Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Στον αστερισμό των απατεώνων


Θέ­μης Πά­νου
«Vita Brevis
Ιστο­ρίες για α­χρείους»
Σκί­τσα: Θα­νά­σης Δή­μου
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Δε­κέμ­βριος 2013

Ο Θε­μι­στο­κλής Πά­νου, δε­κα­τρία συ­να­πτά έ­τη με­τά την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του στην πε­ζο­γρα­φία, ε­πα­νέρ­χε­ται με μία δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή ι­στο­ριών. Πολ­λά έ­χουν αλ­λά­ξει στο εν­διά­με­σο. Κά­ποια δεί­χνουν σαν μι­κρές α­πι­στίες στον Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη ε­αυ­τό του. Το Θε­μι­στο­κλής συ­ντο­μεύ­τη­κε σε Θέ­μης. Όπως φαί­νε­ται, προ του διε­θνούς κλέ­ους, το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό του βα­πτι­στι­κού πε­ριτ­τεύει. Το βιο­γρα­φι­κό προ­σαρ­μό­στη­κε στις κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις πε­ρί του τι συ­νι­στά προ­σόν και τι μειο­νέ­κτη­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα, το έ­τος γέν­νη­σης α­πα­λεί­φθη­κε, πα­νε­πι­στη­μια­κές σπου­δές μα­ζί με θέ­σεις σε κρα­τι­κά ι­δρύ­μα­τα προ­τάσ­σο­νται, η θη­τεία της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας στο ποιο­τι­κό θέ­α­τρο ε­ξαί­ρε­ται, ε­νώ η προ­η­γού­με­νη ει­κο­σα­ε­τία σε πα­ρα­στά­σεις του ε­μπο­ρι­κού θεά­τρου α­πο­σιω­πά­ται, και τέ­λος, οι βρα­βεύ­σεις στο χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου πα­ρα­τί­θε­νται α­να­λυ­τι­κά. Αφή­νο­ντας, δη­λα­δή, πί­σω την θάλ­λου­σα νεό­τη­τα, συμ­μορ­φώ­νε­ται και ό­λα τα φώ­τα ε­στιά­ζο­νται στην ει­κό­να του σταρ.

Το πρώ­το Βόλ­πι

Και δι­καίως. Το βρα­βείο κα­λύ­τε­ρης αν­δρι­κής ερ­μη­νείας στο 70ο Φε­στι­βάλ της Βε­νε­τίας, το Κύ­πελ­λο Βόλ­πι, ό­πως εί­ναι η ο­νο­μα­σία του προς τι­μή του ι­δρυ­τή τού Φε­στι­βάλ κό­μη­τα Τζου­ζέπ­πε Βόλ­πι, που α­πέ­σπα­σε ο Πά­νου, εί­ναι το πρώ­το που α­πο­νέ­με­ται σε Έλλη­να η­θο­ποιό. Από το 1935, ό­ταν το εν λό­γω βρα­βείο θε­σμο­θε­τή­θη­κε, στα 56 αν­δρι­κού ρό­λου που α­πο­νε­μή­θη­καν, 112 εάν συμ­ψη­φί­σου­με και τα γυ­ναι­κείου ρό­λου, αυ­τό εί­ναι το πρώ­το ελ­λη­νι­κό “Coppa Volpi”. Ενώ, Αργυ­ρός, αλ­λά και Χρυ­σός, Λέων σε Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη εί­χε δο­θεί. Ήδη, α­πό τη δε­κα­ε­τία του ’80, στον Θό­δω­ρο Αγγε­λό­που­λο. Πρώ­τα, ο Χρυ­σός για τον «Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο», με­τά ο Αργυ­ρός, για το «Το­πίο στην ο­μί­χλη». Σε ε­κεί­νη την ται­νία, ο Αγγε­λό­που­λος έ­δι­νε ι­διαί­τε­ρη διά­στα­ση στην έν­νοια του πα­τέ­ρα, συμ­βο­λι­κή, έ­ξω α­πό τον ρε­α­λι­σμό. Ο Αγγε­λό­που­λος α­πε­βίω­σε στις 24 Ιαν. 2012 και μα­ζί του έ­σβη­σε ο κι­νη­μα­το­γρά­φος με τις συμ­βο­λι­κές προ­ε­κτά­σεις. Συ­μπτω­μα­τι­κά, στο φε­τι­νό Φε­στι­βάλ Βε­νε­τίας, α­φιε­ρω­μέ­νο σε ε­κεί­νον, ο Αργυ­ρός Λέων και το Κύ­πελ­λο Βόλ­πι α­πο­νέ­μο­νται σε μία ρε­α­λι­στι­κή ται­νία, ό­που τί­πο­τα δεν μέ­νει θο­λό, ό­λα εμ­φα­νί­ζο­νται γυ­μνά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το χά­σμα, που χω­ρί­ζει τους δυο τίτ­λους. Στην «Miss Violence», η οι­κο­γέ­νεια πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ε­στία κα­κών, με  τον πα­τέ­ρα ε­ξου­σια­στή να φτά­νει στην αι­μο­μι­ξία. Πρό­κει­ται και ε­δώ για μία ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, που προ­βάλ­λε­ται ως α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή, α­σχέ­τως αν το σε­νά­ριο βα­σί­στη­κε στο ι­στο­ρι­κό μίας οι­κο­γέ­νειας Γερ­μα­νών.  
Ο Πά­νου, στο ρό­λο του πα­τέ­ρα, δεί­χνει την γκά­μα του τα­λέ­ντου του, με δο­μι­κό στοι­χείο την πει­θαρ­χία. Αντι­θέ­τως, στη συγ­γρα­φή, φαί­νε­ται να δια­τη­ρεί την α­ντι­συμ­βα­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά των νε­α­νι­κών του χρό­νων. Ήταν ο πιο κα­κός ο μα­θη­τής. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, δυο φο­ρές έ­κα­νε την ί­δια τά­ξη, αν και δεν μνη­μο­νεύει τις συν­θή­κες της α­πο­τυ­χίας του. Δυο φο­ρές την πρώ­τη γυ­μνα­σίου, που συ­νέ­πε­σε με την με­τε­γκα­τά­στα­ση α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στα Πα­τή­σια. Δυο φο­ρές την έ­κτη, αρ­χές Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­ταν έ­πνεε ε­πα­να­στα­τι­κός αέ­ρας. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, έ­χο­ντας μεί­νει ε­κτός των ε­πί­ση­μων σχο­λών θεά­τρου, α­να­κά­λυ­ψε χά­ρις σε μία “θε­α­τρο­πα­ρέ­α”, τον θε­α­τρί­νο ε­ντός του. 

Ο κ. Διο­σκου­ρί­δης

Αλλά για να ε­πα­νέλ­θου­με στο βι­βλίο, ό­ταν πρό­κει­ται για το βιο­γρα­φι­κό στο “αυ­τά­κι”, η ι­διό­τη­τα του συγ­γρα­φέα έ­χει το με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος. Εδώ, ί­σα που μνη­μο­νεύε­ται ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου, «Αιφ­νι­δίως... και μία ε­πι­στρο­φή», και μά­λι­στα, με πα­ραλ­λαγ­μέ­νη τη χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης. Κά­τι σαν πα­λαιά α­μαρ­τία. Από μία ά­πο­ψη, αυ­τές εί­ναι α­να­με­νό­με­νες  α­πώ­λειες, ό­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει τον με­γά­λο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Σε τε­λευ­ταία α­νά­λυ­ση, α­σή­μα­ντες, σε σχέ­ση με τα ό­ποια ο­φέ­λη ε­ξα­σφα­λί­ζει η με­τοι­κε­σία. Ο Πά­νου, πά­ντως, στον πρώ­το εκ­δό­τη του, “τον ε­ξαί­ρε­τον κ. Διο­σκου­ρί­δη”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί, ο­φεί­λει μέ­ρος της πρω­το­τυ­πίας ε­κεί­νου του βι­βλίου. Για πα­ρά­δειγ­μα, το ε­μπρο­σθό­φυλ­λο να με­τα­τρέ­πε­ται σε ο­πι­σθό­φυλ­λο και τού­μπα­λιν. Άλλω­στε, χά­ρις σε ε­κεί­νον, γρά­φει τρία διη­γή­μα­τα. Το πρώ­το συ­νο­δεύει το βι­βλίο δί­κην δελ­τίου Τύ­που. Και­νο­το­μία του κ. Διο­σκου­ρί­δη προς α­ντι­κα­τά­στα­ση του στε­ρεό­τυ­που βιο­γρα­φι­κού. Ήθε­λε λευ­κό το “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, για να α­πο­φεύ­γε­ται η χει­ρα­γώ­γη­ση του α­να­γνώ­στη. Το δεύ­τε­ρο υ­πο­τί­θε­ται ό­τι ή­ταν το πρώ­το του πε­ζό, που υ­πε­ρέ­βαι­νε τις δυο σε­λί­δες. Εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό του βι­βλίου, σαν συ­μπλή­ρω­μα στα δε­καέ­ξι σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα, δε­κα­τρία της μίας σε­λί­δας και τρία της μίας και με­ρι­κών σει­ρών. 
