Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Ο άλλος μισός Παπαντωνίου

Χω­ρίς προ­λο­γι­κές φλυα­ρίες ξα­να­πιά­νου­με το νή­μα Πα­πα­ντω­νίου, που κό­πη­κε και έ­μει­νε η­μι­τε­λές στο φύλ­λο της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής.
Η πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση κα­τα­γρά­φε­ται το 1895, στην «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη Εστία», με το διή­γη­μα «Ο ψω­μάς». Το εί­χε ξε­χω­ρί­σει ο Γρη­γό­ριος Ξε­νό­που­λος, τό­τε εκ­δό­της-διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού. Ο ί­διος εκ­φώ­νη­σε το 1938 τον χαι­ρε­τι­στή­ριο λό­γο κα­τά την υ­πο­δο­χή του Πα­πα­ντω­νίου στην Ακα­δη­μία και δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, τον ε­πι­κή­δειό του. Το πρώ­το, ό­μως, βι­βλίο του Πα­πα­ντω­νίου ή­ταν ποιη­τι­κό, ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό τον α­τυ­χή πό­λε­μο του 1897, τα «Πο­λε­μι­κά Τρα­γού­δια». Εξέ­δω­σε α­κό­μη δυο συλ­λο­γές με ποιή­μα­τα χα­μη­λό­φω­να, πλημ­μυ­ρι­σμέ­να α­πό το δέ­ος που γεν­νά η ευ­ρυ­τα­νι­κή φύ­ση. Το γνω­στό­τε­ρο, ό­μως, και κα­λύ­τε­ρο ποιη­τι­κό του βι­βλίο εί­ναι το «Πε­ζοί ρυθ­μοί». Εντάσ­σε­ται στο εί­δος του πε­ζο­τρά­γου­δου και του ε­ξα­σφά­λι­σε το Εθνι­κό Αρι­στείο Γραμ­μά­των και Τε­χνών του 1923. Τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1927, του α­πο­νε­μή­θη­κε το Έπα­θλο Βι­κέ­λα για τα διη­γή­μα­τά του. Τον Πα­πα­ντω­νίου τον ε­ντάσ­σουν στην ποιη­τι­κή γε­νιά του 1907 και τον θεω­ρούν συν­δε­τι­κό κρί­κο με την ποιη­τι­κή γε­νιά του 1920, ε­νώ τον πα­ρα­λεί­πουν στις αν­θο­λο­γίες, για­τί φαί­νε­ται ό­τι γλι­στρά­ει στο διά­κε­νο με­τα­ξύ με­σο­πο­λε­μι­κών και πα­λαιό­τε­ρων. Πά­ντως, μια θέ­ση του κρα­τά ο Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης στην πρό­σφα­τη “συγ­χρο­νι­κή αν­θο­λο­γία του” με την “ελ­λη­νι­κή ποίη­ση του 20ου αιώ­να”. Πα­ρα­τάσ­σο­ντας τα αν­θο­λο­γού­με­να ποιή­μα­τα κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, στο έ­τος 1923 ο αν­θο­λό­γος συν­δυά­ζει δυο πε­ζο­τρά­γου­δα του Πα­πα­ντω­νίου με το «Φα­λη­ρι­κό βρά­δυ» του Ρώ­μου Φι­λύ­ρα, α­πο­δί­δο­ντας τη με­λαγ­χο­λι­κή διά­θε­ση μιας ε­πο­χής.

Διά­σω­ση της Αθή­νας

Αθη­ναίος ο Πα­πα­ντω­νίου, α­φού έ­ζη­σε στην Αθή­να σα­ρά­ντα και πλέ­ον χρό­νια, ω­στό­σο, τα διη­γή­μα­τά του το­πο­θε­τού­νται κυ­ρίως στην ε­παρ­χία ή α­φο­ρούν ε­παρ­χιώ­τες του ά­στεως, ό­ταν δεν α­να­φέ­ρο­νται στο Βυ­ζά­ντιο. Για τους κα­θη­με­ρι­νούς πε­ρι­πά­τους του στην πό­λη δεν έ­μει­ναν α­φη­γή­σεις πα­ρά μό­νο μαρ­τυ­ρίες φί­λων του. Όπως φαί­νε­ται, ό­μως, α­γω­νί­στη­κε, ό­χι μό­νο μέ­σα α­πό τον Τύ­πο ως σχο­λιο­γρά­φος αλ­λά και α­πό τη θέ­ση του Ακα­δη­μαϊκού, να δια­σώ­σει τις συ­νοι­κίες α­πό το μπε­τόν και τους γύ­ρω λό­φους α­πό τη λα­τό­μη­ση. Εί­χε ο­ρα­μα­τι­στεί τον ε­νιαίο αρ­χαιο­λο­γι­κό χώ­ρο της Ακρό­πο­λης, που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι πρω­το­α­κού­στη­κε ως σχέ­διο στη Με­τα­πο­λί­τευ­ση. Πρό­τει­νε, α­κό­μη, ό­ριο στο ύ­ψος των σπι­τιών, κα­τάρ­γη­ση της με­σο­τοι­χίας, ύ­παρ­ξη αυ­λής.
Φι­λε­λεύ­θε­ρων α­πό­ψεων ο Πα­πα­ντω­νίου, δεν υ­στε­ρεί ως προο­δευ­τι­κό πνεύ­μα της ε­πο­χής του. Εξ’ αρ­χής βρέ­θη­κε σε στε­νή συ­νά­φεια και ταυ­τί­στη­κε με ό,τι εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό ο­ρα­μα­τι­ζό­ταν το βε­νι­ζε­λι­κό μέ­τω­πο στους το­μείς της παι­δείας και των τε­χνών. Αν και πέ­ρα­σε μέ­σα α­πό τις υ­ψη­λές ε­ντά­σεις, που καλ­λιέρ­γη­σε ο με­γά­λος Δι­χα­σμός, δί­νει, ω­στό­σο, την ε­ντύ­πω­ση σαν να μην τον άγ­γι­ξαν ι­διαί­τε­ρα. Όχι, βε­βαίως, ό­τι μπο­ρεί να κρα­τού­σε α­πο­στά­σεις, αλ­λά ε­πει­δή στις ι­δέες ό­σο και στα γρα­πτά του ή­ταν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή πε­ρί­πτω­ση λε­πτής ευ­πρέ­πειας και τα­κτι­κό­τη­τας. Πρό­κει­ται, γε­νι­κώς, για ε­κλε­πτυ­σμέ­νη ι­διο­συ­γκρα­σία και δεν εί­ναι κα­θό­λου τυ­χαίο το ό,τι στην ε­πο­χή του το­πο­θε­τεί­ται α­νά­με­σα στους ε­στέ­τ, πα­ρό­τι αυ­τό, φαι­νο­με­νι­κά του­λά­χι­στον, μοιά­ζει ε­ντε­λώς α­σύμ­βα­το προς το τρα­χύ στοι­χείο του τό­που κα­τα­γω­γής του. Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ως δη­μο­σιο­γρά­φος ή­ταν η α­κρι­βο­λο­γία και η φρο­ντί­δα, που έ­δει­χνε στις τυ­πο­γρα­φι­κές διορ­θώ­σεις. Σπά­νια του διέ­φευ­γε έ­να lapsus calami, ό­πως ε­κεί­νο στο άρ­θρο του «Σκρίπ», που α­να­δη­μο­σιεύε­ται στο πρό­σφα­το τεύ­χος των «Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Τε­τρα­δίων». Γρά­φει Μω­ραϊτί­νης α­ντί Μω­ραϊτί­δης. Συγ­χω­ρη­τό λά­θος, α­φού ο Τί­μος Μω­ραϊτί­νης, συ­νο­μή­λι­κος και συ­νά­δελ­φός του στη δη­μο­σιο­γρα­φία, στά­θη­κε στε­νός φί­λος, που δια­πνεό­ταν α­πό την ί­δια ρο­μα­ντι­κή διά­θε­ση. Το άρ­θρο του «Σκρίπ» α­να­φε­ρό­ταν στην βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή. Να προ­σθέ­σου­με ό­τι ο Πα­πα­ντω­νίου ή­ταν λά­τρης της βυ­ζα­ντι­νής μου­σι­κής και έ­ψελ­νε ο ί­διος, ό­χι α­πό το χω­ρο­στά­σιο αλ­λά κα­τ’ ι­δίαν. Το τε­λευ­ταίο υ­πό­μνη­μά του στην Ακα­δη­μία α­φο­ρού­σε την εκ­κλη­σια­στι­κή μου­σι­κή.

Ο άλ­λος μι­σός

Όμως ο Πα­πα­ντω­νίου ποιη­τής, διη­γη­μα­το­γρά­φος, κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνίας, συγ­γρα­φέ­ας τα­ξι­διω­τι­κών κει­μέ­νων και παι­δι­κών α­να­γνω­σμά­των, εν ο­λί­γοις ο Πα­πα­ντω­νίου των νε­ο­ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των, εί­ναι ο μι­σός Πα­πα­ντω­νίου. Ο άλ­λος μι­σός εί­ναι, πρω­τί­στως, ο τε­χνο­κρι­τι­κός μα­ζί με τον διευ­θυ­ντή της Εθνι­κής Πι­να­κο­θή­κης, με­τά ο σκι­τσο­γρά­φος και πιο πί­σω ο ι­μπρε­σιο­νι­στής το­πιο­γρά­φος. Στον χρω­στή­ρα και τη χιου­μο­ρι­στι­κή σχε­διο­γρα­φία θα τον λέ­γα­με αυ­το­δί­δα­κτο, α­σχέ­τως αν έ­να διά­στη­μα πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα ζω­γρα­φι­κής, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας σπου­δές ια­τρι­κής. Ωστό­σο, στην τέ­χνη και την αι­σθη­τι­κή μυή­θη­κε στα χρό­νια του Πα­ρι­σιού, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας σχε­τι­κές δια­λέ­ξεις. Κα­τά εύ­νοια της τύ­χης, η τριε­τής πα­ρα­μο­νή του στη γαλ­λι­κή πρω­τεύου­σα συ­μπί­πτει με ρι­ζι­κές α­να­κα­τα­τά­ξεις και έ­ντο­νες ζυ­μώ­σεις στο πε­δίο των ει­κα­στι­κών τε­χνών, κα­θώς, τό­τε, το κί­νη­μα του μο­ντερ­νι­σμού έ­χει ή­δη κερ­δί­σει τις πρώ­τες μά­χες και ει­σέρ­χε­ται θριαμ­βευ­τι­κά στο καλ­λι­τε­χνι­κό προ­σκή­νιο. Ενδε­χο­μέ­νως ε­κεί να “έ­δε­σε” και η κα­το­πι­νή στε­νή του φι­λία με τον Κω­στή Παρ­θέ­νη. Πέ­ραν της τέ­χνης, υ­πήρ­χε με­τα­ξύ τους έ­να ε­πι­πλέ­ον στοι­χείο, που πρέ­πει να συ­νέ­τει­νε στο δε­σμό φι­λίας. Ήταν η κοι­νή α­γρα­φιώ­τι­κη κα­τα­γω­γή τους.
Στο Πα­ρί­σι, πά­ντως, ο Πα­πα­ντω­νίου ε­ξοι­κειώ­θη­κε με την ευ­ρω­παϊκή καλ­λι­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση και τις νεό­τε­ρες καλ­λι­τε­χνι­κές τά­σεις. Απο­κτά, δη­λα­δή, μια ευ­ρύ­τε­ρη ε­πο­πτεία γαλ­λο­κε­ντρι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού. Έτσι, ο­πλι­σμέ­νος με γνώ­σεις, καλ­λιερ­γη­μέ­νο έν­στι­κτο, διεισ­δυ­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα και εν­θου­σιώ­δης ο­πα­δός του ι­μπρε­σιο­νι­σμού εμ­φα­νί­ζε­ται σε μια α­πό τις α­πο­φα­σι­στι­κές φά­σεις της νε­ο­ελ­λη­νι­κής τέ­χνης. Μέ­σα α­πό τα τε­χνο­κρι­τι­κά του κεί­με­να, κυ­ρίως στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα», δια­δρα­μα­τί­ζει ση­μαί­νο­ντα ρό­λο, για­τί ω­θεί σε α­να­νέω­ση ή, σω­στό­τε­ρα, σε ε­ξευ­ρω­παϊσμό την α­σκού­με­νη ως τό­τε πε­ρι­στα­σια­κά α­πό λο­γο­τέ­χνες και δια­νοού­με­νους τε­χνο­κρι­τι­κή. Οι κρι­τι­κές του, μα­ζί με το κομ­ψό τους ύ­φος και τις εύ­στο­χες πα­ρα­τη­ρή­σεις τους, έ­φτα­σαν να λει­τουρ­γούν ως πρό­τυ­πο στην κρι­τι­κή των ει­κα­στι­κών τε­χνών, του­λά­χι­στον μέ­χρι να εμ­φα­νι­στούν κά­ποιοι νεό­τε­ροι με σπου­δές ι­στο­ρι­κού τέ­χνης, ό­πως ο Πα­ντε­λής Πρε­βε­λά­κης, ο Άγγε­λος Προ­κο­πίου κ.ά.
Βα­σι­κό του προ­σόν ως τε­χνο­κρι­τι­κός εί­ναι το ό,τι α­πο­φεύ­γει τον στόμ­φο, το ε­ξε­ζη­τη­μέ­νο ύ­φος με προ­σμί­ξεις ι­διό­λε­κτου, την πε­ριτ­το­λο­γία και τις αι­σθη­μα­το­λο­γι­κές δια­χύ­σεις, χω­ρίς, βε­βαίως, να ε­ξα­λεί­φε­ται η μα­χη­τι­κή του διά­θε­ση. Το α­ντί­θε­το, στην πο­λε­μι­κή του μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί σκλη­ρός, α­φού για με­γά­λο διά­στη­μα ε­κλαμ­βα­νό­ταν ως “αυ­θε­ντία”, η ο­ποία γε­νι­κώς χα­ντά­κω­νε ή, α­ντι­θέ­τως, ε­πέ­βα­λε εκ του μη­δε­νός καλ­λι­τέ­χνες. Ως κα­θο­λι­κή α­ντί­λη­ψη εί­ναι α­νυ­πό­στα­τη. Μό­νο σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις ευ­στα­θεί, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, αυ­τή του Γε­ρά­σι­μου Στέ­ρη, που δέχ­θη­κε ό­ντως αρ­νη­τι­κά πυ­ρά ε­νώ, α­ντί­στοι­χα, οι Παρ­θέ­νης και Μα­λέ­ας τι­μη­τι­κά. Στο ση­μείο αυ­τό, εάν κά­ποιος στα­θεί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά α­πορ­ρι­πτι­κός α­πέ­να­ντί του, πα­ρα­βιά­ζει α­νοι­χτές θύ­ρες. Πρέ­πει να λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι η αι­σθη­τι­κή παι­δεία του Πα­πα­ντω­νίου καλ­λιερ­γή­θη­κε ε­μπει­ρι­κά και ό­τι βρι­σκό­ταν προ­ση­λω­μέ­νη στις ι­μπρε­σιο­νι­στι­κές και με­ταϊμπρε­σιο­νι­στι­κές τά­σεις της τέ­χνης. Αρνεί­το, δη­λα­δή, να υιο­θε­τή­σει στον ί­διο βαθ­μό νεό­τε­ρα καλ­λι­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα και πρό­βα­λε α­ντιρ­ρή­σεις, κά­πο­τε πει­σμα­τι­κές, α­πέ­να­ντι στον εξ­πρε­σιο­νι­σμό, τον κυ­βι­σμό και σε ο­ρι­σμέ­νες άλ­λες πρω­το­πο­ρια­κές α­να­ζη­τή­σεις κα­τά την πε­ρίο­δο του Με­σο­πο­λέ­μου.
Δυ­στυ­χώς τα τε­χνο­κρι­τι­κά του κεί­με­να δεν εί­δαν πο­τέ μορ­φή βι­βλίου. Μέ­νουν δια­σκορ­πι­σμέ­να στα έ­ντυ­πα που δη­μο­σιεύ­τη­καν. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί μια μι­κρή αν­θο­λό­γη­ση, η ο­ποία κυ­κλο­φό­ρη­σε στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’60, με ε­πι­μέ­λεια του κα­θη­γη­τή Φαί­δω­να Κ. Μπου­μπου­λί­δη και κά­ποιες, κα­τά και­ρούς, με­μο­νω­μέ­νες α­να­δη­μο­σιεύ­σεις κει­μέ­νων του σε τό­μους σχε­τι­κούς με τις ει­κα­στι­κές τέ­χνες.

Εμμο­νή στον Γκρέ­κο

Χρο­νι­κά, τον δη­μο­σιο­γρά­φο Πα­πα­ντω­νίου δια­δέ­χτη­κε ο κα­θη­γη­τής (έ­δρα Αι­σθη­τι­κής και Ιστο­ρίας της Τέ­χνης) στη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών α­πό το 1922 μέ­χρι το 1938. Ενώ, ή­δη, α­πό το 1918, α­νέ­λα­βε διευ­θυ­ντής της Εθνι­κής Πι­να­κο­θή­κης, στην ο­ποία τα­ξι­νο­μεί τις υ­πάρ­χου­σες συλ­λο­γές, φι­λο­δο­ξώ­ντας να την ορ­γα­νώ­σει σε α­νοι­χτό μου­σείο για το πλα­τύ κοι­νό και φο­ρέα καλ­λι­τε­χνι­κής παι­δείας. Επί­σης, την ε­μπλου­τί­ζει, φέρ­νο­ντας Μα­λέα, Παρ­θέ­νη, Γα­λά­νη και άλ­λους νεό­τε­ρους καλ­λι­τέ­χνες, δί­πλα σε έρ­γα πρωϊμό­τε­ρων καλ­λι­τε­χνών του πρώ­του διευ­θυ­ντή, του ζω­γρά­φου Γιώρ­γου Ια­κω­βί­δη. Το με­γά­λο του ε­πί­τευγ­μα ή­ταν η α­γο­ρά, το 1931, ε­νός Γκρέ­κο, του μο­να­δι­κού ι­διό­χει­ρου έρ­γου του Θε­ο­το­κό­που­λου, που έ­χει έως σή­με­ρα η Πι­να­κο­θή­κη. Απέ­σπα­σε α­πό τον Αλέ­ξαν­δρο Πα­πα­να­στα­σίου πέ­ντε ε­κα­τομ­μύ­ρια δραχ­μές για τη «Συ­ναυ­λία των Αγγέ­λων». Φαί­νε­ται ό­τι ο Θε­ο­το­κό­που­λος βρι­σκό­ταν α­νά­με­σα στις εμ­μο­νές του Πα­πα­ντω­νίου, α­φού ο ε­ναρ­κτή­ριος λό­γος του στην Ακα­δη­μία α­φο­ρού­σε τον μέ­τοι­κο του Το­λέ­δο. Εκφω­νή­θη­κε, μά­λι­στα, σε ά­πται­στη δη­μο­τι­κή, ε­ξε­γεί­ρο­ντας τους α­διάλ­λα­κτους ο­πα­δούς της κα­θα­ρεύου­σας. Αγω­νι­στής της δη­μο­τι­κής α­πό το 1904, που ι­δρύ­θη­κε η «Εται­ρεία Εθνι­κής Γλώσ­σας», στις α­ντι­δρά­σεις δή­λω­σε ό­τι δεν πρό­κει­ται να αλ­λά­ξει γλωσ­σι­κές πε­ποι­θή­σεις. Ξύ­πνη­σε, δη­λα­δή, κά­ποιο κα­τά­λοι­πο α­τα­βι­σμού α­πό τον πεί­σμο­να και α­διάλ­λα­κτο στις ι­δέες του Αγρα­φιώ­τη.

Τε­λι­κά, α­να­φύε­ται το εύ­λο­γο ε­ρώ­τη­μα: Εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν ό­λον αυ­τόν τον Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νίου να τον χα­ρί­ζει το κλει­νόν ά­στυ α­πο­κλει­στι­κά στην Ευ­ρυ­τα­νία; Φαί­νε­ται, ό­μως, ό­τι εί­ναι. Κά­τω α­πό την πίε­ση του φαι­νο­μέ­νου της “πα­γκο­σμιο­ποίη­σης”, ού­τε ως λο­γο­τε­χνι­κή α­ξία ε­κτι­μά­ται πλέ­ον, αλ­λά ού­τε ως προ­δρο­μι­κή μορ­φή της τε­χνο­κρι­τι­κής. Η Ιστο­ρία, τό­σο η γε­νι­κή ό­σο και η ει­δι­κή με τις υ­πο­διαι­ρέ­σεις της, α­φή­νει συ­χνά έ­να αί­σθη­μα με­λαγ­χο­λίας, για­τί μοιά­ζει σαν να κρα­τά­ει στη σκιά ο­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα, τα ο­ποία, κα­τά την κρί­ση μας, δεν θα έ­πρε­πε. Ανά­με­σα σε αυ­τά τα πρό­σω­πα, που α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται ως σκιώ­δη, θεω­ρού­με, υ­πο­κει­με­νι­κά πά­ντα, ό­τι βρί­σκε­ται και ο Πα­πα­ντω­νίου. Ως διάτ­το­ντας α­στέ­ρας διέ­γρα­ψε κά­πο­τε τη φω­τει­νή του τρο­χιά και ύ­στε­ρα έ­σβη­σε. Εάν α­να­ζη­τή­σου­με ευ­θύ­νες πά­νω σ’ αυ­τό, ο­ρι­σμέ­νες ε­πι­βα­ρύ­νουν και τον ί­διον. Χω­ρίς κα­μία πρό­νοια α­κρο­βα­τού­σε και, τε­λι­κά, σκορ­πί­στη­κε με­τα­ξύ ποίη­σης, πε­ζο­γρα­φίας και τε­χνο­κρι­τι­κής. Έπε­σε, δη­λα­δή, σε δι­χο­τό­μη­ση, αν ό­χι σε τρι­χο­τό­μη­ση. Έτσι, το ό­λον της πνευ­μα­τι­κής του διά­στα­σης ο­δη­γή­θη­κε σε α­να κα­τη­γο­ρία ε­πι­με­ρι­σμό και δια­με­λί­στη­κε. Ήθε­λές τα κι έ­πα­θές τα, ό­πως λέ­νε στ’ Άγρα­φα. Ας στε­κό­ταν στο βίο του πιο προ­νο­η­τι­κός ή λι­γό­τε­ρο πο­λυ­διά­στα­τος.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σε ξυλογραφία του χαράκτη Α. Τάσσου, 1934