, που ε­μπλέ­κε­ται στην πε­ρι­πε­τειώ­δη συ­νύ­παρ­ξη του ζεύ­γους, εί­ναι έ­νας συ­νο­μή­λι­κος του ο­μο­φυ­λό­φι­λου, χή­ρος με τα δυο παι­διά του “με­τα­νά­στες στα πέ­ρα­τα της γης”. Κι αυ­τός μο­νή­ρης, ή­ταν έ­νας τυ­χαίος “φί­λος της πα­ρα­λίας”, ό­που συ­νη­θί­ζαν να κο­λυ­μπούν. Με αυ­τό το τρίο, η συγ­γρα­φέ­ας α­να­δει­κνύει τις δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές που έ­χει πά­ρει σή­με­ρα το πρό­βλη­μα του πα­τρι­κού ει­δώ­λου, σκια­γρα­φώ­ντας πι­θα­νές μελ­λο­ντι­κές πα­ραλ­λα­γές του θε­σμού της οι­κο­γέ­νειας. Τι μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει ο ά­ντρας και τι η ευαί­σθη­τη πλευ­ρά ε­νός ο­μο­φυ­λό­φι­λου, α­φή­νο­ντας με­τέω­ρη τη γυ­ναι­κεία συμ­με­το­χή. Κα­τά τα άλ­λα, σαν συ­νέ­χεια του «Οδυσ­σέ­ας και μπλούζ», η συγ­γρα­φέ­ας βρί­σκει πρό­σφο­ρο έ­δα­φος στις ση­με­ρι­νές οι­κο­λο­γι­κές ευαι­σθη­σίες, πε­ρι­γρά­φο­ντας τον τό­πο και την ζωή στη φύ­ση.  Εκεί ή­ταν ο «Αγρο­του­ρι­στι­κός Ξε­νώ­νας Η ΛΕ­ΒΑ­ΝΤΑ», ε­δώ το “δα­σι­κό χω­ριό”, με “το πο­μπώ­δες ό­νο­μα το Μαύ­ρο Δά­σος”. 
Πα­λαιό­τε­ρα, η Φα­κί­νου έ­στη­νε τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά της στον Θεσ­σα­λι­κό κά­μπο. Στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα, πα­ρου­σιά­ζει με­γα­λύ­τε­ρη κι­νη­τι­κό­τη­τα. Εξαρ­χής, πά­ντως, δεν ο­νο­μά­τι­ζε τους τό­πους, προ­τι­μώ­ντας πλά­γιες πα­ρα­πο­μπές και νύ­ξεις. Στο πρό­σφα­το, η πλη­σιέ­στε­ρη με­γά­λη πό­λη α­πο­κα­λεί­ται “η πό­λη με τα τρε­λά νε­ρά”, ε­νώ η κο­ντι­νή κω­μό­πο­λη έ­χει ια­μα­τι­κά λου­τρά, δεί­χνο­ντας α­ντι­στοί­χως προς Κε­ντρι­κή και Βό­ρεια Εύ­βοια. Εί­ναι, ό­μως, η α­φή­γη­ση του δεύ­τε­ρου η­λι­κιω­μέ­νου, που ο­ρί­ζει τον τό­πο. Για πρώ­τη φο­ρά, η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­ναν χα­ρα­κτή­ρα που συμ­με­τέ­χει ε­νερ­γά στα κοι­νά. Εί­ναι έ­νας με­ταλ­λω­ρύ­χος, που πρω­το­στά­τη­σε στην “με­γά­λη α­περ­γία”, ά­νοι­ξη 1976. Μό­νο το ό­νο­μα “της κω­μό­πο­λης με τα κοι­τά­σμα­τα λευ­κό­λι­θου” δεν α­να­φέ­ρει, αλ­λά ποιος δεν θυ­μά­ται, στο ξε­κί­νη­μα της με­τα­πο­λί­τευ­σης, τους ε­ξε­γερ­μέ­νους με­ταλ­λω­ρύ­χους στο Μα­ντού­δι. Μέ­χρι ται­νία έ­γι­ναν. 
Κο­ντά στο “δα­σι­κό χω­ριό” βρί­σκε­ται “το Με­γά­λο Μο­να­στή­ρι”. Σε αυ­τό το βι­βλίο εί­ναι έ­ντο­νο το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο. Ορι­σμέ­να μυ­θο­πλα­στι­κά ευ­ρή­μα­τα θυ­μί­ζουν το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά της, «Το έ­βδο­μο ρού­χο». Και τα δυο στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό μία Ελέ­νη, αμ­φό­τε­ρα α­νοί­γουν με έ­να μο­να­χι­κό δέ­ντρο, μά­λι­στα στο πρό­σφα­το πλέ­κε­ται μία δει­σι­δαί­μο­να διή­γη­ση γύ­ρω α­πό αυ­τό, ε­νώ και στα δυο υ­πάρ­χει ο σε­λη­νια­σμέ­νος, που η πα­ρά­δο­ση τον θέ­λει με υ­περ­φυ­σι­κές ι­διό­τη­τες. Η τρια­κο­ντα­ε­τία που χω­ρί­ζει τους χρό­νους της συγ­γρα­φής τους α­πο­τυ­πώ­νε­ται και στην θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα των η­ρώων. Σε ε­κεί­νο, στις δο­ξα­σίες και στα θαύ­μα­τα πί­στευαν οι γυ­ναί­κες, κα­θώς αυ­τές θεω­ρού­νταν τό­τε πιο ευαί­σθη­τες φύ­σεις. Στο πρό­σφα­το, εί­ναι ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος που α­πο­δέ­χε­ται τη θεία χά­ρη. Σε α­ντί­θε­ση με τον φί­λο του, που βλέ­πει στο κο­ντι­νό “Με­γά­λο Μο­να­στή­ρι” μό­νο το “πα­πα­δα­ριό”. Η συγ­γρα­φέ­ας α­φη­γεί­ται ό­νει­ρα και θαύ­μα­τα, ε­νώ πλά­θει α­σκη­τι­κές μορ­φές κα­λο­γή­ρων. 
Στο τερ­πνό και ω­φέ­λι­μο βι­βλίο βα­ραί­νει η κα­τά­λη­ξη. Αρχι­κά, η Φα­κί­νου ά­φη­νε το τέ­λος α­νοι­κτό, στα κα­το­πι­νά υιο­θέ­τη­σε το στρογ­γύ­λε­μα του χά­πι-ε­ντ. Από μία ά­πο­ψη, το ί­διο κά­νει και στο πρό­σφα­το. Εδώ, ω­στό­σο, δεν εί­ναι ο ε­να­γκα­λι­σμός της Αρέ­θας και του Αντρέα, που κέρ­δι­σε το Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών, ού­τε τα φλο­γε­ρά φι­λιά του με­σή­λι­κα Οδυσ­σέα στα μά­γου­λα της νε­α­ρής Μπλου­ζ, που ε­ξα­σφά­λι­σαν τη θέ­ση στα ευ­πώ­λη­τα. Εί­ναι το ευ­τυ­χές τέ­λος μίας δύ­σκο­λης γέν­νας “on the road”, σε συν­θή­κες κοι­νο­βια­κής συ­νύ­παρ­ξης, που δεν μπο­ρεί πα­ρά να κα­τα­λή­ξει με έ­να θη­λυ­κό βρέ­φος, “παι­δί ό­λω­ν”, για να ε­ξη­με­ρω­θούν και να γλυ­κά­νουν οι μο­νή­ρεις. 


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/12/2013.