Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Γραμματοκιβώτιο

Το κεί­με­νό μας της προ­πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρια­κής («Για­τί σιω­πώ...») φαί­νε­ται πως προ­κά­λε­σε αρ­κε­τές και ποι­κί­λες α­ντι­δρά­σεις, αν κρί­νου­με α­πό τις ε­πι­στο­λές και τα η­λε­κ­τρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα που λά­βα­με. Ωστό­σο, δεν θα εν­δώ­σου­με στον πει­ρα­σμό να α­πα­ντή­σου­με, με ε­ξαί­ρε­ση μια πε­ρί­πτω­ση, ό­που έ­γι­νε α­δι­καιο­λό­γη­τη πα­ρα­νά­γνω­ση του κει­μέ­νου. Ο κα­θη­γη­τής κ. Νά­σος Βα­γε­νάς, σε ε­πι­στο­λή του, μας προ­σά­πτει ό­τι τον πα­ρου­σιά­ζου­με ως συγ­γρα­φέα του δη­μο­σιεύ­μα­τος στη ΝΕ­Α Ε­ΣΤΙΑ (Βά­γιος Λα­γε­νάς «Το σκλη­ρό πε­πρω­μέ­νο της “ευ­γε­νι­κής δέ­σποι­νας ποίη­σης” Φι­λη­σίας Στά­θη, το με­τα­μο­ντέρ­νο έ­τος 2009», τχ. 1826, Οκτώ­βριος 2009, σελ. 605-636), το ο­ποίο στά­θη­κε αι­τία του δι­κού μας ε­κτε­νούς σχο­λια­σμού στην Ε­ΠΟ­ΧΗ.
Διευ­κρι­νί­ζου­με ό­τι σε κα­νέ­να ση­μείο του κει­μέ­νου - πράγ­μα που εύ­κο­λα ε­λέγ­χε­ται - ο κ. Ν. Βα­γε­νάς δεν α­να­φέ­ρε­ται - ού­τε καν ως υ­παι­νιγ­μός - ως συγ­γρα­φέ­ας του εν λό­γω δη­μο­σιεύ­μα­τος στη ΝΕ­Α Ε­ΣΤΙΑ. Μέ­νου­με με την α­πο­ρία, τι μπο­ρεί να τον ώ­θη­σε σε έ­να πα­ρό­μοιο συ­μπέ­ρα­σμα. Απο­φεύ­γου­με τη δη­μο­σίευ­ση της ε­πι­στο­λής του, ό­χι λό­γω των δυ­σά­ρε­στων α­να­φο­ρών στο ά­το­μό μας, αλ­λά για­τί α­πο­κα­λύ­πτει στοι­χεία για τον συγ­γρα­φέα του δη­μο­σιεύ­μα­τος στη ΝΕ­Α Ε­ΣΤΙΑ, για τα ο­ποία δεν γνω­ρί­ζου­με εάν ε­πι­θυ­μεί την δη­μο­σιο­ποίη­σή τους. Όσο για την έλ­λει­ψη χιού­μο­ρ, την ο­ποία μας κα­τα­λο­γί­ζει, με­τά την ε­πι­στο­λή του μας γεν­νιέ­ται το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο ο ί­διος δια­θέ­τει στοι­χειώ­δη αί­σθη­ση χιού­μορ. Επί­σης, το να α­ντι­κρού­σου­με τα πε­ρί “ά­κρι­της, ά­δι­κης και προ­σβλη­τι­κής ε­πί­θε­σης” ε­να­ντίον του, θα ή­ταν σαν να πα­ρα­δε­χό­μα­σταν ό­τι έ­χουν κά­ποια υ­πό­στα­ση. Ας μεί­νουν, λοι­πόν, α­σχο­λία­στα.
Μ.Θ.

Ζακυνθινή επιστολογραφία

«Επτα­νη­σια­κά Φύλ­λα»
Τό­μος ΚΘ, 1-2
Άνοι­ξη-Κα­λο­καί­ρι 2009
Ζά­κυν­θος

Το και­νού­ριο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού δεν εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο σε έ­να θέ­μα ή κά­ποιο πρό­σω­πο αλ­λά συ­γκε­ντρώ­νει ποι­κί­λη ύ­λη. Για α­κό­μη μια φο­ρά, η αρ­χή γί­νε­ται με Ξε­νό­που­λο. Ο Δ. Ν. Μου­σμού­της πα­ρου­σιά­ζει τέσ­σε­ρις α­νέκ­δο­τες ε­πι­στο­λές του α­πό τον Δε­κέμ­βριο του 1930 και την ά­νοι­ξη του 1931 προς τον Μιλ­τιά­δη Λι­δω­ρί­κη, τό­τε πρό­ε­δρο της Εται­ρείας Ελλή­νων Θε­α­τρι­κών Συγ­γρα­φέων. Το κα­λο­καί­ρι του 1930, εί­χε α­θλο­θε­τη­θεί α­νά διε­τία, α­πό τον φι­λό­τε­χνο Αντώ­νιο Στα­θά­το, δρα­μα­τι­κός δια­γω­νι­σμός προς ε­νί­σχυ­ση της ελ­λη­νι­κής θε­α­τρι­κής πα­ρα­γω­γής. Ο Ξε­νό­που­λος μα­ζί με τον Τί­μο Μω­ραϊτί­νη εί­χαν ε­κλε­γεί μέ­λη της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής α­πό το διοι­κη­τι­κό συμ­βού­λιο της Εται­ρείας, που, πέ­ρα α­πό τον πρό­ε­δρο, α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό τους Κώ­στα Βελ­μύ­ρα και Νι­κό­λαο Λά­σκα­ρη. Δεν γνω­ρί­ζου­με το σχε­τι­κό βι­βλίο του Μου­σμού­τη για τον Στα­θά­τειο Δια­γω­νι­σμό, πά­ντως, οι ε­πι­στο­λές Ξε­νό­που­λου, που κά­που ξε­τρύ­πω­σε, δεν στε­ρού­νται εν­δια­φέ­ρο­ντος. Όπως φαί­νε­ται, ο Ξε­νό­που­λος ερ­γα­ζό­ταν για τον δια­γω­νι­σμό πυ­ρε­τω­δώς. Μέ­χρι τον Δε­κέμ­βριο του 1930 εί­χε δια­βά­σει και α­ξιο­λο­γή­σει 55 έρ­γα, τα ο­ποία υ­πο­βάλ­λο­νταν με α­πο­κρυμ­μέ­νο το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα τους. Με α­φορ­μή το έρ­γο «Ανά­με­σα στους Ανθρώ­πους» του Θεό­δω­ρου Συ­να­δι­νού, προ­τεί­νει μια εύ­στο­χη κα­τά­τα­ξη της ε­πι­τυ­χίας ε­νός έρ­γου: “Επι­τυ­χία ε­κτι­μή­σεως” για ε­κεί­να τα έρ­γα, τα α­λη­θι­νά ευ­συ­νεί­δη­τα και κα­λο­γραμ­μέ­να, που φθά­νουν στο σκο­πό τους ό­χι με πο­λύ χτυ­πη­τά θε­α­τρι­κά μέ­σα. “Επι­τυ­χία κα­τα­πλή­ξεως” για ε­κεί­να τα ψεύ­τι­κα και νό­θα, που ε­πι­στρα­τεύουν χτυ­πη­τά θε­α­τρι­κά μέ­σα. Και “Επι­τυ­χία α­λη­θι­νή”, ό­ταν συν­δυά­ζε­ται η λο­γο­τε­χνι­κή α­ξία με τη θε­α­τρι­κή. Το έρ­γο του Συ­να­δι­νού το το­πο­θε­τού­σε στη δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρία. Ωστό­σο, το έρ­γο α­πέ­σπα­σε το δεύ­τε­ρο βρα­βείο. Γι’ αυ­τό και ο Ξε­νό­που­λος μειο­ψή­φη­σε και ζή­τη­σε να υ­πάρ­ξει σχε­τι­κή α­να­φο­ρά. Πά­ντως, το πρώ­το βρα­βείο δό­θη­κε στον «Αντι­φω­νη­τή» του Άγγε­λου Ση­μη­ριώ­τη κι αυ­τό χά­ρις στις πιέ­σεις που ά­σκη­σε ο Ξε­νό­που­λος. Σύμ­φω­να με τη γνώ­μη του, με­τά την α­νά­γνω­ση 85 έρ­γων, αυ­τό ή­ταν μα­κράν το κα­λύ­τε­ρο.
Ακο­λου­θούν κι άλ­λες α­νέκ­δο­τες ε­πι­στο­λές. Αυ­τή τη φο­ρά, α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία του ι­δρυ­τή του πε­ριο­δι­κού Ντί­νου Κο­νό­μου και της Μι­μί­κας Κρα­νά­κη. Σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι, το 1918 γεν­νη­μέ­νος ο Κο­νό­μος, το 1922 η Κρα­νά­κη, γνω­ρί­στη­καν στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1940, ό­ταν ο Κο­νό­μος ήρ­θε στην Αθή­να, α­πο­φα­σι­σμέ­νος να εκ­δώ­σει το πε­ριο­δι­κό του. Τα «Επτα­νη­σια­κά Γράμ­μα­τα», ό­πως προ­σω­ρι­νά το τιτ­λο­φο­ρού­σε. Όμως, ο τίτ­λος ή­ταν ή­δη κα­το­χυ­ρω­μέ­νος σε άλ­λον. Έτσι, προέ­κυ­ψαν τα «Επτα­νη­σια­κά Φύλ­λα», που ξε­κί­νη­σαν το 1945. Τό­τε, η Κρα­νά­κη, και ως πα­λιά Δια­πλα­σο­πού­λα, εί­χε συ­στή­σει τον Κο­νό­μο στον Ξε­νό­που­λο. Με μια α­γκα­λιά κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα εί­χαν πά­ει ε­πί­σκε­ψη στον Ζα­κύν­θιο και η Κρα­νά­κη του πα­ρου­σία­σε “το πα­τριω­τά­κι” του, που χρεια­ζό­ταν βοή­θεια. Οι ε­πι­στο­λές, που δη­μο­σιεύο­νται στο τεύ­χος, εί­ναι α­πό την με­τα­γε­νέ­στε­ρη πε­ρίο­δο, 1976-1980. Θυ­μί­ζου­με πως ο Κο­νό­μος πέ­θα­νε το 1990 και η Κρα­νά­κη, στο Πα­ρί­σι, την περ­σι­νή πρω­τα­πρι­λιά. Ήταν μια δια­βο­λι­κή σύ­μπτω­ση, που φαί­νε­ται να έρ­χε­ται α­πό το χώ­ρο του με­τα­φυ­σι­κού, α­φού πά­ντα της ά­ρε­σαν τα α­στεία.
Επί­σης, δη­μο­σιεύο­νται δυο α­νέκ­δο­τες ε­πι­στο­λές του ζω­γρά­φου και α­γιο­γρά­φου Χρή­στου Ρουσ­σέα, α­πό το 1956, προς τις κό­ρες του, τη ζω­γρά­φο Μα­ρία Ρουσ­σέα και τη γνω­στή η­θο­ποιό Τζέ­νη Ρουσ­σέα. Στο σει­σμό του 1953 χά­θη­κε έ­να με­γά­λο μέ­ρος του έρ­γου του Ρουσ­σέα. Το εν­δια­φέ­ρον των ε­πι­στο­λών, ο­που­δή­πο­τε αυ­τές και να δη­μο­σιεύο­νται, ε­παυ­ξά­νουν οι υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις. Ευ­τυ­χώς, στις αλ­λη­λο­γρα­φίες που πα­ρου­σιά­ζο­νται κα­τά και­ρούς στα «Επτα­νη­σια­κά Φύλ­λα», εί­ναι ε­κτε­νείς και ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νες. Εδώ, ο Διο­νύ­σης Σέρ­ρας, που α­να­λαμ­βά­νει το σχο­λια­σμό των ε­πι­στο­λών του Ρουσ­σέα, α­να­φέ­ρε­ται εν ε­κτά­σει στην προ­το­μή Σο­λω­μού, που ε­πρό­κει­το να στη­θεί στο Με­σο­λόγ­γι με α­φορ­μή τους ε­ορ­τα­σμούς για την ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό το θά­να­το του ποιη­τή. Υπο­ψή­φιοι γλύ­πτες ή­ταν ο Γεώρ­γιος Γεωρ­γίου και ο Νι­κό­λας (Παυ­λό­που­λος), τον ο­ποίο εί­χε συ­στή­σει και ο διευ­θυ­ντής της Σχο­λής Κα­λών Τε­χνών Μι­χά­λης Τό­μπρος, μέ­σω του Γιάν­νη Χατ­ζί­νη. Κα­λοί και φθη­νοί οι γλύ­πτες αλ­λά η προ­το­μή Σο­λω­μού δεν φι­λο­τε­χνή­θη­κε.
Τέ­λος, στο τεύ­χος δη­μο­σιεύο­νται δέ­κα γράμ­μα­τα του Γιάν­νη Πο­μό­νη-Τζα­γκλα­ρά προς τον Νιό­νιο Με­λί­τα. Πι­στεύου­με πως θα χρεια­ζό­ταν ε­κτε­νέ­στε­ρη σύ­στα­ση των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων, πέ­ραν της συ­νη­θι­σμέ­νης πα­ρα­πο­μπής του α­να­γνώ­στη σε προ­η­γού­με­να τεύ­χη του πε­ριο­δι­κού. Ίσως, αυ­τές οι ε­πι­στο­λές να έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο το­πι­κό εν­δια­φέ­ρον. Ωστό­σο, πα­ρα­μέ­νει γε­νι­κό­τε­ρου εν­δια­φέ­ρο­ντος το «Γλωσ­σά­ριο ι­διω­μα­τι­σμών της αλ­λο­τι­νής ζα­κυν­θι­νής ντο­πιο­λα­λιάς» του Τζα­γκλα­ρά. Με αυ­τούς τους ι­διω­μα­τι­σμούς, οι πα­λιοί Ζα­κύν­θιοι “ε­ποί­κιλ­λαν τον προ­φο­ρι­κό κι ε­νίο­τε και τον έ­ντε­χνο λό­γο τους, και α­κό­μη αρ­τίω­ναν την εκ­φρα­στι­κή τους πλη­ρό­τη­τα”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει.
Στο τεύ­χος δη­μο­σιεύο­νται, ε­κτός α­πό τις ε­πι­στο­λές, ποιή­μα­τα και κεί­με­να για διά­φο­ρα θέ­μα­τα. Ανά­με­σά τους, αυ­τό του Διο­νύ­ση Φλε­μο­τό­μου για «Το Δί­πτυ­χο της εκ­κλη­σίας της Αγίας Μα­ρί­νας των Δρα­γω­ναίων». Βε­βαίως, θα α­πο­ρή­σει ο α­να­γνώ­στης τι εν­δια­φέ­ρον μπο­ρεί να πα­ρου­σιά­ζει έ­να κεί­με­νο για κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο δί­πτυ­χο, ό­ταν πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι που α­γνοούν την εκ­κλη­σια­στι­κή ση­μα­σία της λέ­ξης. Κι ό­μως, τα δί­πτυ­χα δεν εί­ναι πα­ρά η ε­πί­ση­μη μορ­φή, με ζω­γρα­φι­κές ή και γλυ­πτές α­να­πα­ρα­στά­σεις, που παίρ­νουν στις εκ­κλη­σίες τα γνω­στά ψυ­χο­χάρ­τια υ­πέρ υ­γείας ή υ­πέρ α­να­παύ­σεως των ψυ­χών, που κι αυ­τά εί­θι­σται να δι­πλώ­νο­νται στα δύο. Μα­ζί με τις εκ­κλη­σίες που κα­τέρ­ρευ­σαν στον κα­τα­στρο­φι­κό σει­σμό του 1953, χά­θη­καν και πολ­λά δί­πτυ­χα και μα­ζί τους οι πο­λύ­τι­μες μαρ­τυ­ρίες, που έ­δι­ναν για τις πα­λιές οι­κο­γέ­νειες και τα μέ­λη τους. Ο Φλε­μο­τό­μος πε­ρι­γρά­φει έ­να α­πό τα λι­γο­στά σω­ζό­με­να, του 1641. Δί­νει πλη­ρο­φο­ρίες για τις ει­κό­νες, ε­νώ κα­τα­γρά­φει και α­πο­κρυ­πτο­γρα­φεί τα ο­νό­μα­τα α­πό τα σω­ζό­με­να σπα­ράγ­μα­τα. Προ­η­γου­μέ­νως, ε­ξη­γεί για­τί η Αγία Μα­ρί­να έ­χει στη Ζά­κυν­θο, αλ­λά και α­πα­ντα­χού στην Ελλά­δα, τό­σες εκ­κλη­σίες προς τι­μή της, πα­ρα­θέ­το­ντας και τα ζα­κυν­θι­νά έ­θι­μα κα­τά την η­μέ­ρα του ε­ορ­τα­σμού της. Το Μα­ρί­να έρ­χε­ται, λέει, α­πό το μα­ραί­νω, κα­θώς η Αγία μα­ραί­νει τα κα­κά και τις αρ­ρώ­στιες. Υπάρ­χει η πί­στη πως μά­χε­ται τους δαί­μο­νες και κά­νει κα­λά τους δαι­μο­νι­σμέ­νους, που α­φθο­νούν σε ό­λες τις ε­πο­χές.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Τα ράσα κάνουν τον παππά

Γκότ­φρη­ντ Κέλ­λε­ρ
«Τα ρού­χα κά­νουν τον άν­θρω­πο»
Ει­σα­γω­γή-Με­τά­φρα­ση:
Εύη Μαυ­ρομ­μά­τη
Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δης
Σε­πτέμ­βριος 2009

Ο δέ­κα­τος τέ­ταρ­τος τό­μος της σει­ράς «Με­τα­φο­ρές», που διευ­θύ­νει ο Δη­μή­τρης Αλε­ξά­κης, πα­ρου­σιά­ζει τον ε­κλε­κτό διη­γη­μα­το­γρά­φο Γκότ­φρη­ντ Κέλ­λερ. Πρό­κει­ται για έ­ναν γερ­μα­νό­φω­νο πε­ζο­γρά­φο του 19ου αιώ­να, που, ό­πως φαί­νε­ται, πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι σή­με­ρα α­με­τά­φρα­στος στα ελ­λη­νι­κά. Γε­γο­νός που προ­κα­λεί έκ­πλη­ξη, δε­δο­μέ­νης της ε­ξέ­χου­σας θέ­σης που κα­τέ­χει στη γερ­μα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνία. Στη βι­βλιο­γρα­φία, που πα­ρα­τί­θε­ται στο το­μί­διο, δεν α­να­φέ­ρο­νται αυ­το­τε­λείς εκ­δό­σεις των βι­βλίων του στα ελ­λη­νι­κά. Ού­τε καν κά­ποια με­τά­φρα­ση διη­γή­μα­τός του σε πε­ριο­δι­κό του 19ου ή του 20ου αιώ­να. Επί­σης, δεν δί­νε­ται κα­μία πα­ρα­πο­μπή σε με­λέ­τη έλ­λη­να συγ­γρα­φέα ή και με­τα­φρα­σμέ­νη ξέ­νου, που να α­να­φέ­ρε­ται στον Κέλ­λερ και το έρ­γο του. Δεν διευ­κρι­νί­ζε­ται, ω­στό­σο, αν οι υ­πεύ­θυ­νοι της πα­ρού­σας έκ­δο­σης έ­κα­ναν την α­νά­λο­γη έ­ρευ­να. Η μο­να­δι­κή πα­ρα­πο­μπή της βι­βλιο­γρα­φίας σε ελ­λη­νι­κή πη­γή εί­ναι το λήμ­μα της ε­γκυ­κλο­παί­δειας Πά­πυ­ρος Λα­ρούς Μπρι­τάν­νι­κα. Όσο α­φο­ρά, ό­μως, τις ε­γκυ­κλο­παί­δειες, ο Κέλ­λερ εί­ναι σε ό­λες κα­τα­χω­ρι­σμέ­νος με έ­να, θα λέ­γα­με, ι­κα­νο­ποιη­τι­κό λήμ­μα, το ο­ποίο, κα­τά κα­νό­να, συ­νο­δεύε­ται α­πό φω­το­γρα­φία. Όσο, μά­λι­στα, πα­λαιό­τε­ρη εί­ναι η ε­γκυ­κλο­παί­δεια, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση δί­νε­ται στο α­ντί­στοι­χο λήμ­μα. Επί­σης, μνη­μο­νεύε­ται με λί­γες α­ρά­δες στην τρί­το­μη Ιστο­ρία της Ευ­ρω­παϊκής Λο­γο­τε­χνίας (Εκδό­σεις Σο­κό­λη). Η θέ­ση, ό­μως, που κα­τέ­χει ο Κέλ­λερ στην ευ­ρω­παϊκή λο­γο­τε­χνία, φαί­νε­ται στον τρό­πο που τον α­να­φέ­ρει ο γερ­μα­νός ι­στο­ρι­κός της λο­γο­τε­χνίας Έριχ Άουερ­μπαχ στη με­λέ­τη του «Μί­μη­σις», που με­τα­φρά­στη­κε στα ελ­λη­νι­κά προ τε­τρα­ε­τίας.
Ο Κέλ­λερ γεν­νή­θη­κε στη Ζυ­ρί­χη το 1819, ό­που και πέ­θα­νε το 1890. Κά­ποια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του βίου του θυ­μί­ζουν τον Γεώρ­γιο Βι­ζυη­νό. Ο Κέλ­λε­ρ, ό­πως ο Βι­ζυη­νός, ξε­κί­νη­σε ως ποιη­τής για να ε­ξε­λιχ­θεί σε ση­μα­ντι­κό πε­ζο­γρά­φο. Ο Βι­ζυη­νός μπό­ρε­σε να σπου­δά­σει στη Γο­τίγ­γη της Γερ­μα­νίας χά­ρις στον τρα­πε­ζί­τη Γεώρ­γιο Ζα­ρί­φη. Αντί­στοι­χα ο Κέλ­λε­ρ, κι ε­κεί­νος α­πό φτω­χή οι­κο­γέ­νεια, χά­ρις στον γερ­μα­νό πο­λι­τι­κό πρό­σφυ­γα στην Ζυ­ρί­χη, Άντολφ Λού­ντβιχ Φό­λεν, έ­ναν μαι­κή­να των γερ­μα­νι­κών γραμ­μά­των, μπό­ρε­σε να εκ­δώ­σει τα ποιή­μα­τά του, ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντας, τε­λι­κά, μια υ­πο­τρο­φία για σπου­δές στην Χαϊδελ­βέρ­γη. Ο Κέλ­λερ θεω­ρεί­ται ε­θνι­κός συγ­γρα­φέ­ας της γερ­μα­νό­φω­νης Ελβε­τίας, μό­νο που σή­με­ρα το έρ­γο του έ­χει πα­ρα­γκω­νι­στεί α­πό τα έρ­γα των συ­μπα­τριω­τών του, Μαξ Φρις και Φρή­ντριχ Ντύρ­ρεν­μα­τ, οι ο­ποίοι έ­ζη­σαν έ­ναν αιώ­να με­τά α­πό αυ­τόν, κα­λύ­πτο­ντας ό­λο το ά­νοιγ­μα του 20ου αιώ­να, ό­πως ε­κεί­νος του 19ου.
Η Εύη Μαυ­ρομ­μά­τη, που ε­ξε­λίσ­σε­ται σε μια συ­στη­μα­τι­κή με­τα­φρά­στρια α­πό τα γερ­μα­νι­κά, πα­ρα­θέ­τει ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη ει­σα­γω­γή και έ­να λε­πτο­με­ρές χρο­νο­λό­γιο, το ο­ποίο α­να­δει­κνύε­ται πε­ραι­τέ­ρω χά­ρις στην τυ­πο­γρα­φι­κή ε­πι­μέ­λεια. Απο­ρού­με, μό­νο, για­τί, σε έ­ναν γερ­μα­νό­φω­νο συγ­γρα­φέα, δί­νει α­μι­γώς αγ­γλι­κή βι­βλιο­γρα­φία. Όπως και να έ­χει, α­πό το σύ­νο­λο του έρ­γου του, το ο­ποίο ο ί­διος πρό­λα­βε να εκ­δώ­σει σε δέ­κα τό­μους τον τε­λευ­ταίο χρό­νο της ζωής του, η Μαυ­ρομ­μά­τη ε­πι­λέ­γει έ­να με­γά­λο διή­γη­μα α­πό το δεύ­τε­ρο μέ­ρος της συλ­λο­γής, «Οι άν­θρω­ποι της Ζελ­ντβί­λα», που εκ­δό­θη­κε, για πρώ­τη φο­ρά, το 1874. Οι με­λε­τη­τές του Κέλ­λερ το συ­γκα­τα­λέ­γουν στα ε­πί­λε­κτα, μα­ζί με δύο άλ­λα διη­γή­μα­τα της ί­διας συλ­λο­γής, το «Ρω­μαίος και Ιου­λιέτ­τα στο χω­ριό» και το «Οι τρεις δί­καιοι κτε­νο­ποιοί». Μά­λι­στα, στην υ­πό­θε­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου διη­γή­μα­τος, στη­ρί­χτη­καν, μέ­σα στον 20ο αιώ­να, δυο ται­νίες, μια τη­λε­ται­νία και ε­πί­σης, δυο ό­πε­ρες.
Το εν λό­γω διή­γη­μα, ό­πως, άλ­λω­στε, και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα του Κέλ­λε­ρ, θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί νου­βέ­λα. Κι αυ­τό, ό­χι μό­νο λό­γω της έ­κτα­σής του, αλ­λά και για­τί ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην ψυ­χο­γρά­φη­ση του κε­ντρι­κού ή­ρωα, σκια­γρα­φώ­ντας, ταυ­τό­χρο­να, την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ε­πο­χής που γρά­φτη­κε. Από την άλ­λη, ο­λό­κλη­ρη η νου­βέ­λα θα μπο­ρού­σε να δια­βα­στεί σαν έ­να πα­ρά­δειγ­μα της ι­σχύος κα­τά τον πρώι­μο κα­πι­τα­λι­σμό του ρη­τού “τα ρού­χα κά­νουν τον άν­θρω­πο”. Ένα ρη­τό, που φτά­νει να ι­σχύει με α­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρη ε­πί­τα­ση μέ­χρι σή­με­ρα. Ο τίτ­λος θυ­μί­ζει την ελ­λη­νι­κή ρή­ση, “τα ρά­σα δεν κά­νουν τον παπ­πά”, το ο­ποίο υ­πο­γραμ­μί­ζει πως η πραγ­μα­τι­κή α­ξία κά­ποιου δεν σταθ­μί­ζε­ται α­πό την ε­ξω­τε­ρι­κή του ει­κό­να αλ­λά έ­γκει­ται στην ποιό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα του. Με την α­ντι­στρο­φή της ρή­σης εμ­φα­τι­κά στον τίτ­λο, ο Κέλ­λερ α­πο­κα­λύ­πτει ε­ξαρ­χής το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της γρα­φής του, που εί­ναι η ει­ρω­νεία. Αυ­τή εί­ναι που τον φέρ­νει κο­ντά στον Ροΐδη, με μια, ω­στό­σο, ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά. Η ροΐδειος ει­ρω­νεία εί­ναι καυ­στι­κή, ε­νώ του Κέλ­λερ ξε­κι­νά α­πό μια πε­ρι­παι­κτι­κή διά­θε­ση, που φαι­δρύ­νει τις α­φη­γή­σεις του.
Σε γε­νι­κές γραμ­μές η υ­πό­θε­ση της νου­βέ­λας έ­χει ως ε­ξής: Ένας ρα­φτά­κος, κάλ­φας κα­τά το ελ­λη­νι­κό­τε­ρο, μέ­νει χω­ρίς δου­λειά, ό­ταν το α­φε­ντι­κό του, έ­νας ρά­φτης της Ζελ­ντβί­λα, κη­ρύσ­σει πτώ­χευ­ση. Απέ­ντα­ρος, μια κρύα μέ­ρα του Νοέμ­βρη, τρα­βά­ει πε­ζή για τη γει­το­νι­κή πό­λη, την Γκόλ­νταχ. Ο Κέλ­λερ δεν προσ­διο­ρί­ζει ού­τε τον χρό­νο ού­τε τον τό­πο. Και οι δυο πό­λεις, που α­να­φέ­ρει, εί­ναι ε­πι­νο­η­μέ­νες. Η ο­νο­μα­σία της πρώ­της πα­ρα­πέ­μπει σε έ­ναν χα­ρού­με­νο τό­πο και της δεύ­τε­ρης, στο χρυ­σό και τα πλού­τη. Για να ε­πα­νέλ­θου­με, ό­μως, στον ρα­φτά­κο, αυ­τός έ­χει μια κα­λή συ­νή­θεια. Αρέ­σκε­ται στο κομ­ψό ντύ­σι­μο, έ­στω κι αν έ­χει έ­να μό­νο κο­στού­μι και μια ε­ντυ­πω­σια­κή μα­κριά μπέρ­τα. Όπως προϊδεά­ζει ο τίτ­λος, χά­ρις σε αυ­τά, πρώ­τα έ­νας α­μα­ξάς στο δρό­μο και με­τά, οι κά­τοι­κοι της γει­το­νι­κής πό­λης, στην ο­ποία φτά­νει, τον θεω­ρούν για πο­λω­νό α­ρι­στο­κρά­τη. Στην πα­ρε­ξή­γη­ση συμ­βάλ­λει και το ό­νο­μά του, που εί­ναι έ­να γνή­σιο πο­λω­νι­κό ό­νο­μα. Κι αυ­τό, τε­λείως συ­μπτω­μα­τι­κά, α­φού έρ­χε­ται α­πό την πε­ριο­χή της Σι­λε­σίας, που, τον 19ο αιώ­να, κα­τοι­κεί­ται κυ­ρίως α­πό Γερ­μα­νούς. Όμως, ο ρα­φτά­κος εί­ναι έ­νας γνή­σιος Σι­λε­σια­νός. Φύ­σει δει­λός, δι­στά­ζει να δια­λύ­σει το μπέρ­δε­μα, α­πο­δε­χό­με­νος τις πε­ρι­ποιή­σεις, που α­ντι­στοι­χούν στην υ­πο­τι­θέ­με­νη α­ρι­στο­κρα­τι­κή του κα­τα­γω­γή. Όταν ε­πι­τέ­λους βρί­σκει το θάρ­ρος και ε­τοι­μά­ζε­ται ψυ­χο­λο­γι­κά να ο­μο­λο­γή­σει την α­λή­θεια, εμ­φα­νί­ζε­ται μια πα­νέ­μορ­φη κο­πέ­λα, κό­ρη ε­νός πρού­χο­ντα της πό­λης, την ο­ποία και ε­ρω­τεύε­ται κε­ραυ­νο­βό­λα. Προ­σω­ρι­νά, ό­λα φαί­νε­ται να πη­γαί­νουν κα­τ’ ευ­χήν και ε­πί­κει­ται ο γά­μος τους, ό­ταν έ­νας ε­ρω­τι­κός του α­ντί­ζη­λος, που η κο­πέ­λα τον έ­χει α­πορ­ρί­ψει, α­πο­κα­λύ­πτει την α­πά­τη, πα­ρου­σιά­ζο­ντας τον ρα­φτά­κο σαν έ­ναν τυ­χο­διώ­κτη. Ωστό­σο, ό­πως συμ­βαί­νει στα πα­ρα­μύ­θια αλ­λά και τα ρο­μά­ντσα, ο έ­ρω­τας στο τέ­λος θριαμ­βεύει και μα­ζί ε­πα­λη­θεύε­ται το ρη­τό, “τα ρού­χα κά­νουν τον άν­θρω­πο”, α­φού ο ρα­φτά­κος γί­νε­ται έ­νας με­γά­λος και τρα­νός ρά­φτης.
Οι με­λε­τη­τές έ­χουν ε­ντά­ξει τη νου­βέ­λα στο εί­δος της κω­μω­δίας πα­ρε­ξη­γή­σεων. Και πράγ­μα­τι, συμ­βαί­νει σω­ρεία πα­ρε­ξη­γή­σεων. Ωστό­σο, το α­πο­τέ­λε­σμα δύ­σκο­λα θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν κω­μω­δία. Ο α­νά­λα­φρα εύ­θυ­μος χα­ρα­κτή­ρας της α­φή­γη­σης, ε­νι­σχυ­μέ­νος με ρο­μα­ντι­κά στοι­χεία, δεν α­πο­τε­λεί πα­ρά το προ­πέ­τα­σμα για έ­ναν βα­θύ­τε­ρο σκε­πτι­κι­σμό. Σε έ­να ση­μείο, προς το τέ­λος της νου­βέ­λας, ο α­φη­γη­τής ξι­φουλ­κεί ε­να­ντίον της τό­τε κρα­τού­σας κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει:
«Όταν έ­νας η­γε­μό­νας κα­τα­κτά μια χώ­ρα και τον λαό της· ό­ταν έ­νας ιε­ρέ­ας κη­ρύτ­τει το δόγ­μα της Εκκλη­σίας του δί­χως πει­θώ, αλ­λά τρώει με α­ξιο­πρέ­πεια τις προ­σό­δους που του α­πο­φέ­ρει το α­ξίω­μά του· ό­ταν έ­νας ξι­πα­σμέ­νος δά­σκα­λος κα­τέ­χει και α­πο­λαμ­βά­νει τις τι­μές και τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ε­νός υ­ψη­λού δι­δα­σκα­λι­κού α­ξιώ­μα­τος, δί­χως να ’χει την πα­ρα­μι­κρή ι­δέα για το με­γα­λείο της ε­πι­στή­μης του ή δί­χως να προ­σπα­θεί να την προά­γει έ­στω και στο ε­λά­χι­στο· ό­ταν έ­νας καλ­λι­τέ­χνης δί­χως α­ρε­τή, με ε­πι­πό­λαια έρ­γα και κού­φια τε­χνά­σμα­τα, γί­νε­ται της μό­δας και κλέ­βει ψω­μί και δό­ξα α­πό τον α­λη­θι­νό δου­λευ­τή· ή ό­ταν έ­νας μπα­γα­πό­ντης, ο ο­ποίος κλη­ρο­νό­μη­σε ή α­πέ­κτη­σε με α­πά­τη το ό­νο­μα κά­ποιου με­γά­λου ε­μπό­ρου, α­πο­σπά α­πό χι­λιά­δες αν­θρώ­πους τις α­πο­τα­μιεύ­σεις τους, α­κό­μη και τις οι­κο­νο­μίες τους για μια έ­κτα­κτη α­νά­γκη, ε­ξαι­τίας της μω­ρίας και της α­συ­νει­δη­σίας του, τό­τε ό­λοι αυ­τοί δεν κλαί­νε για τους ε­αυ­τούς τους, πα­ρά χαί­ρο­νται την ευη­με­ρία τους και δεν μέ­νουν ού­τε έ­να βρά­δυ χω­ρίς δια­σκε­δα­στι­κή συ­ντρο­φιά και κα­λούς φί­λους.
Ο ρά­φτης μας, ό­μως, έ­κλα­ψε πι­κρά για τον ε­αυ­τό του...».
Κα­τά την προ­σφι­λή τους συ­νή­θεια, οι με­λε­τη­τές ε­ντο­πί­ζουν στη νου­βέ­λα πλεί­στα ό­σα δά­νεια α­πό λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία αλ­λά και α­πό πραγ­μα­τι­κά πε­ρι­στα­τι­κά, που α­να­φέ­ρο­νται στις βιο­γρα­φίες του συγ­γρα­φέα. Υπο­στη­ρί­ζε­ται πως τη νου­βέ­λα θα πρέ­πει να την έ­γρα­φε ή, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, να την μα­γεί­ρευε για αρ­κε­τά χρό­νια. Πά­ντως, οι α­να­φο­ρές του α­φη­γη­τή στην έ­κρυθ­μη πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση της Πο­λω­νίας ε­ντο­πί­ζουν την τε­λι­κή γρα­φή στα χρό­νια 1863-65, ό­ταν ο Κέλ­λερ συμ­με­τεί­χε ως γραμ­μα­τέ­ας στην «Ελβε­τι­κή Επι­τρο­πή για την Πο­λω­νία». Ήταν μια πο­λι­τι­κή και αν­θρω­πι­στι­κή ορ­γά­νω­ση για την πα­ρο­χή βοή­θειας κα­τά την ε­πα­νά­στα­ση, που ξέ­σπα­σε τον Ια­νουά­ριο του 1863, με αί­τη­μα την ε­νο­ποίη­ση της χώ­ρας. Εκτός α­πό τις α­να­φο­ρές στην Πο­λω­νία, στην α­φή­γη­ση δια­κρί­νε­ται κρι­τι­κή διά­θε­ση για την κοι­νω­νι­κοοι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση στη χώ­ρα του, ό­που έ­χει ή­δη αρ­χί­σει να ε­πι­κρα­τεί η θε­ο­ποίη­ση του χρή­μα­τος.
Ο Κέλ­λερ ε­πι­λέ­γει για τα πρό­σω­πα και τους τό­πους δί­ση­μες ο­νο­μα­σίες, πα­ρα­πέ­μπο­ντας, μέ­σω της δευ­τε­ρεύου­σας ση­μα­σίας, στις πολ­λα­πλές δια­στά­σεις της ί­διας της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Για τον ί­διο α­κρι­βώς σκο­πό, ε­πι­στρα­τεύει τα μέ­σα της ποίη­σης, ό­πως η ε­κτε­τα­μέ­νη ει­κο­νο­ποιία και οι με­τα­φο­ρές, ό­ταν πε­ρι­γρά­φει στις ι­στο­ρίες του ρε­α­λι­στι­κές κα­τα­στά­σεις. Γι αυ­τό και το έρ­γο του ε­ντάσ­σε­ται στον γερ­μα­νι­κό ποιη­τι­κό ρε­α­λι­σμό, α­πό τον ο­ποίο δέ­χε­ται ε­πι­δρά­σεις και ο Βι­ζυη­νός. Επί­σης, ο Κέλ­λερ στή­νει συ­χνά σκη­νές, ε­μπνευ­σμέ­νες α­πό τον αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό κό­σμο, κυ­ρίως τον ο­μη­ρι­κό, ό­πως, στη νου­βέ­λα, την αρ­πα­γή της ω­ραίας Νέτ­χεν (αν και το ω­ραία πε­ριτ­τεύει, α­φού το ό­νο­μά της ση­μαί­νει, η ο­μορ­φού­λα), που α­πει­λεί να ο­δη­γή­σει σε έ­ναν νέο τρωι­κό πό­λε­μο. Σε αυ­τές τις πε­ρι­γρα­φές, ο Κέλ­λερ δί­νει τη μορ­φή πα­ρω­δίας, χω­ρίς, ω­στό­σο, το πα­ρα­μι­κρό στοι­χείο χλευα­σμού, ό­πως ε­σφαλ­μέ­νως σχο­λιά­ζε­ται στην ει­σα­γω­γή. Έτσι κι αλ­λιώς, η χλεύη δεν ται­ριά­ζει στους λε­πταί­σθη­τους α­φη­γη­μα­τι­κούς του τρό­πους, πό­σω μάλ­λον μια χλεύη στρε­φό­με­νη ε­να­ντίον ε­νός υ­ψη­λού πρό­τυ­που, ό­πως ή­ταν ο κό­σμος του Ομή­ρου στην ε­πο­χή του Κέλ­λερ.
Από την άλ­λη, ο αμ­φί­ση­μος α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος του Κέλ­λερ πι­στεύου­με πως δυ­σχε­ραί­νει το έρ­γο του με­τα­φρα­στή. Το γε­γο­νός ό­τι στη σει­ρά «Με­τα­φο­ρές» η ελ­λη­νι­κή α­πό­δο­ση δη­μο­σιεύε­ται α­ντι­κρι­στά με το πρω­τό­τυ­πο, προ­σφέ­ρει την ευ­χέ­ρεια στον με­τα­φρα­στή, με­τα­ξύ μιας πι­στής και μιας ω­ραίας α­πό­δο­σης, κα­τά το γνω­στό με­τα­φρα­στι­κό δί­λημ­μα, να ε­πι­λέ­γει τη δεύ­τε­ρη. Πα­ρό­λα αυ­τά, η Μαυ­ρομ­μά­τη προ­τί­μη­σε μια κα­τά λέ­ξη με­τά­φρα­ση, κα­τα­λή­γο­ντας, με­ρι­κές φο­ρές, σε α­δό­κι­μες στα ελ­λη­νι­κά εκ­φρά­σεις. Ύστε­ρα, με αυ­τήν την τα­κτι­κή, καί­τοι ποιή­τρια η ί­δια, χά­νει μέ­ρος του πο­λύ­τι­μου με­τω­νυ­μι­κού φορ­τίου της α­φή­γη­σης. Όπως και να έ­χει, αυ­τή εί­ναι μια κα­λή αρ­χή για τον Κέλ­λερ στην ελ­λη­νι­κή. Ελπί­ζου­με κά­ποια στιγ­μή να α­κο­λου­θή­σει μια συλ­λο­γή ή έ­να αν­θο­λό­γιο διη­γη­μά­των.
Κα­λο­δε­χού­με­νο θα ή­ταν και το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κέλ­λε­ρ, που θεω­ρεί­ται ως έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα διά­πλα­σης, γραμ­μέ­νο, στην πρώ­τη του μορ­φή, μι­σό πε­ρί­που αιώ­να με­τά το κο­ρυ­φαίο μυ­θι­στό­ρη­μα του εί­δους, «Τα χρό­νια της μα­θη­τείας του Βίλ­χελμ Μάι­στερ» του Γκαί­τε. Με ε­πιρ­ροές α­πό αυ­τό, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κέλ­λερ τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Ο πρά­σι­νος Ερρί­κος». Ανι­στο­ρεί τις πε­ρι­πέ­τειες ε­νός έ­φη­βου, που ε­γκα­τα­λεί­πει το σπί­τι του για να γί­νει καλ­λι­τέ­χνης. Ο τίτ­λος κυ­ριο­λε­κτεί μεν, α­φού ό­λα τα ρού­χα του εί­ναι φτιαγ­μέ­να α­πό το έ­να και μο­να­δι­κό τό­πι ύ­φα­σμα που έ­χει η μη­τέ­ρα του, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να δη­λώ­νει πως εί­ναι α­κό­μη ά­γου­ρος, δη­λα­δή α­νώ­ρι­μος. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ε­νώ η με­τά­φρα­ση της ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας βρί­σκε­ται σε μό­νι­μη άν­θη­ση, ί­σως και σε βά­ρος της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, α­που­σιά­ζει μια κά­ποια ιε­ράρ­χη­ση στις ε­πι­λο­γές.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Υ­Γ: Στον ου­ρα­νό γυ­ρεύα­με έ­να πε­ζό του Κέλ­λερ με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά και στην «Επο­χή» το βρή­κα­με. Μας το ε­πε­σή­μα­νε ο αυ­τουρ­γός, δη­λα­δή ο με­τα­φρα­στής του, ο σύ­ντρο­φος Θό­δω­ρος Πα­ρα­σκευό­που­λος. Πρό­κει­ται για το διή­γη­μα, «Η Παρ­θέ­νος και ο Διά­βο­λος», α­πό την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του Κέλ­λε­ρ, «Επτά Θρύ­λοι», που εκ­δό­θη­κε το 1872. Δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 23 Δε­κεμ­βρίου 2001, με σύ­ντο­μο πρό­λο­γο του Πα­ρα­σκευό­που­λου.