Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Κάλ­βου ε­πι­στο­λο­γρα­φία

Ανδρέ­ας Κάλ­βος
«Αλλη­λο­γρα­φία»
Ει­σα­γω­γή - Σχο­λια­σμός
Δη­μή­τρης Αρβα­νι­τά­κης
με τη συ­νερ­γα­σία
Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου
Μου­σείο Μπε­νά­κη


Το πρό­σφα­το α­πό­κτη­μα της Βι­βλιο­γρα­φίας Κάλ­βου συ­γκε­ντρώ­νει ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να γράμ­μα­τα, τα δι­κά του και τα προς αυ­τόν. Έρχε­ται ό­χι δυο χρό­νια με­τά θά­να­το, ό­πως “ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να Σο­λω­μού”, αλ­λά 145, ε­νώ έ­χουν πα­ρέλ­θει δυο αιώ­νες α­πό την πρώ­τη ε­πι­στο­λή του ει­κο­σά­χρο­νου Κάλ­βου, ευ­ρι­σκό­με­νου στη Φλω­ρε­ντία, που τυ­χαί­νει να εί­ναι αί­τη­ση για υ­πο­τρο­φία προς τους Βρε­τα­νούς τό­τε “Κυ­βερ­νώ­ντες τη Ζά­κυν­θο”. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, ο Κάλ­βος και το έρ­γο του α­πο­κα­λύ­πτο­νται με κα­θυ­στέ­ρη­ση και βρα­δείς ρυθ­μούς.  Η πρό­σφα­τη Αλλη­λο­γρα­φία Κάλ­βου εί­ναι έρ­γο Ζα­κύν­θιου και ό­χι Κερ­κυ­ραίου ως ο Ιά­κω­βος Πο­λυ­λάς, που, ό­ντας κο­ντά μια τρια­κο­ντα­ε­τία νεό­τε­ρος του Σο­λω­μού, μα­θή­τευ­σε δί­πλα του. Ο Δη­μή­τρης Αρβα­νι­τά­κης, γεν­νη­μέ­νος πε­ρί τον έ­ναν αιώ­να α­φό­του ο Κάλ­βος ε­ξέ­πνευ­σε, ε­πέ­λε­ξε ή­δη α­πό με­τα­πτυ­χια­κός σπου­δα­στής ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο τον γε­νέ­θλιο τό­πο. Χά­ρις, μά­λι­στα, σε υ­πο­τρο­φία, που ε­κεί­νος, σε α­ντί­θε­ση με τον Κάλ­βο, έ­λα­βε, βρέ­θη­κε στη Βε­νε­τία, ό­που και εί­χε την ευ­και­ρία να ε­ντρυ­φή­σει στο ε­νε­τι­κό πα­ρελ­θόν της γε­νέ­τει­ράς του. Εντός μίας δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ε­ξέ­δω­σε ο­κτώ, ε­πί συ­νό­λου εν­νέα, βι­βλία γύ­ρω α­πό τη Ζά­κυν­θο και τα ευ­κλεή τέ­κνα της. Εκκι­νώ­ντας α­πό “το ρε­μπε­λιό των πο­πο­λά­ρω­ν”, έ­φθα­σε στον Κ. Πορ­φύ­ρη και “τους Καρ­μπο­νά­ρους της Το­σκά­νης”, ε­πι­κε­ντρώ­νο­ντας στη συ­νέ­χεια το εν­δια­φέ­ρον του στον Κάλ­βο, με α­πτό α­πο­τέ­λε­σμα τρία βι­βλία κα­τά το πρώ­το ή­μι­συ της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας του τρέ­χο­ντος αιώ­να.
Μό­νο που δεν τον κε­ντρί­ζει ο Κάλ­βος, που “ο Αγώ­νας μας έ­δω­σε την ποίη­σή του”, ό­πως το θέ­τει ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς, αλ­λά ο “Άλλος Κάλ­βος”. Το Άλλος, ό­χι ό­πως το ο­ρί­ζει ο Γιώρ­γος Ανδρειω­μέ­νος, που πρώ­τος το χρη­σι­μο­ποίη­σε για τις ε­πι­στη­μο­νι­κές ε­να­σχο­λή­σεις του Κάλ­βου, αλ­λά γε­νι­κό­τε­ρα, ο συγ­γρα­φέ­ας και ο άν­θρω­πος, ό­πως προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό κυ­ρίως ι­τα­λι­κές πη­γές. Εξ ο­λο­κλή­ρου ι­τα­λι­κές στα δυο πρώ­τα βι­βλία του, που α­φο­ρούν, το μεν πρώ­το το δε­κα­πεν­θή­με­ρο πε­ριο­δι­κό «Ape italiana», το δε δεύ­τε­ρο το ι­τα­λό­γλωσ­σο κεί­με­νο του Κάλ­βου «Απο­λο­γία της αυ­το­κτο­νίας». Εν μέ­ρει και στο τρί­το, την Αλλη­λο­γρα­φία, ό­που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τα ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια στην ελ­λη­νι­κή. Ωστό­σο, έ­νας συ­γκε­ντρω­τι­κός κα­τά­λο­γος πη­γών θα έ­δει­χνε τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα τους, που δια­γρά­φε­ται με βά­ση την αρ­χεια­κή πα­ρα­πο­μπή στα εκ­δο­τι­κά ση­μειώ­μα­τα κά­θε ε­πι­στο­λής.
Πλε­ο­νέ­κτη­μα των βι­βλίων του Αρβα­νι­τά­κη συ­νι­στά ο τρό­πος που πα­ρου­σιά­ζει το θέ­μα του, ώ­στε να προ­σελ­κύει το εν­δια­φέ­ρον ε­νός πλα­τύ­τε­ρου κοι­νού. Στην Αλλη­λο­γρα­φία, προ­τάσ­σει Ει­σα­γω­γή 90 σε­λί­δων, που ση­μαί­νει κο­ντά το έ­να δέ­κα­το των συ­νο­λι­κών σε­λί­δων του δί­το­μου έρ­γου, χω­ρι­σμέ­νη σε ε­πτά κε­φά­λαια, με εμ­φα­τι­κούς τίτ­λους. Πρό­κει­ται για έ­να κεί­με­νο που υ­περ­βαί­νει τις α­ξιώ­σεις μιας ει­σα­γω­γής, κα­θώς συ­νι­στά αυ­το­τε­λές με­λέ­τη­μα για τις “τύ­χες” του Κάλ­βου α­πό ι­δρύ­σεως του ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, α­πό την ά­πο­ψη της ει­σα­γω­γής, που α­παι­τεί­ται για μία αλ­λη­λο­γρα­φία, και μά­λι­στα ό­χι δι­με­ρή, αλ­λά με πλειά­δα προ­σώ­πων, ως ε­πί το πλεί­στον ά­γνω­στων στον Έλλη­να α­να­γνώ­στη, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι υ­στε­ρεί.
Ο Αρβα­νι­τά­κης συ­νη­θί­ζει την έκ­θε­ση του σκε­πτι­κού και των α­πο­τε­λε­σμά­των της έ­ρευ­νας να την ξε­κι­νά­ει με ε­ρω­τή­μα­τα, πα­ρα­θέ­το­ντας δια­δο­χι­κές υ­πο­θέ­σεις ερ­γα­σίας, α­κό­μη και ε­κεί­νες που δεν τε­λε­σφό­ρη­σαν. Με αυ­τήν την τα­κτι­κή, εί­ναι σαν να προ­σθέ­τει στους συ­νή­θεις ο­δο­δεί­κτες μιας ε­ρευ­νη­τι­κής δια­δρο­μής και το ο­δό­ση­μο “α­διέ­ξο­δο” προς ε­ξοι­κο­νό­μη­ση του χρό­νου της ε­ρευ­νη­τι­κής κοι­νό­τη­τας. Από την άλ­λη, ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του α­φη­γη­μα­τι­κού του τρό­που προ­κα­τα­λαμ­βά­νουν την πε­ραι­τέ­ρω έ­ρευ­να. Πα­ρά­δειγ­μα, τα πρω­θύ­στε­ρα και τα κο­σμη­τι­κά ε­πί­θε­τα, ό­που τα πρώ­τα ε­πι­τεί­νουν την ε­ντύ­πω­ση ό­σων έ­πο­νται, ε­νώ τα δεύ­τε­ρα προ­δια­θέ­τουν α­πέ­να­ντι σε πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Κά­πως έ­τσι, ο Επτα­νή­σιος λό­γιος, που ε­ξέ­δω­σε και βιο­γρά­φη­σε Κάλ­βο, ο Σπυ­ρί­δων Δε Βιά­ζης, α­να­φέ­ρε­ται εκ προοι­μίου με το ε­πί­θε­το “τα­πει­νός”, α­ταί­ρια­στο, α­κό­μη κι αν ε­πι­λέ­γε­ται προς ε­πί­τα­ση της δια­φο­ράς κύ­ρους συ­γκρι­τι­κά με έ­ναν ε­πί­σκο­πο.
Το τρί­το κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Δε Βιά­ζη. Για να το­νι­στούν οι ι­τα­λι­κές πη­γές, ε­πι­λέ­γε­ται ο τίτ­λος «Ένας Ελλη­νοϊτα­λός λό­γιος για έ­ναν Ιτα­λοέλ­λη­να ποιη­τή». Όπως, ό­μως, χρειά­ζε­ται τεκ­μη­ρίω­ση το Ιτα­λοέλ­λη­νας για τον Κάλ­βο, α­ντί­στοι­χα α­παι­τεί­ται σχο­λια­σμός για το Ελλη­νοϊτα­λός, που α­πο­δί­δε­ται στον Δε Βιά­ζη. Ο Αρβα­νι­τά­κης υ­πο­στη­ρί­ζει πως “εί­χε μία ελ­λη­νοϊτα­λι­κή ψυ­χή, ό­πως και ο Φό­σκο­λο, ό­πως και ο Κάλ­βος, ό­πως και ο Σο­λω­μός”. Υπάρ­χει, ό­μως, μία ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά. Γεν­νη­μέ­νος στην Κέρ­κυ­ρα ο Δε Βιά­ζης, α­πό πα­τέ­ρα Σι­κε­λό ναυ­τι­κό και μη­τέ­ρα Ζα­κύν­θια, δεν έ­φυ­γε πο­τέ α­πό τα Επτά­νη­σα, μέ­νο­ντας μέ­χρι τα 29 του στη γε­νέ­τει­ρα και τα υ­πό­λοι­πα 49 στην Ζά­κυν­θο. Εκεί­νος, ω­στό­σο, φέ­ρει ως α­διαμ­φι­σβή­τη­το τεκ­μή­ριο ε­πι­στο­λή του Δε Βιά­ζη προς τον Ντο­μέ­νι­κο Μπια­ντσί­νι, στην ο­ποία α­πο­κα­λεί ε­αυ­τόν “Ιτα­λό ως το κόκ­κα­λο”, υ­πο­σχό­με­νος πως “μό­λις ο­λο­κλη­ρω­θεί η ι­στο­ρία της ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας, που ε­τοι­μά­ζει, θα την α­φιε­ρώ­σει στον κα­λό τους βα­σι­λιά, ο ο­ποίος, ό­πως πι­στεύει, εί­ναι ά­ξιος γιος του ευ­γε­νούς βα­σι­λιά”, εν­νοώ­ντας τον Ου­μπέρ­το Ι και τον πα­τέ­ρα του, Βιτ­τό­ριο Εμα­νουέλ ΙΙ, αρ­χι­κά βα­σι­λιά της Σαρ­δη­νίας και πρώ­το βα­σι­λιά της ε­νω­μέ­νης Ιτα­λίας.
Ο Αρβα­νι­τά­κης σχο­λιά­ζει θαυ­μα­στι­κά, πως πρό­κει­ται για “μία ε­πι­στο­λή α­προσ­δό­κη­τα ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κή για μας”. Λί­γες σε­λί­δες πα­ρα­κά­τω, α­να­φέ­ρει ό­τι σώ­ζο­νται 28 ε­πι­στο­λές του Δε Βιά­ζη προς τον Μπια­ντσί­νι, που δεί­χνουν το πό­σο ε­κεί­νος τον βοή­θη­σε στη συγ­γρα­φή της βιο­γρα­φίας Φό­σκο­λο, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, “στην έ­γκαι­ρη βι­βλιο­γρα­φι­κή του ε­νη­μέ­ρω­ση για τις διορ­θω­τι­κές του πα­ρεμ­βά­σεις στις εκ­δό­σεις των ι­τα­λώ­ν”. Φαί­νε­ται να μην κά­νει τον προ­φα­νή συλ­λο­γι­σμό, πως ο Κερ­κυ­ραίος προ­σπα­θεί να προ­σεγ­γί­σει ως συ­μπα­τριώ­της τον υ­ψη­λά ι­στά­με­νο Μπια­ντσί­νι, ε­πι­διώ­κο­ντας την εύ­νοιά του. Ανα­φέ­ρει, α­πλώς, τον Μπια­ντσί­νι ως “έ­ναν ι­τα­λό φί­λο” του Δε Βιά­ζη, με­λε­τη­τή και βιο­γρά­φο του Φό­σκο­λο, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Ωστό­σο, ο Μπια­ντσί­νι δεν ή­ταν τυ­χαίο πρό­σω­πο. Κο­ντά 15 χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Δε Βιά­ζη, δι­πλω­μά­της κα­ριέ­ρας, έ­φθα­σε μέ­χρι υ­πουρ­γι­κές θέ­σεις και μέ­σω αυ­τής της ι­σχύος, ό­ντας α­νέ­κα­θεν βι­βλιό­φι­λος, κα­τέ­λη­ξε ση­μα­ντι­κός συλ­λέ­κτης.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στο ί­διο κε­φά­λαιο, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί και η α­να­φο­ρά πως ο Δε Βιά­ζης “γεν­νή­θη­κε δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Σο­λω­μού και ε­φτά χρό­νια με­τά την α­να­χώ­ρη­ση του Κάλ­βου” α­πό τη Ζά­κυν­θο (στο προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαιο, σε α­πό­σπα­σμα α­πό την βιο-ερ­γο­γρα­φία Κάλ­βου του Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου, δί­νε­ται το ορ­θό έ­τος γέν­νη­σης). Με βά­ση, ό­μως, το calami lapsus, ο Δε Βιά­ζης “α­να­τρά­φη­κε με τις σκιές των δυο ποιη­τώ­ν”, ε­νώ, ό­ντας ο­κτώ ε­τών ό­ταν πέ­θα­νε ο πρώ­τος και 13 ό­ταν α­να­χώ­ρη­σε ο δεύ­τε­ρος πρέ­πει να εί­χε ει­κό­να των ί­διων. Επί­σης, το δη­μο­σίευ­μα του Δε Βιά­ζη, το 1878, λό­γω του ο­ποίου α­να­γκά­στη­κε να ε­γκα­τα­λεί­ψει την Κέρ­κυ­ρα, το χα­ρα­κτη­ρί­ζει νε­α­νι­κό, ε­νώ έ­χει το βά­ρος ε­νός τρια­ντά­χρο­νου και ή­δη γνω­στού ε­ρευ­νη­τή.
Στα τρία τε­λευ­ταία κε­φά­λαια της Ει­σα­γω­γής, πα­ρα­τί­θε­νται οι δια­δο­χι­κές “α­να­κα­λύ­ψεις” ε­πι­στο­λών, με­μο­νω­μέ­νων ή και σε ο­μά­δες, με ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στην πρώ­τη έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, την προ πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας, α­πό τον Μά­ριο Βίτ­τι, ό­που πα­ρου­σιά­ζο­νται ε­πι­στο­λές της πε­ριό­δου 1813-1820. Η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση εί­ναι η πρό­σφα­τη, στην ο­ποία συ­γκε­ντρώ­νε­ται έ­να ε­πι­στο­λι­κό σώ­μα, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό 314 χρο­νο­λο­γη­μέ­να και 74 α­χρο­νο­λό­γη­τα τεκ­μή­ρια, δη­λα­δή “ε­πι­στο­λές, σχέ­δια, ση­μειώ­μα­τα”. Πα­ρα­τάσ­σο­νται, οι μεν πρώ­τες σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, οι δε δεύ­τε­ρες σε αλ­φα­βη­τι­κή, με βά­ση το ε­πώ­νυ­μο του α­πο­στο­λέα.
Σύμ­φω­να με το ευ­ρε­τή­ριο ε­πι­στο­λο­γρά­φων, οι ε­πι­στο­λές, που στά­θη­κε α­δύ­να­το να χρο­νο­λο­γη­θούν, ε­στά­λη­σαν α­πό 23 πρό­σω­πα. Εξ αυ­τών, μό­νο πέ­ντε προ­σώ­πων, ό­λες οι ε­πι­στο­λές ε­ντάσ­σο­νται στις α­χρο­νο­λό­γη­τες. Οπό­τε, στην πε­ρί­πτω­ση των 18 ε­πι­στο­λο­γρά­φων με μι­κτού χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­στο­λές, θα διευ­κό­λυ­νε την α­νά­γνω­ση οι α­χρο­νο­λό­γη­τες να α­κο­λου­θούν την τε­λευ­ταία χρο­νο­λο­γη­μέ­νη ή την πλη­σιέ­στε­ρη με βά­ση τα ε­σω­τε­ρι­κά τεκ­μή­ρια. Πα­ρά­δειγ­μα, οι τρεις α­χρο­νο­λό­γη­τες ε­πι­στο­λές του Χέν­ρυ Ταλ­κ, ό­που η μία χρο­νο­λο­γού­με­νη εμ­μέ­σως ε­ντάσ­σε­ται στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία, ε­νώ ο­μα­δο­ποιού­με­νες α­παρ­τί­ζουν μέ­ρος α­πό το κε­φά­λαιο πε­ρί “αγ­γλο­φι­λίας” του Κάλ­βου. Πα­ρο­μοίως, οι εν­νέα ε­πι­στο­λές του Γκιου­ζέπ­πε Νάλ­ντι, της συ­ζύ­γου του και της κό­ρης του, σκια­γρα­φούν α­πό κοι­νού μια α­πό τις μάλ­λον λι­γο­στές κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις του Κάλ­βου στο Λον­δί­νο ε­κτός του κύ­κλου των μα­θη­τών του. Ενώ στην α­κο­λου­θού­με­νη πα­ρά­τα­ξη, δη­λα­δή σύμ­φω­να με τα μι­κρά ο­νό­μα­τα της οι­κο­γέ­νειας, δεν υ­πάρ­χει συ­νο­χή στα α­να­φε­ρό­με­να πε­ρι­στα­τι­κά. Αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση θα μπο­ρού­σε να ι­σχύ­σει για το σύ­νο­λο της Αλλη­λο­γρα­φίας, κα­θώς με τη χρο­νο­λο­γι­κή διά­τα­ξη α­να­στα­τώ­νο­νται οι θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες των ε­πι­μέ­ρους ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των με έ­να πρό­σω­πο. Συ­να­κό­λου­θα, χά­νε­ται ο α­φη­γη­μα­τι­κός μί­τος, τό­σο πο­λύ­τι­μος στην α­νά­γνω­ση, που α­φορ­μά­ται, ας πού­με, α­πό α­πλό ε­γκυ­κλο­παι­δι­κό εν­δια­φέ­ρον.
Το σώ­μα των 388 ε­πι­στο­λών έ­χει χω­ρι­στεί σε δυο τό­μους με βά­ση το ι­σό­πο­σο των σε­λί­δων. Αντί αυ­τού του σχη­μα­τι­κού δια­χω­ρι­σμού, ο χρο­νο­λο­γι­κός, που λαμ­βά­νει υ­πό­ψη την πρώ­τη έκ­δο­ση των ε­πι­στο­λών της ο­κτα­ε­τίας 1813-1820, προ­σφέ­ρε­ται για την α­νά­δει­ξη των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της Αλλη­λο­γρα­φίας. Στην πρώ­τη πε­ρίο­δο, συ­γκε­ντρώ­νο­νται 350 (276 χρο­νο­λο­γη­μέ­νες, 74 α­χρο­νο­λό­γη­τες) ε­πι­στο­λές, 79 ε­πι­στο­λο­γρά­φων, εκ των ο­ποίων μό­νο τέσ­σε­ρις ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, ε­νώ 29 εί­ναι ε­πι­στο­λές του Κάλ­βου. Στην δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, της πε­ρι­πλά­νη­σης και έκ­δο­σης των Ωδών, της ε­γκα­τά­στα­σης στην Κέρ­κυ­ρα και της τε­λι­κής στην Αγγλία, σύ­νο­λο 49 χρό­νια, μό­λις 38 ε­πι­στο­λές, πέ­ντε αλ­λη­λο­γρά­φων, τρεις ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, με 25 ε­πι­στο­λές δια χει­ρός Κάλ­βου.
Με α­φορ­μή την πρώ­τη έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, ο Αρβα­νι­τά­κης σχο­λιά­ζει πό­σο ση­μα­ντι­κός εί­ναι αυ­τός  ο “μι­κρό­κο­σμος” των ε­πι­στο­λο­γρά­φων στη γνω­ρι­μία μας με τον Κάλ­βο. Και πράγ­μα­τι, στην εν­διά­με­ση πε­ντη­κο­ντα­ε­τία, οι ε­πι­στο­λο­γρά­φοι α­γνώ­στων στοι­χείων μειώ­θη­καν, κά­ποια α­πό τα “α­δεια­νά ο­νό­μα­τα” συ­μπλη­ρώ­θη­καν με ει­κα­σίες, μέ­νει, ω­στό­σο, πε­ρί το έ­να τρί­το χω­ρίς στοι­χεία, κυ­ρίως προ­σώ­πων α­πό την ο­μά­δα των μα­θη­τών και των οι­κο­γε­νειών τους. Για να α­να­δει­χθεί, ό­μως, αυ­τός ο “μι­κρό­κο­σμος”, τα βιο­γρα­φι­κά χρειά­ζε­ται να συ­νο­δεύουν την πρώ­τη μνεία του προ­σώ­που και ό­χι μία τυ­χού­σα κα­το­πι­νή. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, στο Ευ­ρε­τή­ριο, ας δι­νό­ταν με δια­κρι­τό τυ­πο­γρα­φι­κό στοι­χείο η α­ντί­στοι­χη σε­λί­δα. Επί­σης, στην Ει­σα­γω­γή, θα α­να­με­νό­ταν αυ­τό­νο­μο κε­φά­λαιο για τους αλ­λη­λο­γρά­φους. Εκεί, θα μπο­ρού­σε να σχο­λια­στεί το πλή­θος γνω­στών και α­ταύ­τι­στων, οι δια­φο­ρε­τι­κές ε­θνι­κό­τη­τες και ι­διό­τη­τες, α­κό­μη το φύ­λο ή η ι­διό­τη­τα με την ο­ποία προέ­κυ­ψε η σχέ­ση τους με τον Κάλ­βο. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό τις 54 ε­πι­στο­λές του Κάλ­βου, οι 12 έ­χουν πα­ρα­λή­πτη γυ­ναί­κες. Έξι τον α­ριθ­μό: μία ά­γνω­στη, την φί­λη του Φό­σκο­λο Ντό­να Ματ­ζιότ­τι και τέσ­σε­ρις μα­θή­τριές του. Ενώ το σύ­νο­λο των πα­ρα­λη­πτών μίας καλ­βι­κής ε­πι­στο­λής, πέ­ραν των έ­ξι θη­λυ­κών γρα­φί­δων, εί­ναι μό­λις 17.
    Αυ­τά τα α­ριθ­μη­τι­κά δε­δο­μέ­να α­πο­τε­λούν και έν­δει­ξη των ε­πι­μέ­ρους σω­μά­των αλ­λη­λο­γρα­φίας. Ενδει­κτι­κά, στην πρώ­τη ο­κτα­ε­τία, υ­πάρ­χουν η αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Φό­σκο­λο (17 ε­πι­στο­λές, οι τέσ­σε­ρις Κάλ­βου) και η με­γα­λύ­τε­ρη ό­λων, με την α­γα­πη­μέ­νη μα­θή­τρια του Κάλ­βου Σούζαν Ρι­ντού (50 ε­πι­στο­λές, τρεις Κάλ­βου), ε­νώ, στη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, η αλ­λη­λο­γρα­φία με τον πρύ­τα­νη της Ιο­νίου Ακα­δη­μίας, Γεώρ­γιο Θε­ρια­νό (19 ε­πι­στο­λές, οι 10 Κάλ­βου). Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν και αλ­λη­λο­γρα­φίες μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης αλ­λά ε­πι­κε­ντρω­μέ­νες σε έ­να θέ­μα. Όπως με τον προ­στά­τη του κό­μη Γκίλ­φορ­ντ, η μο­νό­πλευ­ρη με τον εκ­δό­τη του «Ape italiana» Ντε Σάν­κτις Μπαρ­το­λο­μέο, η δια­φω­τι­στι­κή με τον Γραμ­μα­τέα και τον βο­η­θό του της Εται­ρείας του Βι­βλίου των Προ­σευ­χών και των Ομι­λιών, που έρ­χε­ται και ως προ­σθή­κη στο βι­βλίο του Ανδρειω­μέ­νου «Οι τε­λευ­ταίες θρη­σκευ­τι­κές με­τα­φρά­σεις του Ανδρέα Κάλ­βου». Στο θρη­σκευ­τι­κό θέ­μα, ε­ντάσ­σο­νται και οι έ­ξι ε­πι­στο­λές του αγ­γλι­κα­νού θε­ο­λό­γου Φρει­δε­ρί­κου Νό­λαν, μα­ζί με τη μία διευ­κρι­νι­στι­κή του Ντα­νιέλ Ντάρτ­ναλ. Χρή­σι­μες μπορεί να σταθούν αυτές και στην α­νά­γνω­ση του τε­λευ­ταίου μέ­ρους του βι­βλίου, «Ξα­να­δια­βά­ζο­ντας τον Κάλ­βο», του Μι­χαήλ Πα­σχά­λη. Έτσι, ό­μως, ο­δη­γού­μα­στε στην ε­πί­σης εν­δια­φέ­ρου­σα θε­μα­τι­κή ο­μα­δο­ποίη­ση των ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των δυο ή και τριών αλ­λη­λο­γρά­φων. Αλλά τα σχό­λια ε­νός α­δα­ούς δεν έ­χουν τε­λειω­μό, ού­τε, ό­μως, ο “Άλλος Κάλ­βος”, που τεί­νει να γί­νει ο κυ­ρίως Κάλ­βος. Όπως και να έ­χει, η έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας θα συν­δρά­μει την πε­ραι­τέ­ρω έ­ρευ­να, α­νοί­γο­ντας για το πλα­τύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, χά­ρις και στην διε­ξο­δι­κή Ει­σα­γω­γή, έ­να πα­ρά­θυ­ρο στον κό­σμο του Κάλ­βου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/1/2015.

Αδό­κη­τες συ­μπτώ­σεις

Στις πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες του θα­νά­του ε­νός συγ­γρα­φέα μπο­ρεί να ε­ντα­χθεί – προ­φα­νώς, στα ψι­λά – η έ­τοι­μη προς δη­μο­σίευ­ση πα­ρου­σία­ση πρό­σφα­του βι­βλίου του, α­φού, με­τά τον θά­να­τό του, κα­θί­στα­ται μη δη­μο­σιεύ­σι­μη. Ιδίως, ό­ταν το βι­βλίο εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, αλ­λιώς α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται το πό­νη­μα ε­νός συγ­γρα­φέα που χαί­ρει ά­κρας υ­γείας, αλ­λιώς ε­νός με σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα υ­γείας και τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κά, του άρ­τι α­πο­θα­νό­ντος. Οπό­τε, σί­γου­ρα, πρό­κει­ται για μία δυ­σά­ρε­στη σύ­μπτω­ση. Τώ­ρα, αν τυ­χαί­νει μέ­σα σε έ­να μή­να να α­πο­βιώ­σουν δυο συγ­γρα­φείς, που να έ­χουν εκ­δώ­σει πρό­σφα­τα τα βι­βλία τους, για τα ο­ποία τα κεί­με­να των πα­ρου­σιά­σεων να έ­χουν ή­δη γρα­φτεί, τό­τε έ­χου­με μία σύ­μπτω­ση, α­πό ε­κεί­νες που δαι­μό­νι­ζαν τον Άρθουρ Καίσ­λερ  και κα­τέ­λη­ξε να ζη­τά­ει τη λύ­ση στην πα­ρα­ψυ­χο­λο­γία. Αν και στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέ­α και του Σε­ρα­φείμ Φυ­ντα­νί­δη, αμ­φό­τε­ροι βρί­σκο­νταν στη ζώ­νη υ­ψη­λού κιν­δύ­νου, καρ­κί­νος-καρ­διά. Φαι­νό­ταν, ω­στό­σο, πως ο “μαύ­ρος χά­ρος” θα αρ­γή­σει στα ρα­ντε­βού του, κα­θώς και οι δύο το χρό­νο της συ­νά­ντη­σης τον πά­λευαν. Από την άλ­λη, η πε­ρί­πτω­σή τους δεν πα­ρου­σιά­ζει μία, αλ­λά σει­ρά συ­μπτώ­σεων.
Οι δυο θά­να­τοι ε­πήλ­θαν σε διά­στη­μα μι­κρό­τε­ρο του μη­νός. Ενώ, τα τε­λευ­ταία τους βι­βλία εί­χαν εκ­δο­θεί σε α­πό­στα­ση μη­νός. Όπως συμ­βαί­νει ε­σχά­τως με τους γνω­στούς συγ­γρα­φείς, οι η­με­ρο­μη­νίες κυ­κλο­φο­ρίας των βι­βλίων εί­χαν α­να­κοι­νω­θεί εκ των προ­τέ­ρων. 3 Νο­εμ­βρίου η “νε­α­νι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία” του Κου­μα­ντα­ρέα με τον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό, έ­να μή­να νω­ρί­τε­ρα, η αυ­το­βιο­γρά­φη­ση του Φυ­ντα­νί­δη. 3 Δε­κεμ­βρίου, ώ­ρα 12.30 μ.μ., στο αμ­φι­θέ­α­τρο του Ιδρύ­μα­τος Θε­ο­χα­ρά­κη πα­ρου­σιά­στη­κε το πρώ­το, 12 Νο­εμ­βρίου, ώ­ρα 12.30 μ.μ., στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, το δεύ­τε­ρο. Τρεις ο­μι­λη­τές στο πρώ­το, τέσ­σε­ρις στο δεύ­τε­ρο. Ο έ­νας κοι­νός και στα δυο, κα­θό­σον ε­πι­με­λη­τής του πρώ­του βι­βλίου και βο­η­θός κα­τά τη συγ­γρα­φή του δεύ­τε­ρου. Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας α­πο­χώ­ρη­σε βιαίως δυο μέ­ρες με­τά την πα­ρου­σία­ση, κο­ντά με­σά­νυ­χτα, πε­ρί την 11η μ.μ. της Πα­ρα­σκευής, 5 Δε­κεμ­βρίου. Ο Φυ­ντα­νί­δης α­πε­βίω­σε α­νή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να, στις 9 το βρά­δυ, 25 Δε­κεμ­βρίου. Και οι δυο κη­δείες στο Πρώ­το Νε­κρο­τα­φείο, στις 9 Δε­κεμ­βρίου, 2 το με­ση­μέ­ρι του Κου­μα­ντα­ρέα, στις 27 Δε­κεμ­βρίου, 1 το με­ση­μέ­ρι του Φυ­ντα­νί­δη.
Ως σύ­μπτω­ση μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί και ο τρό­πος που ο θά­να­τός τους σχο­λιά­στη­κε στον Τύ­πο. Το γε­γο­νός ό­τι και οι δυο θά­να­τοι κα­λύ­φθη­καν ε­κτε­νώς, ή­ταν προ­βλέ­ψι­μο. Συ­νέ­πε­σε, ό­μως, και η νοο­τρο­πία που ε­πι­κρά­τη­σε στα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά κεί­με­να. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, η ε­στία­ση δεν ή­ταν α­πο­κλει­στι­κά στο πρό­σω­πο του ε­κλι­πό­ντος. Σχε­τι­κά με τον θά­να­το του Κου­μα­ντα­ρέα, το πο­λύ με­λά­νι χύ­θη­κε για τη δο­λο­φο­νία του και ό­χι για τον συγ­γρα­φέα. Αν αυ­τή η σκαν­δα­λο­θη­ρί­στι­κη ρο­πή του Τύ­που ή­ταν α­να­με­νό­με­νη στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η ε­κτε­τα­μέ­νη α­να­φο­ρά στην πε­ρί­πτω­ση του Φυ­ντα­νί­δη, ό­χι στον δι­κό του θά­να­το αλ­λά στους “θα­νά­τους της «Ελευ­θε­ρο­τυ­πίας»”, πρώ­τον, δεύ­τε­ρο μέ­χρι τον πι­θα­νο­λο­γού­με­νο τρί­το, ξάφ­νια­σε δυ­σά­ρε­στα.
Όσο για τα βι­βλία, α­πέ­μει­ναν στις ο­μι­λίες κα­τά τις συ­νε­ντεύ­ξεις Τύ­που, οι ο­ποίες α­να­πα­ρή­χθη­σαν, α­να­με­μιγ­μέ­νες με α­νεκ­δο­το­λο­γι­κά σχό­λια των συγ­γρα­φέων, που ή­ταν πα­ρό­ντες. Κι ό­μως, και τα δυο βι­βλία θα μπο­ρού­σαν να εν­δια­φέ­ρουν έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την ε­πι­και­ρό­τη­τα, που καλ­λιέρ­γη­σε ο θά­να­τος των συγ­γρα­φέων τους. Το πρώ­το, για­τί α­φο­ρά δύο α­πό τους με­τρη­μέ­νους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους της δεύ­τε­ρης με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς. Αν ό­χι τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους, σί­γου­ρα τους δη­μο­φι­λέ­στε­ρους, κα­θώς κα­τόρ­θω­σαν τα βι­βλία τους να συ­γκα­τα­λέ­γο­νται και στα λο­γο­τε­χνι­κά και στα ευ­πώ­λη­τα. Το δεύ­τε­ρο («31 α­ξέ­χα­στα χρό­νια», εκδ. Πα­τά­κης), για­τί συ­νι­στά έ­να μο­να­δι­κό χρο­νι­κό δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ζωής, έ­κτα­σης μιας α­κέ­ραιας με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής γε­νιάς, το ο­ποίο, ε­πι­προ­σθέ­τως, εί­ναι γραμ­μέ­νο με υ­ψη­λή αί­σθη­ση χιού­μορ. Για το πρώ­το, που α­φο­ρά το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας την α­δη­μο­σίευ­τη πα­ρου­σία­ση, θα κά­νου­με σκια­γρά­φη­ση πε­ριε­χο­μέ­νων, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη στο βι­βλίο. Άλλω­στε, κα­τά μία α­πό­φαν­ση, “έ­ξω α­πό τα βι­βλία τους οι συγ­γρα­φείς δεν υ­πάρ­χου­ν”. Ανε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τή στα πρό­σφα­τα με­τα­νε­ο­τε­ρι­κά χρό­νια τεί­νει να α­ντι­στρα­φεί.

Β.Βα­σι­λι­κός-Μ.Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Νε­α­νι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία 1954-1960»
Επι­μέ­λεια-Πρό­λο­γος: Θ. Θ. Νιάρ­χος
Εκδό­σεις Τό­πος

Κα­τ’ αρ­χήν, η έκ­δο­ση κά­θε αλ­λη­λο­γρα­φίας έ­χει α­νά­γκη υ­πο­σε­λί­διων ση­μειώ­σεων. Πό­σω μάλ­λον η συ­γκε­κρι­μέ­νη, που α­φο­ρά τα πρώ­τα βή­μα­τα των δυο συγ­γρα­φέων. Απο­ρία προ­κα­λεί η πα­ρά­λη­ψή τους, που, βε­βαίως, δεν χρεώ­νε­ται στον ε­πι­με­λη­τή. Εκτός, ί­σως, α­πό την μη πα­ρά­θε­ση α­πα­ραί­τη­των στοι­χείων για τα α­να­φε­ρό­με­να πρό­σω­πα, ι­δίως ό­σα μνη­μο­νεύο­νται μό­νο με το μι­κρό τους ό­νο­μα. Από την άλ­λη, αν οι αλ­λη­λο­γρά­φοι ε­πι­θυ­μού­σαν κά­ποιες πτυ­χές να μεί­νουν μυ­στι­κές, θα μπο­ρού­σαν να α­φαι­ρέ­σουν έ­να-δυο ε­πι­στο­λές, ό­πως ε­κεί­νη της 18ης Ια­νουα­ρίου 1957. Και πι­θα­νώς, σε με­ρι­κές α­κό­μη ε­πι­στο­λές να α­πα­λεί­ψουν ο­ρι­σμέ­νες κρυ­πτι­κές α­να­φο­ρές. Έτσι, δεν θα ι­κα­νο­ποιού­σαν μεν τον α­να­γνώ­στη, αλ­λά του­λά­χι­στον δεν θα κέ­ντρι­ζαν την πε­ριέρ­γειά του. Πα­ρό­τι υ­πάρ­χουν τα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να αμ­φο­τέ­ρων, δε­δο­μέ­νου ό­τι αυ­τά συ­νο­μι­λούν με μυ­θο­πλα­στι­κές εκ­δο­χές, οι βιο­γρα­φίες τους μέ­νουν να γρα­φούν. Κα­τά τη γνώ­μη μας, ση­μα­ντι­κές βιο­γρα­φή­σεις, ό­χι μό­νο λό­γω του συγ­γρα­φι­κού α­να­στή­μα­τος των ί­διων, αλ­λά και για­τί αμ­φό­τε­ροι δεν στά­θη­καν τύ­ποι μο­νή­ρεις. Αντι­θέ­τως οι βίοι τους συ­να­ντή­θη­καν με ε­πι­φα­νή πρό­σω­πα της γε­νιάς του ’30 και της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής. Όσο α­φο­ρά την Αλλη­λο­γρα­φία, σε μια δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση, που σί­γου­ρα θα υ­πάρ­ξει, με­τά το δυ­σά­ρε­στο τέ­λος του ε­νός αλ­λη­λο­γρά­φου, ο έ­τε­ρος θα μπο­ρού­σε να συ­μπλη­ρώ­σει τις ψη­φί­δες, αν­τλώ­ντας και α­πό τα υ­πό τα­κτο­ποίη­ση Αρχεία τους. Αν και υ­πάρ­χουν σκο­τει­νά ση­μεία, που μό­νο ο ε­κλι­πών αλ­λη­λο­γρά­φος θα μπο­ρού­σε να φω­τί­σει, ό­πως η  συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κρί­ση που τον συ­ντά­ρα­ζε την Άνοι­ξη του 1955.
Ας προσ­διο­ρί­σου­με, ό­μως, το ε­πί­θε­το “νε­α­νι­κή” του τίτ­λου. 17 Μαΐου 1931 γεν­νή­θη­κε ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, 18 Νο­εμ­βρίου 1934 ο Βα­σι­λι­κός, που ση­μαί­νει ό­τι, ό­ταν γνω­ρί­ζο­νται, ο πρώ­τος εί­ναι στα 23 και κά­νει το στρα­τιω­τι­κό του στο Ναυ­τι­κό και ο δεύ­τε­ρος στα 20, δευ­τε­ρο­ε­τής της Σχο­λής Νο­μι­κής του Αρι­στο­τε­λείου. Συ­νο­λι­κά δη­μο­σιεύο­νται 48 ε­πι­στο­λές, 18 του Κου­μα­ντα­ρέα, 30 του Βα­σι­λι­κού. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η α­νά έ­τος κα­τα­νο­μή τους: 1954 ε­πι­στο­λές 10 (6 του Κου­μα­ντα­ρέα προς 4 του Βα­σι­λι­κού), 1955 ε­πι­στο­λές 18 (7 προς 10), 1956 ε­πι­στο­λές 10 (5 προς 5), 1957 πέ­ντε του Βα­σι­λι­κού, 1958 κα­μία, 1959 μία του Βα­σι­λι­κού, 1960 πέ­ντε του Βα­σι­λι­κού. Μέ­νει η ε­ντύ­πω­ση πως με­τά την ορ­γι­σμέ­νη ε­πι­στο­λή, που ο Βα­σι­λι­κός έ­γρα­ψε στις 18 Ια­νουα­ρίου 1957, ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό το τα­ξί­δι του στην Αθή­να για τις ε­ορ­τές, ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας σιώ­πη­σε. Αυ­τό μπο­ρεί να ι­σχύει μό­νο για ε­κεί­νο το έ­τος, που ο Βα­σι­λι­κός κά­νει το στρα­τιω­τι­κό του, πι­θα­νώς και το ε­πό­με­νο. Πά­ντως, τον Οκτώ­βριο του 1959, που ο Βα­σι­λι­κός βρί­σκε­ται στη Νέα Υόρ­κη, άρ­τι α­φι­χθείς, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας μα­θή­μα­τα στη Σχο­λή τη­λε­ο­ρά­σεως, μέ­χρι και τον ε­πό­με­νο Οκτώ­βριο, που ε­τοι­μά­ζε­ται να ε­πι­στρέ­ψει, φαί­νε­ται πως η αμ­φί­πλευ­ρη αλ­λη­λο­γρα­φία τους έ­χει α­πο­κα­τα­στα­θεί. Οι ε­πι­στο­λές του Κου­μα­ντα­ρέα θα πα­ρά­πε­σαν κα­τά “το με­γά­λο τα­ξί­δι πά­νω στην ή­πει­ρο της Αμε­ρι­κής” του Βα­σι­λι­κού. Απώ­λεια, για­τί, σύμ­φω­να με τις α­πα­ντη­τι­κές του Βα­σι­λι­κού, θα πρέ­πει να ή­ταν ε­κτε­νείς, ό­πως και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες της πρώ­της τριε­τίας, ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κές για τον ε­αυ­τό του, αλ­λά και διεισ­δυ­τι­κές για την προ­σω­πι­κό­τη­τα του φί­λου του.
Αδιευ­κρί­νι­στο πα­ρα­μέ­νει το πό­τε α­κρι­βώς μέ­σα στο πρώ­το ε­ξά­μη­νο του 1954, οι δυο αλ­λη­λο­γρά­φοι γνω­ρί­στη­καν. Αντι­θέ­τως για τον τό­πο, οι ί­διοι έ­δω­σαν κα­τά την πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου δυο εκ­δο­χές. Στο πα­τά­ρι του Πι­κα­ντύλ­λι ι­σχυ­ρί­ζε­ται ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, στο σπί­τι του Χατ­ζι­δά­κι ο Βα­σι­λι­κός. Θα μπο­ρού­σε να ι­σχύουν και τα δυο. Από το σπί­τι να πή­γαν στο με­ση­με­ρια­νό στέ­κι του Χατ­ζι­δά­κι και της πα­ρέ­ας του, ό­που ο μο­νι­μό­τε­ρος θα­μώ­νας ή­ταν ο Γκά­τσος. Ωστό­σο, μία λί­γο προ­σε­κτι­κό­τε­ρη α­νά­γνω­ση της πρώ­της ε­πι­στο­λής, στις 22 Ιου­λίου 1954, του Κου­μα­ντα­ρέα, δεί­χνει πως δεν θα πρέ­πει να πρω­το­συ­να­ντή­θη­καν στο ζα­χα­ρο­πλα­στείο, για­τί τό­τε αυ­τός θα ή­ταν πα­ρών στη γνω­ρι­μία Βα­σι­λι­κού - Γκά­τσου. Πά­ντως, α­πό την πρώ­τη σε­λί­δα της Αλλη­λο­γρα­φίας γεν­νιέ­ται στον α­να­γνώ­στη η πε­ριέρ­γεια να μά­θει πε­ρισ­σό­τε­ρα για τη σχέ­ση και την αλ­λη­λο­γρα­φία αμ­φο­τέ­ρων με τον με­γα­λύ­τε­ρό τους, γεν­νη­μέ­νο το 1925, και ή­δη γνω­στό μου­σι­κο­συν­θέ­τη, Χατ­ζι­δά­κι.
Τα γε­γο­νό­τα του κα­θη­με­ρι­νού βίου που τους α­πα­σχο­λούν στην πρώ­τη τριε­τία, αυ­τήν της κυ­ρίως Αλλη­λο­γρα­φίας τους, εί­ναι: Τα σχέ­δια για κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές στη Θά­σο, που ναυα­γούν. Με την ευ­και­ρία, ο Κα­βα­λιώ­της Βα­σι­λι­κός μας δί­νει ει­κό­να για το πό­σο στοί­χι­ζε τό­τε έ­να πα­ρό­μοιο τα­ξί­δι για έ­ναν Αθη­ναίο. Οι ε­ντυ­πώ­σεις α­πό το Πά­σχα στην Αθή­να του ’55 και γεύ­ση για το πώς δια­σκέ­δα­ζε η πα­ρέα του Χατ­ζι­δά­κι. Μία πε­ρι­πέ­τεια του Κου­μα­ντα­ρέα με την υ­γεία του. Οι δύ­σκο­λες σχέ­σεις τους με γο­νείς και ε­ρω­τι­κούς συ­ντρό­φους. Πα­ρα­τη­ρού­με πως, πα­ρό­λο που έ­χουν κά­νει ε­λά­χι­στη πα­ρέα οι δυο τους, Χρι­στού­γεν­να 1954 και Πά­σχα 1955, τα σχό­λια του ε­νός για τα προ­σω­πι­κά του άλ­λου εί­ναι ου­σια­στι­κά, δεί­χνο­ντας α­μοι­βαίο εν­δια­φέ­ρον αλ­λά και δια­κρι­τι­κό­τη­τα. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, έ­χει δί­κιο ο ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης, που βλέ­πει στη σχέ­ση τους μία σχε­δόν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή διά­στα­ση. Στη δε­κα­ε­τία του ’60, δυο κα­λο­φτιαγ­μέ­νοι νέ­οι ά­ντρες, με ε­ρω­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο, μη κα­τα­στα­λαγ­μέ­νοι, τολ­μούν. Δο­κι­μά­ζουν αμ­φι­τα­λα­ντευό­με­νοι, α­κρι­βώς ό­πως με­τεω­ρί­ζο­νται και στη γρα­φή τους με­τα­ξύ ποίη­σης, θεά­τρου και πε­ζο­γρα­φίας. Συ­γκρι­νό­με­νοι με ε­κεί­νους, οι ση­με­ρι­νοί νέ­οι, ε­ξή­ντα χρό­νια με­τά, δεί­χνουν α­δια­φο­ρία, α­κο­λου­θώ­ντας μη­χα­νι­στι­κά τους συρ­μούς. Κα­τά τα άλ­λα, πε­ρισ­σό­τε­ρες εί­ναι οι α­να­φο­ρές στη μου­σι­κή, χά­ρις στον δια βίου μου­σι­κό­φι­λο Αθη­ναίο, πα­ρά στην πε­ζο­γρα­φία. Όπου προ­τι­μούν τη γαλ­λι­κή, μάλ­λον α­δια­φο­ρώ­ντας για την ελ­λη­νι­κή. Κύ­ριο μέ­λη­μα τα δι­κά τους γρα­πτά, προέ­χουν των δια­σκε­δά­σεων.       
Εδώ, έ­γκει­ται το ι­διαί­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον της Αλλη­λο­γρα­φίας τους. Συ­ζη­τούν τα πρώ­τα τους βι­βλία, που ε­μείς δια­βά­ζου­με σή­με­ρα. Το 2011, εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­μα­ντα­ρέα, «Οι α­λε­πού­δες του Γκό­σπερτ», και ε­πα­νεκ­δό­θη­κε το πρώ­το του Βα­σι­λι­κού, «Η διή­γη­ση του Ιά­σο­να». Αρχές του 2014, α­κο­λού­θη­σε το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Θύ­μα­τα ει­ρή­νης». Αμφό­τε­ρα, με ει­σα­γω­γή και φι­λο­λο­γι­κή φρο­ντί­δα του Θα­νά­ση Αγά­θου, που, με­τά την εν­δια­φέ­ρου­σα με­λέ­τη της γυ­ναί­κας στο έρ­γο του Κα­ζα­ντζά­κη, α­φο­σιώ­νε­ται στην έκ­δο­ση των σχο­λια­σμέ­νων Απά­ντων του δεύ­τε­ρου Έλλη­να συγ­γρα­φέα, που διεκ­δι­κεί με το πο­λυ­με­τα­φρα­σμέ­νο έρ­γο του θέ­ση στην πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη λο­γο­τε­χνία.
Εκτός αυ­τών, στην Αλλη­λο­γρα­φία α­να­φέ­ρε­ται και το θε­α­τρι­κό του Βα­σι­λι­κού, «Στη φυ­λα­κή των Φι­λίπ­πων», που με­τα­δό­θη­κε α­πό το ρα­διό­φω­νο στις 31 Οκτω­βρίου 1954, σε σκη­νο­θε­σία Γκά­τσου, με τον Χατ­ζι­δά­κι “ε­νορ­χη­στρω­τή”, ό­πως ο ί­διος χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­αυ­τόν σε ε­πι­στο­λή του προς τον Βα­σι­λι­κό. Εκεί, α­πο­κα­λεί το έρ­γο “ο Παύ­λος σου” και έ­τσι εκ­δό­θη­κε μία ει­κο­σα­ε­τία αρ­γό­τε­ρα, «Ο Από­στο­λος Παύ­λος στη Φυ­λα­κή των Φι­λίπ­πων». Ακό­μη, πε­ρι­γρά­φο­νται εν ε­κτά­σει σχέ­δια και δη προ­χω­ρη­μέ­να για δυο α­φη­γή­μα­τα, που δεν γνω­ρί­ζου­με α­πό άλ­λη πη­γή. Ο επιμελητής του Αρχείου Κουμανταρέα θα μπορούσε να συμπληρώσει το ιστορικό του πε­ζού, «Ο Μυγ­χά­ου­ζεν στο Λιό­πε­σι!» και να δώ­σει κά­ποια πλη­ρο­φο­ρία για τον «Τει­ρε­σία». Για τα «Εφτά α­πο­γεύ­μα­τα» του Βα­σι­λι­κού, που, τον Μάιο του 1955, ο ί­διος το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “το πιο δρα­μα­τι­κό του βι­βλίο”, α­πο­δί­δο­ντας την ε­πι­νό­η­ση του τίτ­λου στον Κου­μα­ντα­ρέα, δεν θυ­μό­μα­στε να έ­χου­με δια­βά­σει κά­ποιο με­τα­γε­νέ­στε­ρο σχε­τι­κό σχό­λιο.
Αφορ­μή της πρώ­της ε­πι­στο­λής της Αλλη­λο­γρα­φίας δεν εί­ναι η γνω­ρι­μία τους, αλ­λά το πρώ­το βι­βλίο του Βα­σι­λι­κού «Η διή­γη­ση του Ιά­σο­να». Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας εκ­φρά­ζε­ται με την α­κρι­βο­λο­γία και την αυ­το­πε­ποί­θη­ση κρι­τι­κού. Από μια ά­πο­ψη, κά­τι τέ­τοιο εί­ναι εύ­κο­λο, α­φού πρό­κει­ται για ε­γκω­μια­στι­κή κρί­ση. Συ­νε­χί­ζει, ό­μως, με την αυ­στη­ρή κρι­τι­κή του θε­α­τρι­κού, «Στη φυ­λα­κή των Φι­λίπ­πων», με α­πο­κο­ρύ­φω­μα κρι­τι­κού οί­στρου την δε­κα­σέ­λι­δη ε­πι­στο­λή της 6ης Ιου­λίου 1956, στην ο­ποία ε­ξο­νυ­χί­ζει το «Θύ­μα­τα ει­ρή­νης». Κα­λός α­πο­δέ­κτης ο Βα­σι­λι­κός, στις 2 Αυ­γού­στου 1956, ευ­ρι­σκό­με­νος στο τύ­πω­μα του τρί­του τυ­πο­γρα­φι­κού, τον πλη­ρο­φο­ρεί για τις ε­κτε­τα­μέ­νες αλ­λα­γές που έ­κα­νε. Ως κρι­τι­κός ο Βα­σι­λι­κός δεί­χνει την ευ­θυ­κρι­σία του, στην κρι­τι­κή τού «Οι α­λε­πού­δες του Γκό­σπορτ». Πα­ράλ­λη­λα, φω­τί­ζει τις λο­γο­τε­χνι­κές ε­πι­δρά­σεις του Κου­μα­ντα­ρέα α­πό το στε­νό του πε­ρι­βάλ­λον ε­κεί­νης της ε­πο­χής, Χατ­ζι­δά­κι και Γκά­τσο, που έ­χουν πα­ρα­μεί­νει ά­γνω­στες. Συ­γκρα­τού­με την πα­ρό­τρυν­σή του να γρά­φει σαν τον Πα­πα­δια­μά­ντη, που ση­μαί­νει ό­χι ψυ­χο­λο­γι­κές ερ­μη­νείες, αλ­λά για ε­κεί­να τα πράγ­μα­τα που χά­νο­νται, έ­χουν ό­μως μια δεύ­τε­ρη ζωή στα διη­γή­μα­τα.
Εκ των υ­στέ­ρων, ήρ­θε να προ­στε­θεί μία τε­λευ­ταία σύ­μπτω­ση. Αυ­τή δεν α­φο­ρά τους δυο α­πο­θα­νό­ντες, αλ­λά τον βίο του Κου­μα­ντα­ρέα. Δο­λο­φο­νή­θη­κε βρά­δυ της 5ης Δε­κεμ­βρίου, ε­νώ ο φε­ρό­με­νος ως δο­λο­φό­νος του συ­νε­λή­φθη βρά­δυ της 5ης Ια­νουα­ρίου. Ο ί­διος, “την η­με­ρο­μη­νία του θα­νά­του του”, για την ο­ποία ρω­τού­σε τό­σο ε­πί­μο­να τον “Πε­ρα­μα­τά­ρη” στο τε­λευ­ταίο του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ο θη­σαυ­ρός του χρό­νου», δεν την έ­μα­θε.
Τε­λι­κά, ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας στά­θη­κε μια μάλ­λον σπά­νια πε­ρί­πτω­ση Αθη­ναίου α­στού στον συγ­γρα­φι­κό χώ­ρο των δυο-τριών τε­λευ­ταίων δε­κα­ε­τιών. Πα­ρα­μέ­νο­ντας στο πε­δίο των συ­μπτώ­σεων, του έ­τυ­χε μία σπά­νια μορ­φή καρ­κί­νου του λεμ­φι­κού συ­στή­μα­τος. Πρό­κει­ται για το λε­γό­με­νο Λέμ­φω­μα Μαν­δύας ή αγ­γλι­στί Mantle Lymphoma ή και γερ­μα­νι­στί Mantel Lymphoma. Στο τε­λευ­ταίο του μυ­θι­στό­ρη­μα, το α­να­φέ­ρει ως Λέμ­φω­μα Mandel, που ση­μαί­νει Λέμ­φω­μα Αμυ­γδα­λιάς. Και ένας ασυνήθης θάνατος.