Μέ­νει το τρί­το διή­γη­μα, που γρά­φτη­κε αρ­γό­τε­ρα και α­να­φέ­ρε­ται “στο με­γα­λείο του ε­λά­χι­στου”, κα­τά τον υ­πό­τιτ­λο. Σε ε­κεί­νο α­νι­στο­ρεί με­τά φα­ντα­σίας τα «Tragici minoris» της πρώ­της εκ­δο­τι­κής του ε­μπει­ρίας. Δη­μο­σιεύ­τη­κε Ιούν. 2004. Εί­ναι η μο­να­δι­κή συ­νερ­γα­σία του Πά­νου στο πε­ριο­δι­κό της γε­νιάς του, το «Να έ­να μή­λο», που έ­σβη­σε ά­δο­ξα, για­τί το βα­ρέ­θη­κε η μά­να του, του­τέ­στιν η εκ­δό­τρια και διευ­θύ­ντριά του. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους διη­γη­μα­το­γρά­φους, οι συ­νερ­γα­σίες του Πά­νου σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, α­πό ό­σο του­λά­χι­στον γνω­ρί­ζου­με, εί­ναι μό­λις δυο. Του διη­γή­μα­τος εί­χε προ­η­γη­θεί, Δεκ. 2003, η δη­μο­σίευ­ση «Τριών πε­ζών ποιη­μά­των» στο πε­ριο­δι­κό της Εται­ρείας Με­λέ­της της κα­θ’  η­μάς Ανα­το­λής, «Η Κιν­στέρ­να». Το με­σαίο  ποίη­μα, «Θε­α­ταί», ξε­κι­νά­ει α­πο­λο­γι­στι­κά, “Ολί­γα πράγ­μα­τα. Ολί­γα ε­πρά­ξα­μεν. Σχε­δόν τα ε­λά­χι­στα, τα ει δυ­να­τό­ν.” και τε­λειώ­νει α­πο­λο­γη­τι­κά, “Βε­βαίως εις την πρώ­την σει­ράν, / εκ του σύ­νεγ­γυς, εις την πρώ­την γραμ­μή και τα / τοιαύ­τα... πα­ρό­λα αυ­τά... α­πλώς θε­α­ταί. / Τί­πο­τε άλ­λο.”
Κι ό­μως, δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο ποιη­τής βρέ­θη­κε, σχε­δόν χω­ρίς να το ε­πι­διώ­ξει, στο κέ­ντρο της σκη­νής. Τε­λι­κά, “τα ει δυ­να­τό­ν” α­πο­δεί­χθη­καν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Όχι μό­νο πέ­τυ­χε έ­ναν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό θρίαμ­βο, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα, πα­ρου­σιά­ζε­ται με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του ως μία ι­σχυ­ρή υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο διη­γή­μα­τος 2013. Στα καθ’ η­μάς, μία ό­χι ευ­κα­τα­φρό­νη­τη διά­κρι­ση. Ισχυ­ρή υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου εί­χε α­πο­τε­λέ­σει και το πρώ­το του βι­βλίο. Τό­τε α­κό­μη, δεν εί­χε τε­θεί η­λι­κια­κός φραγ­μός στους διεκ­δι­κη­τές του εν λό­γω βρα­βείου. Μπο­ρού­σε να α­πο­νε­μη­θεί και σε έ­ναν σα­ρα­ντά­ρη ό­πως ή­ταν ο Πά­νου. Εκεί­νη τη χρο­νιά εί­χε α­πο­νε­μη­θεί σε έ­ναν πρω­το­εμφ­νι­ζό­με­νο, που ή­ταν ε­πί­σης η­θο­ποιός. Μά­λι­στα, στε­γα­ζό­ταν και ε­κεί­νος στον εκ­δο­τι­κό οί­κο του κ. Διο­σκου­ρί­δη.

Δια­χρο­νι­κώς α­χρείοι

Δια­φο­ρε­τι­κό το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Πά­νου, αλ­λά κι αυ­τό πρω­τό­τυ­πο ως σύλ­λη­ψη. Οι λα­τι­νι­κοί χα­ρα­κτή­ρες του τίτ­λου, σε συν­δυα­σμό με τον αγ­γλό­γλωσ­σο τίτ­λο της ται­νίας, δη­μιουρ­γούν αρ­χι­κά την ε­ντύ­πω­ση πως ο συγ­γρα­φέ­ας α­κο­λου­θεί τον συρ­μό και α­παρ­νεί­ται την ελ­λη­νι­κή. Λαν­θα­σμέ­νη ε­ντύ­πω­ση. Όσο ελ­λη­νι­κός εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου, με ε­κεί­νο το κα­θα­ρευου­σιά­νι­κο “αιφ­νι­δίως”, άλ­λο τό­σο εί­ναι και ο και­νού­ριος. Αντλεί­ται α­πό το πρώ­το πα­ράγ­γελ­μα των α­φο­ρι­σμών του Ιππο­κρά­τους, “ο βίος βρα­χύς η δε τέ­χνη μα­κρά”, αλ­λά α­ντε­στραμ­μέ­νο, ό­πως το α­πέ­δω­σαν οι Ρω­μαίοι, “Ars longa, vita brevis”. Ασχέ­τως αν ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρό­τι γνω­ρί­ζει πως η εκ­μά­θη­ση μίας τέ­χνης α­παι­τεί μα­κρύ χρό­νο, ε­πι­δί­δε­ται σε δυο ταυ­το­χρό­νως. Κά­τι σαν το “α­πό δω η γυ­ναί­κα μου κι α­πό δω το αί­σθη­μά μου”.  
Το 2000, στα σα­ρά­ντα του, πριν σκά­σει μύ­τη στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, εκ­δί­δει την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ξε­κι­νά­ει σπου­δές θε­α­τρο­λο­γίας. Στα 53 του, ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται με πο­λυ­σέ­λι­δες, του­λά­χι­στον για τα δι­κά του μέ­τρα, “ι­στο­ρίες για α­χρείους”. Ο πρώ­τος συ­νειρ­μός εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για τους ση­με­ρι­νούς α­χρείους. Με άλ­λα λό­για, για έ­να α­κό­μη βι­βλίο γύ­ρω α­πό την κρί­ση και τα τρέ­χο­ντα δει­νά. Κά­τι τέ­τοιο θα α­πο­τε­λού­σε μία σχε­δόν αυ­το­νό­η­τη με­τα­πή­δη­ση α­πό την οι­κο­γε­νεια­κή βία της βρα­βευ­μέ­νης ται­νίας, που ο­δη­γεί τα θύ­μα­τα στην αυ­το­κτο­νία, στην πο­λι­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή βία, με τις ί­διες συ­νέ­πειες για τους α­δύ­να­μους. Έτσι κι αλ­λιώς, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις για α­χρείους πρό­κει­ται. Μό­νο που έ­νας συγ­γρα­φέ­ας της στό­φας του Πά­νου δεν κα­τα­φεύ­γει στην ρε­α­λι­στι­κή α­πό­δο­ση του ε­δώ και τώ­ρα. Αντί της η­θο­γρα­φί­ζου­σας συγ­χρο­νίας, συλ­λαμ­βά­νει τις μα­κρι­νές κα­τα­βο­λές της νοο­τρο­πίας των Νε­ο­ελ­λή­νων, που ε­πι­κρο­τεί την κα­πα­τσο­σύ­νη μέ­χρι και την με­τά δό­λου τε­λού­με­νη, α­φή­νο­ντας χα­λα­ρά τα ό­ρια προς την α­πα­τεω­νιά.
Οι ι­στο­ρίες του Πά­νου φέρ­νουν  στις αγ­γλι­κές χιου­μο­ρι­στι­κές ι­στο­ρίες, κυ­ρίως, τις πα­λαιό­τε­ρες. Μο­να­δι­κό κί­νη­τρο για ό­σα συμ­βαί­νουν εί­ναι το χρή­μα. Αμι­γώς αν­δρι­κός ο θία­σος, μό­νο κά­ποιες κό­ρες ε­μπλέ­κο­νται, λό­γω του δού­ναι και λα­βείν της προί­κας, κα­θώς και η ε­ρω­μέ­νη ε­νός α­χρείου, που αυ­το­κτο­νεί με­τά την ε­γκα­τά­λει­ψή της α­πό ε­κεί­νον. Πρό­κει­ται για τέσ­σε­ρις πε­ρί­που ι­σο­μή­κεις ι­στο­ρίες. Ακρι­βέ­στε­ρα, για τρεις, ό­που η πρώ­τη χω­ρί­ζε­ται σε δυο μέ­ρη, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους και το­πο­θε­τού­νται στην αρ­χή και το τέ­λος του βι­βλίου. Επα­κρι­βώς, ο χρό­νος των δρώ­με­νων δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται. Σκόρ­πιες και έμ­με­σες α­να­φο­ρές το­πο­θε­τούν τη δρά­ση σε μία μα­κρά πε­ρίο­δο του 20ου αιώ­να, αρ­χής γε­νο­μέ­νης με τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, α­πό τους ο­ποίους εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νη η πρώ­τη σκη­νή του βι­βλίου, μέ­χρι την αρ­χή της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­ταν α­νοί­γουν, με την πα­ρέ­λευ­ση ε­ξη­κο­ντα­ε­τίας, τα αρ­χεία των εν λό­γω Πο­λέ­μων. Αντί­στοι­χη α­σά­φεια χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τον προσ­διο­ρι­σμό του τό­που. Εντός της ελ­λη­νι­κής ε­πι­κρά­τειας ε­δρά­ζο­νται οι ι­στο­ρίες. Πολ­λά, ό­μως, ε­πει­σό­δια δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην αλ­λο­δα­πή, κα­θό­σον οι ή­ρωες εί­ναι α­χρείοι πε­ριω­πής, με κο­σμο­πο­λί­τι­κο προ­φίλ και δρά­ση, που ε­ξα­πλώ­νε­ται α­νά τις η­πεί­ρους. 

Τα καρ­τά­λια

Όλα αυ­τά, αλ­λά, προ πά­ντων, ο τρό­πος της α­φή­γη­σης, δί­νουν δια­χρο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα στις α­τι­μίες ή και τις ε­γκλη­μα­τι­κές πρά­ξεις που τε­λού­νται. Πα­ρά­δειγ­μα, η βε­βια­σμέ­νη ε­ξα­σφά­λι­ση μίας δια­θή­κης, στο ο­μό­τιτ­λο, τρί­το στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης, διή­γη­μα, για την ο­ποία ο ευ­νοού­με­νος κλη­ρο­νό­μος συ­νερ­γά­ζε­ται με πα­ρα­κα­τια­νούς, που κά­νουν τη βρώ­μι­κη δου­λειά, αλ­λά και με κοι­νω­νι­κούς λει­τουρ­γούς, ό­πως ο για­τρός και ο δι­κη­γό­ρος, πρό­σω­πα χω­ρίς η­θι­κούς φραγ­μούς. Επί­σης, το τρί­το στη σει­ρά διή­γη­μα, πα­ρό­τι ο τίτ­λος του, «Λί­μπερ­τι», το πε­ριο­ρί­ζει χρο­νι­κά στα με­θεόρ­τια του Β΄Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, ο α­φη­γη­μα­τι­κός χει­ρι­σμός του τρό­που που δό­θη­καν σε “ε­φο­πλι­στές της συ­φο­ράς” και στη συ­νέ­χεια, πέ­ρα­σαν δο­λίως σε “καρ­τά­λια”, με τη συ­νερ­γεία “υ­παλ­λή­λου του Υπουρ­γείου Εξω­τε­ρι­κώ­ν”, που πή­ρε “το δω­ρά­κι του”,  α­ντα­να­κλά το πρό­τυ­πο για στη­μέ­νες εκ­χω­ρή­σεις και α­γο­ρο­πω­λη­σίες. Όσο για τη δι­με­ρή ι­στο­ρία, «Ορντι­νά­τσα» - «Παν­σιόν», με το πρώ­το μέ­ρος στην με­σο­πο­λε­μι­κή Αλε­ξάν­δρεια, θυ­μί­ζει α­στυ­νο­μι­κό ε­πο­χής με ι­στο­ρι­κό βά­θος. Στην ε­μπό­λε­μη πε­ρίο­δο, κά­ποιοι α­χρείοι αυ­το­μο­λούν στον ε­χθρό και προ­δί­δουν μυ­στι­κά,  ε­νώ, οι ί­διοι, σε και­ρό ει­ρή­νης, κυ­νη­γούν τον εύ­κο­λο πλου­τι­σμό. 
Ο Πά­νου έ­χει προ­βλέ­ψει έ­να τε­λευ­ταίο μέ­ρος με­τα­μο­ντέρ­νας σύλ­λη­ψης, που ε­ξά­ρει την χιου­μο­ρι­στι­κή πλευ­ρά των ι­στο­ριών. Σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται πληρο­φοριακές ση­μειώ­σεις, που συ­νο­δεύουν την κά­θε ι­στο­ρία, για πρό­σω­πα, συμ­βά­ντα και χώ­ρους, δί­νο­ντας έ­τσι ε­πί­χρι­σμα ντο­κου­μέ­ντου. Σύμ­φω­να με το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, διά χει­ρός συγ­γρα­φέα, πρώ­τα προέ­κυ­ψαν οι ή­ρωες και με­τά οι ι­στο­ρίες. Δη­λα­δή, πρώ­τα τους σκι­τσά­ρι­σε ο Θα­νά­σης Δή­μου, τους εί­δε ο Πά­νου, ξε­τρε­λά­θη­κε και έ­γρα­ψε τις ι­στο­ρίες του. Δεν πρέ­πει, ω­στό­σο, να δί­νει κα­νείς βά­ση στους ι­σχυ­ρι­σμούς του, κα­θώς α­ρέ­σκε­ται σε πα­ρό­μοιες α­ντι­στρο­φές της ορ­θό­δο­ξης σει­ράς των πραγ­μά­των. Η γε­λοιο­γρα­φι­κή, πά­ντως, α­πό­δο­ση των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των προ­σώ­πων α­ντα­πο­κρί­νε­ται στα βιο­γρα­φι­κά τους. Από την άλ­λη, οι ή­ρωες προ­ε­ξάρ­χουν, με την α­φή­γη­ση, σε γρή­γο­ρο ρυθ­μό, να α­κο­λου­θεί την τυ­χο­διω­κτι­κή δρά­ση τους. 
Ήδη, α­πό το προ­η­γού­με­νο βι­βλίο του Πά­νου, εί­χα­με ε­πι­ση­μά­νει την ε­πί­νοια που δεί­χνει κα­τά την ο­νο­μα­το­θε­σία, με μο­να­δι­κούς συν­δυα­σμούς βα­πτι­στι­κού και ε­πι­θέ­του. Επί­σης, την λεια­σμέ­νη γλώσ­σα, πλού­σια σε λό­για στοι­χεία και πο­λί­τι­κο ι­διό­λε­κτο. Στις ι­στο­ρίες του, τους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρό­λους τους δί­νει σε αν­θρώ­πους του θεά­μα­τος και της δια­σκέ­δα­σης. Ανά­με­σα σε αυ­τούς, έ­νας μο­να­δι­κός έ­ντι­μος, με ζωο­μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­θό­σον φύ­λα­κας ζωο­λο­γι­κού κή­που, αλ­λά ό­χι και ζωώ­δη έν­στι­κτα, που ε­πι­λέ­γε­ται ως ει­κό­να ε­ξω­φύλ­λου. Ενώ, έ­νας άλ­λος, ο­νό­μα­τι Αλέ­ξαν­δρος Βα­κά­φης, ε­μπο­ροϋπάλ­λη­λος, “ε­λάσ­σων ποιη­τής της Αι­γύ­πτου”, κά­ποιας η­λι­κίας, “με στρογ­γυ­λά γυα­λά­κια και μια χω­ρί­στρα έ­ντο­νη στο πλάι, με­γά­λη μύ­τη και ευ­γε­νι­κό πρό­σω­πο”, α­πο­τε­λεί την βλά­σφη­μη συμ­βο­λή του συγ­γρα­φέα στο εκ­πνεύ­σαν κα­βα­φι­κό έ­τος. Από μία ά­πο­ψη, ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος Βα­κά­φης, που, πριν πα­τή­σει την σκαν­δά­λη, α­πο­χαι­ρε­τά­ει τον ε­ρα­στή του, που τον α­πά­τη­σε, με τον ε­παυ­ξη­μέ­νο στί­χο “βρώ­μα... α­πο­χαι­ρέ­τα την την Αλε­ξάν­δρεια που χά­νεις”, και ο αι­μο­μί­κτης πα­τέ­ρας του «Miss Violence», δεν εί­ναι πα­ρά οι α­κραίες εκ­φάν­σεις μίας αν­θού­σας, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ε­λευ­θε­ριό­τη­τας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/1/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: