Eνας βιβλιοπαρουσιαστής της τρέχουσας σήμερα λογοτεχνικής παραγωγής σπανίως και μετά μεγάλης προσοχής καταφεύγει στη χρήση του όρου λογοκλοπή. Κατά καιρούς, ωστόσο, τον εκτοξεύουν εναντίον κάποιου νεότερου συγγραφέα συνομήλικοι ομότεχνοί του, χαρακτηριζόμενοι, τις περισσότερες φορές, από ένα ευρύτερο κοινό, ως εμπαθείς. Αυτό, γιατί ανέκαθεν η καθαρή κλοπή στο χώρο της λογοτεχνίας, αν δεν πρόκειται για κλεψίτυπη αναπαραγωγή ακέραιου έργου, δύσκολα αποδεικνύεται. Άπαξ και ένας συγγραφέας απολαμβάνει της υπόληψης του λογοτέχνη, κάθε είδους δάνεια, πανταχόθεν ερχόμενα, θεωρούνται ως θεμιτά. Γι’ αυτό, εάν καμιά φορά τύχει και σπάσει το πόδι του ο διάβολος και ένας συγγραφέας παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη για λογοκλοπή, αντί να προσπαθεί να δείξει ότι δεν πρόκειται για ιδιοποίηση ξένης πνευματικής ιδιοκτησίας, υπεραμύνεται της λογοτεχνικότητας του βιβλίου του. Και επειδή παρόμοια απόδειξη στο χώρο της τέχνης είναι μάλλον ανέφικτη, επικαλείται την αυθεντία της κριτικής, προσκομίζοντας βιβλιοπαρουσιάσεις από όσο το δυνατόν πιο έγκριτες υπογραφές και έντυπα. Όλοι γνωρίζουν πόσο αίολες είναι παρόμοιες μαρτυρίες, εντούτοις αυτές προσφέρουν στο βιβλίο το status του λογοτεχνικού και ο συγγραφέας αθωώνεται. Οι μόνες περιπτώσεις, που μπορεί να κριθεί καταδικαστέος, είναι όταν θίγονται ευθέως συγκεκριμένα πρόσωπα. Πάντως, οποιαδήποτε κατάληξη και να έχει δικαστικά η υπόθεση, αμαυρώνεται η υπόληψή του. Όμως, την σήμερον, παρόμοιες σκιές γρήγορα ατονούν με τη βοήθεια της διαφημιστικής προβολής των επόμενων έργων του.
Αν, όμως, ανέκαθεν, η κατηγορία της λογοκλοπής προσέκρουε στην περιπεπλεγμένη σχέση λογοτεχνικότητας και δανείων, πόσω μάλλον, σήμερα, που, με την επικράτηση του μεταμοντέρνου, όχι μόνο αμφισβητήθηκε η ισχύς του πρωτότυπου, αλλά και κατοχυρώθηκε ως κανόνας το μυθιστόρημα χαλαρής δομής και συχνά, ακόμη χαλαρότερης νοηματικής συνοχής. Αντί, λοιπόν, ένας νουνεχής βιβλιοπαρουσιαστής να αναφέρεται σε λογοκλοπή, παρουσιάζει τις όποιες ομοιότητες με άλλα έργα εντοπίζει, καταφεύγοντας στη χρήση όρων, που να συνάδουν προς τη δημιουργική διαδικασία. Βέβαια, στο θέμα της ορολογίας παίζει ρόλο και η ηλικία του βιβλιοπαρουσιαστή. Ένας μεγαλύτερος ιχνηλατεί επιδράσεις και υπαινίσσεται “συνομιλίες” με πρόγονους ή και αλλοεθνείς σύγχρονους. Ενώ, ένας νεότερος υιοθετεί τον φροϋδικής εμπνεύσεως όρο διακειμενικότητα, που σαν ομπρέλα καλύπτει συνειδητές και ασύνειδες συνομιλίες τόσο των συγγραφέων όσο και των κειμένων. Με αυτήν την κάπως ασαφή γλώσσα, παρουσιάζεται ένα μυθιστόρημα, που δανείζεται αυτούσια χωρία αλλότριων πηγών, ή και αποτελείται εξ ολοκλήρου από αυτά. Η δεύτερη περίπτωση περιγράφεται συνήθως με πλειάδα εξεζητημένων όρων, από τον βυζαντινής καταγωγής όρο κέντρωνας μέχρι τους γαλλικούς παστίς και κολάζ. Η μοναδική διακριτική ευχέρεια του βιβλιοπαρουσιαστή είναι να επιχειρήσει την αντιδιαστολή μιας μοντερνίστικης σύνθεσης, όπου υπεισέρχεται η συγγραφική μετουσίωση, και μιας μεταμοντέρνας, που δημιουργεί την αίσθηση της ελλιπούς αφομοίωσης.
Με όλα αυτά ως αυτονόητα και δεδομένα, πολύ απορήσαμε, διαβάζοντας στο καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Το Δέντρο» το κείμενο του Τάσου Γουδέλη περί “λογοκλοπίας”. Το τεύχος φιλοξενεί εκτενές αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη, αλλά το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύεται στην καταληκτική ενότητα του περιοδικού «Τα Φύλλα». Ωστόσο, θα μπορούσε να ενταχθεί στο σώμα του αφιερώματος, όπως επίσης και σε εκείνο του ανοιξιάτικου τεύχους, για τον Σεφέρη, αφού είναι ο Σεφέρης που εμφανίζεται ως λογοκλόπος. Αυτή τη φορά, όχι του Έλιοτ ή του Βαλλερύ, ως είθισται από την εποχή της βράβευσής του, πιθανώς και νωρίτερα, αλλά του Παπαδιαμάντη. Βεβαίως, όπως συμβαίνει και με τον Σαίξπηρ, παρόμοιες κατηγορίες ελάχιστα επηρεάζουν την πρόσληψη του έργου του. Σε ένα, όμως, περιορισμένο κοινό, ακόμη και όταν παρόμοιες μομφές δεν συζητούνται, βαραίνουν. Ιδιαίτερα, όταν έρχονται από έναν κριτικό. Βαραίνουν, μάλιστα, ακόμη περισσότερο, όταν δημοσιεύονται σε τεύχη επετειακών αφιερωμάτων για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Παπαδιαμάντη και τα 40 από εκείνον του Σεφέρη. Αφιερώματα, που προσβλέπουν, όπως δηλώνουν οι εκδότες, σε “νέες αναγνώσεις” και επανεκτιμήσεις.
Ο Γουδέλης δεν τεκμηριώνει ότι ο Σεφέρης “αντέγραψε” Παπαδιαμάντη. Ουσιαστικά, δεν τον απασχολούν οι δυο παλαιότεροι, αλλά ένας ομήλικός του, ο Νάσος Βαγενάς. Ειδικότερα, ο Βαγενάς ως μελετητής του σεφερικού έργου. Στο άρθρο του, με τίτλο, «Μια παράδοξη (;) σχέση», περιγράφει τη σχέση Βαγενά-Σεφέρη. Ή, όπως ο ίδιος συνοψίζει εκ των υστέρων, “περιγράφει τη σχιζοφρενική σχέση του θαυμαστή και του ειδώλου του”. Ξεκινάει από τη διδακτορική διατριβή, που υπέβαλε ο Βαγενάς στο Καίμπριτζ το 1979, «Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη», και καταλήγει στο πρόσφατο βιβλίο του, «Κινούμενος στόχος». Παρεμπιπτόντως, απορούμε, γιατί το χαρακτηρίζει “τομίδιο”, όταν πρόκειται για βιβλίο 268 σελίδων, όπου αναδημοσιεύονται 29 “κριτικά κείμενα”, μεταξύ των οποίων έξι εκτενείς συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις και συνέδρια. Στο βιβλίο δημοσιεύονται και έξι κείμενα, που αφορούν τον Σεφέρη. Ο Γουδέλης αναφέρεται σε δυο από αυτά, για να επικεντρωθεί, τελικά, σε ένα. Πρόκειται για μια από τις είκοσι Επιφυλλίδες του Βαγενά, που συγκεντρώνονται στο βιβλίο, με τίτλο, «Σεφέρης-Παπαδιαμάντης: Ο έρωτας στην ομίχλη». Σύμφωνα με τον Γουδέλη, σε αυτήν αποδεικνύεται η “λογοκλοπία” του Σεφέρη. Αυτήν την “λογοκλοπία”, ο ίδιος δεν την ελέγχει ούτε την αμφισβητεί. Αντιθέτως, την επικροτεί, κάνοντας λόγο για “κραυγαλέες ομοιότητες” μεταξύ πρωτότυπου και “αντίγραφου”. Άλλωστε, εκείνος είναι που κάνει χρήση του όρου “λογοκλοπία”. Ο Βαγενάς διατείνεται ότι δείχνει, “δεσμούς όχι μόνο συναισθηματικούς και ευρύτερα διακειμενικούς, αλλά –όπως δείχνουν αρκετές εικόνες και λεπτομέρειες εικόνων των δυο κειμένων– σχέσεις γενετικής φύσεως”. Στο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού, αφιερωμένο στην ξένη ποίηση, δημοσιεύεται εκτενής απάντηση του Βαγενά και παράλληλος σχολιασμός της απάντησής του από τον Γουδέλη. Ο Βαγενάς ανασκευάζει πειστικά τη μομφή περί “συνηγορίας υπέρ του Σεφέρη, σε βαθμό εξιδανικευτικό” και επιμένει στην ανάρμοστη χρήση της λέξης “λογοκλοπία”. Ενώ, ο Γουδέλης επαναλαμβάνει και επαυξάνει τις αρχικές διαπιστώσεις του. Σαν, δηλαδή, να απαξιοί να συνεχίσει τον διάλογο, που ο ίδιος ξεκίνησε, απαντώντας στις ενστάσεις του βαλλόμενου. Αυτό προς μεγάλη απογοήτευση των αναγνωστών, που μένουν με τις απορίες τους. Μεταξύ άλλων, ποια μπορεί να είναι η “λογοκλοπία” του Σεφέρη, με την οποία ο Βαγενάς ασχολείται στο μεγαλύτερο μέρος της διατριβής του. Όπως και να έχει, χάρις στις εκκρεμείς απορίες μας, είχαμε το κέρδος μιας δεύτερης ανάγνωσης εκείνης της πρώτης μελέτης, με την οποία εμφανίστηκε το άλλο πρόσωπο του ποιητή Βαγενά, εκείνο του θεωρητικού της λογοτεχνίας.
Μένει, όμως, ανοικτό το θέμα της “λογοκλοπίας” Σεφέρη από Παπαδιαμάντη. Πιο συγκεκριμένα, η “λογοκλοπία” αφορά το παπαδιαμαντικό διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» και το σεφερικό ποίημα «Fog». Τα Χριστούγεννα του 2005, που είχαμε διαβάσει την Επιφυλλίδα Βαγενά, μας είχαν γεννηθεί ορισμένες απορίες. Το κείμενο του Γουδέλη, λόγω των ακραίων θέσεών του, τις ανακίνησε. Τις παραθέτουμε για την αξία που μπορεί να έχουν οι απορίες ενός αναγνώστη.
Κατ’ αρχάς, ο Βαγενάς επισημαίνει τις αναλογίες στη δομή των δυο κειμένων. Για το διήγημα επικαλείται την “τριαδική κατανομή” των μερών του, που έχει προτείνει ο Γ. Κεχαγιόγλου. Όπως εκείνος έγραφε προ τριακονταετίας, “το κείμενο του διηγήματος αποτελείται από τρία άνισα μέρη (διαχωρίζονται με κενό διάστημα)”. Ωστόσο, σε όλες τις δημοσιεύσεις του, το κείμενο χωρίζεται με κενά διαστήματα σε πέντε μέρη. Από αυτά προκύπτουν τα τρία του Κεχαγιόγλου δια συνενώσεως πρώτου και δεύτερου, τρίτου και τέταρτου. Η αντίστοιχη “τριμερής ανάπτυξη των στροφών” του ποιήματος “σημαίνεται με την επωδική επανάληψη του στίχου ενός ελαφρού ερωτικού τραγουδιού στην αρχή του κάθε μέρους («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι»)”. Ο μελετητής προσθέτει ότι “ανάλογα επωδική είναι η επανάληψη των δημοτικότροπων ερωτικών διστίχων που τραγουδάει ο ήρωας του διηγήματος”. Όχι ακριβώς. Τα δυο συνολικά δίστιχα του διηγήματος δεν τίθενται στην αρχή του κάθε μέρους της τριαδικής δομής. Συγκεκριμένα, και τα δυο μαζί, εν σειρά, κλείνουν το πρώτο μέρος της πενταδικής δομής, ενώ μόνο του, το πρώτο, κλείνει το τρίτο μέρος της.
