Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Της φυλακής τα τραύματα...

Μα­ντώ Ντα­λιά­νη-Κα­ρα­μπατ­ζά­κη
«Παι­διά στη δί­νη του ελ­λη­νι­κού εμ­φυ­λίου
πο­λέ­μου 1946-1949, ση­με­ρι­νοί ε­νή­λι­κες.
Δια­χρο­νι­κή με­λέ­τη για τα παι­διά που έ­μει­ναν
στη φυ­λα­κή με τις κρα­τού­με­νες μη­τέ­ρες τους.»
Επι­στη­μο­νι­κή ε­πι­μέ­λεια Ι. Τσιά­ντης, Δ. Πλου­μπί­δης.
Εκδό­τες: Μου­σείο Μπε­νά­κη, Εται­ρεία Ψυ­χο­κοι­νω­νι­κής
Υγείας του Παι­διού και του Εφή­βου.
Εκδό­σεις της Σχο­λής Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λου.
Φε­βρουά­ριος 2010
Τα παι­διά του Εμφυ­λίου α­πο­τε­λούν, α­ναμ­φί­βο­λα, μέ­ρος του εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κού δρά­μα­τος. Το αι­σιό­δο­ξο, κα­τά μία έν­νοια, εί­ναι ό­τι τα τε­λευ­ταία χρό­νια άρ­χι­σαν να έ­χουν κι αυ­τά το δι­κό τους, κα­θό­λου ευ­κα­τα­φρό­νη­το, με­ρί­διο στο πε­δίο της ι­στο­ρι­κής έ­ρευ­νας και της λο­γο­τε­χνίας. Μά­λι­στα, η δεύ­τε­ρη προ­η­γή­θη­κε, α­να­ση­κώ­νο­ντας πρώ­τη ε­κεί­νη το υ­πάρ­χον για δε­κα­ε­τίες πέ­τα­σμα α­πό­κρυ­ψης. Εν ο­λί­γοις, κρα­τά­ει την πρω­τιά.
Η αυ­λαία του ι­διό­τυ­που αυ­τού δρά­μα­τος, α­το­μι­κή ό­σο και συλ­λο­γι­κή, α­νοί­γει μέ­σα στον κυ­κλώ­να του εμ­φυ­λίου, ό­ταν γυ­ναί­κες με παι­δί στην κοι­λιά ή στην α­γκα­λιά βρέ­θη­καν στα βου­νά, στις φυ­λα­κές ή τις ε­ξο­ρίες. Δρα­μα­τουρ­γι­κά, σαν να μην έ­φτα­νε αυ­τό, α­πό την ά­νοι­ξη του 1948 έρ­χε­ται να προ­στε­θεί, με ε­πί­ση­μη κυ­βερ­νη­τι­κή α­πό­φα­ση, η α­πο­μά­κρυν­ση των παι­διών α­πό τις ε­μπό­λε­μες ζώ­νες. Ένα χρό­νο με­τά τη λή­ξη του Εμφυ­λίου, Αύ­γου­στο 1950, το δρά­μα α­πο­κτά μια ε­πι­πλέ­ον πρά­ξη. Οι διοι­κή­σεις των φυ­λα­κών α­πο­φά­σι­σαν την α­πο­μά­κρυν­ση των παι­διών α­πό τις φυ­λα­κι­σμέ­νες μη­τέ­ρες τους προς φρο­νη­μα­τι­σμό των έ­γκλει­στων γυ­ναι­κών. Ο λό­γος; Εί­χαν ο­μα­δι­κά δια­μαρ­τυ­ρη­θεί για τις συ­νε­χι­ζό­με­νες ε­κτε­λέ­σεις πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων. Αυ­τό, του­λά­χι­στον, συ­νέ­βη στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ. Δεν γνω­ρί­ζου­με κα­τά πό­σο το μέ­τρο ε­φαρ­μό­στη­κε ευ­ρύ­τε­ρα.
Έτσι, θέ­λο­ντας και μη, τα παι­διά α­κο­λού­θη­σαν τους δρό­μους των δυο α­ντι­μα­χό­με­νων πλευ­ρών. Η νι­κή­τρια πα­ρά­τα­ξη τα σκόρ­πι­σε ε­ντός της ελ­λη­νι­κής ε­πι­κρά­τειας, στις παι­δο­πό­λεις υ­πό τη σκέ­πη της Με­γά­λης Μη­τέ­ρας, δη­λα­δή της τρια­ντά­χρο­νης τό­τε Βα­σί­λισ­σας Φρει­δε­ρί­κης. Αντί­στοι­χα, ο Δη­μο­κρα­τι­κός Στρα­τός τα μοί­ρα­σε στις χώ­ρες της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης, σε παι­δι­κούς σταθ­μούς, α­να­θέ­το­ντας τη φρο­ντί­δα τους σε ο­μα­δάρ­χισ­σες και “μα­νού­λες”.
Τους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους τους ελ­κύουν πε­ρισ­σό­τε­ρο οι παι­δο­πό­λεις, σε α­ντί­θε­ση με τις βιω­μα­τι­κές μαρ­τυ­ρίες, που έρ­χο­νται κυ­ρίως α­πό τα εκ­πα­τρι­σμέ­να παι­διά. Πά­ντως, οι ι­στο­ρι­κοί συλ­λέ­γουν προ­φο­ρι­κές μαρ­τυ­ρίες ε­νη­λί­κων και α­πό τις δυο ο­μά­δες. Συ­χνά τις συ­στε­γά­ζουν, ως μαρ­τυ­ρίες α­πό το “παι­δο­μά­ζω­μα”. Σε έ­να σχε­τι­κό βι­βλίο συ­να­ντή­σα­με την πρώ­τη α­να­φο­ρά στη “Δι­δα­κτο­ρι­κή Εργα­σία” της Μα­ντώς Ντα­λιά­νη-Κα­ρα­μπατ­ζά­κη. Εί­ναι η με­λέ­τη του δη­μο­σιο­γρά­φου Δη­μή­τρη Σέρ­βου, «Το παι­δο­μά­ζω­μα και ποιοι φο­βού­νται την α­λή­θεια» (Εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2001). Ο Σέρ­βος α­να­φέ­ρει ως τίτ­λο της ερ­γα­σίας, «Παι­διά γεν­νη­μέ­να στις φυ­λα­κές 1946-49», καλ­λιερ­γώ­ντας την προσ­δο­κία για μια εν­δια­φέ­ρου­σα έ­ρευ­να που έ­λει­πε. Και πράγ­μα­τι, το πρό­σφα­το βι­βλίο συ­νι­στά μια πρω­τό­τυ­πη με­λέ­τη, κα­θώς δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται, ό­πως συ­νή­θως, σε α­να­δρο­μι­κές α­φη­γή­σεις αλ­λά εκ­κι­νεί α­πό τον Εμφύ­λιο. Η με­λε­τή­τρια εί­χε τη μο­να­δι­κή τύ­χη να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τα υ­πο­κεί­με­να της έ­ρευ­νάς της για πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τριά­ντα χρό­νια, που ση­μαί­νει α­πό βρε­φι­κής η­λι­κίας μέ­χρι ε­νή­λι­κες 30 ή 35 ε­τών. Αυ­τό ο­φεί­λε­ται στην προ­νο­μιού­χο θέ­ση της. Δεν α­νή­κει στην πο­λυ­πλη­θή ο­μά­δα των νεό­τε­ρων με­λε­τη­τών, αλ­λά ού­τε η ί­δια ή­ταν μια α­πό τις μά­νες και μα­νού­λες του Εμφυ­λίου. Ήταν, ό­μως, συ­νο­μή­λι­κή τους.

Μια πα­ραλ­λη­λία

Η Μα­ντώ Κα­ρα­μπατ­ζά­κη γεν­νή­θη­κε το 1920. Ίδια χρο­νιά με την Έλλη Πα­πά. Και οι δύο ή­ταν Μι­κρα­σιά­τισ­σες. Από τη Σμύρ­νη η Πα­πά, α­πό την πε­ριο­χή της Πρού­σας η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη. Με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, η οι­κο­γέ­νεια Πα­πά ε­γκα­τα­στά­θη­κε στον Πει­ραιά, η οι­κο­γέ­νεια Κα­ρα­μπατ­ζά­κη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Την ί­δια ε­πο­χή φοί­τη­σαν στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών, στη Φι­λο­σο­φι­κή και με­τά στη Νο­μι­κή η πρώ­τη, στην Ια­τρι­κή η δεύ­τε­ρη. Πιο ά­στα­το τα­μπε­ρα­μέ­ντο η πρώ­τη, με­τα­πή­δη­σε στη δη­μο­σιο­γρα­φία. Η δεύ­τε­ρη τε­λείω­σε τη Σχο­λή και το 1945 πα­ντρεύ­τη­κε το για­τρό Δη­μή­τρη Ντα­λιά­νη. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, οι ά­ντρες της ζωής τους κα­θό­ρι­σαν εν πολ­λοίς, το βίο τους. Οι δυο γυ­ναί­κες συ­νε­λή­φθη­σαν για πα­ρά­νο­μη δρά­ση στην Αθή­να. Το 1950 η Πα­πά, το 1949 η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη. Τό­τε, ο Ντα­λιά­νης ή­ταν ε­ξό­ρι­στος στην Ικα­ρία (Πριν δέ­κα χρό­νια ε­ξέ­δω­σε «Το σα­να­τό­ριο ε­ξο­ρί­στων Ικα­ρίας, 1948-49»). Στις φυ­λα­κές Αβέ­ρω­φ, η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη έ­μει­νε δυο χρό­νια, συ­ντρέ­χο­ντας φυ­λα­κι­σμέ­νες μη­τέ­ρες και τα παι­διά τους, ό­πως υ­πήρ­ξε η Πα­πά. Μό­νο που ε­κεί­νη γέν­νη­σε στις φυ­λα­κές της Καλ­λι­θέ­ας και αρ­γό­τε­ρα, μό­νη πια, με­τα­φέρ­θη­κε στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ. Κα­τά τα άλ­λα, η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη έ­ζη­σε α­πό το 1955 μέ­χρι το θά­να­τό της, το 1996, στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Το με­γα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα στη Στοκ­χόλ­μη, ό­που και πα­ρου­σία­σε το δό­κτο­ρά της. Η Πα­πά α­πε­βίω­σε στις 27 Οκτω­βρίου 2009, α­φή­νο­ντας ως δια­θή­κη τη μαρ­τυ­ρία της για δυο ση­μα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες της ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρίας, τον Νί­κο Μπε­λο­γιάν­νη και τον Νί­κο Πλου­μπί­δη. Οι δυο γυ­ναί­κες δεν θα πρέ­πει να συ­να­ντή­θη­καν. Ωστό­σο, οι μαρ­τυ­ρίες και των δύο στε­γά­ζο­νται στις εκ­δό­σεις του Μου­σείου Μπε­νά­κη. Επι­προ­σθέ­τως, ο υιός Πλου­μπί­δη α­να­λαμ­βά­νει εξ η­μι­σείας την ε­πι­μέ­λεια της δι­δα­κτο­ρι­κής δια­τρι­βής της Κα­ρα­μπατ­ζά­κη.

Τα προ­λο­γι­κά

Η δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή “έ­γι­νε δε­κτή α­πό την Ethical Committee του Karolinska Institute, στις 19 Δε­κεμ­βρίου του 1983”, σύμ­φω­να με την συγ­γρα­φέα. Κα­τά τον ε­πι­με­λη­τή Ιωάν­νη Τσιά­ντη, τε­λείω­σε το 1986. Πά­ντως, η με­τά­φρα­ση έ­γι­νε α­πό τα αγ­γλι­κά, ό­πως εί­χε κα­τα­τε­θεί η δια­τρι­βή στο σουη­δι­κό Ινστι­τού­το το 1994. Δεν διευ­κρι­νί­ζε­ται αν κυ­κλο­φό­ρη­σε ως βι­βλίο. Η ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση εί­ναι του ψυ­χία­τρου και συ­στη­μα­τι­κού με­τα­φρα­στή πα­ρό­μοιων βι­βλίων Κώ­στα Ζερ­βού. Πα­ρα­δό­ξως, το ό­νο­μά του δεν α­να­φέ­ρε­ται στη σε­λί­δα τίτ­λου. Κα­τά τα άλ­λα, ό­πως συμ­βαί­νει συ­νή­θως ό­ταν οι συγ­γρα­φείς εί­ναι α­πο­θα­νό­ντες ή δεν α­νή­κουν στην γη­γε­νή α­κα­δη­μαϊκή κοι­νό­τη­τα, προ­βλέ­πε­ται σει­ρά προ­λό­γων. Στον πρώ­το, ο Τσιά­ντης πα­ρου­σιά­ζει διε­ξο­δι­κά, σε 35 σε­λί­δες, τη δια­τρι­βή. Προ­κα­τα­λαμ­βά­νει, μά­λι­στα, τον α­να­γνώ­στη, δη­λώ­νο­ντας ό­τι δια­φω­νεί με τα αι­σιό­δο­ξα συ­μπε­ρά­σμα­τα της συγ­γρα­φέως. Ξε­κι­νώ­ντας έ­να τε­λευ­ταίο υ­πο­κε­φά­λαιο του κει­μέ­νου του με τον ο­ρι­σμό του ψυ­χι­κού τραύ­μα­τος κα­τά Λα­πλά­νς και Πο­ντά­λις (πα­ρα­δό­ξως πα­ρα­πέ­μπει στη γαλ­λι­κή έκ­δο­ση του εν λό­γω λε­ξι­κού, πα­ρό­λο που έ­χει με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας), κα­τα­λή­γει, ό­τι το ά­το­μο μπο­ρεί να γί­νει πιο ε­λεύ­θε­ρο στις ε­πι­λο­γές του μό­νο με την “διε­πε­ξερ­γα­σία του τραύ­μα­τος” (μάλ­λον α­τυ­χής α­πό­δο­ση του working through). Με άλ­λα λό­για, δια της ει­δι­κής ψυ­χα­να­λυ­τι­κής ο­δού, που εν­δεί­κνυ­ται σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­πτώ­σεις. Το κεί­με­νο συ­μπλη­ρώ­νε­ται με ε­κτε­νή βι­βλιο­γρα­φία στα αγ­γλι­κά, πλην ε­νός α­φιε­ρω­μα­τι­κού τό­μου ελ­λη­νι­στί στον ί­διο και έ­να άρ­θρο συ­νερ­γα­τών του σε ελ­λη­νι­κό πε­ριο­δι­κό. Στον δεύ­τε­ρο πρό­λο­γο, με τίτ­λο «Στα ί­χνη των ψυ­χο­τραυ­μα­τι­σμών», ο Δη­μή­τρης Πλου­μπί­δης α­να­φέ­ρε­ται γε­νι­κό­τε­ρα στα παι­διά πο­λε­μι­κών συρ­ρά­ξεων και ι­διαί­τε­ρα, στα ε­βραιό­που­λα που ε­πέ­ζη­σαν του Ολο­καυ­τώ­μα­τος. Ου­σια­στι­κά, ε­πα­να­λαμ­βά­νει κι αυ­τός το ί­διο συ­μπέ­ρα­σμα, ό­τι τα ψυ­χι­κά τραύ­μα­τα πα­ρα­μέ­νουν, πα­ρά την ε­ντύ­πω­ση ο­μα­λό­τη­τας που δη­μιουρ­γεί μια νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νη ζωή. Πλέ­ον α­παι­σιό­δο­ξος αυ­τός, θεω­ρεί α­κό­μη και την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή κά­θαρ­ση ου­το­πία.
Αυ­τή η τα­κτι­κή στο­μώ­νει το εν­δια­φέ­ρον α­ντί να πα­ρα­κι­νεί τον α­να­γνώ­στη. Δεί­χνει, ε­πί­σης, σαν κη­δε­μό­νευ­ση του συγ­γρα­φέα. Η ε­ντύ­πω­ση ε­πι­τεί­νε­ται α­πό την ε­ξέ­χου­σα θέ­ση των δυο ε­πι­με­λη­τών στην ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα. Αναμ­φι­βό­λως, οι πα­ρα­τη­ρή­σεις τους πα­ρου­σιά­ζουν εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς δί­νουν έ­να ση­με­ρι­νό ψυ­χα­να­λυ­τι­κό πλαί­σιο στη δια­τρι­βή. Εστια­σμέ­νες στο ψυ­χι­κό τραύ­μα, θα εύ­ρι­σκαν τη θέ­ση που τους α­ντι­στοι­χεί σε έ­να ε­πί­με­τρο. Εκεί, θα μπο­ρού­σαν να δη­μο­σιευ­τούν και οι μαρ­τυ­ρίες του ε­πό­πτη της δια­τρι­βής και του συ­ζύ­γου για την ί­δια τη συγ­γρα­φέα και τις δυ­σκο­λίες που α­ντι­με­τώ­πι­σε κα­τά την έ­ρευ­να.

Επί 40 χρό­νια

Στον πρό­λο­γο της δια­τρι­βής, η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη πα­ρου­σιά­ζει το θέ­μα, ό­πως το εί­χε συλ­λά­βει στον τε­λευ­ταίο χρό­νο των σπου­δών της, το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1946-1947. Το αρ­χι­κό ε­ρώ­τη­μα ή­ταν πό­σο βα­ραί­νει στην α­νά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας των παι­διών ο χω­ρι­σμός α­πό τις μη­τέ­ρες τους κα­τά τα πρώ­τα χρό­νια της ζωής τους. Πά­νω σε αυ­τό το ε­ρώ­τη­μα ξε­κί­νη­σε να ερ­γά­ζε­ται α­πό τό­τε που ή­ταν και η ί­δια κρα­τού­με­νη στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ. Και συ­νέ­χι­σε ε­πί 40 χρό­νια, ερ­γα­ζό­με­νη ως παι­δία­τρος και παι­δο­ψυ­χία­τρος σε τρεις χώ­ρες (Ελλά­δα, Αγγλία, Σουη­δία). Η δια­τρι­βή της στη­ρί­χτη­κε σε μια ο­μά­δα 120 μη­τέ­ρων, που βρέ­θη­καν έ­γκλει­στες στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ κα­τά την πε­ρίο­δο 1945-1950, και 167 δι­κών τους παι­διών. Από το σύ­νο­λο των παι­διών, 95 α­πό αυ­τά πέ­ρα­σαν κά­ποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα στη φυ­λα­κή μα­ζί με τις μη­τέ­ρες τους, ε­νώ 72 δεν έ­ζη­σαν κα­θό­λου στη φυ­λα­κή. Αυ­τήν την ο­μά­δα την γνώ­ρι­σε στους 21 μή­νες, που πα­ρέ­μει­νε κρα­τού­με­νη. Με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή της, συ­νέ­χι­σε για έ­να διά­στη­μα τις ε­πι­σκέ­ψεις της στη φυ­λα­κή, ε­νώ κρά­τη­σε ε­πα­φή με τα παι­διά μέ­χρι την α­να­χώ­ρη­σή της α­πό την Ελλά­δα, το 1955. Οι ση­μειώ­σεις της α­πό ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο δεν σώ­θη­καν. Η κυ­ρίως έ­ρευ­να έ­γι­νε την πε­ρίο­δο 1980-1986. Τό­τε, α­να­ζή­τη­σε τα ί­χνη των παι­διών και των οι­κο­γε­νειών τους. Πραγ­μα­το­ποίη­σε σει­ρά συ­νε­ντεύ­ξεων και κα­τέ­γρα­ψε τις μαρ­τυ­ρίες τους. Ως πλαί­σιο της έ­ρευ­νας χρη­σι­μο­ποίη­σε μαρ­τυ­ρίες τρί­των και αρ­χεια­κό υ­λι­κό, ό­πως τα μη­τρώα των φυ­λα­κών. Συ­γκε­ντρώ­νο­ντας α­να­δρο­μι­κά στοι­χεία, δη­μιούρ­γη­σε μια συ­γκρι­τι­κή ει­κό­να για την προ­σαρ­μο­γή των μη­τέ­ρων και των παι­διών.
Η δια­τρι­βή εί­ναι συ­στη­μα­τι­κά δο­μη­μέ­νη. Προ­τάσ­σει σύ­νο­ψη της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρίας σε μια προ­σπά­θεια να δο­θεί το ι­στο­ρι­κό υ­πό­βα­θρο. Σύμ­φω­να με τους ε­πι­με­λη­τές, αυ­τό το ι­στο­ρι­κό πλαί­σιο εί­ναι α­νε­παρ­κές, κα­θώς εκ­φρά­ζει την ο­πτι­κή της συγ­γρα­φέως. Πράγ­μα­τι, κα­θό­λου δεν ται­ριά­ζει στα ση­με­ρι­νά γού­στα ή, σω­στό­τε­ρα, στις κρα­τού­σες τά­σεις, η έμ­φα­ση στη δια­χρο­νι­κή α­ντο­χή και α­γω­νι­στι­κό­τη­τα των Ελλή­νων. Θεω­ρού­νται βλα­βε­ρά κα­τά­λοι­πα. Γι’ αυ­τό και πα­ρα­τί­θε­ται σχε­τι­κός πρό­λο­γος του Τά­σου Σα­κελ­λα­ρό­που­λου, στον ο­ποίο δί­νε­ται η ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή για τις α­δυ­να­μίες της Αρι­στε­ράς και τα λά­θη της πο­λι­τι­κής της, προ­σθέ­το­ντας γε­νι­κό­τε­ρες ε­κτι­μή­σεις και τρέ­χου­σα βι­βλιο­γρα­φία. Στη δια­τρι­βή, ο­ρί­ζο­νται ει­σα­γω­γι­κά οι μέ­θο­δοι ερ­γα­σίας και δί­νο­νται α­να­λυ­τι­κά τα βιο­γρα­φι­κά των οι­κο­γε­νειών. Στη συ­νέ­χεια, με βά­ση τις συ­νε­ντεύ­ξεις, κα­ταρ­τί­ζο­νται πί­να­κες, που σκια­γρα­φούν το προ­φίλ των οι­κο­γε­νειών και τις κα­κου­χίες στις ο­ποίες υ­πο­βλή­θη­καν οι μη­τέ­ρες και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, τα παι­διά. Επί­σης, πί­να­κες για τις συν­θή­κες γέν­νη­σης των παι­διών και δια­βίω­σής τους στις φυ­λα­κές, ε­νώ συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε πί­να­κες στοι­χεία για τη ζωή τους στα κα­το­πι­νά χρό­νια. Με βά­ση τις συ­νε­ντεύ­ξεις, σε έ­να ε­κτε­νές τε­λευ­ταίο τμή­μα, δί­νε­ται α­να­λυ­τι­κά το ι­στο­ρι­κό εί­κο­σι οι­κο­γε­νειών. Αυ­τές οι 288 σε­λί­δες μπο­ρεί να μη ε­ντάσ­σο­νται στην προ­φο­ρι­κή Ιστο­ρία, α­φού δεν πα­ρα­τί­θε­ται αυ­τού­σιο το α­φη­γη­μα­τι­κό υ­λι­κό, ό­πως μα­γνη­το­φω­νή­θη­κε. Κα­τά συ­νέ­πεια, χά­νο­νται τό­σο η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση ό­σο και η πο­λυ­ση­μία του λό­γου. Δη­λα­δή, τα πο­λύ­τι­μα στοι­χεία για μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή α­νά­λυ­ση των μαρ­τυ­ριών. Ωστό­σο, δί­νο­νται α­κρι­βό­λο­γα και χω­ρίς πλα­τεια­σμούς εί­κο­σι ι­στο­ρίες με τα πα­ρα­κλά­δια τους. Ενώ, ταυ­τό­χρο­να, δια­γρά­φε­ται μια μο­να­δι­κή ει­κό­να των συν­θη­κών στις ο­ποίες έ­ζη­σαν ε­κεί­νες οι γυ­ναί­κες και τα παι­διά τους. Με­τα­ξύ των άλ­λων, η δια­τρι­βή ζω­ντα­νεύει ε­πε­τεια­κά, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 30 χρό­νια α­πό την κα­τε­δά­φι­σή τους, τις φυ­λα­κές Αβέ­ρω­φ, που χτί­στη­καν για φυ­λα­κές α­νη­λί­κων, αλ­λά για 55 χρό­νια στέ­γα­σαν ουκ ο­λί­γους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους, α­πο­τε­λώ­ντας για μια με­ρί­δα α­πό αυ­τούς την ύ­στα­τη κα­τοι­κία.
Τα συ­μπε­ρά­σμα­τα

Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, πα­ρου­σιά­ζο­νται τα συ­μπε­ρά­σμα­τα της έ­ρευ­νας. Η με­λέ­τη, ό­πως το­νί­ζει η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη, σχε­διά­στη­κε ως με­λέ­τη ε­πι­κιν­δυ­νό­τη­τας, δη­λα­δή α­πο­σκο­πού­σε στη διε­ρεύ­νη­ση των βρα­χυ­πρό­θε­σμων και μα­κρο­πρό­θε­σμων συ­νε­πειών των πολ­λα­πλών ψυ­χι­κών τραυ­μά­των κα­τά την πρώι­μη παι­δι­κή η­λι­κία. Γι’ αυ­τό και η πα­ρα­κο­λού­θη­ση των παι­διών της φυ­λα­κής έ­γι­νε πα­ράλ­λη­λα με την ε­πο­πτεία μιας άλ­λης ο­μά­δας παι­διών που δεν έ­ζη­σαν στη φυ­λα­κή. Ομά­δα ε­λέγ­χου, ό­πως α­πο­κα­λεί­ται. Προς με­γά­λη της έκ­πλη­ξη, τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα στις δυο ο­μά­δες παι­διών έ­δει­ξαν μι­κρές δια­φο­ρές. Γι’ αυ­τό και άρ­χι­σε να ε­λέγ­χει τις ο­μά­δες που ε­πέ­λε­ξε και τα δε­δο­μέ­να στα ο­ποία στη­ρί­χτη­κε. Μια εκ­δο­χή ή­ταν ό­τι τα παι­διά, πα­ρό­τι α­πο­χω­ρί­στη­καν τις μη­τέ­ρες τους πριν α­πό την η­λι­κία των πέ­ντε χρό­νων, πρό­λα­βαν και δη­μιούρ­γη­σαν έ­να θερ­μό και ι­κα­νο­ποιη­τι­κό δε­σμό μα­ζί τους. Επί­σης, ό­τι έ­παι­ξαν κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο οι γο­νείς, που ή­ταν ά­το­μα υ­γιή, εύ­ψυ­χα και α­φο­σιω­μέ­να στα ι­δεώ­δη τους. Γε­νι­κό­τε­ρα, ά­το­μα, που εί­χαν ε­πι­λέ­ξει να α­γω­νι­στούν. Όσο για τα παι­διά, πε­ρι­γρά­φο­νται δρα­στή­ρια, α­νε­ξάρ­τη­τα και υ­ψη­λής κοι­νω­νι­κό­τη­τας. Ωστό­σο, μέ­χρι τέ­λους, η δια­τρι­βή α­φή­νει α­νοι­κτό το ε­ρώ­τη­μα, για­τί τα παι­διά τα πή­γαν κα­λά ως ε­νή­λι­κες πα­ρά τη σκλη­ρό­τη­τα των ε­μπει­ριών τους κα­τά τη διάρ­κεια του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους της παι­δι­κής και ε­φη­βι­κής ζωής τους.
Από την πλευ­ρά τους οι ε­πι­με­λη­τές, το­νί­ζουν ό­τι κα­νείς δεν μπο­ρεί να εί­ναι σί­γου­ρος για το ε­σω­τε­ρι­κό δρά­μα αυ­τών των α­τό­μων. Από μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή ο­πτι­κή, το βα­σι­κό εί­ναι οι “ψυ­χο­τραυ­μα­τι­σμοί”, ε­νώ οι πα­ρά­γο­ντες που συ­νε­τέ­λε­σαν ώ­στε ε­κεί­να τα παι­διά να “χτί­σου­ν” ά­μυ­νες και να έ­χουν ως ε­νή­λι­κες μια ι­σορ­ρο­πη­μέ­νη προ­σω­πι­κή και κοι­νω­νι­κή ζωή, φαί­νε­ται να περ­νά­νε σε δεύ­τε­ρο ε­πί­πε­δο. Η τε­λι­κή ε­ντύ­πω­ση, που α­πο­κο­μί­ζου­με α­πό την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση της με­λέ­της της Κα­ρα­μπατ­ζά­κη, εί­ναι ό­τι ε­γκρί­θη­κε μεν προς έκ­δο­ση, αλ­λά υ­πό προϋπο­θέ­σεις. Δη­λα­δή, υ­πε­ρί­σχυ­σε ο ση­με­ρι­νός ε­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος και ό­χι οι ι­στο­ρίες των “α­φα­νώ­ν”, που με τό­σο μόχ­θο συ­γκέ­ντρω­σε η Κα­ρα­μπατ­ζά­κη. Απο­μέ­νουν οι 400 μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νες κα­σέ­τες της ως προί­κα στη δι­ψα­λέα προ­φο­ρι­κή Ιστο­ρία.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτογραφία: Απρίλιος 1949, Ιωάννινα. Άφιξη παιδιών από την περιφέρεια Κόνιτσας στην παιδόπολη «Αγία Ελένη». (Φωτ. Δημ. Χαρισιάδης, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.)