Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Στο κατώφλι του Έτους Παπαδιαμάντη

Πριν δέ­κα χρό­νια, κα­θώς α­νέ­τει­λε η νέα χι­λιε­τία, τα ε­πε­τεια­κά έ­τη ή­ταν στις δό­ξες τους. Μό­λις ε­ξέ­πνεε το ε­πε­τεια­κό έ­τος Σε­φέ­ρη, το ο­ποίο εί­χε ε­ορ­τα­στεί με­τά φα­νών και λα­μπά­δων, ό­πως άρ­μο­ζε σε έ­ναν νο­μπε­λί­στα. Ήδη, το Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού και το εύ­ρω­στο τό­τε Εθνι­κό Κέ­ντρο Βι­βλίου εί­χαν α­να­κοι­νώ­σει ό­τι το 2001 θα ή­ταν ε­πε­τεια­κό έ­τος Ανδρέα Εμπει­ρί­κου. Μη θέ­λο­ντας, ό­μως, να α­δι­κή­σουν τρεις άλ­λους με­γά­λους της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, εί­χαν, ε­πι­προ­σθέ­τως, α­πο­φα­σί­σει να υ­πο­στη­ριχ­θούν οι­κο­νο­μι­κά οι ε­ορ­τα­σμοί για τις πε­ντη­κο­ντα­ε­τη­ρί­δες α­πό τους θα­νά­τους του Άγγε­λου Σι­κε­λια­νού και του Γρη­γο­ρίου Ξε­νό­που­λου, κα­θώς και η με­γά­λη δι­πλή ε­πέ­τειος του Πα­πα­δια­μά­ντη. Να θυ­μί­σου­με ό­τι οι ε­πέ­τειοι Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­λα­δή η συ­μπλή­ρω­ση α­κέ­ραιων δε­κα­ε­τιών α­πό τη χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης και θα­νά­του, εί­ναι πά­ντο­τε δι­πλές, α­φού α­πε­βίω­σε σε στρογ­γυ­λή η­λι­κία, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας τα ε­ξή­ντα. Όσο για με­γά­λες ε­πε­τείους, αυ­τές θεω­ρού­νται τα έ­τη κα­τά τα ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νο­νται α­κέ­ραια πολ­λα­πλά­σια της πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας α­ντί της δε­κα­ε­τίας. Εν έ­τει, λοι­πόν, 2001, ε­ορ­τά­ζο­νταν η με­γά­λη ε­πέ­τειος των 150 χρό­νων α­πό τη γέν­νη­σή του, στις 4 Μαρ­τίου 1851, αλ­λά και η ε­πέ­τειος των 90 χρό­νων α­πό το θά­να­τό του, στις 2 Ια­νουα­ρίου 1911.
Δέ­κα χρό­νια με­τά, κα­θώς οι με­γά­λοι ε­πέ­τειοι Πα­πα­δια­μά­ντη εμ­φα­νί­ζο­νται α­νά ζεύ­γη με δε­κα­ε­τή α­να­με­τα­ξύ τους α­πό­στα­ση, α­να­μέ­νε­ται να ε­ορ­τα­στούν τα 160 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του και η ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό το θά­να­τό του. Βε­βαίως, το Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού και το Ε.ΚΕ.ΒΙ. ε­ξήγ­γει­λαν ή­δη το 2011 ως “Έτος Ελύ­τη”, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι νο­μπε­λί­στες, λό­γω και της διε­θνούς εμ­βέ­λειάς τους, προ­η­γού­νται ό­λων των άλ­λων. Ωστό­σο, εί­ναι σί­γου­ρο, ό­τι, αν δεν φύ­ραι­νε ο κρα­τι­κός κορ­βα­νάς, θα ε­λε­ού­νταν και ε­φέ­τος, ό­πως συ­νέ­βη το 2001, και οι φτω­χοί συγ­γε­νείς. Θυ­μί­ζου­με πρό­χει­ρα, πε­ριο­ρι­ζό­με­νοι στους προ­σφι­λείς μας, ό­τι, το 2011, συ­μπλη­ρώ­νο­νται 100 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Στρα­τή Τσίρ­κα, του Νι­κη­φό­ρου Βρετ­τά­κου και του Νί­κου Γκά­τσου, ε­νώ έ­χου­με και τις με­γά­λες δι­πλές ε­πε­τείους του Πα­πα­δια­μά­ντη και του Κε­φα­λο­νί­τη Ανδρέα Λα­σκα­ρά­του, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται δυο αιώ­νες α­πό τη γέν­νη­σή του και 110 χρό­νια α­πό το θά­να­τό του, δε­δο­μέ­νου ό­τι κι αυ­τός α­πε­βίω­σε στη στρογ­γυ­λή η­λι­κία των 90 ε­τών.
Αλλά η οι­κο­νο­μι­κή δυσ­πρα­γία του Κρά­τους δεν ση­μαί­νει α­να­γκα­στι­κά ό­τι οι ε­πέ­τειοι δεν θα ε­ορ­τα­στούν. Πα­λαιό­τε­ρα, που δεν τα πε­ρι­μέ­να­με ό­λα α­πό το Δη­μό­σιο, γί­νο­νταν αρ­κε­τά α­ξιό­λο­γα πράγ­μα­τα. Μό­νο τα τε­λευ­ταία χρό­νια, οι ι­διώ­τες κα­λό­μα­θαν με τους κορ­βα­νά­δες και σαν να μαλ­θα­κί­σθη­καν. Για τις ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δες α­πό τη γέν­νη­ση των τριών συγ­γρα­φέων, θα μπο­ρού­σαν να α­να­σκου­μπω­θούν και οι κλη­ρο­νό­μοι των Αρχείων τους, οι εκ­δό­τες τους, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­νοι ακ­μαίοι ι­διω­τι­κοί φο­ρείς. Άλλω­στε το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι οι πα­νη­γυ­ρι­σμοί αλ­λά η ου­σια­στι­κή φρο­ντί­δα των τι­μώ­με­νων. Τα ε­πε­τεια­κά έ­τη προ­σφέ­ρουν μια κα­λή ευ­και­ρία για το ά­νοιγ­μα των Αρχείων και την πε­ριε­σκεμ­μέ­νη πα­ρου­σία­ση των πι­θα­νών θη­σαυ­ρών τους. Ο κα­λός κλη­ρο­νό­μος δεν φαί­νε­ται μό­νο στην πε­ρι­φρού­ρη­ση αλ­λά και στην α­νά­δει­ξη ό­σων έ­χουν βρε­θεί στη φύ­λα­ξή του. Σε σχέ­ση με τους δυο πα­λαιό­τε­ρους, Λα­σκα­ρά­το και Πα­πα­δια­μά­ντη, υ­πάρ­χουν ε­νώ­σεις με στό­χο την φρο­ντί­δα τους, ε­κτός α­πό το α­νε­πτυγ­μέ­νο στα κα­θ' η­μάς αί­σθη­μα της ε­ντο­πιό­τη­τας. Οι Κε­φαλ­λή­νιοι, αλ­λά και α­πα­ξά­πα­ντες οι Επτα­νή­σιοι, πο­τέ δεν ο­λι­γώ­ρη­σαν. Όσο α­φο­ρά τον Πα­πα­δια­μά­ντη, πε­ρισ­σό­τε­ροι του ε­νός τό­ποι μπο­ρεί να μην ε­ρί­ζουν για την κα­τα­γω­γή του, αλ­λά η γε­νέ­τει­ρα Σκιά­θος, η γει­το­νι­κή Εύ­βοια και η Αθή­να ως μα­κρο­χρό­νιος τό­πος δια­μο­νής του, έ­χουν κα­τά και­ρούς δεί­ξει ε­μπρά­κτως το εν­δια­φέ­ρον τους. Ύστε­ρα υ­πάρ­χει η Εται­ρεία Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Σπου­δών. Μπο­ρεί, με τα τρέ­χο­ντα μέ­τρα και σταθ­μά, να θυ­μί­ζει κλει­στή λέ­σχη μυη­μέ­νων, έ­τσι ό­πως λει­τουρ­γεί κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών, α­γνοώ­ντας τα ΜΜΕ, που εί­ναι ο κι­νη­τή­ριος μο­χλός και της πο­λι­τι­στι­κής ζωής του τό­που, πά­ντως λει­τουρ­γεί, ό­πως α­πο­δει­κνύουν και τα δυο συ­νέ­δρια για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, που διορ­γά­νω­σε κα­τά τα ε­πε­τεια­κά έ­τη, 1991 και 2001. Άλλω­στε, ζού­με στην ε­πο­χή της η­λεκ­τρο­νι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης, ό­που το Δια­δί­κτυο τεί­νει να υ­πο­κα­τα­στή­σει τον Τύ­πο. Ηλεκ­τρο­νι­κώς, λοι­πόν, ό­σοι σερ­φά­ρουν έ­χουν πλη­ρο­φο­ρη­θεί ό­τι ο Δή­μος Σκιά­θου, ή­δη α­πό τον πε­ρα­σμέ­νο Ια­νουά­ριο, στην εκ­δή­λω­ση μνή­μης Πα­πα­δια­μά­ντη, που γί­νε­ται κά­θε χρό­νο την η­μέ­ρα του θα­νά­του του, α­να­κοί­νω­σε ό­τι ε­τοι­μά­ζε­ται για την διορ­γά­νω­ση, μα­ζί με την Εται­ρεία Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Σπου­δών, Συ­νε­δρίου Πα­πα­δια­μά­ντη ε­ντός του 2011. Επί­σης, τον Σε­πτέμ­βριο, προ­στέ­θη­κε, η­λεκ­τρο­νι­κώς πά­ντα, η σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση της Εται­ρείας, που α­ναγ­γέλ­λει συ­νέ­δριο, πι­θα­νό­τα­τα στη Σκιά­θο, τέ­λη Σε­πτεμ­βρίου αρ­χές Οκτω­βρίου, με θέ­μα, «Πα­πα­δια­μά­ντης με­τα­φρά­ζων και με­τα­φρα­ζό­με­νος». Οπό­τε, ό­σο α­φο­ρά τους ε­ορ­τα­σμούς, αυ­τοί, και εν μέ­σω κρί­σης, θα μπο­ρού­σαν, λί­γο πο­λύ, να ε­ξα­σφα­λι­στούν. Όμως, ό­πως ή­δη πα­ρα­τη­ρή­σα­με, δεν αρ­κούν οι πα­νη­γυ­ρι­σμοί, στους ο­ποίους ε­μπί­μπτουν, εν πολ­λοίς, και τα συ­νέ­δρια, α­κό­μη κι ό­ταν α­φή­νουν, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση Πα­πα­δια­μά­ντη, το στέ­ρεο κα­τά­λοι­πο ε­νός τό­μου πρα­κτι­κών. Κι αυ­τό, για­τί οι ο­μι­λη­τές, ως ε­πί το πλεί­στον, α­να­κε­φα­λαιώ­νουν γνω­στές ερ­γα­σίες ή ε­φαρ­μό­ζουν γε­νι­κές θεω­ρίες σε ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­δείγ­μα­τα.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, για τον Πα­πα­δια­μά­ντη θυ­μί­ζου­με ό­τι τα δύο προ­η­γού­με­να Συ­νέ­δρια εί­χαν ο­νο­μα­σθεί διε­θνή Συ­νέ­δρια, πα­ρό­τι οι ο­μι­λη­τές εκ της αλ­λο­δα­πής με­τριού­νταν στα δά­χτυ­λα. Επί­σης, κα­τά την πρώ­τη δε­κα­ε­τία της χι­λιε­τίας, ε­πι­κρά­τη­σε, κυ­ρίως, στον Τύ­πο, ο Σκια­θί­της να α­πο­κα­λεί­ται κλα­σι­κός. Πι­θα­νώς, με το σκε­πτι­κό, ό­τι, στον αιώ­να της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, ό­ταν ό­λες οι χώ­ρες έ­χουν τους κλα­σι­κούς τους συγ­γρα­φείς, χρειά­ζε­ται και η Ελλά­δα έ­ναν. Τώ­ρα, για­τί το χρί­σμα δό­θη­κε στον Πα­πα­δια­μά­ντη, μέ­νει α­σα­φές. Ίσως να συ­νέ­βα­λαν οι κα­τοι­κού­ντες στο Πα­ρί­σι με­λε­τη­τές του, κα­θώς οι Γάλ­λοι, πε­ρισ­σό­τε­ρο των λοι­πών Ευ­ρω­παίων, τι­μούν τους κλα­σι­κούς συγ­γρα­φείς, πα­ρα­λαμ­βά­νο­ντας τη λέ­ξη α­πό την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή, ό­που κλα­σι­κός ση­μαί­νει συγ­γρα­φέ­ας κλά­σεως. Για να α­πο­κτή­σει, ό­μως, μια χώ­ρα έ­ναν κλα­σι­κό συγ­γρα­φέα δεν αρ­κεί να υ­πάρ­χει κά­ποιος κο­ρυ­φαίος, α­παι­τεί­ται και α­ντί­στοι­χη φι­λο­λο­γι­κή υ­πο­δο­μή, θέ­μα που δεν φαί­νε­ται να α­πα­σχό­λη­σε. Όπως και να έ­χει, ως κλα­σι­κός ο Πα­πα­δια­μά­ντης, πα­ρα­τασ­σό­με­νος δί­πλα στους γάλ­λους και άγ­γλους κλα­σι­κούς, δεί­χνει μάλ­λον χω­λός, α­κρι­βώς λό­γω έλ­λει­ψης α­ντί­στοι­χης ή και πα­ρα­πλή­σιας φι­λο­λο­γι­κής φρο­ντί­δας.
Δεν υ­πάρ­χει ού­τε καν πλή­ρης ερ­γο­γρα­φία του, ό­πως θύ­μι­σε ο προ διε­τίας τυ­χαίος ε­ντο­πι­σμός ά­γνω­στου πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος. Αυ­τό α­κρι­βώς α­ντα­να­κλά ό­τι το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη πα­ρα­μέ­νει α­νοι­χτό. Με άλ­λα λό­για, δεν συ­νι­στά α­κό­μη κλει­στό και πα­γιω­μέ­νο σύ­νο­λο, ό­πως εί­θι­σται να θεω­ρεί­ται. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει το γε­γο­νός ό­τι το έρ­γο του δη­μο­σιεύ­θη­κε εξ ο­λο­κλή­ρου, ό­σο του­λά­χι­στον ε­κεί­νος ζού­σε, σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά κα­τά τις δυο τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες του 19ου αιώ­να και την πρώ­τη του 20ου. Ενώ, τα α­δη­μο­σίευ­τα χει­ρό­γρα­φα διη­γη­μά­των του, αλ­λά­ζο­ντας χέ­ρια, συ­νέ­χι­σαν να δη­μο­σιεύο­νται μέ­χρι και τα μέ­σα του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να. Πρό­κει­ται, δη­λα­δή, για έ­να ευ­ρύ πε­δίο, ό­χι ό­μως και α­χα­νές. Το σύ­νο­λο του γνω­στού έρ­γου του, δη­λα­δή τέσ­σε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και 170 διη­γή­μα­τα, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας τα με­τά θά­να­το δη­μο­σιευ­μέ­να, πα­ρου­σιά­στη­κε σε 14 ε­φη­με­ρί­δες, 16 πε­ριο­δι­κά και 4 ε­τή­σια η­με­ρο­λό­για. Ενώ, 10 διη­γή­μα­τα πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­καν σε τρία βι­βλία με διη­γή­μα­τά του και δυο βι­βλία για ε­κεί­νον, που εκ­δό­θη­καν με­τά το θά­να­τό του. Αυ­τό το σύ­νο­λο των ε­ντύ­πων εί­ναι ελ­λι­πώς και ε­πι­λε­κτι­κά διε­ρευ­νη­μέ­νο. Για το α­λη­θές του λό­γου, θυ­μί­ζου­με ό­τι το προ­σφά­τως α­να­κα­λυ­φθέν διή­γη­μα ε­ντο­πί­στη­κε σε μια α­πό τις 14 ε­φη­με­ρί­δες, την α­θη­ναϊκή «Πα­τρίς». Και ε­ντο­πί­στη­κε α­πό τον Βα­σί­λειο Τω­μα­δά­κη, ό­χι για­τί α­πο­φά­σι­σε να την α­πο­δελ­τιώ­σει προς χά­ριν του Πα­πα­δια­μά­ντη, γνω­ρί­ζο­ντας πως σε αυ­τήν εί­χε δη­μο­σιευ­τεί «Το μυ­ρο­λό­γι της φώ­κιας», αλ­λά για­τί άλ­λο έ­ψα­χνε και σκό­ντα­ψε στο πα­πα­δια­μά­ντιο διή­γη­μα. Εξυ­πα­κούε­ται ό­τι η κα­τάρ­τι­ση της ερ­γο­γρα­φίας του δεν θα ε­ξαν­τλεί­το στα συ­γκε­κρι­μέ­να έ­ντυ­πα. Αυ­τά, ό­μως, λο­γι­κά, συ­νι­στούν έ­να πρώ­το πε­δίο έ­ρευ­νας.
Αυ­το­νοή­τως δεν υ­πάρ­χει βι­βλιο­γρα­φία Πα­πα­δια­μά­ντη. Άλλω­στε ε­λά­χι­στοι έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς δια­θέ­τουν. Κι αυ­τοί, χά­ρις σε δυο τρεις α­φο­σιω­μέ­νους βι­βλιο­γρά­φους, ό­πως ο Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λης και ο Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος, στον ο­ποίο ο­φεί­λου­με και την πρό­σφα­τη βι­βλιο­γρα­φία Κα­βά­φη. Όσο α­φο­ρά τον Πα­πα­δια­μά­ντη, έ­χου­με μεί­νει στη Βι­βλιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Βα­λέ­τα. Όσοι α­κο­λού­θη­σαν, πε­ριο­ρί­στη­καν σε διορ­θώ­σεις και ε­πι­μέ­ρους προ­σθή­κες. Στο προ­η­γού­με­νο Συ­νέ­δριο Πα­πα­δια­μά­ντη, η Βα­σι­λι­κή Λα­μπρο­πού­λου πα­ρου­σία­σε τις βι­βλιο­γρα­φι­κές ερ­γα­σίες για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­τα­λή­γο­ντας ό­τι συ­νι­στά έ­να α­πό τα βα­σι­κά φι­λο­λο­γι­κά desiderata. Στην εν­διά­με­ση δε­κα­ε­τία, ε­κτός α­πό τη βι­βλιο­γρά­φη­ση των με­τα­φρά­σεων Πα­πα­δια­μά­ντη, που έ­χει ξε­κι­νή­σει η Λα­μπρι­νή Τρια­ντα­φυλ­λο­πού­λου, δεν γνω­ρί­ζου­με άλ­λη σχε­τι­κή προ­σπά­θεια. Κα­τά τα άλ­λα, μη­ρυ­κά­ζου­με ε­πί 70 έ­τη τα λά­θη του Βα­λέ­τα. Ως φαί­νε­ται μας δια­φεύ­γει ε­δώ κά­τι βα­σι­κό. Ξε­χνά­με ό­τι μέ­χρι να ο­λο­κλη­ρω­θούν τα Άπα­ντα Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου, η πλειο­νό­τη­τα των α­να­γνω­στών μυή­θη­κε στο πα­πα­δια­μα­ντι­κό έρ­γο με τα Άπα­ντα Βα­λέ­τα. Ωστό­σο, έ­νας κα­λός λό­γος δεν πε­ρισ­σεύει, κα­θώς ό­λοι α­νε­ξαι­ρέ­τως οι κα­το­πι­νοί κρί­νουν ό­τι ή­ταν τσα­πα­τσού­λης. Κι ό­μως, ποιος άλ­λος συ­γκέ­ντρω­σε τό­σο με­γά­λο κομ­μά­τι, σκόρ­πιο και δυ­σεύ­ρε­το. Από την άλ­λη, ό­ταν κά­ποιος ση­με­ρι­νός τυ­χαί­νει να κά­νει α­ντί­στοι­χη ερ­γα­σία, συ­χνά πε­ρισ­σό­τε­ρο τσα­πα­τσού­λι­κα, ε­παι­νεί­ται α­πό τους ο­μό­τε­χνους.
Επί­σης, δεν υ­πάρ­χει σχο­λια­σμέ­νη έκ­δο­ση του έρ­γου του. Μπο­ρεί τα Άπα­ντα Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου να συ­νο­δεύο­νται α­πό εν­δε­λε­χές γλωσ­σά­ρι, α­πό το ο­ποίο ό­λοι οι ε­πό­με­νοι, ρη­τά ή άρ­ρη­τα, σι­τί­ζο­νται, αλ­λά μό­νο με γλωσ­σά­ρι δεν κα­λύ­πτο­νται οι ερ­μη­νευ­τι­κές α­παι­τή­σεις ε­νός κλα­σι­κού. Και ε­πει­δή, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, συ­ζη­τεί­ται πο­λύ ο με­τα­φρα­στής Πα­πα­δια­μά­ντης και το πι­θα­νό­τε­ρο, θα συ­ζη­τη­θεί α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο με α­φορ­μή και το α­ναγ­γελ­θέν Συ­νέ­δριο, να θυ­μί­σου­με ό­τι οι με­τα­φρά­σεις του Πα­πα­δια­μά­ντη, πα­ρό­λο που α­πλώ­νο­νται σε α­κό­μη λι­γό­τε­ρα έ­ντυ­πα α­πό ό­σα το πρω­τό­τυ­πο έρ­γο του, πα­ρα­μέ­νουν terra incognita, ή έ­στω, πε­δίο με­ρι­κώς μό­νο χαρ­το­γρα­φη­μέ­νο. Από αυ­τές, μό­λις 14 έ­χουν εκ­δο­θεί αυ­το­τε­λώς σε βι­βλίο στο διά­στη­μα της τε­λευ­ταίας ει­κο­σα­ε­τίας, 1989-2009. Πα­ρό­λα αυ­τά, το ό­ποιο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο έ­χει η Εται­ρεία Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Σπου­δών (λό­γω μυ­στι­κό­τη­τας δεν α­να­κοι­νώ­νο­νται στον Τύ­πο ού­τε οι αρ­χαι­ρε­σίες της ού­τε τα Διοι­κη­τι­κά της Συμ­βού­λια ού­τε η ορ­γα­νω­τι­κή ε­πι­τρο­πή, που θα κρί­νει ό­σους υ­πο­βάλ­λουν αί­τη­ση συμ­με­το­χής στο Συ­νέ­δριο) α­πο­φά­σι­σε ως θέ­μα του τρί­του Διε­θνούς Συ­νε­δρίου τον με­τα­φρα­στή Πα­πα­δια­μά­ντη. Από την άλ­λη, οι δυο με­τα­φρά­σεις του, «Η Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως» του Τό­μας Γκόρ­ντον και ο «Δρά­κου­λας» του Μπραμ Στόου­κε­ρ, που α­να­μέ­νο­νταν να εκ­δο­θούν, ε­πι­τέ­λους, ε­φέ­τος (η πρώ­τη α­να­μέ­νε­ται ε­δώ και μια δε­κα­ε­τία), α­να­βάλ­λο­νται, ά­γνω­στο για πό­τε, α­φού οι α­ντί­στοι­χοι εκ­δό­τες δεν θεώ­ρη­σαν υ­πο­χρέω­σή τους να κά­νουν κά­ποια σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση. Δεν θα α­πο­ρού­σα­με, πά­ντως, αν υ­πάρ­ξουν στο Συ­νέ­δριο α­να­κοι­νώ­σεις σχε­τι­κές με τις δύο υ­πό έκ­δο­ση με­τα­φρά­σεις.
Αυ­τές οι λί­γες πα­ρα­τη­ρή­σεις ξε­κι­νούν α­πό τη δι­κή μας α­ντί­λη­ψη πε­ρί κλα­σι­κού συγ­γρα­φέα, η ο­ποία μάλ­λον δεν συμ­φω­νεί με την ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη. Όπως φαί­νε­ται, οι φι­λό­λο­γοι και λοι­ποί με­λε­τη­τές δεν προ­τάσ­σουν την έ­ρευ­να υ­πο­δο­μής. Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, του ευ­ρω­παϊκού πλέ­ον προ­φίλ του Πα­πα­δια­μά­ντη, θεω­ρούν το έρ­γο του πρό­σφο­ρο πε­δίο για την ε­φαρ­μο­γή λο­γο­τε­χνι­κών θεω­ριών. Προ­σφά­τως δε, και θεω­ριών με­τα­φρα­σε­ο­λο­γίας. Τώ­ρα, τι λα­γούς βγά­ζουν α­πό το κα­πέ­λο, εί­ναι άλ­λου πα­πά ευαγ­γέ­λιο. Λό­γω, ό­μως, και των η­με­ρών, έ­να άλ­λο θέ­μα προ­η­γεί­ται των ε­πε­τεια­κών ε­τών και του Συ­νε­δρίου Πα­πα­δια­μά­ντη. Το ε­ορ­τα­στι­κό διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, που δη­μο­σιευό­ταν κά­θε Χρι­στού­γεν­να και Πά­σχα, σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, και το ο­ποίο, κα­τά προ­τί­μη­ση, αν­θο­λο­γού­σαν ό­σοι κα­τήρ­τι­ζαν συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του. Αυ­τό, λοι­πόν, το τό­σο προ­σφι­λές και ξε­χω­ρι­στό ε­ορ­τα­στι­κό διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη τεί­νει προς τη δύ­ση του, κα­θώς α­να­τέλ­λει το ευ­ρω­παϊκό του ά­στρο. Όπως εί­χα­με την ευ­και­ρία ή­δη να σχο­λιά­σου­με («Ελευ­θε­ρο­τυ­πία», 23.10.2010), τη θέ­ση του ε­ορ­τα­στι­κού διη­γή­μα­τος την κα­τα­λαμ­βά­νει το ε­ρω­τι­κό. Στα προ­εόρ­τια του ε­πε­τεια­κού 2011, κυ­κλο­φο­ρούν, ως τα μο­να­δι­κά και­νού­ρια βι­βλία του Πα­πα­δια­μά­ντη, δυο αν­θο­λο­γίες: «Ερω­τι­κός Πα­πα­δια­μά­ντης» (αν­θο­λό­γος Χρι­στό­φο­ρος Λιο­ντά­κης, εκ­δό­σεις Πα­τά­κη) και «Να εί­χεν ο έ­ρω­τας σαΐτες! Επτά α­γα­πη­τι­κά διη­γή­μα­τα του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη» (αν­θο­λό­γος Κώ­στας Ακρί­βος, εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο). Από την οι­στρή­λα­τη ει­σα­γω­γή της δεύ­τε­ρης αν­θο­λο­γίας συ­γκρα­τού­με τη δια­πί­στω­ση του αν­θο­λό­γου ό­τι στα πα­πα­δια­μα­ντι­κά διη­γή­μα­τα υ­πάρ­χει πο­λύς ί­με­ρος αλ­λά α­που­σιά­ζει “η πε­ρι­γρα­φή έ­στω μιας σκη­νής α­πό ε­ρω­τι­κή κλι­νο­πά­λη”. Με άλ­λα λό­για, ο Πα­πα­δια­μά­ντης ω­χριά μπρο­στά στους σύγ­χρο­νους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους αλ­λά και α­πέ­να­ντι στον ρω­μαίο βιο­γρά­φο Γάϊο Σουη­τώ­νιο, στον ο­ποίο ο­φεί­λε­ται αυ­τή η τό­σο πα­ρα­στα­τι­κή ει­κο­νο­ποίη­ση της πρά­ξης της συ­νου­σίας. Πά­ντως, στο τρέ­χον λε­ξι­λό­γιο την ε­πα­νέ­φε­ρε ο τε­λευ­ταίος βιο­γρά­φος του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, με το βι­βλίο του, «Ίμε­ρος και κλι­νο­πά­λη». Στο πρω­το­χρο­νιά­τι­κο φύλ­λο θα ε­πα­νέλ­θου­με με τα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, που δια­θέ­τουν και μι­κρή δό­ση ί­με­ρου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε σκίτσο αγνώστου, δημοσιευμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πριν ακόμη αποκτήσει ευρωπαϊκό προφίλ, εξοστρακίζοντας οριστικά κάθε στοιχείο της ανατολικής παράδοσης.