Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Ύστατο απόθεμα γραφής

Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος
«Δρό­μοι»
Εκδό­σεις Πα­τά­κης
Μάιος 2015
Ο Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος, στην πρό­σφα­τα εκ­δο­θεί­σα, δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, δο­κι­μά­ζει δια­φο­ρε­τι­κούς α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους. Δεν φαί­νε­ται να στο­χεύει στην ε­ξά­σκη­ση προς τε­λειο­ποίη­ση της τε­χνι­κής του, ού­τε στην ε­πί­δει­ξη μέ­ρι­μνας πε­ρί τη μορ­φή. Πρό­θε­σή του εί­ναι μάλ­λον να α­να­δεί­ξει το θέ­μα του, που, κα­τά μία ά­πο­ψη, πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό στα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Αν και ως προς αυ­τό, δεν υ­πάρ­χει ο­μο­φω­νία. Κα­τ’ ε­μάς, ο κυ­ρίως θε­μα­τι­κός καμ­βάς, πά­νω στον ο­ποίο υ­φαί­νε­ται ο ι­στός των ι­στο­ριών, α­νή­κει στο πε­δίο της κοι­νω­νι­κής ψυ­χο­λο­γίας. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, α­φο­ρά την ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση, α­πό δυ­σά­ρε­στη μέ­χρι και δρα­μα­τι­κή, που βρί­σκε­ται κά­ποιος, ε­πει­δή κου­βα­λά ελ­λι­πή πρόσ­λη­ψη της ε­ξω­τε­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Οι Άλλοι, που τον πε­ρι­βάλ­λουν, δί­νουν ως σή­μα­τα της διά­θε­σης και των προ­θέ­σεών τους, κι­νή­σεις, πρά­ξεις, λό­για. Με αυ­τά, ό­μως, μό­νο πλα­σμα­τι­κές εκ­δο­χές μπο­ρεί ε­κεί­νος να φα­ντα­σιώ­σει για ό­σα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται γύ­ρω του. Εί­ναι έ­νας πρω­τα­γω­νι­στής, που στη­ρί­ζει το πλά­σι­μο του ρό­λου του, δη­λα­δή τις δι­κές του κι­νή­σεις α­ντα­πό­κρι­σης, πρά­ξεις και α­πα­ντή­σεις, σε α­μι­γώς υ­πο­κει­με­νι­κές ερ­μη­νείες και συ­χνά στρε­βλές α­ντι­λή­ψεις.
Με άλ­λα λό­για, το θέ­μα εί­ναι οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, ό­πως δια­μορ­φώ­νο­νται και ε­πη­ρεά­ζουν την αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Ένα α­ντι­κεί­με­νο, για το ο­ποίο έ­χουν δια­τυ­πω­θεί πλεί­στες ό­σες κοι­νω­νιο-ψυ­χο­λο­γι­κές θεω­ρίες, σε συν­δυα­σμό με έ­ρευ­νες, που ε­στιά­ζουν στην κα­θη­με­ρι­νή ε­μπει­ρία του α­στι­κού χώ­ρου. Μό­νο, ό­μως,  μέ­σα α­πό μία α­φή­γη­ση ε­σω­τε­ρι­κής ε­στία­σης, η ε­πι­κοι­νω­νία με τον Άλλο α­να­δει­κνύε­ται σε δια­νο­η­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή δο­κι­μα­σία, αλ­λά και πε­ρι­πέ­τεια. Το πό­σο ε­πώ­δυ­νη μπο­ρεί αυ­τή να α­πο­βεί, ε­ξαρ­τά­ται α­πό το ε­γώ της δρά­σης. Γι’ αυ­τό και η α­φή­γη­ση πο­λιορ­κεί το σκε­πτό­με­νο ε­γώ σε πρώ­το πρό­σω­πο και σε ε­νε­στω­τι­κό χρό­νο. Για το πα­ρελ­θόν του δί­νο­νται - σε ό­σες ι­στο­ρίες δί­νο­νται - λι­γο­στές και ως ε­πί το πλεί­στον, έμ­με­σες πλη­ρο­φο­ρίες. Το πρό­σω­πο πα­ρα­μέ­νει ε­σκεμ­μέ­να αό­ρι­στο, κα­θώς εν­δια­φέ­ρει η α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα ε­νός συ­γκε­κρι­μέ­νου αν­θρώ­πι­νου τύ­που και ό­χι, η φροϋδι­κή σκια­γρά­φη­ση μίας ψυ­χο­σύ­στα­σης.
Στη γε­νι­κό­τη­τά του, το θέ­μα στε­ρεί­ται πρω­το­τυ­πίας. Τον Κου­τσια­μπα­σά­κο, ό­μως, τον α­πα­σχο­λεί συ­γκε­κρι­μέ­νος χα­ρα­κτή­ρας, που κι αυ­τός δεν δεί­χνει ε­ξαι­ρε­τι­κός, κα­θώς α­νή­κει στην με­γά­λη ο­μά­δα, ε­κεί­νων που δυ­σκο­λεύο­νται στις κοι­νω­νι­κές ε­πα­φές. Τον πο­λιορ­κεί συ­στη­μα­τι­κά, σε ό­λο το φά­σμα των συ­να­να­στρο­φών του, ε­παγ­γελ­μα­τι­κές, φι­λι­κές, ε­ρω­τι­κές. Στη συλ­λο­γή, υ­πάρ­χουν διη­γή­μα­τα για κα­θε­μία α­πό αυ­τές τις πτυ­χές κοι­νω­νι­κό­τη­τας. Εναλ­λάσ­σε­ται το πρό­σω­πο, αλ­λά μό­νο γραμ­μα­τι­κά, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας δο­κι­μά­ζει τη δια­φο­ρε­τι­κή αί­σθη­ση, μιας κά­ποιας α­πο­στα­σιο­ποίη­σης, έ­στω και σχη­μα­τι­κής, που καλ­λιερ­γεί το τρί­το έ­να­ντι του πρώ­του προ­σώ­που. Σκια­γρα­φεί έ­ναν τύ­πο, που δεν δια­κρί­νε­ται στις πα­ρέες. Αυ­τόν που μι­λά­ει λί­γο και, κα­τά κα­νό­να, συμ­φω­νεί με τη γνώ­μη του Άλλου. Συ­χνά την ε­πι­κρο­τεί με εν­θου­σια­σμό, σαν να ε­πι­διώ­κει να ε­ξα­σφα­λί­σει έ­τσι με­γα­λύ­τε­ρη συμ­με­το­χή. Τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες σκέ­ψεις του δεν τις εκ­στο­μί­ζει, μό­νο τις α­να­κυ­κλώ­νει εν­δο­μύ­χως.
Από την πλευ­ρά της πρόσ­λη­ψης, δυ­σκο­λεύε­ται να α­πο­δε­χτεί φι­λι­κές χει­ρο­νο­μίες, α­κό­μη κι ό­ταν δεί­χνουν αυ­θόρ­μη­τες. Στις συ­μπε­ρι­φο­ρές των Άλλων, υ­πο­ψιά­ζε­ται σκο­τει­νά κί­νη­τρα και συ­νω­μο­σίες. Ακό­μη και στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός ζη­τιά­νου στο συρ­μό του Ηλεκ­τρι­κού, δεν εν­δί­δει σε φι­λαν­θρω­πι­κά αι­σθή­μα­τα, αλ­λά δυ­σπι­στεί, υ­πο­ψια­ζό­με­νος πως πρό­κει­ται για ε­παγ­γελ­μα­τία του εί­δους. Αντί, πά­ντως, της ε­πί­θε­σης ή έ­στω της ε­πι­θε­τι­κής ά­μυ­νας, λ.χ., στην ορ­γα­νω­μέ­νη γλωσ­σο­φα­γιά των συ­να­δέλ­φων του, ε­πι­λέ­γει τη  φυ­γή α­πό τις πα­ρέες και τέ­λος, α­κό­μη και α­πό τη θέ­ση ερ­γα­σίας του. Εί­ναι γνω­στό πως μο­να­δι­κή λύ­ση του α­να­σφα­λούς α­πο­μέ­νει η πα­ραί­τη­ση. Η α­να­σύν­θε­ση των συ­νειρ­μών, έ­τσι ό­πως α­να­κα­λούν σω­ρευ­τι­κά πα­ρα­πλή­σια συμ­βά­ντα, συ­νο­ψί­ζο­ντας τα αι­σθή­μα­τα που αυ­τά γεν­νούν, α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν τη βά­σα­νο του πνευ­μα­τι­κού λε­πτο­λο­γή­μα­τος, ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό συ­να­κό­λου­θο της ε­σω­στρέ­φειας. Το πώς αυ­τή η ε­σω­στρε­φής τά­ση προσ­λαμ­βά­νε­ται διαι­σθη­τι­κά α­πό τον Άλλο και τον τρέ­πει σε φυ­γή, το δεί­χνει ε­πι­γραμ­μα­τι­κά σε μία ι­στο­ρία η έκ­βα­ση της ε­ρω­τι­κής προ­σέγ­γι­σης που ο ή­ρωας για χρό­νια ε­πι­θυ­μού­σε. “Το πρωί, δεν εί­παν να ξα­να­βρε­θούν. Και οι δυο το εί­δαν ό­ταν ξύ­πνη­σαν ό,τι συ­νέ­βη, συ­νέ­βη για ε­κεί­νο το βρά­δυ.” Ένας πα­ρό­μοιος τύ­πος μπο­ρεί να αι­σθαν­θεί ά­νε­τα μό­νο μέ­σα σε μία ο­μά­δα κοι­νω­νι­κά μειο­νε­κτού­ντων. Στο διή­γη­μα, ε­πι­λέ­γο­νται οι με­τα­νά­στες, αλ­λά θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη.
Σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, ο χα­ρα­κτή­ρας φω­τί­ζε­ται σε σχε­τι­κά με­γά­λη κλί­μα­κα χρό­νου, κα­λύ­πτο­ντας τα πρώ­τα χρό­νια του ε­παγ­γελ­μα­τι­κού του βίου. Σαν α­πο­τέ­λε­σμα, η ε­σω­τε­ρι­κή α­σφυ­ξία ε­νός γρα­φείου σε Τρά­πε­ζα α­πο­τυ­πώ­νε­ται με πα­ρα­στά­σεις, που δη­μιουρ­γού­νται με ε­πάλ­λη­λες συ­νει­δη­σια­κές ζυ­μώ­σεις. Σε α­ντί­θε­ση, με το ε­πό­με­νο, ό­που ο χρό­νος ε­κτεί­νε­ται σε έ­να πρωι­νό. Εύ­στο­χα η α­φή­γη­ση εκ­κι­νεί α­πό το πρωι­νό ξύ­πνη­μα, ό­ταν η έ­ντα­ση μιας αγ­χώ­δους νεύ­ρω­σης εί­ναι υ­ψη­λή, κα­θώς τρο­φο­δο­τεί­ται πα­ρα­σι­τι­κά α­πό τις ζωο­γό­νες δυ­νά­μεις του ύ­πνου. Μό­νη λύ­ση α­πο­βαί­νει η κί­νη­ση. Στην ά­φω­νη α­πο­μό­νω­ση της κα­τ’ ι­δίαν συ­νο­μι­λίας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ξε­κί­νη­μα του μο­νό­λο­γου. Μία προ­στα­κτι­κή α­πό­τα­ση προς ε­αυ­τόν, που ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται: “Το θέ­μα εί­ναι το κε­φά­λι να μέ­νει ψη­λά...Οι σκέ­ψεις να μην το βα­ραί­νουν...Το βλέμ­μα να στε­νεύει, κά­θε­το να γυ­ρί­ζει σε σέ­να...Το έ­να πό­δι μπρο­στά, το άλ­λο πί­σω. Το άλ­λο μπρο­στά, το έ­να πί­σω...” Πε­ρί­πα­τος στο κέ­ντρο της πό­λης, με εμ­φα­νή προ­σπά­θεια, η ροή των ε­ντυ­πώ­σεων α­πό την ε­ξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να ε­ξο­στρα­κί­ζει την  ε­φιαλ­τι­κά ε­πι­τα­χυ­νό­με­νη δί­νη των σκέ­ψεων. “Το βλέμ­μα κρέ­με­ται σε πρό­σω­πα.” Σχε­δόν α­συ­ναί­σθη­τα α­να­λο­γί­ζε­ται: “Γε­νι­κά η ευ­δαι­μο­νία δεν με κα­θη­συ­χά­ζει... Προ­τι­μώ τα στε­νά...” Τό­σο πλα­γίως, ο συγ­γρα­φέ­ας συ­στή­νει τον α­γο­ρα­φο­βι­κό ή­ρωά του.
Επτά τα διη­γή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής, ε­πτά και της πρώ­της, εκ­δο­μέ­νης πριν δέ­κα χρό­νια. Για την α­κρί­βεια, στην πρώ­τη ή­ταν ο­κτώ, μό­νο που στο τε­λευ­ταίο, «Αδεια­νή κα­ρέ­κλα», ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­πει­ρά­ται να συν­δέ­σει χα­λα­ρά τα διη­γή­μα­τα α­να­με­τα­ξύ τους, με κά­ποιους ή­ρωες να ε­πα­νεμ­φα­νί­ζο­νται, ε­νώ α­φη­γη­τής εί­ναι έ­νας συγ­γρα­φέ­ας που α­να­ζη­τεί θέ­μα για το βι­βλίο του. Κα­τά τα άλ­λα, ε­κτός α­πό την πε­ρι­γρα­φι­κή δει­νό­τη­τα, που πα­ρα­μέ­νει κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Κου­τσια­μπα­σά­κου, τα δυο βι­βλία δια­φέ­ρουν ου­σια­στι­κά. Στο πρώ­το, υ­πήρ­χαν οι τό­ποι –η ο­μί­χλη στη λί­μνη της Κα­στο­ριάς, το πε­τρώ­δες και ε­ρη­μι­κό της Πίν­δου– α­κό­μη, η τρυ­φε­ρό­τη­τα του έ­ρω­τα, εί­τε μα­ταιω­μέ­νου εί­τε με αί­σια κα­τά­λη­ξη, κυ­ρίως, η νο­σταλ­γία. Στη δεύ­τε­ρη, η α­φή­γη­ση ποι­κίλ­λει, με στα­θε­ρή πα­ρά­με­τρο την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, «Ψ συν Χ», γραμ­μέ­νο σαν σε μορ­φή σε­να­ρίου. Το θέ­μα εί­ναι η ψυ­χο­γρά­φη­ση μίας ε­ρω­τι­κής σχέ­σης και μέ­σω αυ­τής δυο διι­στά­με­νων χα­ρα­κτή­ρων. Σε τρί­το πρό­σω­πο η α­φή­γη­ση, ε­στιά­ζει στη γυ­ναί­κα. Με δυ­σκο­λία στις ε­ρω­τι­κές της σχέ­σεις, ό­ταν δη­μιουρ­γεί έ­ναν δε­σμό, α­φο­σιώ­νε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου. Αδυ­να­τεί να συλ­λά­βει τον ψυ­χι­σμό ε­κεί­νου και το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό του μοί­ρα­σμα α­νά­με­σα στην ί­δια και την πρώην, ό­πως αυ­τό εκ­δη­λώ­νε­ται με α­φορ­μή την εμ­φά­νι­ση καρ­κί­νου, που λει­τουρ­γεί ως προ­αγ­γε­λία θα­νά­του. Χω­ρίς κα­τα­φυ­γές στον θείο Φρόυ­ντ, η α­φή­γη­ση, μάλ­λον λα­κω­νι­κή, το δεί­χνει με ε­νάρ­γεια. Μό­νο που σε αυ­τό το διή­γη­μα η πα­ραί­τη­ση της γυ­ναί­κας φτά­νει μέ­χρι τα ό­ρια της αυ­το­χει­ρίας.
Δύο α­πό τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής εί­ναι μι­κρής έ­κτα­σης και φαι­νο­με­νι­κά, δια­φο­ρο­ποιού­νται θε­μα­τι­κά. Από μία ά­πο­ψη, ο κε­ντρι­κός ή­ρωας θα μπο­ρού­σε να ε­ξει­κο­νί­ζει η­λι­κια­κά το πριν και το με­τά ε­κεί­νου των διη­γη­μά­των, που α­πο­τε­λούν τον κυ­ρίως κορ­μό της συλ­λο­γής. Στο έ­να, πε­ρι­γρά­φε­ται μία έ­ξο­δος α­πό την Παι­δό­πο­λη ε­νός α­γο­ριού, που έ­χει ε­κεί με­γα­λώ­σει. Αφορ­μή μία Πρω­το­χρο­νιά και η φι­λο­ξε­νία, που του προ­σφέ­ρει έ­να ζευ­γά­ρι, το πι­θα­νό­τε­ρο ως συμ­με­το­χή σε φι­λαν­θρω­πι­κή χει­ρο­νο­μία, αλ­λά και δι­κής του α­νά­γκης, κα­θό­σον ά­κλη­ρο με στο­μω­μέ­να τα αι­σθή­μα­τα, ι­δίως τα μη­τρι­κά της γυ­ναί­κας. Το διή­γη­μα αν­τλεί­ται α­πό το ί­διο βιω­μα­τι­κό υ­λι­κό με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­τσια­μπα­σά­κου, «Πό­λη παι­διών». Υπαι­νι­κτι­κό, πα­ρα­κο­λου­θεί την ο­πτι­κή του παι­διού, κα­τορ­θώ­νο­ντας να α­πο­δώ­σει την αμ­φι­θυ­μία του α­πέ­να­ντι στους δυο τό­σο δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους δια­βίω­σης: τον ι­δρυ­μα­τι­κό και τον οι­κο­γε­νεια­κό. Στο δεύ­τε­ρο σύ­ντο­μο διή­γη­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας κι­νεί­ται σε έ­να με­τα­φυ­σι­κό πε­δίο, πο­λιορ­κώ­ντας την ι­δέα μίας ε­νύ­πνιας ε­πί­σκε­ψης του Χά­ρο­ντα. Δεν εί­ναι πα­ρά ε­φιάλ­της, που θα μπο­ρού­σε να ξε­κι­νά­ει α­πό πα­λαιές ε­μπει­ρίες βίαιης α­πο­μά­κρυν­σης α­πό την οι­κο­γε­νεια­κή του ε­στία. Πρό­κει­ται για α­φη­γη­μα­τι­κή α­πό­πει­ρα, που θα χρεια­ζό­ταν ε­πι­πλέ­ον ε­πε­ξερ­γα­σία. Το ί­διο και σε κά­ποια άλ­λα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Εκεί, ο­ρι­σμέ­νες λε­κτι­κές ε­πι­λο­γές μοιά­ζουν ά­στο­χες, ε­νώ κά­ποια  με­τα­φο­ρι­κά σχή­μα­τα φαί­νε­ται να πά­σχουν νο­η­μα­τι­κά. Αυ­τά, κα­τα­πώς προϊδεά­ζουν τα δυο προ­η­γού­με­να βι­βλία του, ο Κου­τσια­μπα­σά­κος θα τα ε­πι­με­λεί­το δεό­ντως.
