Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Διάσωση της μνήμης



Κού­λα Ξη­ρα­δά­κη
«ΚΑ­ΤΟ­ΧΙ­ΚΑ
Κα­τά­λο­γοι ε­κτε­λε­σθέ­ντων
ο­μα­δι­κά σφα­για­σθέ­ντων α­μά­χων
πε­σό­ντων της Αντί­στα­σης»
Φω­το­γρα­φίες-Ντο­κου­μέ­ντα-Ενθύ­μια
Από τον ε­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό
α­γώ­να 1941-1944
Τό­μοι Α΄, Β΄, Γ΄
Νέα έκ­δο­ση, α­να­θεω­ρη­μέ­νη
και συ­μπλη­ρω­μέ­νη
Επι­μέ­λεια: Κω­στής Γιούρ­γος 
Εκδό­σεις Κουκ­κί­δα, Αθή­να 2012

Τα­σού­λα Βερ­βε­νιώ­τη
«Κού­λα Ξη­ρα­δά­κη
“Εγώ δεν τα πα­ρά­τη­σα...”»
Βιο­γρα­φία
μιας αυ­το­δί­δα­κτης ι­στο­ρι­κού
Εκδό­σεις Κουκ­κί­δα, Αθή­να 2012

Από την εικονογράφηση των «Κατοχικών»
της Κούλας Ξηραδάκη. «Οι μελλοθάνατοι»,
ξυλογραφία του Α. Τάσσου, 1943.


Εφτά χρό­νια με­τά τον θά­να­το της Κού­λας Ξη­ρα­δά­κη, στις 5 Μαΐου 2005, εκ­δό­θη­καν δυο δι­κά της βι­βλία, στρογ­γυ­λεύο­ντας σε εί­κο­σι το σύ­νο­λο της ερ­γο­γρα­φίας της. Μό­νο που αυ­τά, σε α­ντί­θε­ση με τα προ­η­γού­με­να δέ­κα ο­κτώ, που εκ­δό­θη­καν στην διάρ­κεια μι­σού αιώ­να (1952-2001), δεν ε­τοι­μά­στη­καν α­πό την ί­δια. Τα «Κα­το­χι­κά», που στά­θη­καν γι’ αυ­τήν έρ­γο ζωής, άρ­γη­σαν, στε­ρώ­ντας της την ι­κα­νο­ποίη­ση της ο­λο­κλη­ρω­μέ­νης κα­τά­θε­σης. Ενώ, σχε­τι­κά με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο, μπο­ρεί και να την στε­νο­χω­ρού­σε η σκέ­ψη, ό­τι αυ­τή που φρό­ντι­σε τό­σες γυ­ναί­κες, α­μέ­λη­σε να στή­σει η ί­δια τον ι­στό της δι­κής της ζωής. Βε­βαίως, η βιο­γρα­φία της, αυ­τή που υ­πο­γρά­φει η ι­στο­ρι­κός Τα­σού­λα Βερ­βε­νιώ­τη, προέ­κυ­ψε με τη συρ­ρα­φή δι­κών της συ­νε­ντεύ­ξεων και αυ­το­βιο­γρα­φι­κών κει­μέ­νων. Εί­χε μά­λι­στα ε­γκρί­νει τις α­πο­μα­γνη­το­φω­νή­σεις και εί­χε κά­νει προ­σθή­κες. Πα­ρό­λα αυ­τά, μια ε­νιαία και α­να­λυ­τι­κό­τε­ρη βιο­γρα­φι­κή α­φή­γη­ση φω­τί­ζει με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο συμ­βά­ντα και πρά­ξεις, χω­ρίς να α­φή­νει χά­σμα­τα σε κρί­σι­μα ση­μεία του προ­σω­πι­κού βίου και της δη­μό­σιας δρά­σης. Λ.χ., δεν αρ­κεί­ται σε μια ε­πι­γραμ­μα­τι­κή φρά­ση της μορ­φής, “Τα Δε­κεμ­βρια­νά τα έ­ζη­σα”, που α­φή­νει α­να­πά­ντη­τη την α­πο­ρία, κα­τά πό­σο, σε ε­κεί­νο το ση­μείο, υ­πήρ­ξαν ε­ρω­τή­σεις της συ­νε­ντευ­ξιά­στριας, αλ­λά δεν δό­θη­καν διευ­κρι­νι­στι­κές α­πα­ντή­σεις.
Τα «Κα­το­χι­κά», το Με­γά­λο Βι­βλίο των Θυ­μά­των της Κα­το­χής, η Ξη­ρα­δά­κη ου­σια­στι­κά το ξε­κί­νη­σε το 1941, κρα­τώ­ντας το α­πό­κομ­μα κά­ποιας ε­φη­με­ρί­δας με την εί­δη­ση του πρώ­του ε­κτε­λε­σθέ­ντος στην Αθή­να α­πό τους Γερ­μα­νούς, στις 4 Ιου­νίου 1941. Δη­λα­δή, έ­να πε­ρί­που μή­να με­τά την εί­σο­δο των κα­το­χι­κών στρα­τευ­μά­των στην πό­λη, στις 27 Απρι­λίου. Ο πρώ­τος τό­μος των «Κα­το­χι­κών», με υ­πό­τιτ­λο, «Κα­τά­λο­γοι ε­κτε­λε­σθέ­ντων Φω­το­γρα­φίες-Ντο­κου­μέ­ντα-Ενθύ­μια α­πό τον Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Αγώ­να 1941-1944», εκ­δό­θη­κε αρ­χές 1975. Την ει­σα­γω­γή ε­κεί­νου του πρώ­του τό­μου την αρ­χί­ζει με έ­ναν ε­πι­κρι­τι­κό α­πο­λο­γι­σμό: «Τριά­ντα χρό­νια πέ­ρα­σαν α­πό το τέ­λος της τρι­πλής κα­το­χής και οι πλη­γές α­κό­μα δεν έ­κλει­σαν. Η Αντί­στα­ση δεν α­να­γνω­ρί­στη­κε και οι νε­κροί της δεν βρή­καν δι­καίω­ση...» Σε αυ­τό το έ­να τρί­το του αιώ­να, εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει 2700 ο­νό­μα­τα. Στις 12 Οκτω­βρίου 1944, οι Γερ­μα­νοί α­πο­χώ­ρη­σαν α­πό την Αθή­να. Εκεί­νη την η­μέ­ρα, σε δρό­μο του Πα­λαιού Φα­λή­ρου, γερ­μα­νός στρα­τιώ­της σκό­τω­σε έ­ναν τε­λευ­ταίο ά­μα­χο Αθη­ναίο, την μα­θή­τρια Ήβη Αθα­να­σιά­δου. Ακρι­βώς, “στις Ελλη­νί­δες που σφρά­γι­σαν με τη ζωή τους τον α­γώ­να του λα­ού μας το 1941-44”, α­φιέ­ρω­σε τον πρώ­το τό­μο, κα­θώς συ­νέ­πε­σε το 1975 να έ­χει α­να­κη­ρυχ­θεί α­πό το Ο­ΗΕ Διε­θνές έ­τος της Γυ­ναί­κας. Τον δεύ­τε­ρο τό­μο τον ε­ξέ­δω­σε το 1979. Τον τρί­το τό­μο, ο ο­ποίος δη­μο­σιεύε­ται για πρώ­τη φο­ρά, θα πρέ­πει να τον εί­χε έ­τοι­μο α­πό τις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του ’80. Φαί­νε­ται, ό­μως, πα­ρά­δο­ξο να μη βρί­σκει εκ­δό­τη για έ­να πα­ρό­μοιο έρ­γο στα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ι­δίως τα πρώ­τα, που αν­θού­σε το πο­λι­τι­κό βι­βλίο. Το πα­ρά­δο­ξο ε­πι­τεί­νε­ται, εάν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με ό­τι ο πρώ­τος τό­μος των «Κα­το­χι­κών» ό­σο και ο δεύ­τε­ρος έ­τυ­χαν κα­λής υ­πο­δο­χής α­πό τον Τύ­πο. Όπως και να έ­χει, τους δυο πρώ­τους τους ε­ξέ­δω­σε ι­δίοις α­να­λώ­μα­σιν, ε­νώ ο τρί­τος έ­μει­νε στο συρ­τά­ρι της. Για να βρε­θεί εκ­δό­της χρειά­στη­κε να πε­ρά­σουν 70 χρό­νια α­πό ε­κεί­νον τον πρώ­το νε­κρό, του ο­ποίου το ό­νο­μα χά­θη­κε στον σκο­τει­νό βυ­θό της α­νω­νυ­μίας μα­ζί με το α­πό­κομ­μα της ε­φη­με­ρί­δας και ό­λα ό­σα εί­χε μα­ζέ­ψει στα τρία χρό­νια και τέσ­σε­ρις μή­νες της Κα­το­χής. “Τα έ­κα­ψα για να μην καώ”, ό­πως λέει. Εί­χε πά­ρει, ω­στό­σο, το βά­φτι­σμα του συλ­λέ­κτη.
Εδώ, θα έ­πρε­πε να προ­στε­θεί μια υ­πο­ση­μείω­ση. Στην ει­σα­γω­γή του πρώ­του τό­μου, η Ξη­ρα­δά­κη ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι την έ­μπνευ­ση της συλ­λο­γής στοι­χείων κα­τά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής –έ­ντυ­πα κα­το­χι­κά, πα­ρά­νο­μα φύλ­λα, μπρο­σού­ρες, τρυ­κ, προ­κη­ρύ­ξεις, ση­μειώ­σεις με ο­νό­μα­τα ε­κτε­λε­σθέ­ντω­ν–  της την εί­χε δώ­σει “μια ε­πι­φυλ­λί­δα για κά­ποιον Κων­στα­ντί­νο-Αγα­θό­φρο­να Νι­κο­λό­που­λο α­π’ την Ανδρί­τσαι­να, που, σαν πή­γε στο Πα­ρί­σι λί­γο με­τά την γαλ­λι­κή ε­πα­νά­στση, εί­χε την έ­μπνευ­ση να μα­ζέ­ψη ό,τι έ­ντυ­πο κυ­κλο­φό­ρη­σε στην διάρ­κεια της ε­πα­νά­στα­σης κι έ­τσι συ­γκρό­τη­σε μια σπου­δαία συλ­λο­γή”. Αυ­τό το αό­ρι­στο κά­ποιος Νι­κο­λό­που­λος χρειά­ζε­ται σχο­λια­σμό για ό­ποιον τυ­χόν δεν γνω­ρί­ζει τον φί­λο και συ­νερ­γά­τη του Κο­ραή Κων­στα­ντί­νο Νι­κο­λό­που­λο, γνω­στό και με το ψευ­δώ­νυ­μο Αγα­θό­φρων, ό­πως υ­πέ­γρα­φε τα άρ­θρα του στον «Λό­γιο Ερμή». Ήταν εκ­δό­της, μα­ζί με τον Κερ­κυ­ραίο Σπυ­ρί­δω­να Κον­δό, του πε­ριο­δι­κού «Μέ­λισ­σα», μα­χη­τής του γλωσ­σι­κού ε­νά­ντια στις α­πό­ψεις του Πα­να­γιώ­τη Κο­δρι­κά, αλ­λά και ποιη­τής και συν­θέ­της, με­τα­ξύ άλ­λων της Ολυ­μπια­κής Ωδής του Πιν­δά­ρου, Θεω­ρεί­ται, μά­λι­στα, πρω­το­πό­ρος στη σύν­θε­ση πο­λυ­φω­νι­κής μου­σι­κής για την ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σια­στι­κή πα­ρά­δο­ση. Όσο για την σπου­δαία βι­βλιο­θή­κη του, την δώ­ρι­σε το 1838 στην γε­νέ­τει­ρα του πα­τέ­ρα του, του Γεωρ­γά­κη Νι­κο­λό­που­λου, που έ­φυ­γε με­τά τα Ορλω­φι­κά α­πό την ο­ρει­νή Ολυ­μπία και ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Σμύρ­νη. Πρό­κει­ται για την Νι­κο­λο­πού­λειο Βι­βλιο­θή­κη της Ανδρί­τσαι­νας. Το πι­θα­νό­τε­ρο, η Ξη­ρα­δά­κη διά­βα­σε κά­ποιο δη­μο­σίευ­μα με α­φορ­μή τη συ­μπλή­ρω­ση 100 χρό­νων α­πό το θά­να­τό του, το 1841, στα 55 του α­πό τέ­τα­νο.
Η μα­κριά πα­ρέκ­κλι­ση, ό­χι τό­σο ως μι­κρή πα­ρά­λει­ψη του ε­πι­με­λη­τή, αλ­λά ως έν­δει­ξη ό­τι κά­θε πρά­ξη α­πο­κτά για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους συμ­βο­λι­κή διά­στα­ση, αλ­λά και δι­δα­κτι­κή, ό­ταν κα­τα­λή­γει σε μί­μη­ση. Η τό­τε, λοι­πόν, 22χρο­νη Ξη­ρα­δά­κη α­κο­λού­θη­σε πι­στά το πα­ρά­δειγ­μα του “α­γα­θό­φρο­να” Ηλείου. Δεν έ­γι­νε μό­νο συλ­λέκ­τρια δια βίου, αλ­λά δια­πνεό­ταν και α­πό την ί­δια α­ντί­λη­ψη, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει έ­ναν γνή­σιο συλ­λέ­κτη. Ο στό­χος της πε­ρι­συλ­λο­γής υ­λι­κού δεν ή­ταν ω­φε­λι­μι­στι­κός, λ.χ. για την εκ­πό­νη­ση μιας έκ­δο­σης, αλ­λά ή­ταν αυ­τή κα­θ’ ε­αυ­τή η διά­σω­ση της μνή­μης. Την ί­δια φρο­ντί­δα δεί­χνει, μνη­μο­νεύο­ντας ό­σους γνώ­ρι­σε. Ο δεύ­τε­ρος τό­μος των «Κα­το­χι­κών» δεν έ­χει α­φιέ­ρω­ση, ο τρί­τος, ω­στό­σο, εί­ναι “μνή­μη Τά­σου Βουρ­νά”. Θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Βουρ­νάς α­πε­βίω­σε στις 15 Νοε. 1990, ά­ρα η α­φιέ­ρω­ση θα προ­στέ­θη­κε εκ των υ­στέ­ρων με την προ­σμο­νή της έκ­δο­σης. Έξι χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός της, φί­λος και σύ­ντρο­φος α­πό τις μα­ζώ­ξεις της Τε­τάρ­της στο Λό­φο Σκου­ζέ, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του ’50, στά­θη­κε σύμ­βου­λος στα γρα­ψί­μα­τά της. Εκεί­νος την πα­ρό­τρυ­νε να κα­τα­πια­στεί με τις γυ­ναί­κες και τις υ­πέ­δει­ξε τις δυο πρώ­τες, την Ευαν­θία Καΐρη και την Καλ­λιό­πη Πα­πα­λε­ξο­πού­λου. Έτσι προέ­κυ­ψε, το 1956, η ι­στο­ρι­κή μο­νο­γρα­φία για την πρώ­τη και τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία για την δεύ­τε­ρη. Ανα­ζη­τώ­ντας τα ί­χνη της Πα­πα­λε­ξο­πού­λου, γνώ­ρι­σε τον Κορ­δά­το. Πο­λι­τι­κός άν­δρας του Ναυ­πλίου ο σύ­ζυ­γος της Πα­πα­λέ­ξαι­νας, ό­πως την α­πο­κα­λού­σε ο Κορ­δά­τος, και η ί­δια, καί­τοι Πα­τρι­νή, κό­ρη του προ­ε­στού Ανδρέα Κα­λα­μο­γδάρ­τη, στά­θη­κε “η η­ρωί­δα της Ναυ­πλια­κής ε­πα­νά­στα­σης”, σύμ­φω­να του­λά­χι­στον με τον τίτ­λο της βιο­γρα­φίας της. Σή­με­ρα, εί­ναι μια α­κό­μη λη­σμο­νη­μέ­νη γυ­ναι­κεία προ­σω­πι­κό­τη­τα. Στο σα­λό­νι της φαί­νε­ται πως ε­ξυ­φάν­θη­καν ση­μα­ντι­κές μη­χα­νορ­ρα­φίες, με­τα­ξύ αυ­τών και η γνω­στή ε­ξέ­γερ­ση, που ο­δή­γη­σε στην έ­ξω­ση του Όθω­να. Δεν εί­ναι, ω­στό­σο, και τό­σο γνω­στό ό­τι η ε­στία της ε­ξέ­γερ­σης, την ά­νοι­ξη του 1862, ή­ταν στο Ναύ­πλιο. Όπως και να έ­χει, με το βι­βλίο α­νά χεί­ρας, η Ξη­ρα­δά­κη ε­πι­σκέ­φθη­κε τον Ναυ­πλιώ­τη Άγγε­λο Τερ­ζά­κη στο γρα­φείο του στο Εθνι­κό Θέ­α­τρο. Ευ­θαρ­σώς τον ρώ­τη­σε αν θα της έ­γρα­φε κρι­τι­κή και ε­κεί­νος α­πά­ντη­σε ευ­θέως αρ­νη­τι­κά. Την πα­ρό­τρυ­νε, ω­στό­σο, να προ­χω­ρή­σει. “Από κει και πέ­ρα, ε­γώ βρή­κα το δρό­μο μου”, ό­πως λέει στη συ­νέ­ντευ­ξή της.  Δεν προ­σχε­διά­ζει τα βι­βλία της. Λει­τουρ­γεί πα­ρορ­μη­τι­κά, υ­πα­κούο­ντας συ­χνά στην έ­μπνευ­ση της στιγ­μής. Πι­στεύει στις συ­μπτώ­σεις και ό­ταν πα­ρου­σιά­ζο­νται τις εκ­με­ταλ­λεύε­ται. Μη έ­χο­ντας πρό­σβα­ση στις κυ­ρίως αρ­χεια­κές πη­γές, α­να­ζη­τά το υ­λι­κό στα θεω­ρού­με­να ως α­πορ­ρίμ­μα­τα και σε α­νεκ­με­τάλ­λευ­τα α­πό τους ε­ρευ­νη­τές αρ­χεία, ό­πως ε­κεί­νο του Ελε­γκτι­κού Συ­νε­δρίου, ό­που ερ­γα­ζό­ταν.   
     Μια γυ­ναί­κα με πά­θος. Αυ­τή ή­ταν η Κού­λα Ξη­ρα­δά­κη. Έτσι τη συ­στή­νει το έρ­γο της και με αυ­τό ως κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό την βιο­γρα­φία της. Εί­χε έ­ναν υ­περ­βάλ­λο­ντα ζή­λο για να γνω­ρί­σει και να κά­νει πράγ­μα­τα, που την χα­ρα­κτή­ρι­ζε α­πό παι­δί. Το μαρ­τυ­ρά­ει ο λό­γος της μη­τέ­ρας της. “Αυ­τό το παι­δί δεν εί­ναι στα κα­λά του”, έ­λε­γε α­κού­γο­ντας τις α­προσ­δό­κη­τες ε­πι­θυ­μίες της. Η Ξη­ρα­δά­κη φαί­νε­ται πως διέ­θε­τε κά­ποιες α­ρε­τές, που του­λά­χι­στον συν­δυα­σμέ­νες σπα­νί­ζουν. Ευαι­σθη­σία και φα­ντα­σία, ε­πι­μο­νή και υ­πο­μο­νή. Κα­τά μια πα­λαιι­κή έκ­φρα­ση, ό,τι πέ­τυ­χε το πέ­τυ­χε με το σπα­θί της. Ού­τε εγ­γράμ­μα­τοι ού­τε α­ρι­στε­ροί ή­ταν οι γο­νείς της. Και ε­πι­πλέ­ον, τα οι­κο­νο­μι­κά της οι­κο­γέ­νειας  ή­ταν στε­νά. Εκεί­νη, ό­μως, και το σχο­λείο τε­λείω­σε με κα­λές ε­πι­δό­σεις, δου­λεύο­ντας τα κα­λο­καί­ρια, και στην Αντί­στα­ση α­να­μίχ­θη­κε α­πό τους πρώ­τους. Οργα­νω­μέ­νη στο Εα­μι­κό κί­νη­μα, πή­ρε μέ­ρος σε ό­λες τις δια­δη­λώ­σεις. Η πρώ­τη μύη­ση έ­γι­νε στην πα­ρέα του Λό­φου Σκου­ζέ, την ο­ποία, έ­νας της ο­μά­δας, ο Αντρέ­ας Φρα­γκιάς, α­πα­θα­νά­τι­σε στο μυ­θι­στό­ρη­μά του «Λοι­μός». Εκεί πρω­τά­κου­σε το ό­νο­μα του Ρί­τσου. Μια α­πό τις πρώ­τες τολ­μη­ρές της πρά­ξεις ή­ταν η φυ­γά­δευ­ση των ό­πλων των Ιτα­λών  α­πό την Σχο­λή Ευελ­πί­δων, που τό­τε ή­ταν στρα­τώ­νας των Γερ­μα­νών. Οι Ιτα­λοί, με­τά την συν­θη­κο­λό­γη­ση, βρί­σκο­νταν ε­κεί υ­πό ε­πι­τή­ρη­ση. Η βρα­δι­νή έ­ξο­δος ε­πι­τρε­πό­ταν, υ­πό τον ό­ρο να βγαί­νουν ά­ο­πλοι. Οι Γερ­μα­νοί φο­βό­νταν μην και προ­σχω­ρή­σουν στον Ε­ΛΑΣ. Γνώ­ρι­ζαν, ό­μως, ό­τι οι α­ντάρ­τες, με την με­γά­λη έλ­λει­ψη σε πο­λε­μο­φό­δια, τους ή­θε­λαν να προ­σχω­ρούν με τον ο­πλι­σμό τους. Με­τά την ε­πι­τυ­χή έκ­βα­ση της ε­πι­χεί­ρη­σης, ο κα­πε­τά­νιος της χά­ρι­σε έ­να πι­στό­λι, που φαί­νε­ται ό­τι το βρή­κε πο­λύ μι­κρό για α­ντρι­κό. Η Ξη­ρα­δά­κη, με­τά τα Δε­κεμ­βρια­νά, α­κο­λού­θη­σε την πο­ρεία μέ­χρι τα Κρώ­ρα. Κα­τά κομ­μα­τι­κή ε­ντο­λή, συ­νέ­χι­σε για Χαλ­κί­δα, α­πό ό­που θα­λασ­σίως πέ­ρα­σε στο Μώ­λο Φθιώ­τι­δας και με­τά, κα­τό­πιν νεό­τε­ρης ο­δη­γίας, τά­χι­στα οί­κα­δε για να α­να­στή­σουν τις ορ­γα­νώ­σεις της Αθή­νας. Ού­τε εί­χε την τύ­χη να ζευ­γα­ρώ­σει με κά­ποιον που να α­πο­δέ­χε­ται την γυ­ναί­κα σαν ά­το­μο με ί­σα δι­καιώ­μα­τα. Γι’ αυ­τό και χώ­ρι­σε νω­ρίς. Το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο, πά­ντως, πέ­ραν των κοι­νω­νι­κών α­πο­κλει­σμών, ή­ταν ο χρό­νος της γέν­νη­σής της. Γεν­νη­μέ­νος κά­ποιος, ό­πως η Ξη­ρα­δά­κη,  το 1919 σή­μαι­νε ό­τι η τρί­τη και πιο γό­νι­μη δε­κα­ε­τία της ζωής του θα ή­ταν η ε­μπό­λε­μη του ’40. Πα­ρό­λα αυ­τά, με­τά την Κα­το­χή, γρά­φτη­κε στην Πά­ντειο και την τε­λείω­σε. Στη συ­νέ­χεια, το 1950, θα τέ­λειω­νε και την Φι­λο­σο­φι­κή, αν η φοί­τη­ση δεν ή­ταν υ­πο­χρεω­τι­κή. Τό­τε, ό­μως, μό­λις εί­χε προσ­λη­φθεί, κα­τό­πιν ε­ξε­τά­σεων, στο Ελε­γκτι­κό Συ­νέ­δριο. Κι ό­μως, πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα στη Φι­λο­σο­φι­κή, ζη­τώ­ντας την ά­δεια α­πό τον ί­διο τον κα­θη­γη­τή Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γίας, που ή­ταν ο Γεώρ­γιος Ζώ­ρας. Αργό­τε­ρα, με την υ­πο­στή­ρι­ξή του, δη­μο­σίευ­σε δυο άρ­θρα στο πε­ριο­δι­κό «Παρ­νασ­σός».
Ως συγ­γρα­φέα και ε­ρευ­νή­τρια της ι­στο­ρίας των γυ­ναι­κών α­να­φέ­ρει την Ξη­ρα­δά­κη η ε­γκυ­κλο­παί­δεια. Δεν της χα­λα­λί­ζει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του ι­στο­ρι­κού ού­τε καν αυ­τόν του ι­στο­ριο­δί­φη. Αλλά και στη βιο­γρα­φία προ­στί­θε­ται ως υ­πό­τιτ­λος η εμ­φα­ντι­κή υ­πεν­θύ­μι­ση, ό­τι πρό­κει­ται για αυ­το­δί­δα­κτη ι­στο­ρι­κό.  Πό­σοι ε­παγ­γελ­μα­τίες ι­στο­ρι­κοί έ­χουν να ε­πι­δεί­ξουν έ­να έρ­γο α­ντί­στοι­χο με την, έ­στω και ε­ρα­σι­τε­χνι­κή, κα­τα­γρα­φή των ε­κτε­λε­σθέ­ντων στα χρό­νια της Κα­το­χής, που έ­κα­νε η Ξη­ρα­δά­κη; Βε­βαίως, για έ­ναν ι­στο­ρι­κό, θα πρέ­πει να εί­ναι α­δια­νό­η­το το διάν­θι­σμα μιας πα­ρό­μοιας ερ­γα­σίας με στί­χους, ο ε­μπλου­τι­σμός των βιο­γρα­φι­κών ση­μειω­μά­των των θυ­μά­των με συ­ναι­σθη­μα­τι­κής υ­φής πα­ρα­τη­ρή­σεις και οι άλ­λες α­ντιε­πι­στη­μο­νι­κές και­νο­το­μίες, που α­ρέ­σουν στην Ξη­ρα­δά­κη. Κι ό­μως, στη με­τα­μο­ντέρ­να ε­πο­χή, που η Ιστο­ρία δεν συ­νι­στά πα­ρά μια α­κό­μη α­φή­γη­ση, ί­σως αυ­τός ο προ­σω­πι­κός τρό­πος συγ­γρα­φής να α­πο­τε­λεί μια πολ­λά υ­πο­σχό­με­νη πρό­τα­ση. Από την άλ­λη, ε­παγ­γελ­μα­τίες ι­στο­ρι­κοί και λοι­ποί ε­πι­στή­μο­νες υ­πο­δει­κνύουν μεν συ­στη­μα­τι­κούς τρό­πους κα­τάρ­τι­σης, με ε­ξαν­τλη­τι­κή προ­σφυ­γή στις πη­γές, αλ­λά, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, έ­χουν προ­κύ­ψει συλ­λο­γι­κά βι­βλία Ιστο­ρίας και Βά­σεις Δε­δο­μέ­νων, που πά­σχουν α­πό πα­ρα­λεί­ψεις, α­βλε­ψίες και ε­πι­κα­λύ­ψεις. Ίσως, για­τί ε­πι­τε­λού­νται μη­χα­νι­στι­κά ή α­πό βο­η­θούς χω­ρίς με­ρά­κι. Ίσως, για­τί ο κύ­ριος στό­χος των ση­με­ρι­νών ε­πι­στη­μό­νων εί­ναι, σε με­γά­λο βαθ­μό, οι θεω­ρίες. Έτσι, ε­ρα­σι­τέ­χνες, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Κων­στα­ντί­νος Σά­θας, ο Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης ή και η Κού­λα Ξη­ρα­δά­κη, με δια­φο­ρά ύ­ψους βέ­βαια, έ­χουν ο­ρι­στι­κά ε­κλεί­ψει. Ανα­με­νό­με­νο, α­φού α­παλ­λα­χτή­κα­με α­πό τις νοο­τρο­πίες, που τους ε­ξέ­θρε­ψαν.     
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/9/2012.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Στον τόπο του Καρκαβίτσα



Τά­κης Ν. Λαϊνάς
«Ο κά­μπος ο κό­σμος
El campo el mundo»
Εκδό­σεις
Πα­ρα­τη­ρη­τής της Θρά­κης
Κο­μο­τη­νή-Λε­χαι­νά
Νοέ­μ­βριος 2011

Άποψη
του Σιδηροδρομικού
Σταθμού
Λεχαινών.


Στον ο­δη­γό του Στέ­φα­νου Ψη­μέ­νου «Ανε­ξε­ρεύ­νη­τη Πε­λο­πό­ν­νη­σος», που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1999 ως δεύ­τε­ρος τό­μος, με­τά α­πό ε­κεί­νον της Κρή­της, στη σει­ρά τα­ξι­διω­τι­κών ο­δη­γών με τον γε­νι­κό τί­τ­λο «Ανε­ξε­ρεύ­νη­τη Ελλά­δα», τα Λε­χαι­νά δεν υ­πά­ρ­χουν στο ευ­ρε­τή­ριο. Ο α­να­γνώ­στης και ε­πί­δο­ξος τα­ξι­διώ­της υ­πο­θέ­τει ό­τι η πα­ρά­λει­ψη έ­γι­νε α­πό α­βλε­ψία, α­φού μοιά­ζει α­πί­θα­νο να μην α­να­φέ­ρο­νται τα Λε­χαι­νά σε έ­ναν πα­ρό­μοιας έ­κτα­σης Οδη­γό. Σύ­μ­φω­να με τις ε­γκυ­κλο­παί­δειες, πρό­κει­ται για κω­μό­πο­λη του νο­μού Ηλείας, που, μέ­χρι το 1999, ή­ταν η έ­δρα του ο­μώ­νυ­μου δή­μου, με 3541 κα­τοί­κους. Οπό­τε, ό­ντας α­γεω­γρά­φη­τος, α­ρ­χί­ζει το φυ­λ­λο­μέ­τρη­μα του Οδη­γού. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί στην ει­σα­γω­γή ο Ψη­μέ­νος, έ­κα­νε την α­να­γκαία έ­ρευ­να για την κα­τά­ρ­τι­ση του Οδη­γού ως μη­χα­νό­βιος τα­ξι­διώ­της και πα­ρου­σιά­ζει τον τό­πο με βά­ση τις δια­δρο­μές που α­κο­λού­θη­σε. Προ­βλέ­πο­νται, συ­νο­λι­κά, έ­ξι δια­δρο­μές, που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό το ση­μείο ε­κ­κί­νη­σης, συν τέ­σ­σε­ρις, α­πο­κα­λού­με­νες ο­ρει­νές. Βο­η­θού­με­νος α­πό τον χά­ρ­τη, ο με­λ­λο­ντι­κός τα­ξι­διώ­της, για να ε­ντο­πί­σει τα Λε­χαι­νά, α­να­τρέ­χει  στη δια­δρο­μή Πά­τρα-Πύ­ρ­γου. Ακο­λου­θώ­ντας την Εθνι­κή Οδό, δια­βά­ζει για τα Βρα­χναίι­κα, που συ­ν­δυά­ζουν τα πα­λαιά πέ­τρι­να σπί­τια με τα φρο­ντι­σμέ­να μπα­ρ, για το πο­λύ κα­λό ξε­νο­δο­χείο στο χω­ριό Κα­μί­νια και το ε­ξαι­ρε­τι­κό κά­μπι­ν­γκ, λί­γο πα­ρα­κά­τω, στην Κά­τω Αλι­σ­σό. Επί­σης, για την ό­μο­ρ­φη κω­μό­πο­λη Κά­τω Αχα­γιά, και στη συ­νέ­χεια, για τη φτω­χι­κή Μα­νο­λά­δα, με μό­λις έ­να βυ­ζα­ντι­νό ε­κ­κλη­σά­κι, α­λ­λά και για την πο­λύ­κο­σμη Βά­ρ­δα. Κά­που ε­δώ, ε­πι­τέ­λους, ε­ντο­πί­ζει τα Λε­χαι­νά, τυ­πω­μέ­να με μαύ­ρα στοι­χεία, ό­πως και ό­λοι οι ά­λ­λοι βα­σι­κοί στα­θ­μοί. Εί­ναι η πό­λη που στοι­χειώ­νει εξ α­πα­λών ο­νύ­χων την φα­ντα­σία του χά­ρη στη “λυ­γε­ρή” α­λ­λά ά­τυ­χη Ανθή, την η­ρωί­δα του α­γα­πη­μέ­νου του λε­χαι­νιώ­τη συ­γ­γρα­φέα, την ο­ποία, ό­ντας α­φό­ρη­τα ρο­μα­ντι­κός, την ταύ­τι­ζε α­νέ­κα­θεν με την υ­πα­ρ­κτή α­λ­λά ά­πι­στη Ιο­λά­ν­δη, την α­γα­πη­μέ­νη του Ανδρέα Κα­ρ­κα­βί­τσα, που στά­θη­κε η α­φο­ρ­μή για να γρα­φτεί το μυ­θι­στό­ρη­μα των Λε­χαι­νών.  
Ο Οδη­γός πλη­ρο­φο­ρεί: “Τα Λε­χαι­νά εί­ναι η πα­τρί­δα του Ανδρέα Κα­ρ­κα­βί­τσα, α­λ­λά αυ­τός δεν εί­ναι λό­γος για να ε­πι­σκε­φθεί­τε αυ­τή την ά­χα­ρη ε­πα­ρ­χια­κή πό­λη.” Η πρώ­τη α­ντί­δρα­ση εί­ναι η α­πο­γοή­τευ­ση. Όταν, ό­μως, δια­βά­ζει τη φρά­ση, που α­κο­λου­θεί, η α­πο­γοή­τευ­ση με­τα­τρέ­πε­ται σε α­γα­νά­κτη­ση: “Αντί­θε­τα, η Ανδρα­βί­δα, με­ρι­κά χι­λιό­με­τρα πα­ρα­κά­τω, δια­σώ­ζει έ­να ε­λά­χι­στο δεί­γ­μα α­πό την πα­λιά της αί­γλη.” Υπή­ρ­ξε η πε­ρί­φη­μη Andre Ville, η πρω­τεύου­σα του πρι­γκι­πά­του του Μο­ρέως. Άλλω­στε και ο Δή­μος Λε­χαι­νών έ­δω­σε τη θέ­ση του στον Δή­μο Ανδρα­βί­δας-Κυ­λ­λή­νης. Η ε­τυ­μη­γο­ρία του Οδη­γού μπο­ρεί να εί­ναι και εκ του πο­νη­ρού, για να στρέ­ψει το ε­ν­δια­φέ­ρον του τα­ξι­διώ­τη στη γει­το­νι­κή πο­λι­τεία του η­λεια­κού κά­μπου. Αν, ό­μως, αυ­τός α­γα­να­κτεί, πώς θα πρέ­πει να αι­σθά­νο­νται οι τρεις χι­λιά­δες τό­σοι κά­τοι­κοι της πό­λης; Κι αν ό­χι ό­λοι, του­λά­χι­στον η δρά­κα των δια­νοού­με­νων ή και η με­γα­λύ­τε­ρη ο­μά­δα των α­πο­κα­λού­με­νων σή­με­ρα ε­νε­ρ­γών πο­λι­τώ­ν; Το ε­ρώ­τη­μα δρά­τ­τε­ται της ευ­και­ρίας να το θέ­σει, ό­ταν βρί­σκε­ται  ε­πί τό­που, για­τί, σε πεί­σμα του Οδη­γού, αυ­τός τα­ξι­δεύει στη γε­νέ­τει­ρα του συ­γ­γρα­φέα του.
Ως α­πά­ντη­ση, έ­νας α­πό αυ­τούς, ο Τά­κης Λαϊνάς του ε­γ­χει­ρί­ζει το φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νο βι­βλίο του. Καί­τοι φα­να­τι­κός θα­μώ­νας των α­θη­ναϊκών βι­βλιο­πω­λείων, δεν το εί­χε ε­πι­ση­μά­νει. Με έ­να τό­σο πρω­τό­τυ­πο ε­ξώ­φυ­λ­λο, αν υ­πή­ρ­χε, α­κό­μη και κα­τα­χω­νια­σμέ­νο, δεν θα πε­ρ­νού­σε α­πα­ρα­τή­ρη­το. Τον πα­ρα­ξε­νεύει ο ε­κ­δό­της, ό­που λα­ν­θά­νει συ­νε­ν­νό­η­ση Θρά­κης και Ηλείας. Λα­θραία γε­ν­νιέ­ται η σκέ­ψη πως μια πα­ρό­μοια συ­νε­ρ­γα­σία, ε­ρή­μην των Αθη­νών, θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λέ­σει μέ­χρι και πο­λι­τι­στι­κή πρό­τα­ση, αν ό­χι και πο­λι­τι­κή, προς α­πο­μό­νω­ση της μο­λυ­σμα­τι­κής ε­στίας, στην ο­ποία, συν τω χρό­νω, με­τα­μο­ρ­φώ­νε­ται η ο­μ­φα­λο­σκο­πού­με­νη πρω­τεύου­σα. Κα­τά τα ά­λ­λα, βρί­σκει σχε­δόν ποιη­τι­κό τον τί­τ­λο. Δεν γνω­ρί­ζει, ό­μως, τι ση­μαί­νει να έ­χεις γε­ν­νη­θεί σε έ­ναν κά­μπο. Πό­σο α­ντί­στοι­χη μπο­ρεί να εί­ναι η αί­σθη­ση με ε­κεί­νη του νη­σιώ­τη. Ού­τε εί­ναι τό­σο γεω­γρα­φη­μέ­νος, ώ­στε να μπο­ρεί να σχε­διά­σει στο χά­ρ­τη τη γρα­μ­μή που πε­ρι­κλείει τον η­λεια­κό κά­μπο. Το βι­βλίο τον βο­η­θά­ει: “Στην κα­ρ­διά του κά­μπου, η Γα­στού­νη.” Γι’ αυ­τόν, μια α­κό­μη ά­γνω­στη πό­λη, κι αυ­τή μυ­θο­ποιη­μέ­νη, χά­ρη σε έ­τε­ρο προ­σφι­λή συ­γ­γρα­φέα. Μό­νο που ε­κεί­νον τον διά­βα­σε πο­λύ α­ρ­γό­τε­ρα. Για την α­κρί­βεια, τον διά­βα­σε και τον ξα­να­διά­βα­σε, μέ­νο­ντας πά­ντα με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι μέ­ρος α­πό το νό­η­μα τού δια­φεύ­γει. Ο Οδη­γός του Ψη­μέ­νου στέ­κε­ται και για την Γα­στού­νη το ί­διο α­πο­τρε­πτι­κός: «...Τα σχό­λια των πα­λιών πε­ριη­γη­τών για το α­ν­θυ­γιει­νό κλί­μα της ε­ξα­κο­λου­θούν να ι­σχύουν μέ­χρι σή­με­ρα. Δεν έ­χε­τε λοι­πόν λό­γο να μεί­νε­τε ε­δώ...» Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, δεν α­να­φέ­ρει ού­τε το ό­νο­μα του συ­γ­γρα­φέα. Πι­θα­νώς α­πό ά­γνοια, ί­σως, ό­μως, και για­τί α­πό τον Νί­κο Κα­χτί­τση δεν έ­μει­νε κά­ποιο σπί­τι. Άλλω­στε, ε­κεί γε­ν­νή­θη­κε, α­λ­λού με­γά­λω­σε κι α­λ­λού έ­ζη­σε. Όπως και να έ­χει, ού­τε πο­τέ κα­νείς σκέ­φτη­κε να του στή­σει α­ν­δριά­ντα στη γε­νέ­τει­ρα ή κά­που α­λ­λού. Μέ­νει α­πο­ρία μην και υ­πά­ρ­χει κα­νέ­νας δρό­μος στο ό­νο­μά του.  
Επα­νε­ρ­χό­μα­στε στον η­λεια­κό κά­μπο και το βι­βλίο: “Ο δι­κός μας κά­μπος, ο δι­κός μας κό­σμος ε­νιαίος και ε­πι­κλι­νής, φω­τα­γω­γη­μέ­νος ο­μοιό­μο­ρ­φα α­πό τα Σα­βά­λια ως το Βου­πρά­σιο.” Νυ­χτε­ρι­νή η ει­κό­να του Λαϊνά, εί­ναι “α­πό την κα­τη­φό­ρα προς Νε­ο­χώ­ρι”. Ανα­ζη­τά ο α­να­γνώ­στης τα τρία ο­νό­μα­τα στο χά­ρ­τη. Ορια­κά ση­μεία του κά­μπου που δια­σχί­ζει ο Πη­νειός, σχη­μα­τί­ζουν έ­να νο­η­τό τρί­γω­νο. Ένα ά­λ­λο τρί­γω­νο, πο­λύ μι­κρό­τε­ρο, εί­ναι ε­κεί­νο των τριών κω­μο­πό­λεων, Ανδρα­βί­δα-Λε­χαι­νά-Μυ­ρ­σί­νη, που πα­ρου­σιά­ζει ο συ­γ­γρα­φέ­ας στο κε­φά­λαιο, με τί­τ­λο, «Haca negra luna roja». Κα­τά τη γνώ­μη μας, το α­ρ­τιό­τε­ρο τα­ξι­διω­τι­κό κεί­με­νο του βι­βλίου. Για το δια­κει­με­νι­κό του ά­νοι­γ­μα και την φρα­στι­κή του πύ­κνω­ση, θα το ζή­λευαν και δό­κι­μοι συ­γ­γρα­φείς. Εδώ, ο ι­σπα­νι­κός τί­τ­λος πα­ρα­πέ­μπει στον Φε­ντε­ρί­κο Γκα­ρ­σία Λό­ρ­κα. Προ­χω­ρώ­ντας την α­νά­γνω­ση λύ­νε­ται και η α­πο­ρία του ι­σπα­νι­κού δεύ­τε­ρου μέ­ρους του τί­τ­λου του βι­βλίου, που ο α­θη­ναίος α­να­γνώ­στης θα μπο­ρού­σε να ε­κλά­βει ως ε­κ­ζή­τη­ση. Δια­βά­ζου­με: “Il campo, για τον Ιτα­λό κα­ρ­που­ζέ­μπο­ρο και τις ου­ρές α­πό τις ντα­λί­κες στα βε­ν­ζι­νά­δι­κα... El campo, για την ό­μο­ρ­φη Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­να με δυο παι­διά στο Σαν Ντο­μί­γκο, που δου­λεύει τα βρά­δια ει­σ­πρά­τ­το­ντας έ­να με­ρί­διο α­πό την ε­πι­δό­τη­ση των ε­σπε­ρι­δο­ει­δών και του ε­λαιό­λα­δου.” Με αυ­τές τις φρά­σεις, ο συ­γ­γρα­φέ­ας χα­ρά­ζει τα α­ν­θρω­πο­γεω­γρα­φι­κά ό­ρια του κά­μπου α­λ­λά και του κό­σμου του. Από τη μια, ο α­ντί­πε­ρα της Αδρια­τι­κής λαός, α­πό την ά­λ­λη, τα με­τα­να­στευ­τι­κά κύ­μα­τα.
Ο Λαϊνάς, γεω­πό­νος το ε­πά­γ­γε­λ­μα, πε­ρι­γρά­φει “το γού­πα­το του εύ­φο­ρου κά­μπου”, συ­ν­δυά­ζο­ντας την ε­πι­στη­μο­νι­κή α­κρι­βο­λο­γία με την βιω­μα­τι­κή συ­γκί­νη­ση. Επι­ση­μαί­νει τα κα­κώς κεί­με­να, κά­πο­τε κα­τα­γ­γε­λ­τι­κά, συ­χνό­τε­ρα ει­ρω­νι­κά, πο­τέ ό­μως, με το συ­χνά α­πα­ντώ­με­νο σύ­μπλε­γ­μα του ε­πα­ρ­χιώ­τη α­πέ­να­ντι στον Αθη­ναίο. Άλλω­στε, αυ­τός α­ντι­τεί­νει το α­τού ε­νός Λε­χαι­νιώ­τη: «Στις μι­κρές κοι­νω­νίες που ζού­με η α­ντί­δρα­ση και ο συ­ντη­ρη­τι­σμός έ­χουν ό­νο­μα και ε­πώ­νυ­μο...» Πα­ρο­μοίως, δεν υ­πά­ρ­χει ού­τε ί­χνος α­γα­νά­κτη­σης για τη δυ­σφή­μη­ση του τό­που του α­πό τον τα­ξι­διω­τι­κό Οδη­γό. Μά­λι­στα, η ε­πί­μα­χη φρά­ση τί­θε­ται ως μό­το στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του βι­βλίου, το α­φιε­ρω­μέ­νο στον Κα­ρ­κα­βί­τσα και τα Λε­χαι­νά. Σε αυ­τό, ω­στό­σο, δί­νει, έ­στω και πλα­γίως, την α­πά­ντη­ση. Κα­τα­ρ­χάς α­να­πτύ­σ­σει τι ση­μαί­νει “αυ­το­διοι­κη­τι­κή πο­λι­τι­κή-πρό­τα­ση” για την α­νά­δει­ξη ε­νός τό­που, το­νί­ζο­ντας ό­τι πρέ­πει να προ­σε­χ­θούν  τα ι­διαί­τε­ρα, συ­χνά και μο­να­δι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του. Για τα Λε­χαι­νά α­ρ­κεί­ται να α­να­φέ­ρει τρεις ι­διαι­τε­ρό­τη­τες: Κο­τύ­χι, Αλυ­κές, Κα­ρ­κα­βί­τσας. Σε κά­θε έ­να α­φιε­ρώ­νει αυ­το­τε­λές κε­φά­λαιο. 
Το Κο­τύ­χι, μια τυ­πι­κή με­σο­γεια­κή λι­μνο­θά­λα­σ­σα, 7χλμ. βο­ρείως, εί­ναι έ­νας “ε­πί­γειος πα­ρά­δει­σος που πε­ρι­μέ­νει σω­τη­ρία”. Και μό­νο οι κα­τά­λο­γοι  με τα ο­νό­μα­τα των με­τα­να­στευ­τι­κών που­λιών και των ποι­κι­λιών α­πό πά­πιες προ­δια­θέ­τουν για το πα­ρα­δει­σέ­νιο του μέ­ρους, θυ­μί­ζο­ντας κεί­με­νο του Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Εκεί­νος ή­ταν φα­ρ­μα­κο­ποιός το ε­πά­γ­γε­λ­μα. Μό­νο που αυ­τός ο πα­ρά­δει­σος βρί­σκε­ται α­νά­με­σα στις κοί­τες του Πη­νειού και του Λα­ρι­σ­σού, α­πει­λού­με­νος α­πό το φρά­γ­μα του πρώ­του. Εξαι­τίας του, τα ε­ν­νέα λα­γκά­δια, που κα­τα­λή­γουν στον υ­γρο­βιό­το­πο, φέ­ρ­νουν πε­ρι­σ­σό­τε­ρο γλυ­κό νε­ρό. Κά­τι η α­λ­λα­γή της ι­σο­ρ­ρο­πίας του νε­ρού, κά­τι οι φε­ρ­τές ύ­λες και το μπά­ζω­μα, το Κο­τύ­χι α­πει­λεί­ται με α­φα­νι­σμό.
Δεύ­τε­ρη ι­διαι­τε­ρό­τη­τα, οι Αλυ­κές Λε­χαι­νών, έ­κτα­σης 380 στρε­μ­μά­των. Πρώην Αλυ­κές, α­φού η ζή­τη­ση για το χλω­ριού­χο νά­τριο στην ε­πο­χή των υ­δρο­γο­να­ν­θρά­κων, του­τέ­στιν του πε­τρε­λαίου, μειώ­θη­κε κα­τά πο­λύ. Μέ­νουν, ό­μως, οι α­μ­μο­θί­νες και τα οι­κο­συ­στή­μα­τα, οι μι­κροί γλά­ροι και οι κύ­κνοι, που, σή­με­ρα, εί­ναι τό­σο α­να­γκαία για την ε­πι­βίω­ση ό­χι μό­νο του τό­που α­λ­λά ό­λων μας, ό­σο ή­ταν το α­λά­τι κά­πο­τε. Εδώ, έ­χει ε­φα­ρ­μο­γή το φαι­νό­με­νο της πε­τα­λού­δας, που α­να­κα­λύ­ψα­με πρό­σφα­τα και το με­τα­φέ­ρα­με α­πό τη θεω­ρία του χά­ους στις χρη­μα­τοοι­κο­νο­μι­κές ι­σο­ρ­ρο­πίες. Από μια ά­πο­ψη α­να­με­νό­με­νο, στον οι­κο­νο­μι­σμό που έ­χει σα­ρώ­σει κά­θε ά­λ­λη έ­γνοια στην ε­πο­χή μας. Ποιος δια­νο­εί­ται ό­τι χω­ρίς του­ρί­στες μπο­ρεί και να ε­πι­βιώ­σου­με, ε­νώ, χω­ρίς α­μ­μο­θί­νες και θα­λε­ρά οι­κο­συ­στή­μα­τα, θα α­πο­βιώ­σου­με στα σί­γου­ρα. Δυ­στυ­χώς, δεν εί­μα­στε πτη­νά α­πο­δη­μη­τι­κά, να πε­τά­ξου­με σε ά­λ­λη γη σε ά­λ­λα μέ­ρη.  
Όσο για τον Κα­ρ­κα­βί­τσα, μέ­νει “ο πα­ρα­βια­σμέ­νος αι­σθη­τι­κά α­ν­δριά­ντας του στην κε­ντρι­κή πλα­τεία”. Μέ­νει, ό­μως, και ο ο­μώ­νυ­μος πο­λι­τι­στι­κός σύ­λ­λο­γος Λε­χαι­νών, στον ο­ποίο με­τέ­χει ε­νε­ρ­γά ο συ­γ­γρα­φέ­ας α­πό ι­δρύ­σεώς του το ’70. Ο τα­ξι­διώ­της μό­λις τώ­ρα πλη­ρο­φο­ρεί­ται την ύ­πα­ρ­ξή του. Όσο δρα­στή­ριος κι αν εί­ναι έ­νας σύ­λ­λο­γος ε­κτός πρω­τευού­σης, ό­σο ε­ν­δια­φέ­ρου­σες κι αν εί­ναι οι ε­κ­δη­λώ­σεις που διο­ρ­γα­νώ­νει, για να προ­βλη­θεί α­πό μια α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα, θα πρέ­πει να έ­χει τις κα­τά­λ­λη­λες δια­συ­ν­δέ­σεις ή ά­κρες, κα­τά την έ­κ­φρα­ση του συ­ρ­μού. Στο βι­βλίο, ο Λαϊνάς κά­νει διά­γνω­ση των προ­βλη­μά­των και προ­τεί­νει λύ­σεις. Γνω­ρί­ζει, πά­ντως, κα­θώς έ­χει α­να­μι­χ­θεί στα κοι­νά ως νο­μα­ρ­χια­κός και δη­μο­τι­κός σύ­μ­βου­λος και σή­με­ρα, ως μέ­λος της το­πι­κής πε­ρι­βα­λ­λο­ντι­κής έ­νω­σης, ό­τι οι κα­τέ­χο­ντες την ε­ξου­σία α­γνοούν τον τό­πο και τα μο­να­δι­κά κρι­τή­ρια για τις α­πο­φά­σεις τους εί­ναι τα οι­κο­νο­μι­κά. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση προς ό­φε­λος της χώ­ρας, στην χει­ρό­τε­ρη για ί­διον κέ­ρ­δος. 
Εκεί­νο που α­πή­λαυ­σε ο τα­ξι­διώ­της, κα­τά την α­νά­γνω­ση του βι­βλίου, ή­ταν οι δια­δο­χι­κές στρώ­σεις α­πό πε­ρι­γρα­φές ε­νός πα­ρε­λ­θό­ντος τρό­που ζωής, που ε­να­λ­λά­σ­σο­νται με θεω­ρή­σεις μιας ση­με­ρι­νής κα­τά­στα­σης, ό­που τα πά­ντα έ­χουν ο­μοιο­γε­νο­ποιη­θεί και ι­σο­πε­δω­θεί. Η α­φή­γη­ση ζω­ντα­νεύει την ευ­δαι­μο­νία ε­νός κό­σμου, που εί­χε μέ­τρο στον τρό­πο που ζού­σε και στα πρά­γ­μα­τα που έ­φτια­χνε, έ­στω κι αν στε­ρεί­το του με­γέ­θους των ση­με­ρι­νών υ­λι­κών α­γα­θών. Τε­λι­κά, κα­τέ­λη­ξε πως ά­ν­θρω­ποι σαν και τον συ­γ­γρα­φέα, που πε­ρ­πα­τούν στα πε­ρι­βό­λια και το δά­σος, που α­πο­λα­μ­βά­νουν το σα­ρα­νταή­με­ρο, α­πό του Αγίου Φι­λί­π­που μέ­χρι τα Χρι­στού­γε­ν­να, α­δια­φο­ρώ­ντας για την πι­θα­νή ή μη ε­πι­μι­ξία χρι­στια­νι­σμού-α­ρ­χαιό­τη­τας, τέ­λος, που πι­στεύουν ό­τι η ζωή δεν εί­ναι θέ­μα πο­σό­τη­τας α­λ­λά ποιό­τη­τας, θα έ­πρε­πε να γρά­φουν τους τα­ξι­διω­τι­κούς ο­δη­γούς και ό­χι μό­νο.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 22/7/2012.