Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Πανεπιστημιακών σκευωρίες και εμπάθειες

Σωτηρία Σταυρακοπούλου
"Σπάνιες αλήθειες"
Εκδόσεις Εστίας
Νοέμβριος 2008

Όπως έχουμε ξαναγράψει, η Σωτηρία Σταυρακοπούλου συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στην ομάδα των συγγραφέων, που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1980. Γεννημένη στο Βόλο το 1957, πρωτοπαρουσιάζεται το 1980 και εκδίδει μέσα σε μια τετραετία, 1980-1983, τρία βιβλιάρια σαν ασκήσεις νεωτερικής γραφής. Επανέρχεται το 1989 με το ψευδώνυμο Ηρώ Σταυράκη και εκδίδει "την εξαισίας πόρνης φυλλάδα" "Άλμα", με παραμυθικό ύφος και δάνεια από βικτωριανές μυθιστορίες. Ακολουθεί δωδεκαετής σιωπή και μετά, το 2001, το πρώτο μυθιστόρημα, "Οι Δεξιώσεις", το 2005, το δεύτερο, "Η μεθυσμένη γυναίκα", και προσφάτως, το τρίτο. Τρία ομότροπα μυθιστορήματα, όπου πρόσωπα και συμβάντα παρουσιάζονται μέσα από τον προφορικό λόγο των κεντρικών ηρώων τους. Στα δυο πρώτα, με τη μορφή παρατεταμένης ομιλίας προς έναν σιωπούντα τρίτο, και στο πρόσφατο, σαν μονόλογος εις εαυτόν. Ως φιλολογική περιέργεια παραμένει το κατά πόσο αυτή η αλλαγή πλεύσης προς το ρεαλιστικότερο, κυρίως η υιοθέτηση της συγκεκριμένης μυθιστορηματικής μορφής, οφείλεται στο συγχρωτισμό της συγγραφέως με την ομάδα των νεοελληνιστών του King's College του Λονδίνου, όπου το βιβλίο της "Άλμα" αποτέλεσε το θέμα της διδακτορικής διατριβής της Αθανασίας Σουρμπάτη, στην οποία και αφιερώνεται το πρόσφατο μυθιστόρημα. Παραπλήσιοι αφηγηματικοί τρόποι υιοθετούνται από την ομήλικη της Σταυρακοπούλου και διδάκτορα του King's College, Ελένη Γιαννακάκη, στα δυο μυθιστορήματά της, που εκδόθηκαν περίπου τις ίδιες χρονιές με της Σταυρακοπούλου και συμπτωματικά, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Επιπροσθέτως, η Σταυρακοπούλου, στα δυο πρώτα μυθιστορήματά της, εμμένει στο θέμα του Άλλου, που είναι το προσφιλέστερο της ευρωπαϊκής και αμερικανικής λογοτεχνίας στις αρχές του τρέχοντος αιώνα.
Ωστόσο, η Σταυρακοπούλου, παρά την εξαρχής νεωτερική γραφή της, παρέμεινε σχετικά αφανής, πιθανώς, γιατί δεν κατοικεί στην Αθήνα, ούτε, όπως η Γιαννακάκη, στην Αγγλία, αλλά βρίσκεται εγκατεστημένη από τα φοιτητικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, και ακόμη, γιατί, τη δεκαετία του 1990, όταν η λεγόμενη γενιά του ΄80 άρχισε να προβάλλεται, εκείνη απουσίαζε. Το χαμένο έδαφος φάνηκε να το κερδίζει με το δεύτερο μυθιστόρημά της, όχι όμως για τον τρόπο της γραφής του, αλλά χάρις στο θέμα του, το γάμο ενός Θεσσαλονικιού με αλβανή μετανάστρια. Σε αυτό το βιβλίο της, η Σταυρακοπούλου πραγματεύεται το πρόβλημα της ένταξης και του αποκλεισμού που επιφυλάσσει η ελληνική κοινωνία σε έναν έκαστο, ανάλογα με την εθνική του ταυτότητα αλλά και το βαλλάντιό του, όπου, την σήμερον, ο άνεργος καταλήγει υποδεέστερος του Αλβανού. Ακριβώς, αυτόν τον νεόκοπο παρία της μαζικής δημοκρατίας αναδεικνύει σε μυθιστορηματικό ήρωα, σκιαγραφώντας, στα δυο πρώτα μυθιστορήματά της, την εναγώνια προσπάθειά του να δώσει στους γύρω του μια αρεστή εικόνα, ακόμη και ψευδολογώντας. Και φαίνεται πως στάθηκε τόσο πειστική στο πλάσιμο του λόγου ενός σαραντάρη άνεργου, που επιχειρεί επιδρομές στους πλούσιους μπουφέδες των πάσης φύσεως ανοιχτών "δεξιώσεων", στο ομότιτλο μυθιστόρημά της, ώστε να βρεθεί Θεσσαλονικιός να την μηνύσει για "κλοπή ζωής".
Πέραν, όμως, του κοινωνιολογικού και ψυχογραφικού ενδιαφέροντος των μυθιστορημάτων της, παρατηρούσαμε πως μένει ζητούμενη η αισθητική απόλαυση που μπορεί να προσφέρει ο προφορικός λόγος ενός ημιμαθούς Έλληνα, που ενηλικιώθηκε στη μεταπολίτευση, όπως οι ήρωές της, ο Δήμος Περπατάρης και ο Δημήτρης Βαρδαλάχος. Λες και εισακούστηκε η ένστασή μας, η συγγραφέας, στο πρόσφατο μυθιστόρημά της, εγκαταλείπει το χώρο των περιθωριακών και μετατοπίζεται σε άλλον, υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Αυτή τη φορά, ανασυνθέτει τη γλώσσα στην οποία αρθρώνονται οι σκέψεις μιας γυναίκας πανεπιστημιακής παιδείας, ακριβώς όπως κάνει η Γιαννακάκη στο δεύτερο μυθιστόρημά της, "Τα χερουβείμ της μοκέτας". Μόνο που αυτή δεν αρκείται σε μια ηρωίδα αλλά μοιράζει το μυθιστόρημά της σε δυο φωνές. Συγκεκριμένα, σε δυο καθηγήτριες του τομέα νέων ελληνικών του τμήματος φιλολογίας της φιλοσοφικής σχολής. Δεδομένου, όμως, ότι εργάζεται στον εν λόγω τομέα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1980 ως επιστημονικός συνεργάτης και σήμερα πλέον, ως λέκτορας, προτιμά να τοποθετήσει τη δράση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, προσθέτοντας και τη γνωστή σημείωση, την οποία είχε παραλείψει στα προηγούμενα βιβλία της, πως τα πρόσωπα είναι επινοημένα και τα γεγονότα φανταστικά. Ανεξάρτητα αν, αυτή τη φορά, δεν κινδυνεύει από μηνύσεις, αφού οι πνευματικοί άνθρωποι, ως γνωστόν, μάχονται εναντίον της λογοκρισίας, που ορισμένοι οπισθοδρομικοί αποπειρώνται να ασκήσουν στη λογοτεχνία.
Κυρίως θέμα του μυθιστορήματος είναι η φιλία, όχι όμως ως δεσμός αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης, αλλά ένα είδος όλως ιδιαίτερο φιλίας, η γυναικεία φιλία. Με άλλα λόγια, μια σχέση αλληλεξάρτησης και κυμαινομένων αισθημάτων, συχνά ανταγωνιστικών, όπου τυχόν υπεροχή σε κάποιο τομέα της μίας μπορεί να οδηγήσει την άλλη στην αντιπάθεια, μέχρι και στην εχθρότητα, μη αποκλείοντας ύπουλες και μνησίκακες συμπεριφορές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δυο γυναικών, γύρω στα εξήντα, που γνωρίζονται από τα νεανικά τους χρόνια, η σχέση τους έχει μεν παγιωθεί αλλά δοθείσης αφορμής φτάνει σε ακραίες εκφάνσεις. Μόνο που αν, παλαιότερα, οι μεγάλες φιλίες διαλύονταν για έναν άντρα, στα φεμινιστικά χρόνια, το αντικείμενο της διαμάχης μπορεί να είναι και ένας πανεπιστημιακός ή άλλος θώκος.
Για να προβάλλει η συγγραφέας την πολυπλοκότητα μιας παρόμοιας σχέσης επιλέγει ως υπόθεση του βιβλίου της το χρονικό της εκλογής της μίας από τις δυο στη θέση τακτικού καθηγητή, με την άλλη να κατέχει ήδη τον θώκο και να έχει λόγο κριτή και δη, τον πρώτο. Όπου η προετοιμασία παίρνει τη μορφή Γολγοθά για την υποψήφια, καθώς έχει προηγηθεί μια πρώτη κρίση προ επτά ετών, όταν έληγε η θητεία της μετά εικοσαετή υπηρεσία στο πανεπιστήμιο, κατά την οποία είχε ατυχήσει και απαιτήθηκε δικαστικός αγώνας για να βρει το δίκιό της. Για την εντελέστερη πολιορκία του θέματος, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο και εκτενέστερο, τον λόγο έχει αποκλειστικά η υποψήφια, όπου, σε δώδεκα κεφάλαια και πλήθος υποκεφαλαίων, παρουσιάζει την εικόνα που έχει για τον εαυτό της και ταυτόχρονα, πώς αντιλαμβάνεται τη φίλη της και τους λοιπούς συναδέλφους της. Ενώ, μεταφέροντας συχνά αυτούσια τα λόγια των άλλων ή και παρεμβάλλοντας κάποιους διαλόγους, φανερώνεται πώς εκείνοι την αντιμετωπίζουν και ιδιαίτερα, η φίλη της. Με τον άναρχο τρόπο της συνειρμικής ανάκλησης, παρέχονται στοιχεία για τη ζωή τους μέσα από παρελθοντικά συμβάντα και κουβέντες. Κάπως έτσι διαγράφονται δυο γυναίκες διαφορετικής ψυχοσύνθεσης, αμφότερες με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ικανοποιημένες με όσα έχουν πετύχει, που αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά η μια τις αδυναμίες της άλλης. Εξωστρεφής η υποψήφια, ανασφαλής, με ψυχολογικά προβλήματα, η ήδη καθηγήτρια, με παρέες και μόνιμο σύντροφο, έναν μεγαλύτερό της, η πρώτη, μόνη η δεύτερη, αλλά, όπως φημολογείται, με πολλές, κατά καιρούς, περιπέτειες, από έναν επιφανή συγγραφέα μέχρι νεότερούς της υφισταμένους. Εξ ου, ίσως, και το όνομά της, Εύα Αδάμ, ενώ η άλλη αποκαλείται Αγγέλα Ηλιάκου, όπου Ηλίας ο σύντροφός της.
Συντομότερο το δεύτερο μέρος, με τη δοκιμασία της εκλογής να επίκειται, μοιράζεται στις δυο γυναίκες. Εναλλάξ οι αφηγήτριες αποκαλύπτουν τις θυμικές τους μεταπτώσεις, ιδίως τα ψεύδη και τα προσχήματα που σκαρφίζεται η δεύτερη για να δικαιολογήσει εις εαυτόν την τελικά καθόλου φιλική στάση της. Ακόμη συντομότερο το τρίτο, μετά την ευτυχή έκβαση της εκλογής, το μοιράζονται οι δυο τακτικές πλέον καθηγήτριες. Με αυτή την εκ των έσω περιγραφή, η συγγραφέας αποτυπώνει τους κλυδωνισμούς μιας γυναικείας φιλίας μέχρι το τραγικό φινάλε της. Και συνάμα, αποκαλύπτει γυμνή την ακαδημαϊκή κοινότητα, σε όλο το μεγαλείο της υποκρισίας της, ενώ το πανεπιστημιακό σύστημα δείχνει ως αδιέξοδο, έτσι όπως όλα είναι παιγμένα εκ των προτέρων ανάμεσα στις φράξιες των ισχυρών. Τέλος, ως φιλόλογος η συγγραφέας, που έχει ασχοληθεί και με την φαναριώτικη ποίηση, στολίζει το μυθιστόρημά της με τρίστιχα ως μότο των τριών ενοτήτων και μονόστιχα ως επικεφαλίδες των υποκεφαλαίων, τα οποία αντλεί από τη "Μισμαγιά", "το ανθολόγιο φαναριώτικης ποίησης", που είχε εκδώσει, το 1993, η πρεσβύτερη συνάδελφός της, Άντεια Φραντζή. Οι στίχοι χρησιμοποιούνται αυτούσιοι ή και παραλλαγμένοι, ενώ η συγγραφέας συνδυάζει στίχους από διαφορετικές ενότητες, καταφεύγοντας, πέραν της ανθολογίας, και στα εκτενέστερα πρωτότυπα, όπως το στιχούργημα του Καισάριου Δαπόντε, "Περί ματαιότητος κόσμου και αθλιότητος του ανθρώπου", ώστε να ταιριάζουν με τα συμφραζόμενα του μυθιστορήματός της.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα μπορούσε να τελειώνει εδώ, αν η συγγραφέας δεν εφάρμοζε μια προκλητική τακτική, αμφίβολης σκοπιμότητας. Αντί να επινοήσει τον βίο των δυο ηρωίδων, τον αντιγράφει από τα βιογραφικά στοιχεία δυο καθηγητριών του Αριστοτελείου, αγγίζοντας και την ευαίσθητη περιοχή των λεγομένων προσωπικών δεδομένων. Ακόμη και οι επιμέρους, μικρές παραλλαγές που σχεδιάζει, δεν ανήκουν στο χώρο της φαντασίας, αλλά κι αυτές ξεκοπιάρονται από τα βιογραφικά υπαρκτών προσώπων. Όπως, για παράδειγμα, ο θάνατος της Εύας, όπου το πραγματικό πρόσωπο ζει και βασιλεύει, τον οποίο δανείζεται, με κάθε λεπτομέρεια, από το άτυχο τέλος ενός συγγραφέα, φίλου των δυο καθηγητριών. Την ίδια τακτική εφαρμόζει και στο πλάσιμο των υπολοίπων ηρώων, όπως του άγγλου νεοελληνιστή που εχθρεύεται η Αγγέλα, του έτερου, νεότερου εκλέκτορα, ή ακόμη, του υποψηφίου, που τυγχάνει και προστατευόμενος της Εύας. Δεν θα προχωρήσουμε σε ταυτοποιήσεις, μιά και μπορεί κανείς να αποκρυπτογραφήσει και μάλιστα, πολύ εύκολα, σε ποιό υπαρκτό πρόσωπο αντιστοιχεί το κάθε μυθιστορηματικό, καθώς τα προσωπεία είναι ηθελημένα διάφανα.
Από την άλλη, η στρατηγική της Σταυρακοπούλου μπορεί να θίγει ορισμένα πρόσωπα, σε κάποια, όμως, σημεία, καταλήγει διασκεδαστική. Για παράδειγμα, προς το τέλος του μυθιστορήματος εμφανίζεται ένας ήρωας, που παίρνει το όνομά του από τον Αστροπολίτη του κατά Βολταίρου "Μέμνονα", το πρώτο εκτενές στιχούργημα στη "Μισμαγιά", σε έμμετρη απόδοση του Ευγένιου Βούλγαρη. Μυθιστορηματική αδεία, Αστροπολίτης, δηλαδή, σε σημερινή απόδοση, ο κάτοικος του άστρου Σείριος, βαφτίζεται ένας "φωτισμένος καθηγητής από το προοδευτικό πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης", που κατέφθασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έσωσε, με την υποστήριξή του, την Αγγέλα από τις κακοήθειες της Εύας. Οπότε και είναι ο μοναδικός ήρωας του βιβλίου που περιγράφεται, προφανώς από την οπτική γωνία της Αγγέλας, με φωτεινά χρώματα, ως στέρεος και ενιαίος, διόλου αντιφατικός. Εν κατακλείδι, "ένας αγαθός δαίμονας που τον χαίρεται η Θεσσαλονίκη". Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλα σημεία, όπου η ειρωνεία, αν πρόκειται βεβαίως για ειρωνεία, άπτεται της ύβρεως. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο, όπου γελοιοποιείται ένας σημαντικός ποιητής και μάλιστα, τη χλεύη την φορτώνεται η ηρωίδα, που υποτίθεται πως ξεδιπλώνει τις σκέψεις της. Πράγματι, είναι κρίμα και για τη συγγραφέα και για το μυθιστόρημα, ανεξάρτητα αν η στρατηγική της Σταυρακοπούλου συνάδει με το μεταμοντέρνο πνεύμα της εποχής μας.

Μ. Θεοδοσοπούλου