Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Με Μαγκρίτ και Λειβαδίτη

Έλενα Μαρούτσου
"Μεταξύ συρμού και αποβάθρας"
Εκδόσεις Καστανιώτη
Οκτώβριος 2008
"Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας", προειδοποιούν τα μεγάφωνα του ΗΣΑΠ, εμπνέοντας στην Έλενα Μαρούτσου έναν τίτλο, που ταιριάζει γάντι στη μυθοπλαστική της σύλληψη. Όπου, ως αποβάθρα, θα μπορούσε, λ.χ., να νοηθεί η πραγματικότητα και ως συρμός, γιατί όχι, η φαντασίωση, το μύθευμα, η λογοτεχνία. Έτσι κι αλλιώς, οι παρομοιώσεις είναι το δυνατό της σημείο, όπως φάνηκε ήδη από το πρώτο, προ δεκαετίας, βιβλίο της, "Του ύψους και του βάθους", και δείχθηκε καθαρότερα με το επόμενο, "Οι προδοσίες των ονομάτων", το 2004, και τα δυο από τις εκδόσεις "Αλεξάνδρεια", στη σειρά ελληνικής πεζογραφίας, που καταρτίζει ο Κώστας Παπαγεωργίου. Μόνο που με ευρηματικούς τίτλους και ευφάνταστα σχήματα λόγου, άντε και με θυμόσοφα αποφθέγματα, μια ακόμη δεξιότητα της Μαρούτσου, μπορεί να πλέκονται καινοφανείς έως και παράξενες ιστορίες, αλλά μυθιστόρημα δεν στήνεται, ούτε το όνομα ενός συγγραφέα ακούγεται. Και πράγματι, με τις δυο συλλογές διηγημάτων της, η Μαρούτσου δεν έτυχε ευρύτερου κριτικού σχολιασμού, πέραν σύντομων επιδοκιμαστικών αναφορών. Χάρις, όμως, στο μυθιστόρημά της, η Μικέλα Χαρτουλάρη, που έχει αναλάβει σχεδόν κατά αποκλειστικότητα τα της υποδοχής των καινούργιων εκδόσεων, την χαιρετίζει, λίγες μόνο ημέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της, με τον τίτλο, "Ένα αστέρι γεννήθηκε", κατά παραλλαγή τού "εγεννήθη ημίν συγγραφεύς".
Όπως οι ιστορίες της Μαρούτσου, έτσι και το μυθιστόρημά της, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμιγώς ερωτικού περιεχομένου, με μια, όμως, σημαντική διαφορά, στο μυθιστόρημα, η συγγραφέας προστρέχει σε δυο μεγάλους της τέχνης, τον Μαγκρίτ και τον Λειβαδίτη, και με υποστυλώματα από το έργο τους κατορθώνει, όχι μόνο να στήσει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, αλλά και να ξετυλίξει το μίτο της ιστορίας της σε τριακόσιες πενήντα σελίδες, χωρίς απειλητικές για το σύνολο κοιλιές. Ο Ρενέ Μαγκρίτ θα πρέπει να απασχολεί τη συγγραφέα ήδη από το προηγούμενο βιβλίο της, αν κρίνουμε και από τον τίτλο, "Η προδοσία των ονομάτων", που θυμίζει τον πίνακα του Μαγκρίτ, "Η προδοσία των εικόνων", από όπου και η δάνεια ιδέα του χάσματος ανάμεσα στα ονόματα και τις πραγματικές εικόνες, είτε πρόκειται για ζωγραφικούς πίνακες είτε για ανθρώπους. Γεννημένη η Μαρούτσου, το έτος που πέθανε ο βέλγος ζωγράφος, θα μπορούσε με το μυθιστόρημά της να αποτίει φόρο τιμής κατά την επέτειο, το 2007, των σαράντα χρόνων από το θάνατό του. Αν και στο μυθιστόρημα η εν λόγω επέτειος ουδόλως αναφέρεται, σε αντίθεση με την επέτειο του Τάσου Λειβαδίτη, που αποτελεί μέρος της υπόθεσης.
Στις 30 Οκτωβρίου 1988 πέθανε ο Λειβαδίτης, όπως το προέβλεπε στους στίχους του, "το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο -με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις" και ειδικότερα, "πάει κι απόψε τ' όμορφο τ' απόβραδο / από Δευτέρα πάλι / πίκρα και σκοτάδι / Αχ να 'ταν η ζωή μας / Σαββατόβραδο / κι ο χάρος νά 'ρχονταν / μια Κυριακή το βράδυ". "Βιάστηκε όμως και ήρθε Κυριακή πρωΐ", προσθέτει ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς στο "Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη", που συντάσσει ως κατακλείδα του πρόσφατου βιβλίου του. Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, με αφορμή την επέτειο των είκοσι χρόνων από το θάνατο του Λειβαδίτη, το "Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου" προκήρυξε διαγωνισμό για τη συγγραφή σεναρίου εμπνευσμένου από την ποίησή του, αντί να το αναθέσει σε επιφανή συγγραφέα, όπως είχε κάνει, καλή ώρα, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, δέκα χρόνια πριν, για το έτος Σολωμού. Στο μυθιστόρημα, μάλιστα, αρχίζει να γυρίζεται και η ταινία, ανεξάρτητα αν, τελικά, όπως και στην πραγματικότητα με την περίπτωση του Σολωμού, ούτε αυτή ευοδώθηκε και ο σεναριογράφος, που, μυθοπλαστική αδεία, ήταν και ο σκηνοθέτης, έμεινε απλήρωτος.
Πρωτοπρόσωπη η αφήγηση και το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι η αφηγήτρια, στην οποία η συγγραφέας δίνει τα δικά της βιογραφικά στοιχεία, τουλάχιστον όσο αφορά την ηλικία και τις σπουδές. Ακριβώς όπως κάνει στα μυθιστορήματά της η συνομήλική της Δήμητρα Κολλιάκου, που εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα (ένα χρόνο μικρότερη η Κολλιάκου, ένα χρόνο αργότερα η πρώτη της εμφάνιση). Παραπλήσια τα βιογραφικά των δυο συγγραφέων, με αποτέλεσμα να προκύπτουν συγγενείς ηρωίδες. Και οι δυο προέρχονται από ευκατάστατες οικογένειες, με σπουδές στο εξωτερικό (της Μαρούτσου, λογοτεχνία και εικαστικές τέχνες στο Λονδίνο, της Κολλιάκου, γλωσσολογία στο Εδιμβούργο), κουβαλώντας το πένθος για τον πρόσφατο θάνατο του ενός γονέα από καρκίνο (της Μαρούτσου, του πατέρα, της Κολλιάκου, της μητέρας και της θείας), με προβληματικές ερωτικές σχέσεις, που, ως συνήθως, αποδίδονται σε ψυχολογικά προβλήματα, και τις οδηγούν στο ψυχαναλυτικό ανάκλιντρο. Μόνο που στης Κολλιάκου, η ψυχοθεραπεία αναδεικνύεται σε κυρίως θέμα, καθώς, μέσω αυτής, σκιαγραφείται ο ενοχικός χαρακτήρας της ηρωίδας της. Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα της Μαρούτσου, που η ψυχοθεραπεία προστίθεται σαν κερασάκι στον επίλογο, καθώς η συγγραφέας αποφασίζει να κορυφώσει τις αποκαλύψεις για τα απωθημένα της ηρωίδας της, συνυφαίνοντας το ιδιαίτερα προσφιλές σε νέες πεζογράφους θέμα της παιδεραστίας.
Πάντως, στα μυθιστορήματα και των δυο συγγραφέων, ο κόσμος των ηρωίδων δείχνει περίκλειστος, ουδόλως επηρεαζόμενος από τον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό ορίζοντα, μια και για όλα φταίνε οι γκόμενοι οι πρώην και οι επόμενοι. Στης Μαρούτσου, παρελαύνουν συνολικά τρεις, όπου ο πρώτος αποδεικνύεται υπερβαλλόντως υποτακτικός και ο επόμενος ακραία εξουσιαστικός. Γι' αυτό και τους σχολάει με συνοπτικές διαδικασίες, τραβώντας για τον άγνωστο τρίτο με βάρκα την ελπίδα. Μόνο που ένας άγνωστος στη σημερινή Αθήνα, όταν, μάλιστα, το συναπάντημά τους γίνεται σε ένα "άγριο" κλαμπ όπως το "Γκαγκάριν" της οδού Λιοσίων, εγκυμονεί κινδύνους. Τελικά, εκείνο που σώζει την ηρωίδα και μαζί το μυθιστόρημα είναι η εκτόνωση της ερωτικής της απογοήτευσης δια της συγγραφής ιστοριών. Και βεβαίως, όπως κάθε επίδοξος συγγραφέας, ξεκινά κι αυτή από τα προσωπικά της, από τα ερωτικά έως τους ενύπνιους πειρασμούς, επαυξάνοντάς τα με οικογενειακές ιστορίες.
Μόνο που η Μαρούτσου, λόγω των σπουδών της στη δημιουργική γραφή και ζωγραφική, είχε την πρωτότυπη ιδέα να παραλλάξει μερικές από τις ιστορίες, αντλώντας έμπνευση από πίνακες του Μαγκρίτ. Συνολικά πενήντα τρεις πίνακες παρατίθενται στο βιβλίο και ως εικονογράφηση των αντίστοιχων ιστοριών. Το αποτέλεσμα είναι οι ρεαλιστικές ιστορίες να εναλλάσσονται με διηγήσεις υπερρεαλιστικής πνοής, που, προχωρώντας η αφήγηση, γίνονται ολοένα και περισσότερο αισθησιακές, αποκαλύπτοντας τις απωθημένες σεξουαλικές φαντασιώσεις της ηρωίδας. Πέραν, όμως, αυτών, η αφήγηση διανθίζεται με σκηνές από την επετειακή ταινία για τον Λειβαδίτη, στις οποίες συμμετέχει και η ηρωίδα. Μάλιστα, σε μια τελευταία, συνομιλεί με τον ποιητή και τον Μαγκρίτ, που κάνουν γρήγορα περάσματα.
Η Μαρούτσου αναφέρει στο βιογραφικό της πως ασχολείται με τη φωτογραφία και το κολλάζ. Και πράγματι, με το μυθιστόρημά της αποδεικνύει πως είναι γενικότερα δεξιοτέχνης του κολλάζ και εκτός του πεδίου των εικαστικών, καθώς συνενώνει επιδέξια τα αποσπάσματα των ετερόκλητων ιστοριών, γεφυρώνοντας τα θεματικά χάσματα και συνταιριάζοντας τις διαφορές ύφους. Επιπροσθέτως, δίνει στοχαστικό βάθος στις ιστορίες της επωφελούμενη από τον φιλοσοφικό προβληματισμό, που έχει αναπτυχθεί γύρω από το έργο του Μαγκρίτ. Αν και πιστεύουμε πως η πρωτοτυπία της ιδέας της, κατά κάποιο τρόπο εξουθενώνεται με τη συσσώρευση ενός τόσο μεγάλου αριθμού ιστοριών. Όπως συμβαίνει και στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, όπου ο ήρωας, εθνολόγος το επάγγελμα, αφηγείται ιστορίες για πρωτόγονους λαούς. Στη Μαρούτσου, η εισαγωγή των ιστοριών με την στερεότυπη έκφραση, "είδα (άκουσα, σκέφτηκα...) το εξής" και μετά, δυο τελείες, ή η επαναλαμβανόμενη διατύπωση, "η λογοτεχνία (ο έρωτας, η λέξη...) είναι", όπου ακολουθούν περισσότεροι του ενός ορισμοί, αδικούν μια, κατά τα άλλα, ρέουσα αφήγηση.
Όπως και να έχει, η συνομιλία με τη ζωγραφική αποβαίνει για το μυθιστόρημα ουσιαστικότερη από ό,τι με την ποίηση του Λειβαδίτη, που, έτσι κι αλλιώς, είναι μικρότερης έκτασης. Άλλωστε, μια συνομιλία σε βάθος με έναν ποιητή σαν τον Λειβαδίτη φαίνεται δύσκολη. Και πάλι, όμως, η Μαρούτσου δείχνει την επιτηδειότητά της στο κολλάζ επιλέγοντας στίχους ταιριαστούς στα συμβάντα. Ιδιαίτερα τα μότο των τριών κεφαλαίων και του επιλόγου δίνουν την εντύπωση πως η ιστορία σαν να πυροδοτείται από τους στίχους. Συνολικά δεκαέξι αποσπάσματα από τέσσερις συλλογές της δεύτερης φάσης στο έργο του Λειβαδίτη, μετά τον "Νυχτερινό επισκέπτη" του 1972. Έξι μεγάλες περικοπές από τις "θαυμάσιες" "Βιολέτες για μιαν εποχή", όπως χαρακτηρίζει τη συλλογή ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, θεωρώντας πως είναι αντάξια εκείνων της εποχής του γαλλικού ρομαντισμού. Επτά από το "Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα", δυο από το "Βιολί για μονόχειρα" και ένα μότο από τον "Τυφλό με τον λύχνο". Η συγγραφέας κατορθώνει σε κάποιες από τις ιστορίες της να μεταγγίσει τα αισθήματα ερήμωσης, ενοχής και θλίψης για το τέλος, που κυριαρχούν στα ποιήματα. Καθόλου ασήμαντο επίτευγμα. Εν τέλει, με Μαγκρίτ και Λειβαδίτη, η Μαρούτσου αντιμετώπισε επιτυχώς το κενό μεταξύ βιώματος και μυθεύματος. Ίσως μόνο να υπερέβαλε κάπως στη δοσολογία.

Μ. Θεοδοσοπούλου