Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Σπονδυλωτές ιστορίες



Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης
«Εν οί­κω»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Μάρ­τιος 2012

Από τις 5 Φε­βρουα­ρίου 1977, που ο Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης δη­μο­σίευ­σε το πρώ­το του διή­γη­μα, «Το παλ­λη­κά­ρι», στην ε­φη­με­ρί­δα «Τα Νέ­α», μέ­χρι τον Οκτώ­βριο του 2007, που ε­ξέ­δω­σε το έ­βδο­μο βι­βλίο του, εί­χε στρογ­γυ­λέ­ψει τα δη­μο­σιευ­μέ­να πε­ζά του σε ε­κα­τό. Σύμ­φω­να με τους δι­κούς του χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, 99 διη­γή­μα­τα και μια νου­βέ­λα. Κα­νέ­να, ω­στό­σο, α­πό τα ε­πτά βι­βλία, που εί­χε εκ­δώ­σει, δεν εί­χε α­πο­σπά­σει κά­ποιο βρα­βείο. Η μό­νη διά­κρι­ση, που εί­χε λά­βει ή­ταν ο έ­παι­νος στον Β΄ Πα­νελ­λή­νιο Δια­γω­νι­σμό της ε­φη­με­ρί­δας «Η Κα­θη­με­ρι­νή», το 1981, πριν α­κό­μη εκ­δώ­σει βι­βλίο, για το διή­γη­μά του «Σι­δη­ρο­δρο­μι­κός Σταθ­μός Σπάρ­της». Αυ­τά, μέ­χρι τις 29 Δε­κεμ­βρίου 2011, που του α­πο­νε­μή­θη­κε α­πό την Ακα­δη­μία Αθη­νών το Βρα­βείο Ου­ρά­νη για το σύ­νο­λο του έρ­γου του. Θα έ­λε­γε κα­νείς, ό­τι, έ­στω και κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, δι­καιώ­θη­κε. Πλην, ό­μως, για τα Βρα­βεία της Ακα­δη­μίας, ε­κεί­νο που βα­ραί­νει, κα­τά τη λαϊκή ρή­ση, εί­ναι να έ­χεις μπάρ­μπα στην Κο­ρώ­νη. Από μια ά­πο­ψη, ε­δώ και χρό­νια, ό­λα τα βρα­βεία μας, λί­γο πο­λύ, έ­νας θείος ή μια θεία στην Κο­ρώ­νη τα ρυθ­μί­ζει. Με μια μι­κρή, ω­στό­σο, δια­φο­ρά· στα άλ­λα βρα­βεία υ­πάρ­χει και κά­ποια αρ­μό­δια ε­πι­τρο­πή. Δεν λεί­πουν, βε­βαίως, οι πε­ρι­πτώ­σεις μέ­λος κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής να μην έ­χει δια­βά­σει βι­βλίο που βρά­βευ­σε, μέ­νει, ω­στό­σο, η υ­πο­γρα­φή της συ­νε­νο­χής. Αλλά και στα Βρα­βεία της Ακα­δη­μίας υ­πάρ­χει ε­πι­τρο­πή. Και τι ε­πι­τρο­πή! Αν δεν σφάλ­λου­με, ο­λό­κλη­ρο το σώ­μα των Ακα­δη­μαϊκών α­πο­φα­σί­ζει. Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι δεν μπο­ρείς να έ­χεις την α­παί­τη­ση οι Ακα­δη­μαϊκοί να έ­χουν δια­βά­σει τα βι­βλία της χρο­νιάς, ό­πως έ­χεις α­πό τις κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές των δια­φό­ρων βρα­βείων, την ε­νη­με­ρω­τι­κή ει­σή­γη­ση α­να­λαμ­βά­νουν οι αρ­μό­διοι Ακα­δη­μαϊκοί. Ου­σια­στι­κά, έ­νας-δύο, ά­ντε το πο­λύ τρεις,  α­πο­φα­σί­ζουν και το σώ­μα των Ακα­δη­μαϊκών υιο­θε­τεί τις προ­τά­σεις τους. Οι τυ­χόν εν­στά­σεις φαί­νε­ται να πε­ριο­ρί­ζο­νται σε θέ­μα­τα ι­δε­ο­λο­γι­κής και η­θι­κής τά­ξης. Πα­ρα­δό­ξως, αυ­τή η τα­κτι­κή δεν δεί­χνει να ε­νο­χλεί. Σε α­ντί­θε­ση με τα άλ­λα βρα­βεία, ό­που ό­λο και κά­ποιος πα­ρα­πο­νεί­ται για τις ε­πι­λο­γές των ε­πι­τρο­πών. Πι­θα­νώς, για­τί πά­ντο­τε σε­βό­μα­στε τους εκ­προ­σώ­πους της οιασ­δή­πο­τε ε­ξου­σίας. Πό­σω μάλ­λον τους Αθα­νά­τους.
Όπως και να έ­χει, ο Πε­τσε­τί­δης θα ή­ταν μια κα­λή ε­πι­λο­γή για το βρα­βείο διη­γή­μα­τος. Το βρα­βείο συ­νο­λι­κού έρ­γου θα λέ­γα­με ό­τι α­ντι­στοι­χεί σε κά­ποιον που έ­χει κλεί­σει τον δη­μιουρ­γι­κό κύ­κλο του ή, το πο­λύ, τεί­νει να τον κλεί­σει. Το γε­γο­νός ό­τι μό­λις τρεις μή­νες με­τά την α­πο­νο­μή εκ­δί­δε­ται το και­νού­ριο βι­βλίο του, με δε­κα­πέ­ντε νέα διη­γή­μα­τα, που θα σταθ­μι­στούν και μπο­ρεί να αλ­λά­ξουν το κέ­ντρο βά­ρους, δεί­χνει το βε­βια­σμέ­νο της βρά­βευ­σης. Έτσι κι αλ­λιώς, ελ­λο­χεύει το πα­ρά­δο­ξο, ό­ταν παίρ­νεις στα χέ­ριά σου έ­να βι­βλίο, που σε πλη­ρο­φο­ρεί, ή­δη α­πό το ε­ξώ­φυλ­λο, ό­τι α­νή­κει σε έ­να βρα­βευ­μέ­νο σύ­νο­λο. Όσο α­φο­ρά, βε­βαίως, τον και­νού­ριο εκ­δό­τη του Πε­τσε­τί­δη, τον πέ­μπτο στη σει­ρά, αυ­τός εί­ναι δι­καιο­λο­γη­μέ­νος. Να μην δια­φη­μί­σει την πρα­μά­τειά του, έ­τσι που του προέ­κυ­ψε, πριν α­κό­μη την έκ­δο­ση, βρα­βευ­μέ­νη; 
Τώ­ρα, κα­τά πό­σο η βρά­βευ­ση της Ακα­δη­μίας θα φέ­ρει και άλ­λες δια­κρί­σεις, μέ­νει να φα­νεί. Πά­ντως, ο τίτ­λος του βι­βλίου, με τον λό­γιο χα­ρα­κτή­ρα του, που για πρώ­τη φο­ρά ε­πι­στρα­τεύει ο συγ­γρα­φέ­ας, θυ­μί­ζει μια άλ­λη λαϊκή ρή­ση, τα εν οί­κω μη εν δή­μω. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, δεί­χνει σαν να ι­σχυ­ρο­ποιεί την ε­ντύ­πω­ση της αυ­το­βιο­γρα­φίας, που δη­μιουρ­γεί το πρώ­το πρό­σω­πο της α­φή­γη­σης. Ωστό­σο, ο Πε­τσε­τί­δης εί­χε α­πορ­ρί­ψει α­πό την αρ­χή το τρί­το πρό­σω­πο. Σε μια πρώ­τη συ­νέ­ντευ­ξη, δή­λω­νε την α­ντι­πά­θειά του για τον πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή. Ακρι­βέ­στε­ρα, για τον συγ­γρα­φέ­α-θεό. Άλλω­στε και τις φα­ντα­στι­κές ι­στο­ρίες του, μέ­χρι τον βίο και την πο­λι­τεία του Λέ­ο­ντα Ίδα Μπο­να­σπάρ­τη στη μο­να­δι­κή νου­βέ­λα του «Τρο­πι­κός του Λέ­ο­ντος», σε πρώ­το πρό­σω­πο τις α­φη­γεί­ται. Από την άλ­λη, συ­χνά, οι συγ­γρα­φείς, σε μια ο­ρι­σμέ­νη φά­ση της ζωής τους, νιώ­θουν την α­νά­γκη να πα­ρα­βούν την εν λό­γω ρή­ση και να γί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κοί. Σε ποιο βαθ­μό, μό­νο αυ­τοί το γνω­ρί­ζουν, α­φού η πα­ρου­σία­ση των α­φη­γού­με­νων με την μορ­φή της αυ­το­βιο­γρά­φη­σης μπο­ρεί να εί­ναι έ­νας α­πό τους τρό­πους για να στη­θεί ο ι­στός της μυ­θο­πλα­σίας. 
Πέ­ραν αυ­τών, το και­νού­ριο βι­βλίο του Πε­τσε­τί­δη θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί σπον­δυ­λω­τό και οιο­νεί αυ­το­βιο­γρα­φι­κό. Τύ­ποις, πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Δε­κα­πέ­ντε τον α­ριθ­μό, δη­λα­δή κο­ντά στον μέ­σο ό­ρο των συλ­λο­γών του, και της κα­θιε­ρω­μέ­νης τους έ­κτα­σης, δη­λα­δή με­ρι­κών σε­λί­δων. Θα λέ­γα­με, ό­τι αυ­τή η έ­κτα­ση εί­ναι η ι­δε­α­τή για έ­να διή­γη­μα. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ω­στό­σο, κα­θώς έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να α­πο­κα­λού­νται διη­γή­μα­τα ό­λες οι ι­στο­ρίες, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο σχοι­νο­τε­νείς, τα διη­γή­μα­τα του Πε­τσε­τί­δη θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν μάλ­λον σύ­ντο­μα. Τα δώ­δε­κα α­πό αυ­τά πα­ρα­κο­λου­θούν, σε χρο­νι­κή α­νέ­λι­ξη, τον α­φη­γη­τή να με­τα­κο­μί­ζει α­πό την κοι­λά­δα του Ευ­ρώ­τα στην Αθή­να λό­γω σπου­δών, εν­δια­μέ­σως στον Λα­γκα­δά για το στρα­τιω­τι­κό, πί­σω στην Αθή­να και τέ­λος, να ε­γκα­θί­στα­ται στην ε­παρ­χια­κή πό­λη, ό­που δια­μέ­νει. Η ε­παρ­χια­κή πό­λη δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται. Ωστό­σο, σε έ­να α­πό τα και­νού­ρια διη­γή­μα­τα, το «Αί­θου­σα α­να­μο­νής», ό­ταν ο α­φη­γη­τής ο­ρί­ζει την εν λό­γω ε­παρ­χια­κή πό­λη σαν μια πό­λη ό­που δεν υ­πάρ­χει “ού­τε γραμ­μή τρέ­νου, και έ­τσι ού­τε αί­θου­σα α­να­μο­νής σι­δη­ρο­δρο­μι­κού σταθ­μού”, φαί­νε­ται σαν να συ­νο­μι­λεί με ε­κεί­νο το πρώ­το βρα­βευ­μέ­νο διή­γη­μα, «Σι­δη­ρο­δρο­μι­κός Σταθ­μός Σπά­ρ­της». Εκεί­νο εί­ναι γραμ­μέ­νο σε τρί­το πρό­σω­πο, με τον έ­φη­βο ή­ρωα να ο­νει­ρεύε­ται να φύ­γει κά­ποια μέ­ρα με το τραί­νο, μή­πως και γλυ­τώ­σει τον ξυ­λο­δαρ­μό του κα­θη­γη­τή. Ήταν η δε­κα­ε­τία του ’50, που η ρή­ση, α­μαρ­τίαι γο­νέων παι­δεύου­σι τέ­κνα, συ­νι­στού­σε τον χρυ­σό κα­νό­να σε εκ­παί­δευ­ση και στρα­τό. Σαρ­κά­ζο­ντας ο α­φη­γη­τής, κλεί­νει το διή­γη­μα διευ­κρι­νί­ζο­ντας: «Όσο για τον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό Σπάρ­της και ποιος δεν το ξέ­ρει! Τα τραί­να δε φτά­νουν στη Λα­κω­νία...»
Το δω­δέ­κα­το και τε­λευ­ταίο της συλ­λο­γής διή­γη­μα γρά­φτη­κε με σκε­λε­τό τους στί­χους ε­νός ποιή­μα­τος του α­με­ρι­κα­νού ποιη­τή και ζω­γρά­φου Κέ­νεθ Ρέξ­ροθ. Οι κα­τα­νε­μη­μέ­νοι σε κά­θε πα­ρά­γρα­φο έν­θε­τοι στί­χοι τυ­πώ­νο­νται με μαύ­ρα πλά­για στοι­χεία και υ­πο­γραμ­μί­ζο­νται. Πα­ρό­τι το διή­γη­μα κρα­τά τον τίτ­λο του ποιή­μα­τος, «Τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα της μα­θή­σεως», δια­βά­ζε­ται ως συ­μπλή­ρω­μα σε αυ­τήν την, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, αυ­το­βιο­γρά­φη­ση και συ­νά­μα, έρ­χε­ται σαν πα­ρα­πλα­νη­τι­κή κά­λυ­ψη, κά­τι σαν κα­μου­φλά­ζ, α­να­μι­γνύο­ντας τα πραγ­μα­τι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία με μυ­θο­πλα­στι­κά. Μό­νο που αυ­τές οι φα­ντα­στι­κές προ­σθή­κες μέ­νουν ξέ­νες τό­σο προς το πνεύ­μα του βι­βλίου ό­σο και της συ­γκε­κρι­μέ­νης ι­στο­ρίας. Οι πα­ραλ­λα­γές, που υ­πα­γο­ρεύο­νται α­πό τους αυ­το­βιο­γρα­φι­κούς στί­χους του α­με­ρι­κα­νού ποιη­τή –ε­νός α­ναρ­χί­ζο­ντα στα νιά­τα του, συ­νο­δοι­πό­ρου των Μπη­τ, και ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νου, ό­ταν συν­θέ­τει το ποίη­μα, α­πό τη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο που λά­τρευε– δεί­χνουν σαν κα­κο­φο­ρε­μέ­νη μά­σκα. Κα­τά κά­ποιο δυ­σά­ρε­στο τρό­πο, στρε­βλώ­νουν το πρό­σω­πο του α­φη­γη­τή του Πε­τσε­τί­δη, που συ­νι­στά έ­να α­πό τα α­τού της διη­γη­μα­το­γρα­φίας του. Αυ­τός πλά­στη­κε σαν το α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό παι­δί στην Πε­λο­πόν­νη­σο της δε­κα­ε­τίας του ’40, σαν τον τυ­πι­κό ε­παρ­χιώ­τη φοι­τη­τή στην Αθή­να του ’50 και αρ­γό­τε­ρα, μέ­χρι και τις αρ­χές του ’80, και τέ­λος, σαν τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τύ­πο μιας μειο­ψη­φίας, που διά­λε­ξε ε­κεί­να τα χρό­νια να ε­πι­στρέ­ψει για μό­νι­μη ε­γκα­τά­στα­ση στη γε­νέ­τει­ρα. Συ­νή­θως, στα κα­θ’ η­μάς, ε­πι­στρέ­φουν οι πα­ντρε­μέ­νοι, με την προο­πτι­κή της οι­κο­γέ­νειας. Αν ο α­να­γνώ­στης πα­ρα­νοή­σει και α­να­ζη­τή­σει στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ι­στο­ρία α­φη­γη­μα­τι­κή συ­νέ­χεια, θα βρει ε­λά­χι­στα α­λη­θο­φα­νή αυ­τόν τον α­πο­συ­νά­γω­γο πό­τη. Ύστε­ρα, πό­της με άσ­προ κρα­σί και δη, ζε­στό, ό­πως τον ο­ρί­ζει ο στί­χος, μό­νο έ­νας Αμε­ρι­κα­νός μπο­ρεί να το δια­νο­η­θεί. Αν και α­κό­μη πιο α­πε­ρί­γρα­πτος προ­βάλ­λει ο ε­ρω­το­μα­νής του δια­δι­κτύου, που, ω­στό­σο, με μο­λύ­βι και χαρ­τί γρά­φει ποιή­μα­τα, σχε­διά­ζο­ντας γυ­μνές στο πε­ρι­θώ­ριο. Ο Ρέξ­ροθ πέ­θα­νε το 1982 και, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν έ­γι­νε πο­τέ η­λεκ­τρο­νι­κός χα­σο­μέ­ρης.
Ανά­με­σα στα δώ­δε­κα διη­γή­μα­τα, υ­πάρ­χει και έ­να μί­νι διή­γη­μα της μιας σε­λί­δας, που θα μπο­ρού­σε να προέρ­χε­ται α­πό τα βιώ­μα­τα του α­φη­γη­τή ή και να εί­ναι προϊόν μυ­θο­πλα­σίας. Αυ­τό, α­ντι­θέ­τως, δέ­νει με το προ­φίλ του α­φη­γη­τή. Στα δε­κα­ε­πτά του, α­κό­μη παρ­θέ­νος, μη γνω­ρί­ζο­ντας τι θα πει καύ­κος ή καύ­χος, ό­πως εί­ναι ο τίτ­λος του διη­γή­μα­τος και ό­πως τον α­πο­κά­λε­σε ο συ­μπα­τριώ­της του, ό­ταν τον εί­δε με­σά­νυ­χτα να φεύ­γει α­πό την κά­μα­ρά τους, έ­χει την πρώ­τη του ε­ρω­τι­κή ε­μπει­ρία. Εδώ, η γλώσ­σα εί­ναι δρα­στι­κή και η α­φή­γη­ση λα­κω­νι­κή στις πε­ρι­γρα­φές, αλ­λά ου­δό­λως στε­γνω­μέ­νη. Αυ­τό, πά­ντως, το διή­γη­μα δεν α­κο­λου­θεί την χρο­νι­κή πα­ρά­τα­ξη. Ο α­φη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει ει­κό­νες και στή­νει σκη­νές ε­ρω­τι­κής προ­σμο­νής, αλ­λά πα­ρα­κά­μπτει τα δια­τρέ­ξα­ντα ε­πί της κλί­νης του “μι­κρού δω­μα­τίου σε έ­να μι­κρό σπί­τι στο στε­νό δρο­μά­κι”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, η τά­ση προς τα υ­πο­κο­ρι­στι­κά εί­ναι πρό­σφα­τη και πα­ρα­τη­ρεί­ται σε αρ­κε­τούς διη­γη­μα­το­γρά­φους, ζη­λω­τές του τίτ­λου του μά­στο­ρα. Πι­θα­νώς, να εί­ναι πα­πα­δια­μά­ντεια ε­πιρ­ροή, κα­θώς, πέ­ρυ­σι, με την ευ­και­ρία του πα­πα­δια­μα­ντι­κού έ­τους, πλεί­στοι ό­σοι δή­λω­ναν ό­τι δια­βά­ζουν με πά­θος τον Σκια­θί­τη. Με­τα­ξύ αυ­τών, α­πό τους πρώ­τους και ο Πε­τσε­τί­δης. Δέ­κα χρό­νια πριν, ε­ξα­νί­στα­το ό­ταν συ­νε­χώς ά­κουε και διά­βα­ζε α­να­φο­ρές στο ό­νο­μα Πα­πα­δια­μά­ντη. Φαί­νε­ται, τό­τε, δεν εί­χε α­κό­μη α­να­γά­γει τον Σκια­θί­τη σε “κα­θη­γη­τή εις την δια βίου μά­θη­ση”. Κάλ­λιο αρ­γά πα­ρά πο­τέ, κα­τά έ­τε­ρη θυ­μό­σο­φη ρή­ση.
Τα τρία ε­να­πο­μεί­να­ντα διη­γή­μα­τα με τα ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νε­ται η δε­κα­πε­ντά­δα έ­χουν πα­ρα­πλή­σιους τίτ­λους, ό­που αλ­λά­ζει μό­νο το ε­πί­θε­το της κα­θο­ρι­στι­κής λέ­ξης που εί­ναι το “δω­μά­τιο”. “Χα­μέ­νο”, “κλει­στό” ή “σκο­τει­νό” το δω­μά­τιο, πά­ντως, και στις τρεις πε­ρι­πτώ­σεις, σε αυ­τό μπαι­νο­βγαί­νουν υ­περ­βα­τι­κές ο­ντό­τη­τες. Το πρώ­το α­πό αυ­τά, με το ο­ποίο και α­νοί­γει η συλ­λο­γή, πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον. Η α­ο­ρι­στία των α­να­φο­ρών και ο ρυθ­μός της α­φή­γη­σης τού δί­νει τη μορ­φή ε­φιάλ­τη. Όχι, ό­μως, ε­νός τυ­χό­ντος ε­φιάλ­τη, αλ­λά τού πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νου της δια­βίω­σης σε μια α­θη­ναϊκή πο­λυ­κα­τοι­κία. Ο συγ­γρα­φέ­ας κι­νεί­ται με α­πρό­σμε­νη ά­νε­ση στο υ­περ­ρε­α­λι­στι­κής ε­μπνεύ­σεως σκη­νι­κό που στή­νει. Αντι­θέ­τως, στα άλ­λα δυο, η έ­ξο­δος ε­κτός ρε­α­λι­στι­κού πλαι­σίου χω­λαί­νει. Ωστό­σο, α­πό το δεύ­τε­ρο, μέ­νει η σκη­νή με τους νε­κρούς γο­νείς. Αυ­τοί ί­πτα­νται και ο μι­κρα­σιά­της πα­τέ­ρας α­πο­κα­λεί την σύ­ντρο­φό του, “σου­ρου­κλε­μιά­ρα”, συ­νώ­νυ­μο του πιο γνω­στού   σουρ­τού­κα, κα­λώ­ντας την να τον α­κο­λου­θή­σει. Όσο για το τρί­το, αυ­τό δεί­χνει α­νι­σο­βα­ρές με τό­σες ε­γκι­βω­τι­σμέ­νες ρε­α­λι­στι­κές ι­στο­ρίες, μέ­χρι ε­κεί­νο το κλι­σέ με τις γά­τες της Μα­κρό­νη­σου, και συ­μπλή­ρω­μα, την φροϋδι­κών κα­τα­βο­λών ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κή κα­τά­λη­ξη.
Εν αρ­χή της συλ­λο­γής, το­πο­θε­τεί­ται μεν διή­γη­μα καφ­κι­κής α­τμό­σφαι­ρας, αλ­λά η πραγ­μα­τι­κή αρ­χή ή και συ­νέ­χεια με τα πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα του Πε­τσε­τί­δη α­πο­κα­θί­στα­ται με το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, «Στους μύ­λους της Βαρ­δού­νιας». Την το­πο­θε­σία την γνω­ρί­ζου­με. Υπάρ­χουν κά­ποια μέ­ρη, που πο­τέ δεν ε­πι­σκέ­φτη­κες, ο­πό­τε δεν α­πο­κλείε­ται να εί­ναι φα­ντα­στι­κά, ό­μως έ­χεις α­πό αυ­τά μια κα­θα­ρή ει­κό­να. Σαν να βρέ­θη­κες στο βά­θος της χα­ρά­δρας, με τα ο­χτώ σπί­τια ό­λα ό­λα και τους δυο α­νε­μό­μυ­λους, ό­πως πε­ρι­γρά­φε­ται στο διή­γη­μα του 1986, «Φα­ντά­ροι στους Μύ­λους». Στο και­νού­ριο, η πε­ρι­γρα­φή α­πλώ­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, για­τί το σπί­τι της για­γιάς και η μα­γεία τού γύ­ρω τό­που εί­ναι ε­κεί­νο που θέ­λει να φω­τί­σει η μνή­μη. Υπάρ­χουν και σε αυ­τό νύ­ξεις στα γε­γο­νό­τα της Κα­το­χής και του Εμφυ­λίου, α­πο­τε­λούν, ό­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρο τον διά­κο­σμο. Αλλά, α­κό­μη και σαν α­φη­γη­μα­τι­κός διά­κο­σμος, φαί­νε­ται να ω­χριά μπρο­στά στην ε­ντύ­πω­ση α­πό το θαύ­μα της Πα­να­γίας στον Πο­λυά­ρα­βο την ε­πο­χή του Μπραΐμη.
   Άνι­σα σε δυ­να­μι­κή τα διη­γή­μα­τα, κερ­δί­ζουν ε­κεί­να για πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές και α­συ­ντέ­λε­στους έ­ρω­τες. Υπάρ­χουν ι­στο­ρίες, στις ο­ποίες μό­νο έ­να ε­πι­μέ­ρους τμή­μα τους έ­χει ο­ντό­τη­τα διη­γή­μα­τος. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό το «Hotel Ελβε­τία, 3ος ό­ρο­φος», το ί­ζη­μα εί­ναι η τε­λευ­ταία σε­λί­δα, ό­που α­νι­στο­ρεί­ται μια ε­πί­σκε­ψη στο εν λό­γω ξε­νο­δο­χείο της ο­δού Σα­τω­βριάν­δου σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Από μια ά­πο­ψη, το γε­γο­νός ό­τι το διή­γη­μα ως σύ­νο­λο πά­σχει, δι­καιο­λο­γεί­ται, α­φού γρά­φτη­κε κα­τά πα­ραγ­γε­λία πε­ριο­δι­κού, που έ­δι­νε την αρ­χή της ι­στο­ρίας και ζη­τού­σε α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες να την ο­λο­κλη­ρώ­σουν. Όπως και να έ­χει, με τα και­νού­ρια διη­γή­μα­τα, ο συγ­γρα­φέ­ας θα μπο­ρού­σε να κερ­δί­σει μια δεύ­τε­ρη βρά­βευ­ση, α­κό­μη και να υ­πο­βάλ­λει υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για τα Βρα­βεία της Ακα­δη­μίας, αν κά­τι τέ­τοιο ε­πι­τρέ­πε­ται με­τά τη βρά­βευ­ση ο­λό­κλη­ρου του έρ­γου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/5/2012.

Παπαδιαμάντης και ΕΚΕΒΙ

Στου Μα­κρυ­γιάν­νη, ε­πί της ο­δού Αθα­να­σίου Διά­κου, γω­νία με Πο­ρί­νου, βρί­σκε­ται το πο­λυώ­ρο­φο κτί­ριο, στο ο­ποίο στε­γά­ζε­ται το Εθνι­κό Κέ­ντρο Βι­βλίου. Στις δυο ό­ψεις εί­ναι α­ναρ­τη­μέ­να μο­νί­μως πα­νώ α­πό τα ε­πε­τεια­κά έ­τη, που ε­ορ­τά­στη­καν κα­τά τα πρώ­τα χρό­νια του νέ­ου αιώ­να. Επί της προ­σό­ψεως: Εγγο­νό­που­λος 2007, Κα­ρα­γά­τσης 2008, Ρί­τσος 2009, Γκά­τσος 2011, Βρετ­τά­κος 2012. Στην ό­ψη της πα­ρό­δου: Θε­ο­το­κάς 2005, Πα­πα­δια­μά­ντης 2001. Όλα τα πα­νώ, α­νε­ξαι­ρέ­τως, α­να­γρά­φουν ό­τι εί­ναι για την ε­πέ­τειο των 100 χρό­νων α­πό τη γέν­νη­ση ε­κά­στου των τι­μώ­με­νων. Με άλ­λα λό­για, και οι ε­πτά υ­πέ­ρο­χοι εί­ναι της γε­νιάς του ’30. Κά­ποιοι α­πό τους πε­ρα­στι­κούς – και εί­ναι πολ­λοί χά­ρις στην πε­ζο­δρό­μη­ση της ο­δού Μα­κρυ­γιάν­νη και το σταθ­μό του Με­τρό – εκ­φρά­ζουν α­πο­ρία. Οι έ­νοι­κοι, ό­μως, του Ε.ΚΕ.ΒΙ. ου­δό­λως εκ­πλήσ­σο­νται. Εκα­τό χρό­νια, λοι­πόν, το 2001, α­πό τη γέν­νη­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/5/2012.