Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Στη σκιά δύ­σκο­λων και­ρώ­ν



Αστέ­ρης Ν. Μαυ­ρου­δής
«Η κλε­ψιά»
Εκδό­σεις Θερ­μαϊκός
Ια­νουά­ριος 2014

Το πρώ­το βι­βλίο του Αστέ­ρη Μαυ­ρου­δή εί­ναι μία δεύ­τε­ρη εν­δια­φέ­ρου­σα συλ­λο­γή διη­γη­μά­των α­πό τις εκ­δό­σεις Θερ­μαϊκός, που περ­νά­ει το φράγ­μα του Ολύ­μπου. Στο κλει­νόν ά­στυ, πα­ρό­μοιες εκ­πλή­ξεις δεν φαί­νε­ται να εί­ναι και τό­σο ευ­πρόσ­δε­κτες. Η πρω­τεύου­σα προ­τι­μά να εμ­φα­νί­ζε­ται ως αυ­τάρ­κης, α­σχέ­τως αν τρο­φο­δο­τεί­ται α­πό την ε­παρ­χία, εκ­με­ταλ­λευό­με­νη την ελ­κτι­κή δύ­να­μη των Φώ­των της δη­μο­σιό­τη­τας που συ­γκε­ντρώ­νει. Διό­τι Τύ­πος της Ελλά­δας ση­μαί­νει α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες, συν τις λοι­πές, που εί­ναι μι­κρής κυ­κλο­φο­ρίας και το­πι­κής εμ­βέ­λειας. Πα­ρο­μοίως, ο εκ­δο­τι­κός χώ­ρος εί­ναι οι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι με έ­δρα την Αθή­να, συν οι λοι­ποί, που εί­ναι μι­κρής πα­ρα­γω­γής και το­πι­κής α­πή­χη­σης. Γι’ αυ­τό και ι­σχύει το ό­σοι πι­στοί προ­σέλ­θε­τε. Μό­λις έ­νας κά­τοι­κος της λοι­πής Ελλά­δας βρει “ά­κρες” σε α­θη­ναϊκό εκ­δο­τι­κό οί­κο, σπεύ­δει. Πρό­σφα­τα, με την ευ­ρύ­τε­ρη διά­δο­ση των εκ­δό­σεων “ι­δίοις α­να­λώ­μα­σι­ν”, σπεύ­δει και ό­ποιος στε­ρεί­ται δια­συν­δέ­σεων. Όπως και ο Αθη­ναίος συγ­γρα­φέ­ας, ζη­τά κι αυ­τός να πλη­ρο­φο­ρη­θεί τα “πα­κέ­τα προ­σφο­ρώ­ν” των α­θη­ναϊκών οί­κων. Σή­με­ρα πλέ­ον, πέ­ραν της ε­κτύ­πω­σης, έ­να πλή­ρες εκ­δο­τι­κό “πα­κέ­το” υ­πό­σχε­ται δια­φή­μι­ση του προϊό­ντος, με ό,τι αυ­τή προ­βλέ­πει, α­πό προ­βο­λή στα ΜΜΕ μέ­χρι βρα­διά με ε­πώ­νυ­μους ο­μι­λη­τές. Κά­πως έ­τσι ε­ξα­φα­νί­στη­καν οι συλ­λο­γι­κές έν­νοιες, ό­πως λο­γο­τε­χνία Θεσ­σα­λο­νί­κης, Κα­βά­λας, Επτα­νή­σου, και έ­μει­ναν μό­νο συγ­γρα­φείς Θεσ­σα­λο­νι­κείς, Κα­βα­λιώ­τες, Επτα­νή­σιοι. 
Μέ­χρι ε­πη­ρε­α­σμό των κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών βρα­βεύ­σεων μπο­ρεί να πε­ρι­λαμ­βά­νει αυ­τό το “πα­κέ­το”. Πα­λαιό­τε­ρα, ό­ταν κα­τήρ­τι­ζαν τις κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές των βρα­βείων λο­γο­τε­χνίας, προέ­βλε­παν και κά­ποιο Θεσ­σα­λο­νι­κιό για να υ­πο­στη­ρί­ζει Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες. Σή­με­ρα, αυ­τή η συ­νή­θεια έ­χει α­το­νή­σει. Ίσως για­τί οι νεό­τε­ροι Θεσ­σα­λο­νι­κείς εί­ναι μι­κρό­τε­ρου βε­λη­νε­κούς. Πά­ντως, η κα­τα­γω­γή ε­νός μέ­λους μίας οιασ­δή­πο­τε ε­πι­τρο­πής βρα­βεύ­σεων ή άλ­λων ε­πι­λο­γών κα­θί­στα­ται συ­χνά ευ­διά­κρι­τη α­πό τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Αιφ­νι­δια­στι­κά, εν μέ­σω των Αθη­ναίων, ξε­φυ­τρώ­νουν κά­τοι­κοι της άλ­φα ή της βή­τα πε­ριο­χής, ό­ταν ο λό­γος του δια­με­σο­λα­βη­τή δια­θέ­τει κύ­ρος. Αν και ο ε­πι­τε­τραμ­μέ­νος σε μία ο­ποια­δή­πο­τε ε­πι­τρο­πή βρί­σκε­ται, κα­τά κα­νό­να, προ δύ­σκο­λων α­πο­φά­σεων, κα­θώς έ­χει να συμ­βι­βά­σει δια­φο­ρε­τι­κές ρο­πές. Πέ­ραν της ε­ντο­πιό­τη­τας, έ­χουν αυ­ξη­θεί οι εκ­δο­τι­κές δο­σο­λη­ψίες, ε­νώ πα­ρα­μέ­νουν ι­σχυ­ρές οι ι­δε­ο­λο­γι­κές συ­νά­φειες και προ­φα­νώς, οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Ο τε­λευ­ταίος αυ­τός πα­ρά­γων, πολ­λές φο­ρές, λει­τουρ­γεί εμ­φα­νέ­στε­ρα στις πε­ρι­πτώ­σεις α­πο­κλει­σμού ε­νός υ­πο­ψη­φίου. Εί­ναι σχε­δόν α­πο­δε­δειγ­μέ­νο, ό­τι πολ­λα­πλώς ι­σχυ­ρό­τε­ρη μίας φι­λίας α­πο­βαί­νει μία σχέ­ση ε­μπά­θειας. Βε­βαίως, υ­πάρ­χουν και τα λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια, μό­νο που αυ­τά α­κο­λου­θού­νται σε έ­να μι­κρό­τε­ρο σύ­νο­λο υ­πο­ψη­φίων, το ο­ποίο έ­χει προ­κύ­ψει με βά­ση ό­λα τα προ­η­γού­με­να.
Τα διη­γή­μα­τα του Μαυ­ρου­δή έρ­χο­νται α­πό έ­ναν κά­πως ι­διό­μορ­φο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Οι εκ­δό­σεις Θερ­μαϊκός, πα­ρό­τι πα­ρα­κλά­δι των εκ­δό­σεων Ια­νός, πα­ρα­μέ­νουν το­πι­κή υ­πό­θε­ση. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη κυ­κλο­φο­ρούν και ε­κεί πα­ρου­σιά­ζο­νται, με πα­ρου­σια­στές μπο­ρεί ε­πώ­νυ­μους και για τα α­θη­ναϊκά μέ­τρα, αλ­λά Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες. Ού­τε α­θη­ναϊκή βρα­διά προ­βλέ­πε­ται ού­τε προώ­θη­ση στους κρι­τές ε­φη­με­ρί­δων και βρα­βεύ­σεων. Κι ας συ­χνά­ζουν πολ­λοί α­πό αυ­τούς στο Κα­φέ Ια­νός, που λέ­γε­ται ό­τι εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο εν Αθή­ναις εκ­δο­τι­κού οί­κου. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη, που κυ­κλο­φό­ρη­σε προ διε­τίας α­πό τις εκ­δό­σεις Θερ­μαϊκός, έ­μει­νε στο ρά­φι του Ια­νού. Ού­τε κρι­τι­κές  έ­λα­βε ού­τε σε κα­μία βρα­χεία λί­στα διη­γή­μα­τος ή έ­στω, πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε. Πα­ρό­τι το 2011 δεν ή­ταν “μία ι­διαί­τε­ρα καρ­πο­φό­ρα χρο­νιά”, για να α­ντι­γρά­ψου­με μια φρά­ση κλι­σέ του σκε­πτι­κού κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών.
Παρ­θε­νι­κή θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Μαυ­ρου­δή, κα­θώς κα­νέ­να α­πό τα 17 πε­ζά του βι­βλίου δεν έ­χει δη­μο­σιευ­θεί σε κά­ποιο έ­ντυ­πο. Μό­νο το πρώ­το στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης, «Άζυ­μη κα­λα­μπο­κί­σια πί­τα», α­πέ­σπα­σε έ­παι­νο στον 5ο Πα­νελ­λή­νιο Δια­γω­νι­σμό Ποίη­σης και Διη­γή­μα­τος «Δη­μή­τριος Βι­κέ­λας», με έ­δρα τη Βέ­ροια, του 2012. Στον ί­διο Δια­γω­νι­σμό του 2008, το δεύ­τε­ρο βρα­βείο εί­χε α­πο­νε­μη­θεί στον Ιά­κω­βο Ανυ­φα­ντά­κη. Τα πε­ζά της συλ­λο­γής, ό­πως και ε­κεί­να του Κο­ψα­χεί­λη, το­πο­θε­τού­νται στον τό­πο του. Στα ΝΔ της Θεσ­σα­λο­νί­κης του Κο­ψα­χεί­λη, που γεν­νή­θη­κε στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρίας, προς τα α­να­το­λι­κά του Μαυ­ρου­δή, που “με­γά­λω­σε στο Αδάμ και ζει στη Σου­ρω­τή”, σύμ­φω­να με τα βιο­γρα­φι­κά στα βι­βλία τους. Με α­θη­ναϊκά κρι­τή­ρια, αυ­τό το στοι­χείο ε­ντο­πιό­τη­τας συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα μειο­νε­κτή­μα­τα. Και βε­βαίως, ε­πι­τεί­νε­ται, ό­ταν α­που­σιά­ζει η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα με την ξέ­νη λο­γο­τε­χνία. Γε­γο­νός μη α­να­με­νό­με­νο στην πε­ρί­πτω­ση του Μαυ­ρου­δή, κα­θώς φοί­τη­σε σε Σχο­λή Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής και μά­λι­στα, τη μό­νη πα­νε­πι­στη­μια­κού ε­πι­πέ­δου. Ευ­τυ­χώς, δεν μο­λύν­θη­κε. Ού­τε το ύ­φος δα­σκά­λου μι­μή­θη­κε ού­τε θεω­ρίες προ­σπά­θη­σε να ε­φαρ­μό­σει. Τα ί­χνη πε­ριο­ρί­στη­καν σε τρεις α­φιε­ρώ­σεις και ευ­χα­ρι­στίες, σύγ­γνω­στες α­να­σφά­λειες πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου.  
Το κυ­ρίως σώ­μα του βι­βλίου του το α­πο­τε­λούν διη­γή­σεις, στις ο­ποίες πα­ρεμ­βάλ­λο­νται τρία ι­στο­ρι­κο­φα­νή πε­ζά, μάλ­λον σαν α­φη­γη­μα­τι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί πά­νω σε γνω­στό καμ­βά. Άλλες διη­γή­σεις μέ­νουν στη χα­λα­ρή μορ­φή της ι­στο­ρίας κι άλ­λες α­πο­κτούν την αρ­τιό­τη­τα του διη­γή­μα­τος. Σε ό­λες, ό­μως, υ­πάρ­χει α­φη­γη­μα­τι­κή οι­κο­νο­μία. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες, ο α­φη­γη­τής δεν με­τέ­χει στα α­νι­στο­ρού­με­να. Πα­ρα­μέ­νει στη θέ­ση του αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα, που στο­λί­ζει την ε­ξι­στό­ρη­σή  του με κά­ποια πα­ρα­τή­ρη­ση, αλ­λά χω­ρίς να προ­δια­θέ­τει για τα δί­κια των ε­μπλε­κό­με­νων. Μι­κρές προ­τά­σεις, κο­φτές, με το βά­ρος στο ρή­μα και το ου­σια­στι­κό. Διε­ξο­δι­κές εί­ναι οι πε­ρι­γρα­φές πραγ­μά­των και κα­τα­στά­σεων. Ενώ, τα αι­σθή­μα­τα δεν κα­το­νο­μά­ζο­νται, υ­πο­δη­λώ­νο­νται ω­στό­σο έ­ντο­να, κα­θώς α­φο­ρούν ναυα­γι­σμέ­νους έ­ρω­τες και θα­νά­τους. Πα­ρα­στα­τι­κός λό­γος, αλ­λά κα­θό­λου γλα­φυ­ρός. Λεί­πουν τα ε­πί­θε­τα. Αντί αυ­τών, την ει­κό­να την συ­μπλη­ρώ­νουν οι πα­ρο­μοιώ­σεις. Το ρυθ­μό κρα­τούν οι στι­χο­μυ­θίες στη ντο­πιο­λα­λιά. Ο συγ­γρα­φέ­ας εκ­με­ταλ­λεύε­ται τις πα­ρα­νοή­σεις, που αυ­τή προ­κα­λεί, για να χρω­μα­τί­σει με νό­τες ευ­θυ­μίας την α­φή­γη­ση.   
Οι διη­γή­σεις ε­στιά­ζουν σε έ­ναν τό­πο μι­κρής σχε­τι­κά έ­κτα­σης, ε­νώ α­πλώ­νο­νται σε έ­να αρ­κε­τά με­γά­λο χρο­νι­κό βά­θος. Στις χα­μη­λές πλα­γιές της ο­ρει­νής ζώ­νης α­νά­με­σα σε Χορ­τιά­τη και Χο­λο­μώ­ντα, με κέ­ντρο το χω­ριό Αδάμ και τον γύ­ρω κά­μπο του, μέ­χρι το βάλ­το, που υ­πήρ­χε στα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά. Ένα διή­γη­μα έ­χει τον τίτ­λο «Βάλ­τος» και το­πο­θε­τεί­ται στη Βάλ­τα, ό­πως α­πο­κα­λού­σαν τη μο­να­δι­κή λί­μνη του χω­ριού. Ήταν ο τρο­φο­δό­της τους σε ψά­ρια και πρώ­τες ύ­λες για τις ψά­θες, που ε­μπο­ρεύο­νταν. Ου­σια­στι­κά, πρό­κει­ται για α­φή­γη­ση της ζωής στο βάλ­το ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, της ε­κεί δύ­σκο­λης δου­λειάς. Από τα κά­πως πρω­τό­γο­να, με μία ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή, ρού­χα που χρη­σι­μο­ποιού­σαν, μέ­χρι τις ε­λο­γε­νείς τα­λαι­πω­ρίες· κου­νού­πια, βδέλ­λες, πα­γω­μέ­νο νε­ρό. Εύ­κο­λα θα μπο­ρού­σε κα­νείς να το πει λα­ο­γρα­φι­κό υ­λι­κό. Μά­λι­στα, το ει­σα­γω­γι­κό μέ­ρος του διη­γή­μα­τος θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν μέ­χρι και η­θο­γρα­φι­κό, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται στο πα­νη­γύ­ρι του Αγίου Πα­ντε­λεή­μο­να, που γι­νό­ταν ζευ­γα­ρω­τά με ε­κεί­νο της Αγίας Πα­ρα­σκευής. 
Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, ξε­δια­λέ­γει τι θα χρη­σι­μο­ποιή­σει α­πό τον προ­σφε­ρό­με­νο πλού­το, που θα μπο­ρού­σε να τον ο­δη­γή­σει σε πλα­τεια­στι­κές, αλ­λά πι­θα­νώς και εν­δια­φέ­ρου­σες α­φη­γή­σεις. Μό­νο που ε­κεί­νες θα εί­χαν θέ­ση σε συλ­λο­γές προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας. Το διή­γη­μα θέ­λει α­κρί­βεια στη δο­σο­λο­γία. Αυ­τό φαί­νε­ται να το κα­τορ­θώ­νει ο Μαυ­ρου­δής. Δη­μιουρ­γεί ευ­κρι­νείς ει­κό­νες, κα­θό­λου στα­τι­κές, που δέ­νο­νται σε μία δυ­να­μι­κή αλ­λη­λου­χία κα­τα­στά­σεων. Εκεί­νο που α­που­σιά­ζει, εί­ναι οι ε­ξάρ­σεις ε­νός πα­ρα­μυ­θά συγ­γρα­φέα, ό­ταν, λ.χ., α­ντι­κρί­ζει τα γρι­βά­δια της Βάλ­τας. Ανα­φέ­ρου­με τα γρι­βά­δια, για­τί τα έ­χου­με ταυ­τί­σει, ό­πως και τους γου­λια­νούς, με βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κες διη­γή­σεις. Ας ό­ψο­νται τα διη­γή­μα­τα του συ­νο­μή­λι­κου του Μαυ­ρου­δή, Θεσ­σα­λο­νι­κιού Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη, αλ­λά και το πρό­σφα­το «Αυ­το­κόλ­λη­το» του νεό­κο­που Γιάν­νη Πα­λα­βού α­πό το Βελ­βε­ντό Κο­ζά­νης. 
Στο χω­ριό του Μαυ­ρου­δή, το Αδά­μ, το­πο­θε­τού­νται τα πε­ρισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, ό­μως ο τό­πος ε­κτεί­νε­ται μα­κρύ­τε­ρα,  μέ­χρι τον Αϊ-Αντώ­νη, α­κο­λου­θώ­ντας κα­τ’ α­ντί­στρο­φη πο­ρεία την τε­θλα­σμέ­νη Σου­ρω­τή, Ανθε­μού­ντας, Λι­βά­δι, Πε­τρο­κέ­ρα­σα, Αδάμ. Όπως συμ­βαί­νει στο διή­γη­μα «Το τα­ξί­δι». Εί­ναι η δια­δρο­μή που α­κο­λου­θεί ο δω­δε­κά­χρο­νος Νι­κο­λά­κης, “προ­στά­της οι­κο­γε­νείας” α­πό τα εν­νιά, που τα­ξι­δεύει με τη “γαϊδου­ρί­τσα” του στα γει­το­νι­κά χω­ριά για να που­λή­σει τις ψά­θες. Τον πιά­νει η βρο­χή και το πα­ρά­πο­νο μπαί­νο­ντας στη Σου­ρω­τή. Εκεί τον φι­λο­ξε­νούν Σα­ρα­κα­τσα­ναίοι. Ο νοι­κο­κύ­ρης προ­βάλ­λει σω­στός “γί­γα­ντας” και συ­μπο­νε­τι­κός, κα­θώς κα­τα­λύει τη νη­στεία, πα­ρα­μο­νή της Πα­να­γού­δας, χά­ρις στον ξε­νη­στι­κω­μέ­νο Νι­κο­λά­κη. Ο συγ­γρα­φέ­ας και ε­δώ, δεν α­πλώ­νει την α­φή­γη­ση με μία πα­ρέκ­βα­ση, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την α­να­φο­ρά στην Πα­να­γού­δα Σου­ρω­τής. Μέ­νει ελ­λει­πτι­κός, θυ­μί­ζο­ντας τα διη­γή­μα­τα με τα ο­ποία ξε­κί­νη­σαν κά­ποιοι άλ­λοι Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Βα­σί­λης Τσια­μπού­σης ή ο Χρή­στος Χαρ­το­μα­τσί­δης, που τε­λι­κά ξα­νοί­χτη­καν στα βα­θιά της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας. 
Η λε­ζά­ντα της φω­το­γρα­φίας του ε­ξω­φύλ­λου του βι­βλίου α­να­φέ­ρει ό­τι ο ει­κο­νι­ζό­με­νος ά­ντρας με τη γαϊδου­ρί­τσα εί­ναι “ο πα­τέ­ρας του συγ­γρα­φέα, Νι­κο­λά­κης”, α­φή­νο­ντας ε­ντύ­πω­ση βιο­γρα­φι­κής α­φή­γη­σης. Όμως, έ­να δεύ­τε­ρο διή­γη­μα το­νί­ζει τη μυ­θο­πλα­στι­κή διά­στα­ση. Με τίτ­λο, «Το μό­νον της ζωής του», που συ­μπλη­ρώ­νει κα­τά Βι­ζυη­νό τον τίτ­λο του προ­η­γού­με­νου διη­γή­μα­τος, ε­ξι­στο­ρεί­ται έ­να άλ­λο τα­ξί­δι στα ί­δια μέ­ρη, πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων, που ο Νι­κο­λά­κης ξε­πά­για­σε και πέ­θα­νε. Σε έ­να τρί­το διή­γη­μα, ο πα­τέ­ρας του Νι­κο­λά­κη έ­χει φύ­γει α­ντάρ­της, ε­νώ, σε έ­να άλ­λο, έ­χει πε­θά­νει. Ο χρό­νος των ι­στο­ριών α­να­τρέ­χει στην Κα­το­χή, με­τά πη­δά­ει στον Εμφύ­λιο. Μέ­νει κοι­νό μο­τί­βο, το “ά­γριες ε­πο­χές”. Θά­να­τοι α­πό σφαί­ρα, αλ­λά και α­πό κρύο και α­πό πεί­να. Τό­τε α­κό­μη δεν εί­χε α­πο­ξη­ραν­θεί η Βάλ­τα και το χω­ριό ε­πι­βίω­νε με τις ψά­θες και τα κα­πνά. Ένα δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, συμ­με­τρι­κό με το «Βάλ­τος», τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Κα­πνός», κι αυ­τό εύ­θυ­μο κι ας α­νι­στο­ρεί τα δει­νά α­πό ε­μπό­ρους, τσι­ρά­κια και ε­φο­ρια­κούς. Θε­μα­τι­κά βρί­σκε­ται κο­ντά στα πε­ζά του Π. Χ. Μάρ­κο­γλου. Από ε­κεί­νον, που τα­ξι­νο­μεί­ται στη δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά μέ­χρι τον Μαυ­ρου­δή, που οι ει­δή­μο­νες το πι­θα­νό­τε­ρο να τον ε­ντά­ξουν στη δεύ­τε­ρη του 21ου, το διή­γη­μα στη Βό­ρεια Ελλά­δα ε­ξα­κο­λου­θεί να μην έ­χει α­νά­γκη τις α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες α­πό τη με­τα­φρα­σμέ­νη λο­γο­τε­χνία.
Ορι­σμέ­νες διη­γή­σεις στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό τα χαρ­μό­συ­να προ­εόρ­τια και τις τε­λε­τές αρ­ρα­βώ­να, γά­μου και βά­φτι­σης, αλ­λά κα­τα­λή­γουν με κα­βγά ή και θά­να­το. Σε δυο α­πό αυ­τές, «Ο αρ­ρα­βώ­νας» και «Τα μου­στλού­κια», που το θα­να­τι­κό συ­γκε­ντρώ­νε­ται σε μία, ό­λη και ό­λη, κα­τα­λη­κτι­κή φρά­ση, πλή­ρους α­να­τρο­πής του κλί­μα­τος, ε­ρω­τι­κού και ε­ορ­τά­σι­μου στο πρώ­το, παι­γνιώ­δους στο δεύ­τε­ρο, προ­κύ­πτουν εν­δια­φέ­ρο­ντα, α λα Πόε, διη­γή­μα­τα. Αν και η α­να­τρο­πή του τέ­λους δεν ευ­τυ­χεί πά­ντο­τε. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο πρώ­το και στο τε­λευ­ταίο της συλ­λο­γής, το σχή­μα της έλ­λει­ψης μέ­νει νο­η­μα­τι­κά λει­ψό. Σε ορισμένα διηγήματα, ο Μαυρουδής κατορθώνει να καλλιεργήσει ερωτική αύρα. Ένα α­πό αυ­τά εί­ναι «Ο ξου­ρι­σμέ­νος», με το συ­νοι­κέ­σιο στο Αϊδί­νι πριν το ’22 και την κα­τά­λη­ξη της ε­ρω­τι­κής πεί­νας του “α­πά­ντρευ­του”, ο­γδό­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στη Σου­ρω­τή. Όμως, την α­πο­θέω­ση του ε­ρω­τι­σμού την ε­πι­τυγ­χά­νει εκ­με­ταλ­λευό­με­νος έ­να πα­λαιό ε­θι­μι­κό συ­νή­θειο. Την κόκ­κι­νη κλω­στή που έ­δε­ναν οι κο­πέ­λες στα σο­σό­νιά τους. Ηθο­γρα­φι­κό ί­σως, αλ­λά δεί­χνει τι ά­γριοι και­ροί ή­ταν ε­κεί­νοι για τις κο­πέ­λες. Αλλά και για τους νέ­ους, που ξε­ρο­στά­λια­ζαν “για μια κλω­στή”. Αυ­τά τα μι­κρά πα­ρά­δο­ξα, που α­να­σύ­ρει και α­ξιο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας, δεί­χνουν αί­σθη­ση χιού­μορ.
Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της δυά­δας Κο­ψα­χεί­λη-Μαυ­ρου­δή  εί­ναι ό­τι γρά­φει χω­ρίς να προ­τάσ­σει φι­λο­δο­ξίες. Πε­ριο­ρί­ζο­νται δη­λα­δή, στη χα­ρά της γέν­νας, α­δια­φο­ρώ­ντας ή κρα­τώ­ντας συ­νε­σταλ­μέ­νη στά­ση α­πέ­να­ντι στην πο­ρεία του νε­ο­γνού. Πρό­κει­ται για α­συ­νή­θη και για αυ­τό α­ξιο­ζή­λευ­τη στά­ση.

 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/3/2014.