Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Στον τόπο του Καρκαβίτσα



Τά­κης Ν. Λαϊνάς
«Ο κά­μπος ο κό­σμος
El campo el mundo»
Εκδό­σεις
Πα­ρα­τη­ρη­τής της Θρά­κης
Κο­μο­τη­νή-Λε­χαι­νά
Νοέ­μ­βριος 2011

Άποψη
του Σιδηροδρομικού
Σταθμού
Λεχαινών.


Στον ο­δη­γό του Στέ­φα­νου Ψη­μέ­νου «Ανε­ξε­ρεύ­νη­τη Πε­λο­πό­ν­νη­σος», που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1999 ως δεύ­τε­ρος τό­μος, με­τά α­πό ε­κεί­νον της Κρή­της, στη σει­ρά τα­ξι­διω­τι­κών ο­δη­γών με τον γε­νι­κό τί­τ­λο «Ανε­ξε­ρεύ­νη­τη Ελλά­δα», τα Λε­χαι­νά δεν υ­πά­ρ­χουν στο ευ­ρε­τή­ριο. Ο α­να­γνώ­στης και ε­πί­δο­ξος τα­ξι­διώ­της υ­πο­θέ­τει ό­τι η πα­ρά­λει­ψη έ­γι­νε α­πό α­βλε­ψία, α­φού μοιά­ζει α­πί­θα­νο να μην α­να­φέ­ρο­νται τα Λε­χαι­νά σε έ­ναν πα­ρό­μοιας έ­κτα­σης Οδη­γό. Σύ­μ­φω­να με τις ε­γκυ­κλο­παί­δειες, πρό­κει­ται για κω­μό­πο­λη του νο­μού Ηλείας, που, μέ­χρι το 1999, ή­ταν η έ­δρα του ο­μώ­νυ­μου δή­μου, με 3541 κα­τοί­κους. Οπό­τε, ό­ντας α­γεω­γρά­φη­τος, α­ρ­χί­ζει το φυ­λ­λο­μέ­τρη­μα του Οδη­γού. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί στην ει­σα­γω­γή ο Ψη­μέ­νος, έ­κα­νε την α­να­γκαία έ­ρευ­να για την κα­τά­ρ­τι­ση του Οδη­γού ως μη­χα­νό­βιος τα­ξι­διώ­της και πα­ρου­σιά­ζει τον τό­πο με βά­ση τις δια­δρο­μές που α­κο­λού­θη­σε. Προ­βλέ­πο­νται, συ­νο­λι­κά, έ­ξι δια­δρο­μές, που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό το ση­μείο ε­κ­κί­νη­σης, συν τέ­σ­σε­ρις, α­πο­κα­λού­με­νες ο­ρει­νές. Βο­η­θού­με­νος α­πό τον χά­ρ­τη, ο με­λ­λο­ντι­κός τα­ξι­διώ­της, για να ε­ντο­πί­σει τα Λε­χαι­νά, α­να­τρέ­χει  στη δια­δρο­μή Πά­τρα-Πύ­ρ­γου. Ακο­λου­θώ­ντας την Εθνι­κή Οδό, δια­βά­ζει για τα Βρα­χναίι­κα, που συ­ν­δυά­ζουν τα πα­λαιά πέ­τρι­να σπί­τια με τα φρο­ντι­σμέ­να μπα­ρ, για το πο­λύ κα­λό ξε­νο­δο­χείο στο χω­ριό Κα­μί­νια και το ε­ξαι­ρε­τι­κό κά­μπι­ν­γκ, λί­γο πα­ρα­κά­τω, στην Κά­τω Αλι­σ­σό. Επί­σης, για την ό­μο­ρ­φη κω­μό­πο­λη Κά­τω Αχα­γιά, και στη συ­νέ­χεια, για τη φτω­χι­κή Μα­νο­λά­δα, με μό­λις έ­να βυ­ζα­ντι­νό ε­κ­κλη­σά­κι, α­λ­λά και για την πο­λύ­κο­σμη Βά­ρ­δα. Κά­που ε­δώ, ε­πι­τέ­λους, ε­ντο­πί­ζει τα Λε­χαι­νά, τυ­πω­μέ­να με μαύ­ρα στοι­χεία, ό­πως και ό­λοι οι ά­λ­λοι βα­σι­κοί στα­θ­μοί. Εί­ναι η πό­λη που στοι­χειώ­νει εξ α­πα­λών ο­νύ­χων την φα­ντα­σία του χά­ρη στη “λυ­γε­ρή” α­λ­λά ά­τυ­χη Ανθή, την η­ρωί­δα του α­γα­πη­μέ­νου του λε­χαι­νιώ­τη συ­γ­γρα­φέα, την ο­ποία, ό­ντας α­φό­ρη­τα ρο­μα­ντι­κός, την ταύ­τι­ζε α­νέ­κα­θεν με την υ­πα­ρ­κτή α­λ­λά ά­πι­στη Ιο­λά­ν­δη, την α­γα­πη­μέ­νη του Ανδρέα Κα­ρ­κα­βί­τσα, που στά­θη­κε η α­φο­ρ­μή για να γρα­φτεί το μυ­θι­στό­ρη­μα των Λε­χαι­νών.  
Ο Οδη­γός πλη­ρο­φο­ρεί: “Τα Λε­χαι­νά εί­ναι η πα­τρί­δα του Ανδρέα Κα­ρ­κα­βί­τσα, α­λ­λά αυ­τός δεν εί­ναι λό­γος για να ε­πι­σκε­φθεί­τε αυ­τή την ά­χα­ρη ε­πα­ρ­χια­κή πό­λη.” Η πρώ­τη α­ντί­δρα­ση εί­ναι η α­πο­γοή­τευ­ση. Όταν, ό­μως, δια­βά­ζει τη φρά­ση, που α­κο­λου­θεί, η α­πο­γοή­τευ­ση με­τα­τρέ­πε­ται σε α­γα­νά­κτη­ση: “Αντί­θε­τα, η Ανδρα­βί­δα, με­ρι­κά χι­λιό­με­τρα πα­ρα­κά­τω, δια­σώ­ζει έ­να ε­λά­χι­στο δεί­γ­μα α­πό την πα­λιά της αί­γλη.” Υπή­ρ­ξε η πε­ρί­φη­μη Andre Ville, η πρω­τεύου­σα του πρι­γκι­πά­του του Μο­ρέως. Άλλω­στε και ο Δή­μος Λε­χαι­νών έ­δω­σε τη θέ­ση του στον Δή­μο Ανδρα­βί­δας-Κυ­λ­λή­νης. Η ε­τυ­μη­γο­ρία του Οδη­γού μπο­ρεί να εί­ναι και εκ του πο­νη­ρού, για να στρέ­ψει το ε­ν­δια­φέ­ρον του τα­ξι­διώ­τη στη γει­το­νι­κή πο­λι­τεία του η­λεια­κού κά­μπου. Αν, ό­μως, αυ­τός α­γα­να­κτεί, πώς θα πρέ­πει να αι­σθά­νο­νται οι τρεις χι­λιά­δες τό­σοι κά­τοι­κοι της πό­λης; Κι αν ό­χι ό­λοι, του­λά­χι­στον η δρά­κα των δια­νοού­με­νων ή και η με­γα­λύ­τε­ρη ο­μά­δα των α­πο­κα­λού­με­νων σή­με­ρα ε­νε­ρ­γών πο­λι­τώ­ν; Το ε­ρώ­τη­μα δρά­τ­τε­ται της ευ­και­ρίας να το θέ­σει, ό­ταν βρί­σκε­ται  ε­πί τό­που, για­τί, σε πεί­σμα του Οδη­γού, αυ­τός τα­ξι­δεύει στη γε­νέ­τει­ρα του συ­γ­γρα­φέα του.
Ως α­πά­ντη­ση, έ­νας α­πό αυ­τούς, ο Τά­κης Λαϊνάς του ε­γ­χει­ρί­ζει το φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νο βι­βλίο του. Καί­τοι φα­να­τι­κός θα­μώ­νας των α­θη­ναϊκών βι­βλιο­πω­λείων, δεν το εί­χε ε­πι­ση­μά­νει. Με έ­να τό­σο πρω­τό­τυ­πο ε­ξώ­φυ­λ­λο, αν υ­πή­ρ­χε, α­κό­μη και κα­τα­χω­νια­σμέ­νο, δεν θα πε­ρ­νού­σε α­πα­ρα­τή­ρη­το. Τον πα­ρα­ξε­νεύει ο ε­κ­δό­της, ό­που λα­ν­θά­νει συ­νε­ν­νό­η­ση Θρά­κης και Ηλείας. Λα­θραία γε­ν­νιέ­ται η σκέ­ψη πως μια πα­ρό­μοια συ­νε­ρ­γα­σία, ε­ρή­μην των Αθη­νών, θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λέ­σει μέ­χρι και πο­λι­τι­στι­κή πρό­τα­ση, αν ό­χι και πο­λι­τι­κή, προς α­πο­μό­νω­ση της μο­λυ­σμα­τι­κής ε­στίας, στην ο­ποία, συν τω χρό­νω, με­τα­μο­ρ­φώ­νε­ται η ο­μ­φα­λο­σκο­πού­με­νη πρω­τεύου­σα. Κα­τά τα ά­λ­λα, βρί­σκει σχε­δόν ποιη­τι­κό τον τί­τ­λο. Δεν γνω­ρί­ζει, ό­μως, τι ση­μαί­νει να έ­χεις γε­ν­νη­θεί σε έ­ναν κά­μπο. Πό­σο α­ντί­στοι­χη μπο­ρεί να εί­ναι η αί­σθη­ση με ε­κεί­νη του νη­σιώ­τη. Ού­τε εί­ναι τό­σο γεω­γρα­φη­μέ­νος, ώ­στε να μπο­ρεί να σχε­διά­σει στο χά­ρ­τη τη γρα­μ­μή που πε­ρι­κλείει τον η­λεια­κό κά­μπο. Το βι­βλίο τον βο­η­θά­ει: “Στην κα­ρ­διά του κά­μπου, η Γα­στού­νη.” Γι’ αυ­τόν, μια α­κό­μη ά­γνω­στη πό­λη, κι αυ­τή μυ­θο­ποιη­μέ­νη, χά­ρη σε έ­τε­ρο προ­σφι­λή συ­γ­γρα­φέα. Μό­νο που ε­κεί­νον τον διά­βα­σε πο­λύ α­ρ­γό­τε­ρα. Για την α­κρί­βεια, τον διά­βα­σε και τον ξα­να­διά­βα­σε, μέ­νο­ντας πά­ντα με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι μέ­ρος α­πό το νό­η­μα τού δια­φεύ­γει. Ο Οδη­γός του Ψη­μέ­νου στέ­κε­ται και για την Γα­στού­νη το ί­διο α­πο­τρε­πτι­κός: «...Τα σχό­λια των πα­λιών πε­ριη­γη­τών για το α­ν­θυ­γιει­νό κλί­μα της ε­ξα­κο­λου­θούν να ι­σχύουν μέ­χρι σή­με­ρα. Δεν έ­χε­τε λοι­πόν λό­γο να μεί­νε­τε ε­δώ...» Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, δεν α­να­φέ­ρει ού­τε το ό­νο­μα του συ­γ­γρα­φέα. Πι­θα­νώς α­πό ά­γνοια, ί­σως, ό­μως, και για­τί α­πό τον Νί­κο Κα­χτί­τση δεν έ­μει­νε κά­ποιο σπί­τι. Άλλω­στε, ε­κεί γε­ν­νή­θη­κε, α­λ­λού με­γά­λω­σε κι α­λ­λού έ­ζη­σε. Όπως και να έ­χει, ού­τε πο­τέ κα­νείς σκέ­φτη­κε να του στή­σει α­ν­δριά­ντα στη γε­νέ­τει­ρα ή κά­που α­λ­λού. Μέ­νει α­πο­ρία μην και υ­πά­ρ­χει κα­νέ­νας δρό­μος στο ό­νο­μά του.  
Επα­νε­ρ­χό­μα­στε στον η­λεια­κό κά­μπο και το βι­βλίο: “Ο δι­κός μας κά­μπος, ο δι­κός μας κό­σμος ε­νιαίος και ε­πι­κλι­νής, φω­τα­γω­γη­μέ­νος ο­μοιό­μο­ρ­φα α­πό τα Σα­βά­λια ως το Βου­πρά­σιο.” Νυ­χτε­ρι­νή η ει­κό­να του Λαϊνά, εί­ναι “α­πό την κα­τη­φό­ρα προς Νε­ο­χώ­ρι”. Ανα­ζη­τά ο α­να­γνώ­στης τα τρία ο­νό­μα­τα στο χά­ρ­τη. Ορια­κά ση­μεία του κά­μπου που δια­σχί­ζει ο Πη­νειός, σχη­μα­τί­ζουν έ­να νο­η­τό τρί­γω­νο. Ένα ά­λ­λο τρί­γω­νο, πο­λύ μι­κρό­τε­ρο, εί­ναι ε­κεί­νο των τριών κω­μο­πό­λεων, Ανδρα­βί­δα-Λε­χαι­νά-Μυ­ρ­σί­νη, που πα­ρου­σιά­ζει ο συ­γ­γρα­φέ­ας στο κε­φά­λαιο, με τί­τ­λο, «Haca negra luna roja». Κα­τά τη γνώ­μη μας, το α­ρ­τιό­τε­ρο τα­ξι­διω­τι­κό κεί­με­νο του βι­βλίου. Για το δια­κει­με­νι­κό του ά­νοι­γ­μα και την φρα­στι­κή του πύ­κνω­ση, θα το ζή­λευαν και δό­κι­μοι συ­γ­γρα­φείς. Εδώ, ο ι­σπα­νι­κός τί­τ­λος πα­ρα­πέ­μπει στον Φε­ντε­ρί­κο Γκα­ρ­σία Λό­ρ­κα. Προ­χω­ρώ­ντας την α­νά­γνω­ση λύ­νε­ται και η α­πο­ρία του ι­σπα­νι­κού δεύ­τε­ρου μέ­ρους του τί­τ­λου του βι­βλίου, που ο α­θη­ναίος α­να­γνώ­στης θα μπο­ρού­σε να ε­κλά­βει ως ε­κ­ζή­τη­ση. Δια­βά­ζου­με: “Il campo, για τον Ιτα­λό κα­ρ­που­ζέ­μπο­ρο και τις ου­ρές α­πό τις ντα­λί­κες στα βε­ν­ζι­νά­δι­κα... El campo, για την ό­μο­ρ­φη Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­να με δυο παι­διά στο Σαν Ντο­μί­γκο, που δου­λεύει τα βρά­δια ει­σ­πρά­τ­το­ντας έ­να με­ρί­διο α­πό την ε­πι­δό­τη­ση των ε­σπε­ρι­δο­ει­δών και του ε­λαιό­λα­δου.” Με αυ­τές τις φρά­σεις, ο συ­γ­γρα­φέ­ας χα­ρά­ζει τα α­ν­θρω­πο­γεω­γρα­φι­κά ό­ρια του κά­μπου α­λ­λά και του κό­σμου του. Από τη μια, ο α­ντί­πε­ρα της Αδρια­τι­κής λαός, α­πό την ά­λ­λη, τα με­τα­να­στευ­τι­κά κύ­μα­τα.
Ο Λαϊνάς, γεω­πό­νος το ε­πά­γ­γε­λ­μα, πε­ρι­γρά­φει “το γού­πα­το του εύ­φο­ρου κά­μπου”, συ­ν­δυά­ζο­ντας την ε­πι­στη­μο­νι­κή α­κρι­βο­λο­γία με την βιω­μα­τι­κή συ­γκί­νη­ση. Επι­ση­μαί­νει τα κα­κώς κεί­με­να, κά­πο­τε κα­τα­γ­γε­λ­τι­κά, συ­χνό­τε­ρα ει­ρω­νι­κά, πο­τέ ό­μως, με το συ­χνά α­πα­ντώ­με­νο σύ­μπλε­γ­μα του ε­πα­ρ­χιώ­τη α­πέ­να­ντι στον Αθη­ναίο. Άλλω­στε, αυ­τός α­ντι­τεί­νει το α­τού ε­νός Λε­χαι­νιώ­τη: «Στις μι­κρές κοι­νω­νίες που ζού­με η α­ντί­δρα­ση και ο συ­ντη­ρη­τι­σμός έ­χουν ό­νο­μα και ε­πώ­νυ­μο...» Πα­ρο­μοίως, δεν υ­πά­ρ­χει ού­τε ί­χνος α­γα­νά­κτη­σης για τη δυ­σφή­μη­ση του τό­που του α­πό τον τα­ξι­διω­τι­κό Οδη­γό. Μά­λι­στα, η ε­πί­μα­χη φρά­ση τί­θε­ται ως μό­το στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του βι­βλίου, το α­φιε­ρω­μέ­νο στον Κα­ρ­κα­βί­τσα και τα Λε­χαι­νά. Σε αυ­τό, ω­στό­σο, δί­νει, έ­στω και πλα­γίως, την α­πά­ντη­ση. Κα­τα­ρ­χάς α­να­πτύ­σ­σει τι ση­μαί­νει “αυ­το­διοι­κη­τι­κή πο­λι­τι­κή-πρό­τα­ση” για την α­νά­δει­ξη ε­νός τό­που, το­νί­ζο­ντας ό­τι πρέ­πει να προ­σε­χ­θούν  τα ι­διαί­τε­ρα, συ­χνά και μο­να­δι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του. Για τα Λε­χαι­νά α­ρ­κεί­ται να α­να­φέ­ρει τρεις ι­διαι­τε­ρό­τη­τες: Κο­τύ­χι, Αλυ­κές, Κα­ρ­κα­βί­τσας. Σε κά­θε έ­να α­φιε­ρώ­νει αυ­το­τε­λές κε­φά­λαιο. 
Το Κο­τύ­χι, μια τυ­πι­κή με­σο­γεια­κή λι­μνο­θά­λα­σ­σα, 7χλμ. βο­ρείως, εί­ναι έ­νας “ε­πί­γειος πα­ρά­δει­σος που πε­ρι­μέ­νει σω­τη­ρία”. Και μό­νο οι κα­τά­λο­γοι  με τα ο­νό­μα­τα των με­τα­να­στευ­τι­κών που­λιών και των ποι­κι­λιών α­πό πά­πιες προ­δια­θέ­τουν για το πα­ρα­δει­σέ­νιο του μέ­ρους, θυ­μί­ζο­ντας κεί­με­νο του Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Εκεί­νος ή­ταν φα­ρ­μα­κο­ποιός το ε­πά­γ­γε­λ­μα. Μό­νο που αυ­τός ο πα­ρά­δει­σος βρί­σκε­ται α­νά­με­σα στις κοί­τες του Πη­νειού και του Λα­ρι­σ­σού, α­πει­λού­με­νος α­πό το φρά­γ­μα του πρώ­του. Εξαι­τίας του, τα ε­ν­νέα λα­γκά­δια, που κα­τα­λή­γουν στον υ­γρο­βιό­το­πο, φέ­ρ­νουν πε­ρι­σ­σό­τε­ρο γλυ­κό νε­ρό. Κά­τι η α­λ­λα­γή της ι­σο­ρ­ρο­πίας του νε­ρού, κά­τι οι φε­ρ­τές ύ­λες και το μπά­ζω­μα, το Κο­τύ­χι α­πει­λεί­ται με α­φα­νι­σμό.
Δεύ­τε­ρη ι­διαι­τε­ρό­τη­τα, οι Αλυ­κές Λε­χαι­νών, έ­κτα­σης 380 στρε­μ­μά­των. Πρώην Αλυ­κές, α­φού η ζή­τη­ση για το χλω­ριού­χο νά­τριο στην ε­πο­χή των υ­δρο­γο­να­ν­θρά­κων, του­τέ­στιν του πε­τρε­λαίου, μειώ­θη­κε κα­τά πο­λύ. Μέ­νουν, ό­μως, οι α­μ­μο­θί­νες και τα οι­κο­συ­στή­μα­τα, οι μι­κροί γλά­ροι και οι κύ­κνοι, που, σή­με­ρα, εί­ναι τό­σο α­να­γκαία για την ε­πι­βίω­ση ό­χι μό­νο του τό­που α­λ­λά ό­λων μας, ό­σο ή­ταν το α­λά­τι κά­πο­τε. Εδώ, έ­χει ε­φα­ρ­μο­γή το φαι­νό­με­νο της πε­τα­λού­δας, που α­να­κα­λύ­ψα­με πρό­σφα­τα και το με­τα­φέ­ρα­με α­πό τη θεω­ρία του χά­ους στις χρη­μα­τοοι­κο­νο­μι­κές ι­σο­ρ­ρο­πίες. Από μια ά­πο­ψη α­να­με­νό­με­νο, στον οι­κο­νο­μι­σμό που έ­χει σα­ρώ­σει κά­θε ά­λ­λη έ­γνοια στην ε­πο­χή μας. Ποιος δια­νο­εί­ται ό­τι χω­ρίς του­ρί­στες μπο­ρεί και να ε­πι­βιώ­σου­με, ε­νώ, χω­ρίς α­μ­μο­θί­νες και θα­λε­ρά οι­κο­συ­στή­μα­τα, θα α­πο­βιώ­σου­με στα σί­γου­ρα. Δυ­στυ­χώς, δεν εί­μα­στε πτη­νά α­πο­δη­μη­τι­κά, να πε­τά­ξου­με σε ά­λ­λη γη σε ά­λ­λα μέ­ρη.  
Όσο για τον Κα­ρ­κα­βί­τσα, μέ­νει “ο πα­ρα­βια­σμέ­νος αι­σθη­τι­κά α­ν­δριά­ντας του στην κε­ντρι­κή πλα­τεία”. Μέ­νει, ό­μως, και ο ο­μώ­νυ­μος πο­λι­τι­στι­κός σύ­λ­λο­γος Λε­χαι­νών, στον ο­ποίο με­τέ­χει ε­νε­ρ­γά ο συ­γ­γρα­φέ­ας α­πό ι­δρύ­σεώς του το ’70. Ο τα­ξι­διώ­της μό­λις τώ­ρα πλη­ρο­φο­ρεί­ται την ύ­πα­ρ­ξή του. Όσο δρα­στή­ριος κι αν εί­ναι έ­νας σύ­λ­λο­γος ε­κτός πρω­τευού­σης, ό­σο ε­ν­δια­φέ­ρου­σες κι αν εί­ναι οι ε­κ­δη­λώ­σεις που διο­ρ­γα­νώ­νει, για να προ­βλη­θεί α­πό μια α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα, θα πρέ­πει να έ­χει τις κα­τά­λ­λη­λες δια­συ­ν­δέ­σεις ή ά­κρες, κα­τά την έ­κ­φρα­ση του συ­ρ­μού. Στο βι­βλίο, ο Λαϊνάς κά­νει διά­γνω­ση των προ­βλη­μά­των και προ­τεί­νει λύ­σεις. Γνω­ρί­ζει, πά­ντως, κα­θώς έ­χει α­να­μι­χ­θεί στα κοι­νά ως νο­μα­ρ­χια­κός και δη­μο­τι­κός σύ­μ­βου­λος και σή­με­ρα, ως μέ­λος της το­πι­κής πε­ρι­βα­λ­λο­ντι­κής έ­νω­σης, ό­τι οι κα­τέ­χο­ντες την ε­ξου­σία α­γνοούν τον τό­πο και τα μο­να­δι­κά κρι­τή­ρια για τις α­πο­φά­σεις τους εί­ναι τα οι­κο­νο­μι­κά. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση προς ό­φε­λος της χώ­ρας, στην χει­ρό­τε­ρη για ί­διον κέ­ρ­δος. 
Εκεί­νο που α­πή­λαυ­σε ο τα­ξι­διώ­της, κα­τά την α­νά­γνω­ση του βι­βλίου, ή­ταν οι δια­δο­χι­κές στρώ­σεις α­πό πε­ρι­γρα­φές ε­νός πα­ρε­λ­θό­ντος τρό­που ζωής, που ε­να­λ­λά­σ­σο­νται με θεω­ρή­σεις μιας ση­με­ρι­νής κα­τά­στα­σης, ό­που τα πά­ντα έ­χουν ο­μοιο­γε­νο­ποιη­θεί και ι­σο­πε­δω­θεί. Η α­φή­γη­ση ζω­ντα­νεύει την ευ­δαι­μο­νία ε­νός κό­σμου, που εί­χε μέ­τρο στον τρό­πο που ζού­σε και στα πρά­γ­μα­τα που έ­φτια­χνε, έ­στω κι αν στε­ρεί­το του με­γέ­θους των ση­με­ρι­νών υ­λι­κών α­γα­θών. Τε­λι­κά, κα­τέ­λη­ξε πως ά­ν­θρω­ποι σαν και τον συ­γ­γρα­φέα, που πε­ρ­πα­τούν στα πε­ρι­βό­λια και το δά­σος, που α­πο­λα­μ­βά­νουν το σα­ρα­νταή­με­ρο, α­πό του Αγίου Φι­λί­π­που μέ­χρι τα Χρι­στού­γε­ν­να, α­δια­φο­ρώ­ντας για την πι­θα­νή ή μη ε­πι­μι­ξία χρι­στια­νι­σμού-α­ρ­χαιό­τη­τας, τέ­λος, που πι­στεύουν ό­τι η ζωή δεν εί­ναι θέ­μα πο­σό­τη­τας α­λ­λά ποιό­τη­τας, θα έ­πρε­πε να γρά­φουν τους τα­ξι­διω­τι­κούς ο­δη­γούς και ό­χι μό­νο.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 22/7/2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια: