Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Από τις πλαγιές της Μουργκάνας

Τα­σία Βε­νέ­τη
«Τού χιο­νιού»
Εκδό­σεις Το Ρο­δα­κιό
Αύ­γου­στος 2013

Την πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή, στην πα­ρου­σία­ση του νέ­ου βι­βλίου της Νί­κης Τρουλ­λι­νού μας εί­χε προ­βλη­μα­τί­σει ο ει­δο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός διη­γή­μα­τα, που συ­νό­δευε στο ε­ξώ­φυλ­λο τον τίτ­λο. Κι αυ­τό, για­τί εί­χα­με την ά­πο­ψη, πως το σύ­νο­λο των εί­κο­σι έ­να πε­ζών της συλ­λο­γής θα το α­ντι­προ­σώ­πευε κα­λύ­τε­ρα ο ό­ρος ι­στο­ρίες. Σή­με­ρα, ε­πα­νερ­χό­μα­στε στο δί­πο­λο διη­γή­μα­τα-ι­στο­ρίες, με α­φορ­μή μία άλ­λη συλ­λο­γή εί­κο­σι ο­κτώ πε­ζών, αυ­τήν της Τα­σίας Βε­νέ­τη. Εδώ έ­χει ε­πι­λε­γεί ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός ι­στο­ρίες, ε­νώ ε­μείς, αυ­τή τη φο­ρά,  θα προ­κρί­να­με ως προσ­διο­ρι­στι­κό ε­κεί­νον του διη­γή­μα­τος. Ακρι­βο­λο­γώ­ντας, και στις δυο συλ­λο­γές, ό­πως και σε με­ρι­κές α­κό­μη, ό­χι και πολ­λές, α­φού κα­τά κα­νό­να αρ­κεί ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός ι­στο­ρίες, πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες και έ­ναν α­ριθ­μό με­τρη­μέ­νων διη­γη­μά­των. Το θέ­μα εί­ναι ποιο κρί­νε­ται ως το ου­σιώ­δες γνώ­ρι­σμα, που πρέ­πει να προ­βλη­θεί σε α­ντι­δια­στο­λή, εί­τε προς το προ­η­γού­με­νο έρ­γο του συγ­γρα­φέα, ό­πως εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της Τρουλ­λι­νού, εί­τε ως προς την ε­ντύ­πω­ση, που μπο­ρεί να δη­μιουρ­γη­θεί σχε­τι­κά με το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο, ό­πως συμ­βαί­νει με την Βε­νέ­τη. 
Και οι δύο συγ­γρα­φείς εμ­φα­νί­στη­καν ό­ψι­μα, του­λά­χι­στον με τις ι­σχύου­σες σή­με­ρα εκ­δο­τι­κές συν­θή­κες, δεί­χνο­ντας πως θα μπο­ρού­σαν να έ­χουν ε­πι­τυ­χή πα­ρου­σία στη σύ­ντο­μη φόρ­μα. Η Τρουλ­λι­νού έ­χει ή­δη ε­πα­λη­θεύ­σει τις αι­σιό­δο­ξες προ­βλέ­ψεις με τέσ­σε­ρις συλ­λο­γές πε­ζών. Εκεί­νη πα­ρου­σιά­στη­κε με βι­βλίο στην α­θη­ναϊκή α­γο­ρά το 2002, σε η­λι­κία  πε­νή­ντα πα­ρά κά­τι. Εξαρ­χής ή­ταν φα­νε­ρό, πως διέ­θε­τε συγ­γρα­φι­κή συ­νεί­δη­ση και εί­χε τη φι­λο­δο­ξία να γρά­ψει διή­γη­μα. Η Βε­νέ­τη, ε­πτά χρό­νια μι­κρό­τε­ρη, πα­ρου­σιά­στη­κε πέ­ρυ­σι πλη­σιά­ζο­ντας τα  πε­νή­ντα πέ­ντε. Δια­θέ­τει συγ­γρα­φι­κό έν­στι­κτο και μάλ­λον κα­μία φι­λο­δο­ξία. Ού­τε καν αυ­τήν της έκ­δο­σης βι­βλίου. Εκτός, ί­σως, α­πό συλ­λο­γή ποιη­μά­των, κα­θώς την πα­ρό­τρυ­ναν, με­τά τη δη­μο­σίευ­ση ποιη­μά­των της στον Τύ­πο της γε­νέ­τει­ράς της, που ση­μαί­νει τα έ­ντυ­πα της ε­παρ­χίας Φι­λια­τών. 
Ο προσ­διο­ρι­σμός διη­γή­μα­τα, κα­τά προ­τί­μη­ση στο ε­ξώ­φυλ­λο και ό­χι στη σε­λί­δα τίτ­λου, θα σύ­σται­νε κά­πως το βι­βλίο αυ­τής της πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νης και πα­ντε­λώς ά­γνω­στης στο α­θη­ναϊκό κοι­νό συγ­γρα­φέως. Θα α­πο­μά­κρυ­νε εκ προοι­μίου τυ­χόν σύγ­χυ­ση με γυ­ναι­κείες α­φη­γή­σεις ι­στο­ρι­κού, λα­ο­γρα­φι­κού ή και η­θο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Κα­τά την πά­για, ω­στό­σο, τα­κτι­κή του εκ­δο­τι­κού οί­κου, α­φή­νε­ται να κο­λυ­μπή­σει στα βα­θιά, χω­ρίς “αυ­τά­κι” με βιο­γρα­φι­κό ού­τε κει­με­νά­κι ο­πι­σθό­φυλ­λου, με ε­ξώ­φυλ­λο έ­ναν πί­να­κα του Αλέ­κου Κτε­νά. Εί­ναι έρ­γο δια­κο­σμη­τι­κού τύ­που, ε­νώ έ­να α­πό τα γυ­ναι­κεία γυ­μνά του, πα­ρό­τι εκ πρώ­της ό­ψεως δεν θα ταί­ρια­ζε στις ι­στο­ρίες, του­λά­χι­στον θα προϊδέ­α­ζε το με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, που εί­ναι οι γυ­ναί­κες, πως το βι­βλίο το α­φο­ρά. Ωστό­σο, πα­ρά την πε­ριο­ρι­σμέ­νη προ­βο­λή του βι­βλίου στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο, συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε στα ε­πτά βι­βλία της βρα­χείας λί­στας πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα του η­λεκ­τρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού «Ο Ανα­γνώ­στης». Μό­νο που το βι­βλίο της Βε­νέ­τη δεί­χνει σαν πα­ρά­ται­ρο. Βρί­σκε­ται δη­λα­δή ε­κτός της αι­σθη­τι­κής α­ντί­λη­ψης πε­ρί λο­γο­τε­χνίας της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής, ό­πως αυ­τή φά­νη­κε ευ­κρι­νέ­στε­ρα με τις βρα­βεύ­σεις. 
Εκεί­νο, πά­ντως, που κυ­ρίως μνη­μό­νευ­σαν οι κρι­τι­κοί, εί­ναι η “βου­νί­σια” γλώσ­σα του βι­βλίου. Όπως οι ι­θα­γε­νείς τρε­λαί­νο­νταν με κα­θρε­φτά­κια και φα­ντα­χτε­ρά μπι­χλι­μπί­δια, αυ­τοί εν­θου­σιά­ζο­νται με διη­γή­μα­τα και ντο­πιο­λα­λιές. Πό­σο μάλ­λον ό­ταν πρό­κει­ται για την η­πει­ρω­τι­κή και δη, της πε­ριο­χής Μουρ­γκά­νας Φι­λια­τών, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, μπο­ρούν να δεί­ξουν το εύ­ρος της λο­γο­τε­χνι­κής τους ε­πο­πτείας, α­να­φέ­ρο­ντας τα διη­γή­μα­τα του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Ανε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τά εί­ναι ξέ­να προς την α­τμό­σφαι­ρα και τον κό­σμο του βι­βλίου της Βε­νέ­τη. Ενώ, στα διη­γή­μα­τα του Δη­μή­τρη Χατ­ζή ή του Μι­χά­λη Γκα­νά, που συγ­γε­νεύουν με κά­ποιες ι­στο­ρίες της Βε­νέ­τη αλ­λά δεν γρά­φο­νται στη ντο­πιο­λα­λιά, δεν έ­γι­νε κα­μία μνεία. Σή­με­ρα, πά­ντως, η έν­νοια της ντο­πιο­λα­λιάς έ­χει πε­ριο­ρι­στεί στις ι­διω­μα­τι­κές λέ­ξεις, οι ο­ποίες και πε­ρι­σώ­ζο­νται, α­φού  γι’ αυ­τές προ­βλέ­πε­ται γλωσ­σά­ρι. Ενώ το πιο πο­λύ­τι­μο κομ­μά­τι, που πρώ­το χά­νε­ται με την ε­γκα­τά­λει­ψη μίας πε­ριο­χής, εί­ναι οι πα­ρεκ­κλί­νου­σες συ­ντα­κτι­κές δο­μές της. Αν και ε­κεί­νο που α­πο­βαί­νει α­κό­μη πιο ευά­λω­το στο χρό­νο εί­ναι η με­τα­φο­ρι­κή χρή­ση των λέ­ξεων. 
Σε αυ­τές τις  πτυ­χές της γλώσ­σας, δια­φο­ρο­ποιού­νται δυο συγ­γρα­φείς που ε­πι­στρα­τεύουν λό­για της ί­διας ντο­πιο­λα­λιάς. Αλλά και σε αυ­τές φα­νε­ρώ­νε­ται ε­κεί­νος που δια­θέ­τει γλωσ­σι­κό αι­σθη­τή­ριο και δεν εί­ναι α­πλός κα­τα­γρα­φέ­ας, ή­τοι συλ­λέ­κτης α­φη­γή­σεων. Η Βε­νέ­τη το δια­θέ­τει. Επι­προ­σθέ­τως, η δι­κή της α­πό­δο­ση της ντο­πιο­λα­λιάς δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν δω­ρι­κή, ό­πως α­ντρών συγ­γρα­φέων α­πό την ί­δια πε­ριο­χή. Ού­τε κο­φτός εί­ναι ο ρυθ­μός, ού­τε βρα­χείς οι προ­τά­σεις, και τα ε­πί­θε­τα δεν λεί­πουν. Πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, λι­τός λό­γος της κα­θη­με­ρι­νής κου­βέ­ντας. Στις ι­στο­ρίες γί­νε­ται με­ρι­κές φο­ρές μέ­χρι και γλα­φυ­ρός. Ακό­μη, ό­μως, και στα σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα, της μίας σε­λί­δας ή και της μίας πα­ρα­γρά­φου, δεν α­φυ­δα­τώ­νε­ται. Η πύ­κνω­ση του διη­γή­μα­τος, αυ­τή η και­νού­ρια δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κα­ρα­μέ­λα, γί­νε­ται ε­δώ κυ­ρίως με την ε­στία­ση. 
Γρά­φτη­κε στο συ­νο­δευ­τι­κό Δελ­τίο Τύ­που πως εί­ναι η δύ­να­μη της γλώσ­σας, με την πα­λαιό­τη­τα του ι­διώ­μα­τος ό­πως πρό­σθε­σαν άλ­λοι, που κά­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λο­γο­τε­χνία. Πι­στεύου­με πως πα­ρό­μοιες α­πο­φάν­σεις συ­νι­στούν υ­περ­βο­λές μιας ε­πο­χής, ό­που η γλώσ­σα αλ­λοιώ­νε­ται και πολ­λοί τρο­μά­ζουν πως θα εκ­φυ­λι­στεί. Δεν αρ­κεί, ό­μως, μό­νο η γλώσ­σα. Για να με­τα­μορ­φω­θεί η πε­ρα­σμέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε λο­γο­τε­χνία χρειά­ζο­νται “μύ­θια” και ι­στο­ρίες. Αλλά ποια εί­ναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του βι­βλίου της Βε­νέ­τη; Εκ πρώ­της ό­ψεως, ε­κεί­νη σε κά­ποιο α­πό τα 34 χω­ριά της Μουρ­γκά­νας. Δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται, ό­πως δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται και ο γε­νέ­θλιος τό­πος της, πέ­ραν του ε­ντο­πι­σμού του στο Νο­μό της Θεσ­πρω­τίας. Ο χρό­νος εί­ναι α­κό­μη πιο αό­ρι­στος, κα­θώς α­πλώ­νε­ται σε μια τρια­κο­ντα­ε­τία, α­πό τη γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή μέ­χρι πε­ρί­που το 1975. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται η συγ­γρα­φέ­ας σε συ­νέ­ντευ­ξή της, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ι­στο­ριών της εί­ναι ο α­ντι­κα­το­πτρι­σμός α­πό τις α­φη­γή­σεις ε­κεί­νων που έ­ζη­σαν Κα­το­χή-Εμφύ­λιο-πο­λι­τι­κή προ­σφυ­γιά ή κα­τέ­φυ­γαν προς ε­πι­βίω­ση στη με­τα­νά­στευ­ση των δε­κα­ε­τιών ’50-’60. Λό­γω η­λι­κίας λεί­πει το βιω­μα­τι­κό α­πό­θε­μα του βίαιου εκ­πα­τρι­σμού, που στοι­χειο­θε­τεί το «Μη­τριά Πα­τρί­δα» του Γκα­νά, όπως, βε­βαίως, και το ι­δε­ο­λο­γι­κό φορ­τίο των διη­γη­μά­των του Χατ­ζή. 
“Με τις κου­βέ­ντες των για­γιά­δων της”  έ­στη­σε η Βε­νέ­τη τον αλ­λο­τι­νό κό­σμο. Εί­ναι έ­νας κό­σμος γυ­ναι­κών, που έ­δει­ξαν την δύ­να­μή τους ό­χι ε­πα­να­στα­τώ­ντας, αλ­λά α­ντέ­χο­ντας. Εί­ναι Ρω­μιές, ό­πως οι Ηπει­ρώ­τισ­σες του Χατ­ζή και οι γραίες του Πα­πα­δια­μά­ντη, κυ­ρίως αυ­τές οι δεύ­τε­ρες μα­ζί με τις εγ­γό­νες τους. Όταν υ­πάρ­χουν στην οι­κο­γέ­νεια ά­ντρες, αυ­τοί α­πο­τε­λούν α­πει­λή, εί­τε για και­ρό πο­λέ­μου πρό­κει­ται εί­τε για τα­ραγ­μέ­νες ε­πο­χές αλ­λά χω­ρίς ε­χθρο­πρα­ξίες. Το ί­διο συμ­βαί­νει και ό­ταν ε­μπλέ­κο­νται στη διή­γη­ση ά­ντρες ο­μα­δι­κά. Γερ­μα­νοί ή α­ντάρ­τες φέρ­νουν την κα­τα­στρο­φή^ καί­νε σπί­τια, παίρ­νουν ο­μή­ρους, ε­πι­στρα­τεύουν. Το 1974, που η δε­κα­τε­τρά­χρο­νη τό­τε συγ­γρα­φέ­ας βρέ­θη­κε “μό­νι­μος κά­τοι­κος Αμε­ρι­κής” και “οι κου­βέ­ντες των για­γιά­δων της” δεν μπο­ρού­σαν πια να την φτά­σουν και να την συ­ντρο­φέ­ψουν, διά­βα­ζε τα γράμ­μα­τα α­πό την οι­κο­γέ­νεια και έ­γρα­φε. Πό­τε γρά­φτη­καν οι ι­στο­ρίες του βι­βλίου δεν το α­πο­κα­λύ­πτει. Το μό­νο που ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, εί­ναι πως ξε­κί­νη­σε, ό­ταν οι πό­νοι της δι­κής της ζωής την πα­ρα­ζό­ρι­σαν. Τό­τε θυ­μή­θη­κε μια πα­λιά συμ­βου­λή, που πα­ρό­τρυ­νε, ό­ταν κά­τι σε βα­σα­νί­ζει, να το γρά­φεις, μέ­χρι να πά­ψει να πο­νά­ει.
Η κά­θαρ­ση έρ­χε­ται με ι­στο­ρίες, που εί­ναι ε­στια­σμέ­νες στις τρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις των αν­θρώ­πων, αλ­λά κα­τα­λή­γουν με μία θυ­μό­σο­φη α­πο­στρο­φή, πα­ρη­γο­ρη­τι­κή, συ­χνά σαν βγαλ­μέ­νη α­πό πα­ρα­μύ­θι. Ήδη, στους τίτ­λους υ­πάρ­χει μία νό­τα κα­θη­συ­χα­στι­κή, α­κό­μη κι αν η ι­στο­ρία α­να­φέ­ρε­ται στις πιο ο­δυ­νη­ρές πλευ­ρές του Εμφυ­λίου, ό­πως το «Για έ­να κα­λύ­τε­ρο αύ­ριο» και το «Μη, ψυ­χού­λες, μη». Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές τα ξε­κι­νή­μα­τα εί­ναι χα­μη­λό­φω­να πε­ρι­γρα­φι­κά, συ­χνά δια­λο­γι­κά. Με­τά, σι­γά-σι­γά, σω­ρεύο­νται τα “πά­θια”, α­το­μι­κά, πε­ρισ­σό­τε­ρα της οι­κο­γέ­νειας, α­κό­μη, λό­γω ε­πο­χής, της κοι­νό­τη­τας ή και του λα­ού ο­λό­κλη­ρου.
Σε μια ε­πο­χή, που θάλ­λει η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, η Βε­νέ­τη συ­μπλη­ρώ­νει την προ­φο­ρι­κή ι­στο­ρία, που έ­μα­θε παι­δί δί­πλα στο τζά­κι α­κού­γο­ντας ι­στο­ρίες “του χιο­νιού”, με α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες α­πό Αί­σω­πο και Άντερ­σεν, αλ­λά και α­πό τα ε­πί­λε­κτα της γε­νιάς του 1880, του συ­ντο­πί­τη της τρα­γου­δι­στή Κρυ­στάλ­λη συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, στην προ πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας αν­θο­λό­γη­ση των εκ­δό­σεων Πε­χλι­βα­νί­δη. Μιας μορ­φής παρ­θε­νο­γέ­νε­ση κα­τορ­θώ­νει η Βε­νέ­τη, ό­ντας, ό­πως φαί­νε­ται, α­κό­μη και με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου α­μό­λυ­ντη α­πό τον συγ­γρα­φι­κό ιό, που σκο­τώ­νει α­κό­μη και τις κα­λύ­τε­ρες γρα­φί­δες, κυ­ριο­λε­κτι­κά α­φα­νί­ζο­ντας φε­ρέλ­πι­δες και πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Αν και η α­θωό­τη­τα στο αρ­χι­πέ­λα­γος της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας, ό­που κο­λυ­μπούν καρ­χα­ρίες, μπο­ρεί να α­πο­δει­χθεί ε­ξαι­ρε­τι­κά ε­πι­κίν­δυ­νη. Στραγ­γί­ζο­ντας τις υ­πο­θέ­σεις α­πό τα πε­ζά της, για την κα­θε­μία θυ­μά­σαι να έ­χεις δια­βά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας ι­στο­ρίες. Κι ό­μως, οι δι­κές της έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κή υ­φή, έ­τσι ό­πως ξε­τυ­λί­γο­νται μέ­σα α­πό το λό­γο των γυ­ναι­κών για άλ­λες γυ­ναί­κες, συ­μπά­σχο­ντας σαν να εί­ναι κοι­νός ο φόρ­τος των δει­νών. Υστε­ρούν ε­κεί­νες, που δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση πως έ­χουν αυ­το­βιο­γρα­φι­κό υ­πό­βα­θρο («Μιά Κα­το­χή», «Η κού­κλα»). Δια­σκε­δα­στι­κές νό­τες υ­πάρ­χουν στις τρεις τέσ­σε­ρις με ή­ρωα έ­να α­γό­ρι, που πρέ­πει να τα βγά­λει πέ­ρα με τα γί­δια, την πεί­να, την εξ ου­ρα­νού βοή­θεια σε τρο­φή και έν­δυ­ση, μέ­χρι και με το τέ­ρας της κα­θα­ρεύου­σας που έκανε την εμφάνισή του με το πρώ­το Πά­τερ η­μών.
Αυ­τές, ό­μως, που ε­ντυ­πώ­νο­νται εί­ναι οι ι­στο­ρίες των γυ­ναι­κών, πα­ρό­λο που στις πε­ρι­γρα­φές δεν δια­κρί­νε­ται κα­μία τά­ση η­ρωο­ποίη­σης. Προ­βάλ­λει μό­νο η βα­θιά σχέ­ση τους με τη γη, σαν α­πό ε­κεί να αν­τλούν τη δύ­να­μή τους. Στο «Ένα σω­ρό πα­λι­κά­ρια», υ­πάρ­χει μια πνοή α­γιό­τη­τας, που ευ­φραί­νει κι ας κα­τα­λή­γει με τον θρή­νο και τον κο­πε­τό κη­δείας. Η γυ­ναί­κα εί­χε χά­σει στη σει­ρά ά­ντρα, μά­να, πα­τέ­ρα, γα­μπρό, α­δερ­φή, α­δερ­φό, νύ­φη και έ­μει­νε με ε­φτά παι­διά, έ­να το δι­κό της. Εκεί­νο βρή­καν να πά­ρουν ό­μη­ρο οι Γερ­μα­νοί, ε­κεί­νη η ο­μά­δα έ­τυ­χε να πέ­σει σε ε­νέ­δρα και πή­γαν ό­λοι πλην ε­νός α­πό σφαί­ρες ελ­λη­νι­κές. Κι ό­μως, ή­ταν γλυ­κιά, “το α­γα­θό της πλεό­να­ζε, α­γιού­λα ή­τα­ν”. Από την ί­δια αν­θε­κτι­κή στό­φα εί­ναι η γυ­ναί­κα του Αλέ­ξη, που δού­λευε το φουρ­νέ­λο στο ά­νοιγ­μα του δρό­μου προς το χω­ριό. “Γκα­στρω­μέ­νη” η Αλέ­ξαι­να, έ­ρι­ξε στη φω­τιά ει­σι­τή­ρια και δια­βα­τή­ρια, α­πο­τρέ­πο­ντας ο­ρι­στι­κά τη με­τα­νά­στευ­ση στη μα­κρι­νή Αυ­στρα­λία. Για την α­πο­κο­τιά της έ­φται­γαν οι «Κου­βέ­ντες α­πό δω ως τον ή­λιο», προ­ει­δο­ποιεί ο τίτ­λος. Σω­στή η­ρωί­δα η κο­πέ­λα που πή­ρε ο Κί­τσιος, “δεν εί­χε φο­βη­θεί ζω­ντα­νό και πε­θα­μέ­νο”, αλ­λά η πε­θε­ρά την έ­ρι­ξε «Στο βα­θύ» του πο­τα­μιού. Ακό­μη πιο ά­γριος ο πα­τέ­ρας του γα­μπρού που προ­ξέ­νε­ψαν στην ορ­φα­νή με τα μά­τια τα «Τό­σο μαύ­ρα». Πά­ντως, και στις τρεις έ­τυ­χε κα­λός ά­ντρας. Για­τί υ­πάρ­χουν άλ­λες ά­τυ­χες, ό­πως ε­κεί­νη στο «Πό­σο ά­τυ­χη!!» ή η άλ­λη που την ά­φη­σε με α­νή­λι­κα στη Νυ­ρεμ­βέρ­γη. Αυ­τή εί­ναι η “γι­γα­ντό­ψυ­χη” Θα­να­σού­λα, στο «Έτσι χο­ρεύουν τα βου­νά», η κο­ρυ­φαία των η­ρωί­δων της Βε­νέ­τη. Ένας θη­λυ­κός Ζορ­μπάς.
Το φά­σμα των Ρω­μιών γυ­ναι­κών της Μουρ­γκά­νας το συ­μπλη­ρώ­νουν οι για­γιά­δες. Όλες τους προ­στα­τευ­τι­κές, που στην α­νά­γκη υ­ψώ­νουν α­νά­στη­μα για να προ­στα­τέ­ψουν τα κο­ρί­τσιά τους. Με «Το μα­χαί­ρι» πά­ντο­τε ορ­θό, πή­γε η για­γιά και γύ­ρι­σε στο πα­ρα­πέ­τα­σμα, για να δει έ­να κομ­μά­τι α­πό τη δια­με­λι­σμέ­νη οι­κο­γέ­νειά της. Υπάρ­χουν, ό­μως, και οι πα­ρα­λο­γι­σμέ­νες α­πό έ­ρω­τα. Στο «Πα­λιά ι­στο­ρία» με ά­ρω­μα Βι­ζυη­νού, που η συγ­γρα­φέ­ας τον έ­χει δια­βά­σει, και στο «Τι ’ναι, μά­να», συ­μπλή­ρω­μα στου Θε­ο­τό­κη το «Πί­στο­μα», που μπο­ρεί και να μην το έ­χει δια­βά­σει. Συ­να­ντά­με, πά­ντως, στη συλ­λο­γή έ­να άλ­λο διή­γη­μα που α­να­με­τριέ­ται με ε­κεί­νο του Κερ­κυ­ραίου, το «Εδώ κοι­τάξ­τε». Για βι­βλία σαν της Βε­νέ­τη, λυ­πά­ται κα­νείς, που ο βίος τους εί­ναι τό­σο βρα­χύς. Με τα ό­ριο η­λι­κίας που θέ­σπι­σαν οι ει­δή­μο­νες των κρα­τι­κών βρα­βεύ­σεων, χά­νε­ται μια α­κό­μη ευ­και­ρία μνη­μό­νευ­σής του.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 21/9/2014.

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας, 1965.