Δημήτρης Πετσετίδης
«Εν οίκω»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Μάρτιος 2012
Από τις 5 Φεβρουαρίου 1977, που ο Δημήτρης Πετσετίδης δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Το παλληκάρι», στην εφημερίδα «Τα Νέα», μέχρι τον Οκτώβριο του 2007, που εξέδωσε το έβδομο βιβλίο του, είχε στρογγυλέψει τα δημοσιευμένα πεζά του σε εκατό. Σύμφωνα με τους δικούς του χαρακτηρισμούς, 99 διηγήματα και μια νουβέλα. Κανένα, ωστόσο, από τα επτά βιβλία, που είχε εκδώσει, δεν είχε αποσπάσει κάποιο βραβείο. Η μόνη διάκριση, που είχε λάβει ήταν ο έπαινος στον Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό της εφημερίδας «Η Καθημερινή», το 1981, πριν ακόμη εκδώσει βιβλίο, για το διήγημά του «Σιδηροδρομικός Σταθμός Σπάρτης». Αυτά, μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου 2011, που του απονεμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Βραβείο Ουράνη για το σύνολο του έργου του. Θα έλεγε κανείς, ότι, έστω και καθυστερημένα, δικαιώθηκε. Πλην, όμως, για τα Βραβεία της Ακαδημίας, εκείνο που βαραίνει, κατά τη λαϊκή ρήση, είναι να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη. Από μια άποψη, εδώ και χρόνια, όλα τα βραβεία μας, λίγο πολύ, ένας θείος ή μια θεία στην Κορώνη τα ρυθμίζει. Με μια μικρή, ωστόσο, διαφορά· στα άλλα βραβεία υπάρχει και κάποια αρμόδια επιτροπή. Δεν λείπουν, βεβαίως, οι περιπτώσεις μέλος κριτικής επιτροπής να μην έχει διαβάσει βιβλίο που βράβευσε, μένει, ωστόσο, η υπογραφή της συνενοχής. Αλλά και στα Βραβεία της Ακαδημίας υπάρχει επιτροπή. Και τι επιτροπή! Αν δεν σφάλλουμε, ολόκληρο το σώμα των Ακαδημαϊκών αποφασίζει. Δεδομένου, όμως, ότι δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση οι Ακαδημαϊκοί να έχουν διαβάσει τα βιβλία της χρονιάς, όπως έχεις από τις κριτικές επιτροπές των διαφόρων βραβείων, την ενημερωτική εισήγηση αναλαμβάνουν οι αρμόδιοι Ακαδημαϊκοί. Ουσιαστικά, ένας-δύο, άντε το πολύ τρεις, αποφασίζουν και το σώμα των Ακαδημαϊκών υιοθετεί τις προτάσεις τους. Οι τυχόν ενστάσεις φαίνεται να περιορίζονται σε θέματα ιδεολογικής και ηθικής τάξης. Παραδόξως, αυτή η τακτική δεν δείχνει να ενοχλεί. Σε αντίθεση με τα άλλα βραβεία, όπου όλο και κάποιος παραπονείται για τις επιλογές των επιτροπών. Πιθανώς, γιατί πάντοτε σεβόμαστε τους εκπροσώπους της οιασδήποτε εξουσίας. Πόσω μάλλον τους Αθανάτους.
Όπως και να έχει, ο Πετσετίδης θα ήταν μια καλή επιλογή για το βραβείο διηγήματος. Το βραβείο συνολικού έργου θα λέγαμε ότι αντιστοιχεί σε κάποιον που έχει κλείσει τον δημιουργικό κύκλο του ή, το πολύ, τείνει να τον κλείσει. Το γεγονός ότι μόλις τρεις μήνες μετά την απονομή εκδίδεται το καινούριο βιβλίο του, με δεκαπέντε νέα διηγήματα, που θα σταθμιστούν και μπορεί να αλλάξουν το κέντρο βάρους, δείχνει το βεβιασμένο της βράβευσης. Έτσι κι αλλιώς, ελλοχεύει το παράδοξο, όταν παίρνεις στα χέριά σου ένα βιβλίο, που σε πληροφορεί, ήδη από το εξώφυλλο, ότι ανήκει σε ένα βραβευμένο σύνολο. Όσο αφορά, βεβαίως, τον καινούριο εκδότη του Πετσετίδη, τον πέμπτο στη σειρά, αυτός είναι δικαιολογημένος. Να μην διαφημίσει την πραμάτειά του, έτσι που του προέκυψε, πριν ακόμη την έκδοση, βραβευμένη;
Τώρα, κατά πόσο η βράβευση της Ακαδημίας θα φέρει και άλλες διακρίσεις, μένει να φανεί. Πάντως, ο τίτλος του βιβλίου, με τον λόγιο χαρακτήρα του, που για πρώτη φορά επιστρατεύει ο συγγραφέας, θυμίζει μια άλλη λαϊκή ρήση, τα εν οίκω μη εν δήμω. Από αυτήν την άποψη, δείχνει σαν να ισχυροποιεί την εντύπωση της αυτοβιογραφίας, που δημιουργεί το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης. Ωστόσο, ο Πετσετίδης είχε απορρίψει από την αρχή το τρίτο πρόσωπο. Σε μια πρώτη συνέντευξη, δήλωνε την αντιπάθειά του για τον παντεπόπτη αφηγητή. Ακριβέστερα, για τον συγγραφέα-θεό. Άλλωστε και τις φανταστικές ιστορίες του, μέχρι τον βίο και την πολιτεία του Λέοντα Ίδα Μπονασπάρτη στη μοναδική νουβέλα του «Τροπικός του Λέοντος», σε πρώτο πρόσωπο τις αφηγείται. Από την άλλη, συχνά, οι συγγραφείς, σε μια ορισμένη φάση της ζωής τους, νιώθουν την ανάγκη να παραβούν την εν λόγω ρήση και να γίνουν περισσότερο εξομολογητικοί. Σε ποιο βαθμό, μόνο αυτοί το γνωρίζουν, αφού η παρουσίαση των αφηγούμενων με την μορφή της αυτοβιογράφησης μπορεί να είναι ένας από τους τρόπους για να στηθεί ο ιστός της μυθοπλασίας.
Πέραν αυτών, το καινούριο βιβλίο του Πετσετίδη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπονδυλωτό και οιονεί αυτοβιογραφικό. Τύποις, πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων. Δεκαπέντε τον αριθμό, δηλαδή κοντά στον μέσο όρο των συλλογών του, και της καθιερωμένης τους έκτασης, δηλαδή μερικών σελίδων. Θα λέγαμε, ότι αυτή η έκταση είναι η ιδεατή για ένα διήγημα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, καθώς έχει επικρατήσει να αποκαλούνται διηγήματα όλες οι ιστορίες, λιγότερο ή περισσότερο σχοινοτενείς, τα διηγήματα του Πετσετίδη θα χαρακτηρίζονταν μάλλον σύντομα. Τα δώδεκα από αυτά παρακολουθούν, σε χρονική ανέλιξη, τον αφηγητή να μετακομίζει από την κοιλάδα του Ευρώτα στην Αθήνα λόγω σπουδών, ενδιαμέσως στον Λαγκαδά για το στρατιωτικό, πίσω στην Αθήνα και τέλος, να εγκαθίσταται στην επαρχιακή πόλη, όπου διαμένει. Η επαρχιακή πόλη δεν κατονομάζεται. Ωστόσο, σε ένα από τα καινούρια διηγήματα, το «Αίθουσα αναμονής», όταν ο αφηγητής ορίζει την εν λόγω επαρχιακή πόλη σαν μια πόλη όπου δεν υπάρχει “ούτε γραμμή τρένου, και έτσι ούτε αίθουσα αναμονής σιδηροδρομικού σταθμού”, φαίνεται σαν να συνομιλεί με εκείνο το πρώτο βραβευμένο διήγημα, «Σιδηροδρομικός Σταθμός Σπάρτης». Εκείνο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, με τον έφηβο ήρωα να ονειρεύεται να φύγει κάποια μέρα με το τραίνο, μήπως και γλυτώσει τον ξυλοδαρμό του καθηγητή. Ήταν η δεκαετία του ’50, που η ρήση, αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, συνιστούσε τον χρυσό κανόνα σε εκπαίδευση και στρατό. Σαρκάζοντας ο αφηγητής, κλείνει το διήγημα διευκρινίζοντας: «Όσο για τον σιδηροδρομικό σταθμό Σπάρτης και ποιος δεν το ξέρει! Τα τραίνα δε φτάνουν στη Λακωνία...»
Το δωδέκατο και τελευταίο της συλλογής διήγημα γράφτηκε με σκελετό τους στίχους ενός ποιήματος του αμερικανού ποιητή και ζωγράφου Κένεθ Ρέξροθ. Οι κατανεμημένοι σε κάθε παράγραφο ένθετοι στίχοι τυπώνονται με μαύρα πλάγια στοιχεία και υπογραμμίζονται. Παρότι το διήγημα κρατά τον τίτλο του ποιήματος, «Τα πλεονεκτήματα της μαθήσεως», διαβάζεται ως συμπλήρωμα σε αυτήν την, κατά κάποιο τρόπο, αυτοβιογράφηση και συνάμα, έρχεται σαν παραπλανητική κάλυψη, κάτι σαν καμουφλάζ, αναμιγνύοντας τα πραγματικά βιογραφικά στοιχεία με μυθοπλαστικά. Μόνο που αυτές οι φανταστικές προσθήκες μένουν ξένες τόσο προς το πνεύμα του βιβλίου όσο και της συγκεκριμένης ιστορίας. Οι παραλλαγές, που υπαγορεύονται από τους αυτοβιογραφικούς στίχους του αμερικανού ποιητή –ενός αναρχίζοντα στα νιάτα του, συνοδοιπόρου των Μπητ, και εγκαταλελειμμένου, όταν συνθέτει το ποίημα, από τη δεύτερη σύζυγο που λάτρευε– δείχνουν σαν κακοφορεμένη μάσκα. Κατά κάποιο δυσάρεστο τρόπο, στρεβλώνουν το πρόσωπο του αφηγητή του Πετσετίδη, που συνιστά ένα από τα ατού της διηγηματογραφίας του. Αυτός πλάστηκε σαν το αντιπροσωπευτικό παιδί στην Πελοπόννησο της δεκαετίας του ’40, σαν τον τυπικό επαρχιώτη φοιτητή στην Αθήνα του ’50 και αργότερα, μέχρι και τις αρχές του ’80, και τέλος, σαν τον χαρακτηριστικό τύπο μιας μειοψηφίας, που διάλεξε εκείνα τα χρόνια να επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στη γενέτειρα. Συνήθως, στα καθ’ ημάς, επιστρέφουν οι παντρεμένοι, με την προοπτική της οικογένειας. Αν ο αναγνώστης παρανοήσει και αναζητήσει στη συγκεκριμένη ιστορία αφηγηματική συνέχεια, θα βρει ελάχιστα αληθοφανή αυτόν τον αποσυνάγωγο πότη. Ύστερα, πότης με άσπρο κρασί και δη, ζεστό, όπως τον ορίζει ο στίχος, μόνο ένας Αμερικανός μπορεί να το διανοηθεί. Αν και ακόμη πιο απερίγραπτος προβάλλει ο ερωτομανής του διαδικτύου, που, ωστόσο, με μολύβι και χαρτί γράφει ποιήματα, σχεδιάζοντας γυμνές στο περιθώριο. Ο Ρέξροθ πέθανε το 1982 και, από όσο γνωρίζουμε, δεν έγινε ποτέ ηλεκτρονικός χασομέρης.
Ανάμεσα στα δώδεκα διηγήματα, υπάρχει και ένα μίνι διήγημα της μιας σελίδας, που θα μπορούσε να προέρχεται από τα βιώματα του αφηγητή ή και να είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αυτό, αντιθέτως, δένει με το προφίλ του αφηγητή. Στα δεκαεπτά του, ακόμη παρθένος, μη γνωρίζοντας τι θα πει καύκος ή καύχος, όπως είναι ο τίτλος του διηγήματος και όπως τον αποκάλεσε ο συμπατριώτης του, όταν τον είδε μεσάνυχτα να φεύγει από την κάμαρά τους, έχει την πρώτη του ερωτική εμπειρία. Εδώ, η γλώσσα είναι δραστική και η αφήγηση λακωνική στις περιγραφές, αλλά ουδόλως στεγνωμένη. Αυτό, πάντως, το διήγημα δεν ακολουθεί την χρονική παράταξη. Ο αφηγητής περιγράφει εικόνες και στήνει σκηνές ερωτικής προσμονής, αλλά παρακάμπτει τα διατρέξαντα επί της κλίνης του “μικρού δωματίου σε ένα μικρό σπίτι στο στενό δρομάκι”. Παρεμπιπτόντως, η τάση προς τα υποκοριστικά είναι πρόσφατη και παρατηρείται σε αρκετούς διηγηματογράφους, ζηλωτές του τίτλου του μάστορα. Πιθανώς, να είναι παπαδιαμάντεια επιρροή, καθώς, πέρυσι, με την ευκαιρία του παπαδιαμαντικού έτους, πλείστοι όσοι δήλωναν ότι διαβάζουν με πάθος τον Σκιαθίτη. Μεταξύ αυτών, από τους πρώτους και ο Πετσετίδης. Δέκα χρόνια πριν, εξανίστατο όταν συνεχώς άκουε και διάβαζε αναφορές στο όνομα Παπαδιαμάντη. Φαίνεται, τότε, δεν είχε ακόμη αναγάγει τον Σκιαθίτη σε “καθηγητή εις την δια βίου μάθηση”. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, κατά έτερη θυμόσοφη ρήση.
Τα τρία εναπομείναντα διηγήματα με τα οποία συμπληρώνεται η δεκαπεντάδα έχουν παραπλήσιους τίτλους, όπου αλλάζει μόνο το επίθετο της καθοριστικής λέξης που είναι το “δωμάτιο”. “Χαμένο”, “κλειστό” ή “σκοτεινό” το δωμάτιο, πάντως, και στις τρεις περιπτώσεις, σε αυτό μπαινοβγαίνουν υπερβατικές οντότητες. Το πρώτο από αυτά, με το οποίο και ανοίγει η συλλογή, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η αοριστία των αναφορών και ο ρυθμός της αφήγησης τού δίνει τη μορφή εφιάλτη. Όχι, όμως, ενός τυχόντος εφιάλτη, αλλά τού πολύ συγκεκριμένου της διαβίωσης σε μια αθηναϊκή πολυκατοικία. Ο συγγραφέας κινείται με απρόσμενη άνεση στο υπερρεαλιστικής εμπνεύσεως σκηνικό που στήνει. Αντιθέτως, στα άλλα δυο, η έξοδος εκτός ρεαλιστικού πλαισίου χωλαίνει. Ωστόσο, από το δεύτερο, μένει η σκηνή με τους νεκρούς γονείς. Αυτοί ίπτανται και ο μικρασιάτης πατέρας αποκαλεί την σύντροφό του, “σουρουκλεμιάρα”, συνώνυμο του πιο γνωστού σουρτούκα, καλώντας την να τον ακολουθήσει. Όσο για το τρίτο, αυτό δείχνει ανισοβαρές με τόσες εγκιβωτισμένες ρεαλιστικές ιστορίες, μέχρι εκείνο το κλισέ με τις γάτες της Μακρόνησου, και συμπλήρωμα, την φροϋδικών καταβολών επεξηγηματική κατάληξη.
Εν αρχή της συλλογής, τοποθετείται μεν διήγημα καφκικής ατμόσφαιρας, αλλά η πραγματική αρχή ή και συνέχεια με τα παλαιότερα διηγήματα του Πετσετίδη αποκαθίσταται με το δεύτερο διήγημα, «Στους μύλους της Βαρδούνιας». Την τοποθεσία την γνωρίζουμε. Υπάρχουν κάποια μέρη, που ποτέ δεν επισκέφτηκες, οπότε δεν αποκλείεται να είναι φανταστικά, όμως έχεις από αυτά μια καθαρή εικόνα. Σαν να βρέθηκες στο βάθος της χαράδρας, με τα οχτώ σπίτια όλα όλα και τους δυο ανεμόμυλους, όπως περιγράφεται στο διήγημα του 1986, «Φαντάροι στους Μύλους». Στο καινούριο, η περιγραφή απλώνεται περισσότερο, γιατί το σπίτι της γιαγιάς και η μαγεία τού γύρω τόπου είναι εκείνο που θέλει να φωτίσει η μνήμη. Υπάρχουν και σε αυτό νύξεις στα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου, αποτελούν, όμως, περισσότερο τον διάκοσμο. Αλλά, ακόμη και σαν αφηγηματικός διάκοσμος, φαίνεται να ωχριά μπροστά στην εντύπωση από το θαύμα της Παναγίας στον Πολυάραβο την εποχή του Μπραΐμη.
Άνισα σε δυναμική τα διηγήματα, κερδίζουν εκείνα για παλαιότερες εποχές και ασυντέλεστους έρωτες. Υπάρχουν ιστορίες, στις οποίες μόνο ένα επιμέρους τμήμα τους έχει οντότητα διηγήματος. Για παράδειγμα, από το «Hotel Ελβετία, 3ος όροφος», το ίζημα είναι η τελευταία σελίδα, όπου ανιστορείται μια επίσκεψη στο εν λόγω ξενοδοχείο της οδού Σατωβριάνδου σαράντα χρόνια αργότερα. Από μια άποψη, το γεγονός ότι το διήγημα ως σύνολο πάσχει, δικαιολογείται, αφού γράφτηκε κατά παραγγελία περιοδικού, που έδινε την αρχή της ιστορίας και ζητούσε από τους συμμετέχοντες να την ολοκληρώσουν. Όπως και να έχει, με τα καινούρια διηγήματα, ο συγγραφέας θα μπορούσε να κερδίσει μια δεύτερη βράβευση, ακόμη και να υποβάλλει υποψηφιότητα για τα Βραβεία της Ακαδημίας, αν κάτι τέτοιο επιτρέπεται μετά τη βράβευση ολόκληρου του έργου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/5/2012.
1 σχόλιο:
Επικοινωνήστε μζί μας στο
endymionpublic@gmail.com
για να σας στείλουμε
το καινούριο βιβλίο
της Γλυκερίας Μπασδέκη
Δημοσίευση σχολίου