Μό­νο που, α­πό αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, δεν γεύ­τη­κε την ευ­χα­ρί­στη­ση της έκ­δο­σης. Όχι, για­τί την α­πέρ­ρι­ψαν οι εκ­δό­τες, αλ­λά για­τί δεν πρό­λα­βε να την υ­πο­βάλ­λει στην κρί­ση τους. Εκδό­θη­κε έ­να χρό­νο με­τά τον θά­να­τό του (8/1/2014), με πρω­το­βου­λία φί­λων του, που ε­ντό­πι­σαν τα ε­πτά διη­γή­μα­τα σε έ­ντυ­πη και η­λεκ­τρο­νι­κή μορ­φή. Βρί­σκο­νταν ε­ντός φα­κέ­λου, ό­που στην έ­ντυ­πη υ­πήρ­χε σε­λί­δα με τους τίτ­λους των διη­γη­μά­των, ε­νώ στην η­λεκ­τρο­νι­κή, ο τίτ­λος του συ­νό­λου, «Δρό­μοι». Οι ε­πι­με­λη­τές της έκ­δο­σης δεν δί­νουν πλη­ρο­φο­ρίες για τις πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις, ού­τε για το πό­τε γρά­φτη­καν τα διη­γή­μα­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πά­ντως, σε συ­νέ­ντευ­ξή του (27/4/2013), δη­λώ­νει πως, ε­κεί­νον τον και­ρό, δεν έ­γρα­φε τί­πο­τα, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ε­πι­γραμ­μα­τι­κά, “Αγρα­νά­παυ­ση”. Τον Οκτ. του 2012 εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το μυ­θι­στό­ρη­μά του. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, ό­χι μό­νο φι­λο­λο­γι­κό, αν τα διη­γή­μα­τα γρά­φτη­καν πα­ράλ­λη­λα. Ας πλη­ρο­φο­ρού­σαν, του­λά­χι­στον, για την η­με­ρο­μη­νία που φέ­ρει ο η­λεκ­τρο­νι­κός φά­κε­λος. Αντ’ αυ­τού, παίρ­νουν ο­ρι­σμέ­νες πρω­το­βου­λίες, που πι­στεύου­με πως προ­δί­δουν το συγ­γρα­φι­κό ύ­φος και ή­θος.
Προ­σθέ­τουν Πα­ράρ­τη­μα με δέ­κα κεί­με­να του Κου­τσια­μπα­σά­κου. Σύμ­φω­να με το Επί­με­τρο του Κώ­στα Κα­βα­νό­ζη, που ε­πέ­χει θέ­ση ει­σα­γω­γής στο Πα­ράρ­τη­μα, τα ο­κτώ ε­πι­λέ­γο­νται α­πό το η­λεκ­τρο­νι­κό μπλο­γκ μιας ε­ξα­με­λούς πα­ρέ­ας συ­νο­μη­λί­κων, με πρε­σβύ­τε­ρο τον Κου­τσια­μπα­σά­κο, γεν­νη­μέ­νο το 1965, και νεό­τε­ρο, τον Σπύ­ρο Γιαν­να­ρά, το 1972. Ενώ, δυο κεί­με­να εμ­φα­νί­ζο­νται ως συρ­ρα­φές. Φαί­νε­ται να τα έ­γρα­ψαν οι ε­πι­ζώ­ντες, α­να­κα­λώ­ντας κου­βέ­ντες του α­πο­θα­νό­ντος στις δια ζώ­σης συ­να­ντή­σεις της ο­μά­δας. Δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, ποια εί­ναι αυ­τά τα δυο. Πά­ντως, το προ­τασ­σό­με­νο, με τίτ­λο «Το κω­λα­ρά­κι», αλ­λά και το δεύ­τε­ρο στη σει­ρά, δεί­χνουν ε­κτός του δι­κού του α­φη­γη­μα­τι­κού κλί­μα­τος. Όπως και να έ­χει, τα κεί­με­να α­ξιο­λο­γού­νται α­πό τους ε­πι­με­λη­τές ως ε­φά­μιλ­λα των διη­γη­μά­των. Υπό­σχο­νται, μά­λι­στα, έκ­δο­ση του συ­νό­λου. Αν την πραγ­μα­το­ποιή­σουν, του­λά­χι­στον, ας προσ­διο­ρί­σουν ποια εί­ναι του Κου­τσια­μπα­σά­κου.
Με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­ρία προ­κα­λεί η ει­σα­γω­γή του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά. Κα­τ’ αρ­χήν, οι λαν­θα­σμέ­νες α­να­φο­ρές, ό­πως ό­τι τα κεί­με­να του Πα­ραρ­τή­μα­τος εί­ναι εν­νέα α­ντί για δέ­κα ή ό­τι ο Κου­τσια­μπα­σά­κος πέ­θα­νε σα­ρα­ντα­ε­πτά­χρο­νος α­ντί σα­ρα­ντα­εν­νιά­χρο­νος ή έ­στω σα­ρα­ντα­ο­χτά­χρο­νος, α­να­λό­γως με την η­με­ρο­μη­νία γεν­νή­σεως. Με­τά ο τρό­πος, που α­να­φέ­ρε­ται στους ο­μό­τε­χνούς του, δί­νει ε­ντύ­πω­ση α­φ’ υ­ψη­λού, σαν ο ί­διος να μην α­νή­κει στο σι­νά­φι τους. Επί­σης, ο τρό­πος, με τον ο­ποίο πα­ρου­σιά­ζει τον α­πο­βιώ­σα­ντα, ό­σο και να εί­ναι ει­λι­κρι­νής, λε­κτι­κά δεί­χνει υ­περ­βο­λι­κός. Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση, πως με­τα­θα­νά­τιες εκ­δό­σεις, ό­πως αυ­τή του Κου­τσια­μπα­σά­κου, ε­πι­βάλ­λουν πιο δια­κρι­τι­κή με­τα­χεί­ρι­ση. Κο­χλά­ζο­ντα συ­ναι­σθή­μα­τα και α­νε­ξέ­λε­γκτοι εν­θου­σια­σμοί η­θι­κού χρέ­ους πρέ­πει να φιλ­τρά­ρο­νται ε­πι­με­λώς. Σε α­ντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση, κα­τα­λή­γουν ζη­μιο­γό­να. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/10/2015.

