Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Το παρελθόν ως εφιάλτης



Άκρα ταπείνωση, 1974.
Χαρακτικό του Α. Τάσσου.




Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης
«Ο Ανα­κρι­τής»
Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δη
Ιού­λιος 2012

Ο Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης α­νή­κει στη σχε­τι­κά ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα κύ­πριων συγ­γρα­φέων, που κα­τοι­κούν στην Ελλά­δα α­πό τα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια δια­τη­ρώ­ντας την ι­διο­προ­σω­πία τους α­πέ­να­ντι στους Ελλα­δί­τες. Ποιη­τής της γε­νιάς του ’70, α­κο­λού­θη­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση το ρεύ­μα Ελλα­δι­τών ποιη­τών αυ­τής της ο­μά­δας που στρά­φη­κε στην πε­ζο­γρα­φία. Για να κα­λύ­ψει, ω­στό­σο, τη δια­φο­ρά χρό­νου, υιο­θέ­τη­σε γρή­γο­ρους ρυθ­μούς. Σε λι­γό­τε­ρο α­πό πε­ντα­ε­τία πα­ρου­σία­σε τρία πε­ζά, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν λό­γω έ­κτα­σης νου­βέ­λες. Δια­θέ­τουν, ω­στό­σο, τον πο­λύ­πτυ­χο χα­ρα­κτή­ρα ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, έ­στω, με βά­ση τα ε­πι­κρα­τού­ντα με­γέ­θη, ε­νός μί­νι μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στην τρι­λο­γία δια­κρί­νου­με ο­ρι­σμέ­να κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα ο­ποία πι­θα­νώς να ο­φεί­λο­νται στη μι­κρή α­να­με­τα­ξύ τους χρο­νι­κή α­πό­στα­ση, αν, βε­βαίως, δε­χτού­με, ό­τι συγ­γρα­φή και έκ­δο­ση συμ­βα­δί­ζουν.
Κα­τ’ αρ­χάς, η α­φή­γη­ση πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο τρί­το πρό­σω­πο, δη­λώ­νο­ντας άλ­λο­τε έ­ναν πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή και άλ­λο­τε, τις σκέ­ψεις και τις ε­ναλ­λα­γές διά­θε­σης του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, δη­λα­δή κά­τι σαν ε­σω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος. Αυ­τό το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, προ­βάλ­λει, ό­μως, ως κυ­ρίαρ­χο σε έ­να μυ­θο­πλα­στι­κό θία­σο α­πό ελ­λει­πτι­κώς σκια­γρα­φη­μέ­να πρό­σω­πα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο των τριών πε­ζών εί­ναι η ι­διό­τυ­πη δο­μή τους σε σχέ­ση με την πα­ρά­με­τρο του χρό­νου, που δια­μορ­φώ­νε­ται α­πο­σπα­σμα­τι­κή και πο­λυε­πί­πε­δη έ­να­ντι της ευ­θύ­γραμ­μης α­νέ­λι­ξης των συμ­βά­ντων. Ως προς αυ­τό το ση­μείο, ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δει­κνύε­ται έ­νας homo ludens, κα­θώς ε­πι­νο­εί στρα­τη­γή­μα­τα, α­φη­γη­μα­τι­κά και γλωσ­σι­κά, τα ο­ποία προ­δια­θέ­τουν για την έκ­πλη­ξη του τέ­λους ή, ως εί­θι­σται να α­πο­κα­λεί­ται, την α­να­τρο­πή των α­να­γνω­στι­κών προσ­δο­κιών. Αν και το πρό­σφα­το βι­βλίο, ί­σως α­πο­δειχ­θεί για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη, που δια­βά­ζει εν τά­χει, πε­ρισ­σό­τε­ρο του δέ­ο­ντως ναρ­κο­θε­τη­μέ­νο.
Μέ­ρος της κύ­πριας ι­διο­προ­σω­πίας  του Μι­χα­η­λί­δη συ­νι­στά η εμ­μο­νή του με την Ιστο­ρία των Ελλή­νων. Μα­κράν του ι­στο­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, α­να­μο­χλεύει έ­να δια­χρο­νι­κό υ­πό­στρω­μα. Στο πρώ­το, «Ο Οστε­ο­φύ­λαξ», δί­νει μια ι­στο­ρι­κή φα­ντα­σμα­γο­ρία, με βά­θος χρό­νου την γέ­νε­ση του νε­ο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Δεν πρό­κει­ται για μια στα­τι­κή ει­κό­να ι­στο­ρι­κού εγ­χει­ρι­δίου, κα­θώς, με το τέ­χνα­σμα του ο­στε­ο­φυ­λα­κίου, α­να­δει­κνύο­νται οι με­τα­βαλ­λό­με­νες, σύμ­φω­να με τις ο­ρέ­ξεις κά­θε ε­πο­χής, προο­πτι­κές. Στο δεύ­τε­ρο, «Τα κρό­τα­λα του χρό­νου», δη­μιουρ­γώ­ντας ει­σα­γω­γι­κά μυ­θι­κή χροιά, ε­στιά­ζει στο Κί­νη­μα της 3ης Σε­πτεμ­βρίου 1843, ό­που ε­κεί α­δελ­φώ­νει τον Μα­κρυ­γιάν­νη με κύ­πριους πα­τριώ­τες. Έτσι, βρί­σκει την ευ­και­ρία να δεί­ξει τις συμ­βα­δί­ζου­σες τύ­χες του Ελλα­δι­κού κρά­τους και του κυ­πρια­κού ελ­λη­νι­σμού. Στο τρί­το, ε­στιά­ζει στο τε­τρά­πτυ­χο, Χού­ντα-Πο­λυ­τε­χνείο-Κυ­πρια­κό-Με­τα­πο­λί­τευ­ση, που α­πο­τε­λεί τις πιο πρό­σφα­τες μεί­ζο­νες πε­ρι­πέ­τειες του τό­που αλ­λά και ε­κεί­νες που έ­δε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ τις τύ­χες Ελλά­δας και Κύ­πρου.
Οι α­φε­τη­ρίες της Με­τα­πο­λί­τευ­σης α­πέ­χουν λι­γό­τε­ρο α­πό μι­σό αιώ­να, τη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση που έ­χει θεω­ρη­θεί ως η α­να­γκαία για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό μιας πε­ριό­δου ως ι­στο­ρι­κής. Αυ­τή η σχε­τι­κή χρο­νι­κή εγ­γύ­τη­τα α­πο­τρέ­πει τον συγ­γρα­φέα α­πό μια πα­ρω­δια­κή πα­ρου­σία­ση, την ο­ποία εί­χε με δε­ξιό­τη­τα εκ­με­ταλ­λευ­θεί στο πρώ­το του βι­βλίο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι μό­λις τώ­ρα έ­χει ξε­κι­νή­σει η α­πο­κα­θή­λω­ση του τε­τρά­πτυ­χου α­πό την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των ο­σίων και ιε­ρών του έ­θνους, η α­νά­κλη­σή του στα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πνί­γε­ται στις στε­ρεό­τυ­πες σκη­νές και τις κλι­σέ εκ­φρά­σεις. 
Ο Μι­χα­η­λί­δης, αν δεν δια­φεύ­γει ο­λο­σχε­ρώς αυ­τήν την ε­πι­κίν­δυ­νη πα­γί­δευ­ση, του­λά­χι­στον την δι­καιο­λο­γεί, α­φού δεν α­νι­στο­ρεί τα γε­γο­νό­τα αλ­λά τα πα­ρου­σιά­ζει ό­πως βιώ­νο­νται. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος φέρ­νει φρι­κια­στι­κές και α­πω­θη­τι­κές σκη­νές, που έ­χουν πολ­λα­πλώς α­νι­στο­ρη­θεί υ­πό μορ­φή μαρ­τυ­ρίας. Πα­ρά τις αλ­λα­γές στους κα­νό­νες της αι­σθη­τι­κής, πι­στεύου­με ό­τι η διά­κρι­ση, που έ­κα­ναν οι πα­λαιό­τε­ροι, α­νά­με­σα στο τρα­γι­κό και το α­η­δές πα­ρα­μέ­νει κα­θο­ρι­στι­κή. Κα­θώς, μά­λι­στα, η α­φή­γη­σή του Μι­χα­η­λί­δη δεν α­νή­κει στις ελ­λει­πτι­κού τύ­που διη­γή­σεις, η ε­ντύ­πω­ση ε­πι­τεί­νε­ται. Όπως και να έ­χει, με αυ­τόν τον τρό­πο ε­πι­ζη­τά να α­πο­δώ­σει τα αι­σθή­μα­τα ε­νός κρα­τού­με­νου, που α­γνο­εί το λό­γο σύλ­λη­ψής του και εν α­να­μο­νή της α­νά­κρι­σης, βρί­σκε­ται έρ­μαιο ποι­κί­λων α­ντι­φα­τι­κών εκ­δο­χών, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πλε­κτά­νες και προ­δο­σίες της α­γα­πη­μέ­νης γυ­ναί­κας και των συ­ντρό­φων. 
Όλα συμ­βαί­νουν μέ­σα σε έ­να διή­με­ρο, που το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά την 23η Δε­κεμ­βρίου 1975, κα­τά την ο­ποία δο­λο­φο­νή­θη­κε ο ει­δι­κός βο­η­θός του α­με­ρι­κα­νού πρέ­σβη Τζακ Κιού­μπι­τς, ο Ρί­τσαρ­ντ Γουέ­λς, με τρεις σφαί­ρες· δυο στην καρ­διά και μια στο κε­φά­λι. Ο Γουέ­λς ή­ταν σταθ­μάρ­χης της CIA στην Ελλά­δα και την ευ­θύ­νη της δο­λο­φο­νίας του εί­χε α­να­λά­βει η «Επα­να­στα­τι­κή Οργά­νω­ση 17 Νοέμ­βρη», που έ­κα­νε με αυ­τήν την παρ­θε­νι­κή της εμ­φά­νι­ση. Κρυ­πτι­κή η α­φή­γη­ση τον α­να­φέ­ρει ως Αμε­ρι­κά­νο και κά­νει λό­γο “για μια σκο­τει­νή ορ­γά­νω­ση, που α­ντρώ­θη­κε στα χρό­νια της Χού­ντας και που τώ­ρα έ­παιρ­νε εκ­δί­κη­ση”. Πλα­γίως θυ­μί­ζει πως, τό­τε, η εν λό­γω Οργά­νω­ση α­ντι­προ­σώ­πευε για ο­ρι­σμέ­νους “έ­να τολ­μη­ρό κοι­νω­νι­κό ό­ρα­μα”. Κα­τά τα άλ­λα, το διή­με­ρο α­πλώ­νε­ται χρο­νι­κά με α­να­δρο­μές στα χρό­νια πριν τη Χού­ντα, αλ­λά και προ­βο­λές με­τά το 1990. Αυ­τές οι προ­βο­λές του κρα­τού­με­νου σε έ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρο χρό­νο α­πο­τε­λούν νύ­ξη για το α­δια­σα­φή­νι­στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, του ο­ποίου ο προσ­διο­ρι­σμός φυ­λάσ­σε­ται ως κα­τα­κλεί­δα. 
Οι πρω­τό­τυ­ποι τίτ­λοι φαί­νε­ται πως εί­ναι προ­νό­μιο των ποιη­τών. Του Μι­χα­η­λί­δη εί­ναι πρω­τό­τυ­ποι αλ­λά και καί­ριοι, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπουν στον μυ­θο­πλα­στι­κό πυ­ρή­να. Στο πρό­σφα­το, ο α­φη­γη­τής, στα χρό­νια της Χού­ντας, εί­ναι φοι­τη­τής της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών. Μέ­νει με το πα­ρά­πο­νο πως στά­θη­κε κο­μπάρ­σος στα γε­γο­νό­τα, ζη­λεύο­ντας τις η­ρωι­κές στά­σεις και τις α­ντο­χές των γύ­ρω του. Κα­θώς α­να­φέ­ρει έ­να πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο για συμ­φοι­τη­τή του, τον πα­τρι­νό συγ­γρα­φέα Κώ­στα Λο­γα­ρά, δη­λώ­νει εμ­μέ­σως την η­λι­κία του, ε­ντασ­σό­με­νους στους γεν­νη­θέ­ντες του 1950. Όντας κρα­τού­με­νος, δια­λο­γί­ζε­ται με τον ε­αυ­τό του. Εκτός α­πό τους βα­σα­νι­στές του, που α­πο­κα­λεί “νά­νο” και “ε­πι­στή­μο­να”, συ­νε­χώς πα­ρών εί­ναι “ο α­να­κρι­τής”. Ή κα­λύ­τε­ρα η σκιά του, ό­πως προσ­διο­ρί­ζει ό­ταν τον α­να­φέ­ρει για πρώ­τη φο­ρά, ε­νώ, στη συ­νέ­χεια, τον θέ­λει πά­ντο­τε να βρί­σκε­ται “στο σκιό­φως” ή, ε­ναλ­λα­κτι­κά, “στη σκιά της σκιάς του”, σαν “θο­λή φι­γού­ρα”. Αυ­τός το θή­ρα­μα και ε­κεί­νος ο θη­ρευ­τής, με κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του δεύ­τε­ρου ό­τι “δεν α­πα­ντά πο­τέ”. 
Ο κρα­τού­με­νος κρο­τα­λί­ζει τα δά­χτυ­λά του, ό­μως “τα κρό­τα­λα του χρό­νου”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου του, σε αυ­τήν την ι­στο­ρία τα παί­ζει “ο α­να­κρι­τής”. Προ­βάλ­λει ως ευ­θεία πα­ρα­πο­μπή “στον σύ­ντρο­φο α­να­κρι­τή”, την πιο ε­φιαλ­τι­κή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή φι­γού­ρα της με­τα­πο­λε­μι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο Μι­χα­η­λί­δης, με ση­μειώ­σεις, στο τέ­λος του βι­βλίου, κα­τα­γρά­φει τα δά­νεια. Μό­νο, ω­στό­σο, τα κα­τά λέ­ξη α­πό κά­ποιο πρω­τό­τυ­πο. Η “συ­νο­μι­λία” του «Ανα­κρι­τή» με «Το κι­βώ­τιο» του Άρη Αλε­ξάν­δρου δεν χρειά­ζε­ται υ­πό­μνη­ση. Υπάρ­χουν, ως κα­θο­ρι­στι­κά στοι­χεία, η α­πο­μό­νω­ση του ή­ρωα, οι α­προσ­διό­ρι­στες κα­τη­γο­ρίες, το αί­σθη­μα  του ε­πεί­γο­ντος ό­σο α­φο­ρά τη διευ­κρί­νι­ση της α­θωό­τη­τάς του, το πλή­θος των α­λη­θο­φα­νών εκ­δο­χών που αλ­λη­λο­συ­γκρούο­νται, η συ­νε­χής αλ­λα­γή της γραμ­μής υ­πε­ρά­σπι­σής του και κυ­ρίως, η σιω­πή της ε­ξου­σίας, που εκ­προ­σω­πεί ο α­να­κρι­τής. Και ε­δώ, κυ­ριαρ­χεί κλί­μα α­να­σφά­λειας και φό­βου. Δια­φέ­ρει, βε­βαίως, η α­να­τρο­πή του τέ­λους. Δεν λεί­πει, ω­στό­σο, και α­πό την κα­τά­λη­ξη του «Ανα­κρι­τή», η αί­σθη­ση της μα­ταιό­τη­τας. Αί­σθη­ση, που λαν­θά­νει και στο μό­το του βι­βλίου, το ο­ποίο, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεί­χνει ο­λωσ­διό­λου α­πρό­σφο­ρο για έ­να πε­ζό ε­στια­σμέ­νο στα πά­θη κά­ποιου που υ­βρί­ζε­ται α­πό την Ασφά­λεια ως “πα­λιο­κουμ­μού­νι”. Η ευ­στο­χία του πα­ρα­θέ­μα­τος α­πο­κα­λύ­πτε­ται με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της α­νά­γνω­σης.
Το μό­το εί­ναι τα λό­για του Πρό­σπε­ρου στο θε­α­τρι­κό έρ­γο «Η Τρι­κυ­μία»: «...εί­μα­στε α­π’ την ύ­λη που ’ναι φτιαγ­μέ­να τα ό­νει­ρα και τη μι­κρή ζωή μας την κυ­κλώ­νει ο ύ­πνος...»  Το έρ­γο θεω­ρεί­ται το κύ­κνειο ά­σμα του Σαίξ­πη­ρ, τον ο­ποίο ταυ­τί­ζουν με τον Πρό­σπε­ρο, α­πο­δί­δο­ντάς του αυ­το­βιο­γρα­φι­κή πρό­θε­ση. Με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη φρά­ση, ο Πρό­σπε­ρος συ­νει­δη­το­ποιεί τη θνη­τό­τη­τά του και α­κό­μη ό­τι η ζωή φθί­νει ό­πως έ­να ό­νει­ρο. Σε έ­να “κα­κό ό­νει­ρο” έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι μπαι­νο­βγαί­νει ο α­φη­γη­τής του Μι­χα­η­λί­δη, ό­που, στις κα­τα­βυ­θί­σεις του, ε­ρω­τι­κές μνή­μες α­να­κα­τώ­νο­νται με ε­φιάλ­τες βα­σα­νι­στη­ρίων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πλέ­κο­ντας στην α­φή­γη­ση δι­κούς του κυ­ρίως στί­χους, κα­τορ­θώ­νει να προσ­δώ­σει τη ρευ­στή αί­σθη­ση πως “μ’ έ­να ό­νει­ρο πλα­νιέ­ται μέ­σα σ’ έ­να άλ­λο”, ό­πως στους πα­ρα­μυ­θι­κούς κό­σμους του Σαίξ­πηρ. Όταν ο φό­βος για τη βία, που θα α­σκη­θεί στο σώ­μα, τρε­λαί­νει το θύ­μα, σω­τή­ρια α­πο­βαί­νει η πα­ραί­σθη­ση ε­νός “α­σώ­μα­του με­τεω­ρι­σμού”, που ε­πι­τρέ­πει την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση α­πό το σαρ­κίο. Για να υ­πο­ψιά­σου­με τον α­να­γνώ­στη, χω­ρίς να α­πο­κα­λύ­ψου­με το πε­ρί­τε­χνο της ό­λης μυ­θο­πλα­στι­κής σύλ­λη­ψης, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Δυ­τι­κός κό­σμος, α­κό­μη και για θε­ρα­πευ­τι­κούς σκο­πούς, σε βίαια μέ­σα κα­τα­φεύ­γει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/1/2013.


Μια ε­πι­στο­λή

 Από τον κ. Γιάν­νη Ξού­ρια λά­βα­με η­λεκ­τρο­νι­κή ε­πι­στο­λή σχε­τι­κά με τον τρό­πο α­να­φο­ράς του σε δη­μο­σίευ­μά μας (23 Δεκ. 2012), την ο­ποία και δη­μο­σιεύου­με μα­ζί με τις α­πα­ραί­τη­τες ε­ξη­γή­σεις.

 Κυ­ρία Θε­ο­δο­σο­πού­λου,
 Διά­βα­σα με εν­δια­φέ­ρον τη βι­βλιο­κρι­τι­κή σας για το έρ­γο του Ιω­σήφ Σιακ­κή Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου. Η ζωή και το έρ­γο του, Αθή­να (ΜΙΕΤ) 2012, στην ο­ποία μου α­πο­δί­δε­τε ι­διό­τη­τα (του ε­πι­με­λη­τή) και ε­νέρ­γειες («[...] ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά [ενν. στο ό­νο­μα του Κα­μπού­ρο­γλου] οι ε­πι­με­λη­τές [...]») που α­ντί­στοι­χα ού­τε έ­χω ού­τε διέ­πρα­ξα.
 Αντι­θέ­τως, η α­νά­μει­ξή μου υ­πήρ­ξε πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νη και πά­ντως δια­φο­ρε­τι­κή. Ποια ή­ταν η α­νά­μει­ξή μου δη­λώ­νε­ται με σα­φή­νεια στο ί­διο το βι­βλίο. Συ­γκε­κρι­μέ­να:
  Στη σ. 6 α­να­φέ­ρε­ται: «Το ΜΙΕΤ ευ­χα­ρι­στεί θερ­μά τον κα­θη­γη­τή Αλέ­ξη Πο­λί­τη [α­να­ρω­τιέ­μαι για­τί δεν προ­σμε­τρά­ται στους ε­πι­με­λη­τές] και τον Γιάν­νη Ξού­ρια [...] για τη βοή­θειά τους στην ε­πι­μέ­λεια της έκ­δο­σης». Άρα, «βοή­θεια στην ε­πι­μέ­λεια» και ό­χι «ε­πι­μέ­λεια». Ποια ή­ταν αυ­τή η βοή­θεια, πε­ρι­γρά­φε­ται στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα, ό­που στις σ. 258-259 α­να­φέ­ρο­νται τα ε­ξής: «Στις υ­πο­ση­μειώ­σεις και στη βι­βλιο­γρα­φία, α­κο­λου­θώ­ντας τη γνώ­μη του Αλέ­ξη Πο­λί­τη και χά­ρη στην αυ­το­ψία τού [...] Γιάν­νη Ξού­ρια, προ­σθέ­σα­με ε­ντός α­γκυ­λών στοι­χεία ε­πι­βο­η­θη­τι­κά για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη ή διορ­θώ­σα­με σιω­πη­ρά μι­κρές α­βλε­ψίες». Δη­λα­δή, α­νέ­τρε­ξα και εί­δα βι­βλιο­γρα­φι­κές α­να­φο­ρές του Σιακ­κή που φαί­νο­νταν προ­βλη­μα­τι­κές, ε­πα­λή­θευ­σα την α­κρί­βειά τους και υ­πέ­δει­ξα κά­ποιες α­βλε­ψίες ή κά­ποιες ε­πι­πρό­σθε­τες βι­βλιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρίες που θα βο­η­θού­σαν έ­ναν σύγ­χρο­νο α­να­γνώ­στη να α­να­ζη­τή­σει τα α­να­φε­ρό­με­να έρ­γα. Και α­πλώς υ­πέ­δει­ξα και σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν α­πο­φά­σι­σα ού­τε τι α­πό το υ­λι­κό αυ­τό θα πε­ρά­σει στη Βι­βλιο­γρα­φία και στις υ­πο­ση­μειώ­σεις ού­τε με ποιον τρό­πο.
   Συ­νε­πώς, ού­τε ε­πι­με­λη­τής υ­πήρ­ξα ού­τε με το ό­νο­μα του Κα­μπού­ρο­γλου α­σχο­λή­θη­κα.
   Ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ. 
    Με ε­κτί­μη­ση
   Γιάν­νης Ξού­ριας.

    Στη σε­λί­δα τίτ­λου του βι­βλίου δεν α­να­φέ­ρε­ται ε­πι­με­λη­τής, μό­νο στον κο­λο­φώ­να, η ε­πι­μέ­λεια α­πο­δί­δε­ται στην Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου, η ο­ποία συ­νέ­τα­ξε και το ευ­ρε­τή­ριο. Πράγ­μα­τι, στη σε­λί­δα 6, “το ΜΙΕΤ ευ­χα­ρι­στεί θερ­μά τον κα­θη­γη­τή Αλέ­ξη Πο­λί­τη και τον Γιάν­νη Ξού­ρια, λέ­κτο­ρα νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών, για την βοή­θειά τους στην ε­πι­μέ­λεια της έκ­δο­σης”. Πράγ­μα­τι, το εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα διευ­κρι­νί­ζει σε τι συ­νί­στα­ται αυ­τή η βοή­θεια. Σύμ­φω­να με αυ­τό, του­λά­χι­στον κα­τά τη δι­κή μας α­νά­γνω­ση, ο μεν Κα­θη­γη­τής εί­χε “τη γνώ­μη” πως οι υ­πο­ση­μειώ­σεις και η βι­βλιο­γρα­φία του συγ­γρα­φέα χρειά­ζο­νταν έ­λεγ­χο για “μι­κρές α­βλε­ψίες” και πρό­σθε­τα στοι­χεία, ο δε “νε­ο­ελ­λη­νι­στής φι­λό­λο­γος”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο Λέ­κτο­ρας, α­νέ­λα­βε να την υ­λο­ποιή­σει. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο Πο­λί­της εί­ναι και μέ­λος του Δ.Σ. του ΜΙΕ­Τ, υ­πο­θέ­σα­με ό­τι ο ρό­λος του ή­ταν μό­νο γνω­μο­δο­τι­κός, ε­ξού και η μη α­να­φο­ρά του ο­νό­μα­τός του. Όσο α­φο­ρά την α­να­βάθ­μι­ση “της βοή­θειας στην ε­πι­μέ­λεια” που πρό­σφε­ρε ο κ. Ξού­ριας σε “ε­πι­μέ­λεια”, αυ­τή έρ­χε­ται ως αυ­το­νό­η­τη λό­γω της μορ­φής που εί­χαν οι πα­ρα­τη­ρή­σεις μας, κα­θώς ε­στιά­ζο­νταν, α­κρι­βώς, στις “μι­κρές α­βλε­ψίες” του κει­μέ­νου. Αυ­τές εί­ναι ε­κεί­νες που χρειά­ζο­νταν με­γα­λύ­τε­ρες ή και πρό­σθε­τες υ­πο­ση­μειώ­σεις. Ορι­σμέ­νες, μά­λι­στα, πα­ρα­τη­ρή­σεις μας α­να­φέ­ρο­νται στους προ­γό­νους του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου, οι ο­ποίοι συ­νυ­πήρ­ξαν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή πε­ρίο­δο και κα­τά τις σφα­γές του 1821 με τον Κων­στα­ντί­νο Οι­κο­νό­μου τον εξ Οι­κο­νό­μων, για τον ο­ποίο ο κ. Ξού­ριας ε­ξέ­δω­σε προ πε­ντα­ε­τίας μια μο­να­δι­κή με­λέ­τη. Κα­τά τα άλ­λα, α­πό έ­ναν “νε­ο­ελ­λη­νι­στή φι­λό­λο­γο” ό­πως ο κ. Ξού­ριας, που, ε­πι­προ­σθέ­τως, εί­ναι και ποιη­τής και Αθη­ναίος, θα α­να­με­νό­ταν να “γο­η­τευ­θεί” α­πό τη μορ­φή του Κα­μπού­ρο­γλου και οι “σιω­πη­ρές ε­πεμ­βά­σεις του” να εί­ναι κα­τά πο­λύ ε­κτε­νέ­στε­ρες των δη­λω­μέ­νων με α­γκύ­λες, οι ο­ποίες πε­ριο­ρί­ζο­νται σε λι­γο­στές προ­σθή­κες σχε­τι­κά με πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις. Όσο α­φο­ρά τις πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις, η πα­ρα­πο­μπή στις δυο προ­η­γού­με­νες βιο­γρα­φίες Κα­μπού­ρο­γλου θα ή­ταν βο­η­θη­τι­κή για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη. Τέ­λος, σχε­τι­κά με το ό­νο­μα Κα­μπού­ρο­γλου, θα μας ε­πι­τρέ­ψει να ε­πι­μεί­νου­με ό­τι “α­σχο­λή­θη­κε”, α­φού η υ­πο­ση­μείω­ση στη σε­λί­δα 14 ό­τι “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου” εί­ναι “ε­ντός α­γκυ­λώ­ν”.  

Μ. Θ.