Θανάσης Βαλτινός
«Ανάπλους»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις
Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Μάρτιος 2012
Ο Θανάσης Βαλτινός, σε συνέντευξη, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του, εξομολογείται πως γράφοντας όσα αυτοβιογραφικά γράφει και με τον τρόπο που τα γράφει, κυνηγά την αθανασία του. Η διατύπωση γεννά αυτόματα τον αντίλογό της, αφού την αθανασία του, την έχει ήδη διττά κατακτήσει. Εξ ορισμού, ως μέλος της Ακαδημίας, και εξ αντικειμένου, με 14 βιβλία στη διάρκεια 50 ετών. Δεν θα την κρίνει λοιπόν, το δέκατο πέμπτο, ασχέτως αν εκδόθηκε σε γενέθλιο έτος περάσματος σε νέα δεκαετία του βίου ή αν έχει πιο εμφανή αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά. Όσο για τη γνωστή ρήση, τα ύστερα κρίνουν τα πρότερα του ανδρός, αυτή δεν ισχύει για το δημιουργικό έργο ενός λογοτέχνη. Είθισται να την επικαλούνται για ζητήματα που αφορούν την ηθική στάση κάποιου. Αποκαλύψεις για το ποιόν ενός συγγραφέα μπορεί μεν να επηρεάζουν τη φήμη του, αλλά μόνο σε βραχυχρόνια κλίμακα. Ένα καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Γκύντερ Γκρας, όταν, προ εξαετίας, εξέδωσε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο.
Παρεμπιπτόντως, οι βίοι Γκρας και Βαλτινού βαίνουν παράλληλα, με διαφορά ηλικίας μια πενταετία. Στα τριάντα τους εκδίδουν τα πεζά που τους καθιερώνουν και με τα οποία τοποθετούνται ιδεολογικά στη συνείδηση του κοινού («Τενεκεδένιο ταμπούρλο»-«Κάθοδος των εννιά»). Σε αυτά αναφέρονται σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους, στηριζόμενοι και στα βιώματά τους. Κατά μια άποψη, αποκαλύπτουν όσα μπορεί να αποδεχθεί το πολιτικό και καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής. Πενήντα χρόνια αργότερα, εκδίδουν βιβλία, στα οποία επιλέγουν τη λογοτεχνική φόρμα της αυτοβιογράφησης, ώστε να μπορούν να εκφραστούν ευκολότερα για όσα είχαν μείνει κρυμμένα («Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι»-«Ανάπλους»). Τώρα φαίνεται να πιστεύουν ότι το επιτρέπει το κλίμα, που έχει αλλάξει, έχοντας σε αυτό συμβάλλει και οι ίδιοι με τα βιβλία τους. Βεβαίως, ενδιαμέσως, ο Γκρας πήρε το 1999 το Νόμπελ, ενώ ο Βαλτινός δεν το πήρε το 2004, αλλά ούτε και νυμφεύθηκε δις. Ως γνωστόν, παρόμοια γεγονότα κρέμονται κατά πολύ από τις συγκυρίες. Για παράδειγμα, θυμίζουμε ότι το 2004 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών πρότεινε για το Νόμπελ έναν άλλο Αρκάδα, τον ποιητή Ηλία Σιμόπουλο. Από όσο γνωρίζουμε, άλλη πρόταση από ελληνικής πλευράς δεν υπήρξε.
Συμπτωματικά, το πρόσφατο βιβλίο του Βαλτινού αρχίζει με χρονική αναφορά στο 2004. Τότε η Ευγενία Φακίνου του έδωσε 17 γραπτές ερωτήσεις για ένα καλοκαιρινό αφιέρωμα της εφημερίδας «Το Βήμα», στο οποίο θα συμμετείχαν οκτώ συγγραφείς. Εδώ, ο Βαλτινός επαναλαμβάνει το μυθοπλαστικό άνοιγμα, που είχε επινοήσει στο προηγούμενο πεζό, «Ο τελευταίος Βαρλάμης». Δηλαδή, εκκινεί και πάλι από δημοσιεύματα σχετικά με την ελληνική γραμματεία. Μόνο που εκεί δείχνει περισσότερο αληθοφανές, καθώς εμπλέκει το περιοδικό «Νέα Εστία» και τον εκδότη του. Σε αντίθεση με την Φακίνου, που την γνωρίζουμε στο ρόλο του συνεντευξιαζόμενου. Κι όμως, το πρώτο είναι επινοημένο και το δεύτερο πραγματικό. Μένει ζητούμενη η δραστικότητα αυτού του παίγνιου μιας πειραγμένης πραγματικότητας, όπου μόνο ο εξοικειωμένος με το θέμα αναγνώστης αντιλαμβάνεται την τροποποιητική παρέμβαση. Ο ανυποψίαστος παρασύρεται από αυτό το έντεχνο αφηγηματικό photoshop και έτσι δημιουργεί τις παρθενικές του εικόνες για πρόσωπα και συμβάντα. Η εισαγωγή επαυξάνεται με μια πλέον περίτεχνη προσθήκη, η οποία και παίρνει τη μορφή πλαισίου, καθώς προβλέπεται και επιλογικό σημείωμα.
Οι 17 ερωτήσεις της Φακίνου χρησιμεύουν σαν μπούσουλας σε μια προφορική συνέντευξη 307 ερωτήσεων, εξαώρου διάρκειας, που δίνεται σε μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Είναι το δεύτερο μυθιστόρημα μετά τα «Φτερά μπεκάτσας» με αμιγή διαλογική φόρμα, σε απόσταση εικοσαετίας. Ξεκινώντας, ο συνεντευξιαζόμενος την χαρακτηρίζει συζήτηση και δίνει στην φοιτήτρια χαρακτηριστικά μιας συνομιλήτριας ενδιαφέρουσας, ακόμη και για ένα ερωτικό παιχνίδισμα. Στη συνέχεια, όμως, περιορίζει την ηρωίδα του σε διευκολυντικές για όσα επιθυμεί να αφηγηθεί ερωτήσεις ή και σε επιγραμματικές διαπιστώσεις. Ούτε στο ερωτικό μέρος του μυθιστορήματος φαίνεται να την χρησιμοποιεί. Καθίσταται έτσι ανενεργή η εντυπωσιακή κατάληξη, η οποία αυτονομείται στην ακροτελεύτια σελίδα της αφήγησης, σε θέση δηλαδή σύντομου επιλόγου, δείχνοντας σαν ένα απρόβλεπτο κρεσέντο, χωρίς προηγούμενη κλιμάκωση της έντασης ή έστω κάποια υπαινικτική προειδοποίηση. Κατά τα άλλα, οι προβλέψιμες ερωτήσεις της και οι κάποτε αφελείς αντιδράσεις της διατηρούν έναν βεβιασμένο χαρακτήρα, όπως σε συνέντευξη νιόβγαλτης δημοσιογράφου και όχι μελετήτριας που “έχει διαβάσει τα πάντα, από και για σένα”, όπως του την έχει συστήσει ο εποπτεύων καθηγητής της.
Εδώ, ο Βαλτινός ανακατώνει, όπως το συνηθίζει, έναν φίλο. Τον ποιητή Μίμη Σουλιώτη, καθηγητή Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Δεν τον επιλέγει τυχαία. Μια εβδομάδα μετά τη δημοσίευση της συνέντευξής του στην Φακίνου, στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύτηκε άρθρο του Σουλιώτη υπερασπιστικό του μυθιστορήματος «Ορθοκωστά» και εν γένει του έργου του, τονίζοντας ότι πρόκειται για έναν από τους καλύτερους πεζογράφους μας. Θυμίζουμε ότι αυτός, με την υποστήριξη του Βαλτινού, ενέταξε προ τριετίας, για πρώτη φορά στα καθ’ ημάς, τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Επίσης, στο μικρό όνομα της φοιτήτριας, λανθάνει αναφορά σε μια φίλη από τα παλιά του συγγραφέα. Το όνομα είναι Κρίστα και στον συνεντευξιαζόμενο θα πρέπει να θυμίζει, όπως δείχνει ο τρόπος που προφέρει το όνομά της, την Κρίστα Βολφ. Η πρώτη μετάφραση βιβλίου της έγινε χάρις στο Βαλτινό από τον μεταφραστή του στα γερμανικά, τον συγγραφέα Θωμά Νικολάου, άλλοτε ποτέ ανταρτόπουλο, μεγαλωμένο στην Ανατολική Γερμανία. Ήταν η «Κασσάνδρα», το 1986. Συμπτωματικά, η Βολφ απεβίωσε την 1η Δεκ. 2011, όταν ο πρόλογος θα πρέπει να είχε γραφτεί.
Μόνο που το όνομα της φοιτήτριας δεν είναι ξενόφερτο αλλά ελληνικότατο. Γράφεται με ύψιλον και οφείλεται στη γιαγιά της: την Κρυστάλλω ή και Κρυσταλλένια, ένα από τα πολλά παρωνύμια της Παναγίας. Ούτε, όμως, το επίθετο της φοιτήτριας επιλέγεται τυχαία. Είναι αμφίσημο. Ονομάζεται Στρατήγη και ο συνεντευξιαζόμενος σπεύδει να διευκρινίσει ότι πρόκειται για “απλή συνωνυμία με τον μινόρε ποιητή των αρχών του περασμένου αιώνα”. Εννοεί τον Γεώργιο Στρατήγη, μάλλον του προπερασμένου αιώνα, κι ας απεβίωσε το 1938. Δεν συμπληρώνει, ωστόσο, ότι είναι κοντοχωριανός του. Εκείνος, όμως, από τα χωριά της νότιας Κυνουρίας, της Τσακωνιάς. Συγκεκριμένα, από την Καστάνιτσα, “το τελευταίο χωριό στις ανατολικές λαγόνες του Πάρνωνα”, κατά την ποιητική προσωποποίηση του βουνού από τον ίδιο τον Βαλτινό. Ο Στρατήγης, πάντως, δεν φρόντιζε για τη δική του αθανασία αλλά γι’ αυτήν της τσακωνικής, όπως δείχνει το διήγημά του «Α Τσουράννα», γραμμένο στο τοπικό ιδιόλεκτο.
Ο σκοπός της συνέντευξης είναι να συναχθεί υλικό για τη διατριβή της φοιτήτριας, που επικεντρώνεται σε συγκεκριμένο έργο του Βαλτινού. Δεν πρόκειται, όπως θα αναμενόταν, για τα δυο γνωστότερα βιβλία του, που αντανακλούν την Ιστορία της δεκαετίας του ’40, «Κάθοδος των εννιά» και «Ορθοκωστά». Γι’ αυτά πρόλαβαν μελετήτριες του εξωτερικού. Για την Θεσσαλονικιά φοιτήτρια έμεινε ένα διήγημα, το «Εθισμός στη Νικοτίνη», δημοσιευμένο για πρώτη φορά, Φεβ. 1979. Ουδόλως, ωστόσο, ευκαταφρόνητο, όπως σπεύδει να τονίσει ο συγγραφέας. “Ο Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που επρόκειτο να εξελιχθεί σε συγγραφέα”. Μόνο που, σύμφωνα με αυτήν τη διευκρίνιση, οι απαντήσεις του ενήλικα θα επικεντρωθούν σε όσα εκείνο το παιδί αντιλήφθηκε. Εκ προοιμίου, λοιπόν, αν όντως υπάρχουν προθέσεις αυτοβιογραφικές και εξομολογητικές, θα χρειαστούν συμπληρωματικοί τόμοι.
Ο Βαλτινός, σε άλλη συνέντευξή του σχετική με το πρόσφατο βιβλίο, προσδιορίζει ότι πρόκειται για “αυτοαναιρούμενη αυτοβιογραφική ιστορία”. Πράγματι, η αναίρεση υπάρχει ήδη στο εξώφυλλο, όπου τον τίτλο συνοδεύει ο χαρακτηρισμός μυθιστόρημα. Θα πρέπει, βεβαίως, να ληφθεί υπ’ όψη ότι ο Βαλτινός είναι υποστηρικτής της άποψης ότι όλα είναι αφήγηση. Λ.χ., πιστεύει ότι τον Εμφύλιο θα πρέπει να τον διαβάσουμε σαν μυθιστόρημα. Για την ακρίβεια, όχι εμείς –καταπώς πιστεύει, είναι νωρίς ακόμη– αλλά τα δισέγγονα όσων συμμετείχαν. Όσο για τον τίτλο, διευκρινίζει ότι εννοεί έναν “ανάπλου προς το έργο του”. Αυτό ξεκαθαρίζεται, για να μην υπάρξει παρανόηση και εκληφθεί ότι σημαίνει τον πλου ενάντια στους ανέμους. Αντιθέτως, γι’ αυτόν τον “ανάπλου” φαίνεται να εκμεταλλεύεται τον ούριο άνεμο της μετανεωτερίζουσας εποχής. Όπως παρατηρεί στη μυθιστορηματική πλέον συνέντευξη, στα πεζά του κατά καιρούς αυτολογοκρίθηκε. Κι αυτό, λόγω “ψυχολογικής δυσκολίας να πεις την αλήθεια για όσα ξέρεις, όταν η κρατούσα εντύπωση είναι αντίθετη”.
Πιστεύουμε ότι ο Βαλτινός δεν εννοεί τόσο την κυριαρχούσα εντύπωση ενός ευρύτερου κοινού, όσο τις απόψεις μιας συγκεκριμένης κοινότητας από επαΐοντες και λογοτέχνες, στην οποία ένας συγγραφέας φιλοδοξεί να ανήκει. Ανάλογα με τη χρονική περίοδο, δεν αλλάζουν μόνο οι απόψεις ενός συγγραφέα, αλλά και η κοινότητα, στην οποία προσβλέπει, και μαζί της, η θέση την οποία κατέχει εντός της. Για παράδειγμα, όσο αφορά τον Βαλτινό, το 1963, που δημοσιεύεται «Η κάθοδος των εννιά», το στίγμα το δίνει ο Γ. Π. Σαββίδης και όχι η ομάδα του περιοδικού «Εποχές». Αντίστοιχα, το 1979, που δημοσιεύεται ο «Εθισμός στη Νικοτίνη», το προσδιορίζουν μια-δύο ηγετικές φυσιογνωμίες της ομάδας των «18 κειμένων», ενώ, το 2012, που εκδίδεται ο «Ανάπλους», το τοπίο έχει αλλάξει, θα λέγαμε ριζικά. Αφενός μεν δεν υπάρχει λογοτεχνικός κύκλος, παρά μόνο μεμονωμένοι συγγραφείς μικρότερης ηλικίας που τον περιβάλλουν, αφετέρου το σφιχταγκάλιασμα πεζογραφίας και Ιστορίας έφερε στο προσκήνιο την κοινότητα των ιστορικών ή, σωστότερα, τις κοινότητες, καθώς η διάσταση απόψεων έχει πάρει τη μορφή σχίσματος. Στην, ας πούμε, μετανεοτερικών θέσεων κοινότητα, κυριαρχεί η δυάδα μελετητών που έστησε το Δίκτυο Εμφυλίων Πολέμων, Καλύβας-Μαραντζίδης. Σε αυτήν, ο Βαλτινός κατέχει τιμητική θέση. Οι εν λόγω μελετητές, ακόμη και για τον ορισμό των ρευστών χρονικών ορίων έναρξης του Ελληνικού Εμφυλίου ακολούθησαν τις δικές του κωδικοποιήσεις. Αυτές οι μετατοπίσεις και αλλαγές αντανακλώνται στο παράδειγμα που φέρνει, όταν κάνει λόγο για “ψυχολογική δυσκολία”.
Αναφέρεται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Αντί», «Εμφύλιος Πόλεμος: 50 χρόνια μετά», δημοσιευμένο στις 17 Σεπ. 1999. Στο αφιέρωμα, την πρωτοκαθεδρία την έχουν ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι ιστορικοί Φίλιππος Ηλιού και Γιώργος Μαργαρίτης. Το κείμενο του Βαλτινού δημοσιεύτηκε, λόγω πληθώρας ύλης, σε ένα κατοπινό συμπληρωματικό τεύχος. Σε αυτό περιγράφει την κατάσταση που επικράτησε στη Σπάρτη μετά την αποχώρηση των Γερμανών, στις 3 Σεπ. 1944: “Εντεταλμένοι ρήτορες, πάλι από το μπαλκόνι του Δημαρχείου, κανοναρχούσαν συναρπάζοντας τα πλήθη. Ο αντίλαλος της σκοτεινής ιαχής «Θάνατος» κάπου ακούγεται ακόμα.” Εξομολογείται ότι αποσιώπησε έναν από τους “αγκιτάτορες”, όπως εναλλακτικά αποκαλεί στο μυθιστόρημα τους “εντεταλμένους ρήτορες”. Ονόματα, έτσι κι αλλιώς, δεν αναφέρει στο κείμενο. Έναν, ωστόσο, πιστεύει ότι έπρεπε να τον είχε κατονομάσει. Κι αυτό, λόγω της ζωηρής εντύπωσης, που του είχε κάνει τότε. “Κοντός με γενειάδα. Με σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος. Και στη ζώνη τις δυο κάμες. Την Ελένη και τη Μαριώ. Κόμπαζε. Μ’ αυτές τιμωρούσε τα θύματά του. Πάντα «προδότες». Τους έδινε την ευχέρεια να διαλέξουν με ποια από τις δυο θα τους έσφαζε... ” Ο συνεντευξιαζόμενος ήταν τότε δεκατριών χρονών. Όπως λέει, “δεν ξέρει ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε αυτή η παράσταση φρίκης”. Και συμπληρώνει, “Πάντως την αποσιώπησα. Κανένας δεν θα με πίστευε.” Και η φοιτήτρια συμφωνεί, “Ούτε εγώ σε πιστεύω.” Το παιδί είχε ακόμη συγκρατήσει φράσεις όπως, “Θάνατο στους πλουτοκράτες, θάνατο στους τσιφλικάδες.”
Εξαίρετη η περιγραφή της σκηνής στο μυθιστόρημα. Ακριβώς, η έμφαση σε ό,τι συγκράτησε το παιδί. Με παρόμοιες εντυπώσεις από τον περίγυρο και το στενότερο, οικογενειακό και φιλικό, περιβάλλον, διαμορφώνεται ανέκαθεν ο ενήλικας της επόμενης γενιάς. Από τον αντικομμουνιστή μέχρι τον σταλινικό. Και ένας συγγραφέας από τις μνήμες του αντλεί. Κι αν ο σκοτωμένος συμμαθητής και φίλος πήγε από βόλι Ελασίτη ή αν η γιαγιά αφηγείτο μακελειά ανταρτών, αντίστοιχη θα είναι η φόρτιση. Τελευταία οι συγγραφείς αρχίζουν να νιώθουν πιο ελεύθεροι, όταν αφηγούνται τις ιστορίες τους. Το πιθανότερο, εκείνοι οι “αγκιτάτορες” του Βαλτινού να φώναζαν και θάνατο στους δοσίλογους, θάνατο στους ταγματασφαλίτες, αλλά το παιδί δεν συγκράτησε τις λέξεις. Ούτε, βεβαίως, μπορούσε να καταλάβει σε τι εξυπηρετούσε η παράσταση της φρίκης με τις “χατζάρες”. Εδώ παρεμβαίνει ο ενήλικας, αλλά μόνο για να θέσει σε ανωφερή τη λέξη προδότες, αφήνοντας έτσι μετέωρα τα κίνητρα, που μπορεί να είναι μέχρι και προσωπικές διαφορές.
Μυθιστορηματική αδεία, όμως, στρέφει την αμφισβήτηση σε συγκεκριμένο Ελασίτη καπετάνιο, τον Γιώργο Αρετάκη, γνωστό ως καπετάν Σφακιανό. Παρόμοια κατηγορία μπορεί να διατύπωνε και ένας ιστορικός, αλλά εκείνος θα έπρεπε να προσκομίσει αποδείξεις. Δεν θα αρκούσε μια απωθητική εικόνα, ακόμη κι αν εμπεριέχει “ποιητικό απόσταγμα”. Δεν τίθεται θέμα κατά πόσο οι υπεύθυνοι του αφιερώματος στο «Αντί» θα τον πίστευαν ή όχι. Το πιο πιθανό είναι πως, για τις ανάγκες ενός παρόμοιου κειμένου, θα του ζητούσαν να συμπληρώσει την παιδική εμπειρία με ιστορικές πληροφορίες για το ήθος του προσώπου. Κι αυτό, πιθανώς και να χαλούσε την ποιητική της αφήγησης. Πιστεύουμε, πάντως, ότι μια δευτερεύουσα πληροφορία θα της πρόσθετε τη γοητεία της αμφισημίας. Θα μπορούσε, δηλαδή, να μνημονεύσει και σαν μια πρώτη νύξη για εκείνους τους άγριους καιρούς, την ιδιαίτερη σχέση του αντάρτη αλλά και του οποιουδήποτε ένοπλου με το τουφέκι ή την “χατζάρα” του. Κατά κανόνα τα βάφτιζε, όταν τα βάφτιζε, με τα ονόματα αδικοσκοτωμένων ή, καμιά φορά, προσφιλών του γυναικών. Με αυτά έπαιρνε εκδίκηση, είτε σκοτώνοντας τον υπαίτιο ή, το συνηθέστερο, άλλον του ιδίου φυράματος. Η προσωποποίηση ξενίζει σήμερα, κρατάει, ωστόσο, από τα προεπανστατικά χρόνια. Άλλωστε και ο ίδιος ο Βαλτινός παραθέτει στο μυθιστόρημα μια παρόμοια ιστορία εκδίκησης. Όμως, ντοκουμέντο, όχι διήγημα, σπεύδει να διευκρινίσει. Η ανάμνηση είναι από τη μάχη του Μυστρά, που άρχισε στις 10 Οκτ. 1944 και κράτησε δυο μέρες, ανάμεσα στο Τάγμα Γυθείου του Γιάννη Τσόμπου και την 9η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, όπου η μάχη έγειρε υπέρ των ανταρτών χάρη στα πυροβόλα που είχε αφήσει φεύγοντας ο Παπαδόγγονας. Κατά διαταγή του Σαράφη, γενικώς οι αιχμάλωτοι ταγματασφαλίτες φυλάσσονταν για να αποφευχθούν οι βιαιοπραγίες. Υπό τις άτακτες τότε συνθήκες και την εκτόνωση συσσωρευμένου πάθους μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο έλεγχος ξέφευγε, καταλήγοντας συχνά σε αντεκδικήσεις. Σε ανάλογες περιπτώσεις δε γινόταν άλλο από αυτό που κάνει και ο ήρωας του μυθιστορήματος για την άδικη εκτέλεση του αδελφού του από τα Τάγματα Ασφαλείας.
Οσο αφορά τον “ανάπλου προς το έργο του”, ακολουθεί την δοκιμασμένα επιτυχημένη γραμμή της «Ορθοκωστά». Αποδίδει, και πάλι, τρόπον τινά, δικαιοσύνη, δείχνοντας τις θετικές πλευρές των λεγόμενων τότε εθνικοφρόνων. Για παράδειγμα, ο Πάνος Κατσαρέας, ήταν μεν ιδρυτής και αρχηγός των ΕΑΟΚ, τουτέστιν των Εθνικών Αντικομμουνιστικών Ομάδων Κυνηγών, αλλά “δεν ήταν πάντως χασάπης”, τονίζει ο συνενευξιαζόμενος, παραμένοντας προσηλωμένος στην εικόνα και τις εντυπώσεις του αλλοτινού παιδιού. Στους ιστότοπους των νυν εμφορούμενων από τις ίδιες αδιάλλακτες εθνοκεντρικές ιδέες, είναι ο αετός της Μάνης, που έσωσε την Ελλάδα από τον Σλαβοκομμουνισμό και τους Βουλγάρους. Στο μυθιστόρημα, το παιδί τον θυμάται γοητευτικό, πάντα ξυρισμένο – ούτε σύγκριση με τον κοντοστούπη γενειοφόρο Σφακιανό. Άλλωστε, ήταν φίλος του θείου του, πρώην αριστερού αλλά όχι κομμουνιστή. Εμφανίζεται σαν τροτσκιστής ή αρχειομαρξιστής, που, στα πρόσφατα μυθιστορήματα, προβάλλει ως ο συμπαθής αριστερός εκείνης της εποχής. Ο Κατσαρέας, πάντως, “όσους έπιανε ζωντανούς και δεν τους βάρυνε αίμα, τους άφηνε να φύγουν. «Να είσαι καλός Έλληνας», ήταν η τυπική επωδός”, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, που άκουσε ο συνεντευξιαζόμενος σε συνέδριο του Δικτύου Εμφυλίων Πολέμων. Το παιδί έμεινε με την εντύπωση, ότι “τον σκότωσαν σε ενέδρα το 1947, κάπου προς Γεράκι - Σκάλα”, αλλά “στην τύχη”. Ίσως, σε ένα προσεχή τόμο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, ο συγγραφέας να στήσει ένα πεζό για τη σφαγή αμάχων στη Βαμβακού, Οκτ. του 1946, και τη σχέση της με την φονική ενέδρα στο δρόμο Σκάλα - Λεβέτσοβα, κοντά στο Γεράκι, Μάρ.1947. Αδελφός ή ξάδελφος
–περιμένουμε κι εμείς να μάθουμε– εκείνου του νεκρού της Βαμβακούς, που το κεφάλι του, περιφερόμενο σε παλούκι, εκτέθηκε στην πλατεία του χωριού Αράχωβα (σημερινές Καρυές), οργάνωσε τη μοιραία επίθεση στην “ημιστρατιωτική” ομάδα Κατσαρέα. Είπαμε Εμφύλιος, αλλά όχι λογοτεχνική αδεία να αποκόπτεται το νήμα που συνδέει τα γεγονότα σε έναν έστω και φαινομενικό κύκλο αντεκδικήσεων.
Η αφήγηση δεν περιορίζεται στους ταγματασφαλίτες. Υπάρχουν και Χίτες αδικοσκοτωμένοι. Στην περίπτωση ενός Χίτη, ο συγγραφέας αποφεύγει να κάνει γέφυρα με το προηγούμενο έργο του. Ίσως, την φυλάει κι αυτήν για τον επόμενο τόμο. Δίνει παραστατικά το σκοτωμό του αρχηγού της Χ, του δικηγόρου Κωστή Κοντοβουνήσιου και του εξάχρονου γιου του. Την εκτέλεση ο συνεντευξιαζόμενος την αποδίδει στον καπετάν-Τραγιά, ψευδώνυμο του Κωστανταράκου, ενός από τους εννιά της “Καθόδου”. Ή μήπως όχι;
Σε ένα πρώτο πλάνο, ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι ένας συναρπαστικός “ανάπλους” στο συναισθηματισμό του παιδιού και του έφηβου, έτσι όπως μεγαλώνει κάπου ανάμεσα στην ύπαιθρο και την επαρχιακή πόλη, παρακολουθώντας τα ζωντανά να ζευγαρώνουν και αργότερα, μυούμενος στην τελετουργία του μπορντέλου. Αυτός ο “ανάπλους” έχει ως αναπόσπαστο κομμάτι του τον τρόπο που ο συγγραφέας ανασταίνει τον τόπο. Πιο συγκεκριμένα, την κοιλάδα του Ευρώτα, που, όπως ομολογεί σε προγενέστερο κείμενό του, είναι η περιοχή που ασκεί πάνω του μια ιδιάζουσα γοητεία εντελώς προσωπικού, σχεδόν “μυστικού”, χαρακτήρα. Το γεγονός ότι κατορθώνει να εμποτίσει με αυτήν τη γοητεία το πρόσφατο αυτοβιογραφικό αφήγημα προσμετράται στις επιτυχίες κατά “το κυνήγι της αθανασίας”.
Ως βιβλιοπαρουσιαστές, αισθανόμαστε την ίδια ψυχολογική δυσκολία με τον συγγραφέα να πούμε τη γνώμη μας, όταν η κρατούσα άποψη στην κοινότητα των ειδημόνων είναι αντίθετη. Εκεί, φαίνεται να επικρατεί ενθουσιασμός για τη μετανεοτερικότητα του αφηγήματος τόσο στο λογοτεχνικό πεδίο όσο και σε εκείνο της Ιστορίας. Στο πρώτο αξιολογούνται περισσότερο οι μορφικοί πειραματισμοί, όπως ο χαρακτηρισμός του ως μυθιστόρημα και η επινόηση της φανταστικής συνέντευξης. Στο δεύτερο, ενθουσιάζει η αμαύρωση της εικόνας του αντάρτη και η απόδοση άδολων προθέσεων στον ταγματασφαλίτη ή, ακόμη, στον επιφανή Χίτη, τύπου Κοντοβουνήσιου. Ίσως, να έχουν δίκιο. Αλλιώς, πώς θα γραφτεί ο Εμφύλιος σαν μυθιστόρημα;
Μένοντας τώρα στο τελευταίο, δηλαδή αποκλειστικά στο μυθιστόρημα, νομίζουμε ότι οι νεαράς ηλικίας αναγνώστες δύσκολα θα κρατήσουν μέχρι τέλους τον μίτο της αφήγησης, καθώς εκεί αναμιγνύονται αυτοαναφορικότητα και προσωπικές μνήμες με σκόρπια πραγματολογικά στοιχεία του Εμφυλίου στη νότια Πελοπόννησο. Αυτό ως απλή διαπίστωση, όχι ως ατέλεια ή μορφή αδυναμίας, αφού η ριζοσπαστική καινοτομία σε κάθε ανάλογου είδους αφήγηση θέτει αναγνωστικές προϋποθέσεις. Βέβαια, για τους φανατικούς αναγνώστες του Βαλτινού δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Αυτοί εθισμένοι, το πολύ πολύ να ρίξουν εκ νέου ματιές στα προηγούμενα βιβλία. Το αν με το ρηξικέλευθο εφεύρημα, ιδίως της μορφής, πέτυχε ή όχι αυτή τη φορά η συνταγή και ως βιβλίο προστίθεται απλώς στην προίκα του ή εγγράφεται ως γερό πανωπροίκι, αυτό θα φανεί στο μέλλον.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Υ.Γ.: Μια διευκρίνιση προς αποφυγή τυχόν παρανοήσεων. Ορισμένες σκέψεις και σχόλια του κειμένου δείχνουν να υπερβαίνουν τη λογοτεχνική αφήγηση και να διαταράσσουν την αυτοτέλεια του όλου αφηγηματικού πεδίου. Έχουμε, ωστόσο, την εντύπωση ότι η αφήγηση του Βαλτινού δεν παύει να λειτουργεί και πέραν των στενών της ορίων, όχι εντελώς ανεξάρτητα, αλλά σε ένα ευρύτερο πεδίο, θα λέγαμε δευτερογενές ή ακόμη και τριτογενές. Με άλλα λόγια, μέρος απ’ όσα διατυπώθηκαν εδώ δεν είναι παντελώς άσχετα, τουλάχιστον θεματικά, με ορισμένες συνδηλώσεις της αφήγησης. Το πόσο, άλλωστε, μία αφήγηση παραμένει αμιγής μύθος χωρίς καθόλου εξαρτήσεις από την πραγματικότητα, είναι στη λογοτεχνία, περισσότερο την μετανεοτερική, ένα διαρκές ζητούμενο. Δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει επ’ αυτού σαφές ή κοινής παραδοχής συνταγολόγιο. Μπορεί ανεμπόδιστα να ακολουθεί την πραγματικότητα, διατηρώντας ακόμη και πλήρη αντιστοιχία. Τώρα, το πού ακριβώς εντοπίζεται η δημιουργική της πνοή, όταν βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία, αυτό είναι ένα άλλο ζητούμενο.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/7/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου