Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Στον αστερισμό των απατεώνων


Θέ­μης Πά­νου
«Vita Brevis
Ιστο­ρίες για α­χρείους»
Σκί­τσα: Θα­νά­σης Δή­μου
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Δε­κέμ­βριος 2013

Ο Θε­μι­στο­κλής Πά­νου, δε­κα­τρία συ­να­πτά έ­τη με­τά την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του στην πε­ζο­γρα­φία, ε­πα­νέρ­χε­ται με μία δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή ι­στο­ριών. Πολ­λά έ­χουν αλ­λά­ξει στο εν­διά­με­σο. Κά­ποια δεί­χνουν σαν μι­κρές α­πι­στίες στον Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη ε­αυ­τό του. Το Θε­μι­στο­κλής συ­ντο­μεύ­τη­κε σε Θέ­μης. Όπως φαί­νε­ται, προ του διε­θνούς κλέ­ους, το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό του βα­πτι­στι­κού πε­ριτ­τεύει. Το βιο­γρα­φι­κό προ­σαρ­μό­στη­κε στις κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις πε­ρί του τι συ­νι­στά προ­σόν και τι μειο­νέ­κτη­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα, το έ­τος γέν­νη­σης α­πα­λεί­φθη­κε, πα­νε­πι­στη­μια­κές σπου­δές μα­ζί με θέ­σεις σε κρα­τι­κά ι­δρύ­μα­τα προ­τάσ­σο­νται, η θη­τεία της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας στο ποιο­τι­κό θέ­α­τρο ε­ξαί­ρε­ται, ε­νώ η προ­η­γού­με­νη ει­κο­σα­ε­τία σε πα­ρα­στά­σεις του ε­μπο­ρι­κού θεά­τρου α­πο­σιω­πά­ται, και τέ­λος, οι βρα­βεύ­σεις στο χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου πα­ρα­τί­θε­νται α­να­λυ­τι­κά. Αφή­νο­ντας, δη­λα­δή, πί­σω την θάλ­λου­σα νεό­τη­τα, συμ­μορ­φώ­νε­ται και ό­λα τα φώ­τα ε­στιά­ζο­νται στην ει­κό­να του σταρ.

Το πρώ­το Βόλ­πι

Και δι­καίως. Το βρα­βείο κα­λύ­τε­ρης αν­δρι­κής ερ­μη­νείας στο 70ο Φε­στι­βάλ της Βε­νε­τίας, το Κύ­πελ­λο Βόλ­πι, ό­πως εί­ναι η ο­νο­μα­σία του προς τι­μή του ι­δρυ­τή τού Φε­στι­βάλ κό­μη­τα Τζου­ζέπ­πε Βόλ­πι, που α­πέ­σπα­σε ο Πά­νου, εί­ναι το πρώ­το που α­πο­νέ­με­ται σε Έλλη­να η­θο­ποιό. Από το 1935, ό­ταν το εν λό­γω βρα­βείο θε­σμο­θε­τή­θη­κε, στα 56 αν­δρι­κού ρό­λου που α­πο­νε­μή­θη­καν, 112 εάν συμ­ψη­φί­σου­με και τα γυ­ναι­κείου ρό­λου, αυ­τό εί­ναι το πρώ­το ελ­λη­νι­κό “Coppa Volpi”. Ενώ, Αργυ­ρός, αλ­λά και Χρυ­σός, Λέων σε Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη εί­χε δο­θεί. Ήδη, α­πό τη δε­κα­ε­τία του ’80, στον Θό­δω­ρο Αγγε­λό­που­λο. Πρώ­τα, ο Χρυ­σός για τον «Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο», με­τά ο Αργυ­ρός, για το «Το­πίο στην ο­μί­χλη». Σε ε­κεί­νη την ται­νία, ο Αγγε­λό­που­λος έ­δι­νε ι­διαί­τε­ρη διά­στα­ση στην έν­νοια του πα­τέ­ρα, συμ­βο­λι­κή, έ­ξω α­πό τον ρε­α­λι­σμό. Ο Αγγε­λό­που­λος α­πε­βίω­σε στις 24 Ιαν. 2012 και μα­ζί του έ­σβη­σε ο κι­νη­μα­το­γρά­φος με τις συμ­βο­λι­κές προ­ε­κτά­σεις. Συ­μπτω­μα­τι­κά, στο φε­τι­νό Φε­στι­βάλ Βε­νε­τίας, α­φιε­ρω­μέ­νο σε ε­κεί­νον, ο Αργυ­ρός Λέων και το Κύ­πελ­λο Βόλ­πι α­πο­νέ­μο­νται σε μία ρε­α­λι­στι­κή ται­νία, ό­που τί­πο­τα δεν μέ­νει θο­λό, ό­λα εμ­φα­νί­ζο­νται γυ­μνά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το χά­σμα, που χω­ρί­ζει τους δυο τίτ­λους. Στην «Miss Violence», η οι­κο­γέ­νεια πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ε­στία κα­κών, με  τον πα­τέ­ρα ε­ξου­σια­στή να φτά­νει στην αι­μο­μι­ξία. Πρό­κει­ται και ε­δώ για μία ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, που προ­βάλ­λε­ται ως α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή, α­σχέ­τως αν το σε­νά­ριο βα­σί­στη­κε στο ι­στο­ρι­κό μίας οι­κο­γέ­νειας Γερ­μα­νών.  
Ο Πά­νου, στο ρό­λο του πα­τέ­ρα, δεί­χνει την γκά­μα του τα­λέ­ντου του, με δο­μι­κό στοι­χείο την πει­θαρ­χία. Αντι­θέ­τως, στη συγ­γρα­φή, φαί­νε­ται να δια­τη­ρεί την α­ντι­συμ­βα­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά των νε­α­νι­κών του χρό­νων. Ήταν ο πιο κα­κός ο μα­θη­τής. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, δυο φο­ρές έ­κα­νε την ί­δια τά­ξη, αν και δεν μνη­μο­νεύει τις συν­θή­κες της α­πο­τυ­χίας του. Δυο φο­ρές την πρώ­τη γυ­μνα­σίου, που συ­νέ­πε­σε με την με­τε­γκα­τά­στα­ση α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στα Πα­τή­σια. Δυο φο­ρές την έ­κτη, αρ­χές Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­ταν έ­πνεε ε­πα­να­στα­τι­κός αέ­ρας. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, έ­χο­ντας μεί­νει ε­κτός των ε­πί­ση­μων σχο­λών θεά­τρου, α­να­κά­λυ­ψε χά­ρις σε μία “θε­α­τρο­πα­ρέ­α”, τον θε­α­τρί­νο ε­ντός του. 

Ο κ. Διο­σκου­ρί­δης

Αλλά για να ε­πα­νέλ­θου­με στο βι­βλίο, ό­ταν πρό­κει­ται για το βιο­γρα­φι­κό στο “αυ­τά­κι”, η ι­διό­τη­τα του συγ­γρα­φέα έ­χει το με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος. Εδώ, ί­σα που μνη­μο­νεύε­ται ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου, «Αιφ­νι­δίως... και μία ε­πι­στρο­φή», και μά­λι­στα, με πα­ραλ­λαγ­μέ­νη τη χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης. Κά­τι σαν πα­λαιά α­μαρ­τία. Από μία ά­πο­ψη, αυ­τές εί­ναι α­να­με­νό­με­νες  α­πώ­λειες, ό­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει τον με­γά­λο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Σε τε­λευ­ταία α­νά­λυ­ση, α­σή­μα­ντες, σε σχέ­ση με τα ό­ποια ο­φέ­λη ε­ξα­σφα­λί­ζει η με­τοι­κε­σία. Ο Πά­νου, πά­ντως, στον πρώ­το εκ­δό­τη του, “τον ε­ξαί­ρε­τον κ. Διο­σκου­ρί­δη”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί, ο­φεί­λει μέ­ρος της πρω­το­τυ­πίας ε­κεί­νου του βι­βλίου. Για πα­ρά­δειγ­μα, το ε­μπρο­σθό­φυλ­λο να με­τα­τρέ­πε­ται σε ο­πι­σθό­φυλ­λο και τού­μπα­λιν. Άλλω­στε, χά­ρις σε ε­κεί­νον, γρά­φει τρία διη­γή­μα­τα. Το πρώ­το συ­νο­δεύει το βι­βλίο δί­κην δελ­τίου Τύ­που. Και­νο­το­μία του κ. Διο­σκου­ρί­δη προς α­ντι­κα­τά­στα­ση του στε­ρεό­τυ­που βιο­γρα­φι­κού. Ήθε­λε λευ­κό το “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, για να α­πο­φεύ­γε­ται η χει­ρα­γώ­γη­ση του α­να­γνώ­στη. Το δεύ­τε­ρο υ­πο­τί­θε­ται ό­τι ή­ταν το πρώ­το του πε­ζό, που υ­πε­ρέ­βαι­νε τις δυο σε­λί­δες. Εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό του βι­βλίου, σαν συ­μπλή­ρω­μα στα δε­καέ­ξι σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα, δε­κα­τρία της μίας σε­λί­δας και τρία της μίας και με­ρι­κών σει­ρών. 
Μέ­νει το τρί­το διή­γη­μα, που γρά­φτη­κε αρ­γό­τε­ρα και α­να­φέ­ρε­ται “στο με­γα­λείο του ε­λά­χι­στου”, κα­τά τον υ­πό­τιτ­λο. Σε ε­κεί­νο α­νι­στο­ρεί με­τά φα­ντα­σίας τα «Tragici minoris» της πρώ­της εκ­δο­τι­κής του ε­μπει­ρίας. Δη­μο­σιεύ­τη­κε Ιούν. 2004. Εί­ναι η μο­να­δι­κή συ­νερ­γα­σία του Πά­νου στο πε­ριο­δι­κό της γε­νιάς του, το «Να έ­να μή­λο», που έ­σβη­σε ά­δο­ξα, για­τί το βα­ρέ­θη­κε η μά­να του, του­τέ­στιν η εκ­δό­τρια και διευ­θύ­ντριά του. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους διη­γη­μα­το­γρά­φους, οι συ­νερ­γα­σίες του Πά­νου σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, α­πό ό­σο του­λά­χι­στον γνω­ρί­ζου­με, εί­ναι μό­λις δυο. Του διη­γή­μα­τος εί­χε προ­η­γη­θεί, Δεκ. 2003, η δη­μο­σίευ­ση «Τριών πε­ζών ποιη­μά­των» στο πε­ριο­δι­κό της Εται­ρείας Με­λέ­της της κα­θ’  η­μάς Ανα­το­λής, «Η Κιν­στέρ­να». Το με­σαίο  ποίη­μα, «Θε­α­ταί», ξε­κι­νά­ει α­πο­λο­γι­στι­κά, “Ολί­γα πράγ­μα­τα. Ολί­γα ε­πρά­ξα­μεν. Σχε­δόν τα ε­λά­χι­στα, τα ει δυ­να­τό­ν.” και τε­λειώ­νει α­πο­λο­γη­τι­κά, “Βε­βαίως εις την πρώ­την σει­ράν, / εκ του σύ­νεγ­γυς, εις την πρώ­την γραμ­μή και τα / τοιαύ­τα... πα­ρό­λα αυ­τά... α­πλώς θε­α­ταί. / Τί­πο­τε άλ­λο.”
Κι ό­μως, δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο ποιη­τής βρέ­θη­κε, σχε­δόν χω­ρίς να το ε­πι­διώ­ξει, στο κέ­ντρο της σκη­νής. Τε­λι­κά, “τα ει δυ­να­τό­ν” α­πο­δεί­χθη­καν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Όχι μό­νο πέ­τυ­χε έ­ναν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό θρίαμ­βο, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα, πα­ρου­σιά­ζε­ται με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του ως μία ι­σχυ­ρή υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο διη­γή­μα­τος 2013. Στα καθ’ η­μάς, μία ό­χι ευ­κα­τα­φρό­νη­τη διά­κρι­ση. Ισχυ­ρή υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου εί­χε α­πο­τε­λέ­σει και το πρώ­το του βι­βλίο. Τό­τε α­κό­μη, δεν εί­χε τε­θεί η­λι­κια­κός φραγ­μός στους διεκ­δι­κη­τές του εν λό­γω βρα­βείου. Μπο­ρού­σε να α­πο­νε­μη­θεί και σε έ­ναν σα­ρα­ντά­ρη ό­πως ή­ταν ο Πά­νου. Εκεί­νη τη χρο­νιά εί­χε α­πο­νε­μη­θεί σε έ­ναν πρω­το­εμφ­νι­ζό­με­νο, που ή­ταν ε­πί­σης η­θο­ποιός. Μά­λι­στα, στε­γα­ζό­ταν και ε­κεί­νος στον εκ­δο­τι­κό οί­κο του κ. Διο­σκου­ρί­δη.

Δια­χρο­νι­κώς α­χρείοι

Δια­φο­ρε­τι­κό το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Πά­νου, αλ­λά κι αυ­τό πρω­τό­τυ­πο ως σύλ­λη­ψη. Οι λα­τι­νι­κοί χα­ρα­κτή­ρες του τίτ­λου, σε συν­δυα­σμό με τον αγ­γλό­γλωσ­σο τίτ­λο της ται­νίας, δη­μιουρ­γούν αρ­χι­κά την ε­ντύ­πω­ση πως ο συγ­γρα­φέ­ας α­κο­λου­θεί τον συρ­μό και α­παρ­νεί­ται την ελ­λη­νι­κή. Λαν­θα­σμέ­νη ε­ντύ­πω­ση. Όσο ελ­λη­νι­κός εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου, με ε­κεί­νο το κα­θα­ρευου­σιά­νι­κο “αιφ­νι­δίως”, άλ­λο τό­σο εί­ναι και ο και­νού­ριος. Αντλεί­ται α­πό το πρώ­το πα­ράγ­γελ­μα των α­φο­ρι­σμών του Ιππο­κρά­τους, “ο βίος βρα­χύς η δε τέ­χνη μα­κρά”, αλ­λά α­ντε­στραμ­μέ­νο, ό­πως το α­πέ­δω­σαν οι Ρω­μαίοι, “Ars longa, vita brevis”. Ασχέ­τως αν ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρό­τι γνω­ρί­ζει πως η εκ­μά­θη­ση μίας τέ­χνης α­παι­τεί μα­κρύ χρό­νο, ε­πι­δί­δε­ται σε δυο ταυ­το­χρό­νως. Κά­τι σαν το “α­πό δω η γυ­ναί­κα μου κι α­πό δω το αί­σθη­μά μου”.  
Το 2000, στα σα­ρά­ντα του, πριν σκά­σει μύ­τη στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, εκ­δί­δει την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ξε­κι­νά­ει σπου­δές θε­α­τρο­λο­γίας. Στα 53 του, ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται με πο­λυ­σέ­λι­δες, του­λά­χι­στον για τα δι­κά του μέ­τρα, “ι­στο­ρίες για α­χρείους”. Ο πρώ­τος συ­νειρ­μός εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για τους ση­με­ρι­νούς α­χρείους. Με άλ­λα λό­για, για έ­να α­κό­μη βι­βλίο γύ­ρω α­πό την κρί­ση και τα τρέ­χο­ντα δει­νά. Κά­τι τέ­τοιο θα α­πο­τε­λού­σε μία σχε­δόν αυ­το­νό­η­τη με­τα­πή­δη­ση α­πό την οι­κο­γε­νεια­κή βία της βρα­βευ­μέ­νης ται­νίας, που ο­δη­γεί τα θύ­μα­τα στην αυ­το­κτο­νία, στην πο­λι­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή βία, με τις ί­διες συ­νέ­πειες για τους α­δύ­να­μους. Έτσι κι αλ­λιώς, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις για α­χρείους πρό­κει­ται. Μό­νο που έ­νας συγ­γρα­φέ­ας της στό­φας του Πά­νου δεν κα­τα­φεύ­γει στην ρε­α­λι­στι­κή α­πό­δο­ση του ε­δώ και τώ­ρα. Αντί της η­θο­γρα­φί­ζου­σας συγ­χρο­νίας, συλ­λαμ­βά­νει τις μα­κρι­νές κα­τα­βο­λές της νοο­τρο­πίας των Νε­ο­ελ­λή­νων, που ε­πι­κρο­τεί την κα­πα­τσο­σύ­νη μέ­χρι και την με­τά δό­λου τε­λού­με­νη, α­φή­νο­ντας χα­λα­ρά τα ό­ρια προς την α­πα­τεω­νιά.
Οι ι­στο­ρίες του Πά­νου φέρ­νουν  στις αγ­γλι­κές χιου­μο­ρι­στι­κές ι­στο­ρίες, κυ­ρίως, τις πα­λαιό­τε­ρες. Μο­να­δι­κό κί­νη­τρο για ό­σα συμ­βαί­νουν εί­ναι το χρή­μα. Αμι­γώς αν­δρι­κός ο θία­σος, μό­νο κά­ποιες κό­ρες ε­μπλέ­κο­νται, λό­γω του δού­ναι και λα­βείν της προί­κας, κα­θώς και η ε­ρω­μέ­νη ε­νός α­χρείου, που αυ­το­κτο­νεί με­τά την ε­γκα­τά­λει­ψή της α­πό ε­κεί­νον. Πρό­κει­ται για τέσ­σε­ρις πε­ρί­που ι­σο­μή­κεις ι­στο­ρίες. Ακρι­βέ­στε­ρα, για τρεις, ό­που η πρώ­τη χω­ρί­ζε­ται σε δυο μέ­ρη, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους και το­πο­θε­τού­νται στην αρ­χή και το τέ­λος του βι­βλίου. Επα­κρι­βώς, ο χρό­νος των δρώ­με­νων δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται. Σκόρ­πιες και έμ­με­σες α­να­φο­ρές το­πο­θε­τούν τη δρά­ση σε μία μα­κρά πε­ρίο­δο του 20ου αιώ­να, αρ­χής γε­νο­μέ­νης με τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, α­πό τους ο­ποίους εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νη η πρώ­τη σκη­νή του βι­βλίου, μέ­χρι την αρ­χή της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­ταν α­νοί­γουν, με την πα­ρέ­λευ­ση ε­ξη­κο­ντα­ε­τίας, τα αρ­χεία των εν λό­γω Πο­λέ­μων. Αντί­στοι­χη α­σά­φεια χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τον προσ­διο­ρι­σμό του τό­που. Εντός της ελ­λη­νι­κής ε­πι­κρά­τειας ε­δρά­ζο­νται οι ι­στο­ρίες. Πολ­λά, ό­μως, ε­πει­σό­δια δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην αλ­λο­δα­πή, κα­θό­σον οι ή­ρωες εί­ναι α­χρείοι πε­ριω­πής, με κο­σμο­πο­λί­τι­κο προ­φίλ και δρά­ση, που ε­ξα­πλώ­νε­ται α­νά τις η­πεί­ρους. 

Τα καρ­τά­λια

Όλα αυ­τά, αλ­λά, προ πά­ντων, ο τρό­πος της α­φή­γη­σης, δί­νουν δια­χρο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα στις α­τι­μίες ή και τις ε­γκλη­μα­τι­κές πρά­ξεις που τε­λού­νται. Πα­ρά­δειγ­μα, η βε­βια­σμέ­νη ε­ξα­σφά­λι­ση μίας δια­θή­κης, στο ο­μό­τιτ­λο, τρί­το στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης, διή­γη­μα, για την ο­ποία ο ευ­νοού­με­νος κλη­ρο­νό­μος συ­νερ­γά­ζε­ται με πα­ρα­κα­τια­νούς, που κά­νουν τη βρώ­μι­κη δου­λειά, αλ­λά και με κοι­νω­νι­κούς λει­τουρ­γούς, ό­πως ο για­τρός και ο δι­κη­γό­ρος, πρό­σω­πα χω­ρίς η­θι­κούς φραγ­μούς. Επί­σης, το τρί­το στη σει­ρά διή­γη­μα, πα­ρό­τι ο τίτ­λος του, «Λί­μπερ­τι», το πε­ριο­ρί­ζει χρο­νι­κά στα με­θεόρ­τια του Β΄Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, ο α­φη­γη­μα­τι­κός χει­ρι­σμός του τρό­που που δό­θη­καν σε “ε­φο­πλι­στές της συ­φο­ράς” και στη συ­νέ­χεια, πέ­ρα­σαν δο­λίως σε “καρ­τά­λια”, με τη συ­νερ­γεία “υ­παλ­λή­λου του Υπουρ­γείου Εξω­τε­ρι­κώ­ν”, που πή­ρε “το δω­ρά­κι του”,  α­ντα­να­κλά το πρό­τυ­πο για στη­μέ­νες εκ­χω­ρή­σεις και α­γο­ρο­πω­λη­σίες. Όσο για τη δι­με­ρή ι­στο­ρία, «Ορντι­νά­τσα» - «Παν­σιόν», με το πρώ­το μέ­ρος στην με­σο­πο­λε­μι­κή Αλε­ξάν­δρεια, θυ­μί­ζει α­στυ­νο­μι­κό ε­πο­χής με ι­στο­ρι­κό βά­θος. Στην ε­μπό­λε­μη πε­ρίο­δο, κά­ποιοι α­χρείοι αυ­το­μο­λούν στον ε­χθρό και προ­δί­δουν μυ­στι­κά,  ε­νώ, οι ί­διοι, σε και­ρό ει­ρή­νης, κυ­νη­γούν τον εύ­κο­λο πλου­τι­σμό. 
Ο Πά­νου έ­χει προ­βλέ­ψει έ­να τε­λευ­ταίο μέ­ρος με­τα­μο­ντέρ­νας σύλ­λη­ψης, που ε­ξά­ρει την χιου­μο­ρι­στι­κή πλευ­ρά των ι­στο­ριών. Σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται πληρο­φοριακές ση­μειώ­σεις, που συ­νο­δεύουν την κά­θε ι­στο­ρία, για πρό­σω­πα, συμ­βά­ντα και χώ­ρους, δί­νο­ντας έ­τσι ε­πί­χρι­σμα ντο­κου­μέ­ντου. Σύμ­φω­να με το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, διά χει­ρός συγ­γρα­φέα, πρώ­τα προέ­κυ­ψαν οι ή­ρωες και με­τά οι ι­στο­ρίες. Δη­λα­δή, πρώ­τα τους σκι­τσά­ρι­σε ο Θα­νά­σης Δή­μου, τους εί­δε ο Πά­νου, ξε­τρε­λά­θη­κε και έ­γρα­ψε τις ι­στο­ρίες του. Δεν πρέ­πει, ω­στό­σο, να δί­νει κα­νείς βά­ση στους ι­σχυ­ρι­σμούς του, κα­θώς α­ρέ­σκε­ται σε πα­ρό­μοιες α­ντι­στρο­φές της ορ­θό­δο­ξης σει­ράς των πραγ­μά­των. Η γε­λοιο­γρα­φι­κή, πά­ντως, α­πό­δο­ση των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των προ­σώ­πων α­ντα­πο­κρί­νε­ται στα βιο­γρα­φι­κά τους. Από την άλ­λη, οι ή­ρωες προ­ε­ξάρ­χουν, με την α­φή­γη­ση, σε γρή­γο­ρο ρυθ­μό, να α­κο­λου­θεί την τυ­χο­διω­κτι­κή δρά­ση τους. 
Ήδη, α­πό το προ­η­γού­με­νο βι­βλίο του Πά­νου, εί­χα­με ε­πι­ση­μά­νει την ε­πί­νοια που δεί­χνει κα­τά την ο­νο­μα­το­θε­σία, με μο­να­δι­κούς συν­δυα­σμούς βα­πτι­στι­κού και ε­πι­θέ­του. Επί­σης, την λεια­σμέ­νη γλώσ­σα, πλού­σια σε λό­για στοι­χεία και πο­λί­τι­κο ι­διό­λε­κτο. Στις ι­στο­ρίες του, τους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρό­λους τους δί­νει σε αν­θρώ­πους του θεά­μα­τος και της δια­σκέ­δα­σης. Ανά­με­σα σε αυ­τούς, έ­νας μο­να­δι­κός έ­ντι­μος, με ζωο­μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­θό­σον φύ­λα­κας ζωο­λο­γι­κού κή­που, αλ­λά ό­χι και ζωώ­δη έν­στι­κτα, που ε­πι­λέ­γε­ται ως ει­κό­να ε­ξω­φύλ­λου. Ενώ, έ­νας άλ­λος, ο­νό­μα­τι Αλέ­ξαν­δρος Βα­κά­φης, ε­μπο­ροϋπάλ­λη­λος, “ε­λάσ­σων ποιη­τής της Αι­γύ­πτου”, κά­ποιας η­λι­κίας, “με στρογ­γυ­λά γυα­λά­κια και μια χω­ρί­στρα έ­ντο­νη στο πλάι, με­γά­λη μύ­τη και ευ­γε­νι­κό πρό­σω­πο”, α­πο­τε­λεί την βλά­σφη­μη συμ­βο­λή του συγ­γρα­φέα στο εκ­πνεύ­σαν κα­βα­φι­κό έ­τος. Από μία ά­πο­ψη, ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος Βα­κά­φης, που, πριν πα­τή­σει την σκαν­δά­λη, α­πο­χαι­ρε­τά­ει τον ε­ρα­στή του, που τον α­πά­τη­σε, με τον ε­παυ­ξη­μέ­νο στί­χο “βρώ­μα... α­πο­χαι­ρέ­τα την την Αλε­ξάν­δρεια που χά­νεις”, και ο αι­μο­μί­κτης πα­τέ­ρας του «Miss Violence», δεν εί­ναι πα­ρά οι α­κραίες εκ­φάν­σεις μίας αν­θού­σας, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ε­λευ­θε­ριό­τη­τας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/1/2014.

Απορίες ψάλτου...

Οι μέ­ρες ε­πι­βάλ­λουν μία ε­πί τρο­χά­δην α­να­φο­ρά στα Ημε­ρο­λό­για του 2014. Εξάλ­λου, στον μα­κρύ βίο τού  Ex Libris αυ­τό συ­νι­στά κε­κτη­μέ­νη συ­νή­θεια. Μα­ζί με μία δεύ­τε­ρη σε­λί­δα α­φιε­ρω­μέ­νη στην α­πα­ρίθ­μη­ση και τον σχο­λια­σμό των ε­πε­τείων, α­πο­τε­λεί για ε­μάς τον κα­θιε­ρω­μέ­νο τρό­πο ει­σό­δου στο Νέο Έτος. Μό­νο που, ε­φέ­τος, ι­σχύει το γνω­μι­κό “ουκ αν λά­βοις πα­ρά του μη έ­χο­ντος”. Προ δέ­κα ε­τών, το υ­π’ α­ριθ­μό 610 Ex Libris ξε­κι­νού­σε με μία πλού­σια πα­ρου­σία­ση η­με­ρο­λο­γίων. “Δί­σε­κτο το 2004 και τα η­με­ρο­λό­για πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, κα­λύ­πτο­ντας ό­λα τα γού­στα και τις ό­ποιες α­νά­γκες”, ση­μειώ­να­με τό­τε. Το 2014, που δεν τυγ­χά­νει δί­σε­κτο, αλ­λά το ο­ποίο – ο Θεός να μας βγά­λει ψεύ­τες – θα α­πο­βεί χει­ρό­τε­ρο α­πό δί­σε­κτο, το υ­π’ α­ριθ­μό 1035 Ex Libris δεν έ­χει τι να πα­ρου­σιά­σει.
Οι μο­να­δι­κές εν­δεί­ξεις μίας κά­ποιας φι­λο­φρό­νη­σης ε­νός εκ­δο­τι­κού οί­κου προς τους δη­μο­σιο­γρά­φους που σχο­λιά­ζουν τα βι­βλία του ή­ταν μέ­χρι πρό­σφα­τα οι ευ­χη­τή­ριες κάρ­τες και τα η­με­ρο­λό­για. Μέ­σα, ό­μως, στην οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, συμ­ψη­φί­ζο­ντας οι εκ­δό­τες α­να­γκαία και πε­ριτ­τά έ­ξο­δα, αυ­τά κρί­θη­καν πε­ριτ­τή δα­πά­νη. Οι κάρ­τες α­ντι­κα­τα­στά­θη­καν α­πό τις η­λεκ­τρο­νι­κές ευ­χές, α­πρό­σω­πες, στε­ρεό­τυ­πες, χω­ρίς χρο­νι­κό α­πο­τύ­πω­μα. Ενώ, τα η­με­ρο­λό­για υ­πο­βι­βά­στη­καν σε α­πλούς η­με­ρο­δεί­κτες με κά­ποιες έν­θε­τες σε­λί­δες γύ­ρω α­πό έ­να ε­πί­και­ρο θέ­μα. Όσο για τα λο­γο­τε­χνι­κά η­με­ρο­λό­για, τα α­φιε­ρω­μέ­να σε έ­ναν συγ­γρα­φέα, που συν­δυά­ζο­νταν με τους ε­πε­τεια­κούς ε­ορ­τα­σμούς, αυ­τά ε­ξα­φα­νί­στη­καν. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, πλή­θος α­πο­ρίες δη­μιουρ­γούν οι τα­κτι­κές των εκ­δο­τι­κών οί­κων, α­πό τα ε­πι­λε­γό­με­να προς έκ­δο­ση βι­βλία μέ­χρι τις δη­μό­σιες σχέ­σεις τους. 
Από τα λι­γο­στά ε­φε­τι­νά η­με­ρο­λό­για, λά­βα­με ε­νός μό­νο εκ­δο­τι­κού οί­κου. Ως γνω­στόν, οι α­πο­στο­λές στις “μι­κρές” ε­φη­με­ρί­δες ε­ξαρ­τώ­νται α­πό την κα­λή διά­θε­ση του ε­κά­στο­τε υ­πεύ­θυ­νου. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η Ντό­ρα Τσα­κνά­κη, υ­πεύ­θυ­νη του Γρα­φείου Τύ­που των εκ­δό­σεων Με­ταίχ­μιο, ε­δώ και χρό­νια, μας τρο­φο­δο­τεί με η­με­ρο­λό­για και ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Εφέ­τος μας έ­στει­λε ό­χι έ­να αλ­λά δυο Ημε­ρο­λό­για. Το πρώ­το έ­χει τίτ­λο: «Δια­βά­ζου­με λοι­πόν. Αλλά για­τί;» Στο ε­ρώ­τη­μα α­πα­ντούν 118 συγ­γρα­φείς, Έλλη­νες και ξέ­νοι, με­τα­φρα­στές, ει­κο­νο­γρά­φοι, ε­πι­με­λη­τές κ.ά. Δεν εί­ναι λί­γες οι α­πα­ντή­σεις, που υ­περ­βαί­νουν τα τε­τριμ­μέ­να. Το δεύ­τε­ρο Ημε­ρο­λό­γιο τιτ­λο­φο­ρεί­ται «4 ε­πο­χές του ε­γκλή­μα­τος». Φι­λο­δο­ξεί να εί­ναι “έ­νας λο­γο­τε­χνι­κός ο­δη­γός στα μο­νο­πά­τια της α­στυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Συ­γκρα­τού­με την α­πά­ντη­ση του Ντά­σιελ Χά­μετ για το πώς ε­κτι­μά την συγ­γρα­φι­κή του συμ­βο­λή: “Υπήρ­ξα η χει­ρό­τε­ρη ε­πιρ­ροή στην α­με­ρι­κα­νι­κή λο­γο­τε­χνία που μπο­ρεί κα­νείς να φα­ντα­στεί.”

Άστεων γεύ­σεις

Το 2004, εί­χα­με λά­βει α­πό το Με­ταίχ­μιο το Λο­γο­τε­χνι­κό Ημε­ρο­λό­γιο Σο­λω­μού, σε ε­πι­μέ­λεια Νι­κή­τα Πα­ρί­ση. Ήταν το πρώ­το μίας Σει­ράς Λο­γο­τε­χνι­κών Ημε­ρο­λο­γίων, που δυ­στυ­χώς ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε. Εκεί­νο εί­χε βρει τη θέ­ση του στη Βι­βλιο­θή­κη, δί­πλα στα Λο­γο­τε­χνι­κά Ημε­ρο­λό­για των Χαλ­κι­δαίων εκ­δό­σεων Διά­με­τρος, που ε­πί­σης ε­γκα­τα­λεί­φθη­καν. Κι ό­μως, με λι­γό­τε­ρο φι­λό­δο­ξες ε­πι­λο­γές, και οι δυο Σει­ρές θα μπο­ρού­σαν να μα­κρο­η­με­ρεύ­σουν.  Από το 2004 σώ­ζε­ται και το η­με­ρο­λό­γιο της Εύης Βου­τσι­νά, με τίτ­λο, «Άστεων γεύ­σεις», “250 συ­ντα­γές α­πό την α­στι­κή κου­ζί­να του Ελλη­νι­σμού”. Από μα­κριά δια­βά­σα­με τον τίτ­λο, “Άστε­γων γεύ­σεις”, κα­θώς ο ε­γκέ­φα­λος ε­πεμ­βαί­νει κα­λύ­πτο­ντας τα κε­νά μίας α­δύ­να­της ό­ρα­σης. Στις 10 Δεκ. η Βου­τσι­νά α­πε­βίω­σε. Λευ­κα­δί­τισ­σα ή­ταν μία ι­διαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στο χώ­ρο της γα­στρο­νο­μίας. Εκεί­νο το Ημε­ρο­λό­γιο ά­νοι­γε με το κε­φά­λαιο, «Το ελ­λη­νι­κό τρα­πέ­ζι». Δυο δια­πι­στώ­σεις προσ­γείω­ναν τον τίτ­λο στο πα­ρό­ν: “Το ελ­λη­νι­κό τρα­πέ­ζι δεν εί­ναι πιά για­γιά, παπ­πούς, τρία παι­διά, δυο γο­νείς.” “Η μο­δά­τη και πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη πυ­ρα­μί­δα της με­σο­γεια­κής δια­τρο­φής δεν εί­ναι πα­ρά το ε­τή­σιο πρό­γραμ­μα φα­γη­τού της για­γιάς μας.” Ενώ, στη συ­νέ­χεια, ξε­δι­πλω­νό­ταν μία βε­ντά­λια συ­ντα­γών της διά­ση­μης με­σο­γεια­κής κου­ζί­νας. Κα­λά η Βου­τσι­νά έ­φυ­γε νω­ρίς, πριν τη νό­θευ­ση του ελ­λη­νι­κού πιά­του με α­νοί­κειους συν­δυα­σμούς γεύ­σεων. Απο­ρεί κα­νείς πως κα­τά­φε­ρε η τά­ση μι­μη­τι­σμού να α­να­δει­χθεί ι­σχυ­ρό­τε­ρη α­κό­μη και της βα­θιά ρι­ζω­μέ­νης κα­λο­φα­γίας.

Νο­θεία προϊό­ντος

Πέρ­σι τον Μάρ­τιο, οι εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο γιόρ­τα­σαν την ει­κο­σα­ε­τή πα­ρου­σία τους. Τε­λι­κά, οι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι μα­κρο­η­με­ρεύουν. Με την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, δεν έ­κλει­σε κα­μία με­γά­λη πόρ­τα. Μό­νο για ο­ρι­σμέ­νους, κυ­κλο­φό­ρη­σαν κά­ποιες φή­μες σχε­τι­κά με δυ­σκο­λίες πλη­ρω­μών. Από την πλευ­ρά των συγ­γρα­φέων, πά­ντως, ι­σχύει στο α­κέ­ραιο το γνω­μι­κό, “τον πλού­τον πολ­λοί ε­μί­ση­σαν, την δό­ξαν ου­δείς”. Όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι εί­ναι ε­κεί­νοι που βά­ζουν το χέ­ρι στην τσέ­πη για την έκ­δο­ση ή έ­στω τη συμ­με­το­χή στην έκ­δο­ση του βι­βλίου τους. Την σή­με­ρον, οι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι, α­κό­μη και οι γνω­στό­τε­ροι, βγά­ζουν, με­τά της α­παι­τού­με­νης ε­χε­μύ­θειας, πλη­ρω­μέ­νο βι­βλίο. Και μά­λι­στα, για να εί­ναι ελ­κυ­στι­κό το πα­κέ­το της προ­σφο­ράς, α­να­λαμ­βά­νουν και την προώ­θη­σή του - μία δυο κα­τα­χω­ρή­σεις στον Τύ­πο, ά­ντε και κα­μία μνη­μό­νευ­ση, α­πα­ραι­τή­τως βρα­διά πα­ρου­σία­σης με γνω­στό ό­νο­μα για ο­μι­λη­τή και έ­να δεύ­τε­ρο για την α­νά­γνω­ση. Βε­βαίως, αυ­τό ση­μαί­νει νό­θευ­ση του προϊό­ντος. Του­τέ­στιν ε­ξα­πά­τη­ση του κα­τα­να­λω­τή, που ε­πα­φίε­ται στη φίρ­μα του οί­κου και α­γο­ρά­ζει το βι­βλίο με κλει­στά μά­τια. Σι­γά τον πο­λυέ­λαιο. Ο κα­τα­να­λω­τής, με την κα­κο­με­τα­φρα­σμέ­νη λο­γο­τε­χνία που τον ταΐζουν, τεί­νει προς την α­γευ­σία. Σο­βα­ρή πά­θη­ση, που έ­χει, ω­στό­σο, το θε­τι­κό, ό­πως, κα­λή ώ­ρα, η ά­νοια, να μην γί­νε­ται α­ντι­λη­πτή α­πό το ί­διο το ά­το­μο. Κι ό­ταν πρό­κει­ται για ε­πι­δη­μι­κό φαι­νό­με­νο, ού­τε α­πό το πε­ρι­βάλ­λον του. Οπό­τε, και “η πί­τα ο­λό­κλη­ρη και ο σκύ­λος χορ­τά­τος”. 

Εν υ­πνώ­σει

Πά­ντως, σε α­ντί­θε­ση με τους εκ­δο­τι­κούς οί­κους, τα ποι­κί­λα Νο­μι­κά Πρό­σω­πα Ιδιω­τι­κού ή Δη­μο­σίου Δι­καίου μη κερ­δο­σκο­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα ευ­κό­λως ι­δρύο­νται και α­κό­μη ευ­κο­λό­τε­ρα κα­ταρ­γού­νται. Του­λά­χι­στον ευ­κό­λως ε­ξαγ­γέλ­λε­ται η κα­τάρ­γη­σή τους, κα­θώς, στη συ­νέ­χεια, τα Ιδρύ­μα­τα φαί­νε­ται να ι­σορ­ρο­πούν ευ­στα­θώς σε κα­τά­στα­ση ύ­πνω­σης. Αντι­προ­σω­πευ­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά το Εθνι­κό Κέ­ντρο Βι­βλίου. Εφέ­τος, θα μπο­ρού­σε να γιορ­τά­ζει τα ει­κο­σά­χρο­νά του. Και μά­λι­στα, στη βί­λα Μπό­τση, που του εί­χε πα­ρα­χω­ρη­θεί δω­ρεάν α­πό το αρ­μό­διο Υπουρ­γείο. Αλλά ο δεύ­τε­ρος στη σει­ρά διευ­θυ­ντής, πριν κα­λά κα­λά ο­λο­κλη­ρω­θεί η ε­γκα­τά­στα­σή του στην Εκά­λη, που εί­χε α­πο­φα­σί­σει ο προ­η­γού­με­νος, το ε­πα­νέ­φε­ρε στο κέ­ντρο της Αθή­νας. Αντί ε­ορ­τα­σμών, τον Φε­βρουά­ριο συ­μπλη­ρώ­νε­ται χρό­νος α­πό το διο­ρι­σμό του προ­σω­ρι­νού Δ.Σ., που εί­χε α­να­λά­βει την εκ­κα­θά­ρι­ση του Ιδρύ­μα­τος μέ­σα σε έ­να μή­να. 
Ενδια­μέ­σως, το Ε.ΚΕ.ΒΙ. ε­ξα­κο­λου­θεί να πλη­ρώ­νει α­δρά το πο­λυώ­ρο­φο κτί­ριο της Αθαν. Διά­κου στη μο­δά­τη πε­ριο­χή του Μα­κρυ­γιάν­νη. Όσο για τη βί­λα Μπό­τση, την ά­φη­σε να ρη­μά­ζει, α­γα­νά­κτη­σε έ­νας υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού – προ τε­τρα­ε­τίας, ο Μι­χά­λης Λιά­πης - και την πή­ρε πί­σω. Κα­τά τα άλ­λα, το Ίδρυ­μα, πλην της α­πο­στο­λής ε­πι­στο­λών δια­μαρ­τυ­ρίας προς τον Υπουρ­γό, α­δρα­νεί. Απο­ρεί κα­νείς τι θα στοί­χι­ζε η διορ­γά­νω­ση μίας Ημε­ρί­δας στην Αθή­να για τον τι­μώ­με­νο του 2013 Κα­βά­φη ή έ­στω και μία σει­ρά δια­λέ­ξεων στο χώ­ρο των γρα­φείων του. Αλλά και για το 2014, τι κό­στος θα εί­χε να α­να­κοι­νώ­σει το Ε.ΚΕ.ΒΙ. πρώ­το τον με­γά­λο τι­μώ­με­νο. Έτσι, για την τι­μή των ό­πλων. Κι ας μην υ­πάρ­χουν κον­δύ­λια. Πο­τέ δεν ξέ­ρεις. Με έ­να πα­ρό­μοιο ό­νο­μα θα μπο­ρού­σε να ευαι­σθη­το­ποιη­θεί ο Υπουρ­γός. Ει­δάλ­λως, αν πε­ρι­μέ­νουν α­πό τους συμ­βού­λους τού Υπουρ­γού να τον υ­πο­δεί­ξουν, πο­λύ φο­βό­μα­στε πως ο τι­μώ­με­νος θα μεί­νει α­μνη­μό­νευ­τος.  

Σαν μα­νι­τά­ρια

Ωστό­σο, και χω­ρίς τη σκέ­πη του Ε.ΚΕ.ΒΙ., εκ­δο­τι­κοί οί­κοι και βι­βλιο­πω­λεία ξε­φυ­τρώ­νουν σαν μα­νι­τά­ρια. Το πιο πρό­σφα­το πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι τα γεν­νη­τού­ρια της Εστίας. Η οι­κο­γέ­νεια της Εστίας, Κολ­λά­ρος - Σα­ρα­ντό­που­λος - Κα­ραϊτί­δη­δες, εί­χε έ­να ι­στο­ρι­κό βι­βλιο­πω­λείο, το έ­κλει­σε και πριν συ­μπλη­ρω­θεί το ε­ξά­μη­νο του πέν­θους, προέ­κυ­ψαν δί­δυ­μα. Δεν πρό­κει­ται, βε­βαίως για μο­νο­ζυ­γω­τι­κά δί­δυ­μα. Το έ­να πή­ρε τον τίτ­λο, Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας, χω­ρίς την ου­ρά “Ι. Δ. Κολ­λά­ρου και Σιας”, που έ­χει, ε­δώ και και­ρό, ε­ξα­λει­φθεί α­πό τις εκ­δό­σεις της Εστίας. Αυ­τήν τη φο­ρά, ο τίτ­λος κυ­ριο­λε­κτεί. Το νέο βι­βλιο­πω­λείο δεν θα εί­ναι γε­νι­κό, ό­πως το μη­τρι­κό, αλ­λά βι­βλιο­πω­λείο α­πο­κλει­στι­κά των εκ­δό­σεων της Εστίας. 
Το έ­τε­ρο, σύμ­φω­να πά­ντα με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα, δεν πή­ρε το ό­νο­μα, εν­στερ­νί­στη­κε, ό­μως, το ό­ρα­μα μίας ε­στίας βι­βλίου. Αυ­τό το πή­ρε κλη­ρο­νο­μιά α­πό τον ι­δρυ­τή της Εστίας Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη. Κα­τά τα άλ­λα, το δεύ­τε­ρο γεν­νη­τού­ρι, ό­πως τα υιο­θε­τη­μέ­να, α­πο­κρύ­βει τον γεν­νή­το­ρά του. Αυ­τό, για την οι­κο­νο­μι­κί­στι­κη ε­πο­χή μας, ση­μαί­νει τον χρη­μα­το­δό­τη. Συμ­βαί­νει, κά­πο­τε, η σκυ­τά­λη να περ­νά­ει σε μα­κρι­νό συγ­γε­νή. Κά­πως έ­τσι δεν πέ­ρα­σε και α­πό τον Κασ­δό­νη στον Κολ­λά­ρο; Χω­ρο­τα­ξι­κά, τα δί­δυ­μα βρί­σκο­νται ε­πί ευ­θείας γραμ­μής, που περ­νά­ει α­πό το ι­στο­ρι­κό βι­βλιο­πω­λείο και σε πε­ρί­που ί­ση α­πό­στα­ση α­πό αυ­τό. Το πρώ­το προς τα Β.Δ., στην αρ­χή της μπα­ρό­βιας Οδού Δελ­φών, με υ­πεύ­θυ­νο έ­ναν άρ­τι α­φι­χθέ­ντα εκ Μυ­κό­νου. Ο ί­διος, πριν α­πό έ­ξι χρό­νια, βρι­σκό­ταν και πά­λι στην Αθή­να, υ­πεύ­θυ­νος του νεό­τευ­κτου τό­τε ο­κταώ­ρο­φου Ελευ­θε­ρου­δά­κη της Πα­νε­πι­στη­μίου. Ας ελ­πί­σου­με, να μην φέ­ρει γρου­σου­ζιά. Το δεύ­τε­ρο προς τα Ν.Δ., στο τμή­μα της Ακα­δη­μίας με τα κα­τε­βα­σμέ­να ρο­λά. Ευελ­πι­στεί να α­να­στή­σει την πε­ριο­χή, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα της Μά­νιας Κα­ραϊτί­δη, που, πριν 35 χρό­νια, έ­φε­ρε την πιά­τσα του βι­βλίου, πα­ρα­δί­πλα, στη Σό­λω­νος. 
Όσο α­φο­ρά γε­νι­κώς την ο­νο­μα­το­λο­γία των νεό­τευ­κτων βι­βλιο­πω­λείων, μας θυ­μί­ζει την α­ντί­στοι­χη των και­νού­ριων φούρ­νων. Οι λέ­ξεις αρ­το­ποιείο και βι­βλιο­πω­λείο έ­χουν θεω­ρη­θεί πα­ρω­χη­μέ­νες και δο­κι­μά­ζο­νται ευ­φά­ντα­στα πα­ρά­γω­γα – bookloft, booktique, βι­βλιο­στά­σι κ.λπ. Όπως ο φούρ­νος δεν φουρ­νί­ζει πλέ­ον ψω­μά­κια αλ­λά αρ­το­ποιή­μα­τα, α­ντι­στοί­χως, το δι­σέγ­γο­νο του Κασ­δό­νη βα­φτί­στη­κε “Επί λέ­ξει”. Δη­λα­δή, κά­τι σαν να βα­φτί­ζεις σή­με­ρα έ­να α­γο­ρά­κι Λα­ο­κρά­τη ή Βλα­δί­μη­ρο. Σί­γου­ρα, τρε­λός νο­νός το βά­φτι­σε. Να δού­με, με τέ­τοιο ό­νο­μα, τι προ­κο­πή θα κά­νει.    

Φτω­χός συγ­γε­νής

Οι συγ­χορ­δίες του Τύ­που, με­λο­δρα­μα­τι­κές ή α­να­στά­σι­μες, συ­νό­δευ­σαν, α­ντί­στοι­χα, το κλεί­σι­μο και το ά­νοιγ­μα των Βι­βλιο­πω­λείων.  Με α­πο­ρία δια­πι­στώ­νου­με πως οι δη­μο­σιο­γρά­φοι έ­χουν α­πε­μπο­λή­σει τον ε­νη­με­ρω­τι­κό ρό­λο τους, α­να­λαμ­βά­νο­ντας ε­κεί­νον του δια­φη­μι­στή. Το πα­ρά­δειγ­μα των δη­μο­σιο­γρά­φων α­κο­λου­θούν οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές. Η κρα­τού­σα λο­γι­κή εί­ναι ό­τι το βι­βλίο θέ­λει στή­ρι­ξη. Έτσι, ό­μως, που ά­νοι­ξε η ό­ρε­ξη των συγ­γρα­φέων και γεν­νούν σαν κου­νέ­λες, λί­γη κρι­τι­κή δεν θα έ­βλα­πτε. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, λη­σμό­νη­σαν το σο­φό γνω­μι­κό, “αν δεν παι­νέ­σεις το σπί­τι σου θα πέ­σει να σε πλα­κώ­σει”. Ναι μεν στέ­κο­νται εν­θου­σιώ­δεις στις πα­ρου­σιά­σεις τους, αλ­λά α­πο­δει­κνύο­νται τσι­γκού­νη­δες στις ε­πι­λο­γές των προ­σώ­πων. Την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, γε­νι­κώς, την α­ντι­με­τω­πί­ζουν σαν φτω­χό συγ­γε­νή. Αυ­τός ο πα­ρα­με­ρι­σμός εί­ναι εμ­φα­νής στα έν­θε­τα βι­βλίου των με­γά­λων ε­φη­με­ρί­δων, ό­που το κε­ντρι­κό θέ­μα εί­ναι κα­τά κα­νό­να το ξέ­νο βι­βλίο. Προ­τί­μη­ση, που γί­νε­ται εμ­φα­νέ­στε­ρη στις ε­ορ­τα­στι­κές ε­πι­λο­γές.
Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, το γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό «Lire», στο τεύ­χος του Δε­κεμ­βρίου, πα­ρου­σιά­ζει “Les 20 meilleurs livres de l’ annee”. Ο κα­τά­λο­γος έ­χει δέ­κα γαλ­λι­κά και δέ­κα με­τα­φρα­σμέ­να (έ­να α­πό τα ρωσ­σι­κά και εν­νέα α­πό τα αγ­γλι­κά). Στις α­ντί­στοι­χες ε­πι­λο­γές των αρ­χαιό­τε­ρων έν­θε­των βι­βλίου, ο­σο­νού­πω συ­μπλη­ρώ­νουν 20ε­τία, τα Βι­βλία («Το Βή­μα») και το Βι­βλιο­δρό­μιο («Τα Νέ­α»), πα­ρου­σιά­ζο­νται 100 προ­τά­σεις για τα Χρι­στού­γεν­να στο πρώ­το και 120 στο δεύ­τε­ρο (με­τρη­μέ­να 78 και 103, α­ντί­στοι­χα), ό­που τα ελ­λη­νι­κά με­τά βίας φθά­νουν, α­ντί­στοι­χα, τα 32 και τα 44. Στο πρώ­το έν­θε­το, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, πα­ρου­σιά­ζο­νται και ε­πτά βι­βλία ελ­λη­νι­κής ποίη­σης. Μό­νο που δεν πρό­κει­ται για νέες ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, αλ­λά για έ­ξι συ­γκε­ντρω­τι­κές εκ­δό­σεις (Μ. Ελευ­θε­ρίου, Γ. Κο­ντού, Μ. Γκα­νά, Χ. Βλα­βια­νού, μία αν­θο­λο­γία ελ­λη­νι­κής ποίη­σης, Άπα­ντα Ρώ­μου Φι­λύ­ρα) και τη με­τα­θα­νά­τια συλ­λο­γή του Ρί­τσου. Η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία έρ­χε­ται τε­λευ­ταία στην πα­ρά­θε­ση των ε­πι­λο­γών, με μό­λις 14 βι­βλία. Στο δεύ­τε­ρο έν­θε­το, η ποίη­ση α­που­σιά­ζει, αλ­λά η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία προ­τάσ­σε­ται και ε­ξι­σορ­ρο­πεί την πα­ρά­λη­ψη με 23 βι­βλία. Στην πρώ­τη ε­πι­λο­γή φαί­νε­ται να δό­θη­κε βά­ρος στον εκ­δό­τη, στη δεύ­τε­ρη στον συγ­γρα­φέα, ε­νώ, και στις δυο, η σύ­ντο­μη πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου αν­τλεί­ται α­πό τα πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία. Κα­τά τα άλ­λα, με τό­σο πλού­σια πα­ρα­γω­γή ντό­πιου α­στυ­νο­μι­κού, προ­κα­λεί α­πο­ρία η μνη­μό­νευ­ση μό­νο των Γιάν­νη Μα­ρή και Αγγε­λι­κής Νι­κο­λού­λη. Όσο για τον δο­κι­μια­κό λό­γο, σχε­δόν τον μο­νο­πω­λούν Βία, Κρί­ση, και Αντι­ση­μι­τι­σμός.

Διή­γη­μα

Ο με­γά­λος, ό­μως, α­πών εί­ναι το διή­γη­μα. Οι υ­πεύ­θυ­νοι, ω­στό­σο, του πρώ­του έν­θε­του εί­χαν με­ρι­μνή­σει. Την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή, στο έ­τε­ρο πο­λι­τι­στι­κό έν­θε­το της ε­φη­με­ρί­δας, υ­πήρ­χε “σα­λό­νι” α­φιε­ρω­μέ­νο στο διή­γη­μα. Στο ε­ξώ­φυλ­λο προσ­διο­ρί­ζε­ται πως πρό­κει­ται για “διη­γή­μα­τα γραμ­μέ­να ει­δι­κά για το «Βή­μα»”. Ως προ­πο­μπός η δή­λω­ση ό­τι πρό­κει­ται για πα­ραγ­γε­λία α­πο­τε­λεί μεν δια­φή­μι­ση για την ε­φη­με­ρί­δα, αλ­λά δεν κο­λα­κεύει τους συγ­γρα­φείς. Άντε και κα­λά οι κοι­νοί θνη­τοί. Μπο­ρεί, ό­μως, πο­τέ έ­νας Ακα­δη­μαϊκός να δέ­χε­ται πα­ραγ­γε­λία (!). Το έ­κα­νε βε­βαίως έ­νας Πα­πα­δια­μά­ντης, αλ­λά ε­κεί­νος δεν εί­χε ού­τε τις “τρεις και ε­ξή­ντα”. Όπως και να έ­χει, οι υ­πεύ­θυ­νοι κα­τά­φε­ραν να α­να­κα­τώ­σουν διη­γή­μα­τα και ι­στο­ρίες, που ση­μαί­νει, με το συ­μπά­θιο, πως “έ­μπλε­ξαν γρα­βά­τες με ε­σω­βρά­κια”. Αφού εί­χαν διη­γή­μα­τα α­πό τους δυο πρε­σβύ­τε­ρους και ση­μα­ντι­κό­τε­ρους συγ­γρα­φείς του συ­γκε­κρι­μέ­νου λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους (Θ. Βαλ­τι­νός, Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος), για­τί να τα α­να­κα­τώ­σουν με τις ι­στο­ρίες ε­νός ποιη­τή (Χρ. Λιο­ντά­κης) και μίας μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου (Α. Μι­χα­λο­πού­λου). Με πρό­σθε­το ο­λί­σθη­μα, το κα­τα­χώ­νια­σμα του ε­νός εκ των δυο διη­γη­μά­των στην κά­τω α­ρι­στε­ρή γω­νία α­ντί της ε­πά­νω δε­ξιάς. Δυο τι­νά μπο­ρεί να δι­καιο­λο­γούν αυ­τό το τε­λευ­ταίο α­τό­πη­μα: εί­τε το διή­γη­μα με την υ­πο­δό­ρια ει­ρω­νεία δεν ε­κτι­μή­θη­κε α­πό τους υ­πεύ­θυ­νους εί­τε ο συγ­γρα­φέ­ας του δεν έ­χει γε­ρές πλά­τες. Διό­λου α­πί­θα­νο και τα δυο. Με τό­σες, ό­μως, α­πο­ρίες, ποιος ψάλ­της δεν θα πνι­γό­τα­νε στον βή­χα.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/1/2014.