Το κοίτασμα της γενέτειρας

Ηλίας Λ. Πα­πα­μό­σχος
«Η α­λε­πού της σκά­λας
και άλ­λες ι­στο­ρίες»
Εκδό­σεις Κί­χλη
Ιού­νιος 2015
 
Αι­σίως, τα ε­κα­τό­στι­σε ο Ηλίας Πα­πα­μό­σχος, με ά­κλει­στα τα πε­νή­ντα και πα­ρό­τι ξε­κί­νη­σε σχε­τι­κά αρ­γά, κο­ντά σα­ρα­ντά­ρης. Ανα­φε­ρό­μα­στε, προ­φα­νώς, στα διη­γή­μα­τά του, ει­δι­κό­τε­ρα, τα δη­μο­σιευ­μέ­να σε βι­βλίο, κα­θώς, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, με τα μπλο­γκ και τις λοι­πές η­λεκ­τρο­νι­κές α­ναρ­τή­σεις, τα δη­μο­σιο­ποιη­μέ­να μπο­ρεί να εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Καί­τοι μό­νι­μος κά­τοι­κος Κα­στο­ριάς, ε­δώ και σχε­δόν μία ει­κο­σα­ε­τία, κα­τόρ­θω­σε να σπά­σει το φράγ­μα του 0λύ­μπου, που αρ­κε­τούς Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες συγ­γρα­φείς, ι­δίως διη­γη­μα­το­γρά­φους, εί­χε α­να­κό­ψει στο πα­ρελ­θόν, και να εκ­δώ­σει πέ­ντε συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, μέ­σα σε έ­ντε­κα χρό­νια, σε τρεις εκ­δο­τι­κούς οί­κους, α­θη­ναϊκούς, δυο με­γά­λους και τον τρί­το, προ­σώ­ρας μι­κρό, αλ­λά με τη φή­μη ε­πί­λε­κτων εκ­δό­σεων. Η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή εί­ναι η πιο ο­λι­γο­σέ­λι­δη, αν και με­τρά 23 διη­γή­μα­τα. Όταν, προ τε­τρα­ε­τίας, σχο­λιά­ζα­με την τέ­ταρ­τη συλ­λο­γή, α­θροί­ζα­με λαν­θα­σμέ­να το σύ­νο­λο του τό­τε έρ­γου του σε 76 διη­γή­μα­τα, ε­νώ α­νερ­χό­ταν σε 77.
Η α­βλε­ψία εί­χε προ­κύ­ψει, για­τί στη­ρι­ζό­μα­στε στις σε­λί­δες των πε­ριε­χο­μέ­νων, ό­που, στο πρώ­το βι­βλίο, κα­τα­γρά­φο­νται 15 διη­γή­μα­τα α­ντί 16, κα­θώς πα­ρα­λεί­πε­ται το τε­λευ­ταίο, με τίτ­λο «Νό­στος». Σε αυ­τό, ο συγ­γρα­φέ­ας δη­λώ­νει ευ­θέως τον αυ­το­βιο­γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα των γρα­πτών του, ε­ξο­μο­λο­γού­με­νος τον δι­κό του νό­στο. “Γύ­ρι­σα στο γε­νέ­θλιο το­πίο, το διαυ­γές και γεν­ναιό­δω­ρο, που υ­πο­μο­νε­τι­κά τό­σα χρό­νια με πε­ρί­με­νε, φυ­λά­γο­ντας στο χώ­μα του τους πό­θους που δεν κάρ­πι­σαν αλ­λού...” Κα­τα­λη­κτι­κά, προ­σθέ­τει, “Την ευ­τυ­χία μου μη­ρυ­κά­ζω και πί­σω δεν κοι­τώ...” Υπερ­βάλ­λει ως προς την διάρ­κεια και το ε­πώ­δυ­νο της α­πο­δη­μίας του, κα­τα­πώς κά­νουν συ­νή­θως οι μυ­θο­πλά­στες. Μό­λις δώ­δε­κα χρό­νια κρά­τη­σε ο ξε­νι­τε­μός του, συ­νυ­πο­λο­γι­ζο­μέ­νων των σπου­δών. Κι ό­μως, σε συ­νέ­ντευ­ξη, προ τριε­τίας, εμ­μέ­νει: “Στην Αθή­να δη­μιούρ­γη­σα συν­θή­κες α­σφυ­ξίας. Ήξε­ρα πως το κοί­τα­σμα βρι­σκό­ταν στη γε­νέ­τει­ρα.”   

Γεω­λό­γος σπού­δα­σε ο Πα­πα­μό­σχος, πα­ρά τις εν­διά­με­σες αλ­λό­τριες α­πα­σχο­λή­σεις του, σε ε­πι­χει­ρή­σεις βι­βλίων και δερ­μά­των, θα θυ­μά­ται πως η συσ­σώ­ρευ­ση ο­ρυ­κτών κα­τάλ­λη­λων προς εκ­με­τάλ­λευ­ση πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ο­ρι­σμέ­να μό­νο στρώ­μα­τα γης. Του­τέ­στιν “το κοί­τα­σμα” κά­πο­τε σώ­ζε­ται. Εξαρ­χής, έ­τυ­χε ευ­νοϊκής κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής, που κα­τέ­λη­ξε ε­γκω­μια­στι­κή, κα­θώς πα­λαιό­τε­ροι μά­στο­ρες διη­γη­μα­το­γρά­φοι τού έ­δω­σαν το χρί­σμα, ο­πό­τε και οι νεό­τε­ροι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές α­νε­βά­ζουν τους τό­νους. Αυ­τή η ευ­θυ­νό­φο­βη τα­κτι­κή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της λο­γο­τε­χνι­κής κρι­τι­κής, ι­δίως τα τε­λευ­ταία χρό­νια, και δεί­χνει τον ε­τε­ρό­φω­το τρό­πο που γρά­φε­ται. Αυ­τό μπο­ρεί να το εκ­με­ταλ­λευ­θεί έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, που διαι­σθά­νε­ται πως η έ­μπνευ­σή του στραγ­γί­ζει. Όντας σί­γου­ρος πως δεν θα γί­νει α­ντι­λη­πτό, νο­θεύει ε­λα­φρώς την πρα­μά­τειά του με ό,τι του βρί­σκε­ται.
Ένας, ό­μως, που δια­θέ­τει λο­γο­τε­χνι­κή συ­νεί­δη­ση, δεν πρέ­πει να ε­φη­συ­χά­ζει, κα­θώς ο κίν­δυ­νος έκ­πτω­σης κα­ρα­δο­κεί, ι­δίως ό­ταν προ­σεγ­γί­ζει τα μο­λυ­σμέ­να α­θη­ναϊκά ύ­δα­τα. Με αυ­τό το σκε­πτι­κό, μέ­νει ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο ο Πα­πα­μό­σχος τα ε­κα­τό­στι­σε τα διη­γή­μα­τά του. Ή μή­πως η και­νού­ρια συλ­λο­γή α­πο­τε­λεί­ται μεν α­πό 23 σύ­ντο­μα πε­ζά, αλ­λά πο­λύ λι­γό­τε­ρα εί­ναι τα αν­τλη­μέ­να α­πό “το κοί­τα­σμα”. Προς κα­θη­σύ­χα­ση, ο συγ­γρα­φέ­ας πρό­σθε­σε το σύ­ντο­μο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου: “Αν κά­τι δέ­νει τις ι­στο­ρίες αυ­τού του βι­βλίου, σ’ έ­να βα­θύ­τε­ρο ε­πί­πε­δο, αυ­τό εί­ναι ο τό­πος... ” Μα ο τό­πος δέ­νει τις ι­στο­ρίες και των τεσ­σά­ρων προ­η­γού­με­νων βι­βλίων του. Για­τί, σε αυ­τό ει­δι­κά, υ­ψώ­νει ση­μαία την ε­ντο­πιό­τη­τα. Μας θυ­μί­ζει τους ι­διο­κτή­τες αυ­θαι­ρέ­των οι­κο­δο­μη­μά­των, που σπεύ­δουν, τε­λειώ­νο­ντας την κα­τα­πά­τη­ση, να α­ναρ­τή­σουν την γα­λα­νό­λευ­κη. Κα­τά τα άλ­λα, ο Πα­πα­μό­σχος φαί­νε­ται να θεω­ρεί, πως η γλώσ­σα, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση και το ύ­φος, αρ­κούν για να χα­ρα­κτη­ρι­στεί το πε­ζό, διή­γη­μα. Κι ό­μως, το διή­γη­μα εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αλλά οι σχοι­νο­τε­νείς ι­στο­ρίες, α­πό την μία, που σερ­βί­ρο­νται δί­κην διη­γή­μα­τος, και στο άλ­λο ά­κρο, το βά­φτι­σμα του οιου­δή­πο­τε σύ­ντο­μου πε­ζού, μέ­χρι και της μίας φρά­σης, σε μπον­ζάι διή­γη­μα, ό­που, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αμ­φό­τε­ρα μπο­ρεί να δια­θέ­τουν ύ­φος, μάλ­λον έ­χουν θο­λώ­σει  την πε­ρί διη­γή­μα­τος α­ντί­λη­ψη. Όπως και να έ­χει, αυ­τήν τη φο­ρά, δεν α­να­φέ­ρε­ται στο ο­πι­σθό­φυλ­λο ως τό­πος η Κα­στο­ριά, αλ­λά πιο αό­ρι­στα, πως “η πυ­ξί­δα των ι­στο­ριών ση­μα­δεύει τον βορ­ρά.”
Από τα πε­ζά της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, που πι­στεύου­με ό­τι δια­φο­ρο­ποιού­νται, εί­ναι και τα 13 που εί­χαν πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση σε έ­ντυ­πο. Και στις προ­η­γού­με­νες συλ­λο­γές, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες, που έ­χουν πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις. Ξε­κι­νούν α­πό την ε­φη­με­ρί­δα «Οδός» της Κα­στο­ριάς, ε­νώ, α­πό την τρί­τη συλ­λο­γή, προ­στί­θε­νται δη­μο­σιεύ­σεις σε έ­να θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο πε­ριο­δι­κό και τρία α­θη­ναϊκά. Στην πρό­σφα­τη, υ­πάρ­χουν δη­μο­σιεύ­σεις, ε­πι­προ­σθέ­τως, σε δυο α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες. Αυ­τές έ­χουν τον δια­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα ε­νός κα­τά πα­ραγ­γε­λία κει­μέ­νου. Λ.χ., το κα­τα­λη­κτι­κό διή­γη­μα δη­μο­σιεύ­θη­κε σε ει­δι­κή έκ­δο­ση ε­φη­με­ρί­δας για το Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο του 2013, η ο­ποία έ­χει τον τίτ­λο, «Μή­τηρ Θε­ού, μη­τέ­ρα των αν­θρώ­πων». Οκτώ άλ­λα δη­μο­σιεύ­τη­καν στη στή­λη με “πρω­τό­τυ­πα σύ­ντο­μα κεί­με­να” που κρα­τού­σε ο συγ­γρα­φέ­ας το 2011 σε έν­θε­το έ­τε­ρης ε­φη­με­ρί­δας. Σε αυ­τά, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πα­νέρ­χε­ται στα θέ­μα­τα των διη­γη­μά­των του, ό­πως τα κυ­νή­για ή τα πά­θη της για­γιάς. Δια­φέ­ρει, ό­μως, η α­φή­γη­ση. Λεί­πει το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πει­σι­θά­να­το κλί­μα, που α­πο­τε­λεί α­να­γνω­ρι­στι­κό στοι­χείο των διη­γη­μά­των του. Σαν να γί­νο­νται πα­ρα­χω­ρή­σεις μην και χα­λά­σει η διά­θε­ση του α­να­γνώ­στη ε­φη­με­ρί­δας. Επι­πλέ­ον, ε­κεί­να της μό­νι­μης στή­λης συ­χνά ε­πι­διώ­κουν κά­ποιον ε­πι­και­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ε­νώ προσ­δί­δουν δι­δα­κτι­κή χροιά στο δέ­σι­μο του μύ­θου, ε­πι­στρα­τεύο­ντας, προς έμ­φα­ση, α­πο­φθεγ­μα­τι­κές φρά­σεις.
