Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Εκατονταετηρίδα ενός παραμυθιού

Π. Σ. Δέλτα
«Παραμύθι χωρίς όνομα»
Επίμετρο: Μαρίζα Ντεκάστρο
Χρονολόγιο: Αλ. Π. Ζάννας
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον
της Εστίας
Ιούλιος 2010

Σε α­ντί­θε­ση με τους ση­με­ρι­νούς συγ­γρα­φείς παι­δι­κών βι­βλίων, η Πη­νε­λό­πη Δέλ­τα, πα­ρό­λο που έ­γρα­ψε για χρό­νια “παι­δι­κές σε­λί­δες”, ό­πως η ί­δια α­πο­κα­λού­σε κά­ποια α­πό τα βι­βλία της, δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν πο­λυ­γρά­φος. Δώ­δε­κα βι­βλία ό­λα κι ό­λα, ε­ξέ­δω­σε· μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα και τρεις με­λέ­τες. Όταν πέ­θα­νε, στις 2 Μαΐου 1941, σε η­λι­κία 67 ε­τών, ά­φη­σε στο αρ­χείο της, ε­κτός α­πό η­με­ρο­λό­για και ε­πι­στο­λές, και τρία έ­τοι­μα βι­βλία. Συ­στη­μα­τι­κά θα πρέ­πει να άρ­χι­σε να γρά­φει κά­που στα μέ­σα του 1908, ό­ταν ε­πέ­στρε­ψε ο­ρι­στι­κά στο σύ­ζυ­γο και τις τρεις κό­ρες της, που ε­κεί­νη την ε­πο­χή κα­τοι­κού­σαν στην Φραν­κφούρ­τη. Ο Στέ­φα­νος Δέλ­τα εί­χε ε­πε­κτεί­νει στην Κε­ντρι­κή Ευ­ρώ­πη τις ε­μπο­ρι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες του οί­κου ε­μπο­ρίας βάμ­βα­κος Χω­ρέ­μη-Μπε­νά­κη, του ο­ποίου εί­χε γί­νει με το γά­μο του βα­σι­κό στέ­λε­χος. Θυ­μί­ζου­με ό­τι η Πη­νε­λό­πη, κό­ρη του Εμμα­νουήλ Μπε­νά­κη και της Βιρ­γι­νίας Χω­ρέ­μη, εί­χε πα­ντρευ­τεί τον Δέλ­τα α­πό συ­νοι­κέ­σιο στα 21 της και μέ­χρι τα 26 της εί­χε α­πο­κτή­σει τις τρεις κό­ρες της, προ­δια­γρά­φο­ντας ου­σια­στι­κά τα του βίου της. Η οι­κο­γέ­νεια έ­μει­νε στην Φραν­κφούρ­τη μέ­χρι τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους. Τό­τε έ­κλει­σε το γρα­φείο της Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης και ο Δέλ­τα ε­πέ­στρε­ψε στα Κε­ντρι­κά στην Αλε­ξάν­δρεια. Στην Φραν­κφούρ­τη, η Δέλ­τα έ­γρα­ψε τα τρία πρώ­τα της βι­βλία: «Για την πα­τρί­δα», «Πα­ρα­μύ­θι χω­ρίς ό­νο­μα», «Τον και­ρό του Βουλ­γα­ρο­κτό­νου». Τα τύ­πω­σε στο τυ­πο­γρα­φείο του Γ. Σ. Βε­λώ­νη στο Λον­δί­νο. Αντι­στοι­χούν έ­να α­νά έ­τος, 1909-1910-1911, ό­πως έ­κα­νε και τις κό­ρες της.
Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της Δέλ­τα, το «Πα­ρα­μύ­θι χω­ρίς ό­νο­μα», ε­πα­νεκ­δό­θη­κε ε­φέ­τος, με τη συ­μπλή­ρω­ση ε­κα­τό χρό­νων α­πό την πρώ­τη του έκ­δο­ση. Πρό­κει­ται για την 25η μο­νο­το­νι­κή έκ­δο­ση, με­τρώ­ντας α­πό την πρώ­τη μο­νο­το­νι­κή του 1992. Μέ­χρι τό­τε εί­χαν κυ­κλο­φο­ρή­σει 27 εκ­δό­σεις σε πο­λυ­το­νι­κό. Από την πέ­μπτη έκ­δο­ση και με­τά, α­πό τον εκ­δο­τι­κό οί­κο της Εστίας, με ει­κο­νο­γρά­φη­ση της Μα­ρίας Πα­πα­ρη­γο­πού­λου. Στην εν­διά­με­ση σχε­δόν ει­κο­σα­ε­τία, κυ­κλο­φό­ρη­σαν μό­λις δυο πρό­σθε­τες εκ­δό­σεις σε πο­λυ­το­νι­κό. Θυ­μί­ζου­με ό­τι το 1991, με τη συ­μπλή­ρω­ση πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας α­πό το θά­να­τό της και την α­πο­δέ­σμευ­ση των δι­καιω­μά­των, εί­χε γε­μί­σει η α­γο­ρά με βι­βλία της, που ε­ξέ­δι­δαν εκ του προ­χεί­ρου και βε­βαίως, σε μο­νο­το­νι­κό, πλεί­στοι ό­σοι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι. Η πλημ­μυ­ρί­δα, ευ­τυ­χώς, α­να­κό­πη­κε με την αλ­λα­γή του νό­μου και τη με­τά­θε­ση του ο­ρίου των δι­καιω­μά­των στην ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τία. Ωστό­σο, ο εκ­δο­τι­κός οί­κος της Εστίας ε­γκαι­νία­σε κι αυ­τός το μο­νο­το­νι­κό και ε­φέ­τος, εν ό­ψει της προ­σε­χούς α­πο­δέ­σμευ­σης, το 2011, και της ε­περ­χό­με­νης πλημ­μυ­ρί­δας, αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι θα εκ­δη­λω­θεί και πά­λι το ί­διο εκ­δο­τι­κό εν­δια­φέ­ρον, προ­τεί­νει συ­μπλη­ρω­μέ­νες μο­νο­το­νι­κές εκ­δό­σεις, με ε­πί­με­τρο και χρο­νο­λό­γιο. Εντός του 2010 κυ­κλο­φό­ρη­σα­ν: «Η ζωή του Χρι­στού», που εί­χε πρω­το­εκ­δο­θεί το 1925, με ε­πί­με­τρο Τε­ρέ­ζας Πε­σμα­ζό­γλου, ο «Μά­γκας» του 1935, με ε­πί­με­τρο Βα­σί­λη Πε­σμα­ζό­γλου και το «Πα­ρα­μύ­θι χω­ρίς ό­νο­μα», το ο­ποίο κρί­θη­κε, ό­πως φαί­νε­ται, ως α­μι­γώς παι­δι­κό και το ε­πί­με­τρο α­να­τέ­θη­κε στην Μα­ρί­ζα Ντε­κά­στρο, ει­δι­κευ­μέ­νη στο παι­δι­κό βι­βλίο.
Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, η ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα αυ­τού του βι­βλίου ε­ορ­τά­στη­κε. Πρώ­τον, με την ε­πα­νέκ­δο­ση, ε­νώ η περ­σι­νή ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα του πρώ­του βι­βλίου της Δέλ­τα δεν έ­τυ­χε α­ντί­στοι­χης ε­πα­νέκ­δο­σης. Και δεύ­τε­ρον, με το α­νέ­βα­σμά του στην Παι­δι­κή Σκη­νή του Εθνι­κού Θεά­τρου. Ένα με­γά­λο μέ­ρος α­πό αυ­τές τις τι­μές τις ο­φεί­λει στον τίτ­λο του. Πώς να προ­κό­ψει, την σή­με­ρον, το πρώ­το της βι­βλίο, τιτ­λο­φο­ρού­με­νο «Για την πα­τρί­δα», ό­ταν οι ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς και λοι­ποί στο χώ­ρο του βι­βλίου φο­βού­νται α­κό­μη και να α­να­φέ­ρουν τη λέ­ξη πα­τρί­δα, ό­χι να την βά­λουν σε τίτ­λο βι­βλίου. Κι αυ­τό, πα­ρό­τι, ε­σχά­τως, οι πο­λι­τι­κοί άν­δρες την πι­πι­λί­ζουν σαν κα­ρα­μέ­λα. Πά­ντως, την μα­κράν ε­πι­βίω­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου βι­βλίου την εί­χε προ­φη­τέ­ψει ο Αλέ­ξαν­δρος Δελ­μού­ζος, τό­τε που α­γω­νι­ζό­ταν να στή­σει στο Βό­λο το «Ανώ­τε­ρον Δη­μο­τι­κόν Παρ­θε­να­γω­γείον». “Σε­βα­στή μου Κυ­ρία Δέλ­τα”, της έ­γρα­φε στις 14 Δε­κεμ­βρίου 1910, ο τίτ­λος εί­ναι πο­λύ ε­πι­τυ­χη­μέ­νος. “Για­τί, αν και το θέ­μα του εί­ναι παρ­μέ­νο α­πό τη ζωή μας και για τη ζωή μας, μό­λα ταύ­τα έ­χει τό­ση γε­νι­κό­τη­τα, ώ­στε κά­θε πε­σμέ­νος λαός θα το πά­ρει για δι­κό του”. Ως “πε­σμέ­νος λαός” φαί­νε­ται ό­τι νιώ­θουν οι ση­με­ρι­νοί Έλλη­νες με τις τρέ­χου­σες συν­θή­κες και το θυ­μή­θη­καν. Όπως κά­θε έρ­γο, έ­τσι και το «Πα­ρα­μύ­θι χω­ρίς ό­νο­μα», α­παι­τού­σε, για τις α­νά­γκες μιας σύγ­χρο­νης πα­ρά­στα­σης, δια­σκευή, ό­χι, ό­μως, και να του αλ­λά­ξου­νε τα φώ­τα.
Το αλ­λη­γο­ρι­κό πα­ρα­μύ­θι της Δέλ­τα το­πο­θε­τεί­ται στο Βα­σί­λειο των Μοι­ρο­λα­τρών. Με­τά το θά­να­το του Βα­σι­λιά Συ­νε­τού Α΄ α­νέ­λα­βε ο γιος του, ο Βα­σι­λιάς Αστό­χα­στος, με σύ­ζυ­γο την Βα­σί­λισ­σα Πα­λά­βω και κό­ρες, την Πι­κρό­χο­λη, την Ζη­λιώ και την μι­κρή Ει­ρή­νη. Ο γιος του δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, εί­ναι το Βα­σι­λό­που­λο, που στο τέ­λος, θα γί­νει ο Βα­σι­λιάς Συ­νε­τός Β΄. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, η Δέλ­τα έ­χει ε­πι­νοή­σει ο­νό­μα­τα δη­λω­τι­κά του χα­ρα­κτή­ρα των η­ρώων. Για τις δυο κα­κές α­δελ­φές, αρ­χι­κά, εί­χε δια­λέ­ξει το Οκνή­ρω και Πο­νή­ρω, που, ό­μως, δεν ά­ρε­σαν στον Μα­νό­λη Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, σύμ­βου­λό της, μα­ζί με τον Αργύ­ρη Εφτα­λιώ­τη, στα πρώ­τα συγ­γρα­φι­κά της εγ­χει­ρή­μα­τα. Επί της βα­σι­λείας του Αστό­χα­στου δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ι­στο­ρία, ό­ταν η πό­λη εί­ναι ε­ρει­πω­μέ­νη και η γύ­ρω πε­διά­δα α­καλ­λιέρ­γη­τη. Όμως, “τα πυ­κνά δά­ση έ­με­ναν στη θέ­ση τους, ξε­χα­σμέ­να και α­δού­λευ­τα, κρύ­βο­ντας κά­τω α­πό το φου­ντω­μέ­νο τους φύλ­λω­μα ο­λό­κλη­ρον κό­σμο πε­τα­λού­δες, μα­μού­νια και μέ­λισ­σες, που χαί­ρο­νταν α­νε­νό­χλη­τα τα μυ­ρω­δά­τα α­γριο­λού­λου­δα”. Εκεί έ­στει­λε το Βα­σι­λό­που­λο η Γνώ­ση, που πα­ρου­σιά­στη­κε στο δρό­μο του με τη μορ­φή κο­πέ­λας. Του εί­πε: “Άκου­σε τι θα σου πουν τα που­λιά και τα δέ­ντρα και τα λου­λού­δια και τα έ­ντο­μα. Να ή­ξε­ρες ε­κεί πό­σες α­λή­θειες μα­θαί­νει κα­νείς, πό­σα πα­ρα­δείγ­μα­τα βρί­σκει…” Και πράγ­μα­τι, α­πό το δά­σος πή­ρε το Βα­σι­λό­που­λο τα πρώ­τα μα­θή­μα­τα για την α­να­γέν­νη­ση της χώ­ρας του. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, να θυ­μί­σου­με ό­τι και στο α­να­γνω­στι­κό, «Τα Ψη­λά βου­νά», που ε­ξέ­δω­σε, το 1918, ο Ζα­χα­ρίας Πα­πα­ντω­νίου, ο δά­σκα­λος, στο ύ­παι­θρο, πη­γαί­νει τα παι­διά για μά­θη­μα.
Κα­τά τη δια­σκευή, το Βα­σί­λειο της Μοι­ρο­λα­τρίας πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πο­μει­νά­ρι μιας μελ­λο­ντο­λο­γι­κής κα­τα­στρο­φής, με τα δέ­ντρα κα­μέ­να και τσε­κου­ρε­μέ­να. Αυ­τό γί­νε­ται, λέει, για να προ­σαρ­μο­στεί το έρ­γο στις προσ­λαμ­βά­νου­σες των ση­με­ρι­νών παι­διών, που προέ­κυ­ψαν α­πό τον κι­νη­μα­το­γρά­φο ή και τα κα­μέ­να της Αττι­κής και της λοι­πής χώ­ρας. Τα δέ­ντρα, πά­ντως, τα υ­πο­δύο­νται η­θο­ποιοί, οι ο­ποίοι και α­φη­γού­νται τα πε­ρα­σμέ­να τους με­γα­λεία, ό­ταν φού­ντω­ναν και λου­λού­δια­ζαν. Αυ­τό το θε­α­τρι­κό εύ­ρη­μα στο­χεύει, λέει, να δώ­σει το α­πα­ραί­τη­το οι­κο­λο­γι­κό μή­νυ­μα. Πα­ρα­πλη­σίως, α­ντι­κα­τέ­στη­σαν τη σκη­νή που η Γνώ­ση συμ­βου­λεύει το Βα­σι­λό­που­λο με μια πα­ρά­στα­ση κου­κλο­θέ­α­τρου, κα­θό­σον το ση­με­ρι­νό εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα δεν α­νέ­χε­ται ού­τε υ­πο­ψία δι­δα­κτι­σμού. Και βε­βαίως, ού­τε την πα­ρα­μι­κρή χροιά πα­τριω­τι­κών αι­σθη­μά­των. Γι’ αυ­τό και το Βα­σι­λό­που­λο πρέ­πει να δί­νει την ε­ντύ­πω­ση ε­νός νέ­ου που α­γω­νί­ζε­ται, κά­τι σαν Δον Κι­χώ­της. Επ’ ου­δε­νί λό­γω, “μια δυ­να­τή ψυ­χή που μπο­ρεί να τρα­βή­ξει πί­σω της το πιο α­πο­χαυ­νω­μέ­νο κο­πά­δι, φθά­νει να πι­στεύει και να το θέ­λει η ψυ­χή αυ­τή”.
Απο­ρού­με, ό­ταν α­πορ­ρί­πτο­νται οι α­πό­ψεις, στις ο­ποίες στη­ρί­χτη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας γρά­φο­ντας το έρ­γο του, ό­ταν α­πα­λεί­φε­ται ο­λο­σχε­ρώς το ι­στο­ρι­κό και μα­ζί, το ι­δε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα του έρ­γου, ως προς τι το α­νέ­βα­σμά του; Μό­νο και μό­νο για να λει­τουρ­γή­σει ως κρά­χτης σε γο­νείς, κη­δε­μό­νες και δι­δα­κτι­κό προ­σω­πι­κό το ό­νο­μα μιας Πη­νε­λό­πης Δέλ­τα; Αντί να βα­σα­νί­ζο­νται α­πο­δε­δειγ­μέ­να τα­λα­ντού­χοι συγ­γρα­φείς με δια­σκευές, για­τί δεν γρά­φουν και­νού­ρια αλ­λη­γο­ρι­κά πα­ρα­μύ­θια, σύμ­φω­να με τις δι­κές τους παι­δα­γω­γι­κές α­πό­ψεις. Η Δέλ­τα, τους “στο­χα­σμούς πε­ρί της α­να­τρο­φής των παι­διώ­ν” τους δη­μο­σίευ­σε νω­ρίς. Ήδη, α­πό το 1911, στο «Δελ­τίο του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου». Όμως, η παι­δα­γω­γι­κή, ό­πως άλ­λω­στε, ό­λες οι ε­πι­στή­μες, πο­ρεύε­ται με μο­ντέ­λα, και το μο­ντέ­λο της γε­νιάς της Δέλ­τα έ­χει προ πολ­λού α­πορ­ρι­φθεί ως α­να­χρο­νι­στι­κό.
Όπως και να έ­χει, το ι­στο­ρι­κό στίγ­μα του «Πα­ρα­μυ­θιού χω­ρίς ό­νο­μα» έ­χει το εν­δια­φέ­ρον του. Στις α­να­μνή­σεις της, η Δέλ­τα ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι “ζω­γρα­φί­ζει στο πρό­σω­πο του α­γο­ριού αρ­χη­γού τον Νε­οέλ­λη­να που θα έ­σω­ζε τον τό­πο”. Στο ε­πί­με­τρο η Ντε­κά­στρο υ­πο­πτεύε­ται ό­τι η Δέλ­τα α­να­φέ­ρε­ται στον Ελευ­θέ­ριο Βε­νι­ζέ­λο, α­πο­φθέγ­γε­ται, ό­μως, ό­τι κρυμ­μέ­νος στο Βα­σι­λό­που­λο εί­ναι ο α­γα­πη­μέ­νος της Ίων Δρα­γού­μης. Κα­τ’ ου­σίαν, ό­λη αυ­τή η μεσ­σια­νι­κή πνοή πη­γά­ζει α­πό τον α­τυ­χή πό­λε­μο του ’97. Ωστό­σο, μέ­νει α­νοι­χτό τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει για την Δέλ­τα “η σω­τη­ρία του τό­που” στα τέ­λη του 1909 και τους πρώ­τους μή­νες του 1910, ε­πο­χή που το γρά­φει. Θυ­μί­ζου­με ό­τι τη νύ­χτα της 14ης προς την 15η Αυ­γού­στου 1909 εκ­δη­λώ­θη­κε το στρα­τιω­τι­κό κί­νη­μα στο Γου­δί. Ενώ, στις 28 Δε­κεμ­βρίου του ί­διου έ­τους, κα­τό­πιν προ­σκλή­σεως του Στρα­τιω­τι­κού Συν­δέ­σμου, ήρ­θε ο Βε­νι­ζέ­λος στην Αθή­να. Στις 8 Αυ­γού­στου 1910 έ­γι­ναν ε­κλο­γές για Ανα­θεω­ρη­τι­κή Βου­λή. Το βι­βλίο θα πρέ­πει να τυ­πώ­θη­κε ε­κεί­νο τον Σε­πτέμ­βριο, για­τί, στις 9 Οκτω­βρίου, γρά­φει στον Δελ­μού­ζο: “…Σας στέλ­νω σή­με­ρα έ­να τό­μο του και­νού­ριου βι­βλίου που τυ­πώ­θη­κε τε­λευ­ταίως, «Πα­ρα­μύ­θι χω­ρίς Όνο­μα». Δεν σας στέλ­νω πε­ρισ­σό­τε­ρα, για­τί δεν τα εκ­δί­δω· σαν το δια­βά­σε­τε θα κα­τα­λά­βε­τε, ί­σως, για­τί κά­θο­νται στην α­πο­θή­κη χί­λιοι τό­μοι α­ντί να που­λη­θού­ν: μου λέ­νε πολ­λοί πως θα πα­ρε­ξη­γη­θώ, πως θα το πά­ρει ο κό­σμος για α­ντι­βα­σι­λι­κό, πρά­μα που δε σκέ­φθη­κα σαν το έ­γρα­ψα. Και τώ­ρα δεν εί­ναι οι πε­ρι­στά­σεις για α­ντι­βα­σι­λι­κά βι­βλία, δεν μπο­ρούν πα­ρά κα­κό να κά­μου­ν…” Ο Δελ­μού­ζος της α­πα­ντά με κα­θυ­στέ­ρη­ση, στις 14 Δε­κεμ­βρίου, εν­θου­σια­σμέ­νος με το βι­βλίο, αλ­λά και πα­ρα­τη­ρώ­ντας ε­πι­γραμ­μα­τι­κά: “…το βι­βλίο Σας εί­ναι α­ντιΓεωρ­γι­κώ­τα­το και μα­ζί φι­λο­βα­σι­λι­κώ­τα­το… Υπο­θέ­τω… πως αν βγει έ­ξω, θα κα­τα­σχε­θεί…” Ενδια­μέ­σως, στις 28 Νο­εμ­βρίου, έ­γι­ναν ε­κλο­γές, δί­νο­ντας α­πό­λυ­τη πλειο­ψη­φία στο Κόμ­μα των Φι­λε­λευ­θέ­ρων του Βε­νι­ζέ­λου. Το βι­βλίο, πά­ντως, θα πρέ­πει να κυ­κλο­φό­ρη­σε αρ­χές Δε­κεμ­βρίου για­τί, στις 16 Δε­κεμ­βρίου, ο Βλά­σης Γα­βριη­λί­δης πα­ρα­τη­ρεί στην ε­φη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις» σκω­πτι­κά ό­τι δεν πι­στεύει πως ο Βα­σι­λεύς Αστό­χα­στος συμ­βο­λί­ζει τον Βα­σι­λέα Γεώρ­γιο, ο ο­ποίος, δό­ξα σοι ο Θεός, δεν πει­νά­ει. Και προ­σθέ­τει: “Οπωσ­δή­πο­τε το Βα­σί­λειον του Πα­ρα­μυ­θιού συμ­βο­λί­ζει την Ελλά­δα. Και το Βα­σι­λό­που­λο εί­ναι η Επα­νά­στα­σις…”
Τε­λειώ­νο­ντας, ας ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Πα­λα­μάς, Ιού­λιο του 1910, που δια­βά­ζει το χει­ρό­γρα­φο, αι­σιο­δο­ξεί: “Το «Πα­ρα­μύ­θι χω­ρίς ό­νο­μα», κα­θώς το διά­βα­σα τις μέ­ρες τού­τες των ε­θνι­κών κα­τα­κε­φα­λιών που τρώ­με, α­πό δω κι α­πό κει, α­πό φί­λους και ο­χτρούς, και διώ­χτες και προ­στά­τες, έ­χει κά­τι τι το προ­φη­τι­κό”. Εί­θε να εμ­φυ­σή­σει και στους νέ­ους α­να­γνώ­στες την ί­δια αι­σιό­δο­ξη διά­θε­ση. Θυ­μί­ζου­με ό­τι η αρ­χι­κή ει­κο­νο­γρά­φη­ση και το αρ­χι­κό ε­ξώ­φυλ­λο, ρο­μα­ντι­κής πνοής, ή­ταν του συ­ρια­νού ζω­γρά­φου Δη­μή­τρη Κων­στα­ντι­νί­δη.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φω­το: Άγγε­λος Αντω­νό­που­λος, «Προ­θή­κη . Από την ο­μα­δι­κή έκ­θε­ση ζω­γρα­φι­κής με θέ­μα «Ήταν κά­πο­τε η Πη­νε­λό­πη Δέλ­τα...», που ορ­γά­νω­σε το Κολ­λέ­γιο Αθη­νών το 2006.