Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Κατά μόνας αμαρτίες





Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης
«Τρία α­πρό­σε­κτα διη­γή­μα­τα»
Εκδό­σεις Άγρα
Οκτώ­βριος 2012

Ο τίτ­λος του δω­δέ­κα­του βι­βλίου του Γιώρ­γη Για­τρο­μα­νω­λά­κη, ό­πως άλ­λω­στε και οι έ­ντε­κα προ­η­γού­με­νοι, εκ πρώ­της ό­ψεως ξε­νί­ζει. Οι α­να­γνώ­στες, του­λά­χι­στον ό­σοι α­πό αυ­τούς κα­τέ­χο­νται α­πό την δια­στρο­φή της κυ­ριο­λε­ξίας, θα προ­σπα­θή­σουν να διευ­ρύ­νουν τη ση­μα­σία του α­πρό­σε­κτος, που α­να­φέ­ρε­ται μό­νο σε πρό­σω­πα, και να το ερ­μη­νεύ­σουν ως το α­ντί­θε­το του προ­σε­κτι­κός, που α­πο­δί­δε­ται και σε πρά­ξεις, δη­λώ­νο­ντας το με­τά προ­σο­χής γι­νό­με­νο, α­κό­μη ε­πί λό­γων, ό­που ση­μαί­νει την α­γό­ρευ­ση, την έ­χου­σα την ι­κα­νό­τη­τα να συ­γκρα­τεί την προ­σο­χή του α­κρο­α­τή. Οπό­τε, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, το α­πρό­σε­κτο διή­γη­μα θα εί­ναι ε­κεί­νο, που δεν προ­σελ­κύει τον α­να­γνώ­στη. Σπεύ­δει, βε­βαίως, ο συ­ντά­κτης του κει­μέ­νου στο ο­πι­σθό­φυλ­λο να διευ­κρι­νί­σει ό­τι το συ­γκε­κρι­μέ­νο ε­πί­θε­το δεν α­να­φέ­ρε­ται στα διη­γή­μα­τα αλ­λά στους ή­ρωές τους και τον τρό­πο που ε­κεί­νοι έ­πρα­ξαν κα­τά μια δε­δο­μέ­νη πε­ρί­στα­ση ή στιγ­μή. Λες και έ­να ε­πί­θε­το και δη, ε­πί­θε­το σε τίτ­λο, έ­χει την ε­λευ­θε­ρία να α­πο­κλί­νει και να λει­τουρ­γεί ποιη­τι­κή α­δεία. 
Όπως και να έ­χει, ε­μείς πα­ρα­κά­μπτου­με την ε­ξή­γη­ση του συ­ντά­κτη του ο­πι­σθό­φυλ­λου, δια­βλέ­πο­ντας στον τίτ­λο διά­θε­ση αυ­το­σαρ­κα­σμού εκ μέ­ρους του συγ­γρα­φέα, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει α­πρό­σε­κτο το λό­γο του. Γνω­ρί­ζο­ντας αυ­τός τις προ­τι­μή­σεις των ση­με­ρι­νών α­να­γνω­στών για α­στυ­νο­μι­κά και νε­ο­η­θο­γρα­φι­κά ρο­μά­ντσα, για­τί να μην αμ­φι­βάλ­λει για το κα­τά πό­σο η α­φή­γη­σή του θα μπο­ρέ­σει να κερ­δί­σει την προ­σο­χή τους. Άλλω­στε, την έκ­δο­ση την σχε­δία­σε ο εκ­δό­της. Πι­θα­νώς, λοι­πόν, ε­κεί­νος, προς ά­γραν α­να­γνω­στών, να έ­γρα­ψε το κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου, ό­πως ε­πέ­λε­ξε και το ζω­γρα­φι­κό έρ­γο του ε­ξώ­φυλ­λου, που πι­στεύου­με ό­τι δί­νει μο­νο­με­ρή ε­ντύ­πω­ση για τα διη­γή­μα­τα. Το ε­ρω­τι­κό σχε­δία­σμα του Γου­σταύου Κλιμτ προϊδεά­ζει μεν για το έ­ντο­νο ε­ρω­τι­κό στοι­χείο του βι­βλίου, αλ­λά το ει­κα­στι­κό σύ­μπαν του αυ­στρια­κού ζω­γρά­φου, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νο του συγ­γρα­φέα, εί­ναι ε­στια­σμέ­νο στο γυ­ναι­κείο φύ­λο. Βε­βαίως, υ­πήρ­ξε ευ­φά­ντα­στος βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής, που α­ντι­λή­φθη­κε ως βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα του διη­γη­μα­τι­κού τρί­πτυ­χου τον πί­να­κα ε­νός άλ­λου Γου­σταύου, του Γάλ­λου Κουρ­μπέ, «L’ origine du monde». Μό­νο που ο ω­μός ρε­α­λι­σμός του δεύ­τε­ρου δεν α­πο­δί­δει τον διά­χυ­το ό­σο και πα­ρεκ­κλί­νο­ντα ε­ρω­τι­σμό των η­ρώων του βι­βλίου. 