Ει­δι­κά, το ε­πε­τεια­κό του Δε­κα­πε­νταύ­γου­στου τεί­νει προς μια “πρό­ζα που πά­ει να χο­ρέ­ψει”, μα­κράν “της πυ­κνό­τη­τας του ποιη­τι­κού λό­γου”.  Αλλά και με­ρι­κά α­πό τα α­νέκ­δο­τα, ό­πως το ο­μό­τιτ­λο, που, σε έ­να κρε­σέ­ντο ζωο­φι­λίας, προ­σθέ­τει έ­ναν α­κό­μη τίτ­λο με α­λε­πού­δες, αυ­τή “στη σκά­λα”, ε­νώ η προ­η­γού­με­νη, του Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη, εί­ναι “στην πλα­γιά”. “Ο Σε­φέ­ρης εί­ναι για μέ­να σχο­λείο. Εί­ναι έ­να χει­ρουρ­γείο της γλώσ­σας”, έ­χει δη­λώ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας σε συ­νέ­ντευ­ξή του. Ο Σε­φέ­ρης, λοι­πόν, έ­χει α­πο­φαν­θεί, πως πα­ρό­μοια πρό­ζα εί­ναι “κα­κή πρό­ζα”. Μπο­ρεί να έ­χει δί­κιο ο ποιη­τής, ται­ριά­ζει, ω­στό­σο, σε έ­να κεί­με­νο α­φιε­ρω­μέ­νο στην Κοί­μη­ση της Θε­ο­τό­κου, ή στη νε­κρο­λο­γία α­γα­πη­τής φί­λης, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Κο­τσύ­φι» και εί­ναι το έ­να α­πό τα δυο κεί­με­να τα δη­μο­σιευ­μέ­να στην κα­στο­ρια­νή ε­φη­με­ρί­δα. Σε αυ­τό, ο α­φη­γη­τής, κα­θώς προ­σπα­θεί να συ­νται­ριά­σει τις ρο­διές με τον μύ­θο της Περ­σε­φό­νης, πα­ραλ­λάσ­σο­ντας και συ­μπλη­ρώ­νο­ντας τον μύ­θο του κό­τσυ­φα, φαί­νε­ται σαν να δο­κι­μά­ζε­ται α­φη­γη­μα­τι­κά. Κά­τι, που γί­νε­ται εμ­φα­νέ­στε­ρο στην κα­τα­κλεί­δα του διη­γή­μα­τος, ό­που και δυ­σκο­λεύε­ται να δέ­σει τα πα­ρά­ται­ρα ευ­ρή­μα­τα. Η ο­πτι­κή αλ­λά­ζει, με την α­φιέ­ρω­ση του κει­μέ­νου, “στη Νέ­νη Τσα­δή­λα”, και την η­με­ρο­μη­νία δη­μο­σίευ­σης, 5/2/2015. Σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κη του συγ­γρα­φέα η Ελέ­νη Τσα­δή­λα, η­θο­ποιός, σκη­νο­θέ­τις, κυ­ρίως  δη­μιουρ­γός του Πο­λι­τι­στι­κού Συλ­λό­γου «Το σπα­σμέ­νο ρό­δι», α­πε­βίω­σε, μό­λις συ­μπλη­ρω­μέ­να τα πε­νή­ντα, στις 15/1/2015.
Ο Πα­πα­μό­σχος συ­νη­θί­ζει α­φιε­ρώ­σεις και μό­το. Μέ­χρι που υ­πάρ­χει και μό­νι­μος, σε κά­θε συλ­λο­γή, α­πο­δέ­κτης α­φιε­ρω­μα­τι­κού διη­γή­μα­τος. Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, αν δεν σφάλ­λου­με, οι α­φιε­ρώ­σεις δεί­χνουν προς Κα­στο­ρια­νούς. Για τα μό­το, προ­τι­μά ξέ­νους συγ­γρα­φείς και α­πό Έλλη­νες, μό­νο ποιη­τές. Στην πρό­σφα­τη, τα δυο μό­το, με στί­χους α­πό το «ΥΓ.» του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, ση­μα­το­δο­τούν εμ­μέ­σως ως σκη­νι­κό χώ­ρο των διη­γη­μά­των την Θεσ­σα­λο­νί­κη, ε­νώ ο κυ­ρίως κορ­μός μέ­νει ε­ντός της γε­νέ­θλιας πε­ρι­μέ­τρου. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, προ­βλέ­πε­ται μό­το για ο­λό­κλη­ρη τη συλ­λο­γή, αλ­λά ό­χι κά­τι η­χη­ρό, ό­πως το α­πό­φθεγ­μα α­πό την “βί­βλο” των Τα­οϊστών του πρώ­του βι­βλίου, ού­τε ε­μπει­ρί­κειο, ό­πως στο τρί­το. Πρό­κει­ται για δά­νεια φρά­ση α­πό διή­γη­μα Κα­στο­ρια­νού, του Γιώρ­γου Γκο­λο­μπία. Στο σχο­λια­σμό της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, με α­φορ­μή το ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα, «Ο μυς της καρ­διάς», που έ­χει ως θέ­μα τον ο­δυ­νη­ρό θά­να­το “του φί­λου του Γιώρ­γου”, πα­ρα­τη­ρού­σα­με πως θα α­να­με­νό­ταν να τον ο­νο­μα­τί­ζει. Εί­χε προ­η­γη­θεί, στην τρί­τη συλ­λο­γή, έ­να α­φιε­ρω­μέ­νο σε ε­κεί­νον διή­γη­μα, «Τούρ­τα τάρ­τα», α­πό ε­κεί­να τα λι­γο­στά εύ­θυ­μα, με τις μι­κρο­α­πο­λαύ­σεις, τα χού­για και τα πά­θη για­γιά­δων και παπ­πού­δων.