 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 18/1/2015.

Φωτογραφία:  Ο Μένης Κουμανταρέας κατά την εποχή που αλληλογραφούσε με τον Βασίλη Βασιλικό. Από μιας αρχής, “παίζει πιάνο και γραφομηχανή”. Κατ’ εκείνον, το μυστικό “της νεότητας της ψυχής”.

Ταξίδι μεταμόρφωσης

 Γιό­χαν Βόλφ­γκαν­γκ φον Γκαί­τε
«Το τα­ξί­δι στην Ιτα­λία»
Ει­σα­γω­γή – Με­τά­φρα­ση
Γιώρ­γος Δε­πά­στας
Εκδό­σεις Ολκός
Νοέμ­βριος 2014


Με τον στί­χο του Βι­ζυη­νού, “με­τε­βλή­θη ε­ντός μου, και ο ρυθ­μός του κό­σμου” –προ­φα­νώς α­πο­κομ­μέ­νο α­πό τα συμ­φρα­ζό­με­να του ποιή­μα­τος «Το φά­σμα μου» στο ο­ποίο α­νή­κει– θα μπο­ρού­σε να συ­νο­ψί­σει κα­νείς τη με­τα­μόρ­φω­ση του Γκαί­τε α­πό “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”. Με θε­τι­κό πρό­ση­μο ο στί­χος του Θρα­κιώ­τη, που θρη­νού­σε τη βύ­θι­σή του α­πό την φαι­δρό­τη­τα στη θλί­ψη, στην πε­ρί­πτω­ση του Γκαί­τε θα ε­ξέ­φρα­ζε τα ζωο­ποιά α­πο­τε­λέ­σμα­τα της τα­ξι­διω­τι­κής του με­ταρ­σίω­σης. Με άλ­λα λό­για, τη φώ­τι­σή του και το πώς, με τον τρό­πο του, έ­γι­νε κι αυ­τός “Έλλη­νας”. Ήδη, το μό­το του βι­βλίου για “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”, “Auch ich in Arkadien!”, προσ­δί­δει ου­το­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα στη μο­να­δι­κό­τη­τα της ε­μπει­ρίας. Απο­τε­λεί ε­πι­τα­τι­κή πα­ραλ­λα­γή της λα­τι­νι­κής ρή­σης “Et in Arcadia ego”, που το­νί­ζει την πα­ρου­σία του στην ει­δυλ­λια­κή Αρκα­δία.
Μό­νο αν εί­χε με­τα­βλη­θεί ε­ντός του ο ρυθ­μός του κό­σμου, θα μπο­ρού­σε η με­τα­μόρ­φω­ση να εί­ναι τό­σο ρι­ζι­κή. Για αυ­τήν την ε­σω­τε­ρι­κή αλ­λα­γή του Γκαί­τε προϊδεά­ζει  κα­τά την ε­πι­στρο­φή του α­κό­μη και η ε­ξω­τε­ρι­κή του εμ­φά­νι­ση. Όταν λοι­πόν, ε­πι­στρέ­φει στην Αυ­λή της Βαϊμά­ρης, σύμ­βου­λος του Δού­κα Κα­ρό­λου Αυ­γού­στου ή­δη α­πό δω­δε­κα­ε­τίας, οι κα­κε­ντρε­χείς σχο­λιά­ζου­ν: “Έφυ­γε έ­νας Απόλ­λω­νας και γύ­ρι­σε έ­νας μπε­κρής” (α­πό την πρό­σφα­τη με­λέ­τη της Ιωάν­νας Οι­κο­νό­μου-Αγο­ρα­στού, «Συ­ζη­τώ­ντας για την Ελλά­δα... στην Αυ­λή της Βαϊμά­ρης... στα χρό­νια του Γκαί­τε», εκδ. University Studio Press). Μία πα­ρό­μοια μαρ­τυ­ρία κα­τα­θέ­τει και ο ί­διος στο η­με­ρο­λό­γιο του τα­ξι­διού. Στο Πα­λέρ­μο, Πά­σχα του 1787, στο πα­λά­τι του Αντι­βα­σι­λέα, έ­νας Μαλ­τέ­ζος, που τον εί­χε συ­να­ντή­σει στην Βαϊμά­ρη ως “τον νέο και δρα­στή­ριο συγ­γρα­φέα του Βέρ­θε­ρου”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί για­τί “έ­χει ξε­χά­σει το ό­νο­μά του”, δεν τον α­να­γνω­ρί­ζει.
Πράγ­μα­τι, στις 3 Σε­πτεμ­βρίου 1786, που α­να­χω­ρεί ο Γκαί­τε α­πό το Κάρλσ­μπα­ντ, εί­ναι, του­λά­χι­στον για τους πολ­λούς, μό­νο “ο συγ­γρα­φέ­ας του Βέρ­θε­ρου”. Ο Γκαί­τε, που “κα­τέ­χει κο­ρυ­φαία θέ­ση στην δια­νο­η­τι­κή ι­στο­ρία της Γερ­μα­νίας κα­τά το 18ο και 19ο αιώ­να” σύμ­φω­να με τις με­τα­θα­νά­τιες α­να­φο­ρές του ελ­λη­νι­κού Τύ­που, “ο αρ­χαϊκώ­τα­τος και νεω­τε­ρι­κώ­τα­τος ποιη­τής” κα­τά τον Πα­λα­μά, θα δια­μορ­φω­θεί με­τά “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι” και χά­ρις στην ευερ­γε­τι­κή του ε­πε­νέρ­γεια. Κα­τά μία ε­κτί­μη­ση, α­πο­τέ­λε­σε το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο γε­γο­νός στη ζωή του. Για­τρεύε­ται α­πό τη με­λαγ­χο­λία και την ψυ­χι­κή κού­ρα­ση των αυ­λι­κών χρό­νων. Γί­νε­ται εύ­θυ­μος, συ­να­να­στρέ­φε­ται λαϊκούς αν­θρώ­πους. Στη Ρώ­μη, ό­που μέ­νει τέσ­σε­ρις μή­νες κα­τε­βαί­νο­ντας προς Νό­το και έ­ντε­κα ε­πι­στρέ­φο­ντας, διά­γει τον μποέ­μι­κο βίο ε­νός φοι­τη­τή. Με­τά δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες στη Νά­πο­λη ση­μειώ­νει στο η­με­ρο­λό­γιό του: “Εί­ναι έ­νας πα­ρά­δει­σος, ο κα­θέ­νας ζει σε έ­να εί­δος με­θυ­σμέ­νης α­νι­διο­τέ­λειας. Το ί­διο συμ­βαί­νει και σ’ ε­μέ­να, δεν α­να­γνω­ρί­ζω καν τον ε­αυ­τό μου, νο­μί­ζω πως εί­μαι τε­λείως άλ­λος άν­θρω­πος. Χθες σκέ­φτη­κα: «Ή ή­σουν ε­ντε­λώς τρε­λός ή εί­σαι τώ­ρα.»” Αυ­τή η ψυ­χι­κή ευε­ξία φέρ­νει την πνευ­μα­τι­κή α­νά­τα­ση, που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στις συγ­γρα­φές του, με πρώ­τη την και­νού­ρια, έμ­με­τρη «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις». Ανα­ζη­τά μια εκ­δο­χή “πιο ζωη­ρή και συ­ντα­ρα­κτι­κή” α­πό την πε­ζό­μορ­φη της Βαϊμά­ρης. “Στην τέ­χνη κα­λό εί­ναι μό­νο το κάλ­λι­στο”, α­πο­φαί­νε­ται. Αλλά­ζει θέ­α­ση, κρι­τή­ρια, α­ξιο­λό­γη­ση αν­θρώ­πων και κα­τα­στά­σεων, βά­ζει τέ­λος στην αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση ποίη­ση-ζω­γρα­φι­κή. Πα­ρά τα χί­λια τό­σα σχέ­δια και α­κουα­ρέ­λες της δια­μο­νής του στην Ιτα­λία, η α­πό­φα­ση να προ­ση­λω­θεί στην ποίη­ση εί­ναι πλέ­ον ει­λημ­μέ­νη. Ολο­κλη­ρώ­νει την «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις», δί­νει δια­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση σε αρ­χι­νι­σμέ­να και μι­σο­τε­λειω­μέ­να έρ­γα. Βρί­σκο­ντας εκ νέ­ου την ορ­μή των χρό­νων της νεό­τη­τας, ξα­να­πιά­νει τον «Φά­ου­στ». 
Το κυ­ρίως έρ­γο του Γκαί­τε εί­ναι προϊόν μέ­σης και ώ­ρι­μης η­λι­κίας. Στο Κάρ­λσμπα­ντ βρί­σκε­ται για ο­λι­γοή­με­ρες δια­κο­πές, χά­ρις στον ε­ορ­τα­σμό των γε­νε­θλίων του. Στις 28 Αυ­γού­στου 1786, έ­κλει­νε τα 37. Τις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες του «Φά­ου­στ» τις γρά­φει λί­γο πριν α­πο­βιώ­σει, στις 23 Μαρ­τίου 1832. Με­σο­στρα­τίς πραγ­μα­τώ­νε­ται το τα­ξί­δι στην Ιτα­λία. Εί­ναι “ό­λα τα ό­νει­ρα της νεό­τη­τάς του”, γεν­νή­μα­τα των πα­τρι­κών α­φη­γή­σεων. Ίσως να μην εί­ναι τυ­χαίο ό­τι τε­λι­κά εκ­πλη­ρώ­νο­νται με­τά τον θά­να­το του με­τρη­μέ­νου και αυ­στη­ρού νο­μι­κού Γά­σπαρ Γκαί­τε. Δυο φο­ρές εί­χε ξε­κι­νή­σει για την Ιτα­λία, αλ­λά κα­θ’ ο­δόν εί­χε αλ­λά­ξει γνώ­μη. Αν και για τη μυ­στι­κή και ε­σπευ­σμέ­νη α­να­χώ­ρη­σή του,  άλ­λοι πα­ρά­γο­ντες, λι­γό­τε­ρο φροϋδι­κοί, μπο­ρεί να στά­θη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­θο­ρι­στι­κοί, ό­πως ο δε­κά­χρο­νος δε­σμός του με την Καρ­λότ­τα φον Στάϊν. Ύστε­ρα, ε­κεί­να τα χρό­νια, ή­ταν έ­ντο­νη η α­ντι­πα­ρά­θε­ση σχε­τι­κά με την υ­πε­ρο­χή της ελ­λη­νι­κής έ­να­ντι της ρω­μαϊκής τέ­χνης, που εί­χαν πυ­ρο­δο­τή­σει οι με­λέ­τες του Βίν­κελ­μαν, με κο­ρυ­φαία την «Ιστο­ρία της Αρχαίας Τέ­χνης», 1764. Στο η­με­ρο­λό­γιο του τα­ξι­διού, ο Γκαί­τε α­να­φέ­ρει μια συ­γκέ­ντρω­ση της Ακα­δη­μίας των Ολυ­μπίων, στην Βι­τσέ­ντσα, με ε­ρώ­τη­μα προς συ­ζή­τη­ση, “αν η ε­πι­νό­η­ση εί­χε προ­σφέ­ρει με­γα­λύ­τε­ρο ό­φε­λος στην τέ­χνη ή η α­πο­μί­μη­ση”.
Το τα­ξί­δι του Βίν­κελ­μαν στην Ιτα­λία, α­πό την Ρώ­μη στο Παί­στουμ  της Κά­τω Ιτα­λίας, την αρ­χαία Πο­σει­δω­νία, και με­τά στις α­να­σκα­φές της Πο­μπηίας και του Ερκου­λά­νε­ου­μ,  έ­γι­νε το 1755. Ο Γκαί­τε α­κο­λου­θεί τα ί­χνη του, με τη σκέ­ψη του σε ε­κεί­νον. “Πριν α­πό τριά­ντα έ­να χρό­νια, την ί­δια ε­πο­χή, ήρ­θε ε­δώ ε­κεί­νος, α­κό­μα πιο τρε­λός α­πό ε­μέ­να”, γρά­φει. Εί­χε δια­βά­σει τις ερ­μη­νείες του, αλ­λά τα λό­για δεν αρ­κού­σαν. Αυ­τός ή­θε­λε να δει “την υ­πέ­ρο­χη ο­μά­δα α­λό­γων στην εκ­κλη­σία του Αγίου Μάρ­κου”, που “α­πό κο­ντά φαί­νο­νται βα­ριά, ε­νώ α­πό την πλα­τεία α­νά­λα­φρα σαν ε­λά­φια”. Να α­πο­λαύ­σει τον Απόλ­λω­να του Μπελ­βε­ντέ­ρε μαρ­μά­ρι­νο α­ντί για το γύ­ψι­νο α­ντί­γρα­φο. Να δει τον δω­ρι­κό ρυθ­μό σε ε­ρεί­πια ναών και πε­σμέ­νες κιο­νο­στοι­χίες και ό­χι σε σκί­τσα. Το ό­νει­ρο του Βίν­κελ­μαν, ό­μως, ο­λο­κλη­ρω­νό­ταν με έ­να ελ­λη­νι­κό τα­ξί­δι. Να α­ντι­κρί­σει και να ψαύ­σει τα πρω­τό­τυ­πα, α­ντί των ελ­λη­νι­στι­κών και ρω­μαϊκών α­ντι­γρά­φων. Δεν το πραγ­μα­το­ποίη­σε. Τον πρό­λα­βε στην Τερ­γέ­στη ο δο­λο­φό­νος του, στα 51 του, το 1768. Ού­τε ο Γκαί­τε κά­νει το ελ­λη­νι­κό τα­ξί­δι, πα­ρό­λο που ο Δού­κας του Βαλ­ντέ­κ, ε­γκα­τε­στη­μέ­νος για κά­ποιο διά­στη­μα στη Νά­πο­λη, τον εί­χε προ­σκα­λέ­σει να τον συ­νο­δεύ­σει. Στις 28 Μαρ­τίου 1787, την πα­ρα­μο­νή της α­να­χώ­ρη­σής του α­πό τη Νά­πο­λη για Σι­κε­λία, ο Γκαί­τε ση­μειώ­νει ό­τι τον εί­χε α­να­στα­τώ­σει η πρό­τα­ση του Δού­κα, προ­σθέ­το­ντας, “Εί­μαι εμ­βρό­ντη­τος.” Απο­μέ­νει στους με­τα­γε­νέ­στε­ρους η α­πο­ρία, για­τί δεν την εί­χε α­πο­δε­χτεί. Φό­βος για τις νέες ε­ντυ­πώ­σεις, ε­νώ δεν εί­χε α­κό­μη α­φο­μοιώ­σει ε­κεί­νες της Ιτα­λίας; Φό­βος για την ε­ντύ­πω­ση που θα του προ­κα­λού­σε το αυ­θε­ντι­κό και α­κέ­ραιο α­ντί για την α­πο­μί­μη­ση και τα εν­σω­μα­τω­μέ­να σπα­ράγ­μα­τα; Μή­πως, αν εί­χε α­πο­τολ­μή­σει το τα­ξί­δι, η «Αχιλ­ληΐδα» του να μην έ­με­νε α­δύ­να­μη μί­μη­ση του Ομη­ρι­κού έ­πους; Εκτός κι αν, α­πλώς, δεν δια­νο­εί­το να αλ­λά­ξει το πρό­γραμ­μά του.
Άλλω­στε πο­τέ η με­τα­μόρ­φω­ση ε­νός ε­νή­λι­κα δεν εί­ναι συ­θέ­με­λη. Ο Γκαί­τε πα­ρα­μέ­νει Γερ­μα­νός, προ­τε­στά­ντης και για ό­σους πι­στεύουν στις ζω­δια­κές προ­βλέ­ψεις, παρ­θέ­νος. Όπως γρά­φει, αυ­τός και ο συ­νο­μή­λι­κος σύ­ντρο­φός του, Γερ­μα­νός ζω­γρά­φος, Γιό­χαν Χάιν­ριχ Βίλ­χελμ Τί­σμπαϊν, “ως γνή­σιοι Γερ­μα­νοί  δεν μπο­ρούν να α­παλ­λα­γούν α­πό σχέ­δια και προο­πτι­κές για ερ­γα­σίες”. Ή, α­κό­μη, ό­ντας στη Νά­πο­λη, ση­μειώ­νει: “Αν δεν με πα­ρό­τρυ­νε η γερ­μα­νι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία και η ε­πι­θυ­μία μου να μα­θαί­νω και να εί­μαι δρα­στή­ριος πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το να δια­σκε­δά­ζω, θα έ­με­να α­κό­μα λί­γο και­ρό σ’ αυ­τό το σχο­λείο της εύ­κο­λης και εύ­θυ­μης ζωής για να ε­πω­φε­λη­θώ πε­ρισ­σό­τε­ρο.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, με τον Τί­σμπαϊν δεν γνω­ρί­στη­κε στη Ρώ­μη, ό­πως α­να­φέ­ρει η υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση. Πρώ­τη έ­γνοιά του, μό­λις φτά­νει στην πό­λη, στις 29 Οκτω­βρίου 1786, εί­ναι να στεί­λει να τον ει­δο­ποιή­σουν πως έ­φθα­σε. Την ε­πο­μέ­νη ε­γκα­θί­στα­ται στο σπί­τι του. “Κι έ­τσι η­σύ­χα­σα α­πό τα τα­ξί­δια και τα παν­δο­χεία”, γρά­φει.
Ο Γκαί­τε, ως  κα­τά­λη­ξη στο βι­βλίο για το “ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”, ε­πι­λέ­γει έ­να πα­ρά­θε­μα α­πό τα ε­λε­γεια­κά «Λυ­πη­ρά» του Οβί­διου. Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, που α­να­φέ­ρε­ται στον Απρί­λιο του 1788, ό­ταν α­πο­χαι­ρε­τά­ει τη Ρώ­μη, μια νύ­χτα με παν­σέ­λη­νο, α­να­λο­γί­ζε­ται πως μία πα­ρό­μοια νύ­χτα α­να­γκά­στη­κε και ο Οβί­διος να την ε­γκα­τα­λεί­ψει, σύμ­φω­να με τους στί­χους που έ­γρα­ψε στην ε­ξο­ρία: “Cum repeto noctem…”  Με τους ί­διους στί­χους, κλεί­νει κι αυ­τός το βι­βλίο του: “Wandelt von jener nacht mir das traurige bild vor die seele,/welche die letzte fur mich war in der romischen stadt…” Μό­νο που τον Οβί­διο τον ε­ξό­ρι­σε ο Οκτα­βια­νός Αύ­γου­στος, ε­νώ ε­κεί­νον κα­νείς δεν τον πιέ­ζει. Θα μπο­ρού­σε να ε­γκα­τα­στα­θεί στη Ρώ­μη, ό­πως εί­χε κά­νει ο Βίν­κελ­μαν. Άγνω­στο το κα­τά πό­σο ο Γκαί­τε εί­χε συ­ναί­σθη­ση του Αύ­γου­στου, τον ο­ποίο κου­βα­λού­σε ε­ντός του και που δεν ή­ταν άλ­λος α­πό την γερ­μα­νι­κή ι­διο­συ­γκρα­σία του.         
Ο Γκαί­τε στη­ρί­χτη­κε στο η­με­ρο­λό­γιο που κρα­τού­σε α­πό τις 3 Σε­πτεμ­βρίου 1786, ό­ταν ε­γκα­τέ­λει­ψε το Κάρλσ­μπα­ντ, μέ­χρι τις 18 Ιου­νίου 1788, που ε­πέ­στρε­ψε στην Βαϊμά­ρη, κα­θώς και στο πλή­θος των ε­πι­στο­λών, που έ­στελ­νε σε έ­να με­γά­λο κύ­κλο αν­θρώ­πων, πρω­τί­στως στην ε­γκα­τα­λει­φθεί­σα Καρ­λότ­τα, για τη συγ­γρα­φή του τα­ξι­διω­τι­κού βι­βλίου, το ο­ποίο ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε το 1816. Αυ­τός ο σχε­δόν τρια­ντά­χρο­νος ε­τε­ρο­χρο­νι­σμός εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα μια υ­βρι­δι­κή γρα­φή, ό­που την αυ­θορ­μη­σία της η­με­ρο­λο­για­κής εγ­γρα­φής λειαί­νει ο α­να­στο­χα­σμός στο “βιω­μέ­νο α­ντί­κρυ­σμα”. «Το τα­ξί­δι στην Ιτα­λία» δεν α­νή­κει τε­λι­κά, ού­τε στο ποιη­τι­κό ού­τε στο δρα­μα­τι­κό του έρ­γο. Ωστό­σο, πα­ρά τον τίτ­λο του, θα ή­ταν λά­θος να χα­ρα­κτη­ρι­στεί τα­ξι­διω­τι­κό. Δια­τη­ρεί την η­με­ρο­λο­για­κή δο­μή, γέρ­νο­ντας προς τη δο­κι­μια­κή γρα­φή. Έργο ι­διά­ζου­σας βα­ρύ­τη­τας, κα­λύ­πτει για την συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρίο­δο το κε­νό της αυ­το­βιο­γρα­φίας. Μι­κρό το χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα σε έ­ναν βίο που με­τρά 83 έ­τη, αλ­λά κομ­βι­κής ση­μα­σίας, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­πο­τυ­πώ­νει την α­να­γέν­νη­ση του πνευ­μα­τι­κού αν­θρώ­που και συγ­γρα­φέα. Γι’ αυ­τό και πα­ρό­τι πο­λυ­σέ­λι­δο, πλέ­ον των 500 σε­λί­δων, με­τα­φρά­στη­κε κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη σε Γαλ­λία και Αγγλία στη διάρ­κεια του 20ου αιώ­να.
Και­ρός ή­ταν να με­τα­φρα­στεί και στα ελ­λη­νι­κά, κα­θώς του χρό­νου συ­μπλη­ρώ­νε­ται ε­κα­το­ντα­ε­τία α­πό την έκ­δο­ση του πρω­τό­τυ­που. Πό­τε, ό­μως, δό­θη­κε προ­τε­ραιό­τη­τα στις με­τα­φρά­σεις  και εκ­δό­σεις κλα­σι­κών συγ­γρα­φέων; Και ό­πο­τε με­τα­φρά­ζο­νται, το προ­βά­δι­σμα κρα­τούν Άγγλοι και Γάλ­λοι. Πο­λύ με­τά στις ε­πι­λο­γές έρ­χο­νται οι Γερ­μα­νοί. Αν και ως κο­ρυ­φαίος ο  Γκαί­τε ε­ξαι­ρεί­ται. Με­τα­φρά­ζε­ται πριν τον θά­να­τό του. Μό­νο που ε­κεί­νη η πρώ­τη με­τά­φρα­ση γί­νε­ται σε γερ­μα­νι­κό έ­δα­φος α­πό έ­ναν έν­θερ­μο θαυ­μα­στή του, Έλλη­να φοι­τη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Ιέ­να. Τον Ιωάν­νη Πα­πα­δό­που­λο, που ε­πέ­λε­ξε να με­τα­φρά­σει την «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις». Κα­τά τα άλ­λα, με­τά τον θά­να­τό του, με­τα­φρά­ζε­ται ά­ναρ­χα και σκόρ­πια, με ε­πα­να­λή­ψεις «Βέρ­θε­ρου» και κυ­ρίως, «Φά­ου­στ», στον ο­ποίο δο­κι­μά­ζο­νται α­πό τους Αρι­στο­μέ­νη Προ­βε­λέγ­γιο και Γεώρ­γιο Στρα­τή­γη, σε δυο πρώ­τες εκ­δό­σεις του 1887, μέ­χρι τον Πέ­τρο Μάρ­κα­ρη. Εν μέ­σω αυ­τών, η με­τά­φρα­ση του Κώ­στα Χατ­ζό­που­λου για το πρώ­το θε­α­τρι­κό α­νέ­βα­σμα του «Φά­ου­στ», Νοέμ­βριο 1904 στο Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο.
Με­τά μία τό­σο μα­κρό­χρο­νη κα­θυ­στέ­ρη­ση, θα α­να­με­νό­ταν με­τά­φρα­ση και έκ­δο­ση σε α­κέ­ραια μορ­φή του βι­βλίου α­πό “το ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”. Σύμ­φω­να με την ει­σα­γω­γή, πα­ρα­λεί­πε­ται το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του τα­ξι­διού, το με­τά την πε­ριή­γη­ση της Σι­κε­λίας, με το αι­τιο­λο­γι­κό ό­τι σε αυ­τό ο Γκαί­τε δεν σχο­λιά­ζει την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή τέ­χνη. Η με­τά­φρα­ση τε­λειώ­νει με την εγ­γρα­φή της 14ης Μαΐου 1787, κα­τά το θα­λασ­σι­νό τα­ξί­δι α­πό Μεσ­σί­να προς Νά­πο­λη. Αντί για την ο­βι­δια­κή κα­τά­λη­ξη του Γκαί­τε, δό­θη­κε μία τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κού πνεύ­μα­τος, που θα πρέ­πει να ε­πι­λέ­χθη­κε λό­γω του α­νεκ­δο­το­λο­γι­κού της χα­ρα­κτή­ρα, προς δια­σκέ­δα­ση του Έλλη­να α­να­γνώ­στη. Προς τού­το, κό­πη­κε στη μέ­ση η πα­ρά­γρα­φος και η α­ντί­στοι­χη η­με­ρο­λο­για­κή εγ­γρα­φή έ­μει­νε η­μι­τε­λής. Εκεί­νο, ό­μως, που πε­ρισ­σό­τε­ρο ζη­μιώ­νει το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι οι ε­πεμ­βά­σεις στο πρώ­το μέ­ρος του τα­ξι­διού. Σε αυ­τό, γί­νε­ται συρ­ρα­φή, με την πα­ρά­λη­ψη α­κέ­ραιων η­με­ρο­λο­για­κών εγ­γρα­φών και τον τε­μα­χι­σμό άλ­λων. Υπο­θέ­του­με πως κρι­τή­ριο στά­θη­καν τα εν­δια­φέ­ρο­ντα του α­να­γνώ­στη, κα­θώς χω­ρία, σχε­τι­κά μα­κρο­σκε­λή, του­ρι­στι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος μέ­νουν α­κέ­ραια, ε­νώ συ­ντο­μεύο­νται άλ­λα, ό­που πα­ρα­τί­θε­νται σκέ­ψεις και α­γω­νίες του Γκαί­τε, σχε­τι­κές με τα γρα­πτά του. Πα­ρα­δό­ξως, πα­ρα­λεί­πε­ται η η­με­ρο­λο­για­κή εγ­γρα­φή της 28ης Μαρ­τίου 1787, που α­φο­ρά την πρό­σκλη­ση για το ελ­λη­νι­κό τα­ξί­δι. 
Στις συ­γκε­κομ­μέ­νες εκ­δό­σεις, εί­θι­σται να δί­νε­ται η έκ­δο­ση στην ο­ποία στη­ρί­χτη­κε η με­τά­φρα­ση. Αν πά­λι, η συρ­ρα­φή εί­ναι έρ­γο του με­τα­φρα­στή, θα α­να­με­νό­ταν ε­πί­σης να α­να­φέ­ρε­ται. Όπως και να έ­χει, σε ό­ποια εκ­δο­χή και αν στη­ρί­χτη­κε η ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, αυ­τό το α­με­ρι­κά­νι­κης σύλ­λη­ψης ε­ξώ­φυλ­λο, γνω­στού Αυ­στρα­λού φω­το­γρά­φου, δεί­χνει α­ταί­ρια­στο. Εκτός κι αν ε­πι­διώ­κε­ται η έκ­δο­ση να ε­κλη­φθεί και ως βι­βλίο του­ρι­στι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, ό­πως ή­δη δια­φη­μί­στη­κε στον Τύ­πο. Στα κα­τά κα­νό­να ε­πι­με­λη­μέ­να βι­βλία των εκ­δό­σεων Ολκός θα ταί­ρια­ζε ο πί­να­κας του Τί­σμπαϊν, που τον φι­λο­τέ­χνη­σε στο τα­ξί­δι. “Με πα­ρα­τη­ρού­σε προ­σε­κτι­κά, και τώ­ρα α­πο­δει­κνύε­ται πως σκο­πεύει να ζω­γρα­φί­σει το πορ­τρέ­το μου... Θέ­λει να με πα­ρου­σιά­σει σε φυ­σι­κό μέ­γε­θος, ως τα­ξι­διώ­τη, τυ­λιγ­μέ­νο σε έ­να λευ­κό πα­νω­φό­ρι, να κά­θο­μαι στο ύ­παι­θρο, πά­νω σε έ­ναν πε­σμέ­νο ο­βε­λί­σκο, α­τε­νί­ζο­ντας στο βά­θος τα ε­ρεί­πια της Κα­μπά­νια ντι Ρό­μα”, ό­πως ο Γκαί­τε ση­μειώ­νει και ό­πως δη­λώ­νει ο τίτ­λος, «Ο Γκαί­τε στην ρω­μαϊκή ε­ξο­χή». Αυ­τόν ε­πέ­λε­ξε, πριν πε­νή­ντα χρό­νια, ο Ώντεν ως ε­ξώ­φυλ­λο για την δι­κή του, αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση, ό­που θεώ­ρη­σε α­πα­ραί­τη­το και έ­ναν ε­κτε­νή πρό­λο­γο.
Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, ό­μως, σε έ­να ξε­νό­γλωσ­σο βι­βλίο εί­ναι η με­τά­φρα­ση. Ο Γιώρ­γος Δε­πά­στας δο­κι­μά­ζε­ται για τρί­τη φο­ρά με έρ­γο του Γκαί­τε. Πριν δέ­κα χρό­νια, εί­χε με­τα­φρά­σει το «Clavigo» για την πα­ρά­στα­ση του Γιάν­νη Χου­βαρ­δά και συ­νέ­χι­σε με πέ­ντε νου­βέ­λες. Και πά­λι στο “ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”, ό­πως εί­ναι ε­πί λέ­ξει α­πο­δι­δό­με­νος ο τίτ­λος του πρω­τό­τυ­που αλ­λά και των αγ­γλι­κών α­πο­δό­σεων, έ­χει ε­πι­τύ­χει έ­ναν ευ­τυ­χή γλωσ­σι­κό διά­πλου. Ακρι­βώς, ό­μως, ε­πει­δή γνω­ρί­ζει τό­σο κα­λά τον συγ­γρα­φέα, την ε­πο­χή του και την Ιτα­λία, ό­πως γρά­φει στην ει­σα­γω­γή, θα α­να­μέ­νο­νταν πιο βο­η­θη­τι­κές υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, αν δεν γνω­ρί­ζει ο α­να­γνώ­στης τον αρ­χι­τέ­κτο­να Αντρέα Παλ­λά­ντιο, α­νοί­γει μία ε­γκυ­κλο­παί­δεια. Το ε­πι­πλέ­ον, που μό­νο ο ει­δή­μων μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει, εί­ναι πλη­ρο­φο­ρίες για τη σχέ­ση του Γκαί­τε με το έρ­γο του Παλ­λά­ντιο. Τι α­ντι­προ­σώ­πευε γι’ αυ­τόν; Για­τί νιώ­θει τό­ση ι­κα­νο­ποίη­ση, ό­ταν βρί­σκει το βι­βλίο του; Ακό­μη, λό­γω των πε­ρι­κο­πών, δεί­χνει α­πα­ραί­τη­το έ­να ε­πι­λο­γι­κό ση­μείω­μα, το ο­ποίο, κα­τ’ αρ­χήν, να δί­νει α­κέ­ραια τη δια­δρο­μή του Γκαί­τε. Λ.χ., τους σταθ­μούς,  ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας το Κάρλσ­μπα­ντ και περ­νώ­ντας τις Άλπεις, μέ­χρι το Τρέ­ντο, ή, τη δια­δρο­μή στη Σι­κε­λία, α­πό το Πα­λέρ­μο στο Τζιρτ­ζέ­ντι. Τέ­λος, μία πε­ρί­λη­ψη του πρω­τό­τυ­που, ώ­στε να κα­λυ­φθεί προ­σώ­ρας και μέ­χρι τη με­τά­φρα­ση ο­λό­κλη­ρου του έρ­γου, η α­δη­μο­νία του α­τυ­χούς α­να­γνώ­στη, που γνω­ρί­ζει μό­νο την ελ­λη­νι­κή.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/1/2015.

Φωτογραφία: Ο Γκαί­τε ό­πως α­πει­κο­νί­ζε­ται στον πί­να­κα του Τί­σμπαϊν, που τον φι­λο­τέ­χνη­σε “στο ι­τα­λι­κό τα­ξί­δι”.