Και για να πα­ρα­μεί­νου­με στον τίτ­λο, θυ­μί­ζου­με ό­τι εί­ναι η δεύ­τε­ρη φο­ρά, που ει­δο­λο­γι­κός προσ­διο­ρι­σμός και δη, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος, “διή­γη­μα”, υ­πάρ­χει σε τίτ­λο βι­βλίου του Για­τρο­μα­νω­λά­κη. Η πρώ­τη ή­ταν στο τέ­ταρ­το πε­ζο­γρα­φι­κό του, «Το α­νω­φε­λές διή­γη­μα». Κι αυ­τός έ­νας τίτ­λος που ξε­νί­ζει, κα­θώς πρό­κει­ται για το πρώ­το πο­λυ­σέ­λι­δο βι­βλίο του και συ­νά­μα, ε­κεί­νο που πλη­σιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο προς το εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο, σε σύ­γκρι­ση με τα τρία πε­ζο­γρα­φι­κά που εί­χαν προ­η­γη­θεί, ό­που δυο («Λει­μω­νά­ριο», «Ιστο­ρία») χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και το εν­διά­με­σο («Η Αρρα­βω­νια­στι­κιά») μυ­θι­στο­ρία. Όσο α­φο­ρά γε­νι­κό­τε­ρα τις ε­πι­δό­σεις του στο εί­δος διή­γη­μα, να ση­μειώ­σου­με ό­τι με διή­γη­μα εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά ως πε­ζο­γρά­φος σε συλ­λο­γι­κό τό­μο με­τά άλ­λων ο­μη­λί­κων του και α­πό τό­τε δί­νει το πα­ρών σε κα­τά και­ρούς πα­ραγ­γε­λίες συγ­γρα­φής διη­γή­μα­τος. Έχο­ντας, ό­μως, ε­πί συ­νό­λου εν­νέα πε­ζο­γρα­φι­κών, έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μια μυ­θι­στο­ρία και έ­να α­πο­κα­λού­με­νο βι­βλίο, που ε­ντάχ­θη­κε στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος. Αν και ό­χι της σει­ράς, κα­θώς δια­θέ­τει δια­κρι­τά και μάλ­λον σπα­νί­ζο­ντα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, χά­ρις στη φι­λο­λο­γι­κή και γλωσ­σι­κή του πε­ριου­σία, την ο­ποία συν­δυά­ζει με ευ­ρεία γκά­μα ει­ρω­νι­κών τρό­πων. Πα­ρα­μέ­νει, ό­μως, και ποιη­τής στη χρή­ση ε­νός με­τω­νυ­μι­κού λό­γου, ό­πως άλ­λω­στε και ξε­κί­νη­σε, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ε­ξέ­δω­σε μό­λις τρεις ποιη­τι­κές συλ­λο­γές και οι γραμ­μα­το­λό­γοι, δέ­σμιοι πο­σο­τι­κών κυ­ρίως κρι­τή­ριων, δεν τον συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νουν στους ποιη­τές. 

