Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Πέραν της διηγηματογραφίας

Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος
«Υπο­κεί­με­να»
Εκδ. Γα­βριη­λί­δης
Δεκ. 2014


Ο Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, ο ε­πι­λε­γό­με­νος “ο­λι­γο­γρά­φος”, ε­κτός διη­γη­μα­τι­κών «Απά­ντων» και ε­κτός τριών τό­μων με “α­να­φο­ρές” σε συ­γκε­κρι­μέ­νους πε­ζο­γρά­φους (Νί­κος Κα­χτί­τσης, Πα­πα­δια­μά­ντης, Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας), συ­μπλή­ρω­σε τρεις ε­πι­πλέ­ον τό­μους, κα­τά μέ­σο ό­ρο των 300 σε­λί­δων έ­κα­στος.    Τρεις τό­μοι, χω­ρίς προ­λό­γους, ού­τε ε­πι­λο­γι­κά ση­μειώ­μα­τα, μό­νο με έ­να σύ­ντο­μο κεί­με­νο, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Αντί προ­λό­γου» και στο ο­ποίο δί­νε­ται προσ­διο­ρι­σμός, έ­κτα­σης μίας μό­λις προ­τά­σεως, των συ­γκε­ντρω­μέ­νων κει­μέ­νω­ν: “Στο βι­βλίο πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται κρι­τι­κά, δο­κι­μια­κά και άλ­λα, ποι­κί­λα κεί­με­να, ό­πως δη­μο­σιεύ­τη­καν κα­τά και­ρούς σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά.” Από αυ­τήν την βρα­χύ­λο­γη δια­τύ­πω­ση, ε­πι­λέ­γε­ται το υ­πο­κεί­με­νο, δη­λα­δή η λέ­ξη “κεί­με­να”, με την ο­ποία συ­ντί­θε­νται οι τρεις τίτ­λοι, δια ε­πι­λο­γής, ως πρώ­του συν­θε­τι­κού, μιας πρό­θε­σης. Πρώ­τη ε­πι­λο­γή, η πρό­θε­ση “πα­ρά”, η ο­ποία δί­νει τον τίτ­λο, «Πα­ρα­κεί­με­να», που, καί­τοι προ­φα­νής ε­πι­λο­γή, ως δη­λω­τι­κός της ύ­παρ­ξης ε­νός αρ­χι­κού κει­μέ­νου α­να­φο­ράς, χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε “ευ­ρη­μα­τι­κός”, και δι­καίως, α­φού, πα­ρά το πλή­θος πα­ρό­μοιων κει­με­νι­κών συ­να­γω­γών, δεν εί­χε χρη­σι­μο­ποιη­θεί πριν το 1983, ο­πό­τε και κα­το­χυ­ρώ­θη­κε στον Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λο. Ως τίτ­λος πρω­τό­τυ­πος, θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποιη­θεί και για τους ε­πό­με­νους τό­μους, δια της προ­σθή­κης αύ­ξο­ντος α­ριθ­μού, ως εί­θι­σται.
    Εκεί­νος, ω­στό­σο, προ­τί­μη­σε την αλ­λα­γή τίτ­λου, ε­πι­λέ­γο­ντας για τον δεύ­τε­ρο τό­μο την πρό­θε­ση “α­πό”, που κα­τα­λή­γει στην τιτ­λο­φό­ρη­ση, «Απο­κεί­με­να». Μάλ­λον α­τυ­χής πρό­κρι­ση, δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για νεό­πλα­στη λέ­ξη, η ο­ποία, ως πρώ­τη έν­νοια δη­λώ­νει κεί­με­νο μα­κράν ευ­ρι­σκο­μέ­νου ε­κεί­νου στο ο­ποίο α­να­φέ­ρε­ται, αλ­λά και δευ­τε­ρευό­ντως, το πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νο κεί­με­νο. Όπως και να έ­χει, με αυ­τές τις δυο ε­πι­λο­γές, ε­ξαν­τλή­θη­καν οι έ­ξι κύ­ριες προ­θέ­σεις της “κοι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής”, α­φού οι λοι­πές τέσ­σε­ρις, ως συν­θε­τι­κά τίτ­λου, δεν α­πέ­δι­δαν συ­να­φές νό­η­μα.  Εξ ου, για τον τρί­το τό­μο, στά­θη­κε α­να­γκαία η κα­τα­φυ­γή στην Αρχαία Ελλη­νι­κή, με τις 18 δια­θέ­σι­μες κύ­ριες προ­θέ­σεις. Η ε­πι­λο­γή της πρό­θε­σης “υ­πό” ο­δή­γη­σε στον τίτ­λο  «Υπο­κεί­με­να». Πο­λύ­ση­μος μεν, αλ­λά, κα­τά μία πρώ­τη έν­νοια ευ­στα­θεί, κα­θώς δη­λώ­νει το θέ­μα του λό­γου. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως,  ση­μαί­νει κεί­με­νο ε­ξαρ­τη­μέ­νο α­πό το α­να­φε­ρό­με­νο και δη, σε σχέ­ση υ­πο­τα­κτι­κή. Ανε­ξάρ­τη­τα αν τα κεί­με­να του Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου, το συ­χνό­τε­ρο δεν πα­ρα­μέ­νουν υ­πό του σχο­λια­ζο­μέ­νου, αλ­λά το πο­λιορ­κούν, κα­τά τέ­τοιο τρό­πο, ώ­στε να α­πο­κα­λυ­φθούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μη εμ­φα­νή στον τυ­χό­ντα βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή. Άλλω­στε, έ­τσι κι αλ­λιώς, α­πο­μέ­νει μό­λις μία α­κό­μη πρό­σφο­ρη πρό­θε­ση, το “πε­ρί”, που, ό­μως, ο­δη­γεί στον τίτ­λο, “πε­ρι­κεί­με­να”, ο ο­ποίος φέ­ρει την βα­ριά σκιά του συ­νο­μή­λι­κού του συγ­γρα­φέα, γάλ­λου θεω­ρη­τι­κού Ζε­ράρ Ζε­νέτ.
   Πέ­ραν της νο­η­μα­το­δο­τή­σεως των κει­μέ­νων μέ­σω της τιτ­λο­φό­ρη­σης των τό­μων, ο μό­νος πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμός, που υ­πάρ­χει σε αυ­τά τα “α­ντί προ­λό­γου” ση­μειώ­μα­τα, εί­ναι το χρο­νο­λο­γι­κό ά­νοιγ­μα των τριών συ­να­γω­γώ­ν: “1962-1983”, “1984-2000”, “α­πό το 2000 μέ­χρι και το 2013”. Από το ο­ποίο, ο συγ­γρα­φέ­ας τους ε­ξά­γει το συ­μπέ­ρα­σμα: “Και, ε­πο­μέ­νως, η συ­νο­λι­κή συ­γκο­μι­δή και των τριών βι­βλίων πε­ρι­λαμ­βά­νει έρ­γα 51 ε­τών.” Καί­τοι δυο οι ε­πι­με­λη­τές του βι­βλίου, το lapsus calami διέ­φυ­γε. Κα­τ’ αρ­χήν, ο δεύ­τε­ρος τό­μος κα­λύ­πτει την πε­ρίο­δο 1984-1999. Και το κυ­ριό­τε­ρο, το ά­θροι­σμα των ε­τών εί­ναι, προ­φα­νώς, 52. Το πρώ­το έ­τος εί­ναι το 1962, κα­τά το ο­ποίο έ­γι­νε η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του συγ­γρα­φέα, στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Αργώ» της Κα­βά­λας, με το κεί­με­νο, «Για τον ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο». Στο ί­διο τεύ­χος, δη­μο­σιεύε­ται και κρι­τι­κή θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης, που ο συγ­γρα­φέ­ας δεν έ­κρι­νε ά­ξια α­να­δη­μο­σίευ­σης. Όπως ε­ξαι­ρεί και μία βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, δη­μο­σιευ­μέ­νη στο τρι­πλό και τε­λευ­ταίο τεύ­χος αυ­τού του μη­νιαίου πε­ριο­δι­κού, στο ο­ποίο, πα­ρό­τι υ­πήρ­ξε ο­λι­γό­ζωο, διάρ­κειας μό­λις έ­ξι μη­νών, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος πρό­λα­βε να κά­νει και την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση ως διη­γη­μα­το­γρά­φος. Αυ­τήν, ψευ­δω­νύ­μως. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους συγ­γρα­φείς, αυ­τός έ­χει χρη­σι­μο­ποιή­σει έ­να και μο­να­δι­κό ψευ­δώ­νυ­μο, το Χι­λιώ­της, με δυο πα­ραλ­λα­γές μι­κρού ο­νό­μα­τος, Θα­νά­σης και Ηλίας, στα δυο πε­ριο­δι­κά της Κα­βά­λας και το «Αντί». Και αυ­τά, κα­τά την πρώ­τη πε­ρίο­δο, μάλ­λον εξ α­νά­γκης. 
    Εδώ, ας α­να­φέ­ρου­με τις χρο­νο­λο­γίες έκ­δο­σης των τό­μων. Ο πρώ­τος κυ­κλο­φό­ρη­σε προς τα τέ­λη του 1983, πά­ντως, με­τά τις 2 Ιου­λίου, η­μέ­ρα της πα­ραί­τη­σής του α­πό το στρά­τευ­μα, ό­που υ­πη­ρέ­τη­σε ως μό­νι­μος στρα­τιω­τι­κός για­τρός. Ο δεύ­τε­ρος, το 2000. Ο τρί­τος, Δεκ. 2014. Η κα­τα­μέ­τρη­σή τους α­πο­φέ­ρει: πρώ­τος τό­μος, 37 κεί­με­να, δεύ­τε­ρος τό­μος, 59 (ό­που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται έ­να δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1966, έ­να α­δη­μο­σίευ­το και ο­μι­λίες), τρί­τος, 79 (κα­θώς συ­γκε­ντρώ­νο­νται και πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­να, που δεν εί­χαν συ­μπε­ρι­λη­φθεί στους δυο πρώ­τους τό­μους, ε­πί­σης, να ση­μειώ­σου­με, πως, σε έ­να κεί­με­νο, «Μπο­στ: μία ε­πι­στο­λή», έ­χει πα­ρα­λη­φθεί η πα­ρα­πο­μπή δη­μο­σίευ­σης, που εί­ναι στο Λεύ­κω­μα Μπο­στ, 1996).         
    Τα κεί­με­να συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε ε­νό­τη­τες, διαι­ρού­με­νες σε κε­φά­λαια, ό­που οι τίτ­λοι τους δια­φο­ρο­ποιού­νται στους τρεις τό­μους, α­ντι­κα­το­πτρί­ζο­ντας τα θε­μα­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα της κά­θε πε­ριό­δου. Εκτός α­πό τον χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, στους δυο πρώ­τους τό­μους, υ­πάρ­χει η ε­νό­τη­τα “κι­νη­μα­το­γρά­φος”, ε­πί­σης, στον πρώ­το, “τα λη­στρι­κά” και “γλώσ­σα”, ε­νώ, στον δεύ­τε­ρο, “τυ­πο­γρα­φία” και “στρα­τιω­τι­κός βίος”. Πά­ντως, ή­δη α­πό τον δεύ­τε­ρο τό­μο, πα­ρα­τη­ρεί­ται με­γα­λύ­τε­ρη μέ­ρι­μνα για τις ο­μα­δο­ποιή­σεις, ό­πως δεί­χνει και η κά­ποια εκ­ζή­τη­ση στην τιτ­λο­φό­ρη­σή τους. Η πρώ­τη ε­νό­τη­τα, η λο­γο­τε­χνι­κή, τιτ­λο­φο­ρεί­ται στα­θε­ρά “συγ­γρα­φείς και κεί­με­να”, πι­θα­νώς ε­πη­ρε­α­ζό­με­νος ο συγ­γρα­φέ­ας α­πό τον γε­νι­κό τίτ­λο της με­τα­θα­νά­τιας έκ­δο­σης των τό­μων με κρι­τι­κές του Βά­σου Βα­ρί­κα, ό­που ο πρώ­τος τό­μος κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1975, τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του. Εδώ, τα ε­πι­μέ­ρους κε­φά­λαια πα­ραλ­λάσ­σου­ν: “πε­ζο­γρά­φοι”, “ποιη­τές”, που ου­σια­στι­κά ση­μαί­νει τους δυο συ­μπο­λί­τες, ε­πι­στή­θιους φί­λους του, Τά­κη Σι­νό­που­λο – Γιώρ­γη Παυ­λό­που­λο, και “σύ­ντο­μες α­να­φο­ρές”. Ενώ, για ο­ρι­σμέ­νους προ­σφι­λείς του συγ­γρα­φείς, προ­βλέ­πο­νται ι­διαί­τε­ρες ε­νό­τη­τες. Στον δεύ­τε­ρο τό­μο: “Πε­ντζί­κης και Σκα­ρί­μπας”, “ο άλ­λος Αλέ­ξαν­δρος”. Στον τρί­το, κά­τω α­πό τον τίτ­λο, «Οδο­δεί­κτες»: Πα­πα­δια­μά­ντης, Καρ­κα­βί­τσας, Σκα­ρί­μπας, Πε­ντζί­κης. Η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα φέ­ρει βυ­ζα­ντι­νό τίτ­λο, δά­νειο α­πό το «Μέ­γα Ετυ­μο­λο­γι­κόν», “υ­πο­φυλ­λί­δες”, α­ντί του κοι­νό­το­που “ε­πι­φυλ­λί­δες”. Ενώ, στον τρί­το τό­μο, η κα­τα­λη­κτι­κή ε­νό­τη­τα, με τα σύ­ντο­μα δη­μο­σιεύ­μα­τα, τιτ­λο­φο­ρεί­ται με τον τε­χνι­κό ό­ρο, “πα­ρέ­κτα­μα”. Κα­τά τα άλ­λα, σε κά­θε ε­πι­μέ­ρους κε­φά­λαιο, η πα­ρά­τα­ξη των κει­μέ­νων α­κο­λου­θεί τη χρο­νο­λο­γι­κή τά­ξη της δη­μο­σίευ­σής τους.
   Μπο­ρεί ο σχο­λια­σμός των τίτ­λων, που ε­πι­χει­ρού­με, να δη­μιουρ­γεί ε­ντύ­πω­ση φι­λο­λο­γι­σμού, ω­στό­σο, στό­χος μας εί­ναι να φα­νεί η ι­διαί­τε­ρη φρο­ντί­δα του συγ­γρα­φέα για τα ε­κτός διη­γη­μα­το­γρα­φίας κεί­με­νά του. Αν και με ση­με­ρι­νούς ό­ρους, α­πα­ξά­πα­ντα, α­πό κρι­τι­κές μέ­χρι ε­πι­στο­λές προς ε­φη­με­ρί­δες και ση­μειώ­μα­τα, συ­νι­στούν α­φη­γή­σεις. Λ.χ., την ε­πι­στο­λή, με τίτ­λο «Δαι­μο­νι­κά», έ­νας νεό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας, αν πο­τέ πε­τύ­χαι­νε στην α­φή­γη­σή του πα­ρό­μοιο λε­κτι­κό και υ­φο­λο­γι­κό τέ­μπο, θα την α­πο­κα­λού­σε “μπον­σάι” διή­γη­μα. Αυ­τές τις α­φη­γή­σεις, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος τις δια­φο­ρο­ποιεί υ­φο­λο­γι­κά, α­νά­λο­γα με το τι θέ­λει να α­πο­δώ­σει.
    Με την πά­ρο­δο του χρό­νου, πά­ντως, το διή­γη­μά του γί­νε­ται πιο α­φη­γη­μα­τι­κό, α­φή­νο­ντας με­γα­λύ­τε­ρα πε­ρι­θώ­ρια σε μία πλέ­ον συ­γκι­νη­σια­κή εκ­φρα­στι­κή. Ενώ, ο κρι­τι­κής φύ­σεως σχο­λια­σμός πα­ρα­μέ­νει μεν πε­ριε­κτι­κός, κα­θί­στα­ται, ό­μως, πιο γεν­ναιό­δω­ρος ως προς το κο­σμη­τι­κό ε­πί­θε­το. Και στα δυο εί­δη λό­γου, ο συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει –ί­σως α­κρι­βέ­στε­ρα, ε­πι­τρέ­πει εις ε­αυ­τόν να εμ­φα­νί­ζε­ται– πιο ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κός. Για πα­ρά­δειγ­μα, στις “σύ­ντο­μες α­να­φο­ρές” του τρί­του τό­μου, το «Δη­μο­τι­κό και αλ­φα­βή­τα», α­πο­τε­λεί έ­να κε­φά­λαιο αυ­το­βιο­γρα­φίας, η ο­ποία, αν πο­τέ γρα­φό­ταν, πα­ρα­μέ­νο­ντας πι­στή στο ι­διό­μορ­φο αρ­μο­λό­γη­μα μνή­μης και πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων, που κα­τορ­θώ­νει, α­πό μιας αρ­χής, ο συγ­γρα­φέ­ας, θα συ­νι­στού­σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που θα μπο­ρού­σε να ι­κα­νο­ποιή­σει το γού­στο του λο­γο­τε­χνι­κά ευαί­σθη­του, αλ­λά και να συ­ναρ­πά­σει τον έ­χο­ντα πε­ριο­ρι­σμέ­νη αι­σθη­τι­κή ε­μπει­ρία.
    Ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, ω­στό­σο, μάλ­λον δεν θα γρά­ψει αυ­το­βιο­γρα­φία, κα­θώς δεν έ­χει εκ­δη­λώ­σει την πρό­θε­ση να πε­ρι­συλ­λέ­ξει, του­λά­χι­στον κα­τά συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο, α­να­μνή­σεις. Ού­τε καν για έκ­δο­ση κά­ποιων τμη­μά­των α­πό την πο­λυ­πρό­σω­πη αλ­λη­λο­γρα­φία του φαί­νε­ται δια­τε­θει­μέ­νος να φρο­ντί­σει. Όχι λό­γω ελ­λεί­ψεως χρό­νου, αλ­λά για­τί γί­νε­ται μάλ­λον  προ­φα­νές, α­κό­μη και α­πό αυ­τήν την τό­σο προ­σεγ­μέ­νη συ­να­γω­γή κει­μέ­νων, πως του λεί­πει η διά­θε­ση. Το 2000, στον δεύ­τε­ρο τό­μο, το «Αντί προ­λό­γου», έ­κλει­νε με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό χαι­ρε­τι­σμό των ε­πι­στο­λι­κών του κει­μέ­νων, το ε­λα­φρώς ει­ρω­νι­κό, “έρ­ρω­σθε”. “Έρρω­σθε και ευ­δαι­μο­νεί­τε”, “έρ­ρω­σθε και γρη­γο­ρεί­τε”, γε­νι­κώς, “έρ­ρω­σθε”. Στον τρί­το, μέ­νουν ως υ­πο­γρα­φή, τα αρ­χι­κά του. Και στην δε­ξιά σε­λί­δα, που προ­η­γεί­ται, ό­που α­να­γρά­φο­νται, στους άλ­λους τό­μους, οι α­φιε­ρώ­σεις (στον πρώ­το “Στη μνή­μη του πα­τέ­ρα μου, Χα­ρά­λα­μπου Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου – του Λα­μπά­κη”, στον δεύ­τε­ρο, “Μνή­μη Βαρ­βά­ρας και Λα­μπά­κη Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου”), πα­ρα­τί­θε­ται μία σε­λί­δα, με 109 μι­κρά ο­νό­μα­τα, που εκ­κι­νεί με τα Χα­ρά­λα­μπος, Βαρ­βά­ρα και κα­τα­λή­γει στο Ναυ­σι­κά. Συ­γκρα­τεί το μά­τι, τα Δαί­δα­λος, Επα­μει­νώ­ντας, Δα­νιή­λ, Ράλ­λης. Ο τίτ­λος της σε­λί­δας εί­ναι «Νε­κράν­θε­μα στη μνή­μη τους».
     Δια­βά­ζο­ντας την κρι­τι­κο­γρα­φία για τον Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λο, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ε­πα­νέρ­χο­νται δυο χα­ρα­κτη­ρι­σμοί. Για τον ί­διο, το “μά­στο­ρας”, για τα κεί­με­νά του, α­νε­ξαρ­τή­του εί­δους, η ε­παί­νε­ση, “κομ­ψο­τέ­χνη­μα”. Κα­τά μία ά­πο­ψη, δεν εί­ναι ά­στο­χοι. Ωστό­σο, στον πρώ­το υ­φέρ­πει η έν­νοια μιας ε­παγ­γελ­μα­τι­κής δε­ξιό­τη­τας, ε­νώ, στον δεύ­τε­ρο, υ­πε­ρι­σχύει η λε­πτο­τε­χνία ως δια­κο­σμη­τι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Σε αμ­φο­τέ­ρους, έ­να, κα­τ’ ε­μάς, κυ­ρίαρ­χο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του αν­θρώ­που και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, του συγ­γρα­φέα Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου  α­πο­μειού­ται. Εί­ναι αυ­τό, που δη­λώ­νε­ται α­πό τις εν θερ­μώ α­ντι­δρά­σεις του σε κοι­νω­νι­κά και κυ­ρίως λο­γο­τε­χνι­κά ε­ρε­θί­σμα­τα. Ίδιον με­σο­γεια­κού τα­μπε­ρα­μέ­ντου, μάλ­λον τρο­χι­σμέ­νου πα­ρά τι­θα­σευ­μέ­νου κα­τά την στρα­τιω­τι­κή θη­τεία. Ένας τρό­πος α­ντι­με­τώ­πι­σης, που μορ­φο­ποιεί­ται σε δη­μιουρ­γι­κή ορ­μή.
   Για να πε­ριο­ρι­στού­με στον σχο­λιο­γρά­φο, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος ε­πι­λέ­γει συγ­γρα­φείς και κεί­με­να, για­τί τον εν­θου­σιά­ζουν συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους. Αυ­τό α­πο­κα­λύ­πτει η ε­κλε­κτι­κό­τη­τα της θε­μα­τι­κής του. Πα­θιά­ζε­ται, λ.χ., με τη μα­κριά πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση του τό­που. Δεν μπο­ρείς, ω­στό­σο, να του προ­σά­ψεις το­πι­κι­σμό, α­φού δεν πρό­κει­ται πε­ρί ε­νός τό­που. Αλλά, πε­ρί του τό­που ως ο­ντό­τη­τα και φο­ρέα λαϊκού πο­λι­τι­σμού. Στις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, προ­ε­ξάρ­χει η μνη­μό­νευ­ση του τό­που, φτά­νο­ντας να ε­πι­σκιά­ζει τη θε­μα­τι­κή. Σε σύ­νο­λο 22 κει­μέ­νων,  σε ε­πτά γί­νε­ται α­να­φο­ρά σε τό­πους της Μα­κε­δο­νίας, σε τρία της Ηπεί­ρου, σε πέ­ντε της Πε­λο­πον­νή­σου και α­κό­μη, ει­δι­κό­τε­ρα, σε Άρτα και Κέρ­κυ­ρα. Επί­σης, γί­νε­ται λό­γος για “τα­ξί­δια σε ό­λα τα πλά­τη και τα μή­κη της γης”, με α­φορ­μή βι­βλίο του συ­νο­μή­λι­κού του, Νί­κου Πα­πα­νά­στου, α­πό το Μου­ζά­κι της η­μιο­ρει­νής Ηλείας, που ή­ταν για χρό­νια μαρ­κό­νης σε πο­ντο­πό­ρα πλοία. Τέ­λος, υ­πάρ­χει το κεί­με­νο, «Σπου­δή Θα­νά­του», για τους ελ­λη­νι­κούς ορ­θό­δο­ξους τά­φους, ό­πως τους κα­τέ­γρα­ψε ο Ηλίας Πε­τρό­που­λος στο “Βι­βλίο των 2.400 φω­το­γρα­φιώ­ν”, «Ελλά­δος Κο­μη­τή­ρια».
     Όταν το α­γρο­τι­κό το­πίο πνέει τα λοί­σθια, ε­κεί­νος ε­ξυ­μνεί τον μυ­θι­κό χώ­ρο αυ­τού, που, στην βο­ρειο­δυ­τι­κή Πε­λο­πόν­νη­σο, άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­σαν “χτή­μα”. Και μά­λι­στα, κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, φέρ­νο­ντας δά­κρυα στα μά­τια ευαί­σθη­των ψυ­χών, ό­ταν α­φη­γεί­ται για “ε­κεί­να τα μι­κρά, ευώ­δη χα­μαι­κέ­ρα­σα, που ο πα­τέ­ρας του καλ­λιερ­γού­σε σε χρό­νους προ­πο­λε­μι­κούς στο χτή­μα τους”. Και ό­λα αυ­τά, σε μία κρί­σι­μη φά­ση γε­νι­κό­τε­ρης α­πώ­λειας. Από μία ά­πο­ψη, ε­κεί­νο, που α­κρι­βώς ε­πι­διώ­κει να πε­ρι­γρά­ψει ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, εί­ναι ό­λα ό­σα ε­ξα­φα­νί­ζο­νται μέ­σω μιας νο­ση­ρής με­τάλ­λα­ξης, πο­λύ πιο ε­πώ­δυ­νης α­πό το ο­ρι­στι­κό τέ­λος. Όπως, λ.χ., το διή­γη­μα, που “ευ­δο­κι­μεί σε κλει­στό χώ­ρο και λει­τουρ­γεί υ­πό συν­θή­κες α­κραίας λι­τό­τη­τας και με­γί­στης συ­μπύ­κνω­σης”, για το ο­ποίο το κεί­με­νό του, «Διη­γη­μά­των βά­σα­νος». Τον συγ­γρα­φέα με “το πά­θος της λο­γο­τε­χνίας”, που αι­σθη­το­ποιεί μέ­σω της τό­σο α­γα­πη­τής σε αυ­τόν πε­ρί­πτω­σης του  Αλέ­ξαν­δρου Κοτ­ζιά. Ή, α­κό­μη, τον διη­γη­μα­το­γρά­φο, με το “έ­να το­μί­διο των 122 λέ­ξεω­ν”, που υ­πήρ­ξε ο Κώ­στας Καρ­κα­βί­τσας, ό­που “με­γα­λειώ­δεις οι πε­ρι­γρα­φές του κά­μπου...και στο βά­θος μα­κριά, η θά­λασ­σα να συν­δέει τον κά­μπο και τους αν­θρώ­πους του με τον πα­ρά­ξε­νο κό­σμο...” Αλλά και πέ­ραν της λο­γο­τε­χνίας, το εί­δος, που, μια φο­ρά και έ­ναν και­ρό, α­πο­κα­λού­σαν ε­φη­με­ρί­δα,  σε κεί­με­νο πε­ρί “την δευ­τέ­ρα αρ­χαιο­τέ­ρα”, του­τέ­στιν  “την κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Πα­τρίς» Πύρ­γου (1902)”. Επί­σης, την α­δια­νό­η­τη για τον ε­σμό των ε­πο­χού­με­νων, πε­ζο­πο­ρία, ό­πως την α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν ο πα­τρι­νός ια­τρο­φι­λό­σο­φος Χρί­στος Πο­λυ­βίου Κο­ρύλ­λος, ο ο­ποίος υ­πήρ­ξε “έ­νας φα­να­τι­κός ο­δοι­πό­ρος” και ε­ξέ­δω­σε τρία βι­βλία: «Πε­ζο­πο­ρία α­πό Πα­τρών εις Σπάρ­την», «Πε­ζο­πο­ρία α­πό Πα­τρών εις Τρί­πο­λιν», «Πε­ζο­πο­ρία α­πό Πα­τρών εις Κα­λά­μας».
   Τι κρί­μα, πα­ρό­μοια βι­βλία να μην φτά­νουν “στον α­να­γνώ­στη, τον πα­ρα­παίο­ντα στο εκ­δο­τι­κό μας πέ­λα­γος”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/5/2016.