Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Κλειστές πόρτες - Από τον Σαρτρ στην Μπογιάνου



Ευ­γε­νία Μπο­γιά­νου 
«Κλει­στή πόρ­τα»
Εκδό­σεις Πό­λις
Ια­νουά­ριος 2012

Υπάρ­χουν τίτ­λοι βι­βλίων ε­ντυ­πω­σια­κοί και τίτ­λοι συμ­βα­τι­κοί. Υπάρ­χουν δη­λα­δή, τίτ­λοι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κοί ό­σων πραγ­μα­τεύε­ται ή μπο­ρεί να υ­παι­νίσ­σε­ται το βι­βλίο ή, α­κό­μη, και ξέ­νοι προς το θέ­μα του, που προ­τι­μώ­νται για την πρω­το­τυ­πία τους. Η Ευ­γε­νία Μπο­γιά­νου, στις δύο συλ­λο­γές διη­γη­μά­των που έ­χει εκ­δώ­σει, ε­πι­λέ­γει κά­θε φο­ρά τον τίτ­λο ε­νός α­πό τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Πι­θα­νώς, για­τί θεω­ρεί πως α­πο­δί­δει την κε­ντρι­κή ι­δέα του βι­βλίου. Οι τίτ­λοι των δυο βι­βλίων της –«Το μυ­στι­κό» και «Κλει­στή πόρ­τα»– θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν κοι­νό­το­ποι, σε α­ντί­θε­ση με το κει­με­νά­κι στο ο­πι­σθό­φυλ­λο του δεύ­τε­ρου βι­βλίου. Σε αυ­τό χρη­σι­μο­ποιού­νται ε­ξε­ζη­τη­μέ­νες φρά­σεις, που υ­πό­σχο­νται στο­χα­στι­κό βά­θος. Πα­ρά­δειγ­μα, “οι άν­θρω­ποι του δι­πλα­νού σύ­μπα­ντος” α­ντί της συ­νή­θους δια­τύ­πω­σης “οι άν­θρω­ποι της δι­πλα­νής πόρ­τας”. Με αυ­τήν την πα­ραλ­λα­γή υ­πο­δη­λώ­νε­ται ό­τι οι συ­νη­θι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι, που βλέ­που­με κα­θη­με­ρι­νά, κρύ­βουν έ­ναν ο­λό­κλη­ρο κό­σμο μέ­σα τους. Αυ­τό το “σύ­μπα­ν”- πο­λύ του συρ­μού τε­λευ­ταία η λέ­ξη σύ­μπαν - υ­πό­σχε­ται να α­πο­κα­λύ­ψει ή, έ­στω, να σκια­γρα­φή­σει η συγ­γρα­φέ­ας μέ­σα α­πό τις ι­στο­ρίες της. Ωστό­σο, ο­ρι­σμέ­νες φρά­σεις, στις ο­ποίες κα­τα­φεύ­γει, ό­πως “το πραγ­μα­τι­κό κά­τω α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα” ή “οι ζωές της α­νω­νυ­μίας”, μπο­ρεί μεν να έ­χουν στο­χα­στι­κό ε­πί­χρι­σμα, εν­δε­χο­μέ­νως και κά­ποια ποιη­τι­κή χροιά, αλ­λά γέρ­νουν ε­πι­κίν­δυ­να προς την κε­νο­λο­γία. 
Όσο για τη σύ­μπτω­ση του τίτ­λου με ε­κεί­νον του θε­α­τρι­κού έρ­γου, που έ­γρα­ψε ο Ζα­ν-Πωλ Σαρ­τρ προ 68 ε­τών, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν εί­ναι ε­μπρό­θε­τη. Άλλω­στε, α­πό ό­σο του­λά­χι­στον γνω­ρί­ζου­με, πο­τέ ο τίτ­λος του γαλ­λι­κού έρ­γου δεν α­πο­δό­θη­κε αυ­το­λε­ξεί στα ελ­λη­νι­κά. Επι­κρά­τη­σε η ε­λεύ­θε­ρη α­πό­δο­ση «Κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών», που, αν την προ­τι­μού­σε ο Σαρ­τρ, θα εί­χε προ­τά­ξει στον τίτ­λο την α­να­γκαία μο­νο­σύλ­λα­βη πρό­θε­ση (α­ντί «Huis clos», «Ά huis clos»). Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, εμ­φα­νί­στη­κε και η α­πό­δο­ση, «Με κλει­στές πόρ­τες» και πιο πρό­σφα­τα, «Κλει­στές πόρ­τες». Ωστό­σο, το α­πό­φθεγ­μα, που αν­τλή­θη­κε α­πό το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο, “η κό­λα­ση εί­ναι οι άλ­λοι”, πι­θα­νώς η δια­ση­μό­τε­ρη των ρή­σεων του Σαρ­τρ, κα­θώς κα­τέ­λη­ξε σχε­δόν σή­μα κα­τα­τε­θέν της υ­παρ­ξια­κής φι­λο­σο­φίας του, του­λά­χι­στον στην φι­λο­λαϊκή εκ­δο­χή της, θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί ε­πι­μύ­θιο και στις ι­στο­ρίες της Μπο­γιά­νου.
Έντε­κα ι­στο­ρίες για έ­ντε­κα αν­θρώ­πους, που βρί­σκο­νται μπρο­στά α­πό μια κλει­στή πόρ­τα, α­κρι­βέ­στε­ρα μπρο­στά α­πό πολ­λές κλει­στές πόρ­τες ή και α­κό­μη α­κρι­βέ­στε­ρα, για αν­θρώ­πους, οι ο­ποίοι, προς ό­ποια κα­τεύ­θυν­ση κι αν κοι­τά­ζουν βλέ­πουν μια κλει­στή πόρ­τα. Αυ­τό, ω­στό­σο, δεν πρέ­πει να δη­μιουρ­γή­σει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι το θέ­μα των ι­στο­ριών έ­χει σχέ­ση με το ση­με­ρι­νό α­διέ­ξο­δο της χώ­ρας και συ­να­κό­λου­θα, μιας με­γά­λης με­ρί­δας του πλη­θυ­σμού της. Μπο­ρεί κά­ποιοι α­πό τους ή­ρωες να α­ντι­με­τω­πί­ζουν οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, αλ­λά αυ­τά έρ­χο­νται σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα μπρο­στά στα κοι­νω­νι­κά και υ­παρ­ξια­κά τους α­διέ­ξο­δα. Όλα ό­σα τους πνί­γουν, πά­ντως, έ­τσι ό­πως αυ­τά α­να­κι­νού­νται α­πό τα γε­γο­νό­τα σε μια ο­ρι­σμέ­νη μέ­ρα και ώ­ρα της ζωής τους, συ­νι­στούν ό,τι θα μπο­ρού­σε να α­πο­κλη­θεί υ­πό­θε­ση της κά­θε ι­στο­ρίας, η ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νε­ται με τις α­πα­ραί­τη­τες α­να­δρο­μές σε κά­ποια συμ­βά­ντα α­πό το πα­ρελ­θόν τους. Επι­λέ­γο­νται ε­κεί­να τα συ­γκε­κρι­μέ­να πε­ρι­στα­τι­κά, που αυ­τοί πι­στεύουν ό­τι βά­ρυ­ναν κα­τά την δια­μόρ­φω­σή τους, ή μάλ­λον, ό­τι δη­μιούρ­γη­σαν την προ­βλη­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση, στην ο­ποία βρί­σκο­νται. 
Δυο εί­ναι τα δια­κρι­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της συλ­λο­γής: Πρώ­το, ο ι­διό­τυ­πος τρό­πος, με τον ο­ποίο με­τεω­ρί­ζε­ται α­νά­με­σα στο σπον­δυ­λω­τό μυ­θι­στό­ρη­μα και τη συ­να­γω­γή αυ­τό­νο­μων ι­στο­ριών.  Και δεύ­τε­ρο, η α­φη­γη­μα­τι­κή μορ­φή, που ε­πι­λέ­γει η συγ­γρα­φέ­ας. Όσο α­φο­ρά το πρώ­το, ό­πως γί­νε­ται συ­χνά με στό­χο να δη­μιουρ­γη­θεί η ε­πί­φα­ση της συ­νέ­χειας, οι ι­στο­ρίες γε­φυ­ρώ­νο­νται με ή­ρωες, που ε­ξέρ­χο­νται α­πό τη μία για να ει­σέλ­θουν σε κά­ποια α­πό τις ε­πό­με­νες. Μό­νο που στο μυ­θο­πλα­στι­κό πε­δίο της Μπο­γιά­νου ε­πι­κρα­τεί ευ­τα­ξία, η ο­ποία φαί­νε­ται να χα­ρα­κτη­ρί­ζει γε­νι­κό­τε­ρα την α­φή­γη­σή της, με α­πο­τέ­λε­σμα οι ή­ρωές της να στή­νουν κά­τι σαν α­φη­γη­μα­τι­κή σκυ­τα­λο­δρο­μία. Κά­θε ι­στο­ρία έ­χει έ­ναν κε­ντρι­κό ή­ρωα, που κου­βε­ντιά­ζει με έ­να άλ­λο πρό­σω­πο ή και συ­γκρούε­ται μα­ζί του δια ζώ­σης ή τη­λε­φω­νι­κώς. Εναλ­λα­κτι­κά, μπο­ρεί να μην κου­βε­ντιά­ζει μα­ζί του, αλ­λά α­πλώς αυ­τό το πρό­σω­πο να α­πα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο τις σκέ­ψεις του. Ακό­μη, μπο­ρεί και μό­νο να το συ­να­ντά ή και μό­νο να το βλέ­πει φευ­γα­λέα και εκ του μα­κρό­θεν, χω­ρίς πο­τέ να το έ­χει γνω­ρί­σει. Όπως και να έ­χει, αυ­τό το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο α­να­λαμ­βά­νει ρό­λο πρω­τα­γω­νι­στή στην ε­πό­με­νη ι­στο­ρία.
Όσο προ­χω­ρά­ει αυ­τή η σκυ­τα­λο­δρο­μία, τό­σο δυ­σκο­λό­τε­ρα φαί­νε­ται να γί­νε­ται η δια­δο­χή. Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το πέ­ρα­σμα α­πό την πρώ­τη στη δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία, α­κό­μη και τα δυο ε­πό­με­να, γί­νο­νται α­πρό­σκο­πτα, σαν αλ­λα­γή ο­πτι­κής γω­νίας κα­τά την α­φή­γη­ση. Στη συ­νέ­χεια, ό­μως, δη­μιουρ­γεί­ται η ε­ντύ­πω­ση ό­τι το δευ­τε­ρεύον πρό­σω­πο εί­ναι πα­ρεί­σα­κτο στην ι­στο­ρία και ό­τι ει­σέρ­χε­ται, μό­νο και μό­νο, για να α­πο­τε­λέ­σει τον κε­ντρι­κό ή­ρωα της ε­πό­με­νης. Αυ­τός ο βε­βια­σμέ­νος χα­ρα­κτή­ρας γί­νε­ται πιο αι­σθη­τός στο μέ­σο πε­ρί­που του βι­βλίου, κα­τά το πέ­ρα­σμα α­πό το έ­κτο διή­γη­μα στο ε­πό­με­νο. Εδώ, για να εμ­φα­νι­στεί ο ή­ρωας της ε­πό­με­νης ι­στο­ρίας σαν δευ­τε­ρα­γω­νι­στής της προ­η­γού­με­νης, η συγ­γρα­φέ­ας πα­ραλ­λάσ­σει χω­ρίς ι­διαί­τε­ρη πει­στι­κό­τη­τα την αρ­χι­κά δια­φαι­νό­με­νη ει­κό­να του ή­ρωά της. Ενώ α­νι­στο­ρεί τα δει­νά ε­νός οι­κο­γε­νειάρ­χη, που α­να­γκά­ζε­ται να κά­νει δυο δου­λειές γα να θρέ­ψει δυο παι­διά και μια πάγ­χο­ντρη ό­σο και κα­τα­πιε­στι­κή σύ­ζυ­γο, αιφ­νι­δίως τον με­τα­μορ­φώ­νει σε η­δο­νο­βλε­ψία. Λό­γω αυ­τού του χα­λα­ρού συν­δέ­σμου α­νά­με­σα στους δυο δια­δο­χι­κούς ή­ρωες, οι έ­ντε­κα συ­νο­λι­κά πρω­τα­γω­νι­στές δη­μιουρ­γούν δυο δια­κρι­τά σύ­νο­λα. Στη δεύ­τε­ρη ο­μά­δα ι­στο­ριών, η συγ­γρα­φέ­ας ε­πα­νέρ­χε­ται σε κα­τα­στά­σεις του ί­διου τύ­που με ε­κεί­νες της πρώ­της ο­μά­δας, αλ­λά το­πο­θε­τη­μέ­νες σε δια­φο­ρε­τι­κές χρο­νι­κές και το­πι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες. Για πα­ρά­δειγ­μα: Δυο η­ρωί­δες βιώ­νουν τον ε­ξα­να­γκα­σμό του βια­σμού· η μια με­τα­νά­στρια, η άλ­λη φυ­λα­κι­σμέ­νη κα­τά την πε­ρίο­δο του Εμφυ­λίου – μια κά­πως ό­ψι­μη εμ­μο­νή των νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων. Ενώ, δυο άλ­λες έ­χα­σαν την μη­τέ­ρα τους σε μι­κρή η­λι­κία· ο­κτώ η μια, δέ­κα η άλ­λη, φτά­νο­ντας  και οι δυο στο ση­μείο να μι­σούν μέ­χρι θα­νά­του τον πα­τέ­ρα τους. Δυο πά­λι ή­ρωες έ­χουν κα­τα­λή­ξει αλ­κοο­λι­κοί.
Αυ­τή η ε­πα­να­λη­πτι­κό­τη­τα δρα­μα­τι­κών κα­τα­στά­σεων θα μπο­ρού­σε να στο­χεύει σε έ­να α­φη­γη­μα­τι­κό πεί­ρα­μα, σε συ­σχε­τι­σμό και με την μορ­φή, η ο­ποία α­να­δει­κνύει τους συ­νειρ­μούς των προ­σώ­πων. Πρό­κει­ται για έ­ναν τύ­πο ε­σω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου, που, στη ροή του, φέρ­νει στην ε­πι­φά­νεια ε­ντυ­πώ­σεις και σκέ­ψεις. Γει­το­νεύει, ω­στό­σο, πε­ρισ­σό­τε­ρο με τη διή­γη­ση ε­νός δρώ­ντα προ­νο­μια­κού α­φη­γη­τή, έ­τσι ό­πως ξε­δι­πλώ­νε­ται με ειρ­μό, χω­ρίς κε­νά και με α­να­λυ­τι­κές πε­ρι­γρα­φές. Πα­ρό­λα αυ­τά, πα­ρα­μέ­νει έ­νας εν­διά­θε­τος λό­γος, που θα πρέ­πει λο­γι­κά να πλά­θε­ται με βά­ση την ι­διο­προ­σω­πία ε­νός ε­κά­στου α­φη­γη­τή. Όσοι συγ­γρα­φείς κα­τα­γί­νο­νται με πα­ρό­μοιου τύ­που α­φη­γή­σεις, θεω­ρού­νται ε­πι­τυ­χείς, αν κα­τορ­θώ­σουν να α­πο­τυ­πώ­σουν την ι­διο­συ­γκρα­σια­κή ι­διαι­τε­ρό­τη­τα ε­νός προ­σώ­που. Με έ­ντε­κα α­φη­γη­τές και μά­λι­στα, τό­σο δια­φο­ρε­τι­κούς α­να­με­τα­ξύ τους, η Μπο­γιά­νου μάλ­λον βά­ζει ψη­λά τον πή­χυ.   
Σε ε­κεί­νες τις ι­στο­ρίες ή στα τμή­μα­τα ι­στο­ριών, που πε­ρι­γρά­φει συ­ναι­σθη­μα­τι­κές με­τα­πτώ­σεις κα­τά την ε­ξέ­λι­ξη μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης σκη­νής, κα­τορ­θώ­νει με μι­κρο­πε­ρίο­δο λό­γο να δώ­σει, αν ό­χι έ­ναν χα­ρα­κτή­ρα, σί­γου­ρα, πά­ντως, έ­ναν τύ­πο αν­θρώ­που. Μια πα­γί­δα, ω­στό­σο, την ο­ποία συ­χνά δεν α­πο­φεύ­γει, εί­ναι οι κλι­σέ σκέ­ψεις, ό­ταν α­νό­μοιοι χα­ρα­κτή­ρες βρί­σκο­νται α­ντι­μέ­τω­ποι με τις ί­διες κα­τα­στά­σεις, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, τα χρέη προς το δη­μό­σιο. Επί­σης, η ι­διαι­τε­ρό­τη­τα ε­νός προ­σώ­που αμ­βλύ­νε­ται στις πα­ρελ­θο­ντι­κές α­να­δρο­μές, ό­που σκια­γρα­φεί­ται η τρο­χιά ο­λό­κλη­ρου του βίου. Εδώ,  οι συγ­γε­νι­κές σχέ­σεις σαν να τυ­πο­ποιού­νται. Ιδίως, η σχέ­ση πα­τέ­ρα και κό­ρης, ό­ταν η μη­τέ­ρα πε­θαί­νει νω­ρίς, που ε­πα­νέρ­χε­ται στις ι­στο­ρίες. Πα­ρο­μοίως, οι σχέ­σεις χή­ρας μη­τέ­ρας και γιου ή και συ­ζύ­γων, που ού­τε αυ­τές ξε­φεύ­γουν α­πό το φροϋδι­κό δό­κα­νο.
Μο­νο­λο­γώ­ντας εις ε­αυ­τόν οι ή­ρωες, α­να­λύουν ό­σα τους συμ­βαί­νουν. Όλοι α­νε­ξαι­ρέ­τως έ­χουν ι­διαί­τε­ρα α­νε­πτυγ­μέ­νο το γνώ­θι σαυ­τόν, ε­πι­δει­κνύο­ντας συ­χνά αυ­το­συ­νει­δη­σία α­να­ντί­στοι­χη με την ψυ­χο­σύν­θε­σή τους. Ανά­με­σά τους και δυο με­τα­νά­στες. Σπα­νί­ζουν, σή­με­ρα πλέ­ον, οι συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, ι­δίως νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων, χω­ρίς με­τα­νά­στες. Φαί­νε­ται να α­πο­τε­λούν κά­τι σαν το ά­λας της εγ­χώ­ριας διη­γη­μα­το­γρα­φίας. Εδώ, έρ­χο­νται α­πό την Τυ­φλί­δα. Τε­λευ­ταία, οι Γεωρ­για­νοί έ­χουν αρ­χί­σει να ε­κτο­πί­ζουν α­πό την πρω­το­κα­θε­δρία τους Αλβα­νούς. Το πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νο, ω­στό­σο, ά­νοιγ­μα της βε­ντά­λιας των η­ρώων, δεν εί­ναι οι με­τα­νά­στες αλ­λά οι τε­θνεώ­τες. Οι ι­στο­ρίες της Μπο­γιά­νου δεν εί­ναι χα­ρού­με­νες. Αλλά και ποιες ι­στο­ρίες νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων κουρ­δί­ζο­νται σε εύ­θυ­μους ή έ­στω, α­νά­λα­φρους τό­νους;  Θα λέ­γα­με, σχε­δόν σαν α­ξίω­μα, ό­τι το πέν­θος ται­ριά­ζει στην ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία, τό­σο ό­σο στην κα­τά Ο’Νιλ Ηλέκ­τρα. Άλλω­στε, και οι δυο έ­χουν ως κοι­νό ση­μείο τη φροϋδι­κή διά­στα­ση. Πα­ρό­λα αυ­τά, η ι­στο­ρία με κε­ντρι­κό ή­ρωα και α­φη­γη­τή μια νε­κρή κα­τα­λή­γει σχε­δόν ε­φιαλ­τι­κή, έ­τσι ό­πως προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­τι πρό­κει­ται για μια θα­νού­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τρία χρό­νια, που πα­ρα­μέ­νει ε­ντα­φια­σμέ­νη, λό­γω κα­θυ­στέ­ρη­σης της α­να­κο­μι­δής ο­στών, και η ο­ποία έ­χει σώας τας φρέ­νας. Πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι αγ­γί­ζει το γκρο­τέ­σκο η ό­λη σύλ­λη­ψη μιας πά­σχου­σας α­πό γε­ρο­ντι­κή ά­νοια, η ο­ποία, σε πεί­σμα της ια­τρι­κής διά­γνω­σης, δια­τη­ρεί α­κέ­ραιες τις νο­η­τι­κές ι­κα­νό­τη­τές της κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής της ό­πως και με­τά θά­να­το. Όχι μό­νο θυ­μά­ται τα πά­ντα, μέ­χρι έ­να τρα­γι­κό συμ­βάν του 1947, αλ­λά και δια­θέ­τει ε­ξημ­μέ­νη φα­ντα­σία.
Το α­τού του βι­βλίου βρί­σκε­ται στις στι­χο­μυ­θίες και τον πλά­γιο λό­γο, που δί­νουν γρή­γο­ρο ρυθ­μό στον ε­σω­τε­ρι­κής ε­στία­σης α­φη­γη­μα­τι­κό κορ­μό. Αφη­γη­μα­τι­κά υ­πε­ρέ­χει το πρώ­το δί­πτυ­χο ι­στο­ριών, χά­ρις, κυ­ρίως, στην ελ­λει­πτι­κή α­πό­δο­ση αι­σθη­μά­των και προ­θέ­σεων. Κα­τά τα άλ­λα, πι­στεύου­με ό­τι, αν η συγ­γρα­φέ­ας δεν ή­ταν α­φη­γη­μα­τι­κά ό­σο και μορ­φι­κά τό­σο φι­λό­δο­ξη, το α­πο­τέ­λε­σμα θα ή­ταν πο­λύ πιο ε­πι­τυ­χές. Επί­σης, έ­χου­με την ά­πο­ψη ό­τι η υ­πο­δο­χή, που ε­πι­φυ­λάσ­σει ο Τύ­πος στους νεό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους, έ­τσι ό­πως τα­λα­ντώ­νε­ται α­νά­με­σα στην α­γνό­η­ση και τον εν­θου­σιώ­δη ε­να­γκα­λι­σμό, δεν προ­σφέ­ρει μια κα­θα­ρή ει­κό­να. Σί­γου­ρα, πά­ντως, δεν α­φή­νει και πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια για μια ι­σόρ­ρο­πη κρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, η ο­ποία, υ­πό δια­φο­ρε­τι­κές συν­θή­κες και για ο­ρι­σμέ­νους α­πό αυ­τούς, εν­δε­χο­μέ­νως να λει­τουρ­γού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κά.     
    
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/10/2012.