Τα συ­στε­γα­ζό­με­να

Τα συ­γκε­κρι­μέ­να τρία διη­γή­μα­τα γρά­φτη­καν κα­τά πα­ραγ­γε­λία και μά­λι­στα, δε­σμευ­τι­κή για τη συγ­γρα­φι­κή έ­μπνευ­ση. Τα δυο πρώ­τα ή­ταν για τον δεύ­τε­ρο και τον τέ­ταρ­το τό­μο της σει­ράς, «Κεί­με­να και ει­κό­νες», που ε­πι­με­λεί­το ο Μι­σέλ Φάϊς. Για το πρώ­το, ως θέ­μα εί­χε ο­ρι­σθεί το “γεύ­ση και λο­γο­τε­χνία”, ε­νώ, για το δεύ­τε­ρο, το “βι­βλίο και βι­βλιο­θή­κες”. Το τρί­το διή­γη­μα προο­ρι­ζό­ταν για α­φιέ­ρω­μα στο “ελ­λη­νι­κό διή­γη­μα” του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού «Η Λέ­ξη». Άρα το θέ­μα ή­ταν ε­λεύ­θε­ρο. Δε­σμευό­ταν, ό­μως, ο συγ­γρα­φέ­ας ως προς τη μορ­φή, για ό­σους του­λά­χι­στον ε­πι­μέ­νουν στη διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας. Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό τα δυο άλ­λα, ό­ντας πλη­σιέ­στε­ρο προς τη δο­μή ε­νός ρε­α­λι­στι­κού διη­γή­μα­τος. Αν και η δια­φο­ρά μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση μιας δε­κα­ε­τίας α­πό τα δυο πρώ­τα, που εί­χαν γρα­φτεί στον α­πό­η­χο ε­κεί­νου του μο­να­δι­κού «Βι­βλίον κα­λού­με­νον Ερω­τι­κόν», το έ­κτο στη σει­ρά πε­ζο­γρά­φη­μα του Για­τρο­μα­νω­λά­κη, το ο­ποίο πα­ρα­λεί­φθη­κε  α­πό τον κα­τά­λο­γο των έρ­γων του συγ­γρα­φέα στην α­ρι­στε­ρή σε­λί­δα ε­κεί­νης του τίτ­λου. Αντι­θέ­τως, το τρί­το γρά­φτη­κε στο διά­στη­μα α­να­με­τα­ξύ δυο μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ι­στο­ρι­κό το πρώ­το, «Ο παπ­πούς μου και το κα­κό», πα­ρω­δια­κό το δεύ­τε­ρο, «Το χρο­νι­κό του Δα­ρείου».

Το πρώ­το α­πρό­σε­κτο

Αι­σθη­σια­κό και βλά­σφη­μο το πρώ­το διή­γη­μα, α­φο­ρά πλα­γίως τη σύ­ζευ­ξη γευ­στι­κών α­πο­λαύ­σεων και α­μαρ­τίας, κα­θώς ξε­κι­νά­ει α­πό την υ­πο­γλυ­και­μία, που προ­κα­λεί η έμ­μη­νος ρύ­ση. Εί­ναι γνω­στόν ό­τι η πε­ρίο­δος φέρ­νει στη γυ­ναί­κα “ά­γρια ό­ρε­ξη και λα­χτά­ρα φο­βε­ρή” για πά­σης φύ­σεως γλυ­κί­σμα­τα. Η γα­στρι­μαρ­γία συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα ε­πτά, ή και ο­κτώ κα­τά τους Δυ­τι­κούς, θα­νά­σι­μα α­μαρ­τή­μα­τα, τα­ξι­νο­μη­μέ­νη σε σει­ρά αύ­ξου­σας σο­βα­ρό­τη­τας πέ­μπτη, με ε­πι­τε­τραμ­μέ­νο διά­βο­λο έ­ναν α­πό τους άρ­χο­ντες του Κά­τω Κό­σμου, τον μέ­γα Βελ­ζε­βούλ. Την εμ­φά­νι­ση του αί­μα­τος  της δε­κα­τριά­χρο­νης και δυο μη­νών Ει­ρή­νης α­κο­λού­θη­σε “ά­γνω­στος πό­νος μέ­σα στο κορ­μί της”. Τό­τε, α­κρι­βώς, εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά ο φύ­λα­κας άγ­γε­λός της, ό­πως α­κρι­βώς τον πε­ρι­γρά­φει ο συ­ντά­κτης του «Βι­βλίου κα­λού­με­νου Ερω­τι­κόν», στο τρί­το κε­φά­λαιο, «Πε­ρί των αγ­γε­λι­κών φύ­λων»: “Παν σώ­μα γήι­νον εί­ναι πα­νο­μοιό­τυ­πον με την ου­σίαν του αγ­γέ­λου του, ει­σέ τού­το μό­νον δια­φέ­ρει: ό­τι ε­νώ τα αι­δοία του αν­θρώ­που εί­ναι ω­ρι­σμέ­να και δια­κρι­τι­κά, το φύ­λον του αγ­γε­λι­κού προ­στά­του εί­ναι α­διά­κρι­τον και αό­ρι­στον.” Εκεί­νος της α­πηύ­θυ­νε το λό­γο, ό­πως ο αρ­χάγ­γε­λος Γα­βριήλ στην Παρ­θέ­νο Μα­ρία, με τον ο­ποίο και εκ­κι­νεί το διή­γη­μα, α­φού το κα­κό βρή­κε την κο­ρα­σί­δα την ώ­ρα που θυ­μιά­τι­ζε το ει­κό­νι­σμα του Ευαγ­γε­λι­σμού και α­σύ­νει­δα α­μάρ­τα­νε θαυ­μά­ζο­ντας την ω­ραιό­τη­τα του Αγγέ­λου. Με την εμ­φά­νι­ση, ό­μως, της λαί­μαρ­γης διά­θε­σης και ε­νώ ο άγ­γε­λός της συ­νέ­χι­ζε τις νου­θε­σίες, πα­ρου­σιά­στη­κε “ο πει­ρα­σμός του γλυ­κού”, του­τέ­στιν αυ­το­προ­σώ­πως ο δαί­μο­νας, ό­μοιος και α­πα­ράλ­λα­χτος στην εμ­φά­νι­ση με τον άγ­γε­λό της. Αυ­τός την α­πο­πλά­νη­σε, προ­σφέ­ρο­ντάς της ό­λων των ει­δών τα γλυ­κί­σμα­τα, με πρώ­το ε­κεί­νο των αρ­ρα­βω­νια­σμέ­νων και α­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο, την ά­γνω­στη στην Κρή­τη, του­λά­χι­στον την ε­πο­χή που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ι­στο­ρία, τούρ­τα.  
Στα πρώ­τα έμ­μη­να της δε­κα­τριά­χρο­νης, ο Βελ­ζε­βούλ της λαι­μαρ­γίας νι­κά τον προ­στά­τη άγ­γε­λο. Με­τά εί­κο­σι έ­ξι μέ­ρες, ό­μως, στα δεύ­τε­ρα, ε­κεί­νος παίρ­νει τη ρε­βά­νς κρα­τώ­ντας την για τέσ­σε­ρις μέ­ρες ξα­πλω­μέ­νη στην α­γκά­λη του. Στο διή­γη­μα, που έ­χει πα­ρα­μυ­θι­κή χροιά, στο τέ­λος ό­λα βαί­νουν κα­τ’ ευ­χήν. Εί­ναι προ­φα­νές, ω­στό­σο, το σκο­τει­νό της κα­τά­λη­ξης, κα­θώς η έ­φη­βη με­τα­κύ­λη­σε σε έ­τε­ρη βα­ρύ­τε­ρη α­μαρ­τία, ε­κεί­νη της λα­γνείας. Μό­νο που ό­ταν αυ­τή λαμ­βά­νει χώ­ρα κα­τ’ ό­ναρ και δη, με τον ά­φυ­λο φύ­λα­κα άγ­γε­λό της, συ­νι­στά α­φέ­σι­μο πα­ρά­πτω­μα. Οι κα­κές συ­νέ­πειες θα φα­νούν πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν, ό­πως της προ­φή­τε­ψε ο άγ­γε­λός της, έρ­θει η ώ­ρα που “ο γα­μπρός θα πιά­σει τον λα­γό” και ε­κεί­νος, που έ­χει στις δι­κές της θω­πείες συ­νη­θί­σει, α­ντί “να α­φρί­σει”, θα μεί­νει να κοι­μά­ται “βα­θιά στα σκέ­λη μέ­σα”, με το λα­γό­χει­λο κλει­στό. Αλλά πα­ρό­μοιες συ­νέ­πειες ε­φη­βι­κών πα­ρεκ­τρο­πών εί­ναι το θέ­μα του δεύ­τε­ρου διη­γή­μα­τος. 
Για να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με τα του πρώ­του διη­γή­μα­τος, θα πρέ­πει να α­να­φερ­θού­με στο χρό­νο που ε­πέ­λε­ξε ο συγ­γρα­φέ­ας να το το­πο­θε­τή­σει, κα­θώς η προ­τί­μη­ση του γε­νέ­θλιου τό­που εί­ναι αυ­το­νό­η­τη για έ­ναν Κρη­τι­κό. Η ε­πι­λο­γή του Σαβ­βά­του, πα­ρα­μο­νή της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σεως, για την εμ­φά­νι­ση του πρώ­του αί­μα­τος, ό­ταν ο Σταυ­ρός με­τα­φέ­ρε­ται στο κέ­ντρο της Εκκλη­σίας για προ­σκύ­νη­ση και άρ­χε­ται η τρί­τη ε­βδο­μά­δα της Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής, η ε­βδο­μά­δα του Σταυ­ρού, ως προ­ε­τοι­μα­σία για τον πό­νο της Σταύ­ρω­σης, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως αλ­λη­γο­ρι­κή για την τύ­χη της γυ­ναί­κας. Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή, την η­μέ­ρα της Απο­κα­θή­λω­σης, βλά­σφη­μη η α­φή­γη­ση, το­πο­θε­τεί την ε­ρω­τι­κή ε­νύ­πνια φα­ντα­σίω­ση με έ­ναν αγ­γε­λι­κά “ζα­χα­ρέ­νιο ε­ρα­στή”. Ο συγ­γρα­φέ­ας προ­ει­δο­ποιεί ό­τι τα διη­γή­μα­τα υ­πέ­στη­σαν την α­πα­ραί­τη­τη ε­πε­ξερ­γα­σία. Αυ­τή, ό­πως δια­πι­στώ­νου­με, εί­ναι πρω­τί­στως λε­κτι­κή. Μέ­νει, ω­στό­σο, η α­πο­ρία ως προς τις συν­δη­λώ­σεις μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης αλ­λα­γής. Στην αρ­χι­κή εκ­δο­χή, η ι­στο­ρία το­πο­θε­τεί­ται “το σω­τή­ριον έ­τος 19...”, ε­νώ, στο βι­βλίο, ο χρό­νος γί­νε­ται συ­γκε­κρι­μέ­νος, το 1913. Μή­πως ο ποιη­τής θυ­μί­ζει στους Πα­λαιο­ελ­λα­δί­τες το Πά­σχα του 1913, το πρώ­το Πά­σχα που η Με­γα­λό­νη­σος το γιόρ­τα­σε σαν κομ­μά­τι της Ελλά­δας. Πα­ρό­τι δεν εί­χαν α­κό­μη υ­πο­γρα­φεί οι ε­πί­ση­μες συν­θή­κες, η μό­νη κυ­μα­τί­ζου­σα ση­μαία ή­ταν η γα­λα­νό­λευ­κη. Εκ των υ­στέ­ρων, μά­λι­στα, τό­σο το ό­νο­μα ό­σο και η η­λι­κία της κο­ρα­σί­δας μπο­ρούν να ε­κλη­φθούν ως αλ­λη­γο­ρι­κή πα­ρα­πο­μπή “στην Πο­λι­τεία του Κρη­τός”.

Το δεύ­τε­ρο α­πρό­σε­κτο

Όσο ευ­θύς εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του διη­γή­μα­τος, «Η πε­ρίο­δος της Ει­ρή­νης», τό­σο α­κα­τά­λη­πτος ει­κά­ζου­με ό­τι θα φα­νεί αυ­τός του δεύ­τε­ρου, «Τελ­χί­νες σή­τες βί­βλων». Στην πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση του διη­γή­μα­τος στην αν­θο­λο­γία, «Άρω­μα βι­βλίου», ο Άρης Μπερ­λής, που γρά­φει τον πρό­λο­γο, τον με­τα­φρά­ζει ως “κα­κά σκου­λή­κια των βι­βλίω­ν”, προσ­διο­ρί­ζο­ντας ό­τι εί­ναι α­πό σκω­πτι­κό ποίη­μα της Πα­λα­τι­νής Ανθο­λο­γίας. Ακρι­βέ­στε­ρα, οι “κα­κοή­θεις βι­βλιο­σκώ­λη­κες” του α­λε­ξαν­δρι­νού ποιη­τή δεί­χνουν μάλ­λον ως πο­νη­ροί δαί­μο­νες. Όσο α­φο­ρά, πά­ντως, το νό­η­μα του διη­γή­μα­τος, δεν φταίει η βι­βλιο­φι­λία του α­φη­γη­τή, ού­τε η μα­κρά πα­ρα­μο­νή του στις βι­βλιο­θή­κες, για τις ποι­κί­λες δια­στρο­φές που ε­ξο­μο­λο­γεί­ται. Και αυ­τό το διή­γη­μα στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τις σο­βα­ρές συ­νέ­πειες, που μπο­ρεί να έ­χουν οι ε­φη­βι­κές πα­ρεκ­τρο­πές. Ιδιαί­τε­ρα, ό­ταν εγ­γρά­φο­νται στο υ­πο­συ­νεί­δη­το ως πα­ρα­βά­σεις α­πό το λό­γο ε­κεί­νων που ε­ξου­σιά­ζουν τη νε­α­ρά ύ­παρ­ξη, ό­πως γο­νείς, δά­σκα­λοι, Κα­τη­χη­τι­κό, Εκκλη­σία. Σύμ­φω­να με τις προ­ει­δο­ποιή­σεις των με­γά­λων, την “ι­διω­τεία” φο­βό­ταν ο α­φη­γη­τής σαν ε­πα­κό­λου­θο “της κα­τά μό­νας α­μαρ­τίας”, την ο­ποία προ­κα­λού­σε η α­νά­γνω­ση μιας ε­κλαϊκευ­μέ­νης Σε­ξο­λο­γίας, κα­θώς και συ­γκε­κρι­μέ­νων λημ­μά­των ε­νός ε­γκυ­κλο­παι­δι­κού λε­ξι­κού. Δεν τον εί­χαν, δυ­στυ­χώς, προ­ει­δο­ποιή­σει για τον πραγ­μα­τι­κό κίν­δυ­νο. Πό­σο δε­σμευ­τι­κός στέ­κε­ται ο αρ­χι­κός τρό­πος ι­κα­νο­ποίη­σης για τις συ­νευ­ρέ­σεις του ε­νή­λι­κα. Κα­θό­λου τυ­χαία, στη γυ­ναί­κα της ζωής του α­πευ­θύ­νει ο α­φη­γη­τής τη διή­γη­ση του ι­στο­ρι­κού της δια­στρο­φής του, της μο­να­δι­κής που συμ­βι­βά­στη­κε με την α­νά­γκη του για υ­πο­κα­τά­στα­τα και συ­νυ­πήρ­ξε μα­ζί τους.
Σε αυ­τό το διή­γη­μα, οι πα­ρεμ­βά­σεις στη δεύ­τε­ρη εκ­δο­χή ευ­ρύ­νουν το φά­σμα των ε­φη­βι­κών φα­ντα­σιώ­σεων. Η λέ­ξη αι­δοίο εμ­φα­νί­ζε­ται και στον πλη­θυ­ντι­κό, ό­πως στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του «Βι­βλίου κα­λού­με­νου Ερω­τι­κόν», «Πε­ρί αι­δοίων και ε­ρω­το­πα­θών ορ­γά­νων», ό­που και διευ­κρι­νί­ζε­ται ό­τι αυ­τά εί­ναι “τρία κα­τά το εί­δος τω­ν: τα άρ­ρε­να, τα θή­λεα και τα ε­πί­κοι­να”. Άλλω­στε και η Σε­ξο­λο­γία δεν εί­ναι μια ο­ποια­δή­πο­τε ε­κλαϊκευ­μέ­νη, που πα­ρου­σιά­ζει τις πα­ρα­δο­σια­κές θέ­σεις, αλ­λά “του Havelock Ellis πι­θα­νό­τα­τα”, του πρώ­του Βρε­τα­νού, που υ­πε­ρα­μύν­θη­κε της “ι­σο­τι­μίας” των αι­δοίων. Ακό­μη, η λέ­ξη “αι­δοιο­λεί­κτης” α­πο­κτά βά­θος χρό­νου με την προ­σθή­κη της φρά­σης, “αυ­τός ο ά­θλιος σκε­ρός του Ησυ­χίου”. Όπου εν­νο­εί­ται ο Ησύ­χιος ο Αλε­ξαν­δρεύς, ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος των Ελλή­νων λε­ξι­κο­γρά­φων, που συ­γκέ­ντρω­σε σπά­νιες λέ­ξεις και τύ­πους λέ­ξεων. Όπως πα­ρα­τη­ρεί ο α­φη­γη­τής οι λέ­ξεις συ­χνά χά­νουν τη δύ­να­μή τους κα­τά τη με­τα­γλώτ­τι­ση. Λ.χ., η με­τα­φο­ρά του «Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού» στη δη­μο­τι­κή θα μπο­ρού­σε να α­πο­τρέ­ψει, αν ό­χι ο­λο­σχε­ρώς, πά­ντως σε με­γά­λο βαθ­μό, “τις κα­τά μό­νας α­μαρ­τίες” ε­φή­βων τε και ε­νη­λί­κων. Αντι­στοί­χως, τα δυο πρώ­τα διη­γή­μα­τα του βι­βλίου θα έ­χα­ναν την ε­ρε­θι­στι­κό­τη­τά τους χω­ρίς την γλωσ­σι­κή ευ­φο­ρία, που τους προσ­δί­δει η α­νά­μι­ξη του λό­γιου λε­κτι­κού του α­φη­γη­τή με ε­δά­φια α­πό θε­ο­λο­γι­κά και ε­πι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να.

Το τρί­το και τρα­γι­κό­τε­ρο

Τε­λι­κά, τα τρία διη­γή­μα­τα, με τη συ­στέ­γα­ση, πέ­ραν του τίτ­λου και του ε­ξώ­φυλ­λου, α­πο­κτούν, με τη σει­ρά που το­πο­θε­τού­νται, ε­νω­τι­κό νή­μα και νό­η­μα. Το “πι­πί­λι­σμα” της έ­φη­βης Ει­ρή­νης συ­νι­στά την α­παρ­χή του αυ­το­ε­ρω­τι­σμού. Ο ε­ρε­θι­σμός του έ­φη­βου στην οι­κο­γε­νεια­κή κρε­βα­το­κά­μα­ρα κα­τά την α­νά­γνω­ση ο­ρι­σμέ­νων λέ­ξεων και πρά­ξεων, α­πο­τε­λεί την πρώ­τη με­τα­βι­βα­στι­κή ε­πέν­δυ­ση  της πε­ρι­βό­η­της λί­μπι­ντο, που γί­νε­ται μεν τυ­χαία, α­νά­λο­γα με συ­μπτω­μα­τι­κή, ε­ξω­τε­ρι­κά ερ­χό­με­νη, διέ­γερ­ση, φέρ­νει, ό­μως, την κα­θή­λω­ση σε συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο. Αργά ή γρή­γο­ρα, για να θυ­μη­θού­με και “τα μα­θή­μα­τα” του Μι­σέλ Φου­κώ, το “μη κα­νο­νι­κό” ά­το­μο βρί­σκε­ται α­ντι­μέ­τω­πο με τη δι­καιο­σύ­νη και τον ι­δρυ­μα­τι­κό ε­γκλει­σμό, ό­πως συ­νέ­βη στον α­φη­γη­τή. 
Τέ­λος, το τρί­το διή­γη­μα, «Νυ­χτε­ρι­νές πτή­σεις του κυ­ρίου Χά­ρη», ει­σά­γει στο παι­χνί­δι, ευ­κρι­νέ­στε­ρα α­πό ό­τι τα αλ­λά δυο, το Υπε­ρε­γώ, που ση­μαί­νει ο­δυ­νη­ρό­τε­ρο ε­γκλει­σμό α­πό ε­κεί­νον των έ­ξω­θεν ε­πι­βαλ­λό­με­νων α­παι­τή­σεων και α­πα­γο­ρεύ­σεων. Ο ή­ρωας της ι­στο­ρίας εί­ναι έ­νας ε­πι­στή­μο­νας, τύ­πος και υ­πο­γραμ­μός. Κυ­ρίως α­πο­φεύ­γει τα σκο­τει­νά μέ­ρη, που συ­νι­στούν ση­μειο­λο­γι­κή πα­ρα­πο­μπή στις σκο­τει­νές πρά­ξεις. Ακρι­βώς, ό­πως, με­τά υ­πο­μο­νής και ε­πι­μο­νής, τον έ­φτια­ξε η μη­τέ­ρα του. Το φα­ντα­στι­κό τέ­λος, που δί­νε­ται στη ρε­α­λι­στι­κή υ­πό­θε­ση του διη­γή­μα­τος, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί σαν φα­ντα­σίω­ση πε­τάγ­μα­τος του δέ­σμιου Δαί­δα­λου, ό­που το τσά­κι­σμά του δη­λώ­νει το α­δύ­να­το της α­πο­δέ­σμευ­σης. 
Πέ­ραν αυ­τής της πα­ρά­ται­ρης, πι­θα­νό­τα­τα και α­πρό­σε­κτης, α­νά­γνω­σης, ση­μειώ­νου­με, ό­τι ο ή­ρωας του τρί­του διη­γή­μα­τος ε­τοι­μά­ζε­ται για έ­να τα­ξί­δι στα Κύ­θη­ρα, άλ­λο­τε πο­τέ τό­πο ε­κτο­πι­σμού των ι­δε­ο­λο­γι­κά α­νε­πι­θύ­μη­των. Σε ε­κεί­νο το νη­σί γρά­φτη­κε το «Λει­μω­νά­ριο», ό­χι του Ιωάν­νου Μό­σχου του Ευ­κρα­τά, αλ­λά του Γιώρ­γη Για­τρο­μα­νω­λά­κη του Κρη­τός, δε­κα­τρείς αιώ­νες με­τα­γε­νέ­στε­ρου του βυ­ζα­ντι­νού θε­ο­λό­γου, α­πό το ο­ποίο σα­φώς προοιω­νι­ζό­ταν το ι­διαί­τε­ρο της πε­ρί­πτω­σής του.     

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 31/3/2013.