Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Χριστόφορος Μηλιώνης

"Το βλέμμα της Μέδουσας"
Ερμηνευτικά δοκίμια
Εκδόσεις Σοκόλη
Νοέμβριος 2007

Αν μετρούμε σωστά, πρόκειται για το έβδομο βιβλίο του Χριστόφορου Μηλιώνη δοκιμιακού χαρακτήρα, με το πρώτο να εκδίδεται το 1976, μια συναγωγή νεοελληνικών διδακτικών δοκιμίων τεσσάρων συντέχνων και φίλων, τουλάχιστον για την ενδιάμεση τριακονταετία, των Λ. Κούσουλα, Γ. Παγανού, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου και του ιδίου. Ενώ, το πρώτο δοκιμιακό βιβλίο, αποκλειστικά δικό του, εκδίδεται το 1983, οι "Υποθέσεις", και ανοίγει με κείμενο για την "παθολογία" της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία και ανήκει, τονίζοντας τη λειτουργία μιας "μπλοκαρισμένης" μνήμης και την καθοριστική παρουσία στη δεκαετία του 1960, όταν αυτή σκάει μύτη, των δυο προηγούμενων γενιών. Αν και ο υπότιτλος του καινούργιου βιβλίου, "ερμηνευτικά δοκίμια", το συνδέει με ένα προηγούμενο του 1991, που έφερε κι αυτό τίτλο μυθολογικής εμπνεύσεως, "Με το νήμα της Αριάδνης", και τον ίδιο υπότιτλο.
Εδώ, συγκεντρώνονται δέκα επτά κείμενα, κατανεμημένα σε δεκατρείς ενότητες, που αφορούν δώδεκα έλληνες συγγραφείς ενώ η τελευταία ενότητα είναι θεματική. Τα έντεκα είναι κείμενα ομιλιών ή και εισηγήσεων σε συνέδρια, τουλάχιστον στην πρώτη τους μορφή, καθώς τα πέντε από αυτά, στη συνέχεια, έτυχαν μιας πρώτης δημοσίευσης. Από τα υπόλοιπα έξι, τα τέσσερα συνιστούν συμμετοχές σε επετειακά αφιερώματα εντύπων. Ωστόσο, παρά τον δεσμευτικό χαρακτήρα παρόμοιων κειμένων, στην περίπτωση του Μηλιώνη, δεν πρόκειται για αγιογραφήσεις προσώπων και αντίστοιχη εξύμνηση των έργων τους. Εκ πρώτης όψεως, τα κείμενα καλύπτουν ένα μακρύ χρονικό διάστημα, με την πρώτη ομιλία να εκφωνείται τον Απρίλιο του 1978, ωστόσο το επόμενο είναι δημοσίευση του 1989, ενώ το κυρίως σώμα συγκεντρώνεται μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία. 1/4σο για την παράταξη των κειμένων στο βιβλίο, δεν ακολουθείται, ως συνήθως, η χρονική τάξη γραφής τους, ούτε, όμως, ιεραρχούνται κατά συγγραφέα, αν και προτάσσεται το κείμενο για τον μοναδικό εκπρόσωπο της παλαιότερης πεζογραφίας μας, τον Γεώργιο Βιζυηνό. Ωστόσο, μετά τον Βιζυηνό, έρχεται ένας συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και έπονται οι μεσοπολεμικοί, με τελευταίο τον Καζαντζάκη. Αν και ο Μηλιώνης δεν σχολιάζει εισαγωγικά τη δομή του βιβλίου του, υποθέτουμε πως ακολούθησε τις προτιμήσεις του, προκρίνοντας παράταξη συγγραφικής συμπάθειας. Συνολικά γίνεται λόγος, πέραν του Θρακιώτη, για τρεις μεσοπολεμικούς, τους Καζαντζάκη, Κοσμά Πολίτη και Σεφέρη, πέντε της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, τους Δημήτρη Χατζή, Αντρέα Φραγκιά, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, Αλέξανδρο Κοτζιά και Νίκο Μπακόλα και ακόμη, τρεις της δεύτερης μεταπολεμικής, τους Τόλη Καζαντζή, Σπύρο Τσακνιά και Λουκά Κούσουλα. Ενώ, στην τελευταία θεματική ενότητα, ο συγγραφέας εντοπίζει το μύθο του Προμηθέα, παραλλαγμένο, σε ένα παραμύθι, που είχε ακούσει από τη μητέρα του. Πιθανώς, ηπειρώτικο, μια και η μητέρα του μεγάλωσε σε χωριό του Πωγωνίου, ίσως όμως και κωνσταντινουπολίτικο, αφού, στη συνέχεια, έζησε στην Πόλη.
Ανεξάρτητα αν ο Μηλιώνης αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή συνολικά σε ένα συγγραφέα, εισαγωγικά σκιαγραφεί τις βασικές συνιστώσες ολόκληρου του έργου του, κι όταν εστιάζει σε συγκεκριμένο βιβλίο, το ερευνά τόσο θεματικά όσο και αφηγηματικά. Παρόλο που με κάθε ευκαιρία ειρωνεύεται τις νεόκοπες θεωρίες της λογοτεχνίας, η ανάλυσή του δείχνει πως και τις κατέχει και γνωρίζει πως να αποφεύγει τις υπερβολές, που απολιθώνουν το έργο, τοποθετώντας το σε στενά καλούπια. Με ένα λόγο, ο Μηλιώνης αποβαίνει ένας πειστικός κριτικός. Κι αυτό, για πλείστους όσους λόγους. Γιατί γνωρίζει σε βάθος τη λογοτεχνία, γιατί συμπάσχει με τους προς διερεύνηση συγγραφείς ως ομότεχνός τους, γιατί, όντας εκπαιδευτικός, κατέχει τους προσφυείς τρόπους παρουσίασης και ίσως, το σπουδαιότερο, γιατί διαθέτει τη γλώσσα ενός λογοτέχνη.
Με παιγνιώδη τρόπο, καταρρίπτει τις απόψεις παλαιότερων, που έβλεπαν τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό ως αυτοβιογραφούμενους ηθογράφους. Ενώ, παρεκβατικά, σε δυο ομιλίες του, αναφέρεται σε ηρωίδες ενός συγκεκριμένου τύπου. Λαϊκές γυναίκες με δυναμισμό, που υπερβαίνουν τα συνήθη μέτρα. Στυλοβάτες της οικογένειας, που φροντίζουν τους γύρω τους με αυταπάρνηση, πληρώνοντας πολλές φορές τις απερισκεψίες ή και τις ατυχίες των ανδρών τους. Πρόκειται για την άλλοτε ποτέ ελληνίδα μάνα, που εκλείποντας, λόγω και κοινωνικής αναγκαιότητας, άλλαξε η μορφή της ελληνικής οικογένειας ή, κατά μια εκδοχή, εξευρωπαΐστηκε. "Η Ρωμιά", σύμφωνα και με τον τίτλο της δεύτερης ομιλίας, που ο Μηλιώνης αφιερώνει στον Χατζή. Τον ίδιο τίτλο, στον πληθυντικό, "οι Ρωμιές", είχε υιοθετήσει, το 1976, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, αναφερόμενος σε τέσσερις λογοτέχνες που τίμησαν τη Ρωμιά. Λορεντζάτος και Μηλιώνης συμφωνούν στον πρώτο και τον τελευταίο συγγραφέα, τουτέστιν τον Παπαδιαμάντη και τον Χατζή, ενώ ο Λορεντζάτος μνημονεύει ενδιαμέσως τις Ρωμιές στο έργο του Καβάφη και του Σικελιανού, σε αντίθεση με τον Μηλιώνη, που, περιοριζόμενος στην πεζογραφία, αναφέρει τις μάνες σε Βιζυηνό και Τσίρκα. Πιστεύουμε πως και οι δυο μελέτες μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για τις ανθούσες, σήμερα, διδακτορικές κυρίως εργασίες γύρω από τις γυναίκες στο έργο διαφόρων συγγραφέων, με τις οποίες, κατά κανόνα, καταπιάνονται γυναίκες.
Από τα δοκίμια του τόμου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η διδακτική ανάλυση του διηγήματος "Ο Μοσκώβ Σελήμ" του Βιζυηνού, η εμβάθυνση στη μυθιστοριογραφία του Κοτζιά, που θα περιμέναμε να επανέλθει στην επικαιρότητα, καθώς ανάβει η συζήτηση γύρω από τη δεκαετία του '40 και τον εναγκαλισμό λογοτεχνίας και Ιστορίας και ακόμη, η ανάλυση του "Λοιμού" του Φραγκιά. Μυθιστόρημα ίσης αξίας, τουλάχιστον ως αλληγορία, με το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου, το οποίο, ωστόσο, έχει πολύ λιγότερο απασχολήσει τους μελετητές και δεν έχει αγαπηθεί από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Τέλος, συγκρατούμε το κεφάλαιο για τον Τόλη Καζαντζή, χάρις στην άρτια ανάπτυξή του αλλά και γιατί εφέτος, ο Καζαντζής θα έκλεινε τα εβδομήντα. Πραγματική απώλεια για την ελληνική πεζογραφία ο θάνατός του στις 24 Δεκεμβρίου 1991, παραμονή Χριστουγέννων.
Μ. Θ.

Στη χώρα της σάμπας

Γιώργος Κατηφόρης "Σάμπα και Κολέγιο" Εκδόσεις Μεταίχμιο Οκτώβριος 2007

Είναι γνωστό πως οι πανεπιστημιακοί έχουν πλείστες όσες ευκαιρίες για ταξίδια. Με τη δικαιολογία μιας ομιλίας ή και ενός σεμιναρίου, εξασφαλίζουν σχετικά εύκολα, ανάλογα και με τη χώρα προέλευσής τους ή μάλλον ακριβέστερα, τον τόπο εργασίας τους, μια ολιγοήμερη ή και πλέον παρατεταμένη φιλοξενία σε κάποιο Πανεπιστήμιο της αλλοδαπής. Μόνο που κατά κανόνα ελάχιστα εκμεταλλεύονται την περίσταση για να γνωρίσουν τη χώρα, ούτε καν την πόλη, στην οποία διαμένουν, καλά-καλά δεν περιηγούνται. Τουλάχιστον αυτά ίσχυαν για τους παλαιότερους, που ήταν απορροφημένοι στο επιστημονικό έργο τους, το οποίο και πρότασσαν των πάσης φύσεως απολαύσεων. Από μια άποψη, ο Γιώργος Κατηφόρης δεν συνιστά εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ακόμη στις αρχές του 1985, κοντεύοντας να συμπληρώσει επί τόπου εικοσαετή θητεία, με τις διαψεύσεις των νεανικών οραμάτων να πληθαίνουν και την πλήξη να γίνεται απειλητική, μόλις εκφράζει την επιθυμία για ένα ταξίδι στη Βραζιλία, εξασφαλίζει πρόσκληση για μια πρώτη διαμονή τεσσάρων εβδομάδων. Πιστός, όμως, στα καθήκοντά του, ούτε που κουνιέται από την πόλη του Πανεπιστημίου, που τον κάλεσε και στο οποίο δίνει σειρά διαλέξεων. Και ναι μεν η εν λόγω πανεπιστημιούπολη είναι το Ρεσίφε, σημαντικό εμπορικό λιμάνι στην βορειοανατολική ακτή του Ατλαντικού, βρίσκεται, όμως, μακράν των θρυλικών βραζιλιάνικων πόλεων. Μόνο κατά την επιστροφή, πείθεται από τους ντόπιους συναδέλφους του για μια περιήγηση ολίγων ωρών στο Ρίο ντε Τζανέιρο, κι αυτό, λόγω απουσίας απευθείας πτήσης και υποχρεωτικής αλλαγής αεροπλάνου, που προϋποθέτει και αναγκαστική διανυκτέρευση. Θα χρειαστεί ένα δεύτερο ταξίδι, έξι χρόνια αργότερα, που προβλέπει παραμονή δυο μηνών, για να αποφασίσει, και πάλι με τις παραινέσεις των βραζιλιάνων φίλων και το πρόσχημα ομιλιών, να επισκεφθεί την περιοχή του μυθικού Αμαζονίου. 1/4σο για το τρίτο ταξίδι, το καλοκαίρι του 1993, όταν έχει εξασφαλίσει θέση καθηγητή-επισκέπτη για ένα ολόκληρο ακαδημαϊκό έτος και θα μπορούσε να γνωρίσει καλλίτερα τη χώρα, μια, και στο ενδιάμεσο, έχει μάθει και τη γλώσσα, αυτό διακόπτεται στο ξεκίνημά του, την παραμονή της έναρξης των μαθημάτων. Αρχές Σεπτεμβρίου του 1993, η Νέα Δημοκρατία έχει απωλέσει τους δυο προσκείμενους στον Αντώνη Σαμαρά βουλευτές και μένοντας με μόλις 150 αναγκάζεται εκών άκων να προκηρύξει εκλογές. Η ατυχία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη φέρνει και το άδοξο τέλος του ταξιδιού στη Βραζιλία, ανεξάρτητα αν για τον οικονομολόγο καθηγητή και σύμβουλο του Ανδρέα Παπανδρέου, Γιώργο Κατηφόρη, σημαίνει την αρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής του σταδιοδρομίας.
1/4πως κι αν έχει, μια δεκαετία αργότερα, ξεμπερδεύοντας με τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, αποφασίζει να γράψει τις εντυπώσεις του από την Βραζιλία. Και το αποτέλεσμα, ανεξάρτητα αν έμεινε μερικούς μήνες και όχι όσο θα επιθυμούσε η ψυχή του, είναι εντυπωσιακό, καθώς, με το υλικό από τα διαδοχικά ταξίδιά του, σκαρώνει ένα αφήγημα, που διαθέτει όλες τις αρετές μυθιστορήματος και δη, συναρπαστικού. Αν παραμερίσουμε τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο αφηγητής, με τον τρόπο που παρουσιάζεται και δρα, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένας χαριέστατος μυθιστορηματικός ήρωας, που συνδυάζει το πιθανώς και επίκτητο λονδρέζικο χιούμορ με το μεσογειακό του ταμπεραμέντο. Ενώ, ταυτόχρονα, εμφανίζεται βαθιά καλλιεργημένος. Από μια άποψη, ένας συμπαθής μαρξιστής παλαιάς κοπής, με ευαίσθητες κεραίες, που καταγράφουν και τους αμυδρότερους παλμούς της γεμάτης ιδιαιτερότητες βραζιλιάνικης κοινωνίας, καθώς εξέρχεται μουδιασμένη από ένα μακρύ αιώνα στρατοκρατίας.
Μια τεράστια χώρα φυλετικών επιμειξιών και χαοτικών κοινωνικών αντιθέσεων, στην οποία η αφήγηση δίνει μια σχεδόν σουρεαλιστική όψη. Τουλάχιστον έτσι φαντάζει στον έλληνα ταξιδιώτη, που μένει ενεός στο θέαμα του Ωκεανού και στο απειλητικό υπόκωφο βουητό του, καθώς το μέτρο σύγκρισης είναι η γενέθλια θάλασσα. Και συνάμα, εμβρόντητος στην προοπτική της συνεύρεσης με μια φλογερή Βραζιλιάνα, όπου, σε αυτή την περίπτωση, η σύγκριση γίνεται με το λονδρέζικο μη μου άπτου των γυναικών αλλά και τις πλήρεις αναστολών Αθηναίες των νεανικών του χρόνων. Οξυδερκής παρατηρητής, περιγράφει με γλαφυρότητα, χωρίς να πλατειάζει, στήνοντας σκηνές, που αποκαλύπτουν ανοίκειους σε αυτόν ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς, μαζί με πρωτόγνωρους σε ένταση τρόπους διασκέδασης. Μέσα από τις μεμονωμένες περιπτώσεις των ανθρώπων, που συναναστρέφεται, δείχνει την αξιοθαύμαστη ζωτικότητα ενός λαού, που αντιτάσσει στη φτώχεια την καρναβαλίστικη όψη της ζωής.
Αυτοσαρκαζόμενος ο αφηγητής, καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να συνηθίσει στην ελευθεριότητα των ντόπιων γυναικών και στα ξεφαντώματα των Βραζιλιάνων, γλυστρώντας σε μια παράξενη ερωτική σχέση με μια "τρελλάρα" αρχιτεκτόνισσα. Ακριβώς, χάρις σε αυτήν τη δυναμική ηρωίδα, πραγματική ή επινοημένη, το πιθανότερο, αποκύημα της φαντασίας ενός ερωτευμένου, το πρώτο και εκτενέστερο μέρος του βιβλίου παίρνει τη μορφή απολαυστικού μυθιστορήματος ερωτικής διάπλασης. Ενώ, παράλληλα, με σχεδόν επιστημονική ακριβολογία, σκιαγραφείται το ευρύ κοινωνικό φάσμα, από τους πειναλέους στις παραγκουπόλεις μέχρι τους χορτάτους των κοσμικών πλαζ, σκιτσάροντας παραπλεύρως σαν μποέμικο απομεινάρι τον μικρόκοσμο της ντόπιας πανεπιστημιακής κοινότητας. Αν και την αφηγηματική του δεινότητα την επιδεικνύει κατά την περιγραφή της ιδιαίτερης φυλής, που συνιστούν οι ντόπιοι κομμουνιστές, καθώς τους πετυχαίνει την ώρα που μεταλλάσσονται από προλετάριοι σε αποκατεστημένοι αστοί. Τους αφιερώνει αρκετές σελίδες, με αφορμή ένα πάρτι του κομμουνιστικού κόμματος, όπου γνωρίζει πειθαρχημένα όσο και βολεμένα μέλη, ενώ οι ιδεολόγοι, που μένουν πιστοί στην Επανάσταση, απέχουν.
Σε αντίθεση με την τρέχουσα μυθιστοριογραφία, που χωλαίνει στο ιδεολογικό κομμάτι, στο αφήγημα του Κατηφόρη, όταν οι στιχομυθίες εξελίσσονται σε διαλόγους, πρόκειται για συζητήσεις ουσιαστικού χαρακτήρα, με την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, που αναδεικνύουν το ιστορικό και πολιτιστικό υπόβαθρο της Βραζιλίας. Αν και το πληροφορικό υλικό γύρω από την πολιτική κατάσταση της χώρας, όπως παρατίθεται στο δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου, ίσως και να υπερβαίνει την επιθυμητή για ένα μυθιστόρημα δοσολογία. Ωστόσο, είναι αναμενόμενο από το ταξιδιωτικό ενός καθηγητή οικονομίας. 3/4στερα, ως αντιστάθμισμα, δίνεται εναργής εικόνα της νέας πρωτεύουσας, της Μπραζίλιας, περιγράφοντας τον άψογο πολεοδομικό σχεδιασμό της και τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα. Ενώ, κατά την ξενάγηση στον Αμαζόνιο και την υπόλοιπη χώρα, υπερισχύουν των περιγραφών της φύσης οι παρατηρήσεις κοινωνιολογικού περιεχομένου και με την ευκαιρία σκιαγραφείται ένας χαρακτηριστικός τύπος μετανάστη. Πρόκειται για έναν γηραλέο έλληνα χρυσοθήρα, αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού στον Εμφύλιο, που βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 από την Κυψέλη μετανάστης στο Σάο Πάολο.
Κατά τα άλλα, ο αφηγητής διηγείται παραστατικά όσα καθημερινά του συμβαίνουν. Γκάφες, απρόοπτα, ερωτοδουλειές, ανακατεύοντας μνήμες από την Αθήνα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, μαζί με σκηνές από παλιές βραζιλιάνικες ταινίες και σκοπούς αγαπημένων τραγουδιών, που στάθηκαν για τον αλλοτινό έφηβο τα πρώτα ίχνη εξοικείωσης με αυτήν την εξωτική χώρα. Ιδιαίτερα ευαίσθητος εμφανίζεται και απέναντι στην ξένη γλώσσα, την πορτογαλική, που γι' αυτόν συνιστά έναν ακόμη ανοίκειο τόπο, στον οποίο προσπαθεί να προσαρμοσθεί, παίζοντας με παράλληλες έννοιες και ηχητικούς συνειρμούς.
Συμπτωματικά, το αφήγημα του Κατηφόρη εκδόθηκε με τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τον πρόωρο θάνατο του Νίκου Κατηφόρη. Το πατρικό γονίδιο άργησε αλλά αφυπνίστηκε. Το πρώτο βήμα έγινε. Να δούμε το επόμενο.

Μ. Θεοδοσοπούλου