Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Τσή γκιόστρας το παιγνίδι




Νά­σος Βα­γε­νάς
«Γκιό­στρα
Κεί­με­να κρι­τι­κής δια­μά­χης»
Εκδό­σεις Μι­κρή Άρκτος
Νοέμ­βριος 2012

Ενας ε­πι­τυ­χη­μέ­νος τίτ­λος ως αρ­χή, εί­ναι το ή­μι­συ του πα­ντός. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν πρό­κει­ται για συ­να­γω­γή κει­μέ­νων, που α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται κα­τά κα­νό­να μεμ­ψί­μοι­ρα α­πό κρι­τι­κούς και ε­πι­τρο­πές βρα­βεύ­σεων. Όπως φαί­νε­ται και α­πό τη μορ­φή λήμ­μα­τος που έ­χουν συ­νή­θως οι α­ντί­στοι­χες βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, τους δυ­σχε­ραί­νει ο α­πο­σπα­σμα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας αυ­τών των βι­βλίων, που α­παι­τεί προ­σε­κτι­κό­τε­ρη α­νά­γνω­ση. Ενώ, ο συ­χνός α­πο­κλει­σμός πα­ρό­μοιων βι­βλίων α­πό τα βρα­βεία δο­κι­μίου γί­νε­ται με αι­τιο­λο­γία την α­νυ­παρ­ξία ι­σχυ­ρού θε­μα­τι­κού ι­στού. Ανε­ξάρ­τη­τα τού κα­τά πό­σο αυ­τή ευ­στα­θεί και δεν α­πο­τε­λεί προ­σχη­μα­τι­κή δι­καιο­λο­γία α­πόρ­ρι­ψης. Αυ­τήν την κα­λή αρ­χή ε­ξα­σφά­λι­σε ο Νά­σος Βα­γε­νάς με τον ι­διαί­τε­ρα ε­πι­τυ­χη­μέ­νο τίτ­λο του και­νού­ριου βι­βλίου του. Εί­ναι ι­διαί­τε­ρα ε­πι­τυ­χη­μέ­νος, α­κρι­βώς για­τί α­να­δει­κνύει το ι­σχυ­ρό ε­νο­ποιό στοι­χείο των κει­μέ­νων. Σύμ­φω­να και με τον υ­πό­τιτ­λο, πρό­κει­ται για “κρι­τι­κές δια­μά­χες” με­τα­ξύ δυο, κά­πο­τε και τριών, συγ­γρα­φέων, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε σει­ρά δυο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων δη­μο­σιευ­μά­των. Συ­νο­λι­κά, πα­ρα­κο­λου­θού­με ε­πτά θε­α­μα­τι­κές “γκιό­στρες”, που έ­λα­βαν χώ­ρα ε­ντός της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας, σε πεί­σμα της κρα­τού­σας α­ντί­λη­ψης, που θεω­ρεί ως πλέ­ον α­πο­δο­τι­κή, ά­ρα και εν­δε­δειγ­μέ­νη, συ­μπε­ρι­φο­ρά για πα­νε­πι­στη­μια­κούς αλ­λά και λοι­πούς συγ­γρα­φείς, την α­πο­φυ­γή πα­ρό­μοιων α­ντι­πα­ρα­θέ­σεων. 

Μά­χη του Σαν Ρο­μά­νο

Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τίτ­λος φέ­ρει το πρό­σθε­το πλε­ο­νέ­κτη­μα της πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας του με­τα­φο­ρι­κού λό­γου, που συ­μπλη­ρώ­νε­ται με την ει­κό­να του ε­ξω­φύλ­λου. Κα­τά κα­νό­να, οι συγ­γρα­φείς πα­ρα­με­λούν τη μα­κέ­τα ε­ξω­φύλ­λου, α­φή­νο­ντας τη φρο­ντί­δα της στον εκ­δό­τη. Εδώ, ει­κο­νο­ποιεί, κα­τά μο­να­δι­κό τρό­πο, τον τίτ­λο. Πρό­κει­ται για το με­σαίο τμή­μα α­πό το ζω­γρα­φι­κό τρί­πτυ­χο του Φλω­ρε­ντί­νου Πά­ο­λο Ου­τσέ­λο, «Μά­χη του Σαν Ρο­μά­νο». Το τρί­πτυ­χο α­πα­θα­να­τί­ζει την α­να­μέ­τρη­ση Φλω­ρε­ντί­νων και Σιε­νέ­ζων στη μά­χη του 1432 και το θρίαμ­βο των πρώ­των, που σή­μα­νε την ά­νο­δο της δυ­να­στείας των Με­δί­κων. Το πρώ­το τμή­μα δεί­χνει τον αρ­χη­γό των Φλω­ρε­ντί­νων με το στρά­τευ­μά του να προ­σέρ­χε­ται στην α­να­μέ­τρη­ση, το τρί­το α­πει­κο­νί­ζει τον σύμ­μα­χό του, τον ο­ποίο εί­χε ε­σπευ­σμέ­νως κα­λέ­σει σε βοή­θεια, αλ­λά ε­κεί­νος έ­φτα­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση στο τέ­λος της μά­χης, ε­νώ το με­σαίο ε­στιά­ζει στο γκρέ­μι­σμα α­πό το ά­λο­γο του αρ­χη­γού των Σιε­νέ­ζων, δεί­χνο­ντας μό­νο το μα­κρύ δό­ρυ του νι­κη­τή. Δείγ­μα πρώι­μης α­να­γεν­νη­σια­κής τέ­χνης το τρί­πτυ­χο, χρο­νο­λο­γη­μέ­νο πε­ρί το 1438, δί­νει στη μά­χη το χα­ρα­κτή­ρα α­γω­νί­σμα­τος. Ιδίως το με­σαίο που ε­πι­λέ­γε­ται ως ε­ξώ­φυλ­λο, με τον πε­σμέ­νο ιπ­πέα και σε πρώ­το πλά­νο τα α­κό­ντια, θυ­μί­ζει σκή­νη α­πό ι­σχυ­ρό κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα. 

Απώ­λεια γοή­τρου

Για αιώ­νες, η γκιό­στρα συ­νι­στού­σε έ­ναν ι­διαί­τε­ρο τύ­πο κο­ντα­ρο­μα­χίας. Η σύ­γκρου­ση των δυο έ­φιπ­πων α­ντι­πά­λων α­ντι­στοι­χεί θαυ­μά­σια  στην δια της γρα­φί­δας α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Μα­κράν των χει­ρο­δι­κιών, με τις ο­ποίες εκ­φρά­ζουν κα­μιά φο­ρά τη δυ­σα­ρέ­σκειά τους οι συγ­γρα­φείς α­πέ­να­ντι στους κρι­τι­κούς. Άλλω­στε, η γκιό­στρα στά­θη­κε α­νέ­κα­θεν α­γώ­νι­σμα των ευ­γε­νών. Και πράγ­μα­τι, στις τέσ­σε­ρις “γκιό­στρες” του βι­βλίου, κο­ντα­ρο­χτυ­πιού­νται πα­νε­πι­στη­μια­κοί, η­με­δα­ποί ή και της αλ­λο­δα­πής, που ση­μαί­νει αν­θρώ­ποι α­πό την άρ­χου­σα πνευ­μα­τι­κή τά­ξη.  Αλλά και στις τρεις, που ο πα­νε­πι­στη­μια­κός συγ­γρα­φέ­ας δεν μά­χε­ται α­πό­ψεις και θέ­σεις συ­να­δέλ­φων του, οι α­ντί­πα­λοι δια­θέ­τουν ε­παρ­κείς τίτ­λους ευ­γε­νείας, κυ­ρίως στον ε­πί­μα­χο χώ­ρο της κρι­τι­κής. 
Ένα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εν λό­γω ιπ­πι­κού α­γω­νί­σμα­τος, με βα­ρύ­νου­σα με­τα­φο­ρι­κή ση­μα­σία, εί­ναι ο ε­πι­διω­κό­με­νος στό­χος. Δεν α­πο­σκο­πεί στον τραυ­μα­τι­σμό του α­ντι­πά­λου ού­τε στη θα­νά­τω­σή του, πα­ρά μό­νο στο κρή­μνι­σμά του α­πό το ά­λο­γο, που αλ­λη­γο­ρι­κά θα μπο­ρού­σε να υ­παι­νίσ­σε­ται την α­πώ­λεια του γοή­τρου της αυ­θε­ντίας. Εξ ου το ά­νευ αιχ­μής δό­ρυ, που βρί­σκει το ι­σο­δύ­να­μό του σε μια γρα­φί­δα χω­ρίς ε­μπά­θεια και κα­κο­βου­λία. Μό­νη ε­ξαί­ρε­ση η τε­λευ­ταία “γκιό­στρα”, ό­που ο α­ντί­πα­λος, ερ­χό­με­νος α­πό τη Θεσ­σα­λία και Αφέ­ντης του Ανα­λά­του, δεν φαί­νε­ται να σέ­βε­ται τους ιπ­πο­τι­κούς κα­νό­νες και προ­κα­λεί με αιχ­μές λι­βε­λο­γρα­φίας τον Άρχο­ντα α­πό τη Μα­κε­δο­νία. Γι’ αυ­τό και ε­κεί­νος α­ντε­πι­τί­θε­ται και “ω­σάν τον εί­δεν α­νοι­κτό στής κε­φα­λής τα μέ­ρη,/ και μπή­χνει του ό­λο το σπα­θί εις το λαι­μό α­πο­κά­τω”. 
Οι στί­χοι εί­ναι α­πό τη γκιό­στρα με “α­φέ­ντες και αρ­χο­ντό­που­λα” του «Ερω­τό­κρι­του», ό­πως και το δί­στι­χο, που ε­πι­λέ­γε­ται ως μό­το του βι­βλίου. Σε ε­κεί­νο, ο Βι­τσέ­ντζος Κορ­νά­ρος α­πο­κα­λεί παι­χνί­δι τη γκιό­στρα, που κα­τα­λαμ­βά­νει ο­λό­κλη­ρο το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του πε­ντα­με­ρούς έμ­με­τρου ε­ρω­τι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Απο­τε­λεί και αυ­τή έ­ναν α­πό τους τολ­μη­ρούς α­να­χρο­νι­σμούς του ποιη­τή. Την έ­φε­ραν α­πό τη φρα­γκι­κή Δύ­ση οι Σταυ­ρο­φό­ροι, την υιο­θέ­τη­σαν και την ο­νό­μα­σαν τζιού­στρα οι Ρω­μαίοι της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, την δια­τή­ρη­σαν σαν ε­ορ­τα­στι­κή τε­λε­τουρ­γία οι Κερ­κυ­ραίοι κα­τά τη βε­νε­τι­κή κυ­ριαρ­χία. Η αι­μα­τη­ρή “giostre a outrance” με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε “giostre a plaisance”, με το­νι­σμέ­να τα θε­α­τρι­κά στοι­χεία προς τέρ­ψη ε­νός φι­λο­θεά­μο­νος κοι­νού. 
Αυ­τό, α­κρι­βώς, κα­τορ­θώ­νει και η εκ­δο­χή της “γκιό­στρας” ως α­νά­γνω­σμα, που προ­τεί­νει ο Βα­γε­νάς. Μπο­ρεί στις “γκιό­στρες” της γρα­φί­δας να μην προ­βλέ­πε­ται ως έ­πα­θλο νύ­φη α­πό αρ­χο­ντι­κή γε­νιά ού­τε καν πο­λυ­ποί­κιλ­τος στέ­φα­νος, ω­στό­σο, στον πνευ­μα­τι­κό στί­βο η υ­πε­ρί­σχυ­ση μιας πρό­τα­σης σε έ­να θε­μα­τι­κό πε­δίο α­πο­τε­λεί υ­ψη­λή ε­πι­βρά­βευ­ση. Ανε­ξάρ­τη­τα αν η νί­κη σπα­νίως α­να­γνω­ρί­ζε­ται α­πό τον α­ντί­πα­λο, ό­πως γί­νε­ται στις ιπ­πο­τι­κές α­να­με­τρή­σεις. Εξάλ­λου ου­δέ­πο­τε στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα υ­πήρ­ξε πα­ρά­δο­ση δια­λό­γου. Με άλ­λα λό­για, α­που­σιά­ζει η ι­διαί­τε­ρη α­γω­γή α­λη­θι­νού δια­λό­γου ή, σω­στό­τε­ρα, ο διά­λο­γος εί­ναι τέ­χνη, την ο­ποία α­γνοού­με, ε­νώ, κα­τά τα άλ­λα, φε­ρό­μα­στε πρώ­τοι κλη­ρο­νό­μοι των πλα­τω­νι­κών δια­λό­γων. Έτσι, η α­πο­νο­μή ή ό­χι του κο­τί­νου α­πο­μέ­νει στον α­να­γνώ­στη.

Ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία

Στις “γκιό­στρες” του βι­βλίου, πα­ρό­τι ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία φαί­νε­ται να δια­θέ­τει ό­λες τις πο­λε­μι­κές α­ρε­τές, κα­νέ­να κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα δεν κρί­νε­ται ο­ρι­στι­κά. Ας ό­ψε­ται ο ε­ξο­πλι­σμός των έ­φιπ­πων α­ντι­πά­λων του, που προ­βλέ­πει, ε­κτός α­πό το στο­μω­μέ­νο δό­ρυ, βα­ριά πα­νο­πλία.  Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι οι νι­κη­μέ­νοι φέ­ρουν σαν βα­ριά πα­νο­πλία την πε­ρισ­σή αυ­το­πε­ποί­θη­σή τους, χά­ρις στην ο­ποία, ό­χι μό­νο προ­φυ­λάσ­σο­νται α­πό τραυ­μα­τι­σμούς, αλ­λά και ε­πα­νέρ­χο­νται δρι­μύ­τε­ροι. Ακό­μη και σε μια “γκιό­στρα”, τό­σο πε­ρί­τε­χνή ώ­στε η α­φή­γη­σή της να κα­τα­λαμ­βά­νει σχε­δόν το έ­να τρί­το των σε­λί­δων του βι­βλίου, ε­κεί που ό­λα δεί­χνουν ό­τι ο Άρχο­ντας νι­κά­ει κα­τά κρά­τος, κα­θώς ο α­ντί­πα­λος, που έρ­χε­ται α­πό την Ήπει­ρο και α­φε­ντεύει στην γη­ραιά Αλβιώ­να, εί­ναι έ­τοι­μος να κα­τα­κρη­μνι­σθεί, εμ­φα­νί­ζε­ται δεύ­τε­ρος α­ντί­πα­λος, Αφέ­ντης της Κρή­της αυ­τός, που σπεύ­δει να τον συν­δρά­μει, χω­ρίς κα­λά κα­λά να προ­λά­βει να φο­ρέ­σει την αρ­μα­τω­σιά του. Όπως, δη­λα­δή, συμ­βαί­νει στο τρί­πτυ­χο του Φλω­ρε­ντί­νου ζω­γρά­φου. Μό­νο που ε­δώ, ο ερ­χό­με­νος με κα­θυ­στέ­ρη­ση Άρχο­ντας θεω­ρεί πως η μά­χη δεν έ­χει κρι­θεί και την ξε­κι­νά­ει εκ νέ­ου, σαν έ­να δεύ­τε­ρο γύ­ρο.
Ο α­να­γνώ­στης, ό­λες τις γκιό­στρες, α­πό του «Ερω­τό­κρι­του» μέ­χρι τις ε­πτά του βι­βλίου, τις πα­ρα­κο­λου­θεί μέ­σα α­πό το λό­γο των ποιη­τώ­ν-α­φη­γη­τών. Στην πε­ρί­πτω­ση του βι­βλίου, χρειά­ζε­ται να δεί­ξει ε­μπι­στο­σύ­νη στον α­φη­γη­τή, κα­θώς δη­μο­σιεύο­νται τα κεί­με­να της μιας μό­νο πλευ­ράς. Στην πύ­κνω­ση του α­ντί­πα­λου λό­γου, δο­κι­μά­ζε­ται η δε­ξιό­τη­τα κα­θώς και η ε­ντι­μό­τη­τα του ποιη­τή-α­φη­γη­τή. Ο Βα­γε­νάς α­πο­φεύ­γει την πε­ρι­λη­πτι­κή α­πό­δο­ση, κα­θώς γνω­ρί­ζει ό­τι η ε­πι­λο­γή α­πό τον α­ντί­πα­λο μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης λέ­ξης συ­χνά φω­τί­ζει υ­πεκ­φυ­γές και λαν­θά­νου­σες προ­θέ­σεις. Γι’ αυ­τό πα­ρα­θέ­τει αυ­τού­σια τα κομ­βι­κά και ε­πί­μα­χα α­πο­σπά­σμα­τα, τα ο­ποία γε­φυ­ρώ­νει με συ­νό­ψεις των εν­διά­με­σων πε­ρι­κο­πών. Έλεγ­χος των πρω­τό­τυ­πων κει­μέ­νων στις προ­σι­τές σε ε­μάς πη­γές δεί­χνει ό­τι κα­τορ­θώ­νει να τα με­τα­φέ­ρει χω­ρίς πα­ρα­να­γνώ­σεις και πα­ρα­φρά­σεις. Ενώ, πα­ράλ­λη­λα, δια­τη­ρεί στο α­κέ­ραιο την α­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τα του λό­γου, α­πο­φεύ­γο­ντας τους σχο­λα­στι­κι­σμούς.

Ζη­τού­με­νο οι α­παρ­χές

Μια γκιό­στρα, ό­πως ε­κεί­νη του «Ερω­τό­κρι­του», μπο­ρεί να διορ­γα­νώ­νε­ται για να δια­σκε­δά­σει η κό­ρη του Ρή­γα, α­ντι­θέ­τως μια “κρι­τι­κή δια­μά­χη” αν­τλεί, πρω­τί­στως, το εν­δια­φέ­ρον της, κα­θώς και τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της, έ­κτα­ση και έ­ντα­ση, α­πό το θέ­μα της. Οι ε­πτά “κρι­τι­κές δια­μά­χες” του βι­βλίου ε­πα­νέρ­χο­νται σε βα­σι­κά προ­βλή­μα­τα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τείας, τα ο­ποία ο Βα­γε­νάς πο­λιορ­κεί συ­στη­μα­τι­κά ε­δώ και χρό­νια. Αυ­τές δεν πα­ρα­τάσ­σο­νται σύμ­φω­να με την ι­στο­ρι­κή ε­παλ­λη­λία, ε­κτός α­πό τις δυο πρώ­τες, που πα­ρα­κο­λου­θούν τη ροή των αρ­χι­κών κε­φα­λαίων της Ιστο­ρίας της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας. 
      Σε κεί­με­νο προ­γε­νέ­στε­ρου βι­βλίου του, ο Βα­γε­νάς πα­ρα­τη­ρεί, ό­τι το σπου­δαιό­τε­ρο ι­στο­ριο­γρα­φι­κό πρό­βλη­μα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας εί­ναι ο κα­θο­ρι­σμός των α­παρ­χών της. Εκεί συ­νο­ψί­ζει τις ε­ναρ­κτή­ριες χρο­νο­λο­γίες, που υιο­θε­τούν οι Ιστο­ρίες, για να ε­πι­κε­ντρω­θεί σε έ­να Συ­νέ­δριο του 1991, που εί­χε αυ­τό το θέ­μα ως κύ­ριο ζη­τού­με­νο. Το γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτό συ­μπέ­ρα­σμα ε­κεί­νου του Συ­νε­δρίου ή­ταν ό­τι, για να ε­κλη­φθεί έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο ως ση­μείο εκ­κί­νη­σης, δεν αρ­κεί το κρι­τή­ριο της γλώσ­σας, αλ­λά α­παι­τού­νται πρό­σθε­τα στοι­χεία, που να δεί­χνουν πως ο συγ­γρα­φέ­ας του διέ­θε­τε ελ­λη­νι­κή συ­νεί­δη­ση. Για έ­να α­πό αυ­τά τα στοι­χεία εί­χε κά­νει α­πό νω­ρίς λό­γο ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς. Αφο­ρά τη σχέ­ση κά­θε ε­πο­χής με τους Έλλη­νες των αρ­χαίων χρό­νων. Στη μέ­ση και ύ­στε­ρη βυ­ζα­ντι­νή πε­ρίο­δο, πα­ρά τη γλωσ­σι­κή συγ­γέ­νεια, δεν τους θεω­ρού­σαν προ­γό­νους τους, σε α­ντί­θε­ση με τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους Γραι­κούς. Σε αυ­τό το θέ­μα ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται η πρώ­τη “γκιό­στρα”, σε δυο γύ­ρους, με α­ντί­πα­λο πα­νε­πι­στη­μια­κό, που α­φε­ντεύει στη Γερ­μα­νία και ο ο­ποίος ξε­κι­νά­ει την ε­πί­θε­ση. 
Εκμε­ταλ­λευό­με­νος ο προ­κλη­θείς κε­νά στην ε­νη­μέ­ρω­ση του α­ντι­πά­λου, αλ­λά και συ­γκε­κρι­μέ­νες πα­ρα­να­γνώ­σεις του, τις ο­ποίες λε­πτο­με­ρώς α­να­λύει, βρί­σκει την ευ­και­ρία να κά­νει πο­λύ­πλευ­ρη ε­πι­σκό­πη­ση του θέ­μα­τος. Τα δυο συ­νε­χό­με­να κεί­με­να θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν το πρώ­το κε­φά­λαιο σε μια Ιστο­ρία Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας, η ο­ποία, μά­λι­στα, θα α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στο αί­τη­μα των ι­στο­ριο­γρά­φων για μια δια­φο­ρε­τι­κή Ιστο­ρία νε­ο­τε­ρι­κής μορ­φής. Ού­τε ε­νιαία α­φή­γη­ση, ού­τε συλ­λο­γι­κή λημ­μα­το­γρά­φη­ση, αλ­λά υ­βρι­δι­κής μορ­φής, με τις α­ρε­τές αμ­φο­τέ­ρων και πρό­σθε­το α­τού την α­να­γνω­σι­μό­τη­τα, χά­ρις στο νεύ­ρο, μάλ­λον τον οί­στρο, που δια­θέ­τει μια “γκιό­στρα”. Μέ­νου­με με την α­πο­ρία, κα­τά πό­σο ο Βα­γε­νάς συ­νει­δη­το­ποιεί αυ­τήν την πλευ­ρά του εν προό­δω δη­μο­σιευ­μέ­νου έρ­γου του. Όπως και να έ­χει, αυ­τός ο πρώ­τος α­ντιρ­ρη­τι­κός λό­γος συμ­βάλ­λει στην α­νά­δει­ξη της πα­λαιό­τε­ρης πρό­τα­σής του για έ­ναν πρώ­το ποιη­τή, που να εί­ναι και ελ­λη­νό­γλωσ­σος και με ελ­λη­νι­κή συ­νεί­δη­ση και ο ο­ποίος α­να­ζη­τεί­ται στη μα­κρά χρο­νι­κή πε­ρίο­δο α­πό τον 11ο αι. μέ­χρι και τα μέ­σα του 17ου. 

Ξαρ­μά­τω­τος Αφέ­ντης

Η δεύ­τε­ρη “γκιό­στρα”, η θε­α­μα­τι­κό­τε­ρη, ε­κτυ­λίσ­σε­ται σε τρεις γύ­ρους και με δυο α­ντι­πά­λους. Τα τρία συ­νε­χό­με­να κεί­με­να του βι­βλίου θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν έ­να δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο της Ιστο­ρίας Βα­γε­νά, που θα α­φο­ρού­σε την πε­ζο­γρα­φία της πρώ­της πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας του νε­ο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους, 1830-1880, εκ­κι­νώ­ντας α­πό τα Επτά­νη­σα. Θέ­μα ι­διαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρον, που πα­ρα­μέ­νει α­νοι­χτό προς πε­ραι­τέ­ρω διε­ρεύ­νη­ση, κα­θώς η πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή, πρω­τό­τυ­πη και με­τα­φρα­σμέ­νη, στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ε­ξα­κο­λου­θεί να λαν­θά­νει σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά. Γνω­ρί­ζου­με μό­νο ό­σα διέ­σω­σαν οι αι­σθη­τι­κές προ­τι­μή­σεις των συγ­χρό­νων των συγ­γρα­φέων ή έ­στω, ε­κεί­νες των δυο τριών ε­πό­με­νων γε­νιών. Με­μο­νω­μέ­να ευ­ρή­μα­τα, ω­στό­σο, δεί­χνουν το αυ­το­νό­η­το, δη­λα­δή το πό­σο αυ­τές οι α­ξιο­λο­γή­σεις α­πέ­χουν α­πό τις ση­με­ρι­νές. Γι’ αυ­τό και εί­ναι με­γά­λη η α­πο­ρία του φι­λο­θεά­μο­νος κοι­νού, ό­ταν αιφ­νι­δια­στι­κά ει­σβάλ­λει στον τρί­το γύ­ρο, ό­πως ή­δη α­να­φέ­ρα­με, ο Αφέ­ντης της Κρή­της και ρί­χνει το γά­ντι. 
Με τον αέ­ρα του πα­λαί­μα­χου, α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται την αι­τία των δια­ξι­φι­σμών, που ή­ταν η πο­σό­τη­τα ε­κεί­νης της πρώ­της σο­δειάς μυ­θο­πλα­στι­κών πε­ζών, και ο­ρί­ζει ως ζη­τού­με­νο την ποιό­τη­τα των έρ­γων. Στη συ­νέ­χεια, προ­κα­λεί με το ρη­το­ρι­κό ε­ρώ­τη­μα: «Την αι­σθη­τι­κή ή τη στα­τι­στι­κή θα ε­πι­λέ­ξου­με;» Ξέ­θαρ­ρος δεν δι­στά­ζει να α­πο­κα­λύ­ψει πως ήρ­θε ξαρ­μά­τω­τος: «Δη­λώ­νω α­πό την αρ­χή ό­τι, έ­ξω α­πό δύο-τρεις ε­ξαι­ρέ­σεις, τα βι­βλία αυ­τά δεν έ­χουν πε­ρά­σει α­πό τα χέ­ριά μου» Αυ­τός έ­νας πε­πει­ρα­μέ­νος σε πα­ρό­μοια ζη­τή­μα­τα, πώς μπο­ρεί να πα­ρα­βλέ­πει ό­τι η στα­τι­στι­κή δεν ι­σχύει για τα έρ­γα της τέ­χνης και κυ­ρίως, ό­τι η αι­σθη­τι­κή εί­ναι στε­νή συ­νάρ­τη­ση του χρό­νου, αλ­λά και ό­τι αυ­τή έρ­χε­ται πά­ντα ως ύ­στε­ρο στοι­χείο.

Πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες

Μέ­νουν πέ­ντε “γκιό­στρες”. Σε ι­στο­ρι­κή ε­παλ­λη­λία, τρί­τη το­πο­θε­τεί­ται ε­κεί­νη γύ­ρω α­πό τον Κάλ­βο και έ­πο­νται οι “κρι­τι­κές δια­μά­χες” για τον Κα­ρυω­τά­κη και τον Σε­φέ­ρη. Τα κεί­με­να του Βα­γε­νά ε­πι­μέ­νουν στα κοι­νώς πα­ρα­δε­δεγ­μέ­να, σε μια προ­σπά­θεια να ξε­κα­θα­ρι­στεί το το­πίο α­πό πα­ρα­να­γνώ­σεις και αίο­λες ερ­μη­νείες. Ιδιαί­τε­ρα στην πε­ρί­πτω­ση του Σε­φέ­ρη, ό­που τί­θε­ται προς συ­ζή­τη­ση α­πό τον α­ντί­πα­λο α­κό­μη και η συγ­γρα­φι­κή του ε­ντι­μό­τη­τα. Ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, κα­τη­γο­ρεί­ται για λο­γο­κλο­πή α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη και μά­λι­στα, α­πό κρι­τι­κό ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας, που κα­τέ­χει ά­ρι­στα τα της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας. Αλλά ο Σε­φέ­ρης βρί­σκε­ται στις πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες και της “γκιό­στρας” πε­ρί τον Κα­ρυω­τά­κη. Ακό­μη και ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία, με ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη την προ­σο­χή του στους α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρους για την ά­μυ­νά του δια­ξι­φι­σμούς, ε­ξα­να­γκά­ζε­ται να “α­πα­ριθ­μή­σει τα ψε­γά­δια, που εί­χε πα­λαιό­τε­ρα ε­πι­ση­μά­νει στο έρ­γο του Σε­φέ­ρη”. Κι ό­μως, α­πό τό­τε που τα α­νέ­λυ­σε έ­χουν πα­ρέλ­θει τρεις και πλέ­ον δε­κα­ε­τίες. Ένας “σε­φε­ρο­λά­τρης” α­να­γνώ­στης, ό­πως ε­μείς κα­λή ώ­ρα, που δεν έ­χου­με πρό­βλη­μα να το α­πο­δε­χτού­με, θα πρό­τει­νε ε­πα­νε­ξέ­τα­ση, ι­δίως ε­κεί­νης της προ ει­κο­σα­ε­τίας με­λέ­της για τις αι­τίες α­πο­τυ­χίας του πρώ­του σε­φε­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.  Έχει, άλ­λω­στε, ως α­βά­ντα την ε­λα­στι­κό­τη­τα που προ­σφέ­ρουν  τα με­τα­νεω­τε­ρι­κά κρι­τή­ρια. 
Στις πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες της ί­διας “γκιό­στρας” βρί­σκε­ται και ο Γιώρ­γος Κα­τσί­μπα­λης. Μέ­χρι και ο Άρχο­ντας, συμ­με­ρι­ζό­με­νος α­πό­ψεις νεό­τε­ρων, του κα­τα­φέρ­νει ξι­φι­σμό. Πό­σο, ό­μως, κα­λά γνω­ρί­ζου­με το τι πρό­σφε­ρε στην γε­νιά του ’30, ό­ταν το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της συ­χνά σο­φής στή­ρι­ξής του φαί­νε­ται ό­τι διο­χε­τεύ­τη­κε στις κου­βέ­ντες του με τους κύ­ριους εκ­προ­σώ­πους της; Ποιος α­να­ζή­τη­σε τα λι­γο­στά γρα­πτά του; Ακό­μη μέ­χρι πρό­σφα­τα δεν εί­χε ταυ­το­ποιη­θεί ως δι­κό του το ψευ­δώ­νυ­μο Βου­γάς. Με τα ση­με­ρι­νά ι­σχύο­ντα μέ­σα και σταθ­μά προ­βο­λής και χρη­σι­μο­θη­ρίας, μάλ­λον α­δυ­να­τού­με να συλ­λά­βου­με μια φυ­σιο­γνω­μία ό­πως ε­κεί­νη του Κο­λοσ­σού του Μα­ρου­σιού. Του­λά­χι­στον, λοι­πόν, ας υ­πάρ­χει το πε­ρι­θώ­ριο της αμ­φι­βο­λίας.

Ο Κα­ρα­μα­νί­της

Αφή­σα­με για το τέ­λος δυο “γκιό­στρες”, στις ο­ποίες ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία θα έ­πρε­πε, κα­τά τη γνώ­μη μας, να μην ε­μπλα­κεί. Δεν α­πο­δέ­χε­σαι κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα με α­ντι­πά­λους που δεν τη­ρούν τους κα­νό­νες ιπ­πο­σύ­νης. Ο έ­νας δεν σέ­βε­ται ού­τε τον πλέ­ον στοι­χειώ­δη, που ο­ρί­ζει ό­τι δεν ε­πι­τί­θε­σαι σε κά­ποιον α­ναί­τια, ε­πει­δή, λ.χ., δεν σου α­ρέ­σει το πα­ρου­σια­στι­κό του. Κα­τ’ α­να­λο­γία, πο­τέ έ­νας κρι­τι­κός δεν α­πο­φαί­νε­ται για βι­βλίο, που δεν έ­χει δια­βά­σει, ε­πει­δή δεν ε­γκρί­νει την η­θι­κή στά­ση του συγ­γρα­φέα του. Ανα­φε­ρό­μα­στε στην “γκιό­στρα”, που γί­νε­ται για το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη, «Αμί­λη­τα, βα­θιά νε­ρά», το ο­ποίο α­πε­ρί­σκε­πτος Αφέ­ντης χα­ρα­κτή­ρι­σε “χυ­δαίο βιο­γρα­φι­σμό”. Το “χυ­δαίος” σε α­ντι­δια­στο­λή προς το σκέ­το βιο­γρα­φι­σμό, ο ο­ποίος, ό­πως α­να­πτύσ­σει, μπο­ρεί να δι­καιο­λο­γη­θεί, λ.χ., στην πε­ρί­πτω­ση που ο συγ­γρα­φέ­ας κά­νει “λο­γο­τε­χνι­κή συ­μπύ­κνω­ση ε­νός α­να­γνω­ρί­σι­μου προ­σώ­που” προς ε­πί­τευ­ξη συ­γκε­κρι­μέ­νου στό­χου. Εδώ, φέρ­νει ως πα­ρά­δειγ­μα τον Τσίρ­κα, που εί­χε ως μέ­λη­μα την πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή. Αλλά και η Γα­λα­νά­κη λο­γο­τε­χνι­κή συ­μπύ­κνω­ση κά­νει υ­παρ­κτών προ­σώ­πων, προς α­νά­δει­ξη του δί­πτυ­χου πά­θος-πέν­θος, ό­πως το βίω­νε το ε­ρω­τευ­μέ­νο ζεύ­γος πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών. Πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι ού­τε Γα­λα­νά­κη ού­τε και Τσίρ­κα έ­χει δια­βά­σει ο Αφέ­ντης, ει­δάλ­λως θα μπο­ρού­σε να προ­σά­ψει την ί­δια κα­τη­γο­ρία και στον δεύ­τε­ρο, ό­χι μό­νο για το Ανθρω­πά­κι της Τρι­λο­γίας αλ­λά κυ­ρίως για τον ή­ρωα της «Χα­μέ­νης Άνοι­ξης», που α­κούει στο πα­ρω­νύ­μιο Κα­κο­μοί­ρας. 
Στην ε­να­πο­μέ­νου­σα γκιό­στρα, δεν τί­θε­ται καν θέ­μα κα­νό­νων, α­φού ο α­ντί­πα­λος δεν α­νή­κει στις τά­ξεις της ιπ­πο­σύ­νης. Αφε­ντεύει στο Νέο Κό­σμο και πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο­πα­δός του δόγ­μα­τος του με­τα­μο­ντέρ­νου σχε­τι­κι­σμού. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, α­πο­τε­λεί ε­πί­βου­λο εχ­θρό, ό­πως ο Κα­ρα­μα­νί­της του «Ερω­τό­κρι­του», μό­νο που αυ­τός δεν εί­ναι εχ­θρός του έ­θνους αλ­λά της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Μια “γκιό­στρα” μα­ζί του μπο­ρεί να έ­χει κα­κό τέ­λος, κα­θώς γκρε­μι­σμέ­νος α­πό το ά­λο­γο θα α­να­φω­νεί: «The giostre is in fact a meta­physical concept». Πού ση­μαί­νει ό­τι μπο­ρεί να κεί­τε­ται κα­τά γης ή και να μην κεί­τε­ται. 
Κα­τά τα άλ­λα, ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία δεν θα πρέ­πει να έ­χει αυ­τα­πά­τες. “Τσή γκιό­στρας το παι­γνί­δι” δεν ε­σκό­λα­σε. Και τους ο­κτώ α­ντι­πά­λους του, ι­διαί­τε­ρα αυ­τόν τον Κα­ρα­μα­νί­τη του Νέ­ου Κό­σμου, θα τους ξα­να­συ­να­ντή­σει στα ί­δια ή και πα­ρά­πλευ­ρα πε­δία. Αλλά έ­κα­στος ε­φ’ ω ε­τάχ­θη. Δι­κή του υ­πο­χρέω­ση εί­ναι να ε­λέγ­χει λά­θη πραγ­μα­το­λο­γι­κά και ερ­μη­νευ­τι­κά, να ε­πι­ση­μαί­νει πα­ρα­λεί­ψεις, να δια­λύει βε­βαιό­τη­τες και μύ­θους.   
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/4/2013.