Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Μ. Ανα­γνω­στά­κης, Ενε­νή­ντα πα­ρά Δέ­κα

8 Μαρ­τίου, η η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας. Για ε­κεί­νες, η­μέ­ρα γιορ­τής. Για ε­κεί­νους, ε­πέ­τειος ε­ορ­τα­στι­κή ή η­μέ­ρα ήτ­τας; Με­γά­λο ή μι­κρό κα­κό να έ­χεις γυ­ναί­κα χει­ρα­φε­τη­μέ­νη στο κε­φά­λι σου; Κα­λός ή κα­κός οιω­νός να γεν­νη­θείς την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας; Θα γί­νεις με­γά­λος ε­ρα­στής ή πι­στός σύ­ζυ­γος; Με­τέω­ρα ε­ρω­τή­μα­τα για ό­σους ρέ­πουν προς την α­στρο­λο­γία και προσ­δί­δουν με­τα­φυ­σι­κές δια­στά­σεις σε α­ριθ­μη­τι­κές και άλ­λες συ­μπτώ­σεις. Απαι­σιό­δο­ξα α­πα­ντούν οι στί­χοι του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, που η γέν­νη­σή του, για μιας η­μέ­ρας κα­θυ­στέ­ρη­ση, δεν συ­νέ­πε­σε με την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας: “Για τους ε­ρω­τευ­μέ­νους που πα­ντρεύ­τη­καν. / Για τη μά­χη που κερ­δή­θη­κε. / Για ό­λα ό­σα τέ­λειω­σαν χω­ρίς ελ­πί­δα πια.” Κι ό­μως, ο ί­διος υ­πήρ­ξε έ­νας ε­ρω­τευ­μέ­νος που πα­ντρεύ­τη­κε και τί­πο­τα δεν τε­λείω­σε. Πα­ρά με­ρι­κούς μή­νες θα προ­λά­βαι­νε τη χρυ­σή ε­πέ­τειο του γά­μου του. Την ε­παύ­ριον της ση­με­ρι­νής, 105ης η­μέ­ρας της Γυ­ναί­κας, θα γιόρ­τα­ζε τα ε­νε­νη­κο­στά γε­νέ­θλιά του, γεν­νη­θείς την 9η Μαρ­τίου 1925. Απε­βίω­σε δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, στις 23 Ιου­νίου 2005, έ­χο­ντας συ­μπλη­ρώ­σει κο­ντά μι­σό αιώ­να έγ­γα­μου βίου. Ρο­μα­ντι­κός ή συ­ντη­ρη­τι­κός; Ίσως και τα δυο, με τον ι­διαί­τε­ρο τρό­πο, που ο­ρι­σμέ­νοι Αρι­στε­ροί πα­λαιάς κο­πής κα­τά­φερ­ναν να τα συν­δυά­ζουν.
Για τους ε­ρω­τευ­μέ­νους που πα­ντρεύ­τη­καν και ξα­να­ε­ρω­τεύ­τη­καν. Για ό­λα του έ­ρω­τα που πο­τέ δεν τε­λειώ­νουν. Θα του α­πα­ντού­σε ο φί­λος του, ποιη­τής, Νά­σος Βα­γε­νάς, ε­κεί­νος γεν­νη­μέ­νος την η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας, 8 Μαρ­τίου 1945, και ε­σα­εί ε­ρω­τευ­μέ­νος με τη Γυ­ναί­κα. Αλλά σερ­φά­ρο­ντας στην ι­στο­σε­λί­δα της BiblioNet, που ε­νίο­τε σφάλ­λει, αλ­λά ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­κο­πα δη­μο­σιεύ­σεις σε α­κα­τα­τό­πι­στους, α­να­κα­λύ­πτεις κι άλ­λους ε­ορ­τά­ζο­ντες σή­με­ρα τα γε­νέ­θλιά τους. Και για να πα­ρα­μεί­νου­με στον “Όμι­λο Φί­λων Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη”, σή­με­ρα έ­χει γε­νέ­θλια ο Αλέ­ξης Πο­λί­της – γεν­νη­μέ­νος ί­δια μέ­ρα, ί­διο χρό­νο με τον Βα­γε­νά, για την ώ­ρα, που εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη στο υ­πο­λο­γι­σμό του ω­ρο­σκό­που, δυ­στυ­χώς, η BiblioNet δεν πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρίες. Κι αυ­τός, ει­κά­ζου­με, με τον ί­διο στί­χο θα α­πα­ντού­σε, αν ή­ταν ποιη­τής. Αλλά εί­ναι θεω­ρη­τι­κός και ό­λα, πλην του έ­ρω­τα, “τα ρο­μα­ντι­κά χρό­νια”, “τις χα­μη­λές φω­νές ποιη­τώ­ν”, τα α­ντι­με­τω­πί­ζει α­πο­κα­θαρ­μέ­να ρο­μα­ντι­σμού. Ακό­μη και “την ποιη­τι­κή συ­νά­ντη­ση Κα­βά­φη-Ανα­γνω­στά­κη”, στα ο­ρει­νά Ρού­στι­κα Ρε­θύ­μνου, πα­τρι­κό τό­πο του ποιη­τή, ως πα­νε­πι­στη­μια­κός θα πρέ­πει ά­ψο­γα να την συ­ντό­νι­σε, αλ­λά στην ει­δυλ­λια­κή α­τμό­σφαι­ρα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος χώ­ρου, ει­κά­ζου­με πως δεν θα πρέ­πει να ε­νέ­δω­σε. 
Υπάρ­χουν, ό­μως, και θεω­ρη­τι­κοί, φύ­σει παι­γνιώ­δεις σε ό­λες τις εκ­φάν­σεις του βίου. Αυ­τή ή­ταν η πε­ρί­πτω­ση ε­νός άλ­λου νε­ο­ελ­λη­νι­στή φι­λό­λο­γου, του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, γεν­νη­μέ­νου την με­θε­πο­μέ­νη της η­μέ­ρας της Γυ­ναί­κας. Την ερ­χό­με­νη Τε­τάρ­τη θα γιόρ­τα­ζε τα 86α γε­νέ­θλιά του. Ήταν τέσ­σε­ρα χρό­νια νεό­τε­ρος του Ανα­γνω­στά­κη, γεν­νη­θείς στις 11 Μαρ­τίου 1929. Απε­βίω­σε δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­κεί­νον, αλ­λά τον ί­διο μή­να, στις 11 Ιου­νίου 1995.
Χά­ρις στην η­μέ­ρα της Γυ­ναί­κας, μνη­μο­νεύου­με τέσ­σε­ρις ε­πι­φα­νείς των Γραμ­μά­των, εκ των ο­ποίων οι δυο έ­δω­σαν, οι άλ­λοι δυο ε­ξα­κο­λου­θούν, ακ­μαίοι πά­ντο­τε, να δί­νουν μέ­ρος της πνευ­μα­τι­κής τους ευ­ρω­στίας –με­γα­λύ­τε­ρο ή μι­κρό­τε­ρο, θέ­μα τα­μπε­ρα­μέ­ντου– στη Γυ­ναί­κα. Εκεί­νο, ό­μως, που εν­δια­φέ­ρει έ­να πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό, δεν εί­ναι προ­φα­νώς οι ε­πι­δό­σεις τους στο ε­ρω­τι­κό ά­θλη­μα, αλ­λά η θέ­ση τους στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, κα­θώς πρό­κει­ται για μία τε­τρά­δα προ­σώ­πων με ε­πιρ­ροή και πέ­ραν των βιο­λο­γι­κών ο­ρίων. Για­τί, αν ο λό­γος του ζώ­ντος α­σκεί ε­ξου­σία, του τε­θνεώ­τος α­πο­λαύει ι­σχύ θέ­σφα­του. Αν, βε­βαίως, υ­πάρ­χει κύ­κλος Απο­στό­λων, ή­τοι φί­λων και μα­θη­τών. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη τε­τρά­δα, δυο ποιη­τές δυο με­λε­τη­τές, τον δια­θέ­τει. Ανή­κουν σε δυο δια­φο­ρε­τι­κές γε­νιές, την πρώ­τη και τη γε­νιά του ’70, α­νά­με­σα στις ο­ποίες, υ­περ­πη­δώ­ντας την πιο χα­μη­λό­φω­νη και κά­πως συ­μπλεγ­μα­τι­κή δεύ­τε­ρη, α­να­πτύ­χθη­κε α­πό νω­ρίς γό­νι­μο δί­κτυο ε­πα­φών.
Τέσ­σε­ρα πρό­σω­πα ση­μαί­νει έ­ξι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Εδώ, δια­κρί­νου­με τέσ­σε­ρις φι­λι­κές σχέ­σεις, μία φι­λο­λο­γι­κής α­ντι­πα­λό­τη­τας και μια λαν­θά­νου­σα. Ως φι­λι­κές τεκ­μαί­ρο­νται, α­πό λο­γο­τε­χνι­κές πα­ρου­σιά­σεις και α­φιε­ρω­μα­τι­κές δη­μο­σιεύ­σεις, οι σχέ­σεις των δύο πρε­σβύ­τε­ρων με τους δύο νεό­τε­ρους, ό­που οι σχέ­σεις Ανα­γνω­στά­κη-Βα­γε­νά και Σαβ­βί­δη-Πο­λί­τη στά­θη­καν στε­νό­τε­ρες. Εμφα­νούς α­ντι­πα­λό­τη­τας εί­ναι η σχέ­ση των δυο νεό­τε­ρων. Αμφό­τε­ροι νε­ο­ελ­λη­νι­στές φι­λό­λο­γοι έ­χουν διαρ­κούς χα­ρα­κτή­ρα κρι­τι­κές δια­μά­χες, ό­που “τση γκιό­στρας το παι­χνί­δι” λαμ­βά­νει κά­θε φο­ρά χώ­ρα σε α­νοι­χτή α­ρέ­να, του­τέ­στιν με ε­κτε­νή δη­μο­σιεύ­μα­τα και δη, σε συ­νέ­χειες. Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν οι κρι­τι­κές που ο Σαβ­βί­δης γρά­φει ή δεν γρά­φει για τους δυο ποιη­τές. Ού­τε ο Ανα­γνω­στά­κης ού­τε ο Βα­γε­νάς α­νή­κουν στους με­τρη­μέ­νους ποιη­τές της πρώ­της και της γε­νιάς του ’70, α­ντι­στοί­χως, που α­γα­πά. Για τον ποιη­τή Ανα­γνω­στά­κη, δεν υ­πάρ­χει κρι­τι­κή. Αν δεν σφάλ­λου­με, κα­θώς τα βι­βλιο­γρα­φι­κά στοι­χεία εί­ναι ελ­λι­πή. Η Βι­βλιο­γρα­φία Ανα­γνω­στά­κη κα­ταρ­τί­ζε­ται, του Σαβ­βί­δη έ­μει­νε στο Σχε­δία­σμα του Δε­κεμ­βρίου 1994.
Λαν­θά­νου­σα μέ­νει η σχέ­ση των δυο τε­θνεώ­των. Τα ό­ποια τεκ­μή­ρια χά­νο­νται με την α­να­χώ­ρη­ση προ­σώ­πων ε­νός στε­νού κύ­κλου. Ποιοι θυ­μού­νται πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις α­πό την προ­δι­κτα­το­ρι­κή Θεσ­σα­λο­νί­κη ή την Αθή­να της δε­κα­ε­τίας του ’80; Δυο πο­λύ κο­ντι­νοί άν­θρω­ποι του Ανα­γνω­στά­κη α­πε­βίω­σαν μέ­σα στη δε­κα­ε­τία α­πό τον θά­να­τό του. Πρώ­τος έ­φυ­γε ο φί­λος του α­πό το 1951, ι­σό­βιος κρι­τι­κός του έρ­γου του α­πό το πρώ­το του βι­βλίο, Αλέξ. Αργυ­ρίου. Τέσ­σε­ρα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του ποιη­τή, α­πο­χώ­ρη­σε τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά τον θά­να­το ε­κεί­νου. Με­τά άλ­λα τέσ­σε­ρα χρό­νια α­πε­βίω­σε η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη. Η άλ­λο­τε πο­τέ α­πό­φοι­τος της νο­μι­κής, Αθη­ναία Νό­ρα Βαρ­βέ­ρη, που ε­γκα­τέ­λει­ψε ε­πάγ­γελ­μα, τό­πο, ό­νο­μα  για να α­κο­λου­θή­σει τον ά­ντρα της ζωής της, έ­φυ­γε στις 31 Δε­κεμ­βρίου 2013. Ημε­ρο­μη­νία, που έ­χει χροιά πα­ραί­τη­σης.
Για τη συ­νά­ντη­ση Ανα­γνω­στά­κη - Σαβ­βί­δη στον Τύ­πο, μέ­νει έ­να βι­βλίο και η κρι­τι­κή του πα­ρου­σία­ση. Εί­ναι «Η χα­μη­λή φω­νή», που εκ­δό­θη­κε Δε­κέμ­βριο 1990. Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται ή­δη α­πό το ε­ξώ­φυλ­λο, πρό­κει­ται για “μία προ­σω­πι­κή αν­θο­λο­γία του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη”, με προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πό­τιτ­λο, “Τα λυ­ρι­κά μιας πε­ρα­σμέ­νης ε­πο­χής στους πα­λιούς ρυθ­μούς”. Λι­γό­τε­ρο α­πό μή­να αρ­γό­τε­ρα, δη­μο­σιεύ­τη­κε η κρι­τι­κή του Σαβ­βί­δη, που δια­φο­ρο­ποιεί­ται της γε­νι­κό­τε­ρης τό­τε θερ­μής υ­πο­δο­χής. Όχι τό­σο λό­γω των δια­φω­νιών που δια­τυ­πώ­νει, ό­σο χά­ρις στις πλα­γίως ει­ρω­νι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, που α­πο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των κρι­τι­κών του προ­σεγ­γί­σεων.
Οι ευ­θείες βο­λές α­φο­ρούν κυ­ρίως τον προ­λο­γι­στή, Αλέξ. Αργυ­ρίου, πα­ρό­λο που η συμ­βο­λή του στην έκ­δο­ση πα­ρου­σιά­ζε­ται πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Το ό­νο­μά του δεν α­να­γρά­φε­ται στη σε­λί­δα τίτ­λου του βι­βλίου και ο τίτ­λος του προ­λό­γου του εί­ναι μι­νι­μα­λι­στι­κός, «Ένα σχό­λιο (Ίσως ό­χι ε­ντε­λώς πε­ριτ­τό...)». Ο Σαβ­βί­δης βρί­σκει “χα­λα­ρό” τον πρό­λο­γο, κρί­νο­ντας πως ο Αργυ­ρίου μα­ταιο­πο­νεί προ­σπα­θώ­ντας να δια­κρί­νει μεί­ζο­νες και ε­λάσ­σο­νες ποιη­τές. Ως έμ­με­σα υ­πό­λο­γο α­ντι­με­τω­πί­ζει τον Ανα­γνω­στά­κη, που δεν α­νέ­πτυ­ξε ο ί­διος το σκε­πτι­κό της αν­θο­λό­γη­σης, αλ­λά και για­τί δεν ε­ξέ­δω­σε την προ­σω­πο­πα­γή αυ­θε­ντι­κή μορ­φή της αν­θο­λο­γίας του, που συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε κα­θα­ρο­λό­γους της πρώ­της α­θη­ναϊκής σχο­λής, μεί­ζο­νες και νε­ο­τε­ρι­κούς με τα χα­μη­λό­φω­να ποιή­μα­τά τους. Αντ’ αυ­τών, προ­σαρ­μο­ζό­με­νος σε αλ­λό­τρια κρι­τή­ρια, αν­θο­λό­γη­σε “ε­λάσ­σο­νες”, ό­πως Λα­πα­θιώ­τη και Πορ­φύ­ρα, που λέ­γε­ται ό­τι δεν του ά­ρε­σαν. Κα­τά την προ­σφι­λή του συ­νή­θεια, ο Σαβ­βί­δης συ­νο­ψί­ζει την αν­θο­λο­γία με α­ριθ­μη­τι­κά στοι­χεία: 160 ποιή­μα­τα, 30 άν­δρες-2 γυ­ναί­κες, μέ­σος ό­ρος 5 ποιή­μα­τα α­νά συγ­γρα­φέα, 6 αν­θο­λο­γού­νται με έ­να ποίη­μα, 9 με πε­ρισ­σό­τε­ρα των 5, 12 ο Μελαχρινός, 15 ο Καρυ­ωτάκης, 17 ο Άγρας. Ενώ, ση­μειώ­νει στην χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη την “αι­νιγ­μα­τι­κή” πρό­τα­ξη του Γρυ­πά­ρη, α­μέ­σως με­τά τον Μα­βί­λη.  
Αυ­τές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις πρό­σφε­ραν την α­φορ­μή στον Ανθο­λό­γο για μία α­πά­ντη­ση. Να ε­πι­ση­μά­νει τα λά­θη της συ­νο­πτι­κής πα­ρου­σία­σης: 149 ποιή­μα­τα, μι­κρό­τε­ρος μέ­σος ό­ρος, με 10 ποιή­μα­τα αν­θο­λο­γεί­ται ο Με­λα­χρι­νός, ή α­κό­μη, ό­τι, στην πα­ρά­θε­ση, υ­πάρ­χουν κι άλ­λες πα­ρεκ­κλί­σεις α­πό την η­λι­κια­κή σει­ρά. Και με την ευ­και­ρία, να λύ­σει α­πο­ρίες, σκια­γρα­φώ­ντας το ποιη­τι­κό του σύ­μπαν α­πό τις α­παρ­χές της δη­μιουρ­γίας του μέ­χρι τις σα­τι­ρι­κές εκ­βλα­στή­σεις του τέ­λους. Το πώς εί­χε αρ­χί­σει την αν­θο­λο­γία α­πό τα μα­θη­τι­κά του χρό­νια α­ντι­γρά­φο­ντας τα ποιή­μα­τα με το χέ­ρι, τη με­γά­λη συ­μπά­θεια που εί­χε στη ρί­μα και την πα­ρα­δο­σια­κή στι­χουρ­γία, το για­τί να προ­η­γεί­ται ο Γρυ­πά­ρης ή να πρω­τεύει σε “κα­λά ποιή­μα­τα” ο Άγρας. Απά­ντη­ση εκ μέ­ρους του Ανα­γνω­στά­κη ή δη­μό­σια σχό­λια δεν υ­πήρ­ξαν.
Γρά­φο­ντας προ ε­βδο­μά­δων για τα “ποιη­τι­κά” του Τέλ­λου Άγρα, α­να­φέ­ρα­με πως την τε­λευ­ταία αν­θο­λο­γία “χα­μη­λής φω­νής” την έ­κα­νε έ­νας τε­λευ­ταίος ρο­μα­ντι­κός. Εκεί, υ­παι­νισ­σό­μα­στε τον Ανα­γνω­στά­κη. Χα­ρα­κτη­ρί­ζεις, ό­μως, τον Ανα­γνω­στά­κη ρο­μα­ντι­κό; Για­τί ό­χι; Ήταν φύ­ση ε­σω­στρε­φής. Ήταν α­παι­σιό­δο­ξος. Έκα­νε ου­το­πι­κές ε­πι­λο­γές. Τα ποιή­μα­τά του δια­πνέ­ο­νται α­πό ευαι­σθη­σία, συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό, νο­σταλ­γία. “Πολ­λά εί­ναι κουρ­δι­σμέ­να στον πα­ρα­δο­σια­κό τρό­πο γρα­φής.” Αν ο χαρακτηρισμός ρομαντικός ξενίζει στην περίπτωσή του, είναι  για­τί δεί­χνει να έρ­χε­ται σε α­ντί­θε­ση με το εν­νοιο­λο­γι­κά κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό α­ρι­στε­ρός. Αλλά, σή­με­ρα, το α­ρι­στε­ρός κα­τέ­λη­ξε ε­τι­κέ­τα-ο­μπρέ­λα για τους πλέ­ον διι­στά­με­νους χα­ρα­κτή­ρες και ε­τε­ρό­κλι­τες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Εκεί­νος α­νή­κε σε μια προ και­ρού α­φα­νι­σθεί­σα δρά­κα α­πό ρο­μα­ντι­κούς ε­πα­να­στά­τες.
Στην Ε­ΠΟΝ, στο Κόμ­μα, έ­γκλει­στος στις φυ­λα­κές Επτα­πυρ­γίου υ­πό την α­πει­λή ε­κτέ­λε­σης της θα­να­τι­κής ποι­νής. Με­τά, στη σύ­ντο­μη προ­δι­κτα­το­ρι­κή “ά­νοι­ξη”, έ­νας α­πό τους στυ­λο­βά­τες στα πο­λι­τι­στι­κά της Αρι­στε­ράς. Αργό­τε­ρα, ό­ταν η α­πο­γοή­τευ­ση αρ­χί­ζει να πυ­κνώ­νει, κά­νει την εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­τη ου­το­πι­κή ε­πι­λο­γή, αυ­τήν της σιω­πής. Δεν α­ντέ­χε­ται, ό­μως, η σιω­πή α­πό έ­να τό­σο γό­νι­μο ποιη­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο. Τό­τε, α­νοί­γει λα­γού­μι στη σά­τι­ρα, με τον Μα­νού­σο Φάσ­ση, που “συ­νέ­χι­σε ως το τέ­λος της ζωής του να λι­μνά­ζει στα τελ­μα­τώ­δη νε­ρά της ο­μοιο­κα­τα­λη­ξίας”. Μέ­χρι που ε­ντο­πί­ζουν το λα­γού­μι του κα­ρα­δο­κού­ντες φι­λό­λο­γοι και το φλο­μώ­νουν με δο­ξα­στι­κά αέ­ρια. Εκεί­νος το ε­γκα­τα­λεί­πει. Σιω­πά και ο Μα­νού­σος Φάσ­σης. Τό­τε εί­ναι που θυ­μά­ται την παι­διό­θεν φι­λα­να­γνω­σία του. Εκδί­δει την χα­μη­λό­φω­νη αν­θο­λο­γία με κα­μιά τρια­ντα­ριά ποιη­τές, στή­νει τη σει­ρά πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης με προ­πέ­τα­σμα τους μεί­ζο­νες, να α­νοί­γουν το δρό­μο στους άλ­λους που “κα­νείς δεν τους ή­ξε­ρε”. Βρή­καν οι νε­ο­ελ­λη­νι­στές να αρ­μέ­γουν. Μέ­χρι που “πα­ρα­δί­νε­ται” ο­λο­σχε­ρώς στην κοι­νω­νι­κό­τη­τα της συ­ντρό­φου του, πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος σε βρα­δι­νές μα­ζώ­ξεις, στις ο­ποίες ό­λο και λι­γο­στεύουν τα πρό­σώ­πα συγ­γε­νούς τα­μπε­ρα­μέ­ντου. Εκεί­νος συ­νε­χί­ζει να υ­πο­μει­διά αι­νιγ­μα­τι­κά. Ίσως, και εν­θυ­μού­με­νος τους Λαυ­ρέ­ντιους, που εί­χε την τύ­χη να συ­να­πα­ντή­σει στο ζό­ρι­κο βίο του.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/3/2015.

Πε­ρί ψευ­δω­νυ­μίας


 Ενα ψευ­δώ­νυ­μο α­νέ­κα­θεν ά­φη­νε να δια­φα­νεί μέ­ρος της προ­σω­πι­κό­τη­τας ε­κεί­νου που το εί­χε υιο­θε­τή­σει, το βα­θύ­τε­ρο εί­ναι του αλ­λά και η ε­πο­χή του. Πα­λαιό­τε­ρα, στο χώ­ρο του βι­βλίου, πε­ρισ­σό­τε­ρο στα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, η ψευ­δω­νυ­μία α­πο­τε­λού­σε προ­σφι­λή συ­νή­θεια. Πριν έ­ναν αιώ­να, ο Ξε­νό­που­λος την εί­χε α­να­γά­γει σε α­πα­ραί­τη­τη προϋπό­θε­ση για τη συμ­με­το­χή των συν­δρο­μη­τών στην κί­νη­ση του πε­ριο­δι­κού του, τη γνω­στή «Διά­πλα­ση των παί­δων». Με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά η χρή­ση ψευ­δω­νύ­μου υ­πο­χώ­ρη­σε, σχε­δόν ε­ξα­φα­νί­στη­κε στον έ­ντυ­πο λό­γο. Στα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, σπά­νια ε­ντο­πί­ζε­ται ψευ­δώ­νυ­μος συ­νερ­γά­της. Βε­βαίως, κυ­ριαρ­χεί στον δια­δι­κτυα­κό χώ­ρο, αλ­λά ε­κεί η σκο­πι­μό­τη­τά της και συ­να­κό­λου­θα, η χρή­ση της εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κής φύ­σης. Η α­πό­κρυ­ψη της ταυ­τό­τη­τας δεν εκ­φρά­ζει παι­γνιώ­δη διά­θε­ση, ού­τε α­να­γκαιό­τη­τα οι­κο­γε­νεια­κή ή ε­παγ­γελ­μα­τι­κή. Εξα­κο­λου­θεί, πά­ντως, το εί­δος του ψευ­δω­νύ­μου που ε­πι­λέ­γε­ται να α­πο­τε­λεί, πέ­ραν ό­λων των άλ­λων, και κα­θρέ­φτη των και­ρών. 
Για πα­ρά­δειγ­μα, στο πρό­σφα­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Φρέ­αρ» (Ιαν. 2015), το βρα­βείο σε δια­γω­νι­σμό “μι­κρο­διη­γή­μα­τος”, που έ­θε­τε ως ό­ριο τις 150 λέ­ξεις και τη λέ­ξη “φρέ­α­ρ” να βρί­σκε­ται εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο κεί­με­νο, δό­θη­κε στον φέ­ρο­ντα το ψευ­δώ­νυ­μο Π. Ένι­γουεϊ. Τι μπο­ρεί να δη­λώ­νει έ­να πα­ρό­μοιο ψευ­δώ­νυ­μο; Μή­πως κά­ποιον με στραμ­μέ­νους τους ο­φθαλ­μούς προς τον αγ­γλό­φω­νο κό­σμο ή έ­ναν φα­να­τι­κό της ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας; “Πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα θα εί­ταν μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή με­λέ­τη πά­νω στα λο­γο­τε­χνι­κά μας ψευ­δώ­νυ­μα”,  α­πο­φαι­νό­ταν ο Στρά­της Μυ­ρι­βή­λης, με α­φορ­μή ε­κεί­να πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, γεν­νιέ­ται η πρό­σθε­τη α­πο­ρία για το πώς μπο­ρεί να λει­τούρ­γη­σε το ψευ­δώ­νυ­μο στην τρι­με­λή κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή (Δ. Νόλ­λας, Μ. Κου­γιουτ­ζή, Γ. Πα­λα­βός). Επη­ρέ­α­σε τους κρι­τές ή το προ­σπέ­ρα­σαν ως α­διά­φο­ρο, ε­στιά­ζο­ντας στο συ­γκε­κρι­μέ­νο “μι­κρο­διή­γη­μα”, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Φρέ­αρ» και έ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­νεκ­δο­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα; Δεί­χνει, πά­ντως, κομ­μέ­νο και ραμ­μέ­νο στα γού­στα των με­λών της, ό­που το μο­να­δι­κό βι­βλίο του νεό­τε­ρου έ­χει τίτ­λο «Το α­στείο». Με μό­λις 32 λέ­ξεις, δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν διή­γη­μα, ού­τε καν “μι­κρο­διή­γη­μα”. Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­να πο­νη­ρό κλεί­σι­μο του μα­τιού, με κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Πι­θα­νώς, η διά­κρι­ση του διη­γή­μα­τος του κυ­ρίου Ένι­γουεϊ να α­πο­τε­λεί α­ντί­δρα­ση στο γι­γα­ντω­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα και γι’ αυ­τό να εκ­φρά­ζει έ­να ε­πί­λε­κτο τμή­μα της ση­με­ρι­νής λο­γο­τε­χνι­κής κοι­νό­τη­τας. Όλα αυ­τά, αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι η ψευ­δω­νυ­μία δεν εί­χε διαρ­ρεύ­σει προ της βρά­βευ­σης, κα­θώς, τε­λι­κά, ου­δέν κρυ­πτόν υ­πό τον ή­λιον του Δια­δι­κτύου.
Εναν αιώ­να πί­σω, οι έ­φη­βοι, που α­πάρ­τι­σαν τη “γε­νιά του ’20”, ε­πέ­λε­γαν ελ­λη­νο­πρε­πή ψευ­δώ­νυ­μα για να τα υ­πο­βάλ­λουν στο κρι­τή­ριο του Ξε­νό­που­λου και έ­τσι να γί­νουν α­πο­δε­κτοί ως δια­πλα­σό­που­λα. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, θυ­μί­ζου­με τα ψευ­δώ­νυ­μα ο­ρι­σμέ­νων ποιη­τών α­πό τους πρω­το­κλα­σά­τους της λε­γό­με­νης και “γε­νιάς του Κα­ρυω­τά­κη”. Πλην του Κα­ρυω­τά­κη, που ξε­κί­νη­σε ως δια­πλα­σό­που­λο, με το ό­νο­μά του. Ενώ, ό­ταν το ψευ­δώ­νυ­μο τέ­θη­κε ως προϋπό­θε­ση συμ­με­το­χής, εί­χε ή­δη στρα­φεί σε άλ­λα “παι­δι­κά πε­ριο­δι­κά”. Ως “Αι­θή­ρ” κα­τα­γρά­φη­κε ο Λα­πα­θιώ­της, ως “Κο­ριν­θια­κόν κύ­μα” ο Ιωάν­νης Οι­κο­νο­μό­που­λος, που με­τέ­πει­τα προ­τί­μη­σε το Ρώ­μος Φι­λύ­ρας, ως “Νι­κη­τής της Αύ­ριο­ν” ο Μή­τσος Πα­πα­νι­κο­λά­ου. Όπως θυ­μί­ζει η Έλλη Φι­λο­κύ­πρου στο βι­βλίο της, που έ­χει ως θέ­μα την εν λό­γω γε­νιά, ή­ταν “μια ο­μά­δα ποιη­τών που συ­νέ­θε­σαν ποιή­μα­τα α­παι­σιο­δο­ξίας και ήτ­τας σε μια ε­πο­χή ε­θνι­κής έ­ξαρ­σης και νι­κη­φό­ρων Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μω­ν”. Θα μπο­ρού­σα­με να προ­σθέ­σου­με πως τα ψευ­δώ­νυ­μά τους προ­μή­νυαν τον ρο­μα­ντι­σμό που διέ­κρι­νε τη με­τέ­πει­τα στά­ση τους. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί το Τέλ­λος Άγρας του Ευαγ­γέ­λου Γ. Ιωάν­νου, το ο­ποίο, α­ντί για διά­θε­ση φυ­γής, δια­πνέε­ται α­πό ε­θνι­κή υ­πε­ρη­φά­νεια. Σύμ­φω­να με τη δια­τύ­πω­ση, που βρί­σκου­με στα λήμ­μα­τα πα­λαιό­τε­ρων ε­γκυ­κλο­παι­δειών, “το Τέλ­λος Άγρας εί­ναι το φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του ποιη­τού Ευαγ­γέ­λου Γ. Ιωάν­νου”. Μό­νο που δεν υ­πάρ­χει κα­μία λο­γο­τε­χνι­κή εμ­φά­νι­ση του Ευαγ­γέ­λου Γ. Ιωάν­νου. Αυ­τός υ­πήρ­ξε μό­νο δη­μό­σιος υ­πάλ­λη­λος. Εξαρ­χής, ο άν­θρω­πος των γραμ­μά­των, ποιη­τής και κρι­τι­κός, εμ­φα­νί­στη­κε με το ό­νο­μα ε­νός Μα­κε­δο­νο­μά­χου. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, με το ψευ­δώ­νυ­μο ε­νός Μα­κε­δο­νο­μά­χου. Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για δά­νειο ψευ­δώ­νυ­μο.
Αν ο Ευάγ­γε­λος Γ. Ιωάν­νου πή­ρε υ­πο­χρεω­τι­κά ψευ­δώ­νυ­μο για να δη­μο­σιεύει στη «Διά­πλα­ση των παί­δων» και να συμ­με­τέ­χει στους δια­γω­νι­σμούς της, ο Σα­ρά­ντος Αγα­πη­νός, κα­θό­σον αν­θυ­πο­λο­χα­γός, α­πό­φοι­τος της Σχο­λής Ευελ­πί­δων, χρειά­στη­κε ψευ­δώ­νυ­μο για να πε­ρά­σει στην ο­θω­μα­νο­κρα­τού­με­νη Μα­κε­δο­νία. Το Τέλ­λος ή­ταν υ­πο­κο­ρι­στι­κό του ο­νό­μα­τός του, Σα­ρά­ντος ή και Σα­ρα­ντέ­λος, γι’ αυ­τό α­πα­ντά­ται και με έ­να λάμ­δα. Ως δευ­τε­ρό­το­κος γιος εί­χε πά­ρει το ό­νο­μα του εκ μη­τρός πάπ­που, του Λά­κω­να Σα­ρά­ντου Μαλ­τσι­νιώ­τη. Ο πα­τέ­ρας του, ε­φέ­της στο Ναύ­πλιο, το 1880, που γεν­νή­θη­κε ο δεύ­τε­ρος γιος του, φρό­ντι­σε να τον γρά­ψει στα Μη­τρώα Αρρέ­νων της δι­κής του γε­νέ­τει­ρας, τους Γαρ­γα­λιά­νους. Εκεί, δή­λω­σε και τους τρεις γιους του για να συ­νε­χι­στεί το έν­δο­ξο γέ­νος των Αγα­πη­νών. Μέ­λη της Φι­λι­κής Εται­ρείας ή­ταν ο πα­τέ­ρας και ο α­δελ­φός του πα­τέ­ρα του, ο­πλαρ­χη­γοί στον Αγώ­να του 1821, Δη­μο­γέ­ρο­ντες. Οι πα­τρι­κές φι­λο­δο­ξίες ε­πα­λη­θεύ­τη­καν. Ο δευ­τε­ρό­το­κος γιος του κα­τόρ­θω­σε να γρα­φεί στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, αλ­λά ως Τέλ­λος Άγρας.
Άγρας, ό­πως η Αγρο­τέ­ρα Άρτε­μις, κα­θώς παι­διό­θεν ο­νει­ρευό­ταν να βγει προς ά­γραν των Τούρ­κων, για να εκ­δι­κη­θεί το κυ­νή­γι α­πό τους Τούρ­κους των Ελλή­νων α­ξιω­μα­τι­κών στον Πό­λε­μο του 1897. Αυ­τήν την ντρο­πή ε­πε­δίω­καν τό­τε να ξε­πλύ­νουν οι νε­α­ροί Ευέλ­πι­δες. Ο Αγα­πη­νός δεν ή­θε­λε τη θέ­ση στη Φρου­ρά της Αθή­νας, που, ως α­ρι­στού­χος της Σχο­λής, ε­δι­καιού­το. Ζη­τού­σε α­πό τον τό­τε Διά­δο­χο Κων­στα­ντί­νο με­τά­θε­ση στη με­θο­ρια­κή γραμ­μή. Ανθυ­πο­λο­χα­γός, α­πό­φοι­τος της Σχο­λής Εύελ­πι­δων, αλ­λά του 1891, ή­ταν και ο Παύ­λος Με­λάς. Δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Αγα­πη­νού, ε­κεί­νος συμ­με­τεί­χε το 1897 και στις πο­λε­μι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις του λε­γό­με­νου “α­τυ­χούς Πο­λέ­μου”. Οι δυο κα­πε­τά­νιοι, ο Μί­κης Ζέ­ζας, ό­πως ή­ταν το ψευ­δώ­νυ­μο του Με­λά, και ο Τέλ­λος Άγρας, έ­πε­σαν θύ­μα­τα δό­λου Βούλ­γα­ρων κο­μι­τατ­ζή­δων. Στον Μα­κε­δο­νι­κό Αγώ­να συ­νέ­βα­λαν πρω­τί­στως μα­χό­με­νοι. Στην έκ­βα­ση, ό­μως, του Αγώ­να, βά­ρυ­νε ο μύ­θος, που  καλ­λιερ­γή­θη­κε γύ­ρω α­πό αυ­τούς και τον θά­να­τό τους. Από μια ση­με­ρι­νή, πραγ­μα­τί­στι­κη ά­πο­ψη, και οι δυο δια­πνέ­ο­νταν α­πό πα­τριω­τι­κό ρο­μα­ντι­σμό. Το ί­διο και ο, κα­τά 19 χρό­νια νεό­τε­ρος του Κα­πε­τάν Άγρα, ποιη­τής Τέλ­λος Άγρας.   
Κά­ποιοι, σε δια­φο­ρε­τι­κές ε­πο­χές, εί­χαν α­πο­ρή­σει με την ε­πι­λο­γή του ψευ­δώ­νυ­μου. Ένας α­πό αυ­τούς, ο Νά­σος Δετ­ζώρτ­ζης, δώ­δε­κα χρό­νια μι­κρό­τε­ρος του Άγρα, που τον διά­βα­ζε α­πό το δη­μο­τι­κό στη «Διά­πλα­ση των παί­δων». Δε­κα­ε­τίες αρ­γό­τε­ρα, α­φού γνω­ρί­στη­καν και έ­γι­ναν φί­λοι, σε κεί­με­νό του, δη­μο­σιευ­μέ­νο πο­λύ με­τά τον θά­να­το του Άγρα, α­πο­ρεί: “Τι ά­βυσ­σους μπο­ρεί να έ­κρυ­βε α­πό τό­τε...τι ει­ρω­νεία η ε­κλο­γή ε­νός τέ­τοιου ψευ­δω­νύ­μου α­πό έ­να παι­δί έ­ντε­κα χρό­νων, που ή­ταν να γί­νει ο ή­συ­χος συ­νε­σταλ­μέ­νος άν­θρω­πος...”  Ενώ, ο Μυ­ρι­βή­λης, νε­κρο­λο­γώ­ντας τον, α­να­ρω­τιέ­ται, “Για­τί τά­χα πή­ρε αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο”, κα­θώς τον συ­γκρί­νει, “α­σθε­νι­κό και δει­λό”, με “τον λε­βέ­ντη και ά­φο­βο Μα­κε­δο­νο­μά­χο Κα­πε­τά­νιο”. Και συ­νε­χί­ζει τα ρη­το­ρι­κά του ε­ρω­τή­μα­τα: “Ο ποιη­τής Ιωάν­νου α­πό τι ψυ­χόρ­μη­το τά­χα σπρωγ­μέ­νος πή­ρε τό­νο­μα του ή­ρωα Τέλ­λου Άγρα; Ήταν η λαχτάρα του για την αντρίκεια λεβεντιά  που τού­λει­πε και την πο­θού­σε, ή α­πλώς τό­νε τρά­βη­ξε η μου­σι­κή των ή­χων και του το­νι­σμού που πε­ριέ­χε­ται στις τέσ­σε­ρις συλ­λα­βές;”
Λη­σμο­νεί ο Μυ­ρι­βή­λης, πως ο ί­διος, εν­νέα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Άγρα, τον Σε­πτέμ­βριο του 1912, μα­ζί με άλ­λους Λέ­σβιους φοι­τη­τές, ζη­τού­σε α­πό τον Βε­νι­ζέ­λο να στρα­τευ­θεί, κα­θώς εί­χε αρ­χί­σει η ε­πι­στρά­τευ­ση για την προέ­λα­ση στο μα­κε­δο­νι­κό χώ­ρο, που σή­μα­νε το ξε­κί­νη­μα του πρώ­του Βαλ­κα­νι­κού πο­λέ­μου. Εκεί­νο το φθι­νό­πω­ρο, ο Ιωάν­νου έ­φθα­νε στην Αθή­να για να γρα­φεί στο Γυ­μνά­σιο και να αρ­χί­σει να δη­μο­σιεύει ως Τέλ­λος Άγρας στη «Διά­πλα­ση των Παί­δων», δί­νο­ντας τις μά­χες των δια­γω­νι­σμών της. Εί­χε α­πό την προ­η­γού­με­νη χρο­νιά ε­γκε­κρι­μέ­νο το ψευ­δώ­νυ­μό του, που ό­λα δεί­χνουν, πως το εί­χε ε­πι­λέ­ξει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Τό­τε, συμ­με­τεί­χε στους δια­γω­νι­σμούς και έ­τε­ρου πε­ριο­δι­κού που ε­ξέ­δι­δε το Γαλ­λι­κό Λύ­κειο Αθη­νών, το «Παι­δι­κός Αστήρ». Μά­λι­στα, στον δεύ­τε­ρο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος του πε­ριο­δι­κού, ά­νοι­ξη του 1912, ε­παι­νού­νται τα διη­γή­μα­τα Άγρα και Κα­ρυω­τά­κη. Μα­χό­ταν με σθέ­νος, αν κρί­νου­με α­πό τα πα­ρά­πο­νά του, ό­ταν παίρ­νει έ­να δεύ­τε­ρο βρα­βείο σε δια­γω­νι­σμό της «Διά­πλα­σης των Παί­δων». Ού­τε α­σθε­νι­κός ού­τε δει­λός, αλ­λά έ­να “enfant sublime”, σύμ­φω­να με τον Ξε­νό­που­λο, που, ευ­θύς εξ αρ­χής, τον ξε­χώ­ρι­σε.
Και οι δύο, πά­ντως, κα­θώς και άλ­λοι που εκ­φρά­ζουν πα­ρό­μοιες α­πο­ρίες, εμ­μέ­νουν στην η­λι­κία του Ευάγ­γε­λου Ιωάν­νου, ό­ταν ε­πέ­λε­ξε το εν λό­γω ψευ­δώ­νυ­μο, πα­ρα­κά­μπτο­ντας  τον χρό­νο, που έ­γι­νε αυ­τό και την α­τμό­σφαι­ρα που τό­τε ε­πι­κρα­τού­σε. Από το 1907, ο Ιωάν­νου ή­ταν συν­δρο­μη­τής του πε­ριο­δι­κού με το ό­νο­μά του. Δε­κέμ­βριο 1910, που ο Ξε­νό­που­λος ε­πι­σή­μως έ­φτια­ξε Στή­λη Συ­νερ­γα­σίας Συν­δρο­μη­τών, και μά­λι­στα, με τον αυ­στη­ρό κα­νο­νι­σμό, οι συν­δρο­μη­τές να πά­ρουν ψευ­δώ­νυ­μα, έ­σπευ­σε α­πό τους πρώ­τους να υ­πο­βά­λει το δι­κό του προς έ­γκρι­ση. Μή­πως, ό­μως, το εί­χε ε­πι­λέ­ξει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα; Στις 7 Ιου­νίου 1907, οι Βούλ­γα­ροι α­παγ­χο­νί­ζουν τον Κα­πε­τάν Άγρα και τον σύ­ντρο­φό του Αντώ­νη Μίγ­γα. Στις 9 Ιου­νίου, πα­ρα­μο­νή της Πε­ντη­κο­στής, Ψυ­χο­σάβ­βα­το, τους βρί­σκουν οι συ­μπο­λε­μι­στές τους και γί­νε­ται η τα­φή τους. Την ε­πο­μέ­νη φθά­νει η εί­δη­ση στο Υπουρ­γείο με τη­λε­γρά­φη­μα του Γε­νι­κού Προ­ξέ­νου της Ελλά­δος στη Θεσ­σα­λο­νί­κη Λά­μπρου Κο­ρο­μη­λά. Στις 14 Ιου­νίου, έ­χουν την εί­δη­ση πρω­το­σέ­λι­δο οι ελ­λη­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Στο «Μα­κε­δο­νι­κό Ημε­ρο­λό­γιο» του 1908, ο Μα­κε­δο­νο­μά­χος και συ­μπο­λε­μι­στής του Κα­πε­τάν Άγρα, Κων. Μα­ζα­ρά­κης-Αινιάν δη­μο­σιεύει νε­κρο­λο­γία.
Στις 23 Ιου­νίου 1907, “τον νέο μάρ­τυ­ρα θρή­νη­σε, τον Τέλ­λο τον Αγα­πη­νό”, και ο Σου­ρής α­πό τις στή­λες του «Ρω­μηού». Οχτώ χρό­νων, δη­λα­δή α­κρι­βώς το 1907, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ο Ιωάν­νου, πως έ­γρα­ψε το πρώ­το ποίη­μά του, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τα σα­τι­ρι­κά του Σου­ρή, κα­θώς ο πα­τέ­ρας του, σχο­λάρ­χης τό­τε στο Λαύ­ριο, πα­ρα­κο­λου­θού­σε τον «Ρω­μηό». Αλλά στην οι­κία του σχο­λάρ­χη έ­φθα­ναν α­κό­μη η «Εστία» του Δρο­σί­νη αλ­λά και “η προ­στά­τις των λαϊκών τά­ξεω­ν” «Εσπε­ρι­νή» του Πέ­τρου Γιάν­να­ρου, με τα δρα­μα­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα σε συ­νέ­χειες. Εκεί, διά­βα­σε ο Ιωάν­νου, παι­δί του δη­μο­τι­κού, το μυ­θι­στό­ρη­μα «Ο Κα­τσα­ντώ­νης της Μα­κε­δο­νίας» και έ­γρα­ψε το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα. Μή­πως, λοι­πόν, το 1907, ό­ταν γρά­φε­ται συν­δρο­μη­τής με το ό­νο­μά του, σε κα­τά­στα­ση οι­στρη­λα­σίας α­πό ό­σα δια­βά­ζει και α­κούει να συ­ζη­τούν οι με­γά­λοι, α­πο­φα­σί­ζει το ψευ­δώ­νυ­μό του;   
Η ψευ­δώ­νυ­μη συ­νω­νυ­μία Μα­κε­δο­νο­μά­χου και ποιη­τή έ­χει προ­κα­λέ­σει αρ­κε­τή σύγ­χυ­ση. Όταν, για πα­ρά­δειγ­μα, στα ο­δω­νυ­μι­κά, βρί­σκεις ο­δό Τέλ­λου Άγρα, πρέ­πει να κά­νεις βόλ­τα στη γει­το­νιά για να δια­πι­στώ­σεις κα­τά πό­σο οι πα­ρά­πλευ­ροι δρό­μοι φέ­ρουν ο­νό­μα­τα στρα­τιω­τι­κών ή ποιη­τών. Λ.χ., στην Αγία Πα­ρα­σκευή, η ο­δός Τέλ­λου Άγρα τέ­μνει την Παύ­λου Με­λά και την Στρα­τάρ­χου Πα­πά­γου. Άρα, ε­κεί τί­μη­σαν τον Μα­κε­δο­νο­μά­χο. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, η “γε­νιά του Κα­ρυω­τά­κη”, με ε­ξαί­ρε­ση το ζεύ­γος Κα­ρυω­τά­κη-Πο­λυ­δού­ρη, δεν ήλ­κυ­σε δη­μο­τι­κές αρ­χές και λοι­πούς υ­πεύ­θυ­νους για τις ο­νο­μα­σίες δρό­μων και δρο­μί­σκων της πε­ριο­χής πρω­τευού­σης. Στις ε­γκυ­κλο­παί­δειες πα­ρα­τη­ρεί­ται ευ­τα­ξία, προ­η­γεί­ται το λήμ­μα του Μα­κε­δο­νο­μά­χου, έ­πε­ται του ποιη­τή. Ως προς την έ­κτα­ση, τα κρι­τή­ρια εί­ναι τα ι­δε­ο­λο­γι­κά της κά­θε ε­πο­χής. Συν τω χρό­νω, μι­κραί­νει το λήμ­μα του Μα­κε­δο­νο­μά­χου, φτά­νο­ντας σή­με­ρα να εί­ναι μό­λις το έ­να τέ­ταρ­το ε­κεί­νου του ποιη­τή. Ανα­με­νό­με­νο. Μό­νη πα­ρα­φω­νία α­πο­τε­λεί η ι­στο­σε­λί­δα της BiblioNet του Ε­ΚΕ­ΒΙ, ό­που το λήμ­μα για τον Τέλ­λο Άγρα ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με τη φω­το­γρα­φία του Κα­πε­τάν Άγρα. Που ση­μαί­νει ό­τι οι υ­πεύ­θυ­νοι, αλ­λά και ό­σοι τη συμ­βου­λεύο­νται, α­γνοούν αμ­φο­τέ­ρους, του­λά­χι­στον φυ­σιο­γνω­μι­κά. Τι άλ­λο να  υ­πο­θέ­σου­με; Μόνο προχειρότητα;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 1/3/2015