Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Γεύση μιας επετείου

Νά­σος Βα­γε­νάς
«Η Πα­ρα­μόρ­φω­ση
του Κα­ρυω­τά­κη»
Εκδ. Μι­κρή Άρκτος
Νοέ. 2015

 
Το 2016, με­τα­ξύ άλ­λων ε­πε­τείων, πα­ρα­τάσ­σο­νται και δυο ση­μα­ντι­κών λο­γο­τε­χνώ­ν· ε­νός της πε­ζο­γρα­φίας και ε­νός της ποίη­σης. Ως ε­πέ­τειος, βα­ραί­νει αυ­τή του Μι­χαήλ Μη­τσά­κη, κα­θώς πρό­κει­ται για ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό τον θά­να­τό του. Ως λο­γο­τε­χνι­κό ό­νο­μα, ό­μως, μάλ­λον κερ­δί­ζει ο Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης, με τη συ­μπλή­ρω­ση 120 ε­τών α­πό τη γέν­νη­σή του. Συ­μπτω­μα­τι­κά, σε αυ­τούς τους δυο, σταυ­ρώ­νο­νται οι γεν­νή­σεις με τους θα­νά­τους τους. Το 2018, θα συ­μπλη­ρώ­νο­νται ε­νά­μι­σι αιώ­νας α­πό τη γέν­νη­ση του Μη­τσά­κη (αν δε­χτού­με, ό­πως έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει, το 1868 ως έ­τος γέν­νη­σης και ό­χι το 1863) και 90 έ­τη α­πό την αυ­το­χει­ρία του Κα­ρυω­τά­κη. Κα­τά τα άλ­λα, το 1896, η γέν­νη­ση του Κα­ρυω­τά­κη συ­μπί­πτει με τον “δια­νο­η­τι­κό θά­να­το” του Μη­τσά­κη, τον ο­ποίο ση­μα­το­δο­τεί ο ε­γκλει­σμός του στο Δρο­μο­καΐτειο, στις 17 Απρ. 1896. Υπό μία έν­νοια ό­μως, θα μπο­ρού­σε να εί­χε κι αυ­τός εγ­γρα­φεί στους αυ­τό­χει­ρες της λο­γο­τε­χνίας. Αρκεί, το 1894, η πι­στο­λιά της Πά­τρας να εί­χε συ­ντε­λε­σθεί. Μη έ­χο­ντας, ό­μως, ο Μη­τσά­κης την α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του αυ­τό­χει­ρα της Πρέ­βε­ζας, συ­νέ­χι­σε το τα­ξί­δι του για την Κέρ­κυ­ρα, έ­γρα­ψε τον «Αυ­τό­χει­ρα» και ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να. Αυ­τός έ­στει­λε τον «Αυ­τό­χει­ρα» στην ε­φημ. «Ακρό­πο­λη» προς δη­μο­σίευ­ση και οι δι­κοί του τον ί­διο πί­σω στο Άσυ­λο της Κέρ­κυ­ρας.   
Το 1986, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, σε α­να­κοί­νω­σή του στο Επι­στη­μο­νι­κό Συ­μπό­σιο για τον Κα­ρυω­τά­κη, αυ­το­σαρ­κα­ζό­με­νος, α­πο­κα­λεί ε­αυ­τόν “φι­λο­λο­γι­κό χα­φιέ”, σχο­λιά­ζο­ντας: “Τρια­ντά­χρο­νος ο Κα­ρυω­τά­κης, έ­μει­νε α­νύ­πα­ντρος διό­τι ή­ταν συ­φι­λι­δι­κός - ό­πως ο Βι­ζυη­νός ή ο Μη­τσά­κης ή ο Φι­λύ­ρας, οι ο­ποίοι πέ­θα­ναν τρε­λοί.” Πα­ρά μία σφαί­ρα, λοι­πόν, ο έ­νας έ­μει­νε στους τρε­λούς και ο άλ­λος στους αυ­τό­χει­ρες. Κα­τά τα άλ­λα, πέ­ρα­σαν α­πό τα ί­δια μέ­ρη - στα έ­δρα­να της Νο­μι­κής του Αθή­νη­σι, στην Πά­τρα - αλ­λά, με η­λι­κια­κή δια­φο­ρά μίας γε­νιάς, δεν συ­να­ντή­θη­καν. Συ­μπτω­μα­τι­κά, ο Κα­ρυω­τά­κης, και τις δυο φο­ρές, που βρέ­θη­κε στην Πά­τρα - στα 13 και τα 32 του – α­σχο­λεί­το με τον πε­ζό λό­γο. Θα μπο­ρού­σε ά­ρα­γε να εί­χε δια­βά­σει Μη­τσά­κη; Η δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του Κώ­στα Στερ­γιό­που­λου, «Οι ε­πι­δρά­σεις στο έρ­γο του Κα­ρυω­τά­κη», πε­ριο­ρί­ζε­ται στον ποιη­τή. Πιο ε­πί­και­ρη εί­ναι η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο, το 2016, θα μνη­μο­νευ­θούν οι συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­πέ­τειοι. Με τα Ιδρύ­μα­τα να υ­πο­λει­τουρ­γούν, διό­λου α­πί­θα­νο να μην μνη­μο­νευ­θεί κα­μία ε­πέ­τειος. Για τις συ­γκε­κρι­μέ­νες, πι­θα­νόν να υ­πάρ­ξουν με­μο­νω­μέ­νες δη­μο­σιεύ­σεις, ί­σως και κά­ποιο α­φιέ­ρω­μα πε­ριο­δι­κού. Κι αυ­τό, αν έ­χει α­πο­μεί­νει σε φι­λό­λο­γους και συγ­γρα­φείς έ­στω και λί­γη α­πό την διά­θε­ση, που εί­χαν ε­πι­δεί­ξει προς τα τέ­λη του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να και τα πρώ­τα χρό­νια του τρέ­χο­ντος, για ξα­να­κοί­ταγ­μα και α­να­θεώ­ρη­ση α­πό­ψεων.
Προ ει­κο­σα­ε­τίας, Δεκ. 1996, στο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Αντί» για τα ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Κα­ρυω­τά­κη, α­να­φέ­ρε­ται, ει­σα­γω­γι­κά, το πό­σο ε­πί­και­ρη εί­ναι η ε­πα­να­νά­γνω­σή του, δε­δο­μέ­νου “του ε­ρευ­νη­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος και των ε­πιρ­ροών του στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ποίη­ση”. Τό­τε, σε άλ­λο α­φιέ­ρω­μα, ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου εί­χε δη­μο­σιεύ­σει «Μία συλ­λο­γή βι­βλιο­γρα­φίας του Κ. Γ. Κα­ρυω­τά­κη», προς υ­πο­γράμ­μι­ση, ό­πως σχο­λιά­ζει, “της α­δι­καιο­λό­γη­της έλ­λει­ψης α­νά­λο­γης ερ­γα­σίας για έ­ναν ποιη­τή που δεν έ­πα­ψε να με­λε­τά­ται α­πό τις πρώ­τες εμ­φα­νί­σεις του.” Ο Αργυ­ρίου τα­ξι­νο­μεί­ται στους κρι­τι­κούς, για τους ο­ποίους η βι­βλιο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή εί­ναι α­να­γκαία για να δο­μή­σουν τη συλ­λο­γι­στι­κή τους. Σε έ­να α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­νά του για τον Κα­ρυω­τά­κη πα­ρα­τη­ρεί: “Δυ­στυ­χώς δεν έ­χο­με βι­βλιο­γρα­φία α­πό τον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη για να α­πο­κο­μί­σου­με μια κα­θα­ρή ει­κό­να της πο­ρείας της κρι­τι­κής σκέ­ψης γι’ αυ­τόν.”

Στο ί­διο ση­μείο βρι­σκό­μα­στε και σή­με­ρα, χω­ρίς κα­θα­ρή ει­κό­να ού­τε της πο­ρείας ού­τε του τρέ­χο­ντος στίγ­μα­τος της κρι­τι­κής σκέ­ψης. Εξα­κο­λου­θεί ό­μως και σε ποια έ­κτα­ση να α­πα­σχο­λεί το φαι­νό­με­νο Κα­ρυω­τά­κη; Ισχύει το πα­ρά­δο­ξο του Κα­ρυω­τά­κη, ό­πως το ό­ρι­ζε, προ ει­κο­σα­ε­τίας, ο Νά­σος Βα­γε­νάς, δη­λα­δή το πώς η ώ­ρι­μη ποίη­σή του, με την τε­χνο­τρο­πία της πα­λαιάς, της πριν τη νε­ο­τε­ρι­κή ποίη­σης, κα­τορ­θώ­νει και δί­νει την αί­σθη­ση του και­νούρ­γιου; Μή­πως η κα­τά Βα­γε­νά ι­διο­τυ­πία της ποίη­σής του, “η γεύ­ση να υ­περ­βαί­νει την τε­χνο­τρο­πία”, α­πα­λεί­φο­ντας την πα­λαιό­τη­τά της, α­ντί να ερ­μη­νευ­θεί, πα­ρα­κάμ­φθη­κε με την γε­νι­κό­τε­ρη ε­πί­τα­ση της γεύ­σης; Πα­ρά­δειγ­μα, τα ε­ρω­τι­κά του Κα­βά­φη, που ιε­ραρ­χού­νται βά­ση της ε­λευ­θε­ριό­τη­τας της γεύ­σης, δη­λα­δή του αι­σθή­μα­τος α­πό την ε­μπει­ρία της α­νά­γνω­σης, και ό­χι της ό­ποιας στι­χουρ­γι­κής τους, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­λευ­θε­ρω­μέ­νης. 
Προ­σώ­ρας, α­να­μέ­νο­ντας η ε­πέ­τειος να α­πο­τε­λέ­σει κί­νη­τρο “ε­πα­νεκ­κί­νη­σης”, που θα ξε­θο­λώ­σει το το­πίο, στο 56ο Φε­στι­βάλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης, προ­βλή­θη­κε η ται­νία του Κύ­πριου σκη­νο­θέ­τη και σε­να­ριο­γρά­φου Κύ­ρου Πα­πα­βα­σι­λείου, «Οι ε­ντυ­πώ­σεις ε­νός πνιγ­μέ­νου», ε­νώ, στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, που κυ­ρίως εν­δια­φέ­ρει, η με­λέ­τη του Βα­γε­νά, «Η πα­ρα­μόρ­φω­ση του Κα­ρυω­τά­κη», κυ­κλο­φό­ρη­σε σε ε­παυ­ξη­μέ­νη (με την προ­σθή­κη δυο με­λε­τών, που σχε­δόν δι­πλα­σιά­ζουν τις σε­λί­δες)  δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση α­πό άλ­λον εκ­δό­τη. Η πρώ­τη, προ δε­κα­ε­τίας, δεν α­πο­τέ­λε­σε έ­ναυ­σμα για συ­ζη­τή­σεις γύ­ρω α­πό την ει­κό­να του Κα­ρυω­τά­κη. Πα­ρό­λο που, τό­τε α­κό­μη, δη­μο­σιεύο­νταν κά­ποιες α­νταλ­λα­γές α­πό­ψεων. Αν και γε­νι­κό­τε­ρα, ι­σχύει η πα­ρα­τή­ρη­ση του Τί­μου Μα­λά­νου: “Δυό ρω­μιοί που, κα­τ’ αρ­χήν, δε συμ­φω­νούν πά­νω σ’ έ­να ζή­τη­μα, εί­ναι μοι­ραίο να μη συμ­φω­νή­σουν πο­τέ, ό­σο και αν συ­νε­χί­σουν τη συ­ζή­τη­σή τους.” Αλλά και μό­νο η συ­ζή­τη­ση, γεν­νά πρό­σθε­τα ε­πι­χει­ρή­μα­τα, που λει­τουρ­γούν δια­φω­τι­στι­κά. Τα κεί­με­να του Βα­γε­νά, μά­λι­στα, ε­κτός α­πό το εν­δια­φέ­ρον των θε­μά­των, που ε­πι­ση­μαί­νουν ή και α­να­κι­νούν, προ­κα­λούν, και μό­νο με τον α­ντιρ­ρη­τι­κό τους τό­νο, συ­ζή­τη­ση.  

Μία δι­κή μας α­πο­ρία, με­τέω­ρη α­πό την πρώ­τη έκ­δο­ση, α­φο­ρά τον τίτ­λο, κα­θώς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι λει­τουρ­γεί πα­ρα­πλα­νη­τι­κά. Καλ­λιερ­γεί λαν­θα­σμέ­νες προσ­δο­κίες, δε­δο­μέ­νου ό­τι η πα­ρα­μόρ­φω­ση ως πρώ­τη και κυ­ρίαρ­χη έν­νοια, μο­να­δι­κή, μά­λι­στα, σε έ­να λε­ξι­κό της δη­μο­τι­κής ό­πως του Κρια­ρά, έ­χει την αλ­λα­γή προς το χει­ρό­τε­ρο. Ωστό­σο, η ε­πι­χει­ρού­με­νη α­να­θεώ­ρη­ση της ει­κό­νας του Κα­ρυω­τά­κη ή α­κρι­βέ­στε­ρα, της ποίη­σής του, στην ο­ποία ο Βα­γε­νάς α­να­φέ­ρε­ται, δεν με­τα­βάλ­λει ε­πί τα χεί­ρω το πρό­σω­πο του ποιη­τή, αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, το με­γα­λύ­νει. Οι εν λό­γω α­να­θεω­ρη­τι­κοί δεν α­σκούν αρ­νη­τι­κή κρι­τι­κή, αλ­λά θε­τι­κή, α­νε­ξάρ­τη­τα αν οι ε­πι­ση­μάν­σεις τους μπο­ρεί να α­πο­δει­χθούν με­ρι­κώς ή και εν ό­λω λαν­θα­σμέ­νες. Βε­βαίως, χα­ρα­κτη­ρι­σμοί της μορ­φής θε­τι­κός-αρ­νη­τι­κός εί­ναι συ­νάρ­τη­ση της ε­πο­χής που εκ­φέ­ρο­νται. Όπως, άλ­λω­στε, και ε­κεί­νοι που α­πο­δί­δο­νται στον Κα­ρυω­τά­κη: πο­λι­τι­κός ποιη­τής, α­ρι­στε­ρός, “α­ντιελ­λη­νο­κε­ντρι­κός”. Από την ε­πο­χή του Κα­ρυω­τά­κη και για κο­ντά μι­σό αιώ­να α­πό τον θά­να­τό του, το μεν ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός συ­νι­στού­σε έ­παι­νο, το δε α­ρι­στε­ρός ψό­γο. Για να φτά­σου­με σή­με­ρα, που η με­λέ­τη του Βα­γε­νά ε­πα­νεκ­δί­δε­ται, οι έν­νοιες να τρα­μπα­λί­ζο­νται ε­πι­σφα­λώς.

Το 2003, ο Βα­γε­νάς ε­πέ­λε­ξε τον τίτ­λο για μία διά­λε­ξη στο Ίδρυ­μα Τά­κη Σι­νό­που­λου, ε­νταγ­μέ­νη στον δεύ­τε­ρο θε­μα­τι­κό κύ­κλο 2002-2003, με τίτ­λο, «Μα­τιές στη Νεώ­τε­ρη Ελλη­νι­κή Ποίη­ση (1930-1960)», τον ο­ποίο διορ­γά­νω­νε το νεό­τευ­κτο τό­τε Σπου­δα­στή­ριο Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ποίη­σης, που εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί υ­πό τη σκέ­πη του Ιδρύ­μα­τος. Το ε­πό­με­νο έ­τος, η διά­λε­ξη πή­ρε τη μορ­φή σει­ράς ο­κτώ ε­πι­φυλ­λί­δων και το με­θε­πό­με­νο, βι­βλίου. Σε ό­λες αυ­τές τις με­τα­μορ­φώ­σεις, μέ­χρι και την πρό­σφα­τη, ο τίτ­λος πα­ρα­μέ­νει. Ως μό­το του βι­βλίου ε­πι­λέ­γε­ται στί­χος α­πό ε­ρω­τι­κό σαιξ­πη­ρι­κό σο­νέ­το, στο ο­ποίο ο ε­ρω­τευ­μέ­νος ε­κλι­πα­ρεί την κα­λή του, που τον α­πα­τά: O, call me not to justify the wrong. Η με­τα­φο­ρά του στί­χου α­πό τον ε­ρω­τευ­μέ­νο στον με­λε­τη­τή μοιά­ζει δί­ση­μη: τι δεν μπο­ρεί να α­πο­δε­χθεί ο με­λε­τη­τής, την α­δι­κία που γί­νε­ται στον ποιη­τή ή το σφάλ­μα;  Ήδη, ό­μως, α­πό το 1992, που ο Βα­γε­νάς χρη­σι­μο­ποιεί για πρώ­τη φο­ρά τη λέ­ξη πα­ρα­μόρ­φω­ση για έ­ναν ποιη­τή, τό­τε τον Κάλ­βο, έ­χει δώ­σει την α­πά­ντη­ση. Δεν υ­πο­φέ­ρει τη στρέ­βλω­ση της α­λή­θειας, ό­πως αυ­τός την τεκ­μη­ριώ­νει, κα­θώς σε αμ­φό­τε­ρες τις πε­ρι­πτώ­σεις, τό­σο στον Κάλ­βο ό­σο και στον Κα­ρυω­τά­κη, με ό,τι α­πο­κα­λεί πα­ρα­μόρ­φω­ση, α­πό μία ά­πο­ψη, το πρό­σω­πο του ποιη­τή φω­τί­ζε­ται. Στην πε­ρί­πτω­ση του Κάλ­βου, ως ελ­λη­νο­κε­ντρι­κού ποιη­τή, με α­γνό­η­ση των ι­τα­λι­κών έρ­γων του. Αντι­στρό­φως, σε ε­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη, ως υ­πε­ρε­θνι­κού.

Η διά­λε­ξη του Βα­γε­νά εκ­κι­νεί α­πό τον Σε­φέ­ρη και τη δι­κή του πα­ρα­μόρ­φω­ση α­πό ό­σους “προ­βαί­νουν σε πα­ρα­νά­γνω­ση του έρ­γου του”, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς το ελ­λη­νο­κε­ντρι­κό. Το πρώ­το κε­φά­λαιο κα­τα­λή­γει με την προς α­πό­δει­ξη θέ­ση, ό­τι η πα­ρα­νά­γνω­ση του Σε­φέ­ρη φέ­ρει ως “πα­ρά­πλευ­ρες”, τις α­ντί­στοι­χης φύ­σεως πα­ρα­να­γνώ­σεις Κα­βά­φη και Κα­ρυω­τά­κη. Στην πα­ρα­νά­γνω­ση του πρώ­του α­φιε­ρώ­νει το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του Πα­ραρ­τή­μα­τος, ε­νώ σε ε­κεί­νη του δεύ­τε­ρου, το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του βι­βλίου, συ­νε­ξε­τά­ζο­ντας ε­κεί την πε­ρί­πτω­ση Εγγο­νό­που­λου. Τε­λι­κά, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί πως πρό­κει­ται για τρεις ελ­λη­νο­κε­ντρι­κούς ποιη­τές. Δια­φέ­ρει, ω­στό­σο, η έμ­φα­ση με την ο­ποία α­πο­δί­δε­ται ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός. Ο Κα­βά­φης εί­ναι “πραγ­μα­τι­κά ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός”, ό­πως και ο Εγγο­νό­που­λος, κα­τά δι­κή του πα­ρα­δο­χή.

Δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πε­ρί­πτω­ση του Κα­ρυω­τά­κη, που ε­ξε­τά­ζε­ται πλα­γίως σε δυο συμ­με­τρι­κά κε­φά­λαια, με α­ντί­στοι­χα συμ­με­τρι­κούς τίτ­λους («Μια άλ­λη α­νά­γνω­ση του Κα­ρυω­τά­κη» και «Μια άλ­λη του Σε­φέ­ρη»), ό­που η ποίη­ση ε­νός ε­κά­στου α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται με τον τρό­πο, που οι α­να­θεω­ρη­τι­κοί κρι­τι­κοί διά­βα­σαν την ποίη­ση του άλ­λου. Σε αυ­τά, ο Βα­γε­νάς ε­πι­ση­μαί­νει, σε στί­χους και βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, του μεν πρώ­του πα­τριω­τι­κά και α­ντι­δρα­στι­κά ί­χνη, του δε δεύ­τε­ρου τον “βα­θύ πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα”. Κα­τα­λή­γει με τη δια­πί­στω­ση, πως η λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή του έρ­γου του Κα­ρυω­τά­κη πε­ριο­ρί­ζε­ται “στη δια­τύ­πω­ση α­ντι­σε­φε­ρι­κών αι­σθη­μά­τω­ν”. Ενώ, στο ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο «Ο Κα­ρυω­τά­κης και η γε­νιά του ’30», αμ­φι­σβη­τεί “την κυ­ρίαρ­χη κρι­τι­κή βε­βαιό­τη­τα ό­τι η γε­νιά του ’30 υ­πήρ­ξε ε­χθρι­κή προς την ποίη­ση του Κα­ρυω­τά­κη”. Το εν­δια­φέ­ρον, ό­μως, ε­δώ, δεν έ­γκει­ται τό­σο στα προ­σκο­μι­ζό­με­να τεκ­μή­ρια, ό­σο στην εκ προοι­μίου α­πό­φαν­ση, που ου­σια­στι­κά ε­πα­να­λαμ­βά­νει ε­κεί­νη του προ­η­γού­με­νου κε­φα­λαίου, ό­τι “ο μύ­θος αυ­τός εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρά­γω­γο της ψυ­χο­λο­γι­κής α­νά­γκης για α­να­κού­φι­ση ό­σων αι­σθά­νο­νται βα­ρειά τη σκιά του Σε­φέ­ρη.”

Ακό­μη και τον ε­κτο­πι­σμό του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη α­πό “τον ρό­λο του ως του πρώ­του Έλλη­να μο­ντερ­νι­στή”, ο Βα­γε­νάς τον α­πο­δί­δει στην αί­γλη που α­πο­λάμ­βα­νε ο Σε­φέ­ρης και η ο­ποία ε­νο­χλού­σε τους α­να­θεω­ρη­τές. Αυ­τοί, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, ό­ταν αρ­χί­ζουν να αλ­λά­ζουν τα κρι­τή­ρια α­ξιο­λό­γη­σης και να προ­τάσ­σο­νται στοι­χεία πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας και ε­τε­ρό­τη­τας, διέ­γρα­ψαν τον Πα­πα­τσώ­νη και πρό­βα­λαν τον Κα­ρυω­τά­κη. Όχι, ό­μως, σαν αυ­τα­ξία, αλ­λά ως πλέ­ον κα­τάλ­λη­λο να α­πο­τε­λέ­σει “το α­ντί­πα­λο δέ­ος του Σε­φέ­ρη”. Προς α­πό­δει­ξη αυ­τής της στρε­βλω­τι­κής υ­πο­κα­τά­στα­σης, προ­στέ­θη­καν τα δυο με­λε­τή­μα­τα της ε­παυ­ξη­μέ­νης έκ­δο­σης του βι­βλίου. Το συ­ντο­μό­τε­ρο «Ο Κα­ρυω­τά­κης και ο δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βος», χω­ρίς α­να­φο­ρά πρώ­της δη­μο­σίευ­σης, και το ε­κτε­νές «Ο Τ. Κ. Πα­πα­τσώ­νης και η πρω­το­πο­ρια­κό­τη­τα».

Ο λό­γος του Βα­γε­νά εί­ναι διαυ­γής και αυ­στη­ρά δο­μη­μέ­νος. Πα­ρα­τάσ­σει σει­ρά συλ­λο­γι­σμών, ε­πα­κρι­βώς τεκ­μη­ριω­μέ­νων, με ε­παρ­κώς αι­τιο­λο­γη­μέ­να τα εν­διά­με­σα στά­δια, μη δια­φεύ­γο­ντας ού­τε στιγ­μή α­πό το κοι­νώς α­πο­δε­κτό ως α­λη­θές. Προ­τε­ρή­μα­τα, που τα βρί­σκου­με και στο λό­γο του Αργυ­ρίου. Δια­φέ­ρουν, ω­στό­σο, σε δυο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­τα­γω­γι­κά της παι­δείας τους, τα ο­ποία δια­φο­ρο­ποιούν την πει­στι­κό­τη­τα των λό­γων τους και ως συ­νάρ­τη­ση του α­πο­δέ­κτη. Ο Αργυ­ρίου δί­νει σχε­δόν μα­θη­μα­τι­κή δο­μή στη δια­λε­κτι­κή δια­δι­κα­σία της πο­λιορ­κίας ε­νός θέ­μα­τος, με α­πο­τέ­λε­σμα να ει­σχω­ρεί και σε πιο κρυ­φές πτυ­χές. Γε­γο­νός που μπο­ρεί να ε­κτι­μη­θεί α­πό έ­να πιο ει­δι­κό ε­πί του θέ­μα­τος κοι­νό. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ως κρι­τι­κός, έ­φε­ρε δια βίου ως μειο­νε­ξία την α­που­σία πα­νε­πι­στη­μια­κού ε­πι­πέ­δου φι­λο­λο­γι­κών σπου­δών. Αυ­τό, συ­χνά, τον ο­δη­γεί σε α­πο­λο­γη­τι­κές αυ­το­α­να­φο­ρές, που λει­τουρ­γούν πα­ρελ­κυ­στι­κά, συ­σκο­τί­ζο­ντας τις α­πο­φάν­σεις. Αντί­θε­τα, ο λό­γος του Βα­γε­νά, χαί­ρει την α­πό κα­θέ­δρας ι­σχύ, σε συν­δυα­σμό με την ά­νε­ση της τρι­βής του δα­σκά­λου. Άρα, εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρης εμ­βέ­λειας. Και ε­πει­δή το ύ­φος εί­ναι ο άν­θρω­πος, η ει­ρω­νεία τους δια­φέ­ρει. Του Αργυ­ρίου κρα­τά τη δια­κρι­τι­κή αιχ­μη­ρό­τη­τα του Αλε­ξαν­δρι­νού των πρώ­των δε­κα­ε­τιών του 20ου. Του Βα­γε­νά, δια­τη­ρεί την ευ­θύ­τη­τα του μη πρω­τευου­σιά­νου και λί­γο α­πό το φι­λο­πό­λε­μο του πο­δο­σφαι­ρι­στή, που έρ­χε­ται α­πό την “πο­δο­σφαι­ρο­μά­να Δρά­μα” της δε­κα­ε­τίας του ’50.

Αυ­τά α­πορ­ρέ­ουν α­πό τα κεί­με­να, ό­πως δεί­χνει, λ.χ., η συ­να­νά­γνω­ση δυο βι­βλίων τους: του Αργυ­ρίου για τον Πα­πα­τσώ­νη (το στερ­νό του, έκ­δο­ση Απρ. 2009, θά­να­τος 22 Μαί. 2009) και το πρό­σφα­το του Βα­γε­νά για τον Κα­ρυω­τά­κη. Συ­μπτω­μα­τι­κά, έ­χουν ως κοι­νό ση­μείο, ό­τι εκ­κι­νούν α­πό δια­λέ­ξεις. Μία α­πο­κλει­στι­κή βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση για το δεύ­τε­ρο θα μπο­ρού­σε να ξε­κι­νή­σει, πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον στί­χο του Σι­νό­που­λου: “Εί­μαι έ­νας άν­θρω­πος που έρ­χε­ται συ­νε­χώς α­πό τον Πύρ­γο.” Ο Βα­γε­νάς εί­ναι έ­νας με­λε­τη­τής που έρ­χε­ται συ­νε­χώς α­πό τον Σε­φέ­ρη. Ήδη, στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του, το 1979, “η εκ­φρα­στι­κή τόλ­μη του Σε­φέ­ρη σε ποιή­μα­τα της πρώ­της συλ­λο­γής του” ε­κτι­μά­ται “ρι­ζο­σπα­στι­κό­τε­ρη α­πό ε­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη”, ξε­χω­ρί­ζο­ντας, “α­πό την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή, τον ποιη­τή της γε­νιάς του ’30 α­πό τον ποιη­τή της γε­νιάς του ’20”. Ενώ, το πρό­σφα­το βι­βλίο δεί­χνει ως λό­γος υ­πε­ρα­σπι­στι­κός του Σε­φέ­ρη.  Λ.χ., ι­σχυ­ρί­ζε­ται πως οι ποιη­τές της γε­νιάς του ’30 ό­σες φο­ρές μί­λη­σαν για τον Κα­ρυω­τά­κη ή­ταν “α­πό ε­παι­νε­τι­κοί έως υ­μνη­τι­κοί”, ε­ντο­πί­ζο­ντας στον Σε­φέ­ρη έ­ξι α­να­φο­ρές, “που ό­λες εκ­φρά­ζουν θαυ­μα­σμό”.
Ωστό­σο, ό­πως συμ­βαί­νει σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­πτώ­σεις, το συ­μπέ­ρα­σμα ε­ξαρ­τά­ται α­πό την φρά­ση που ε­πι­λέ­γε­ται. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Σε­φέ­ρης, στην α­λε­ξαν­δρι­νή ο­μι­λία του, 10 Ιουν. 1941, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­ρυω­τά­κη “ποιη­τή με ε­ξαι­ρε­τι­κή ευαι­σθη­σία και με έρ­γο που λο­γα­ριά­ζει ω­σάν σταθ­μός στη λο­γο­τε­χνία μας”. Αλλά, λί­γο πιο κά­τω, προ­σθέ­τει, “ο Κα­ρυω­τά­κης τρα­γού­δη­σε, με τη χο­ρευ­τι­κή φα­ντα­σία του, τους τρα­γι­κούς γύ­ψους της κά­μα­ράς του”, ό­που εί­ναι ευ­διά­κρι­τος έ­νας τό­νος ει­ρω­νείας, που γνέ­φει προς “μία ποίη­ση χω­ρίς ο­ρί­ζο­ντα”, ό­πως ε­κεί­νη που α­πο­δί­δει στους “κα­ρυω­τα­κι­κούς ποιη­τές”. Ύστε­ρα, υ­πάρ­χουν και α­να­φο­ρές του Σε­φέ­ρη στον Κα­ρυω­τά­κη, ι­διω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ό­πως οι ε­πι­στο­λι­κές, αρ­κού­ντως α­πορ­ρι­πτι­κές. Στα­χυο­λο­γού­με τη γνώ­μη του για το ποίη­μα του Κα­ρυω­τά­κη, «Εις Ανδρέ­αν Κάλ­βον», που “δια­βά­ζουν το 1931 ε­πει­δή εί­ναι γραμ­μέ­νο σε μια βα­βυ­λω­νι­κή κα­θα­ρεύου­σα και το βρί­σκουν νό­στι­μο. Η νο­στι­μιά ό­μως εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο ψε­γά­δι στην τέ­χνη”. Αλλά και τη σω­ρευ­τι­κή για ό­λους τους στί­χους του Κα­ρυω­τά­κη, που τους βρί­σκει κα­τώ­τε­ρους α­πό το ποίη­μα «Πε­λε­γρί­νος ή το τρα­γού­δι του δει­λι­νού» του α­φα­νούς σή­με­ρα, Κα­λύ­μνιου ποιη­τή, Γιάν­νη Ζερ­βού. Τε­λι­κά, εί­ναι α­πο­ρίας ά­ξιο, για­τί δεν έ­χουν συ­γκε­ντρω­θεί σε βι­βλίο τα με­λε­τή­μα­τα του Βα­γε­νά για την πα­ρα­μόρ­φω­ση του Σε­φέ­ρη, ό­που ο τίτ­λος θα κρα­τού­σε τη δυ­να­μι­κή του. Ένα πα­ρό­μοιο βι­βλίο λεί­πει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/12/2015.