Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Παρισινός Καβάφης

Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου
«Τι μέ­νει α­πό τη νύ­χτα»
Εκδ. Πα­τά­κη
Νοέ. 2015

Οι­κου­με­νι­κός α­πο­κα­λεί­ται ο Κα­βά­φης, αλ­λά μία βιο­γρα­φία Κα­βά­φη α­ντί­στοι­χου α­ντι­κρί­σμα­τος δεν υ­πάρ­χει. Ανε­ξάρ­τη­τα αν η κυ­ριαρ­χού­σα ε­ντύ­πω­ση εί­ναι πως γνω­ρί­ζου­με τα πά­ντα για τον βίο και το έρ­γο του. Ου­δέν κα­κόν α­μι­γές κα­λού. Αν έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, εί­τε για­τί εί­ναι θια­σώ­της του Κα­βά­φη εί­τε για­τί τον ελ­κύει η πα­γκο­σμιό­τη­τα που ε­κεί­νος α­πο­λαμ­βά­νει, ε­πι­χει­ρή­σει μία μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία, η ε­λευ­θε­ρία κι­νή­σεων, δη­λα­δή μυ­θο­πλα­στι­κών ε­πι­νοή­σεων, εί­ναι με­γά­λη. Κι ό­μως, με ε­ξαί­ρε­ση τον «Αμαρ­τω­λό» του Μι­χαήλ Πε­ράν­θη, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1953, στον ε­πό­με­νο μι­σό αιώ­να, άλ­λο μυ­θι­στό­ρη­μα για τον Αλε­ξαν­δρι­νό δεν προέ­κυ­ψε. Ο Πε­ράν­θης εί­χε α­πο­κτή­σει ευ­χέ­ρεια στη συγ­γρα­φή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών βιο­γρα­φιών. Πριν τον «Αμαρ­τω­λό», εί­χε εκ­δώ­σει τον «Τσέ­λι­γκα» (Κρυ­στάλ­λη) και τον «Κο­σμο­κα­λό­γε­ρο» (Πα­πα­δια­μά­ντη). Επί­σης, εί­χε τρι­βή με την ι­στο­ρι­κή έ­ρευ­να γύ­ρω α­πό πρό­σω­πα της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, ό­πως δεί­χνουν οι γραμ­μα­το­λο­γι­κές αν­θο­λο­γή­σεις, που ε­ξέ­δω­σε. Σε α­ντί­θε­ση, με τον ά­πρα­γο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό βιο­γρά­φο του Κα­βά­φη, που προέ­κυ­ψε στα με­θεόρ­τια του ε­πε­τεια­κού του έ­τους. Όταν, ό­μως, πρό­κει­ται για την Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου, το πράγ­μα αλ­λά­ζει. Από μιας αρ­χής, στη συγ­γρα­φι­κή της πο­ρεία, στά­θη­κε τολ­μη­τίας, ρι­ψο­κιν­δυ­νεύο­ντας κά­θε φο­ρά πλεύ­σης ε­κτός χω­ρι­κών υ­δά­των.
Κα­θα­ρό­αι­μη μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος ε­ξαρ­χής, πρώ­τη φο­ρά κα­τα­πιά­νε­ται με ι­στο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα και μά­λι­στα, με κε­ντρι­κό ή­ρωα πρό­σω­πο υ­παρ­κτό. Όντας α­πό γε­νέ­σεως συγ­γρα­φέ­ας ε­ρω­τι­κή, ε­πι­κε­ντρώ­νει την α­φή­γη­ση στην πλευ­ρά, που εί­χε ελ­κύ­σει και τον Πε­ράν­θη. Μό­νο που, σή­με­ρα πλέ­ον, ό­ποιου α­πο­κα­λέ­σει την ο­μο­φυ­λο­φι­λία α­μαρ­τία του βά­ζου­με πι­πέ­ρι στο στό­μα. Με έ­ναν γρι­φώ­δη τίτ­λο, κι­νεί­ται στις πα­ρυ­φές των βιο­γρα­φι­κών δε­δο­μέ­νων, σκια­γρα­φώ­ντας με με­τα­μο­ντέρ­να ο­πτι­κή τον “α­μαρ­τω­λό” Κα­βά­φη. Στις συ­νε­ντεύ­ξεις της, δεν δη­λώ­νει θια­σώ­της του. Δια­τεί­νε­ται πως την εν­διέ­φε­ρε η πε­ρί­πτω­ση Κα­βά­φη, που “ξε­κι­νά ως ποιη­τής, μέ­τριος, α­δέ­ξιος, κα­τα­πιε­σμέ­νος στην προ­σω­πι­κή του ζωή”, ο ο­ποίος κα­τορ­θώ­νει να κά­νει “το μα­γι­κό άλ­μα”. Σαν να γνω­ρί­ζει α­πό πρώ­το χέ­ρι, κά­νει λό­γο για “ε­πώ­δυ­νη πο­ρεία, που α­παι­τεί θυ­σίες και παίρ­νει πά­ρα πο­λύ χρό­νο, ά­χα­ρο χρό­νο”.
Το πρώ­το κεί­με­νό της για τον Κα­βά­φη χρο­νο­λο­γεί­ται α­πό το 1984. Εί­ναι έ­να σύ­ντο­μο ει­σα­γω­γι­κό, που συ­νέ­τα­ξε ως μορ­φω­τι­κή α­κό­λου­θος στη Ρώ­μη, υ­πεύ­θυ­νη για την ε­πε­τεια­κή έκ­θε­ση, στον τό­μο που εκ­δό­θη­κε με το φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό και ση­μα­ντι­κά κεί­με­να, ό­πως ε­κεί­νο του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, ό­που α­πα­ριθ­μού­νται ό­λα τα α­νε­ξε­ρεύ­νη­τα ε­ρω­τή­μα­τα γύ­ρω α­πό τη σχέ­ση Κα­βά­φη και Ιτα­λίας. Ού­τε η Σω­τη­ρο­πού­λου α­να­φέ­ρε­ται στη σχέ­ση του με την Ιτα­λία, άλ­λω­στε το δι­κό της μυ­θι­στό­ρη­μα, για την κο­ντά δε­κα­ε­τία που έ­ζη­σε ε­κεί, μάλ­λον δεν το έ­χει α­κό­μη ξε­κι­νή­σει. Προ­σώ­ρας, μέ­σω Κα­βά­φη, γρά­φει έ­να “μυ­θι­στό­ρη­μα ε­πο­χής” για το Πα­ρί­σι. Αυ­τόν τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό τον κερ­δί­ζει ε­πά­ξια, χά­ρις στην διε­ξο­δι­κή α­να­φο­ρά σε πα­λαιά κα­φέ, ε­στια­τό­ρια, κέ­ντρα δια­σκέ­δα­σης, με μνεία στους συγ­γρα­φείς και καλ­λι­τέ­χνες που σύ­χνα­ζαν σε αυ­τά. Επί­σης, με τις ε­κτε­νείς πε­ρι­γρα­φές ι­στο­ρι­κών γε­γο­νό­των, ό­πως η πυρ­κα­γιά του Bazar de la Charite, η καρ­να­βα­λι­κή πα­ρέ­λα­ση καλ­λι­τε­χνών της Μον­μάρ­της, γνω­στής ως  Promenade de la Vache, ή και οι  ιπ­πο­δρο­μίες στο Δά­σος της Βου­λώ­νης. Βε­βαίως, με τις δια­θέ­σι­μες σή­με­ρα πη­γές, βι­βλιο­γρα­φι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές, οι  πλη­ρο­φο­ρίες για τη ει­κό­να του Πα­ρι­σιού στα τέ­λη του 19ου αιώ­να α­φθο­νούν. Εκεί­νη, ό­μως, κα­τορ­θώ­νει να δώ­σει αί­σθη­ση μιας πει­στι­κής α­τμό­σφαι­ρας.
