Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Τινά ταπεινά περί Σεφέρη

Eνας βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής της τρέ­χου­σας σή­με­ρα λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής σπα­νίως και με­τά με­γά­λης προ­σο­χής κα­τα­φεύ­γει στη χρή­ση του ό­ρου λο­γο­κλο­πή. Κα­τά και­ρούς, ω­στό­σο, τον ε­κτο­ξεύουν ε­να­ντίον κά­ποιου νεό­τε­ρου συγ­γρα­φέα συ­νο­μή­λι­κοι ο­μό­τε­χνοί του, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νοι, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, α­πό έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, ως ε­μπα­θείς. Αυ­τό, για­τί α­νέ­κα­θεν η κα­θα­ρή κλο­πή στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, αν δεν πρό­κει­ται για κλε­ψί­τυ­πη α­να­πα­ρα­γω­γή α­κέ­ραιου έρ­γου, δύ­σκο­λα α­πο­δει­κνύε­ται. Άπαξ και έ­νας συγ­γρα­φέ­ας α­πο­λαμ­βά­νει της υ­πό­λη­ψης του λο­γο­τέ­χνη, κά­θε εί­δους δά­νεια, πα­ντα­χό­θεν ερ­χό­με­να, θεω­ρού­νται ως θε­μι­τά. Γι’ αυ­τό, εάν κα­μιά φο­ρά τύ­χει και σπά­σει το πό­δι του ο διά­βο­λος και έ­νας συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­πεμ­φθεί στη δι­καιο­σύ­νη για λο­γο­κλο­πή, α­ντί να προ­σπα­θεί να δεί­ξει ό­τι δεν πρό­κει­ται για ι­διο­ποίη­ση ξέ­νης πνευ­μα­τι­κής ι­διο­κτη­σίας, υ­πε­ρα­μύ­νε­ται της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας του βι­βλίου του. Και ε­πει­δή πα­ρό­μοια α­πό­δει­ξη στο χώ­ρο της τέ­χνης εί­ναι μάλ­λον α­νέ­φι­κτη, ε­πι­κα­λεί­ται την αυ­θε­ντία της κρι­τι­κής, προ­σκο­μί­ζο­ντας βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις α­πό ό­σο το δυ­να­τόν πιο έ­γκρι­τες υ­πο­γρα­φές και έ­ντυ­πα. Όλοι γνω­ρί­ζουν πό­σο αίο­λες εί­ναι πα­ρό­μοιες μαρ­τυ­ρίες, ε­ντού­τοις αυ­τές προ­σφέ­ρουν στο βι­βλίο το status του λο­γο­τε­χνι­κού και ο συγ­γρα­φέ­ας α­θωώ­νε­ται. Οι μό­νες πε­ρι­πτώ­σεις, που μπο­ρεί να κρι­θεί κα­τα­δι­κα­στέ­ος, εί­ναι ό­ταν θί­γο­νται ευ­θέως συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα. Πά­ντως, ο­ποια­δή­πο­τε κα­τά­λη­ξη και να έ­χει δι­κα­στι­κά η υ­πό­θε­ση, α­μαυ­ρώ­νε­ται η υ­πό­λη­ψή του. Όμως, την σή­με­ρον, πα­ρό­μοιες σκιές γρή­γο­ρα α­το­νούν με τη βοή­θεια της δια­φη­μι­στι­κής προ­βο­λής των ε­πό­με­νων έρ­γων του.
Αν, ό­μως, α­νέ­κα­θεν, η κα­τη­γο­ρία της λο­γο­κλο­πής προ­σέ­κρουε στην πε­ρι­πε­πλεγ­μέ­νη σχέ­ση λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας και δα­νείων, πό­σω μάλ­λον, σή­με­ρα, που, με την ε­πι­κρά­τη­ση του με­τα­μο­ντέρ­νου, ό­χι μό­νο αμ­φι­σβη­τή­θη­κε η ι­σχύς του πρω­τό­τυ­που, αλ­λά και κα­το­χυ­ρώ­θη­κε ως κα­νό­νας το μυ­θι­στό­ρη­μα χα­λα­ρής δο­μής και συ­χνά, α­κό­μη χα­λα­ρό­τε­ρης νο­η­μα­τι­κής συ­νο­χής. Αντί, λοι­πόν, έ­νας νου­νε­χής βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής να α­να­φέ­ρε­ται σε λο­γο­κλο­πή, πα­ρου­σιά­ζει τις ό­ποιες ο­μοιό­τη­τες με άλ­λα έρ­γα ε­ντο­πί­ζει, κα­τα­φεύ­γο­ντας στη χρή­ση ό­ρων, που να συ­νά­δουν προς τη δη­μιουρ­γι­κή δια­δι­κα­σία. Βέ­βαια, στο θέ­μα της ο­ρο­λο­γίας παί­ζει ρό­λο και η η­λι­κία του βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή. Ένας με­γα­λύ­τε­ρος ι­χνη­λα­τεί ε­πι­δρά­σεις και υ­παι­νίσ­σε­ται “συ­νο­μι­λίες” με πρό­γο­νους ή και αλ­λο­ε­θνείς σύγ­χρο­νους. Ενώ, έ­νας νεό­τε­ρος υιο­θε­τεί τον φροϋδι­κής ε­μπνεύ­σεως ό­ρο δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, που σαν ο­μπρέ­λα κα­λύ­πτει συ­νει­δη­τές και α­σύ­νει­δες συ­νο­μι­λίες τό­σο των συγ­γρα­φέων ό­σο και των κει­μέ­νων. Με αυ­τήν την κά­πως α­σα­φή γλώσ­σα, πα­ρου­σιά­ζε­ται έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που δα­νεί­ζε­ται αυ­τού­σια χω­ρία αλ­λό­τριων πη­γών, ή και α­πο­τε­λεί­ται εξ ο­λο­κλή­ρου α­πό αυ­τά. Η δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πε­ρι­γρά­φε­ται συ­νή­θως με πλειά­δα ε­ξε­ζη­τη­μέ­νων ό­ρων, α­πό τον βυ­ζα­ντι­νής κα­τα­γω­γής ό­ρο κέ­ντρω­νας μέ­χρι τους γαλ­λι­κούς πα­στίς και κο­λάζ. Η μο­να­δι­κή δια­κρι­τι­κή ευ­χέ­ρεια του βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή εί­ναι να ε­πι­χει­ρή­σει την α­ντι­δια­στο­λή μιας μο­ντερ­νί­στι­κης σύν­θε­σης, ό­που υ­πει­σέρ­χε­ται η συγ­γρα­φι­κή με­του­σίω­ση, και μιας με­τα­μο­ντέρ­νας, που δη­μιουρ­γεί την αί­σθη­ση της ελ­λι­πούς α­φο­μοίω­σης.
Με ό­λα αυ­τά ως αυ­το­νό­η­τα και δε­δο­μέ­να, πο­λύ α­πο­ρή­σα­με, δια­βά­ζο­ντας στο κα­λο­και­ρι­νό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Το Δέ­ντρο» το κεί­με­νο του Τά­σου Γου­δέ­λη πε­ρί “λο­γο­κλο­πίας”. Το τεύ­χος φι­λο­ξε­νεί ε­κτε­νές α­φιέ­ρω­μα στον Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά το συ­γκε­κρι­μέ­νο κεί­με­νο δη­μο­σιεύε­ται στην κα­τα­λη­κτι­κή ε­νό­τη­τα του πε­ριο­δι­κού «Τα Φύλ­λα». Ωστό­σο, θα μπο­ρού­σε να ε­νταχ­θεί στο σώ­μα του α­φιε­ρώ­μα­τος, ό­πως ε­πί­σης και σε ε­κεί­νο του α­νοι­ξιά­τι­κου τεύ­χους, για τον Σε­φέ­ρη, α­φού εί­ναι ο Σε­φέ­ρης που εμ­φα­νί­ζε­ται ως λο­γο­κλό­πος. Αυ­τή τη φο­ρά, ό­χι του Έλιοτ ή του Βαλ­λε­ρύ, ως εί­θι­σται α­πό την ε­πο­χή της βρά­βευ­σής του, πι­θα­νώς και νω­ρί­τε­ρα, αλ­λά του Πα­πα­δια­μά­ντη. Βε­βαίως, ό­πως συμ­βαί­νει και με τον Σαίξ­πη­ρ, πα­ρό­μοιες κα­τη­γο­ρίες ε­λά­χι­στα ε­πη­ρεά­ζουν την πρόσ­λη­ψη του έρ­γου του. Σε έ­να, ό­μως, πε­ριο­ρι­σμέ­νο κοι­νό, α­κό­μη και ό­ταν πα­ρό­μοιες μομ­φές δεν συ­ζη­τού­νται, βα­ραί­νουν. Ιδιαί­τε­ρα, ό­ταν έρ­χο­νται α­πό έ­ναν κρι­τι­κό. Βα­ραί­νουν, μά­λι­στα, α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­ταν δη­μο­σιεύο­νται σε τεύ­χη ε­πε­τεια­κών α­φιε­ρω­μά­των για τα 100 χρό­νια α­πό το θά­να­το του Πα­πα­δια­μά­ντη και τα 40 α­πό ε­κεί­νον του Σε­φέ­ρη. Αφιε­ρώ­μα­τα, που προ­σβλέ­πουν, ό­πως δη­λώ­νουν οι εκ­δό­τες, σε “νέες α­να­γνώ­σεις” και ε­πα­νε­κτι­μή­σεις.
Ο Γου­δέ­λης δεν τεκ­μη­ριώ­νει ό­τι ο Σε­φέ­ρης “α­ντέ­γρα­ψε” Πα­πα­δια­μά­ντη. Ου­σια­στι­κά, δεν τον α­πα­σχο­λούν οι δυο πα­λαιό­τε­ροι, αλ­λά έ­νας ο­μή­λι­κός του, ο Νά­σος Βα­γε­νάς. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο Βα­γε­νάς ως με­λε­τη­τής του σε­φε­ρι­κού έρ­γου. Στο άρ­θρο του, με τίτ­λο, «Μια πα­ρά­δο­ξη (;) σχέ­ση», πε­ρι­γρά­φει τη σχέ­ση Βα­γε­νά-Σε­φέ­ρη. Ή, ό­πως ο ί­διος συ­νο­ψί­ζει εκ των υ­στέ­ρων, “πε­ρι­γρά­φει τη σχι­ζο­φρε­νι­κή σχέ­ση του θαυ­μα­στή και του ει­δώ­λου του”. Ξε­κι­νά­ει α­πό τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή, που υ­πέ­βα­λε ο Βα­γε­νάς στο Καί­μπριτζ το 1979, «Ο ποιη­τής και ο χο­ρευ­τής. Μια ε­ξέ­τα­ση της ποιη­τι­κής και της ποίη­σης του Σε­φέ­ρη», και κα­τα­λή­γει στο πρό­σφα­το βι­βλίο του, «Κι­νού­με­νος στό­χος». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, α­πο­ρού­με, για­τί το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “το­μί­διο”, ό­ταν πρό­κει­ται για βι­βλίο 268 σε­λί­δων, ό­που α­να­δη­μο­σιεύο­νται 29 “κρι­τι­κά κεί­με­να”, με­τα­ξύ των ο­ποίων έ­ξι ε­κτε­νείς συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κές εκ­δό­σεις και συ­νέ­δρια. Στο βι­βλίο δη­μο­σιεύο­νται και έ­ξι κεί­με­να, που α­φο­ρούν τον Σε­φέ­ρη. Ο Γου­δέ­λης α­να­φέ­ρε­ται σε δυο α­πό αυ­τά, για να ε­πι­κε­ντρω­θεί, τε­λι­κά, σε έ­να. Πρό­κει­ται για μια α­πό τις εί­κο­σι Επι­φυλ­λί­δες του Βα­γε­νά, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται στο βι­βλίο, με τίτ­λο, «Σε­φέ­ρης-Πα­πα­δια­μά­ντης: Ο έ­ρω­τας στην ο­μί­χλη». Σύμ­φω­να με τον Γου­δέ­λη, σε αυ­τήν α­πο­δει­κνύε­ται η “λο­γο­κλο­πία” του Σε­φέ­ρη. Αυ­τήν την “λο­γο­κλο­πία”, ο ί­διος δεν την ε­λέγ­χει ού­τε την αμ­φι­σβη­τεί. Αντι­θέ­τως, την ε­πι­κρο­τεί, κά­νο­ντας λό­γο για “κραυ­γα­λέες ο­μοιό­τη­τες” με­τα­ξύ πρω­τό­τυ­που και “α­ντί­γρα­φου”. Άλλω­στε, ε­κεί­νος εί­ναι που κά­νει χρή­ση του ό­ρου “λο­γο­κλο­πία”. Ο Βα­γε­νάς δια­τεί­νε­ται ό­τι δεί­χνει, “δε­σμούς ό­χι μό­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς και ευ­ρύ­τε­ρα δια­κει­με­νι­κούς, αλ­λά –ό­πως δεί­χνουν αρ­κε­τές ει­κό­νες και λε­πτο­μέ­ρειες ει­κό­νων των δυο κει­μέ­νω­ν– σχέ­σεις γε­νε­τι­κής φύ­σεως”. Στο πρό­σφα­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, α­φιε­ρω­μέ­νο στην ξέ­νη ποίη­ση, δη­μο­σιεύε­ται ε­κτε­νής α­πά­ντη­ση του Βα­γε­νά και πα­ράλ­λη­λος σχο­λια­σμός της α­πά­ντη­σής του α­πό τον Γου­δέ­λη. Ο Βα­γε­νάς α­να­σκευά­ζει πει­στι­κά τη μομ­φή πε­ρί “συ­νη­γο­ρίας υ­πέρ του Σε­φέ­ρη, σε βαθ­μό ε­ξι­δα­νι­κευ­τι­κό” και ε­πι­μέ­νει στην α­νάρ­μο­στη χρή­ση της λέ­ξης “λο­γο­κλο­πία”. Ενώ, ο Γου­δέ­λης ε­πα­να­λαμ­βά­νει και ε­παυ­ξά­νει τις αρ­χι­κές δια­πι­στώ­σεις του. Σαν, δη­λα­δή, να α­πα­ξιοί να συ­νε­χί­σει τον διά­λο­γο, που ο ί­διος ξε­κί­νη­σε, α­πα­ντώ­ντας στις εν­στά­σεις του βαλ­λό­με­νου. Αυ­τό προς με­γά­λη α­πο­γοή­τευ­ση των α­να­γνω­στών, που μέ­νουν με τις α­πο­ρίες τους. Με­τα­ξύ άλ­λων, ποια μπο­ρεί να εί­ναι η “λο­γο­κλο­πία” του Σε­φέ­ρη, με την ο­ποία ο Βα­γε­νάς α­σχο­λεί­ται στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της δια­τρι­βής του. Όπως και να έ­χει, χά­ρις στις εκ­κρε­μείς α­πο­ρίες μας, εί­χα­με το κέρ­δος μιας δεύ­τε­ρης α­νά­γνω­σης ε­κεί­νης της πρώ­της με­λέ­της, με την ο­ποία εμ­φα­νί­στη­κε το άλ­λο πρό­σω­πο του ποιη­τή Βα­γε­νά, ε­κεί­νο του θεω­ρη­τι­κού της λο­γο­τε­χνίας.
Μέ­νει, ό­μως, α­νοι­κτό το θέ­μα της “λο­γο­κλο­πίας” Σε­φέ­ρη α­πό Πα­πα­δια­μά­ντη. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η “λο­γο­κλο­πία” α­φο­ρά το πα­πα­δια­μα­ντι­κό διή­γη­μα «Ο έ­ρω­τας στα χιό­νια» και το σε­φε­ρι­κό ποίη­μα «Fog». Τα Χρι­στού­γεν­να του 2005, που εί­χα­με δια­βά­σει την Επι­φυλ­λί­δα Βα­γε­νά, μας εί­χαν γεν­νη­θεί ο­ρι­σμέ­νες α­πο­ρίες. Το κεί­με­νο του Γου­δέ­λη, λό­γω των α­κραίων θέ­σεών του, τις α­να­κί­νη­σε. Τις πα­ρα­θέ­του­με για την α­ξία που μπο­ρεί να έ­χουν οι α­πο­ρίες ε­νός α­να­γνώ­στη.
Κα­τ’ αρ­χάς, ο Βα­γε­νάς ε­πι­ση­μαί­νει τις α­να­λο­γίες στη δο­μή των δυο κει­μέ­νων. Για το διή­γη­μα ε­πι­κα­λεί­ται την “τρια­δι­κή κα­τα­νο­μή” των με­ρών του, που έ­χει προ­τεί­νει ο Γ. Κε­χα­γιό­γλου. Όπως ε­κεί­νος έ­γρα­φε προ τρια­κο­ντα­ε­τίας, “το κεί­με­νο του διη­γή­μα­τος α­πο­τε­λεί­ται α­πό τρία ά­νι­σα μέ­ρη (δια­χω­ρί­ζο­νται με κε­νό διά­στη­μα)”. Ωστό­σο, σε ό­λες τις δη­μο­σιεύ­σεις του, το κεί­με­νο χω­ρί­ζε­ται με κε­νά δια­στή­μα­τα σε πέ­ντε μέ­ρη. Από αυ­τά προ­κύ­πτουν τα τρία του Κε­χα­γιό­γλου δια συ­νε­νώ­σεως πρώ­του και δεύ­τε­ρου, τρί­του και τέ­ταρ­του. Η α­ντί­στοι­χη “τρι­με­ρής α­νά­πτυ­ξη των στρο­φώ­ν” του ποιή­μα­τος “ση­μαί­νε­ται με την ε­πω­δι­κή ε­πα­νά­λη­ψη του στί­χου ε­νός ε­λα­φρού ε­ρω­τι­κού τρα­γου­διού στην αρ­χή του κά­θε μέ­ρους («Πες της το μ’ έ­να γιου­κα­λί­λι»)”. Ο με­λε­τη­τής προ­σθέ­τει ό­τι “α­νά­λο­γα ε­πω­δι­κή εί­ναι η ε­πα­νά­λη­ψη των δη­μο­τι­κό­τρο­πων ε­ρω­τι­κών δι­στί­χων που τρα­γου­δά­ει ο ή­ρωας του διη­γή­μα­τος”. Όχι α­κρι­βώς. Τα δυο συ­νο­λι­κά δί­στι­χα του διη­γή­μα­τος δεν τί­θε­νται στην αρ­χή του κά­θε μέ­ρους της τρια­δι­κής δο­μής. Συ­γκε­κρι­μέ­να, και τα δυο μα­ζί, εν σει­ρά, κλεί­νουν το πρώ­το μέ­ρος της πε­ντα­δι­κής δο­μής, ε­νώ μό­νο του, το πρώ­το, κλεί­νει το τρί­το μέ­ρος της.
Επι­προ­σθέ­τως, πα­ρα­τη­ρεί ό­τι “και στα δυο κεί­με­να οι στί­χοι των τρα­γου­διών α­πευ­θυ­νό­με­νοι προς το α­ντι­κεί­με­νο του πό­θου των πρω­τα­γω­νι­στών τους συ­νο­ψί­ζουν το αί­σθη­μά τους”. Αυ­τό ι­σχύει για το έ­να δί­στι­χο του διη­γή­μα­τος. Όσο για το ποίη­μα, ο στί­χος του τρα­γου­διού, το ο­ποίο παί­ζει έ­νας “φω­νο­γρά­φος”, α­πευ­θύ­νε­ται στον πρω­τα­γω­νι­στή. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί η Πο­λί­να Τα­μπα­κά­κη, στην πρω­τό­τυ­πη με­λέ­τη της «Η “μου­σι­κή ποιη­τι­κή” του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη», πρό­κει­ται για έ­να τρα­γού­δι του Φρανκ Κρά­μι­τ, που έ­γι­νε με­γά­λη ε­πι­τυ­χία α­μέ­σως μό­λις κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1924. Το ποίη­μα, ε­κτός α­πό αγ­γλι­κό τίτ­λο, φέ­ρει ως υ­πό­τιτ­λο τον αγ­γλι­κό τίτ­λο του τρα­γου­διού και συ­μπλη­ρώ­νε­ται με τον προσ­διο­ρι­σμό «Λον­δί­νο, Χρι­στού­γεν­να 1924», προσ­λαμ­βά­νο­ντας έ­τσι έ­να ε­πι­και­ρι­κό πλαί­σιο. Σύμ­φω­να με τον Ρό­ντρικ Μπή­τόν, ο αρ­χι­κός υ­πό­τιτ­λος ή­ταν «Μια αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία του Λον­δί­νου».
Στη συ­νέ­χεια, ο με­λε­τη­τής ε­πι­ση­μαί­νει “ο­ρι­σμέ­να κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στην πε­ρι­γρα­φή της γυ­ναί­κας: «Πο­λυ­λο­γού και ψεύ­τρα» εμ­φα­νί­ζε­ται στο διή­γη­μα, φλύα­ρη και α­να­ξιό­πι­στη «Λό­για για λό­για, κι άλ­λα λό­για» τη βλέ­που­με στο «Fog»”. Εδώ, η α­πο­ρία εί­ναι για­τί α­πο­δί­δει στη γυ­ναί­κα το δεύ­τε­ρο στί­χο του πρώ­του τε­τρά­στι­χου του δεύ­τε­ρου μέ­ρους, που, συ­μπλη­ρω­μέ­νος με το ε­ρω­τη­μα­τι­κό, α­κο­λου­θεί τον πρώ­το, ε­κεί­νον του τρα­γου­διού. Κά­τι σαν ε­ρω­τη­μα­τι­κή α­πά­ντη­ση στην πα­ρό­τρυν­ση του τρα­γου­διού. Ο Μπή­τον ε­ντο­πί­ζει, σε ε­πι­στο­λή του Σε­φέ­ρη προς τον πα­τέ­ρα του, τη φρά­ση, “έ­χω βα­ρε­θεί τα λό­για και λό­για που μέ­νουν μό­νο λό­για”. Εκεί­να τα Χρι­στού­γεν­να, ο Σε­φέ­ρης ή­ταν θυ­μω­μέ­νος με τον πα­τέ­ρα του, για­τί του εί­χε α­πα­γο­ρέ­ψει να πε­ρά­σει τις ε­ορ­τά­σι­μες η­μέ­ρες στο Πα­ρί­σι με την κα­λή του.
Ο Βα­γε­νάς προ­σθέ­τει ό­τι “και στα δυο κεί­με­να η φι­λα­ρέ­σκεια της γυ­ναί­κας δη­λώ­νε­ται με τον γυα­λι­στε­ρό καλ­λω­πι­σμό της (Πα­πα­δια­μά­ντης: «το γυά­λι­σμά της, το βερ­νί­κι και το κοκ­κι­νά­δι της»· Σε­φέ­ρης: «Βλέ­πω τα κόκ­κι­να της νύ­χια / μπρος στη φω­τιά πώς θα γυα­λί­ζουν»)”. Ωστό­σο, οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι δυο στί­χοι του Σε­φέ­ρη, α­πό το τρί­το μέ­ρος του ποιή­μα­τος, το ο­ποίο α­πο­τε­λεί­ται α­πό έ­να μό­νο τε­τρά­στι­χο, πα­ρεμ­βάλ­λο­νται α­νά­με­σα στον πρώ­το στί­χο, ε­κεί­νο του τρα­γου­διού, και το στί­χο, «και τη θυ­μά­μαι με το βή­χα.» Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι αυ­τός ο τε­λευ­ταίος στί­χος δί­νει δια­φο­ρε­τι­κό νό­η­μα σε ο­λό­κλη­ρο το τε­τρά­στι­χο. Σε ε­πι­στο­λή του Σε­φέ­ρη προς την α­δελ­φή του, με η­με­ρο­μη­νία 28 Οκτω­βρίου 1922, υ­πάρ­χει σε πο­λύ­στι­χο ποίη­μα, γραμ­μέ­νο για ε­κεί­νη, ο στί­χος: «το βή­χα σου πά­λι θ’ α­κού­σω μό­νος μου σε ά­δειο τριό­δι». Η Ιωάν­να Τσά­τσου δί­νει την πρό­σθε­τη πλη­ρο­φο­ρία ό­τι της το ξα­νά­στει­λε “α­πό τη Λό­ντρα δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στις 25 Νο­εμ­βρίου του 1924”. Εδώ, ω­στό­σο, η α­πο­ρία εί­ναι κα­τά πό­σο ο πρω­τα­γω­νι­στής του ποιή­μα­τος, ως προ­σω­πείο του ει­κο­σι­τε­τρά­χρο­νου ποιη­τή, τρε­λά ε­ρω­τευ­μέ­νου με δε­κα­ο­χτά­χρο­νη Πα­ρι­ζιά­να, α­να­φέ­ρει τα κόκ­κι­να νύ­χια σαν στοι­χείο φι­λα­ρέ­σκειας και ό­χι γο­η­τείας. Και πά­λι, σύμ­φω­να με τον βιο­γρά­φο του Σε­φέ­ρη, το «Fog» εί­ναι το τε­λευ­ταίο ποίη­μα της ε­νό­τη­τας «Νυ­χτιά­τι­κα», που εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει στο Πα­ρί­σι. Σύμ­φω­να με τις ε­πι­στο­λές του προς την α­δελ­φή του αυ­τά τα ποιή­μα­τα τα σχε­δία­ζε α­πό το χει­μώ­να του 1922.
Ακο­λου­θούν κά­ποια α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ά­ντρα, που ο Βα­γε­νάς θεω­ρεί κοι­νά στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, ε­νώ ε­πι­ση­μαί­νει τις συ­μπτώ­σεις στους ρη­μα­τι­κούς τύ­πους, με τους ο­ποίους ε­κεί­νοι α­να­φέ­ρουν πα­ρελ­θο­ντι­κούς έ­ρω­τες και πα­ρο­ντι­κή μο­να­ξιά. Ωστό­σο, κα­τά τον με­λε­τη­τή, τη συ­νο­μι­λία του ποιή­μα­τος με το διή­γη­μα την κα­θι­στά “α­διαμ­φι­σβή­τη­τη” η ο­μοιό­τη­τα δυο ει­κό­νων. “Η πρώ­τη ει­κό­να εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νο της «ο­νει­ρι­κό­τη­τας», την ο­ποία βιώ­νουν οι δυο ή­ρωες· η αί­σθη­ση ε­νός βυ­θού, ό­που βρί­σκο­νται ναυα­γι­σμέ­νοι”. Πα­ρό­μοιες ει­κό­νες, ω­στό­σο, υ­πάρ­χουν και σε ε­πι­στο­λές του Σε­φέ­ρη προς τον α­δελ­φό του, αλ­λά και προς την α­δελ­φή του. Από το Πα­ρί­σι, στις 4 Φε­βρουα­ρίου 1923, της γρά­φει: “Εί­μαι ο σκά­φαν­δρος, με κα­τέ­βα­σαν στο βυ­θό του ω­κε­α­νού, βρή­κα τα πο­λύ­τι­μα α­νεί­πω­τα πε­τρά­δια της χα­μέ­νης Ατλα­ντί­δος… Κό­βω το σκοι­νί που με βα­στά και τον α­να­πνευ­στι­κό σω­λή­να, και μέ­νω κά­τω…”
“Η δεύ­τε­ρη ει­κό­να εί­ναι ε­κεί­νη ε­νός μα­ρα­ζω­μέ­νου (Σε­φέ­ρης) / μα­ρα­σμέ­νου (Πα­πα­δια­μά­ντης) και ά­σφαι­ρου ε­ρω­τι­δέα (ε­ρω­τι­δέων), που προ­σπα­θεί, μέ­σα στο λευ­κό το­πίο, να χτυ­πή­σει, σαν να ή­ταν που­λιά, τις καρ­διές / ψυ­χές των αν­θρώ­πω­ν”. Εδώ, η α­πο­ρία εί­ναι διτ­τή. Ο ή­ρωας του Πα­πα­δια­μά­ντη θα μπο­ρού­σε να α­πο­κλη­θεί ε­ρω­τι­δέ­ας, δε­δο­μέ­νου ό­τι υ­πήρ­ξε έ­νας ε­ρω­τύ­λος κα­πε­τά­νιος. Επί­σης, ά­σφαι­ρος, λό­γω η­λι­κίας και μέ­θης. Για τον ή­ρωα, ό­μως, του ποιή­μα­τος δεν υ­πάρ­χουν α­ντί­στοι­χα ε­σω­κει­με­νι­κά στοι­χεία. Όσο για τον ποιη­τή, στο βαθ­μό που προ­βάλ­λει βιώ­μα­τά του, ι­σχύει α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το. Εκεί­να τα χρό­νια της νεό­τη­τας, δεί­χνει σαν α­κρά­τη­τος ε­ρω­τι­δέ­ας. Το δεύ­τε­ρο σκέ­λος της α­πο­ρίας μας α­φο­ρά το πώς πιά­νο­νται το χει­μώ­να τα κοσ­σύ­φια και οι τσί­χλες. Πό­θεν τεκ­μαί­ρε­ται ό­τι ο Σε­φέ­ρης μα­θαί­νει τον τρό­πο α­πό το διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη; Για­τί να μην τον γνώ­ρι­ζε, ό­πως το γνω­ρί­ζουν α­κό­μη ως σή­με­ρα ό­σοι κά­ποιας η­λι­κίας προέρ­χο­νται εξ ε­παρ­χίας; Η ί­δια α­πο­ρία ι­σχύει για την ει­κό­να της νε­α­ρής γυ­ναί­κας της «Έγκω­μης», που ο με­λε­τη­τής πι­στεύει ό­τι προέ­κυ­ψε α­πό πα­πα­δια­μα­ντι­κά υ­λι­κά και συ­γκε­κρι­μέ­να, α­πό την ει­κό­να της Μο­σχού­λας στο «Όνει­ρο στο κύ­μα». Για­τί να μην υ­πο­θέ­σου­με ό­τι ε­δώ ε­μπνέε­ται, ό­πως βέ­βαια και ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­πό το «Άσμα Ασμά­των», το ο­ποίο, μά­λι­στα, με­τέ­φρα­ζε ε­κεί­να τα χρό­νια;
Τέ­λος, μια ε­ξω­κει­με­νι­κή α­πο­ρία. Η συ­γκρι­τι­κή α­νά­γνω­ση του Βα­γε­νά δέ­χε­ται ως αυ­το­νό­η­τη τη γνω­ρι­μία του Σε­φέ­ρη με το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη. Κι αν ό­χι τη γνω­ρι­μία με ο­λό­κλη­ρο το έρ­γο του, σί­γου­ρα τη κα­λή γνώ­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου διη­γή­μα­τος. Εί­ναι, ό­μως, αυ­τή τό­σο αυ­το­νό­η­τη, ό­ταν πρό­κει­ται για τον ει­κο­σι­τε­τρά­χρο­νο Σε­φέ­ρη του 1924; Κα­τ’ αρ­χάς, βρί­σκο­νταν βι­βλία του Πα­πα­δια­μά­ντη στα α­θη­ναϊκά βι­βλιο­πω­λεία της ε­πο­χής και ποια; Θυ­μί­ζου­με ό­τι το διή­γη­μα πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην «Ακρό­πο­λη», στο φύλ­λο της 1ης Ια­νουα­ρίου 1896. Όπως ορ­θά πα­ρα­τη­ρεί ο Βα­γε­νάς, πα­ρό­λο που εί­ναι και χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο και πρω­το­χρω­νιά­τι­κο και των Φώ­των, λό­γω της δις ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νης ε­πω­δού, «Χρι­στού­γεν­να, Άις-Βα­σί­λης, Φώ­τα», συ­χνά α­που­σιά­ζει α­πό τους τό­μους με τα ε­ορ­τα­στι­κά. Να συ­μπλη­ρώ­σου­με, ω­στό­σο, ό­τι συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στους τό­μους των ε­ρω­τι­κών. Μια πρώ­τη α­να­δη­μο­σίευ­σή του έ­γι­νε στον πρώ­το α­πό τους συ­νο­λι­κά έ­ντε­κα τό­μους του Φέ­ξη, «Η Μά­γισ­σες» του 1912, και δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στα «Πρω­το­χρο­νιά­τι­κα Διη­γή­μα­τα» του Δι­καίου. Απου­σιά­ζει, ω­στό­σο, α­πό τους τό­μους του Ελευ­θε­ρου­δά­κη, που αρ­χί­ζουν να εκ­δί­δο­νται το 1924. Ο Σε­φέ­ρης βρί­σκε­ται μέ­χρι το 1914 στη Σμύρ­νη. Από ε­κεί­νο το κα­λο­καί­ρι και μέ­χρι το κα­λο­καί­ρι του 1918, κα­τοι­κεί στην Αθή­να. Στη συ­νέ­χεια, ζει στο Πα­ρί­σι μέ­χρι το κα­λο­καί­ρι του 1924, που α­να­χω­ρεί για το Λον­δί­νο. Συ­χνά, α­πό το Πα­ρί­σι, ζη­τά­ει α­πό την α­δελ­φή του να του στεί­λει ελ­λη­νι­κά βι­βλία. Όχι, ό­μως, Πα­πα­δια­μά­ντη. Οπό­τε, θα πρέ­πει να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι, α­νά­με­σα στα 14 και τα 18, έ­πε­σε στα χέ­ρια του, πι­θα­νώς ε­ντό­πι­σε στην πα­τρι­κή βι­βλιο­θή­κη, το βι­βλιά­ριο του Φέ­ξη ή του Δι­καίου ή και τα δύο, και τα πή­ρε μα­ζί του στο Πα­ρί­σι. Το να λει­τούρ­γη­σε μό­νο α­πό τη δε­ξα­με­νή της μνή­μης, φαί­νε­ται μάλ­λον α­πί­θα­νο. Ύστε­ρα, τί­θε­ται και το ε­ρώ­τη­μα, ποια μπο­ρεί να ή­ταν η γνώ­μη του Σε­φέ­ρη για την πε­ζο­γρα­φι­κή μας πα­ρά­δο­ση, ό­ταν, την ί­δια ε­πο­χή α­πό το Πα­ρί­σι, έ­γρα­φε στην α­δελ­φή του: «Στην ελ­λη­νι­κή, ε­κτός α­πό αι­σθή­μα­τα βου­νί­σια ή χω­ρια­νέϊκα δεν μπο­ρού­με να πού­με τί­πο­τα για την ώ­ρα, γι’ αυ­τό και τα πιο πο­λι­τι­σμέ­να ποιή­μα­τα που έ­χουν γρα­φεί στην ελ­λη­νι­κή μυ­ρί­ζουν μυτ­ζή­θρα...» Στα θε­ρι­στι­κά πυ­ρά της σκλη­ρό­καρ­δης αυ­τής δια­τύ­πω­σης μέ­νει ά­ρα­γε ε­κτός στό­χου ο Πα­πα­δια­μά­ντης; Μι­λά­ει, βέ­βαια, για ποίη­ση, αλ­λά μοιά­ζει α­πί­θα­νο, εάν α­να­λο­γι­στού­με ό­τι θα μπο­ρού­σε, για πα­ρά­δειγ­μα, να τον α­ντι­δια­στεί­λει ως α­να­σχε­τι­κό στοι­χείο.
Επι­λο­γι­κά να ση­μειώ­σου­με το αυ­το­νό­η­το: Σχε­δόν ό­λες μας οι α­πο­ρίες έ­χουν νό­η­μα, ε­φό­σον α­σπα­στού­με την ι­σχύ του βιο­γρα­φι­σμού, ή, έ­στω, ό­τι υ­πάρ­χουν στο βά­θος κά­ποια στοι­χεία βιο­γρα­φι­σμού. Σε α­ντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση, ό­λα εί­ναι πε­ριτ­τή φι­λο­λο­γία.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/11/2011.