Επιπροσθέτως, παρατηρεί ότι “και στα δυο κείμενα οι στίχοι των τραγουδιών απευθυνόμενοι προς το αντικείμενο του πόθου των πρωταγωνιστών τους συνοψίζουν το αίσθημά τους”. Αυτό ισχύει για το ένα δίστιχο του διηγήματος. Όσο για το ποίημα, ο στίχος του τραγουδιού, το οποίο παίζει ένας “φωνογράφος”, απευθύνεται στον πρωταγωνιστή. Όπως πληροφορεί η Πολίνα Ταμπακάκη, στην πρωτότυπη μελέτη της «Η “μουσική ποιητική” του Γιώργου Σεφέρη», πρόκειται για ένα τραγούδι του Φρανκ Κράμιτ, που έγινε μεγάλη επιτυχία αμέσως μόλις κυκλοφόρησε το 1924. Το ποίημα, εκτός από αγγλικό τίτλο, φέρει ως υπότιτλο τον αγγλικό τίτλο του τραγουδιού και συμπληρώνεται με τον προσδιορισμό «Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924», προσλαμβάνοντας έτσι ένα επικαιρικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Ρόντρικ Μπήτόν, ο αρχικός υπότιτλος ήταν «Μια αυτοπροσωπογραφία του Λονδίνου».
Στη συνέχεια, ο μελετητής επισημαίνει “ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στην περιγραφή της γυναίκας: «Πολυλογού και ψεύτρα» εμφανίζεται στο διήγημα, φλύαρη και αναξιόπιστη «Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια» τη βλέπουμε στο «Fog»”. Εδώ, η απορία είναι γιατί αποδίδει στη γυναίκα το δεύτερο στίχο του πρώτου τετράστιχου του δεύτερου μέρους, που, συμπληρωμένος με το ερωτηματικό, ακολουθεί τον πρώτο, εκείνον του τραγουδιού. Κάτι σαν ερωτηματική απάντηση στην παρότρυνση του τραγουδιού. Ο Μπήτον εντοπίζει, σε επιστολή του Σεφέρη προς τον πατέρα του, τη φράση, “έχω βαρεθεί τα λόγια και λόγια που μένουν μόνο λόγια”. Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο Σεφέρης ήταν θυμωμένος με τον πατέρα του, γιατί του είχε απαγορέψει να περάσει τις εορτάσιμες ημέρες στο Παρίσι με την καλή του.
Ο Βαγενάς προσθέτει ότι “και στα δυο κείμενα η φιλαρέσκεια της γυναίκας δηλώνεται με τον γυαλιστερό καλλωπισμό της (Παπαδιαμάντης: «το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της»· Σεφέρης: «Βλέπω τα κόκκινα της νύχια / μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν»)”. Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι δυο στίχοι του Σεφέρη, από το τρίτο μέρος του ποιήματος, το οποίο αποτελείται από ένα μόνο τετράστιχο, παρεμβάλλονται ανάμεσα στον πρώτο στίχο, εκείνο του τραγουδιού, και το στίχο, «και τη θυμάμαι με το βήχα.» Έχουμε την εντύπωση, ότι αυτός ο τελευταίος στίχος δίνει διαφορετικό νόημα σε ολόκληρο το τετράστιχο. Σε επιστολή του Σεφέρη προς την αδελφή του, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1922, υπάρχει σε πολύστιχο ποίημα, γραμμένο για εκείνη, ο στίχος: «το βήχα σου πάλι θ’ ακούσω μόνος μου σε άδειο τριόδι». Η Ιωάννα Τσάτσου δίνει την πρόσθετη πληροφορία ότι της το ξανάστειλε “από τη Λόντρα δυο χρόνια αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου του 1924”. Εδώ, ωστόσο, η απορία είναι κατά πόσο ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, ως προσωπείο του εικοσιτετράχρονου ποιητή, τρελά ερωτευμένου με δεκαοχτάχρονη Παριζιάνα, αναφέρει τα κόκκινα νύχια σαν στοιχείο φιλαρέσκειας και όχι γοητείας. Και πάλι, σύμφωνα με τον βιογράφο του Σεφέρη, το «Fog» είναι το τελευταίο ποίημα της ενότητας «Νυχτιάτικα», που είχε αρχίσει να γράφει στο Παρίσι. Σύμφωνα με τις επιστολές του προς την αδελφή του αυτά τα ποιήματα τα σχεδίαζε από το χειμώνα του 1922.
Ακολουθούν κάποια από τα χαρακτηριστικά του άντρα, που ο Βαγενάς θεωρεί κοινά στις δυο περιπτώσεις, ενώ επισημαίνει τις συμπτώσεις στους ρηματικούς τύπους, με τους οποίους εκείνοι αναφέρουν παρελθοντικούς έρωτες και παροντική μοναξιά. Ωστόσο, κατά τον μελετητή, τη συνομιλία του ποιήματος με το διήγημα την καθιστά “αδιαμφισβήτητη” η ομοιότητα δυο εικόνων. “Η πρώτη εικόνα είναι το περιεχόμενο της «ονειρικότητας», την οποία βιώνουν οι δυο ήρωες· η αίσθηση ενός βυθού, όπου βρίσκονται ναυαγισμένοι”. Παρόμοιες εικόνες, ωστόσο, υπάρχουν και σε επιστολές του Σεφέρη προς τον αδελφό του, αλλά και προς την αδελφή του. Από το Παρίσι, στις 4 Φεβρουαρίου 1923, της γράφει: “Είμαι ο σκάφανδρος, με κατέβασαν στο βυθό του ωκεανού, βρήκα τα πολύτιμα ανείπωτα πετράδια της χαμένης Ατλαντίδος… Κόβω το σκοινί που με βαστά και τον αναπνευστικό σωλήνα, και μένω κάτω…”
“Η δεύτερη εικόνα είναι εκείνη ενός μαραζωμένου (Σεφέρης) / μαρασμένου (Παπαδιαμάντης) και άσφαιρου ερωτιδέα (ερωτιδέων), που προσπαθεί, μέσα στο λευκό τοπίο, να χτυπήσει, σαν να ήταν πουλιά, τις καρδιές / ψυχές των ανθρώπων”. Εδώ, η απορία είναι διττή. Ο ήρωας του Παπαδιαμάντη θα μπορούσε να αποκληθεί ερωτιδέας, δεδομένου ότι υπήρξε ένας ερωτύλος καπετάνιος. Επίσης, άσφαιρος, λόγω ηλικίας και μέθης. Για τον ήρωα, όμως, του ποιήματος δεν υπάρχουν αντίστοιχα εσωκειμενικά στοιχεία. Όσο για τον ποιητή, στο βαθμό που προβάλλει βιώματά του, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Εκείνα τα χρόνια της νεότητας, δείχνει σαν ακράτητος ερωτιδέας. Το δεύτερο σκέλος της απορίας μας αφορά το πώς πιάνονται το χειμώνα τα κοσσύφια και οι τσίχλες. Πόθεν τεκμαίρεται ότι ο Σεφέρης μαθαίνει τον τρόπο από το διήγημα του Παπαδιαμάντη; Γιατί να μην τον γνώριζε, όπως το γνωρίζουν ακόμη ως σήμερα όσοι κάποιας ηλικίας προέρχονται εξ επαρχίας; Η ίδια απορία ισχύει για την εικόνα της νεαρής γυναίκας της «Έγκωμης», που ο μελετητής πιστεύει ότι προέκυψε από παπαδιαμαντικά υλικά και συγκεκριμένα, από την εικόνα της Μοσχούλας στο «Όνειρο στο κύμα». Γιατί να μην υποθέσουμε ότι εδώ εμπνέεται, όπως βέβαια και ο Παπαδιαμάντης, από το «Άσμα Ασμάτων», το οποίο, μάλιστα, μετέφραζε εκείνα τα χρόνια;
Τέλος, μια εξωκειμενική απορία. Η συγκριτική ανάγνωση του Βαγενά δέχεται ως αυτονόητη τη γνωριμία του Σεφέρη με το έργο του Παπαδιαμάντη. Κι αν όχι τη γνωριμία με ολόκληρο το έργο του, σίγουρα τη καλή γνώση του συγκεκριμένου διηγήματος. Είναι, όμως, αυτή τόσο αυτονόητη, όταν πρόκειται για τον εικοσιτετράχρονο Σεφέρη του 1924; Κατ’ αρχάς, βρίσκονταν βιβλία του Παπαδιαμάντη στα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία της εποχής και ποια; Θυμίζουμε ότι το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ακρόπολη», στο φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1896. Όπως ορθά παρατηρεί ο Βαγενάς, παρόλο που είναι και χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρωνιάτικο και των Φώτων, λόγω της δις επαναλαμβανόμενης επωδού, «Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα», συχνά απουσιάζει από τους τόμους με τα εορταστικά. Να συμπληρώσουμε, ωστόσο, ότι συμπεριλαμβάνεται στους τόμους των ερωτικών. Μια πρώτη αναδημοσίευσή του έγινε στον πρώτο από τους συνολικά έντεκα τόμους του Φέξη, «Η Μάγισσες» του 1912, και δυο χρόνια αργότερα, στα «Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα» του Δικαίου. Απουσιάζει, ωστόσο, από τους τόμους του Ελευθερουδάκη, που αρχίζουν να εκδίδονται το 1924. Ο Σεφέρης βρίσκεται μέχρι το 1914 στη Σμύρνη. Από εκείνο το καλοκαίρι και μέχρι το καλοκαίρι του 1918, κατοικεί στην Αθήνα. Στη συνέχεια, ζει στο Παρίσι μέχρι το καλοκαίρι του 1924, που αναχωρεί για το Λονδίνο. Συχνά, από το Παρίσι, ζητάει από την αδελφή του να του στείλει ελληνικά βιβλία. Όχι, όμως, Παπαδιαμάντη. Οπότε, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι, ανάμεσα στα 14 και τα 18, έπεσε στα χέρια του, πιθανώς εντόπισε στην πατρική βιβλιοθήκη, το βιβλιάριο του Φέξη ή του Δικαίου ή και τα δύο, και τα πήρε μαζί του στο Παρίσι. Το να λειτούργησε μόνο από τη δεξαμενή της μνήμης, φαίνεται μάλλον απίθανο. Ύστερα, τίθεται και το ερώτημα, ποια μπορεί να ήταν η γνώμη του Σεφέρη για την πεζογραφική μας παράδοση, όταν, την ίδια εποχή από το Παρίσι, έγραφε στην αδελφή του: «Στην ελληνική, εκτός από αισθήματα βουνίσια ή χωριανέϊκα δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την ώρα, γι’ αυτό και τα πιο πολιτισμένα ποιήματα που έχουν γραφεί στην ελληνική μυρίζουν μυτζήθρα...» Στα θεριστικά πυρά της σκληρόκαρδης αυτής διατύπωσης μένει άραγε εκτός στόχου ο Παπαδιαμάντης; Μιλάει, βέβαια, για ποίηση, αλλά μοιάζει απίθανο, εάν αναλογιστούμε ότι θα μπορούσε, για παράδειγμα, να τον αντιδιαστείλει ως ανασχετικό στοιχείο.
Επιλογικά να σημειώσουμε το αυτονόητο: Σχεδόν όλες μας οι απορίες έχουν νόημα, εφόσον ασπαστούμε την ισχύ του βιογραφισμού, ή, έστω, ότι υπάρχουν στο βάθος κάποια στοιχεία βιογραφισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, όλα είναι περιττή φιλολογία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/11/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου