Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Η τριαδική Εστία

Άννα Κα­ρα­κα­τσού­λη
«Στη χώ­ρα των βι­βλίων.
Η εκ­δο­τι­κή ι­στο­ρία
του Βι­λιο­πω­λείου της Εστίας,
1885-2010»
Πρό­λο­γος Νά­σος Βα­γε­νάς
Οι εκ­δό­σεις των συ­να­δέλ­φων
Δε­κέμ­βριος 2011

Ο γενάρχης του Βιβλιοπωλείου
και των Εκδόσεων Εστία, Γεώργιος Κασδόνης


Η Εστία, δη­λα­δή το τρί­πτυ­χο πε­ριο­δι­κό-βι­βλιο­πω­λείο-εκ­δο­τι­κός οί­κος, για να κρα­τή­σου­με τη δια­δο­χή κα­τά χρο­νι­κή σει­ρά εμ­φά­νι­σης, συ­νι­στά μια μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση στο χώ­ρο του βι­βλίου. Το ση­μα­ντι­κό, ό­μως, εί­ναι ό­τι α­πο­τε­λεί και μια ε­ξαι­ρε­τι­κή πα­ρου­σία στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, ο ο­ποίος εί­ναι ε­κεί­νος που κα­τ’ ε­ξο­χήν εν­δια­φέ­ρει, ό­ταν πρό­κει­ται για το πο­λι­τι­σμι­κό προϊόν, που α­πο­κα­λεί­ται βι­βλίο.
Η μο­να­δι­κό­τη­τα του συ­γκε­κρι­μέ­νου τρί­πτυ­χου έ­γκει­ται στο γε­γο­νός ό­τι ξε­τυ­λί­γε­ται χρο­νι­κά υ­πό αυ­τήν τη μορ­φή, έ­χο­ντας ως γε­νε­σιουρ­γό πυ­ρή­να το πε­ριο­δι­κό και κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τη μα­κρο­βιό­τη­τα και των τριών σκε­λών του. Όσο για το τε­λευ­ταίο, δη­λα­δή τη μα­κρο­βιό­τη­τα, δεν πρό­κει­ται για τη μα­κρο­χρό­νια ε­πι­βίω­ση ε­νός α­πο­στεω­μέ­νου κε­λύ­φους, που ε­νίο­τε α­πο­λαμ­βά­νουν ο­ρι­σμέ­να πε­ριο­δι­κά ή και εκ­δο­τι­κοί οί­κοι, αλ­λά για τη δια­τή­ρη­ση της ση­μα­σίας των τριών με­ρών στο πε­δίο των γραμ­μά­των.
Το πε­ριο­δι­κό, το μο­να­δι­κό σκέ­λος του τρί­πτυ­χου, που α­που­σία­σε για μια α­κε­ραία γε­νεά και ε­πα­νεμ­φα­νί­στη­κε με­τά 32 χρό­νια στους ί­διους κόλ­πους, με μι­κρή μό­νο πα­ραλ­λα­γή του ο­νό­μα­τός του, ως «Νέα Εστία», χαί­ρει, τη­ρου­μέ­νων των α­να­λο­γιών, της ί­διας ε­κτί­μη­σης με ε­κεί­νη που α­πο­λάμ­βα­νε στο Με­σο­πό­λε­μο. Το βι­βλιο­πω­λείο, εν μέ­σω κα­τα­στη­μά­των, που προ­βάλ­λουν το λε­γό­με­νο μπε­στ σέ­λε­ρ, ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι μια νη­σί­δα ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, ό­χι μό­νο λό­γω της πρα­μά­τειάς του αλ­λά και χά­ρις στον τρό­πο που την α­πλώ­νει σε βι­τρί­νες και ρά­φια αλ­λά και την δεί­χνει με υ­παλ­λή­λους, που δεν πλα­σά­ρουν προϊό­ντα μιας χρή­σης. Τέ­λος, ο εκ­δο­τι­κός οί­κος, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, που η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία α­πει­λεί­ται με με­τάλ­λα­ξη, φαι­νό­με­νο κα­τα­στρο­φι­κό­τε­ρο και αυ­τού του α­φα­νι­σμού, κά­νει τις ε­πι­λο­γές του με λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια.

Ο χα­ρα­κτή­ρας της με­λέ­της

Κα­τά τον ζα­κύν­θιο λό­γιο και πρώ­το έλ­λη­να βι­βλιο­θη­κο­νό­μο Δη­μή­τρη Μάρ­γα­ρη, στα μά­τια των νέων της δε­κα­ε­τίας του 1880, το πε­ριο­δι­κό «Εστία» φαι­νό­ταν ως η «Revue des Deux Mondes» της Ελλά­δος. Συ­μπτω­μα­τι­κά, η Άννα Κα­ρα­κα­τσού­λη, στη δι­δα­κτο­ρι­κή της δια­τρι­βή, ε­ντρύ­φη­σε στο εν λό­γω γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό, που ξε­κί­νη­σε το 1829 και συ­νε­χί­ζει μέ­χρι σή­με­ρα, έ­χο­ντας κα­τα­κτή­σει τον τίτ­λο του μα­κρο­βιό­τε­ρου ευ­ρω­παϊκού πε­ριο­δι­κού. Οπό­τε, η ε­να­σχό­λη­σή της με την ι­στο­ρία της Εστίας δεί­χνει σαν μια λο­γι­κή συ­νέ­χεια. Ωστό­σο, ή­δη, με τον υ­πό­τιτ­λο της με­λέ­της της, προϊδεά­ζει ό­τι θα δώ­σει την έμ­φα­ση στο Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας και συ­γκε­κρι­μέ­να, στη λει­τουρ­γία του ως εκ­δο­τι­κού οί­κου. Μια πα­ρό­μοια σύλ­λη­ψη του θέ­μα­τος έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι α­κυ­ρώ­νει την τρια­δι­κή υ­πό­στα­ση της Εστίας, που στά­θη­κε το μυ­στι­κό της μα­κρο­βιό­τη­τάς της. Κι ό­ταν, στο ε­πι­λο­γι­κό κε­φά­λαιο, η με­λε­τή­τρια α­πο­κα­λεί την Εστία “μια με­γά­λη κυ­ρία” εί­ναι σαν να υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται μια χω­λή με­γά­λη κυ­ρία.
Όπως δη­λώ­νε­ται και με τον τίτ­λο της με­λέ­της, αυ­τή η πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση της ι­στο­ρίας της Εστίας το­πο­θε­τεί­ται στο νεό­τε­ρο κλά­δο της ι­στο­ριο­γρα­φίας, που συ­νι­στά η σύγ­χρο­νη ι­στο­ρία του βι­βλίου. Με άλ­λα λό­για, πα­ρου­σιά­ζει το α­ντι­κεί­με­νό της μέ­σα στο χώ­ρο του βι­βλίου και δευ­τε­ρευό­ντως, της λο­γο­τε­χνίας. Μό­νο που με αυ­τήν την το­πο­θέ­τη­ση, το εγ­χεί­ρη­μα δεί­χνει πρω­θύ­στε­ρο, α­φού, ό­πως α­να­φέ­ρει η με­λε­τή­τρια ει­σα­γω­γι­κά, ο γη­γε­νής εκ­δο­τι­κός χώ­ρος εί­ναι α­χαρ­το­γρά­φη­τος. Πράγ­μα­τι, με­τρη­μέ­νοι εί­ναι οι μέ­χρι σή­με­ρα εκ­δο­τι­κοί οί­κοι που κυ­κλο­φό­ρη­σαν εκ­δό­σεις με το ι­στο­ρι­κό τους, χω­ρίς ω­στό­σο α­ξιώ­σεις πραγ­μα­τείας. Από την Εστία α­να­με­νό­ταν να κά­νει την αρ­χή. Αντ’ αυ­τού, η Κα­ρα­κα­τσού­λη προ­σπα­θεί να κα­λύ­ψει τον ευ­ρύ­τε­ρο εκ­δο­τι­κό χώ­ρο, πε­ριο­ρί­ζο­ντας το κυ­ρίως θέ­μα της.
Ένα α­πό τα ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της Εστίας εί­ναι και ο τρό­πος που ε­ξα­σφά­λι­σε την μα­κρο­βιό­τη­τά της. Δη­λα­δή, το γε­γο­νός ό­τι α­κο­λού­θη­σε την ελ­λη­νι­κή συ­ντα­γή της οι­κο­γε­νεια­κής ε­πι­χεί­ρη­σης, α­νε­ξάρ­τη­τα με το ε­κά­στο­τε νο­μι­κό πρό­σω­πο που υιο­θέ­τη­σε. Οπό­τε, οι α­φη­γή­σεις του στε­νού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, με τη συ­μπλή­ρω­ση των α­παι­τού­με­νων ψη­φί­δων, θα έ­δι­ναν τη μο­να­δι­κή ό­σο και συ­ναρ­πα­στι­κή ι­στο­ρία της. Βε­βαίως, το πό­σο συ­ναρ­πα­στι­κή εί­ναι μια ι­στο­ρία ε­ξαρ­τά­ται πά­ντα α­πό τον τρό­πο που θα την α­φη­γη­θείς. Κι αυ­τός εί­ναι μεν θέ­μα δε­ξιό­τη­τας, αλ­λά εί­ναι και συ­νάρ­τη­ση του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, στο ο­ποίο ο συγ­γρα­φέ­ας της α­πευ­θύ­νε­ται. Το βι­βλίο της Κα­ρα­κα­τσού­λη φαί­νε­ται να έ­χει ως ι­δε­α­τό πα­ρα­λή­πτη τον α­να­γνώ­στη δο­κι­μίων και με­λε­τών, με α­ξιώ­σεις έ­ρευ­νας και ε­παρ­κούς ε­πο­πτείας. Ένας πα­ρό­μοιος α­να­γνώ­στης δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για την μι­κροϊστο­ρία, που συ­νή­θως πε­ριέ­χει συ­ναρ­πα­στι­κά στοι­χεία. Ού­τε, ό­μως, συγ­χω­ρεί α­βλε­ψίες και με­ρο­λη­ψίες σαν ε­κεί­νες που α­πα­ντώ­νται στις βιο­γρα­φι­κού τύ­που α­φη­γή­σεις. Κι ό­μως, πα­ρά την ευ­ρεία ο­πτι­κή του βι­βλίου, δη­μιουρ­γεί­ται η ε­ντύ­πω­ση, σε ο­ρι­σμέ­νες πτυ­χές, ό­τι η με­λε­τή­τρια α­να­λαμ­βά­νει ρό­λο υ­πε­ρα­σπι­στή.

Ο ευ­ρω­παϊκός αέ­ρας

Η ει­σα­γω­γή της με­λέ­της ξε­κι­νά­ει με γε­νι­κό­τη­τες πε­ρί της ι­στο­ρίας του βι­βλίου και πα­ρα­πο­μπές στην ξέ­νη βι­βλιο­γρα­φία, ό­που θα ή­ταν προ­σφο­ρό­τε­ρη η α­να­φο­ρά στα υ­πάρ­χο­ντα με­τα­φρα­σμέ­να βι­βλία, για να πε­ρά­σει στη συ­νέ­χεια στον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο. Εδώ, φαί­νε­ται να δί­νε­ται μι­κρό­τε­ρη ση­μα­σία στο γη­γε­νές το­πίο έ­να­ντι του ευ­ρω­παϊκού. Ενδει­κτι­κά της σχε­τι­κής υ­πο­τί­μη­σης εί­ναι τα λα­θά­κια, που πα­ρει­σφρέ­ουν, ό­πως, λ.χ., η πα­ρα­φθο­ρά του ο­νό­μα­τος του δεύ­τε­ρου ελ­λη­νι­κού τυ­πο­γρα­φείου του Κων­στα­ντί­νου Γκαρ­μπο­λά ή τα α­τά­κτως ερ­ριμ­μέ­να πρώ­τα ε­παρ­χια­κά τυ­πο­γρα­φεία. Εδώ, δεν α­να­φέ­ρε­ται το τυ­πο­γρα­φείο της Χαλ­κί­δας, ε­νώ προ­τάσ­σε­ται ε­κεί­νο της Πά­τρας έ­να­ντι της Σύ­ρου και της Κέρ­κυ­ρας έ­να­ντι της Ζα­κύν­θου. Ενδει­κτι­κός εί­ναι και ο τρό­πος α­να­φο­ράς. Ακρι­βής με­τά υ­πο­σε­λί­διων ση­μειώ­σεων, ό­ταν πρό­κει­ται για τους Ζε­ράρ Ζε­νέτ ή Πιέρ Μπουρ­ντιέ, γε­νι­κό­λο­γος, ό­ταν α­φο­ρά την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­πως, λ.χ., η κα­τά­τα­ξη του εκ­δο­τι­κού οί­κου του Κέ­δρου στους εκ­δό­τες στρα­τευ­μέ­νων βι­βλίων. Μά­λι­στα, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, δεί­χνει να πα­ρα­νο­εί τις στο­χεύ­σεις ε­νός έρ­γου, ό­πως η πλη­ρο­φο­ρία ό­τι οι κα­τά­λο­γοι των λο­γο­τε­χνι­κών βρα­βείων στην Ιστο­ρία του Αλέξ. Αργυ­ρίου δεν α­να­φέ­ρουν τον εκ­δό­τη, ε­νώ η εν λό­γω Ιστο­ρία γε­νι­κώς δεν α­να­φέ­ρει εκ­δό­τες. Αλλού πά­λι δη­λώ­νει έλ­λει­ψη κρι­τι­κής διά­θε­σης, ό­πως η α­πο­φυ­γή α­να­φο­ράς των λό­γων που δια­κό­πη­καν τα ε­ρευ­νη­τι­κά προ­γράμ­μα­τα της πρώ­της πε­ριό­δου του Ε.ΚΕ.ΒΙ..
Τον ί­διο τρό­πο συ­γκρό­τη­σης α­κο­λου­θεί η με­λε­τή­τρια και στο κυ­ρίως σώ­μα της με­λέ­της. Έχο­ντας ε­πι­λέ­ξει τη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά πα­ρου­σία­σης, σκια­γρα­φεί κά­θε φο­ρά ει­σα­γω­γι­κά το ι­στο­ρι­κο­πο­λι­τι­κό πλαί­σιο, προ­σθέ­το­ντας κά­ποια κοι­νω­νιο­λο­γι­κά στοι­χεία, με­τά α­να­φέ­ρε­ται στα εκ­δο­τι­κά και ύ­στε­ρα ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην Εστία. Η με­λέ­τη χω­ρί­ζε­ται σε πέ­ντε κε­φά­λαια, ό­σοι οι διευ­θυ­ντές του εκ­δο­τι­κού οί­κου: Γεώρ­γιος Κασ­δό­νης - Ιωάν­νης Δ. Κολ­λά­ρος - Κων­στα­ντί­νος Σα­ρα­ντό­που­λος - Μα­ρί­να Κα­ραϊτί­δη -Εύα Κα­ραϊτι­δη. Όλοι τους μέ­λη της ί­διας οι­κο­γέ­νειας. Η αλ­λα­γή των ε­πω­νύ­μων ο­φεί­λε­ται στην α­τυ­χία των τριών πρώ­των. Ο μεν γε­νάρ­χης α­πε­βίω­σε νέ­ος, ε­νώ οι δυο άλ­λοι δεν α­πέ­κτη­σαν άρ­ρε­να α­πό­γο­νο. Οι τέσ­σε­ρις πρώ­τοι ή­ταν βι­βλιο­πώ­λες-εκ­δό­τες. Στη ση­με­ρι­νή, πέ­μπτη γε­νιά, που, τε­λι­κά, προέ­κυ­ψε ζεύ­γος α­πο­γό­νων, η με­λέ­τη πα­ρα­κο­λου­θεί το σκέ­λος του εκ­δο­τι­κού οί­κου, που έ­χει α­να­λά­βει η κό­ρη. Άλλω­στε, α­πό την με­τα­πο­λί­τευ­ση και ύ­στε­ρα, στη δη­μό­σια ει­κό­να της ε­πι­χεί­ρη­σης, κυ­ριαρ­χεί η γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία.

Ο πα­ρα­με­λη­μέ­νος Κασ­δό­νης

Πι­στεύου­με ό­τι ο­ρι­σμέ­να λα­θά­κια της με­λέ­της ο­φεί­λο­νται, με βά­ση και τις πα­ρα­πο­μπές, σε α­νε­παρ­κή ε­νη­μέ­ρω­ση. Γε­νι­κώς, η με­λε­τή­τρια προ­τι­μά δη­μο­σιο­γρα­φι­κές και εκ­δο­τι­κά πρό­σφα­τες πη­γές. Ωστό­σο, ο­ρι­σμέ­νες α­πό αυ­τές έ­χουν κρι­θεί α­να­ξιό­πι­στες και θα έ­πρε­πε ό­σα στοι­χεία τους υιο­θε­τού­νται να ε­λέγ­χο­νται. Το ί­διο ι­σχύει και για τις πά­σης φύ­σεως μαρ­τυ­ρίες. Κα­τ’ αρ­χήν, για τον γε­νάρ­χη της οι­κο­γέ­νειας Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη, θα α­να­με­νό­ταν έ­να πλη­ρέ­στε­ρο βιο­γρα­φι­κό, το ο­ποίο δεν ευ­τύ­χη­σε μέ­χρι σή­με­ρα να α­πο­κτή­σει. Επί τρο­χά­δην, ση­μειώ­νου­με ό­τι λεί­πει το έ­τος γέν­νη­σης, ε­νώ εί­ναι λαν­θα­σμέ­νη η η­με­ρο­μη­νία θα­νά­του του. Απε­βίω­σε μια μέ­ρα αρ­γό­τε­ρα, στις 4 Νο­εμ­βρίου 1900, η­μέ­ρα Σάβ­βα­το. Ήταν, πράγ­μα­τι, α­δελ­φός του Βα­σί­λειου Κασ­δό­νη, που δια­φη­μί­ζει την ε­πι­χεί­ρη­σή του στο πε­ριο­δι­κό. Όσο για τον διά­δο­χό του, Ιωάν­νη Δ. Κολ­λά­ρο, α­να­φέ­ρε­ται α­ο­ρί­στως ως α­νι­ψιός του. Το μό­νο γνω­στό σε ε­μάς στοι­χείο εί­ναι ό­τι η α­δελ­φή του Κασ­δό­νη, Μα­ρία, εί­χε πα­ντρευ­τεί τον Κο­σμά Κολ­λά­ρο. Η με­λε­τή­τρια ε­ντο­πί­ζει έ­ναν Νι­κό­λαο Κολ­λά­ρο στο Βου­κου­ρέ­στι, χω­ρίς να α­να­φέ­ρει αν πρό­κει­ται για συγ­γε­νή. Την ε­πι­χεί­ρη­ση, πά­ντως, την πα­ρέ­λα­βε ο α­νι­ψιός, ό­χι λό­γω α­που­σίας τέ­κνων. Υπήρ­χαν τρία, έ­να α­γό­ρι και δυο κο­ρί­τσια. Ο Κασ­δό­νης, ό­μως, α­πε­βίω­σε σχε­τι­κά νέ­ος, α­πό φυ­μα­τίω­ση, και τα τέ­κνα θα πρέ­πει να ή­ταν μι­κρά. Ωστό­σο, στα αρ­χεία της ε­πι­χεί­ρη­σης, ει­κά­ζου­με ό­τι θα πρέ­πει να α­να­φέ­ρο­νται τα με­ρί­διά τους στην κλη­ρο­νο­μιά, ό­πως και ε­κεί­νο της συ­ζύ­γου του Σο­φίας Δια­μα­ντί­δη. Να ση­μειώ­σου­με α­κό­μη, ό­τι, ως συγ­γρα­φέ­ας ο Κασ­δό­νης, α­πό κοι­νού με τον Δρο­σί­νη, δεν συ­νέ­τα­ξε μό­νο τα Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Ανα­γνώ­σμα­τα για την τρί­τη τά­ξη του γυ­μνα­σίου, αλ­λά και ε­κεί­να της πρώ­της και της δεύ­τε­ρης, που και τα τρία εκ­δό­θη­καν το 1884. Επί­σης, ό­τι α­νέ­λα­βε αρ­χι­κά το πε­ριο­δι­κό «Εστία» α­πό τον ι­δρυ­τή και πρώ­το διευ­θυ­ντή του Παύ­λο Διο­μή­δη μα­ζί με τον Θεό­δω­ρο Μα­γκά­κη. Και οι δυο α­να­φέ­ρο­νται ως υ­πάλ­λη­λοι του Διο­μή­δη.

Ο πρώσ­σος τυ­πο­γρά­φος

Το ι­στο­ρι­κό του πε­ριο­δι­κού «Εστία» πα­ρου­σιά­ζε­ται εν συ­ντο­μία ως “προϊστο­ρία” του Βι­βλιο­πω­λείου. Και πά­λι, πα­ρει­σφρέ­ουν κά­ποιες α­βλε­ψίες. Λ.χ., η αρ­χι­κή τι­μή του ή­ταν μεν μια δε­κά­ρα, αλ­λά τρεις μή­νες αρ­γό­τε­ρα, μή­να Απρί­λιο, η με­γά­λη ζή­τη­ση έ­φε­ρε τον δι­πλα­σια­σμό της τι­μής, φθά­νο­ντας αρ­γό­τε­ρα τα 25 λε­πτά. Το «Δελ­τίο της Εστίας» δεν ή­ταν και­νο­το­μία του Κασ­δό­νη, α­φού, ό­ταν ξε­κί­νη­σε, Ια­νουά­ριο 1877, ε­κεί­νος βρι­σκό­ταν στο Βου­κου­ρέ­στι. Η με­το­νο­μα­σία του πε­ριο­δι­κού σε «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη Εστία» έ­γι­νε την 1η Ια­νουα­ρίου 1890 και ό­χι Ια­νουά­ριο του 1893.
Όσο για τις πλη­ρο­φο­ρίες σχε­τι­κά με το Τυ­πο­γρα­φείο της Εστίας και το τέ­λος του πρώσ­σου τυ­πο­γρά­φου Κά­ρο­λου Μάϊσνε­ρ, κα­λό θα ή­ταν να ε­λεγχ­θεί η πλη­ρο­φο­ρία ό­τι διώχ­θη­κε ως δω­σί­λο­γος κα­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Κά­ποιος διώχ­θη­κε, αλ­λά αυ­τός ή­ταν ο υιός Μάϊσνερ. Ο πα­τέ­ρας εί­χε έρ­θει νέ­ος και ως γνώ­στης των νέων τυ­πο­γρα­φι­κών με­θό­δων, για τις ο­ποίες συ­νε­χώς ε­νη­με­ρω­νό­ταν, πρό­σφε­ρε πολ­λά στον εκ­συγ­χρο­νι­σμό της ελ­λη­νι­κής τυ­πο­γρα­φίας. Κα­τά τα άλ­λα, η με­λε­τή­τρια κα­τα­φεύ­γει συ­χνά σε ει­κα­σίες. Με­τα­ξύ άλ­λων πι­θα­νο­λο­γεί ό­τι το Τυ­πο­γρα­φείο της Εστίας ή­ταν έ­μπνευ­ση του Δρο­σί­νη. Τα πράγ­μα­τα ε­δώ έ­χουν ως ε­ξής: Το 1890, το πε­ριο­δι­κό τυ­πω­νό­ταν στο Τυ­πο­γρα­φείο του Ανέ­στη Κων­στα­ντι­νί­δη, που εί­χε πά­ρει τις ε­γκα­τα­στά­σεις του Λά­μπρου Κο­ρο­μη­λά, ό­ταν ε­κεί­νος έ­κλει­σε την ε­φη­με­ρί­δα του, και μα­ζί τον διευ­θυ­ντή τους, “τον ε­πι­στή­μο­να Γερ­μα­νόν πιε­στή κ. Μάϊσνε­ρ”. Εκεί ο Δρο­σί­νης γνω­ρί­ζει τον Μάϊσνερ και συ­ζη­τά το στή­σι­μο νέ­ου τυ­πο­γρα­φείου, α­πο­κλει­στι­κά της Εστίας. Η λει­τουρ­γία του ξε­κι­νά­ει το 1892, με τα πλέ­ον σύγ­χρο­να τό­τε τυ­πο­τε­χνι­κά μέ­σα κι αυ­τό ε­πει­δή η νέα διεύ­θυν­ση του πε­ριο­δι­κού (Γ. Δρο­σί­νης - Ν. Πο­λί­της) έ­δω­σε ε­ξαρ­χής βά­ρος στο ει­κο­νο­γρα­φι­κό μέ­ρος. Έτσι, άλ­λω­στε, μπή­κε (Ιαν. 1890) ως προ­σθή­κη στον τίτ­λο του το ε­πί­θε­το Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη. Με­σο­λα­βεί, ό­μως, έ­να χρο­νι­κό χά­σμα. Ενδια­μέ­σως, με­τα­ξύ τυ­πο­γρα­φείου Κων­στα­ντι­νί­δη και Εστίας, ο Δρο­σί­νης ί­δρυ­σε, μα­ζί με τον Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νο και τον Θέ­μο Άννι­νο, το Τυ­πο­γρα­φείο του Άστεως. Εκεί τύ­πω­ναν και οι τρεις τα έ­ντυ­πά τους, με πιε­στή τον Μάϊσνε­ρ, “υ­πό την καλ­λι­τε­χνι­κήν ε­πί­βλε­ψιν του Αννί­νου”. Κα­τά τις μαρ­τυ­ρίες, λοι­πόν, η ι­δέα, ή­ταν ό­ντως του Δρο­σί­νη.
Σχε­τι­κά τώ­ρα με τον Κασ­δό­νη και τις ε­κτυ­πώ­σεις των εκ­δι­δό­με­νων βι­βλίων, εί­ναι λο­γι­κό να συ­νερ­γά­ζε­ται δια­δο­χι­κά με τα ί­δια τυ­πο­γρα­φεία. Ως προς αυ­τό, ε­λέγ­χο­ντας κα­νείς τις πρώ­τες εκ­δό­σεις, εύ­κο­λα ε­ξα­κρι­βώ­νε­ται η ταυ­τό­τη­τα των τυ­πο­γρα­φείων σε ό­λο το μά­κρος της εκ­δο­τι­κής δια­δρο­μής. Για πα­ρά­δειγ­μα, στα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, δη­λα­δή ε­πί Σα­ρα­ντό­που­λου και ι­δίως τό­τε που μορ­φο­ποιεί­ται η μι­κρό­σχη­μη σει­ρά Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Λο­γο­τε­χνία, συ­νερ­γα­ζό­ταν στε­νά με το τυ­πο­γρα­φείο των Αδελ­φών Ρό­δη και το ερ­γο­στά­σιο Γρα­φι­κών Τε­χνών Α. Φι­λό­που­λου – Κ. Αλε­ξιά.

Πρώ­τες εκ­δό­σεις και Ρα­γκα­βής

Για τις εκ­δό­σεις του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας, η με­λε­τή­τρια στη­ρί­ζε­ται στον κα­τά­λο­γό τους. Στις πρώ­τες εκ­δό­σεις, ί­σως να χρειά­ζο­νταν δια­σα­φη­νί­σεις. Ως τα δυο πρώ­τα βι­βλία του νέ­ου εκ­δο­τι­κού οί­κου, α­να­φέ­ρο­νται η «Παι­δι­κή αν­θο­λο­γία...» το 1885 και το «Ο ναυα­γός της Κυν­θίας» των Βερν και Λω­ρή το 1886, αμ­φό­τε­ρα σε με­τά­φρα­ση Αρι­στο­τέ­λη Κουρ­τί­δη. Ωστό­σο, το πρώ­το φέ­ρει ως εκ­δό­τη τον Κασ­δό­νη και μό­νο το δεύ­τε­ρο, το Βι­βλιο­πω­λείο. Ενώ, η “κα­κο­τυ­πω­μέ­νη” έκ­δο­ση του ί­διου έ­τους της πρώ­της συλ­λο­γής του Πα­λα­μά, «Τρα­γού­δια της πα­τρί­δος μου», δεν α­να­γρά­φει, αν δεν μας α­πα­τά η μνή­μη, το Βι­βλιο­πω­λείο. Στα έρ­γα ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας, το 1892 εκ­δό­θη­κε η «Πα­να­γία των Πα­ρι­σίων» του Ου­γκώ, μό­νο που εί­ναι η τρί­τη και ό­χι η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση της με­τά­φρα­σης του Ιωάν­νη Κα­ρα­σού­τσα, ε­νώ η πρώ­τη, του 1867, κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό το τυ­πο­γρα­φείο Σ. Κ. Βλα­στού και ό­χι α­πό του Αγγέ­λου Κα­να­ριώ­του, που ε­κεί­νη τη χρο­νιά εί­χε εκ­δώ­σει μό­νο το «Κό­μης Μο­ντε-χρί­στος».
Απο­ρού­με για­τί, στις πρω­το­βου­λίες του Κασ­δό­νη, α­να­φέ­ρε­ται η με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Έκτο­ρος Μα­λώ, «Άνευ οι­κο­γε­νείας», που δη­μο­σιεύ­τη­κε σε συ­νέ­χειες στο πε­ριο­δι­κό, το 1879-1880. Δη­λα­δή, ε­πί Παύ­λου Διο­μή­δη. Εδώ, κα­τα­χω­ρεί­ται η πα­ρα­τή­ρη­ση ό­τι δεν ε­ντο­πί­στη­κε έκ­δο­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος σε μορ­φή βι­βλίου σε νέα με­τά­φρα­ση, χω­ρίς να διευ­κρι­νί­ζε­ται αν εκ­δό­θη­κε η πρώ­τη με­τά­φρα­ση, που ή­ταν του Α. Ρ. Ρα­γκα­βή. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, θα πε­ρι­μέ­να­με να σχο­λια­στεί η πι­κρία του με­τα­φρα­στή α­πό την εν λό­γω συ­νερ­γα­σία του με το πε­ριο­δι­κό. Επί­σης, στη νε­κρο­λο­γία του Κασ­δό­νη α­πό τον Αντώ­νη Μη­λια­ρά­κη, πι­στεύου­με ό­τι χρειά­ζε­ται κά­ποιο διευ­κρι­νι­στι­κό σχό­λιο πά­νω στην πλη­ρο­φο­ρία ό­τι τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα Ρα­γκα­βή γρά­φτη­καν “κα­τά πα­ρά­κλη­σιν του Κασ­δό­νη”.

Ιδε­ο­λο­γι­κές ταυ­τό­τη­τες

Αναμ­φι­βό­λως, το κέ­ντρο βά­ρους της με­λέ­της και η συ­νει­σφο­ρά της βρί­σκε­ται “στη χώ­ρα των βι­βλίω­ν”. Με δε­δο­μέ­νο τον κα­τά­λο­γο των εκ­δό­σεων της Εστίας, η με­λε­τή­τρια ε­πε­ξερ­γά­ζε­ται τα στοι­χεία, πα­ρου­σιά­ζο­ντας βι­βλία και κυ­κλο­φο­ρίες, που υ­πο­στη­ρί­ζει με συ­να­φείς κα­τα­λό­γους, στα­τι­στι­κά στοι­χεία και σχε­δια­γράμ­μα­τα. Επί­σης, αν­τλώ­ντας και α­πό τις σω­ζό­με­νες αλ­λη­λο­γρα­φίες, σκια­γρα­φεί τη στρα­τη­γι­κή και τις δη­μό­σιες σχέ­σεις του ε­κά­στο­τε διευ­θυ­ντή. Έτσι, προ­κύ­πτει και η αλ­λα­γή πλεύ­σης α­πό το σχο­λι­κό βι­βλίο προς το λο­γο­τε­χνι­κό, με την έκ­δο­ση το 1927 του νέ­ου πε­ριο­δι­κού. Πρό­κει­ται για την «Νέα Εστία», η ο­ποία ε­πα­νέρ­χε­ται σε ό­λα τα κε­φά­λαια, α­φού, ου­σια­στι­κά, μέ­σω αυ­τής και της α­πό­το­κου Σει­ράς Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας, α­πέ­κτη­σε ο εκ­δο­τι­κός οί­κος ι­σχυ­ρά ε­ρεί­σμα­τα στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας. Ωστό­σο, τα ε­κτε­νή λήμ­μα­τα των συγ­γρα­φέων της γε­νιάς του ’30 φαί­νο­νται ως πε­ριτ­τός φόρ­τος. Πα­ρέ­χουν α­νε­παρ­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση τό­σο για τον συγ­γρα­φέα ό­σο και για την εκ­δο­τι­κή κί­νη­ση των βι­βλίων του, α­φού ορ­μώ­νται α­πό τη συ­γκε­κρι­μέ­νη Σει­ρά της Εστίας. Λ.χ., το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα του Τερ­ζά­κη, «Η πρι­γκη­πέσ­σα Ιζα­μπώ», μό­λις που α­να­φέ­ρε­ται σε έ­ναν πί­να­κα πω­λή­σεων. Ενώ, το βι­βλίο, που ε­ξέ­δω­σε το 1964 και σή­με­ρα κυ­κλο­φο­ρεί α­πό τις εκ­δό­σεις της Εστίας, «Η ελ­λη­νι­κή ε­πο­ποιία. Χρο­νι­κό του πο­λέ­μου 1940-41», δεν α­να­φέ­ρε­ται. Μή­πως για­τί ή­ταν αρ­χι­κά έκ­δο­ση του Γε­νι­κού Επι­τε­λείου Στρα­τού;
Από μιας αρ­χής, η με­λε­τή­τρια δί­νει ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση στις ι­δε­ο­λο­γι­κές ταυ­τό­τη­τες. Έτσι, α­ντι­δια­στέλ­λει τον προο­δευ­τι­κό Κασ­δό­νη προς τον υ­περ­συ­ντη­ρη­τι­κό Διο­μή­δη. Πα­ρα­πέ­μπει σχε­τι­κά στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα Δρο­σί­νη. Ωστό­σο, ε­κεί­νος α­να­φέ­ρει ό­τι ο Διο­μή­δης δί­στα­ζε να δη­μο­σιεύ­σει στο πε­ριο­δι­κό το «Λου­κή Λά­ρα» του Βι­κέ­λα, για­τί στη δε­κα­ε­τία του 1870 ή­ταν α­κό­μη η ε­πο­χή των με­τα­φρά­σεων. Τε­λι­κά, το δη­μο­σίευ­σε το 1879, κα­τά προ­τρο­πή του Νι­κό­λα­ου Πο­λί­τη. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, ο Κασ­δό­νης στά­θη­κε πιο α­νοι­κτός σε πα­ρό­μοιες πα­ραι­νέ­σεις. Αυ­τό, βέ­βαια, έ­γι­νε ε­ξ’ α­νά­γκης, για­τί πώς αλ­λιώς θα ορ­θο­πο­δού­σε το χρεω­μέ­νο πε­ριο­δι­κό που πα­ρέ­λα­βε. Η με­λε­τή­τρια προ­βάλ­λει τους προο­δευ­τι­κούς και προ­σπερ­νά­ει τους συ­ντη­ρη­τι­κούς. Έτσι, μό­λις που α­να­φέ­ρε­ται ο τρί­τος και για μια δε­κα­ε­τία διευ­θυ­ντής της «Νέ­ας Εστίας» Ευάγ­γε­λος Μό­σχος. Όσο για τον δεύ­τε­ρο και πιο μα­κρό­βιο διευ­θυ­ντή της Πέ­τρο Χά­ρη, σχε­τι­κά με τα προ­σω­πι­κά του πα­ρα­θέ­τει έ­ναν λί­βε­λο (!) του Γιώρ­γη Ζάρ­κου. Ενώ, α­πο­δί­δει σε και­ρο­σκο­πι­σμό το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού στον Ιωάν­νη Με­τα­ξά, τον Φε­βρουά­ριο του 1941, πα­ρα­κά­μπτο­ντας ή α­γνοώ­ντας ε­κεί­νο στον Ανδρέα Κάλ­βο, το ο­ποίο α­πα­γό­ρευ­σαν οι κα­το­χι­κές αρ­χές.
Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, μοι­ρά­ζει τους ρό­λους του κα­λού και του κα­κού. Για τις σχέ­σεις του τρί­του διευ­θυ­ντή του εκ­δο­τι­κού οί­κου με τον Ξε­νό­που­λο, δεν πα­ρα­θέ­τει αυ­τού­σια την ά­πο­ψη του δεύ­τε­ρου, ό­πως την δια­βά­ζου­με στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά του κεί­με­να, αλ­λά εν πε­ρι­λή­ψει, σώ­ζο­ντας μια ορ­γι­σμέ­νη φρά­ση του, που γέρ­νει την πλά­στιγ­γα σε βά­ρος του. Κα­τά τα άλ­λα, α­πό την ει­σα­γω­γή μέ­χρι το ε­πι­λο­γι­κό κε­φά­λαιο, η Κα­ρα­κα­τσού­λη ε­πι­μέ­νει να ε­πα­να­φέ­ρει το ε­ρώ­τη­μα, για­τί η Εστία χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε συ­ντη­ρη­τι­κός εκ­δο­τι­κός οί­κος. Σπεύ­δει, μά­λι­στα, να δια­βε­βαιώ­σει ό­τι αυ­τό δεν συν­δέε­ται με κά­ποια α­ξιο­λο­γι­κή κρί­ση, μό­νο που η ε­πι­μο­νή της δεί­χνει α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το. Πολ­λά έ­χουν αλ­λά­ξει α­πό την ε­πο­χή του Κασ­δό­νη. Με­τα­ξύ άλ­λων, οι λέ­ξεις έ­χουν φθα­ρεί και οι ση­μα­σίες τους έ­χουν α­να­στα­τω­θεί. Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τα λε­ξι­κά, συ­ντη­ρη­τι­κός εί­ναι ο συ­νε­τός, που φρο­ντί­ζει για την δια­τή­ρη­ση των κοι­νω­νι­κώς και πο­λι­τι­κώς πα­ρα­δε­δο­μέ­νων. Κι αυ­τό το φρό­ντι­σε η Εστία και γι’ αυ­τό α­κρι­βώς μα­κρο­η­με­ρεύει. Πά­ντως, η ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία πά­νω στο πώς φτιά­χνο­νται οι ταυ­τό­τη­τες προο­δευ­τι­κού – συ­ντη­ρη­τι­κού, εί­τε αυ­τές α­φο­ρούν πρό­σω­πα εί­τε θε­σμούς, μοιά­ζει, του­λά­χι­στον σε μάς, ά­στο­χη.

Διη­γη­μα­το­γρά­φος στο τι­μό­νι

Όσο για το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, που α­να­φέ­ρε­ται στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, θα πε­ρι­μέ­να­με μια δια­φο­ρε­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση. Πέ­ρα α­πό α­ριθ­μη­τι­κά δε­δο­μέ­να και κα­τα­τά­ξεις, πέ­ρα α­πό το πρό­βλη­μα που προ­κλή­θη­κε κα­τά την α­πο­δέ­σμευ­ση των πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των της Πη­νε­λό­πης Δέλ­τα και στο μέλ­λον θα ε­πα­νεμ­φα­νι­στεί για τη γε­νιά του ’30, πέ­ρα α­πό τον έ­ναν Ακα­δη­μαϊκό που ε­ξα­σφά­λι­σε η Εστία, δια­τη­ρώ­ντας την πρώ­τη θέ­ση ως εκ­δο­τι­κός οί­κος Ακα­δη­μαϊκών, θα πε­ρι­μέ­να­με να δο­θεί έμ­φα­ση στο ση­με­ρι­νό λο­γο­τε­χνι­κό δυ­να­μι­κό του εκ­δο­τι­κού οί­κου, το ο­ποίο, για πρώ­τη φο­ρά στην ι­στο­ρία του, προέ­κυ­ψε α­πό τις δι­κές του ε­πι­λο­γές και ό­χι α­πό τους συ­νερ­γά­τες της «Νέ­ας Εστίας». Κι αυ­τό κα­το­χυ­ρώ­νε­ται στην Εύα Κα­ραϊτί­δη. Συ­γκέ­ντρω­σε τα­λα­ντού­χους, ό­χι ε­πει­δή σπού­δα­σε ση­μειο­λο­γία στην Γαλ­λία, ό­πως ει­σα­γω­γι­κά πλη­ρο­φο­ρεί η Κα­ρα­κα­τσού­λη, αλ­λά ε­πει­δή φαί­νε­ται να δια­θέ­τει λο­γο­τε­χνι­κό αι­σθη­τή­ριο. Για πρώ­τη φο­ρά, στο τι­μό­νι των εκ­δό­σεων βρί­σκε­ται μια συγ­γρα­φέ­ας, που συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στις νεό­τε­ρες δυ­νά­μεις της διη­γη­μα­το­γρα­φίας. Απο­τε­λεί, μά­λι­στα, τη μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση στο ση­με­ρι­νό εκ­δο­τι­κό το­πίο. Ίσως και να διέ­φυ­γε της με­λε­τή­τριας αυ­τή η ι­διό­τη­τα της Κα­ραϊτί­δη, κα­θώς εί­χε τη δια­κρι­τι­κό­τη­τα να εκ­δώ­σει τις δυο συλ­λο­γές της σε άλ­λον οί­κο. Πά­ντως, η Κα­ρα­κα­τσού­λη πα­ρα­τάσ­σει τους νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς της Εστίας κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά, θεω­ρώ­ντας ως πλέ­ον α­ξιο­πρό­σε­κτη πε­ρί­πτω­ση α­νά­με­σά τους την Αθη­νά Κα­κού­ρη.
Εν τέ­λει, ί­σως, χρειά­ζε­ται να α­πο­λο­γη­θού­με. Ο ό­λος σχο­λια­σμός ε­πι­κε­ντρώ­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο στις α­δυ­να­μίες της με­λέ­της πα­ρά στα σθε­να­ρά της ση­μεία. Ας ό­ψε­ται το ι­δε­α­τό πρό­τυ­πο για μια ι­στο­ρία της τρια­δι­κής Εστίας που κου­βα­λά­με.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 18/3/2011.