Με το μό­το της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, ε­ξο­φλεί τα δά­νεια α­πό το φί­λο του, ό­πως, με­τα­ξύ άλ­λων, οι γε­ρό­ντισ­σες, αλ­λά και η βα­ριά, λι­μναία α­τμό­σφαι­ρα. Τα ε­ξο­φλεί ή μή­πως, τα δι­καιο­λο­γεί, κα­θώς, με το μό­το, φαί­νε­ται να διεκ­δι­κεί με­ρί­διο: “Μπο­ρεί ό­μως κι α­πό μό­νος μου να ή­ξε­ρα την ι­στο­ρία.” Αυ­τό, πά­ντως, θα ή­ταν πλη­ρέ­στε­ρο, με α­να­φο­ρά του συ­γκε­κρι­μέ­νου διη­γή­μα­τος, «Το άρ­ρω­στο σπί­τι», α­πό το ο­ποίο έ­χει αν­τλη­θεί. Εί­ναι έ­να α­πό τα ε­πτά διη­γή­μα­τα της μίας και μο­να­δι­κής, με­τα­θα­νά­τιας συλ­λο­γής, που α­πέ­κτη­σε ο Γκο­λο­μπίας, με τίτ­λο, «Ψά­χνο­ντας το χρυ­σά­φι». Εκεί, θα πρέ­πει να το διά­βα­σε ο Πα­πα­μό­σχος. Αν και η πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή του εί­ναι στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Το Πα­ρα­μι­λη­τό», χει­μώ­νας 1988-89. Μό­λις πέ­ντε χρό­νια δια­φο­ρά η­λι­κίας έ­χουν ο Γκο­λο­μπίας και ο Πα­πα­μό­σχος, ό­μως υ­πάρ­χει αι­σθη­τή δια­φο­ρά. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό, πως ο Γκο­λο­μπίας και δυο-τρεις φί­λοι της γε­νιάς του ’80, για να εκ­φρα­στούν, έ­φτια­ξαν «Το Πα­ρα­μι­λη­τό», ε­νώ ο Πα­πα­μό­σχος, ο Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος και τέσ­σε­ρις α­κό­μη, ό­λοι πρω­το­εμ­φα­νι­σθέ­ντες μέ­σα στη πρώ­τη δε­κα­ε­τία του 21ου συ­γκρό­τη­σαν “μια κλει­στή η­λεκ­τρο­νι­κή πα­ρέα σε έ­να μπλο­γκ”.
Στον Κου­τσια­μπα­σά­κο, ό­μως, θα ε­πα­νέλ­θου­με. Σε α­πό­στα­ση η­με­ρών, εί­χαν εκ­δώ­σει την πρώ­τη συλ­λο­γή τους ο Κου­τσια­μπα­σά­κος και ο Πα­πα­μό­σχος, Φεβ.-Μάρ. 2004, σε μι­κρή α­πό­στα­ση και την τε­λευ­ταία, Μάρ.-Ιούν. 2015. Μό­νο που για τον πρώ­το, ή­ταν με­τα­θα­νά­τια έκ­δο­ση, φρο­ντί­δα δυο φί­λων, ό­πως και ε­κεί­νη του Γκο­λο­μπία. Κα­τά σύ­μπτω­ση, με ε­πτά διη­γή­μα­τα την εί­χε ο­ρί­σει ο Κου­τσια­μπα­σά­κος, πριν την σώ­σει σε “φά­κε­λο”. Και σε αυ­τόν α­φιε­ρώ­νει διή­γη­μα ο Πα­πα­μό­σχος, το συ­ντο­μό­τε­ρο της συλ­λο­γής, μό­λις έ­ντε­κα σει­ρές, με τίτ­λο, «Η ζωή εί­ναι». Κρυ­πτι­κό: στο γρα­φείο των χει­ρούρ­γων, σε γυά­λα μια έ­κτο­πη κύη­ση, στον μαυ­ρο­πί­να­κα, σχε­δια­σμέ­νη μια μή­τρα με τη συ­νο­δευ­τι­κή  φρά­ση, “η ζωή εί­ναι ο ψαλ­μός 129”, δη­λα­δή η «Ωδή των α­να­βαθ­μών», “…ήλ­πι­σεν η ψυ­χή μου ε­πί τον Κύ­ριον α­πό φυ­λα­κής πρωίας μέ­χρι νυ­κτός...” Έμμε­ση μνεία της πε­ρι­πέ­τειας, που πέ­ρα­σαν και οι δυο σε νο­σο­κο­μείο, α­πό ό­που μό­νο ο έ­νας ε­ξήλ­θε.
Μπο­ρεί το διή­γη­μα να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται μπον­ζάι, πά­ντως, εί­ναι έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, ό­που ξε­χω­ρί­ζουν πε­ρί τα δέ­κα, που πο­λιορ­κούν το ί­διο πά­ντο­τε θέ­μα, το τρί­πτυ­χο, αρ­ρώ­στια-θά­να­τος-πέν­θος. Ο συγ­γρα­φέ­ας σκια­γρα­φεί πρό­σω­πα, με μέ­λη­μα να πε­ρι­γρά­ψει, μέ­σα α­πό τη δι­κή τους  ο­δύ­νη, τον πα­νι­κό “που του ορ­γώ­νει την κοι­λιά”. Μό­νο για την α­σθέ­νεια και τον θά­να­το της Νέ­νης Τσα­δή­λα, κα­τα­φεύ­γει στους μύ­θους. Πι­θα­νώς να συμ­βάλ­λει η δη­μο­σίευ­ση του κει­μέ­νου στην ε­φη­με­ρί­δα του τό­που τους.
Θα μπο­ρού­σε, ω­στό­σο, να ε­μπνευ­στεί μία ι­στο­ρία για το συ­να­πά­ντη­μά της με τον Γκο­λο­μπία. Δι­κή της ι­δέα ή­ταν η με­τα­μόρ­φω­ση ε­νός διη­γή­μα­τος του Γκο­λο­μπία σε θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση. Χά­ρις σε ε­κεί­νη το διή­γη­μα, «Ο ά­γιος Ζα­μπλα­κάς», που εί­χε πα­ρα­λη­φθεί στη συλ­λο­γή, βγή­κε α­πό το πε­ρι­θώ­ριο, το χά­ρη­καν οι Κα­στο­ρια­νοί σε πα­ρά­στα­ση και με­τά, σε βι­βλιά­ριο. Ήταν ε­κεί­νοι οι δυο πρόω­ρα α­πο­χω­ρή­σα­ντες, που εί­χαν εκ­φρά­σει την α­ντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τά τους και με αυ­τό το “ά­τα­κτο” διή­γη­μα, πλα­σμέ­νο “α­πό πα­ρα­μύ­θι του λα­ού”. Πιο κομ­φορ­μι­στές οι ε­πι­ζώ­ντες, μέ­νουν στους κα­τη­χη­τι­κούς μύ­θους. Στο βι­βλίο του Πα­πα­μό­σχου, μό­νο “πε­τει­νοί λα­λί­στα­τοι” ζευ­γα­ρώ­νουν, μό­νο “λι­βε­λού­λες” φτά­νουν στον “ε­ρω­τι­κό πα­ρο­ξυ­σμό”. Εί­θε, μέ­χρι να τα ε­κα­το­στί­σει, ο­λί­γον να τα αρ­τύ­σει κι ας α­μαρ­τή­σει.
 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
 
Φωτογραφία: Λιβελούλες σε στιγμή συνεύρεσης.
 
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/9/2015.