Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Ο Εμφύλιος μόνο ως μυθιστόρημα



Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός
«Ανά­πλους»
Μυ­θι­στό­ρη­μα
Εκδό­σεις 
Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας
Μάρ­τιος 2012

Ο Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός, σε συ­νέ­ντευ­ξη, με α­φορ­μή το πρό­σφα­το βι­βλίο του, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται πως γρά­φο­ντας ό­σα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά γρά­φει και με τον τρό­πο που τα γρά­φει, κυ­νη­γά την α­θα­να­σία του.  Η δια­τύ­πω­ση  γεν­νά αυ­τό­μα­τα τον α­ντί­λο­γό της, α­φού την α­θα­να­σία του, την έ­χει ή­δη διτ­τά κα­τα­κτή­σει. Εξ ο­ρι­σμού, ως μέ­λος της Ακα­δη­μίας, και εξ α­ντι­κει­μέ­νου, με 14 βι­βλία στη διάρ­κεια 50 ε­τών. Δεν θα την κρί­νει λοι­πόν, το δέ­κα­το πέ­μπτο, α­σχέ­τως αν εκ­δό­θη­κε σε γε­νέ­θλιο έ­τος πε­ρά­σμα­τος σε νέα δε­κα­ε­τία του βίου ή αν έ­χει πιο εμ­φα­νή αυ­το­βιο­γρα­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Όσο για τη γνω­στή ρή­ση, τα ύ­στε­ρα κρί­νουν τα πρό­τε­ρα του αν­δρός, αυ­τή δεν ι­σχύει για το δη­μιουρ­γι­κό έρ­γο ε­νός λο­γο­τέ­χνη. Εί­θι­σται να την ε­πι­κα­λού­νται για ζη­τή­μα­τα που α­φο­ρούν την η­θι­κή στά­ση κά­ποιου. Απο­κα­λύ­ψεις για το ποιόν ε­νός συγ­γρα­φέα μπο­ρεί μεν να ε­πη­ρεά­ζουν τη φή­μη του, αλ­λά μό­νο σε βρα­χυ­χρό­νια κλί­μα­κα. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Γκύ­ντερ Γκρας, ό­ταν, προ ε­ξα­ε­τίας, ε­ξέ­δω­σε έ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κό βι­βλίο.     
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, οι βίοι Γκρας και Βαλ­τι­νού βαί­νουν πα­ράλ­λη­λα, με δια­φο­ρά η­λι­κίας μια πε­ντα­ε­τία. Στα τριά­ντα τους εκ­δί­δουν τα πε­ζά που τους κα­θιε­ρώ­νουν και με τα ο­ποία το­πο­θε­τού­νται ι­δε­ο­λο­γι­κά στη συ­νεί­δη­ση του κοι­νού («Τε­νε­κε­δέ­νιο τα­μπούρ­λο»-«Κά­θο­δος των εν­νιά»). Σε αυ­τά α­να­φέ­ρο­νται σε κρί­σι­μες ι­στο­ρι­κές πε­ριό­δους, στη­ρι­ζό­με­νοι και στα βιώ­μα­τά τους. Κα­τά μια ά­πο­ψη, α­πο­κα­λύ­πτουν ό­σα μπο­ρεί να α­πο­δεχ­θεί το πο­λι­τι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό κλί­μα της ε­πο­χής. Πε­νή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εκ­δί­δουν βι­βλία, στα ο­ποία ε­πι­λέ­γουν τη λο­γο­τε­χνι­κή φόρ­μα της αυ­το­βιο­γρά­φη­σης, ώ­στε να μπο­ρούν να εκ­φρα­στούν ευ­κο­λό­τε­ρα για ό­σα εί­χαν μεί­νει κρυμ­μέ­να («Ξε­φλου­δί­ζο­ντας το κρεμ­μύ­δι»-«Ανά­πλους»). Τώ­ρα φαί­νε­ται να πι­στεύουν ό­τι το ε­πι­τρέ­πει το κλί­μα, που έ­χει αλ­λά­ξει, έ­χο­ντας σε αυ­τό συμ­βάλ­λει και οι ί­διοι με τα βι­βλία τους. Βε­βαίως, εν­δια­μέ­σως, ο Γκρας πή­ρε το 1999 το Νό­μπε­λ, ε­νώ ο Βαλ­τι­νός δεν το πή­ρε το 2004, αλ­λά ού­τε και νυμ­φεύ­θη­κε δις. Ως γνω­στόν, πα­ρό­μοια γε­γο­νό­τα κρέ­μο­νται κα­τά πο­λύ α­πό τις συ­γκυ­ρίες. Για πα­ρά­δειγ­μα, θυ­μί­ζου­με ό­τι το 2004 η Εται­ρεία Ελλή­νων Λο­γο­τε­χνών πρό­τει­νε για το Νό­μπελ έ­ναν άλ­λο Αρκά­δα, τον ποιη­τή Ηλία Σι­μό­που­λο. Από ό­σο γνω­ρί­ζου­με, άλ­λη πρό­τα­ση α­πό ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς δεν υ­πήρ­ξε.         
Συ­μπτω­μα­τι­κά, το πρό­σφα­το βι­βλίο του Βαλ­τι­νού αρ­χί­ζει με χρο­νι­κή α­να­φο­ρά στο 2004. Τό­τε η Ευ­γε­νία Φα­κί­νου του έ­δω­σε 17 γρα­πτές ε­ρω­τή­σεις για έ­να κα­λο­και­ρι­νό α­φιέ­ρω­μα της ε­φη­με­ρί­δας «Το Βή­μα», στο ο­ποίο θα συμ­με­τεί­χαν ο­κτώ συγ­γρα­φείς. Εδώ, ο Βαλ­τι­νός ε­πα­να­λαμ­βά­νει το μυ­θο­πλα­στι­κό ά­νοιγ­μα, που εί­χε ε­πι­νοή­σει στο προ­η­γού­με­νο πε­ζό, «Ο τε­λευ­ταίος Βαρ­λά­μης». Δη­λα­δή, εκ­κι­νεί και πά­λι α­πό δη­μο­σιεύ­μα­τα σχε­τι­κά με την ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία. Μό­νο που ε­κεί δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­λη­θο­φα­νές, κα­θώς ε­μπλέ­κει το πε­ριο­δι­κό «Νέα Εστία» και τον εκ­δό­τη του. Σε α­ντί­θε­ση με την Φα­κί­νου, που την γνω­ρί­ζου­με στο ρό­λο του συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νου. Κι ό­μως, το πρώ­το εί­ναι  ε­πι­νο­η­μέ­νο και το δεύ­τε­ρο πραγ­μα­τι­κό. Μέ­νει ζη­τού­με­νη η δρα­στι­κό­τη­τα αυ­τού του παί­γνιου μιας πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ό­που μό­νο ο ε­ξοι­κειω­μέ­νος με το θέ­μα α­να­γνώ­στης α­ντι­λαμ­βά­νε­ται την τρο­πο­ποιη­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση. Ο α­νυ­πο­ψία­στος πα­ρα­σύ­ρε­ται α­πό αυ­τό το έ­ντε­χνο α­φη­γη­μα­τι­κό photoshop και έ­τσι δη­μιουρ­γεί τις παρ­θε­νι­κές του ει­κό­νες για πρό­σω­πα και συμ­βά­ντα. Η ει­σα­γω­γή ε­παυ­ξά­νε­ται με μια πλέ­ον πε­ρί­τε­χνη προ­σθή­κη, η ο­ποία και παίρ­νει τη μορ­φή πλαι­σίου, κα­θώς προ­βλέ­πε­ται και ε­πι­λο­γι­κό ση­μείω­μα. 
Οι 17 ε­ρω­τή­σεις της Φα­κί­νου χρη­σι­μεύουν σαν μπού­σου­λας σε μια προ­φο­ρι­κή συ­νέ­ντευ­ξη 307 ε­ρω­τή­σεων, ε­ξαώ­ρου διάρ­κειας, που δί­νε­ται σε με­τα­πτυ­χια­κή φοι­τή­τρια. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα με­τά τα «Φτε­ρά μπε­κά­τσας» με α­μι­γή δια­λο­γι­κή φόρ­μα, σε α­πό­στα­ση ει­κο­σα­ε­τίας. Ξε­κι­νώ­ντας, ο συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος την χα­ρα­κτη­ρί­ζει συ­ζή­τη­ση και δί­νει στην φοι­τή­τρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας συ­νο­μι­λή­τριας εν­δια­φέ­ρου­σας, α­κό­μη και για έ­να ε­ρω­τι­κό παι­χνί­δι­σμα. Στη συ­νέ­χεια, ό­μως, πε­ριο­ρί­ζει την η­ρωί­δα του σε διευ­κο­λυ­ντι­κές για ό­σα ε­πι­θυ­μεί να α­φη­γη­θεί ε­ρω­τή­σεις ή και σε ε­πι­γραμ­μα­τι­κές δια­πι­στώ­σεις. Ού­τε στο ε­ρω­τι­κό μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος φαί­νε­ται να την χρη­σι­μο­ποιεί. Κα­θί­στα­ται έ­τσι α­νε­νερ­γή η ε­ντυ­πω­σια­κή κα­τά­λη­ξη, η ο­ποία αυ­το­νο­μεί­ται στην α­κρο­τε­λεύ­τια σε­λί­δα της α­φή­γη­σης,  σε θέ­ση δη­λα­δή σύ­ντο­μου ε­πι­λό­γου, δεί­χνο­ντας σαν έ­να α­πρό­βλε­πτο κρε­σέ­ντο, χω­ρίς προ­η­γού­με­νη κλι­μά­κω­ση της έ­ντα­σης ή έ­στω κά­ποια υ­παι­νι­κτι­κή προ­ει­δο­ποίη­ση. Κα­τά τα άλ­λα, οι προ­βλέ­ψι­μες ε­ρω­τή­σεις της και οι κά­πο­τε α­φε­λείς α­ντι­δρά­σεις της δια­τη­ρούν έ­ναν βε­βια­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα, ό­πως σε συ­νέ­ντευ­ξη νιό­βγαλ­της δη­μο­σιο­γρά­φου και ό­χι με­λε­τή­τριας που “έ­χει δια­βά­σει τα πά­ντα, α­πό και για σέ­να”, ό­πως του την έ­χει συ­στή­σει ο ε­πο­πτεύων κα­θη­γη­τής της.   
Εδώ, ο Βαλ­τι­νός α­να­κα­τώ­νει, ό­πως το συ­νη­θί­ζει, έ­ναν φί­λο. Τον ποιη­τή Μί­μη Σου­λιώ­τη, κα­θη­γη­τή Νέ­ας Ελλη­νι­κής Φι­λο­λο­γίας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νίας. Δεν τον ε­πι­λέ­γει τυ­χαία. Μια ε­βδο­μά­δα με­τά τη δη­μο­σίευ­ση της συ­νέ­ντευ­ξής του στην Φα­κί­νου, στην ί­δια ε­φη­με­ρί­δα, δη­μο­σιεύ­τη­κε άρ­θρο του Σου­λιώ­τη υ­πε­ρα­σπι­στι­κό του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Ορθο­κω­στά» και εν γέ­νει του έρ­γου του, το­νί­ζο­ντας ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν α­πό τους κα­λύ­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους μας. Θυ­μί­ζου­με ό­τι αυ­τός, με την υ­πο­στή­ρι­ξη του Βαλ­τι­νού, ε­νέ­τα­ξε προ τριε­τίας, για πρώ­τη φο­ρά στα κα­θ’ η­μάς, τα σε­μι­νά­ρια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής σε με­τα­πτυ­χια­κό πρό­γραμ­μα σπου­δών. Επί­σης, στο μι­κρό ό­νο­μα της φοι­τή­τριας, λαν­θά­νει α­να­φο­ρά σε μια φί­λη α­πό τα πα­λιά του συγ­γρα­φέα. Το ό­νο­μα εί­ναι Κρί­στα και στον συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νο θα πρέ­πει να θυ­μί­ζει, ό­πως δεί­χνει ο τρό­πος που προ­φέ­ρει το ό­νο­μά της, την Κρί­στα Βολφ. Η πρώ­τη με­τά­φρα­ση βι­βλίου της έ­γι­νε χά­ρις στο Βαλ­τι­νό α­πό τον με­τα­φρα­στή του στα γερ­μα­νι­κά, τον συγ­γρα­φέα Θω­μά Νι­κο­λά­ου, άλ­λο­τε πο­τέ α­νταρ­τό­που­λο, με­γα­λω­μέ­νο στην Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία. Ήταν η «Κασ­σάν­δρα», το 1986. Συ­μπτω­μα­τι­κά, η Βολφ α­πε­βίω­σε την 1η Δεκ. 2011, ό­ταν ο πρό­λο­γος θα πρέ­πει να εί­χε γρα­φτεί. 
Μό­νο που το ό­νο­μα της φοι­τή­τριας δεν εί­ναι ξε­νό­φερ­το αλ­λά ελ­λη­νι­κό­τα­το. Γρά­φε­ται με ύ­ψι­λον και ο­φεί­λε­ται στη για­γιά της: την  Κρυ­στάλ­λω ή και Κρυ­σταλ­λέ­νια, έ­να α­πό τα πολ­λά πα­ρω­νύ­μια της Πα­να­γίας. Ού­τε, ό­μως, το ε­πί­θε­το της φοι­τή­τριας ε­πι­λέ­γε­ται τυ­χαία. Εί­ναι αμ­φί­ση­μο. Ονο­μά­ζε­ται Στρα­τή­γη και ο συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος σπεύ­δει να διευ­κρι­νί­σει ό­τι πρό­κει­ται για “α­πλή συ­νω­νυ­μία με τον μι­νό­ρε ποιη­τή των αρ­χών του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να”. Εννο­εί τον Γεώρ­γιο Στρα­τή­γη, μάλ­λον του προ­πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, κι ας α­πε­βίω­σε το 1938. Δεν συ­μπλη­ρώ­νει, ω­στό­σο, ό­τι εί­ναι κο­ντο­χω­ρια­νός του. Εκεί­νος, ό­μως, α­πό τα χω­ριά της νό­τιας Κυ­νου­ρίας, της Τσα­κω­νιάς. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­πό την Κα­στά­νι­τσα, “το τε­λευ­ταίο χω­ριό στις α­να­το­λι­κές λα­γό­νες του Πάρ­νω­να”, κα­τά την ποιη­τι­κή προ­σω­πο­ποίη­ση του βου­νού α­πό τον ί­διο τον Βαλ­τι­νό. Ο Στρα­τή­γης, πά­ντως, δεν φρό­ντι­ζε για τη δι­κή του α­θα­να­σία αλ­λά γι’ αυ­τήν της τσα­κω­νι­κής, ό­πως δεί­χνει το διή­γη­μά του «Α Τσου­ράν­να», γραμ­μέ­νο στο το­πι­κό ι­διό­λε­κτο. 
Ο σκο­πός της συ­νέ­ντευ­ξης εί­ναι να συ­ναχ­θεί υ­λι­κό για τη δια­τρι­βή της φοι­τή­τριας, που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται σε συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο του Βαλ­τι­νού. Δεν πρό­κει­ται, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, για τα δυο γνω­στό­τε­ρα βι­βλία του, που α­ντα­να­κλούν την Ιστο­ρία της δε­κα­ε­τίας του ’40, «Κά­θο­δος των εν­νιά» και «Ορθο­κω­στά». Γι’ αυ­τά πρό­λα­βαν με­λε­τή­τριες του ε­ξω­τε­ρι­κού. Για την Θεσ­σα­λο­νι­κιά φοι­τή­τρια έ­μει­νε έ­να διή­γη­μα, το «Εθι­σμός στη Νι­κο­τί­νη», δη­μο­σιευ­μέ­νο για πρώ­τη φο­ρά, Φεβ. 1979. Ου­δό­λως, ω­στό­σο, ευ­κα­τα­φρό­νη­το, ό­πως σπεύ­δει να το­νί­σει ο συγ­γρα­φέ­ας. “Ο Πό­λε­μος, η Κα­το­χή και ο Εμφύ­λιος μέ­σα α­πό τα μά­τια ε­νός παι­διού που ε­πρό­κει­το να ε­ξε­λιχ­θεί σε συγ­γρα­φέ­α”.  Μό­νο που, σύμ­φω­να με αυ­τήν τη διευ­κρί­νι­ση, οι α­πα­ντή­σεις του ε­νή­λι­κα θα ε­πι­κε­ντρω­θούν σε ό­σα ε­κεί­νο το παι­δί α­ντι­λή­φθη­κε. Εκ προοι­μίου, λοι­πόν, αν ό­ντως υ­πάρ­χουν προ­θέ­σεις αυ­το­βιο­γρα­φι­κές και ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κές, θα χρεια­στούν συ­μπλη­ρω­μα­τι­κοί τό­μοι. 
Ο Βαλ­τι­νός, σε άλ­λη συ­νέ­ντευ­ξή του σχε­τι­κή με το πρό­σφα­το βι­βλίο, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι πρό­κει­ται για “αυ­το­α­ναι­ρού­με­νη αυ­το­βιο­γρα­φι­κή ι­στο­ρία”. Πράγ­μα­τι, η α­ναί­ρε­ση υ­πάρ­χει ή­δη στο ε­ξώ­φυλ­λο, ό­που τον τίτ­λο συ­νο­δεύει ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός μυ­θι­στό­ρη­μα. Θα πρέ­πει, βε­βαίως, να λη­φθεί υ­π’ ό­ψη ό­τι ο Βαλ­τι­νός εί­ναι υ­πο­στη­ρι­κτής της ά­πο­ψης ό­τι ό­λα εί­ναι α­φή­γη­ση. Λ.χ., πι­στεύει ό­τι τον Εμφύ­λιο θα πρέ­πει να τον δια­βά­σου­με σαν μυ­θι­στό­ρη­μα. Για την α­κρί­βεια, ό­χι ε­μείς –κα­τα­πώς πι­στεύει, εί­ναι νω­ρίς α­κό­μη– αλ­λά τα δι­σέγ­γο­να ό­σων συμ­με­τεί­χαν. Όσο για τον τίτ­λο, διευ­κρι­νί­ζει ό­τι εν­νο­εί έ­ναν “α­νά­πλου προς το έρ­γο του”. Αυ­τό ξε­κα­θα­ρί­ζε­ται, για να μην υ­πάρ­ξει πα­ρα­νό­η­ση και ε­κλη­φθεί ό­τι ση­μαί­νει τον πλου ε­νά­ντια στους α­νέ­μους. Αντι­θέ­τως, γι’ αυ­τόν τον “α­νά­πλου” φαί­νε­ται να εκ­με­ταλ­λεύε­ται τον ού­ριο ά­νε­μο της με­τα­νεω­τε­ρί­ζου­σας ε­πο­χής. Όπως πα­ρα­τη­ρεί στη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή πλέ­ον συ­νέ­ντευ­ξη, στα πε­ζά του κα­τά και­ρούς αυ­το­λο­γο­κρί­θη­κε. Κι αυ­τό, λό­γω “ψυ­χο­λο­γι­κής δυ­σκο­λίας να πεις την α­λή­θεια για ό­σα ξέ­ρεις, ό­ταν η κρα­τού­σα ε­ντύ­πω­ση εί­ναι α­ντί­θε­τη”. 
Πι­στεύου­με ό­τι ο Βαλ­τι­νός δεν εν­νο­εί τό­σο την κυ­ριαρ­χού­σα ε­ντύ­πω­ση ε­νός ευ­ρύ­τε­ρου κοι­νού, ό­σο τις α­πό­ψεις μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης κοι­νό­τη­τας α­πό ε­παΐο­ντες και λο­γο­τέ­χνες, στην ο­ποία έ­νας συγ­γρα­φέ­ας φι­λο­δο­ξεί να α­νή­κει. Ανά­λο­γα με τη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, δεν αλ­λά­ζουν μό­νο οι α­πό­ψεις ε­νός συγ­γρα­φέα, αλ­λά και η κοι­νό­τη­τα, στην ο­ποία προ­σβλέ­πει, και μα­ζί της, η θέ­ση την ο­ποία κα­τέ­χει ε­ντός της. Για πα­ρά­δειγ­μα, ό­σο α­φο­ρά τον Βαλ­τι­νό, το 1963, που δη­μο­σιεύε­ται «Η κά­θο­δος των εν­νιά», το στίγ­μα το δί­νει ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης και ό­χι η ο­μά­δα του πε­ριο­δι­κού «Επο­χές». Αντί­στοι­χα, το 1979, που δη­μο­σιεύε­ται ο «Εθι­σμός στη Νι­κο­τί­νη», το προσ­διο­ρί­ζουν μια-δύο η­γε­τι­κές φυ­σιο­γνω­μίες της ο­μά­δας των «18 κει­μέ­νων», ε­νώ, το 2012, που εκ­δί­δε­ται ο «Ανά­πλους», το το­πίο έ­χει αλ­λά­ξει, θα λέ­γα­με ρι­ζι­κά. Αφε­νός μεν δεν υ­πάρ­χει λο­γο­τε­χνι­κός κύ­κλος, πα­ρά μό­νο με­μο­νω­μέ­νοι συγ­γρα­φείς μι­κρό­τε­ρης η­λι­κίας που τον πε­ρι­βάλ­λουν, α­φε­τέ­ρου το σφι­χτα­γκά­λια­σμα πε­ζο­γρα­φίας και Ιστο­ρίας έ­φε­ρε στο προ­σκή­νιο την κοι­νό­τη­τα των ι­στο­ρι­κών ή, σω­στό­τε­ρα, τις κοι­νό­τη­τες, κα­θώς η διά­στα­ση α­πό­ψεων έ­χει πά­ρει τη μορ­φή σχί­σμα­τος. Στην, ας πού­με, με­τα­νε­ο­τε­ρι­κών θέ­σεων κοι­νό­τη­τα, κυ­ριαρ­χεί η δυά­δα με­λε­τη­τών που έ­στη­σε το Δί­κτυο Εμφυ­λίων Πο­λέ­μων, Κα­λύ­βας-Μα­ρα­ντζί­δης. Σε αυ­τήν, ο Βαλ­τι­νός  κα­τέ­χει τι­μη­τι­κή θέ­ση. Οι εν λό­γω με­λε­τη­τές, α­κό­μη και για τον ο­ρι­σμό των ρευ­στών χρο­νι­κών ο­ρίων έ­ναρ­ξης του Ελλη­νι­κού Εμφυ­λίου α­κο­λού­θη­σαν τις δι­κές του κω­δι­κο­ποιή­σεις. Αυ­τές οι με­τα­το­πί­σεις και αλ­λα­γές α­ντα­να­κλώ­νται στο πα­ρά­δειγ­μα που φέρ­νει, ό­ταν κά­νει λό­γο για “ψυ­χο­λο­γι­κή δυ­σκο­λία”.   
Ανα­φέ­ρε­ται στο α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Αντί», «Εμφύ­λιος Πό­λε­μος: 50 χρό­νια με­τά», δη­μο­σιευ­μέ­νο στις 17 Σεπ. 1999. Στο α­φιέ­ρω­μα, την πρω­το­κα­θε­δρία την έ­χουν ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης και οι ι­στο­ρι­κοί Φί­λιπ­πος Ηλιού και Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της. Το κεί­με­νο του Βαλ­τι­νού δη­μο­σιεύ­τη­κε, λό­γω πλη­θώ­ρας ύ­λης, σε έ­να κα­το­πι­νό συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος. Σε αυ­τό πε­ρι­γρά­φει την κα­τά­στα­ση που ε­πι­κρά­τη­σε στη Σπάρ­τη με­τά την α­πο­χώ­ρη­ση των Γερ­μα­νών, στις 3 Σεπ. 1944: “Εντε­ταλ­μέ­νοι ρή­το­ρες, πά­λι α­πό το μπαλ­κό­νι του Δη­μαρ­χείου, κα­νο­ναρ­χού­σαν συ­ναρ­πά­ζο­ντας τα πλή­θη. Ο α­ντί­λα­λος της σκο­τει­νής ια­χής «Θά­να­τος» κά­που α­κού­γε­ται α­κό­μα.” Εξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι α­πο­σιώ­πη­σε έ­ναν α­πό τους “α­γκι­τά­το­ρες”, ό­πως ε­ναλ­λα­κτι­κά α­πο­κα­λεί στο μυ­θι­στό­ρη­μα τους “ε­ντε­ταλ­μέ­νους ρή­το­ρες”. Ονό­μα­τα, έ­τσι κι αλ­λιώς, δεν α­να­φέ­ρει στο κεί­με­νο. Έναν, ω­στό­σο, πι­στεύει ό­τι έ­πρε­πε να τον εί­χε κα­το­νο­μά­σει. Κι αυ­τό, λό­γω της ζωη­ρής ε­ντύ­πω­σης, που του εί­χε κά­νει τό­τε. “Κο­ντός με γε­νειά­δα. Με σταυ­ρω­τά φυ­σε­κλί­κια στο στή­θος. Και στη ζώ­νη τις δυο κά­μες. Την Ελέ­νη και τη Μα­ριώ. Κό­μπα­ζε. Μ’ αυ­τές τι­μω­ρού­σε τα θύ­μα­τά του. Πά­ντα «προ­δό­τες». Τους έ­δι­νε την ευ­χέ­ρεια να δια­λέ­ξουν με ποια α­πό τις δυο θα τους έ­σφα­ζε... ” Ο συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος ή­ταν τό­τε δε­κα­τριών χρο­νών. Όπως λέει, “δεν ξέ­ρει ποια σκο­πι­μό­τη­τα ε­ξυ­πη­ρε­τού­σε αυ­τή η πα­ρά­στα­ση φρί­κης”. Και συ­μπλη­ρώ­νει, “Πά­ντως την α­πο­σιώ­πη­σα. Κα­νέ­νας δεν θα με πί­στευε.” Και η φοι­τή­τρια συμ­φω­νεί, “Ού­τε ε­γώ σε πι­στεύω.” Το παι­δί εί­χε α­κό­μη συ­γκρα­τή­σει φρά­σεις ό­πως, “Θά­να­το στους πλου­το­κρά­τες, θά­να­το στους τσι­φλι­κά­δες.”
Εξαί­ρε­τη η πε­ρι­γρα­φή της σκη­νής στο μυ­θι­στό­ρη­μα. Ακρι­βώς, η έμ­φα­ση σε ό,τι συ­γκρά­τη­σε το παι­δί. Με πα­ρό­μοιες ε­ντυ­πώ­σεις α­πό τον πε­ρί­γυ­ρο και το στε­νό­τε­ρο, οι­κο­γε­νεια­κό και φι­λι­κό, πε­ρι­βάλ­λον, δια­μορ­φώ­νε­ται α­νέ­κα­θεν ο ε­νή­λι­κας της ε­πό­με­νης γε­νιάς. Από τον α­ντι­κομ­μου­νι­στή μέ­χρι τον στα­λι­νι­κό.  Και έ­νας συγ­γρα­φέ­ας α­πό τις μνή­μες του αν­τλεί. Κι αν ο σκο­τω­μέ­νος συμ­μα­θη­τής και φί­λος πή­γε α­πό βό­λι Ελα­σί­τη ή αν η για­γιά α­φη­γεί­το μα­κε­λειά α­νταρ­τών, α­ντί­στοι­χη θα εί­ναι η φόρ­τι­ση. Τε­λευ­ταία οι συγ­γρα­φείς αρ­χί­ζουν να νιώ­θουν πιο ε­λεύ­θε­ροι, ό­ταν α­φη­γού­νται τις ι­στο­ρίες τους. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­κεί­νοι οι “α­γκι­τά­το­ρες” του Βαλ­τι­νού να φώ­να­ζαν και θά­να­το στους δο­σί­λο­γους, θά­να­το στους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες, αλ­λά το παι­δί δεν συ­γκρά­τη­σε τις λέ­ξεις. Ού­τε, βε­βαίως, μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει σε τι ε­ξυ­πη­ρε­τού­σε η πα­ρά­στα­ση της φρί­κης με τις “χατ­ζά­ρες”. Εδώ πα­ρεμ­βαί­νει ο ε­νή­λι­κας, αλ­λά μό­νο για να θέ­σει σε α­νω­φε­ρή τη λέ­ξη προ­δό­τες, α­φή­νο­ντας έ­τσι με­τέω­ρα τα κί­νη­τρα, που μπο­ρεί να εί­ναι μέ­χρι και προ­σω­πι­κές δια­φο­ρές. 
Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, ό­μως, στρέ­φει την αμ­φι­σβή­τη­ση σε συ­γκε­κρι­μέ­νο Ελα­σί­τη κα­πε­τά­νιο, τον Γιώρ­γο Αρε­τά­κη, γνω­στό ως κα­πε­τάν Σφα­κια­νό. Πα­ρό­μοια κα­τη­γο­ρία μπο­ρεί να δια­τύ­πω­νε και έ­νας ι­στο­ρι­κός, αλ­λά ε­κεί­νος θα έ­πρε­πε να προ­σκο­μί­σει α­πο­δεί­ξεις. Δεν θα αρ­κού­σε μια α­πω­θη­τι­κή ει­κό­να, α­κό­μη κι αν ε­μπε­ριέ­χει “ποιη­τι­κό α­πό­σταγ­μα”. Δεν τί­θε­ται θέ­μα κα­τά πό­σο οι υ­πεύ­θυ­νοι του α­φιε­ρώ­μα­τος στο «Αντί» θα τον πί­στευαν ή ό­χι. Το πιο πι­θα­νό εί­ναι πως, για τις α­νά­γκες ε­νός πα­ρό­μοιου κει­μέ­νου, θα του ζη­τού­σαν να συ­μπλη­ρώ­σει την παι­δι­κή ε­μπει­ρία με ι­στο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρίες για το ή­θος του προ­σώ­που. Κι αυ­τό, πι­θα­νώς και να χα­λού­σε την ποιη­τι­κή της α­φή­γη­σης. Πι­στεύου­με, πά­ντως, ό­τι μια δευ­τε­ρεύου­σα πλη­ρο­φο­ρία θα της πρό­σθε­τε τη γο­η­τεία της αμ­φι­ση­μίας. Θα μπο­ρού­σε, δη­λα­δή, να μνη­μο­νεύ­σει και σαν μια πρώ­τη νύ­ξη για ε­κεί­νους τους ά­γριους και­ρούς, την ι­διαί­τε­ρη σχέ­ση του α­ντάρ­τη αλ­λά και του ο­ποιου­δή­πο­τε έ­νο­πλου με το του­φέ­κι ή την “χατ­ζά­ρα” του. Κα­τά κα­νό­να τα βά­φτι­ζε, ό­ταν τα βά­φτι­ζε, με τα ο­νό­μα­τα α­δι­κο­σκο­τω­μέ­νων ή, κα­μιά φο­ρά, προ­σφι­λών του γυ­ναι­κών. Με αυ­τά έ­παιρ­νε εκ­δί­κη­ση, εί­τε σκο­τώ­νο­ντας τον υ­παί­τιο ή, το συ­νη­θέ­στε­ρο, άλ­λον του ι­δίου φυ­ρά­μα­τος. Η προ­σω­πο­ποίη­ση ξε­νί­ζει σή­με­ρα,  κρα­τά­ει, ω­στό­σο, α­πό τα προ­ε­παν­στα­τι­κά χρό­νια. Άλλω­στε και ο ί­διος ο Βαλ­τι­νός πα­ρα­θέ­τει  στο μυ­θι­στό­ρη­μα μια πα­ρό­μοια ι­στο­ρία εκ­δί­κη­σης. Όμως, ντο­κου­μέ­ντο, ό­χι διή­γη­μα, σπεύ­δει να διευ­κρι­νί­σει. Η α­νά­μνη­ση εί­ναι α­πό τη μά­χη του Μυ­στρά, που άρ­χι­σε στις 10 Οκτ. 1944 και κρά­τη­σε δυο μέ­ρες, α­νά­με­σα στο Τάγ­μα Γυ­θείου του Γιάν­νη Τσό­μπου και την 9η Τα­ξιαρ­χία του Ε­ΛΑΣ, ό­που η μά­χη έ­γει­ρε υ­πέρ των α­νταρ­τών χά­ρη στα πυ­ρο­βό­λα που εί­χε α­φή­σει φεύ­γο­ντας ο Πα­πα­δόγ­γο­νας. Κα­τά  δια­τα­γή του Σα­ρά­φη, γε­νι­κώς οι αιχ­μά­λω­τοι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες  φυ­λάσ­σο­νταν για να α­πο­φευχ­θούν οι βιαιο­πρα­γίες.  Υπό τις ά­τα­κτες τό­τε συν­θή­κες και την ε­κτό­νω­ση συσ­σω­ρευ­μέ­νου πά­θους με­τά την α­πο­χώ­ρη­ση των Γερ­μα­νών,  ο έ­λεγ­χος ξέ­φευ­γε, κα­τα­λή­γο­ντας συ­χνά σε α­ντεκ­δι­κή­σεις. Σε α­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις δε γι­νό­ταν άλ­λο α­πό αυ­τό που κά­νει  και ο ή­ρωας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος για την ά­δι­κη ε­κτέ­λε­ση του α­δελ­φού του α­πό τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λείας.
Οσο α­φο­ρά τον “α­νά­πλου προς το έρ­γο του”, α­κο­λου­θεί την δο­κι­μα­σμέ­να ε­πι­τυ­χη­μέ­νη γραμ­μή της «Ορθο­κω­στά». Απο­δί­δει, και πά­λι, τρό­πον τι­νά, δι­καιο­σύ­νη, δεί­χνο­ντας τις θε­τι­κές πλευ­ρές των λε­γό­με­νων τό­τε ε­θνι­κο­φρό­νων. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Πά­νος Κα­τσα­ρέ­ας, ή­ταν μεν ι­δρυ­τής και αρ­χη­γός των Ε­Α­Ο­Κ, του­τέ­στιν των Εθνι­κών Αντι­κομ­μου­νι­στι­κών Ομά­δων Κυ­νη­γών, αλ­λά “δεν ή­ταν πά­ντως χα­σά­πης”, το­νί­ζει ο συ­νε­νευ­ξια­ζό­με­νος, πα­ρα­μέ­νο­ντας προ­ση­λω­μέ­νος στην ει­κό­να και τις ε­ντυ­πώ­σεις του αλ­λο­τι­νού παι­διού. Στους ι­στό­το­πους των νυν εμ­φο­ρού­με­νων α­πό τις ί­διες α­διάλ­λα­κτες ε­θνο­κε­ντρι­κές ι­δέες, εί­ναι ο α­ε­τός της Μά­νης, που έ­σω­σε την Ελλά­δα α­πό τον Σλα­βο­κομ­μου­νι­σμό και τους Βουλ­γά­ρους. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, το παι­δί τον θυ­μά­ται γο­η­τευ­τι­κό, πά­ντα ξυ­ρι­σμέ­νο – ού­τε σύ­γκρι­ση με τον κο­ντο­στού­πη γε­νειο­φό­ρο Σφα­κια­νό. Άλλω­στε, ή­ταν φί­λος του θείου του, πρώην α­ρι­στε­ρού αλ­λά ό­χι κομ­μου­νι­στή. Εμφα­νί­ζε­ται σαν τρο­τσκι­στής ή αρ­χειο­μαρ­ξι­στής, που, στα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, προ­βάλ­λει ως ο συ­μπα­θής α­ρι­στε­ρός ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Ο Κα­τσα­ρέ­ας, πά­ντως, “ό­σους έ­πια­νε ζω­ντα­νούς και δεν τους βά­ρυ­νε αί­μα, τους ά­φη­νε να φύ­γουν. «Να εί­σαι κα­λός Έλλη­νας», ή­ταν η τυ­πι­κή ε­πω­δός”, σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη έ­ρευ­να, που ά­κου­σε ο συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος  σε συ­νέ­δριο του Δι­κτύου Εμφυ­λίων Πο­λέ­μων. Το παι­δί έ­μει­νε με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι “τον σκό­τω­σαν σε ε­νέ­δρα το 1947, κά­που προς Γε­ρά­κι - Σκά­λα”, αλ­λά “στην τύ­χη”. Ίσως, σε έ­να προ­σε­χή τό­μο αυ­το­βιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ο συγ­γρα­φέ­ας να στή­σει έ­να πε­ζό για τη σφα­γή α­μά­χων στη Βαμ­βα­κού, Οκτ. του 1946, και τη σχέ­ση της με την φο­νι­κή ε­νέ­δρα στο δρό­μο Σκά­λα - Λε­βέ­τσο­βα, κο­ντά στο Γε­ρά­κι, Μάρ.1947. Αδελ­φός ή ξά­δελ­φος 
–πε­ρι­μέ­νου­με κι ε­μείς να μά­θου­με– ε­κεί­νου του νε­κρού της Βαμ­βα­κούς, που το κε­φά­λι του, πε­ρι­φε­ρό­με­νο σε πα­λού­κι, ε­κτέ­θη­κε στην πλα­τεία του χω­ριού Αρά­χω­βα (ση­με­ρι­νές Κα­ρυές), ορ­γά­νω­σε τη μοι­ραία  ε­πί­θε­ση στην “η­μι­στρα­τιω­τι­κή” ο­μά­δα Κα­τσα­ρέα. Εί­πα­με Εμφύ­λιος, αλ­λά ό­χι λο­γο­τε­χνι­κή α­δεία να α­πο­κό­πτε­ται το νή­μα που συν­δέει τα γε­γο­νό­τα σε έ­ναν έ­στω και φαι­νο­με­νι­κό κύ­κλο α­ντεκ­δι­κή­σεων.
Η α­φή­γη­ση δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες. Υπάρ­χουν και Χί­τες α­δι­κο­σκο­τω­μέ­νοι. Στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός Χί­τη, ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­φεύ­γει να κά­νει γέ­φυ­ρα με το προ­η­γού­με­νο έρ­γο του. Ίσως, την φυ­λά­ει κι αυ­τήν για τον ε­πό­με­νο τό­μο. Δί­νει πα­ρα­στα­τι­κά το σκο­τω­μό του αρ­χη­γού της Χ, του δι­κη­γό­ρου Κω­στή Κο­ντο­βου­νή­σιου και του ε­ξά­χρο­νου γιου του. Την ε­κτέ­λε­ση ο συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος την α­πο­δί­δει στον κα­πε­τά­ν-Τρα­γιά, ψευ­δώ­νυ­μο του Κω­στα­ντα­ρά­κου, ε­νός α­πό τους εν­νιά της “Κα­θό­δου”. Ή μή­πως ό­χι; 
Σε έ­να πρώ­το πλά­νο, ω­στό­σο, το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι έ­νας συ­ναρ­πα­στι­κός “α­νά­πλους”  στο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό του παι­διού και του έ­φη­βου, έ­τσι ό­πως με­γα­λώ­νει κά­που α­νά­με­σα στην ύ­παι­θρο και την ε­παρ­χια­κή πό­λη, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τα ζω­ντα­νά να ζευ­γα­ρώ­νουν και αρ­γό­τε­ρα, μυού­με­νος στην τε­λε­τουρ­γία του μπορ­ντέ­λου. Αυ­τός ο “α­νά­πλους”  έ­χει ως α­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του τον τρό­πο που ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­σταί­νει τον τό­πο. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, την κοι­λά­δα του Ευ­ρώ­τα, που, ό­πως ο­μο­λο­γεί σε προ­γε­νέ­στε­ρο κεί­με­νό του, εί­ναι η πε­ριο­χή που α­σκεί πά­νω του μια ι­διά­ζου­σα γο­η­τεία ε­ντε­λώς προ­σω­πι­κού, σχε­δόν “μυ­στι­κού”, χα­ρα­κτή­ρα. Το γε­γο­νός ό­τι κα­τορ­θώ­νει να ε­μπο­τί­σει με αυ­τήν τη γο­η­τεία το πρό­σφα­το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό α­φή­γη­μα προ­σμε­τρά­ται στις ε­πι­τυ­χίες κα­τά “το κυ­νή­γι της α­θα­να­σίας”. 
Ως βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές, αι­σθα­νό­μα­στε την ί­δια ψυ­χο­λο­γι­κή δυ­σκο­λία με τον συγ­γρα­φέα να πού­με τη γνώ­μη μας, ό­ταν η κρα­τού­σα ά­πο­ψη στην κοι­νό­τη­τα των ει­δη­μό­νων εί­ναι α­ντί­θε­τη. Εκεί, φαί­νε­ται να ε­πι­κρα­τεί εν­θου­σια­σμός για τη με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τα του α­φη­γή­μα­τος τό­σο στο λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο ό­σο και σε ε­κεί­νο της Ιστο­ρίας. Στο πρώ­το α­ξιο­λο­γού­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο οι μορ­φι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί, ό­πως ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός του ως μυ­θι­στό­ρη­μα και η ε­πι­νό­η­ση της φα­ντα­στι­κής συ­νέ­ντευ­ξης. Στο δεύ­τε­ρο, εν­θου­σιά­ζει η α­μαύ­ρω­ση της ει­κό­νας του α­ντάρ­τη και η α­πό­δο­ση  ά­δο­λων προ­θέ­σεων στον ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη ή, α­κό­μη, στον ε­πι­φα­νή Χί­τη, τύ­που Κο­ντο­βου­νή­σιου. Ίσως, να έ­χουν δί­κιο. Αλλιώς, πώς θα γρα­φτεί ο Εμφύ­λιος σαν μυ­θι­στό­ρη­μα; 
Μέ­νο­ντας τώ­ρα στο τε­λευ­ταίο, δη­λα­δή α­πο­κλει­στι­κά στο μυ­θι­στό­ρη­μα, νο­μί­ζου­με ό­τι οι νε­α­ράς η­λι­κίας  α­να­γνώ­στες δύ­σκο­λα θα κρα­τή­σουν μέ­χρι τέ­λους τον μί­το της α­φή­γη­σης, κα­θώς ε­κεί α­να­μι­γνύο­νται  αυ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τα και προ­σω­πι­κές μνή­μες με σκόρ­πια πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία του Εμφυ­λίου στη νό­τια Πε­λο­πόν­νη­σο. Αυ­τό ως α­πλή δια­πί­στω­ση, ό­χι ως α­τέ­λεια ή μορ­φή α­δυ­να­μίας, α­φού η ρι­ζο­σπα­στι­κή και­νο­το­μία σε κά­θε α­νά­λο­γου εί­δους α­φή­γη­ση θέ­τει α­να­γνω­στι­κές προϋπο­θέ­σεις. Βέ­βαια, για τους φα­να­τι­κούς α­να­γνώ­στες του Βαλ­τι­νού δεν τί­θε­ται τέ­τοιο θέ­μα. Αυ­τοί ε­θι­σμέ­νοι, το πο­λύ πο­λύ να ρί­ξουν εκ νέ­ου μα­τιές στα προ­η­γού­με­να βι­βλία. Το αν με το ρη­ξι­κέ­λευ­θο ε­φεύ­ρη­μα, ι­δίως της μορ­φής, πέ­τυ­χε ή ό­χι αυ­τή τη φο­ρά η συ­ντα­γή και ως βι­βλίο προ­στί­θε­ται α­πλώς στην προί­κα του ή εγ­γρά­φε­ται ως γε­ρό πα­νω­προί­κι, αυ­τό θα φα­νεί στο μέλ­λον.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

 Υ.Γ.: Μια διευ­κρί­νι­ση προς α­πο­φυ­γή τυ­χόν πα­ρα­νοή­σεων.  Ορι­σμέ­νες σκέ­ψεις και σχό­λια του κει­μέ­νου δεί­χνουν να υ­περ­βαί­νουν τη λο­γο­τε­χνι­κή α­φή­γη­ση και να δια­τα­ράσ­σουν την αυ­το­τέ­λεια του ό­λου α­φη­γη­μα­τι­κού πε­δίου. Έχου­με, ω­στό­σο, την ε­ντύ­πω­ση ό­τι η α­φή­γη­ση του Βαλ­τι­νού δεν παύει να λει­τουρ­γεί και πέ­ραν των στε­νών της ο­ρίων, ό­χι ε­ντε­λώς α­νε­ξάρ­τη­τα, αλ­λά σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πε­δίο, θα λέ­γα­με δευ­τε­ρο­γε­νές ή α­κό­μη και τρι­το­γε­νές. Με άλ­λα λό­για, μέ­ρος α­π’  ό­σα δια­τυ­πώ­θη­καν ε­δώ  δεν εί­ναι πα­ντε­λώς ά­σχε­τα, του­λά­χι­στον θε­μα­τι­κά, με ο­ρι­σμέ­νες συν­δη­λώ­σεις της α­φή­γη­σης. Το πό­σο, άλ­λω­στε, μία α­φή­γη­ση πα­ρα­μέ­νει α­μι­γής μύ­θος χω­ρίς κα­θό­λου ε­ξαρ­τή­σεις α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­ναι στη λο­γο­τε­χνία, πε­ρισ­σό­τε­ρο την με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή,  έ­να  διαρ­κές ζη­τού­με­νο. Δεν υ­πήρ­ξε, ού­τε υ­πάρ­χει ε­π’ αυ­τού σα­φές ή κοι­νής πα­ρα­δο­χής συ­ντα­γο­λό­γιο. Μπο­ρεί α­νε­μπό­δι­στα να α­κο­λου­θεί την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δια­τη­ρώ­ντας α­κό­μη και πλή­ρη α­ντι­στοι­χία. Τώ­ρα, το πού α­κρι­βώς ε­ντο­πί­ζε­ται η δη­μιουρ­γι­κή της πνοή, ό­ταν  βρί­σκε­ται σε πλή­ρη α­ντι­στοι­χία, αυ­τό εί­ναι έ­να άλ­λο ζη­τού­με­νο.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/7/2012.