Η “μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία” που φτιά­χνει εί­ναι σε χρο­νι­κή έ­κτα­ση το ή­μι­συ της κα­νο­νι­κής, α­φού ο ή­ρωάς της βρί­σκε­ται με­σο­στρα­τίς του βίου του, στα 34. Οπό­τε, το χρεια­ζού­με­νο βιο­γρα­φι­κό υ­λι­κό για το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό πα­ρόν και τις α­να­δρο­μές εί­ναι μι­κρό. Και μά­λι­στα, α­να­ντί­στοι­χα μι­κρό ως προς την η­λι­κία του, α­φού έ­χει δη­μο­σιεύ­σει μό­νο ο­κτώ ποιή­μα­τα σε μό­λις τρία α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, ό­λα α­πό τα με­τέ­πει­τα α­πο­κη­ρυγ­μέ­να, πέ­ραν κά­ποιων αι­γυ­πτιώ­τι­κων δη­μο­σιεύ­σεων,  και αυ­τών με­τρη­μέ­νων. (Αν και έ­να α­φη­γη­μα­τι­κό lapsus δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση πως ή­ταν πολ­λά τα πε­ριο­δι­κά, στα ο­ποία εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί ποιή­μα­τά του.) Εί­ναι έ­νας Κα­βά­φης, δι­πλά κα­τα­πιε­σμέ­νος, κα­θώς συ­γκα­τοι­κεί με την μη­τέ­ρα του και τους δυο α­δελ­φούς του, τον Παύ­λο και τον Τζων, τρία και δυο χρό­νια α­ντί­στοι­χα με­γα­λύ­τε­ρούς του. Έχει μό­λις συ­μπλη­ρώ­σει πέ­ντε χρό­νια ως δη­μό­σιος υ­πάλ­λη­λος και στις 6 Μαρ. 1897 ζη­τά την πρώ­τη κα­νο­νι­κή ά­δεια για τα­ξί­δι στο ε­ξω­τε­ρι­κό.
Από αυ­τόν τον Κα­βά­φη ξε­κι­νά­ει το πλά­σι­μο του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού. Με ι­σχνά βιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, α­να­συ­στή­νο­νται μό­λις τρεις η­μέ­ρες α­πό το πρώ­το τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής στην Ευ­ρώ­πη, που κά­νει μα­ζί με τον Τζων. Το τα­ξί­δι διήρ­κε­σε 53 η­μέ­ρες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων ε­κεί­νων των δια­δρο­μών Πει­ραιάς-Μασ­σα­λία-Πα­ρί­σι-Λον­δί­νο, με­τά­βα­ση και ε­πι­στρο­φή, α­πό τις 7 Μαΐ. μέ­χρι τις 28 Ιουν. Επι­λέ­γε­ται, ως πλέ­ον πρό­σφο­ρο, το τριή­με­ρο πα­ρα­μο­νής τους στο Πα­ρί­σι κα­τά την ε­πι­στρο­φή, που σχο­λιά­ζε­ται μό­νο στην αγ­γλι­κή βιο­γρα­φία του Ρ. Λί­ντε­λ, με την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι πή­γαν στις ιπ­πο­δρο­μίες και εί­δαν τον «Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο», που δεν χώ­ρε­σε στο μυ­θι­στό­ρη­μα. Άλλω­στε, η α­να­φο­ρά σε ο­λό­κλη­ρο το εν λό­γω τα­ξί­δι στις βιο­γρα­φίες με­τά βίας κα­λύ­πτει μία πε­ρι­κο­πή. Με αυ­τήν την χρο­νι­κή ε­πι­λο­γή, πα­ρα­με­ρί­ζε­ται η πε­ρι­γρα­φή του­ρι­στι­κού τύ­που για τα πα­ρι­σι­νά α­ξιο­θέ­α­τα και δί­νε­ται η έμ­φα­ση στην α­να­κά­λυ­ψη του κο­σμο­πο­λί­τι­κου Πα­ρι­σιού της γη­γε­νούς ε­λί­τ, πλού­σιας ό­σο και “ά­τα­κτης”.
Προς τού­το, ό­μως, α­παι­τεί­ται έ­νας ξε­να­γός των δυο α­δελ­φών, πα­ρα­τρε­χά­με­νος της κα­λής κοι­νω­νίας, αλ­λά και σχε­τι­κός με το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, ώ­στε να ευ­νοού­νται α­ντί­στοι­χες συ­ζη­τή­σεις. Για αυ­τόν το σκο­πό, ε­πι­νο­εί­ται έ­νας Έλλη­νας γραμ­μα­τέ­ας του Ζαν Μω­ρεάς, “ά­μι­σθος” και “φαν­φα­ρό­νος”. Αν και φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο, ο Μω­ρεάς να ε­μπι­στεύε­ται σε έ­να πα­ρό­μοιο πρό­σω­πο την αλ­λη­λο­γρα­φία του και δη, για μία πρώ­τη α­ξιο­λό­γη­ση δειγ­μά­των γρα­φής που του α­πο­στέλ­λουν φε­ρέλ­πι­δες συγ­γρα­φείς. Θα μπο­ρού­σε να ε­κλη­φθεί ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­στο­χία, συ­να­κό­λου­θη της πλο­κής. Δεν α­πο­κλείε­ται, ό­μως, και με αυ­τό, να συ­μπλη­ρώ­νε­ται πλα­γίως η με­τα­μο­ντέρ­να ει­κό­να ε­νός προ­σώ­που, που α­γλαΐζουν οι πα­λαιό­τε­ρες κα­τα­γρα­φές.
Όπως και να έ­χει, ο σα­ρα­ντά­χρο­νος τό­τε Μω­ρεάς –ι­διό­τυ­πος εκ­γαλ­λι­σμός του Ιωάν­νης Πα­πα­δια­μα­ντό­που­λος– α­πο­τε­λεί το τρί­το υ­παρ­κτό πρό­σω­πο, στο ο­ποίο στη­ρί­ζε­ται η πλο­κή. Κα­θό­λου τυ­χαία, κα­θώς εί­ναι ή­δη προ­σω­πι­κό­τη­τα των γαλ­λι­κών γραμ­μά­των, ε­φό­σον φέ­ρε­ται ως ει­ση­γη­τής του συμ­βο­λι­σμού και α­πό το 1891, ι­δρυ­τής της Ρο­μα­νι­κής Σχο­λής. Δεν υ­πάρ­χει πά­ντως, μαρ­τυ­ρία ό­τι ο Κα­βά­φης έ­στει­λε πο­τέ ποιή­μα­τά του σε Έλλη­να ή ξέ­νο συγ­γρα­φέα, πα­ρά μό­νο υ­πό τη μορ­φή των γνω­στών φυλ­λα­δίων. Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, ω­στό­σο, στέλ­νει στον Μω­ρεάς, τον Απρ. του 1897 και α­φού έ­χει α­πο­φα­σι­στεί το τα­ξί­δι, δυο ποιή­μα­τα, γραμ­μέ­να τον προ­η­γού­με­νο χρό­νο, το «Δέ­η­σις» και «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως». Όταν συ­να­ντούν τον γραμ­μα­τέα του, έ­χει αρ­χί­σει να α­νυ­πο­μο­νεί για την α­πά­ντη­ση. Εκεί­νος τους πλη­ρο­φο­ρεί πως ο Μω­ρεάς βρί­σκε­ται α­πό τον Απρ. στην Ελλά­δα και τους ο­δη­γεί στο δια­μέ­ρι­σμά του, προς ε­πί­δει­ξη της “ε­ξαι­ρε­τι­κής βι­βλιο­θή­κης του”.
Πι­στεύου­με πως υ­πάρ­χουν ο­ρι­σμέ­να πραγ­μα­το­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να, που μία μυ­θο­πλα­σία μπο­ρεί να πα­ρα­κάμ­ψει, ε­πι­θυ­μη­τό, ό­μως, εί­ναι να μην τα δια­στρέ­ψει. Βε­βαίως, οι με­τα­μο­ντέρ­νες μυ­θι­στο­ρίες, σε μία α­να­θεω­ρη­τι­κή στά­ση της Ιστο­ρίας, αλ­λά και ε­πι­διώ­κο­ντας να α­ντι­κα­το­πτρί­σουν ση­με­ρι­νές α­πό­ψεις δεν θέ­τουν πα­ρό­μοιους πε­ριο­ρι­σμούς. Μό­νο που ο α­νυ­πο­ψία­στος α­πό πα­ρό­μοια μυ­θο­πλα­στι­κά τε­χνά­σμα­τα α­να­γνώ­στης α­πο­κο­μί­ζει έ­να συ­νον­θύ­λευ­μα α­πό πραγ­μα­τι­κά και ε­πι­νο­η­μέ­να στοι­χεία, δη­μιουρ­γώ­ντας κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση ε­σφαλ­μέ­νη ε­ντύ­πω­ση για τα ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα. Η Σω­τη­ρο­πού­λου θέ­λει τον ή­ρωά της έ­να ο­ξυ­μέ­νο κρι­τι­κό πνεύ­μα, γι’ αυ­τό και προ­βάλ­λει στο λό­γο του ση­με­ρι­νές προσ­λαμ­βά­νου­σες. Σε συ­ζή­τη­ση, που γί­νε­ται στις 20 Ιουν. 1897, δη­λα­δή, με το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, που ί­σχυε στην Ελλά­δα, 7 Ιουν., ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Τζων α­πο­κα­λεί τον πό­λε­μο του 1897, που εί­ναι α­κό­μη α­νοι­κτός, “α­τυ­χή” και ο Κα­βά­φης “βλα­κώ­δη”. Στη συ­νέ­χεια της συ­ζή­τη­σης, ε­κεί­νος α­πο­φαί­νε­ται και για τους πρώ­τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του 1896, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τους “μία ω­ραία μα­σκα­ρά­τα. Το μό­νο που έ­λει­πε α­πό το τα­λαί­πω­ρο ελ­λη­νι­κό κρά­τος”, ό­πως συ­μπλη­ρώ­νει. Μό­νο που πα­ρό­μοιοι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί για τον ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο του 1897 εί­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ροι. Όσο για την α­πό­δο­ση ση­με­ρι­νών σχο­λίων για τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του 2004 σε συ­γκαι­ρι­νούς ε­κεί­νων του 1896, δεί­χνει α­μέ­λεια α­πέ­να­ντι στις ε­κά­στο­τε ε­πι­κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις. Κα­νείς πο­τέ, ού­τε τό­τε ού­τε καν σή­με­ρα, πό­σο μάλ­λον έ­νας Αλε­ξαν­δρι­νός της ε­πο­χής, δεν στά­θη­κε ε­πι­κρι­τι­κός για την α­να­βίω­ση των Αγώ­νων.
Ύστε­ρα, υ­πάρ­χει η ει­κα­σία του Τσίρ­κα, πως το τα­ξί­δι στην Ευ­ρώ­πη α­πο­φα­σί­στη­κε α­πό την Χα­ρί­κλεια και τους γιους της,  με στό­χο να α­πο­τρέ­ψουν τον Κων­στα­ντί­νο να α­κο­λου­θή­σει τους φί­λους του στην Ελλά­δα, ό­που εί­χαν πά­ει προς κα­τά­τα­ξη σε εκ­στρα­τευ­τι­κά σώ­μα­τα ε­θε­λο­ντών, ό­πως ε­κεί­να των Γα­ρι­βαλ­δι­νών. Πα­ρό­τι άλ­λοι βιο­γρά­φοι την θεω­ρούν πα­ρά­λο­γη, δί­νει μία ε­ξή­γη­ση για την κα­θυ­στέ­ρη­ση της α­να­χώ­ρη­σης των δυο α­δελ­φών, ε­νώ η υ­πη­ρε­σια­κή ά­δεια εί­χε ε­γκρι­θεί α­πό τις 30 Μαρ. Για να κα­τα­τα­γεί εί­χε πά­ει στην Ελλά­δα και ο Μω­ρεάς. Ήταν το πρώ­το του τα­ξί­δι ύ­στε­ρα α­πό 19 χρό­νια  α­που­σίας. Τη θλί­ψη του για τα πο­λε­μι­κά α­τυ­χή­μα­τα της χώ­ρας, την πε­ρι­γρά­φει με γλα­φυ­ρό­τη­τα ο Μα­λα­κά­σης. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η φι­λο­πα­τρία του α­πό­ντος συ­ζη­τεί­ται και μά­λι­στα, με α­πα­ξιω­τι­κή χροιά. Οι με­τέ­χο­ντες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του γραμ­μα­τέα του, δεί­χνουν να α­γνοούν τις α­ντα­πο­κρί­σεις του για τον ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο, δη­μο­σιευ­μέ­νες Ιούν. 1897, στο πα­ρι­σι­νό πε­ριο­δι­κό «Κο­σμό­πο­λις», που έ­γι­ναν ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στές στους Γάλ­λους δια­νοού­με­νους. 
Σε αυ­τό το τα­ξί­δι, ο Κα­βά­φης δεν κρα­τού­σε η­με­ρο­λό­γιο. Μό­νο με­ρι­κές “βρα­χυ­γρα­φη­μέ­νες” αγ­γλι­στί ση­μειώ­σεις την πε­ρίο­δο προ­ε­τοι­μα­σίας και με­τά την ε­πι­στρο­φή. Κα­θώς εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά ε­στια­σμέ­νες στο ε­ρω­τι­κό του πά­θος, προ­σφέ­ρο­νται για το πλά­σι­μο του κα­τα­πιε­σμέ­νου ο­μο­φυ­λό­φι­λου ή­ρωα. Η α­φή­γη­ση εί­ναι σε τρί­το πρό­σω­πο, δια­τη­ρώ­ντας στα­θε­ρή την ε­σω­τε­ρι­κή ε­στία­ση. Σχε­τι­κά με­γά­λη έ­κτα­ση δί­νε­ται στην α­νά­κλη­ση ε­νυ­πνίων, μι­κρό­τε­ρη στις μνη­μο­νι­κές α­να­δρο­μές στα χρό­νια της ε­φη­βείας στην Αγγλία και σε ε­κεί­να της νεό­τη­τας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, με α­ντι­κεί­με­νο σκόρ­πιες ε­ρω­τι­κές α­να­μνή­σεις. Μνη­μο­νεύε­ται ο ε­ξά­δελ­φος,  πε­ρισ­σό­τε­ρο “ο πα­ρα­γιός στο σι­δε­ρά­δι­κο του Γε­νί­κιοϊ”, για να το­νι­στεί η φη­μο­λο­γού­με­νη έλ­ξη του Κα­βά­φη προς τον λαϊκό ά­ντρα.
Εκεί­νο που πλέ­κει με δε­ξιό­τη­τα η Σω­τη­ρο­πού­λου εί­ναι το συ­νειρ­μι­κό κομ­φού­ζιο συγ­γρα­φι­κής α­γω­νίας και ε­ρω­τι­κής διέ­γερ­σης. Ανα­κα­λεί δια­βά­σμα­τα του Κα­βά­φη, ό­πως ο Τολ­στόι και ο Μπων­τλέ­ρ, συ­μπλη­ρω­μέ­να με δι­κά της. Η φι­γού­ρα του “γέ­ρου” της κα­βα­φι­κής ποίη­σης έρ­χε­ται κα­τά την πε­ρι­πλά­νη­ση του ή­ρωα, χα­μέ­νου στο ά­γνω­στο γι’ αυ­τόν Πα­ρί­σι, με πε­ρι­γρα­φές που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν “τον άν­θρω­πο του πλή­θους” του Πόε, μέ­σω της κα­τά Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν με­λέ­της του Μπων­τλέρ στο Πα­ρί­σι της Δεύ­τε­ρης Αυ­το­κρα­το­ρίας και του σο­νέ­του του «A une passante».
Αρχι­κά, στην πε­ρι­γρα­φή των νυ­κτε­ρι­νών “κα­τά μό­νας η­δο­νώ­ν”, μέ­νει πι­στή στις ση­μειώ­σεις του Κα­βά­φη. Μέ­χρις ό­του εμ­φα­νί­ζε­ται έ­να πα­ρο­ντι­κό α­ντι­κεί­με­νο πό­θου, έ­νας νε­α­ρός Ρώ­σος, μέ­λος ο­μά­δας χο­ρευ­τών, που μέ­νουν στο ί­διο ξε­νο­δο­χείο και κυ­κλο­φο­ρούν στα Κα­φέ με τον ι­μπρε­σά­ριό τους. Το ό­λο σκη­νι­κό και η εξ α­πο­στά­σεως λα­γνεία φέ­ρει α­ντα­να­κλά­σεις α­πό τον «Θά­να­το στη Βε­νε­τία». Η Σω­τη­ρο­πού­λου γρά­φει τις κα­λύ­τε­ρες ε­ρω­τι­κές της σε­λί­δες, πε­ρι­γρά­φο­ντας τον αυ­να­νι­σμό του ποιη­τή, κα­θι­σμέ­νο α­κί­νη­το στο Κα­φέ του ξε­νο­δο­χείου, κοι­τά­ζο­ντας τον νε­α­ρό και σκα­λί­ζο­ντας με το δά­χτυ­λο α­πε­γνω­σμέ­να την ε­πέν­δυ­ση της πο­λυ­θρό­νας. Στη συ­νέ­χεια, η ε­πα­νά­λη­ψη της διέ­γερ­σης σε ε­πό­με­να συ­να­πα­ντή­μα­τα, με την κα­τα­φυ­γή στο δω­μά­τιο προς ε­κτό­νω­ση, δεί­χνει μάλ­λον μη­χα­νι­στι­κή.
Υπάρ­χει, ω­στό­σο, εν κα­τα­κλεί­δι, η νο­ε­ρή συ­νεύ­ρε­ση με τον χο­ρευ­τή ως α­πο­τέ­λε­σμα η­δο­νο­βλε­πτι­κής μα­τιάς στην κλει­δα­ρό­τρυ­πα. “Η α­πο­γείω­ση της η­δο­νής” ε­πι­τε­λεί­ται, ό­ταν “το χέ­ρι του έ­κα­νε κα­μπύ­λη, έ­τσι ώ­στε οι ά­κρες των δα­χτύ­λων του πα­σπά­τευαν τη κε­φα­λή του πέ­ους ε­νώ οι όρ­χεις του νε­α­ρού α­κου­μπού­σαν στην πα­λά­μη του και τρί­βο­νταν ε­λα­φρά, υ­πήρ­χε λοι­πόν μια τρι­χού­λα...” Αυ­τή εί­ναι η α­πά­ντη­ση στον γρι­φώ­δη τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μια τρι­χού­λα έ­μει­νε α­πό τη νύ­χτα. Κι ό­μως, ό­χι α­κρι­βώς. Κα­θώς δεν έ­βρι­σκε τη δύ­να­μη να την α­πο­χω­ρι­στεί, “εί­πε μέ­σα του, α­πο­λεί­πειν, μια λέ­ξη α­πό τον Πλού­ταρ­χο, πώς βρί­σκεις τη δύ­να­μη να ε­γκα­τα­λεί­ψεις ό,τι σου εί­ναι πιο α­γα­πη­τό...” Έμει­νε και μία λέ­ξη. Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, το μο­να­δι­κό με τίτ­λο, «Ύμνος στην τρι­χού­λα», ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Κα­βά­φης, με έ­τοι­μες τις βα­λί­τσες για το τα­ξί­δι της ε­πι­στρο­φής, α­να­λο­γί­ζε­ται: “Μι­σή ώ­ρα α­κό­μη... Μι­σή ώ­ρα. Δεν θα ή­ταν ά­σχη­μος τίτ­λος για έ­να ποίη­μα.” Ο Κα­βά­φης έ­γρα­ψε,  εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ποίη­μα με αυ­τόν τον τίτ­λο και συ­να­φές πε­ριε­χό­με­νο, που έ­μει­νε στα “κρυμ­μέ­να”. Το «Απο­λεί­πειν ο θεός Αντώ­νιον» το έ­γρα­ψε Νοέ. 1910. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο το δη­μο­σίευ­σε και ε­πί έ­ναν αιώ­να σχο­λιά­ζε­ται το αλ­λη­γο­ρι­κό του βά­θος. Μία με­τα­μο­ντέρ­να α­πο­μυ­θο­ποίη­ση ή­ταν το δί­χως άλ­λο α­να­γκαία. 
Προς το τέ­λος, η συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­λαμ­βά­νε­ται α­πό βου­λι­μι­κή διά­θε­ση να μην α­φή­σει κα­νέ­να στοι­χείο α­νεκ­με­τάλ­λευ­το. Εμπλέ­κει πνευ­μα­τι­στές, α­ντι­μα­σό­νους, τις «τρε­λές της Salpetriere» και τον ι­δρυ­τή της νευ­ρο­ψυ­χια­τρι­κής Σαρ­κό, μέ­χρι τη θεω­ρία πε­ρί α­ντι­μί­μη­σης του Όσκαρ Ουάιλ­ντ. Θα α­να­με­νό­ταν να τον α­να­φέ­ρει σε συν­δυα­σμό με την α­πο­φυ­λά­κι­σή του, που συ­νέ­πε­σε με την πα­ρα­μο­νή τους στο Λον­δί­νο. Αντ’ αυ­τού τον θέ­λει θα­μώ­να ε­νός κα­κό­φη­μου κέ­ντρου σε υ­πο­βι­βα­σμέ­νη συ­νοι­κία του Πα­ρι­σιού, κρη­σφύ­γε­το του υ­πό­κο­σμου. Με αυ­τό το “ά­ντρο α­κο­λα­σίας” ε­πι­τυγ­χά­νει έ­να ε­ντυ­πω­σια­κό τέ­λος, που το προοι­κο­νο­μεί α­πό τα πρώ­τα κε­φά­λαια, πλά­θο­ντας έ­να μύ­θο γύ­ρω α­πό αυ­τό. Θα­μώ­νες του εί­ναι ό­λοι ό­σοι σκαν­δά­λι­ζαν το Πα­ρί­σι στα τέ­λη του 19ου αι., α­πό τον Ουάιλ­ντ μέ­χρι το ζεύ­γος των βι­κτω­ρια­νών τρα­βε­στί, γνω­στών ως το θε­α­τρι­κό ντουέ­το Στέλ­λα, που δι­κά­στη­καν με την κα­τη­γο­ρία του ποι­νι­κά διώ­ξι­μο τό­τε πρω­κτι­κού σε­ξ, αλ­λά α­θωώ­θη­καν, κα­θώς α­πο­δεί­χθη­καν έ­νο­χοι μό­νο πα­ρεν­δυ­σίας, που δεν εί­χε ποι­νι­κο­ποιη­θεί.
Το κρε­σέ­ντο εί­ναι το δεί­πνο στις αν­δρι­κές τουα­λέ­τες, που συ­νί­στα­ται σε μία ε­πί τό­που “κα­του­ρη­μέ­νη μπα­γκέ­τα”. Ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Κα­βά­φης δεν συμ­με­τέ­χει μεν, αλ­λά διε­γεί­ρε­ται, ε­νώ α­να­κα­λεί το κα­τά Πλού­ταρ­χο «Συ­μπό­σιο των ε­πτά σο­φών». Και ό­χι μό­νο αυ­τό, κα­θώς, και πά­λι, κρυ­φο­κοι­τά­ζει, του έρ­χε­ται και πά­λι, στο νου, ως ορ­γα­σμι­κό υ­πο­κα­τά­στα­το, μία λέ­ξη. “Ερδέω­ν”, α­φη­γη­μα­τι­κός σο­λοι­κι­σμός, που α­να­γά­γει την πρά­ξη σε ιε­ρο­τε­λε­στία. Δεν χρειά­ζε­ται να έ­χεις μπάρ­μπα στην Κο­ρώ­νη – στην πε­ρί­πτω­ση της Σω­τη­ρο­πού­λου φί­λο ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νό ποιη­τή, που ή­ταν φί­λος α­με­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα, φί­λου του Ζαν Ζε­νέ – για να έ­χεις α­κου­στά την εν λό­γω δια­στρο­φή, το γαλ­λι­κό “souper”, του­τέ­στιν δεί­πνο, μάλ­λον δει­πνη­τής, που α­πο­δί­δε­ται υ­βρι­στι­κά σε α­νί­κα­νους ή και πα­θη­τι­κούς ο­μο­φυ­λό­φι­λους. Όπως φαί­νε­ται, τώ­ρα που η ο­μο­φυ­λο­φι­λία τεί­νει να γί­νει α­πο­δε­κτή α­πό ό­λο και ευ­ρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, χρεια­ζό­μα­στε να ε­πα­να­κτή­σου­με έ­ναν “α­μαρ­τω­λό” Κα­βά­φη. Αυ­τός δεν μπο­ρεί να εί­ναι έ­νας “στρέι­τ” ο­μο­φυ­λό­φι­λος. Απαι­τεί­ται μία σε­ξουα­λι­κή δια­στρο­φή, που να τον δια­κρί­νει μέ­σα στο Ιμπέ­ριουμ ο­μό­φυ­λων και ο­μό­γλωσ­σων. Για α­κό­μη μια φο­ρά, η λο­γο­τε­χνία προ­η­γεί­ται της Ιστο­ρίας.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/1/2016.