Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Ο μορφοκρατικός του λυρισμού

Ιωάν­νης Ν. Γρυ­πά­ρης
«Σκα­ρα­βαίοι και τερ­ρα­κότ­τες»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Αθη­νά Κο­βά­νη
Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη
Ίδρυ­μα Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη
Αθή­να, 2001

Ο Γρυπάρης
σε σκιτσογραφικό πορτρέτο
του Ανατολή Λαζαρίδη.



Επα­νερ­χό­μα­στε στο θέ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, τον Ιωάν­νη Γρυ­πά­ρη, που πέ­θα­νε σαν σή­με­ρα πριν 70 χρό­νια, στα 72 του. Ανα­σύ­ρα­με την φι­λο­λο­γι­κή έκ­δο­ση, που ει­σή­γα­γε στον νέο αιώ­να τη μό­νη ποιη­τι­κή του συλ­λο­γή. Η ε­πι­λο­γή ή­ταν του Βαγ­γέ­λη Αθα­να­σό­που­λου, που εί­χε α­να­λά­βει, με­τά το θά­να­το του Από­στο­λου Σα­χί­νη, “γε­νι­κός φι­λο­λο­γι­κός ε­πό­πτης” της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Βι­βλιο­θή­κης του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη. Ο Σα­χί­νης, που, ως Ακα­δη­μαϊκός, έ­στη­σε τη σει­ρά το 1988, εί­χε τη γε­νι­κή ε­πο­πτεία της μέ­χρι το θά­να­τό του, το 1997. Συ­νο­λι­κά ε­πέ­λε­ξε 31 βι­βλία, α­πό τα ο­ποία δυο, της πα­λαιό­τε­ρης πε­ζο­γρα­φίας, τα ε­πι­με­λή­θη­κε ο ί­διος. Ο Αθα­να­σό­που­λος α­νέ­λα­βε νεό­τε­ρος, το 1998, και μέ­χρι το θά­να­τό του, στις 27 Νο­εμ­βρίου 2011, ε­πέ­λε­ξε ε­πί­σης 31 βι­βλία, α­πό τα ο­ποία ε­πι­με­λή­θη­κε πέ­ντε, ε­νώ εί­χε ε­πι­με­λη­θεί και έ­να πρώ­το βι­βλίο, το 1991, «Τα Διη­γή­μα­τα» του Βι­ζυη­νού. Τό­σο τα βι­βλία ό­σο και οι δι­κές του ε­πι­μέ­λειες θα ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρες, αν οι εκ­δό­σεις τους δεν εί­χαν προ­σκρού­σει, την τε­λευ­ταία στιγ­μή, στο θέ­μα των πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των.
Και ερ­χό­μα­στε στο ε­ρώ­τη­μα του τίτ­λου μας. Τε­λι­κά, α­ξί­ζει να δια­βά­σου­με Γρυ­πά­ρη; Ή και ε­ναλ­λα­κτι­κά, τι κο­μί­ζει, την σή­με­ρον, ο ποιη­τής Γρυ­πά­ρης; Ένα βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι η ση­μα­ντι­κή δια­φο­ρο­ποίη­σή του α­πό την ο­μά­δα των ποιη­τών, στην ο­ποία κα­τα­τάσ­σε­ται. Ο Γρυ­πά­ρης φρό­ντι­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λον τη δη­μο­τι­κή, λει­τουρ­γώ­ντας ό­χι μό­νο ως ποιη­τής αλ­λά και ως φι­λό­λο­γος. Την πλού­τι­σε και την λεία­νε, δια­τη­ρώ­ντας τη ζω­τι­κό­τη­τά της. Ποιος, ό­μως, έ­χει σή­με­ρα α­νά­γκη αυ­τόν τον πλού­το, αλ­λά και πό­σοι μπο­ρούν να α­ντι­λη­φθούν την πλα­στι­κό­τη­τα της γλώσ­σας του; Έπλα­σε σύν­θε­τα ε­πί­θε­τα και ου­σια­στι­κά, ξε­περ­νώ­ντας α­κό­μη και τον Πα­λα­μά. Ήδη, ό­μως, η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά ε­παι­νεί τον Σε­φέ­ρη, για­τί κα­τήρ­γη­σε το σύν­θε­το ε­πί­θε­το, που πε­ρίσ­σευε σε Πα­λα­μά και Γρυ­πά­ρη. Έδω­σε βα­ρύ­τη­τα στη μορ­φή, κα­τά μια ε­κτί­μη­ση, α­νά­λο­γη με ε­κεί­νη που έ­δω­σε ο Κα­ρυω­τά­κης. Όχι τυ­χαία, τον α­πο­κά­λε­σαν “μορ­φο­κρα­τι­κό του λυ­ρι­σμού”. Η Αθη­νά Κο­βά­νη, που έ­χει τη φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια του τό­μου, πα­ρα­τη­ρεί ό­τι δεν έ­χουν συ­στη­μα­τι­κά με­λε­τη­θεί οι μορ­φι­κές και­νο­το­μίες του και η συμ­βο­λή του στον νε­ο­ελ­λη­νι­κό λυ­ρι­σμό.
Πα­ρα­θέ­του­με, ε­πι­λε­κτι­κά, με­ρι­κά σχό­λια για ό­σους θα εί­χαν τη διά­θε­ση να δια­βά­σουν Γρυ­πά­ρη. Κα­τά την ε­πι­κρα­τέ­στε­ρη ά­πο­ψη, ο τίτ­λος της συλ­λο­γής του, «Σκα­ρα­βαίοι και Τερ­ρα­κότ­τες», πα­ρα­πέ­μπει στον τίτ­λο της συλ­λο­γής «Σμάλ­τα και Κα­μέες» του Θεό­φι­λου Γκω­τιέ. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, ε­πι­λέ­γο­νται ζεύ­γη ου­σια­στι­κών, που α­να­φέ­ρο­νται σε λε­πτο­δου­λε­μέ­να α­ντι­κεί­με­να δια­κο­σμη­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, με α­νά­γλυ­φες ή έγ­γλυ­φες πα­ρα­στά­σεις συμ­βο­λι­κού φορ­τίου και μυ­θο­λο­γι­κών α­να­φο­ρών. Όσο για τις ε­πι­λο­γές των δυο ου­σια­στι­κών, του Γρυ­πά­ρη πα­ρα­πέ­μπουν στους α­λε­ξαν­δρι­νούς ε­πι­γραμ­μα­το­ποιούς της «Πα­λα­τι­νής Ανθο­λο­γίας», που εί­χε με­λε­τή­σει πριν να γνω­ρί­σει τους γάλ­λους παρ­νασ­σι­στές. Αυ­τό, βε­βαίως, δεν α­ναι­ρεί τις ε­πιρ­ροές του α­πό τα γαλ­λι­κά ρεύ­μα­τα, αλ­λά δη­λώ­νει έ­να εί­δος σύμ­μι­ξης των δύο. Άλλω­στε, ο ί­διος υ­πο­στή­ρι­ζε ό­τι “για τα έ­θνη που, σαν το δι­κό μας, προ­σπα­θούν α­πελ­πι­σμέ­να τώ­ρα μό­λις, ύ­στε­ρα α­πό αιώ­νων κα­θυ­στέ­ρη­ση, να φτά­σουν και που σέρ­νο­νται ό­πως ό­πως πί­σω α­πό το σύγ­χρο­νο πο­λι­τι­σμό, εί­ναι και θα εί­ναι για πο­λύ και­ρό δυ­στυ­χώς α­κό­μη α­νά­γκη να ζη­τού­με τη γε­νε­α­λο­γία κά­θε α­ξιο­ση­μείω­του τε­χνί­τη σε ξε­νι­κές και πιο πε­ριω­ρι­σμέ­να για μας σε γαλ­λι­κές ε­πι­δρά­σεις.”
Το 1852 ε­ξέ­δω­σε τη συλ­λο­γή του ο Γκω­τιέ, με­τά έ­να τα­ξί­δι στην Ελλά­δα, ό­που σα­γη­νεύ­τη­κε α­πό την κλα­σι­κή τέ­χνη. Τό­τε, του γεν­νή­θη­κε η ι­δέα για μια ποίη­ση α­πρό­σω­πη, ό­που οι ε­ξω­τε­ρι­κές ε­ντυ­πώ­σεις θα υ­πε­ρι­σχύουν των ψυ­χι­κών δια­θέ­σεων. Η συλ­λο­γή του πή­ρε εμ­βλη­μα­τι­κή θέ­ση στο κί­νη­μα του παρ­νασ­σι­σμού. Το 1893, που ο Γρυ­πά­ρης γρά­φει το πρώ­το ποίη­μα της ε­νό­τη­τας «Σκα­ρα­βαίοι», οι πρώ­τες δυο γε­νιές των παρ­νασ­σι­στών έ­χουν ή­δη πα­ρέλ­θει. Εκεί­νη, ό­μως, τη χρο­νιά, ο με­τα­παρ­νασ­σι­στής Ζο­ζέ Μα­ρία Ερε­ντιά συ­γκέ­ντρω­σε και ε­ξέ­δω­σε τα σο­νέ­τα του. Η συλ­λο­γή του, «Τρό­παια», βρή­κε με­γά­λη α­πή­χη­ση στην Ελλά­δα. Ο Γρυ­πά­ρης με­τέ­φρα­σε τρία α­πό αυ­τά. Όσο για το πό­σο τον ε­πη­ρέ­α­σε, ο Πα­λα­μάς, που χαι­ρε­τί­ζει δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα τον νέο ποιη­τή, εί­ναι πο­λύ προ­σε­κτι­κός στην κρί­ση του. Πα­ρα­τη­ρεί ό­τι οι στί­χοι του “θα φα­νώ­σιν ί­σως και ως ω­ραία νε­ο­ελ­λη­νι­κή α­πή­χη­σις” των γαλ­λι­κών σο­νέ­των. Ο ί­διος ο Γρυ­πά­ρης θεω­ρού­σε ό­τι η ποίη­ση του Ερε­ντιά στε­ρεί­ται αι­σθή­μα­τος. Ενώ, υ­πο­στή­ρι­ζε, ί­σως και με κά­ποιο πα­ρά­πο­νο, ό­τι ε­κεί­νος “έ­στα­ξε μέ­σα στα τρα­γού­δια του και κά­τι α­πό την ψυ­χή του”. Προ­τι­μού­σε, πά­ντως, ως πρό­γο­νο τον πρώι­μο Βερ­λαίν.
Η μό­νη συλ­λο­γή του Γρυ­πά­ρη α­πο­τε­λεί­ται α­πό έ­ξι ε­νό­τη­τες. Η πρώ­τη, αυ­τή των «Σκα­ρα­βαίων», εί­ναι μια σει­ρά α­πό 22 δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βα σο­νέ­τα. Μι­κρό­τε­ρη η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα, «Τερ­ρα­κότ­τες», με αρ­χι­κό τίτ­λο, «Δει­λι­νά», α­πο­τε­λεί­ται α­πό 11 ε­ντε­κα­σύλ­λα­βα σο­νέ­τα. Η πρώ­τη εί­ναι στραμ­μέ­νη προς τους παρ­νασ­σι­στές, η δεύ­τε­ρη προς τους συμ­βο­λι­στές, οι υ­πό­λοι­πες α­πο­τολ­μούν α­νοίγ­μα­τα προς έ­ναν πιο ε­λεύ­θε­ρο στί­χο. Δε­κα­τε­τρά­στι­χα ποιή­μα­τα, που α­φη­γού­νται μια πα­λαιά ι­στο­ρία, μυ­θο­λο­γι­κής ή άλ­λης προέ­λευ­σης, για να α­να­φερ­θούν πλα­γίως στα τρέ­χο­ντα. Ο Γρυ­πά­ρης άρ­χι­σε να μυεί­ται στην ποίη­ση με Σο­λω­μό. Διά­βα­σε πο­λύ νω­ρίς «Τα ευ­ρι­σκό­με­να» του Πο­λυ­λά, που α­να­κά­λυ­ψε στο βι­βλιο­πω­λείο του πα­τέ­ρα του, πρώην Βι­βλιο­πω­λείο Ανδρέα Κο­ρο­μη­λά. Αργό­τε­ρα, ως μα­θη­τής της Με­γά­λης του Γέ­νους Σχο­λής, έ­γρα­φε στί­χους κα­τ’ ευ­θείαν στα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά και σε ό­λη την ποίη­σή του δια­κρί­νε­ται ο αρ­χαιο­γνώ­στης φι­λό­λο­γος, ζη­λω­τής των Αλε­ξαν­δρι­νών. Δη­μο­τι­κι­στής ή­ταν α­πό τα γυ­μνα­σια­κά του χρό­νια και πα­ρέ­μει­νε δια βίου. Ίσως, μά­λι­στα, να στά­θη­κε ο πιο συ­νει­δη­τός της γε­νιάς του. Όπως ο ί­διος υ­πε­ρη­φα­νευό­ταν, πέ­ρα­σε α­πό τα αρ­χαία στη δη­μο­τι­κή, χω­ρίς να πα­τή­σει στην κα­θα­ρεύου­σα. Ού­τε έ­ναν κα­θα­ρευου­σιά­νι­κο στί­χο δεν έ­γρα­ψε. Σε αυ­τό, πι­θα­νώς, συ­νέ­τει­νε ε­κεί­νο το ε­πι­δο­κι­μα­στι­κό χα­μό­γε­λο του Ψυ­χά­ρη και ο έ­παι­νός του στον δε­κα­ε­ξά­χρο­νο Γρυ­πά­ρη για την εκ του προ­χεί­ρου με­τά­φρα­ση Αρι­στο­φά­νη. Ήταν το 1886, κα­τά το τα­ξί­δι του Ψυ­χά­ρη στην Ελλά­δα, ό­ταν, με την ευ­και­ρία της πε­ντη­κο­ντα­ε­τη­ρί­δας του Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως, πή­γε και στην Πό­λη, ό­που ε­πι­σκέ­φτη­κε τη Με­γά­λη Σχο­λή, δια­λέ­γο­ντας να πα­ρα­κο­λου­θή­σει το μά­θη­μα του γνω­στού φι­λό­λο­γου Θε­μι­στο­κλή Σαλ­τέ­λη και ε­κεί­νος, για να βγει ασ­προ­πρό­σω­πος, σή­κω­σε τον τα­λα­ντού­χο στη με­τρι­κή και τη γλώσ­σα Γρυ­πά­ρη.
Το 1892, ό­ντας φοι­τη­τής της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών, συμ­με­τεί­χε στον Φι­λα­δέλ­φειο Δια­γω­νι­σμό με τη συλ­λο­γή «Δει­λι­νά». Οι έ­ντο­νες σο­λω­μι­κές ε­πι­δρά­σεις ε­παι­νέ­θη­καν, αλ­λά η γλώσ­σα ξέ­νι­σε. Ο Γρυ­πά­ρης ή­ταν έ­νας α­πό τους πρώ­τους μαλ­λια­ρούς φοι­τη­τές ε­κεί­νων των χρό­νων. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, δη­μο­σιεύ­τη­καν στην «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη Εστία» δώ­δε­κα ποιή­μα­τα α­πό τους «Σκα­ρα­βαίους». Η θο­ρυ­βώ­δης υ­πο­δο­χή, που του ε­πι­φύ­λα­ξαν οι Αθη­ναίοι λό­γιοι του 1895, θα μπο­ρού­σε να συ­γκρι­θεί με την υ­πο­δο­χή του Εγγο­νό­που­λου το 1938, ό­ταν ε­ξέ­δω­σε την πρώ­τη ποιη­τι­κή του συλ­λο­γή, «Μην ο­μι­λεί­τε εις τον ο­δη­γόν». Ο Γρυ­πά­ρης κα­τη­γο­ρή­θη­κε για λε­ξι­θη­ρία έως και λε­ξι­μα­νία. Όμως, ε­κεί­νος, ό­πως και ο Εγγο­νό­που­λος, συ­νέ­χι­σε α­πτό­η­τος. Οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι του α­να­γνώ­ρι­σαν ό­τι α­πο­μύ­ζη­σε χυ­μούς α­πό τη δη­μώ­δη με­σαιω­νι­κή πα­ρά­δο­ση και ό­τι τρά­φη­κε α­πό το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Μό­νο ο Ζή­σι­μος Λο­ρε­ντζά­τος στά­θη­κε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός. Κα­τα­σκευή τε­χνη­τή θεώ­ρη­σε τη συλ­λο­γή του Γρυ­πά­ρη και δεν την α­πο­δέ­χτη­κε ως “ξα­να­φα­νέ­ρω­μα της ζω­ντα­νής ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης α­να­νεω­μέ­νης”. Σε α­ντί­θε­ση προς τον Γιώρ­γο Κοτ­ζιού­λα, που ε­πέ­με­νε ό­τι κρα­τά­ει γε­ρά α­πό την πα­ρά­δο­ση.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­λεύ­θε­ρος και μου­σι­κός χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο στί­χος του ώ­ρι­μου Γρυ­πά­ρη. Η τρί­τη ε­νό­τη­τα, «Ιντερ­μέ­δια», παίρ­νει τον τίτ­λο της α­πό την «Ερω­φί­λη». Απο­τε­λεί­ται α­πό δε­κα­τέσ­σε­ρα ποιή­μα­τα, έ­να δί­πτυ­χο και έ­να πε­ντα­με­ρές. Από αυ­τήν την ε­νό­τη­τα, ό­λοι, α­κό­μη και οι πλέ­ον α­πορ­ρι­πτι­κοί, ό­πως ο Ηλίας Λά­γιος, ξε­χω­ρί­ζουν το πε­ντα­με­ρές, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Στον ή­σκιο της κα­ρυ­διάς». Θεω­ρεί­ται η ε­ντε­λέ­στε­ρη έκ­φαν­ση του γρυ­πα­ρι­κού αι­σθη­σια­σμού, τό­σο έκ­δη­λου, ώ­στε να ε­ρε­θί­σει, έ­στω και άρ­ρη­τα, την η­δο­νι­στι­κή φα­ντα­σία του Εμπει­ρί­κου. Η ε­πό­με­νη ε­νό­τη­τα, «Δι­καιο­σύ­νη», α­ντι­πα­ρα­θέ­τει στον “ποιη­τή του πά­θους” τον “ποιη­τή του πό­νου”. Εδώ, εί­ναι ση­μα­ντι­κή η μορ­φι­κή δια­φο­ρο­ποίη­ση, κα­θώς στα πέ­ντε ποιή­μα­τα αυ­τής της ε­νό­τη­τας δεν υ­πάρ­χει η με­τρι­κή ο­μοιο­μορ­φία των προ­η­γού­με­νων. Αντ’ αυ­τής ση­μειώ­νε­ται ποι­κι­λία στι­χουρ­γι­κών μέ­τρων, για να α­κο­λου­θή­σει ο ε­λευ­θε­ρω­μέ­νος στί­χος ο­ρι­σμέ­νων α­πό τα ε­πτά ποιή­μα­τα της ε­πό­με­νης ε­νό­τη­τας, με τις ε­ρω­τι­κές μπα­λά­ντες, «Από το ε­ρω­τι­κό βι­βλίο του Τρύ­φω­νος και της Χρυ­σο­φρύ­δης». Η ποιη­τι­κή συλ­λο­γή κλεί­νει με τα τρία ποιή­μα­τα της τε­λευ­ταίας ε­νό­τη­τας, «Ελε­γεία».
Από μιας αρ­χής, ο Γρυ­πά­ρης δη­μιούρ­γη­σε την αί­σθη­ση του δυσ­νό­η­του, με α­φορ­μή, μά­λι­στα, ο­ρι­σμέ­να ποιή­μα­τα χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε μέ­χρι και σκο­τει­νός. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση την συ­νο­ψί­ζει α­πορ­ρι­πτι­κά ο Κα­τσί­μπα­λης, το 1932, σε ε­πι­στο­λή του προς τον Σε­φέ­ρη, πα­ρό­λο που συ­χνά α­να­φέ­ρει στί­χους του: «...Ο Γρυ­πά­ρης λέει πως προ­σπά­θη­σε αλ­λά δεν κα­τά­λα­βε γρυ α­πό τα γρα­φό­με­νά σου. Σπολ­λά­τη του! Ποιος κα­τά­λα­βε τί­πο­τε α­πό δι­κά του ό­ταν πρω­το­βγή­καν...» Τα σκο­τει­νά ποιή­μα­τά του, οι ε­κά­στο­τε με­λε­τη­τές προ­σπά­θη­σαν να τα προ­σεγ­γί­σουν μέ­σω του βιο­γρα­φι­σμού, πε­ριο­ρί­ζο­ντας την ερ­μη­νεία τους στο α­το­μι­κό πε­δίο. Μό­νο σε ο­ρι­σμέ­να διεί­δαν α­να­φο­ρά στην ποιη­τι­κή γε­νιά του. Ο Γρυ­πά­ρης, ό­μως, ε­κτός α­πό δη­μο­τι­κι­στής, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν στην ε­πο­χή του πα­τριώ­της, κα­θώς η έν­νοια αυ­τής της λέ­ξης δεν εί­χε α­κό­μη πε­ριέλ­θει σε α­νυ­πο­λη­ψία. Κα­τά τις μαρ­τυ­ρίες, υ­πήρ­ξε φα­να­τι­κός βε­νι­ζε­λι­κός. «Ζή­τω ο Βε­νι­ζέ­λα­ρος!», έ­γρα­φε στη γυ­ναί­κα του. Οι ι­δε­ο­λο­γι­κές του πε­ποι­θή­σεις α­ντα­να­κλώ­νται στις τα­λαι­πω­ρίες και τα σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα της εκ­παι­δευ­τι­κής του θη­τείας. Αυ­τήν την πλευ­ρά του φαί­νε­ται να την πα­ρα­βλέ­πουν στην ερ­μη­νεία των συ­χνά δυ­σε­ξή­γη­των, ό­πως έ­χουν χα­ρα­κτη­ρι­στεί, στί­χων του. Έχου­με, ω­στό­σο, την ε­ντύ­πω­ση ό­τι υ­πάρ­χουν ποιή­μα­τα μιας ευ­ρύ­τε­ρης ο­πτι­κής, που υ­πο­δη­λώ­νουν την τα­ραγ­μέ­νη ε­πο­χή της κυο­φο­ρίας τους.
Πα­ρά­δειγ­μα, το «Αντέ­ρω­τες», γραμ­μέ­νο τέ­λη Φε­βρουα­ρίου του 1897, τις πα­ρα­μο­νές του κω­μι­κο­τρα­γι­κού - του λε­γό­με­νου και α­τυ­χούς - πο­λέ­μου των τριά­ντα η­με­ρών. Αρχι­κά το ποίη­μα εί­χε μό­το α­πό την Πο­λι­τεία του Πλά­τω­να, «τους παί­δας εις τον πό­λε­μον α­κτέ­ον και γευ­στέ­ον αί­μα­τος, ώ­σπερ τους σκύ­λα­κας...» Ο Γρυ­πά­ρης, α­γα­να­κτι­σμέ­νος με ε­κεί­νους που έ­φε­ραν την χρεω­κο­πία του Τρι­κού­πη και τον Διε­θνή Οι­κο­νο­μι­κό Έλεγ­χο, κα­λεί σε α­ντί­στα­ση. Ένα άλ­λο ποίη­μα, ό­μοια φορ­τι­σμέ­νο, εί­ναι το «Συ­να­πο­θα­νού­με­νοι», με πρώ­τη γρα­φή το 1899 και πρώ­το τίτ­λο «Τα ε­πτά θα­νά­σι­μα», που δη­μο­σιεύ­τη­κε Δε­κέμ­βριο 1907. Αυ­τή τη φο­ρά, ο τίτ­λος δεν εί­ναι μυ­θο­λο­γι­κής κα­τα­βο­λής, αλ­λά έρ­χε­ται α­πό τους πα­ρηκ­μα­σμέ­νους Αλε­ξαν­δρι­νούς. Ένα τρί­το εί­ναι το «Εστιά­δες», που ερ­μη­νεύ­θη­κε κά­πως στε­νά ως α­να­φο­ρά στη γε­νιά του και τους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους της ε­πο­χής του. Κι ό­μως, γρα­φό­ταν και ξα­να­γρα­φό­ταν για έ­να χρό­νο, α­πό τον Οκτώ­βριο του 1908 μέ­χρι τον Οκτώ­βριο του 1909. Μή­πως η κρί­σι­μη πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία ε­κεί­νης της ε­πο­χής στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κή; Μή­πως το ξα­να­διά­βα­σμα θα δεί­ξει έ­ναν Γρυ­πά­ρη ε­πί­και­ρο στη ση­με­ρι­νή, ε­πί­σης, κρί­σι­μη συ­γκυ­ρία;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/3/2012.