Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

"Το Δέντρο" Τεύχος 163-164 Καλοκαίρι 2008

Το 1937, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ ξεκίνησαν την περιοδεία τους στην Ελλάδα από την Αθήνα. Το πιθανότερο, γιατί είχαν έρθει δια θαλάσσης και έπιασαν στον Πειραιά αλλά και γιατί, για τους απανταχού φιλέλληνες όλων των εποχών Αθήνα ίσον Ακρόπολη. Πάντως, όχι γιατί η Αθήνα ήταν η πρωτεύουσα της χώρας κι ας την περιέγραφε ο Μπλέ Οδηγός μεγάλη και καινούργια πόλη. Η πρώτη εντύπωση του Σαρτρ υπήρξε κατηγορηματική: "... Ως πόλη η Αθήνα είναι ανύπαρκτη. Δεν έχει ούτε μορφή ούτε ενότητα ούτε περίγραμμα. Είναι ένας σωρός από πράγματα βαλμένα το ένα πλάϊ στο άλλο, με ένα κέντρο ωστόσο που -αυτό μόνο του- είναι κοινότυπο και δίχως ενδιαφέρον. Για την υπόλοιπη πόλη διστάζει κανείς αν πρόκειται για κινητή κατασκήνωση μετά από σεισμό ή για επιχείρηση κατεδάφισης. Αυτό δεν το έχω ξαναδεί πουθενά..."
Οι επιμελητές του τεύχους επέλεξαν την τελευταία φράση του Σαρτρ ως τίτλο ενός απανθίσματος εντυπώσεων από την Ελλάδα. Καθώς, μάλιστα, απομόνωσαν την πρόταση, αυτή έχασε τον απαξιωτικό της χαρακτήρα, απέκτησε διφορούμενη σημασία και μπορεί να νοηθεί μέχρι και θαυμαστική. Ειδάλλως δεν θα κάλυπτε τις εντυπώσεις των σαράντα δυο ανθολογούμενων επισκεπτών, που συμφωνούν στο εξαιρετικό του τόπου, μια και το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στις αρχαιότητες και το φυσικό περιβάλλον. Ενδεικτικός ο θαυμασμός του Λε Κορμπυζιέ, που ταξίδεψε στις Κυκλάδες τέσσερα χρόνια πριν τον Σαρτρ και ανακάλυψε την αρμονία της νησιωτικής αρχιτεκτονικής. Τα σπίτια, όμοια κατάλευκα λουλούδια που ανθούσαν για παρηγοριά των ανθρώπων ενός μηχανικού πολιτισμού. Ήταν το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα, το πρώτο είχε γίνει το 1910 και είχε περιοριστεί στο Άγιο Όρος. Και από εκεί είχε κρατήσει ένα όραμα, που δεν το είχε ξαναδεί πουθενά. "΄Ένας πυλώνας αρχαίου φρουρίου και η λεία άκρια των τειχών, που λες και τοποθετεί τα κελιά -με τις στοές τους ανοιχτές προς τη θάλασσα- ψηλά στον ουρανό".
Στο αφιέρωμα συγκεντρώνονται σαράντα τρία κείμενα -αποσπάσματα ταξιδιωτικών, αυτοτελή, ποιήματα- με παλαιότερο το ταξίδι του Λε Κορμπυζιέ στον Άθω. Το επόμενο χρονικά είναι ένα "γράμμα από τους Δελφούς", με ημερομηνία 2 Μαΐου 1932, της Βιρτζίνιας Γουλφ. Με βρετανικό φλέγμα αποφαίνεται πως η Ελλάδα είναι ιδανική για μόνιμη εγκατάσταση και για τον επιπλέον λόγο πως είναι αναγκασμένοι να απέχουν της οινοποσίας λόγω ασυνεννοησίας, αφού αγνοούν τη λέξη κρασί και επιμένουν να ζητούν οίνο. Συνοψίζοντας τα αισθήματα των ξένων, εκστατικοί δείχνουν οι τέσσερις προσκυνητές στο Άγιο Όρος, ακόμη κι ένας νεότερος όπως ο Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ, εντυπωσιασμένοι, αν όχι γοητευμένοι, οι δεκαπέντε που περιηγούνται τη χώρα, όπως ο Φρεντ Ριντ από τη Θεσσαλονίκη, ο Μαξ Φρις από την Ακροκόρινθο, ο Λώρενς Ντάρρελ από την Κέρκυρα ή και ο Ραιημόν Κενώ από τους Δελφούς. Πέραν από τους ισόβιους λάτρες του ελληνικού καλοκαιριού όπως ο Ζακ Λακαριέρ. Ακόμη και οι Έλληνες, με τα τόσα κουσούρια τους, περιγράφονται ως συμπαθείς ή έστω, αρκούντως ενδιαφέροντες, σύμφωνα και με τον Εουτζένιο Μοντάλε.
Απομένουν οι δυσάρεστες εντυπώσεις, που γεννά η μοναδική πόλη της Αθήνας, αν και οι περισσότεροι επισκέπτες της επικεντρώνουν τα κείμενά τους στην Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Ωστόσο, κανείς τους δεν είναι τόσο απορριπτικός όσο ο Σαρτρ, εκτός, ίσως, από τον Μισέλ Ντεόν, που αποχαιρετά το παλιό καφενείο του Απότσου, "μιλώντας για τη δεκαετία του '60, που είδε την Ελλάδα να ξεπουλάει την ομορφιά της στους τουρίστες σαν πόρνη". Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τον Ντεόν, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του Πωλ Μοράν, ούτε το Αιγαίο κατάφερε να τον γλυκάνει. Αδυσώπητος, γιατί όχι και αντικειμενικός, αποφαίνεται: "... Δεν είναι αρκετό να πει κανείς πως στους σημερινούς Έλληνες λείπει το γούστο. Έχουν άσχημο γούστο, το χειρότερο που υπάρχει...". Τελικά, την καλή, κατά μια άποψη, κουβέντα για την Αθήνα την λέει ένας Έλληνας, ο Κώστας Ταχτσής σε δυο ξένους φίλους του, που τον επισκέπτονται την άνοιξη του 1986: "Στο πιο όμορφο τοπίο του κόσμου έχουν χτίσει την πιο άσχημη πρωτεύουσα του κόσμου... Αλλά όταν νυχτώνει, ομορφαίνει κάπως..."
Να σημειώσουμε πως, όταν αναφερόμαστε σε εντυπώσεις ξένων επισκεπτών, δεν ακριβολογούμε, καθώς οι επιμελητές εξομολογούνται πως έστησαν εντός του αφιερώματος "ένα δημιουργικό παίγνιο", καλώντας γνωστούς έλληνες συγγραφείς να υποδυθούν ξένους ομοτέχνους τους σε ψευδεπίγραφα κείμενα. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ερεθιστικό "κουίζ", αν το καθιστούσαν προσιτό σε υποψήφιους λύτες, ορίζοντας τουλάχιστον το ένα από τα δυο σκέλη. Είτε ποιοι είναι οι Έλληνες είτε ποιους ξένους μιμήθηκαν. Λ.χ., αν υποθέταμε πως οι Έλληνες υπογράφουν ως μεταφραστές των κειμένων, που συνθέτουν, θα προτείναμε ορισμένους συνήθεις ύποπτους παρόμοιων μεταμφιέσεων, όπως, καλή ώρα, ο Φίλιππος Δρακονταειδής ή ο Χρήστος Μπουλώτης. Όπως και να έχει, επειδή κείμενα γνωστών ελλήνων συγγραφέων γραμμένα με τον τρόπο επίσης γνωστών ξένων συγγραφέων και σπανίζουν επί των ημερών μας και συνιστούν κομμάτι της λογοτεχνικής ιστορίας, αναμένεται σε προσεχές τεύχος η λύση του "κουίζ". Την εικονογράφηση του αφιερώματος ανέλαβε ο γνωστός σκιτσογράφος και πεζογράφος, Δημήτρης Πετσετίδης.
Επί του πιεστηρίου μας πρόλαβε το νέο διπλό τεύχος, αφιερωμένο στο νεοελληνικό σουρεαλισμό, το οποίο συνοδεύεται από CD με τη φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου. Αυτό, όμως, δεν μειώνει το ενδιαφέρον του προηγούμενου τεύχους. Άλλωστε, δεν θα συμπλήρωνε "Το Δέντρο" τριακονταετία, αν τα αφιερώματά του δεν είχαν αντοχή στο χρόνο.
Μ. Θ.

Άγγελοι και δαίμονες

Μαρία Κουγιουμτζή
"Άγριο βελούδο"
Εκδόσεις Καστανιώτη
Οκτώβριος 2008

Ο τίτλος του πρώτου διηγήματος, "Άγριο βελούδο", προκρίθηκε ως τίτλος ολόκληρος της συλλογής, πιθανώς και γιατί είναι ο μόνος εντυπωσιακός μεταξύ των είκοσι επτά τίτλων ισάριθμων διηγημάτων. Τελικά, όμως, οι δυο αλληλοαναιρούμενες λέξεις, που τον απαρτίζουν, με τις ερωτικές συνδηλώσεις τους, φαίνεται να ταιριάζουν γάντι στις ετερόκλιτες ιστορίες του βιβλίου, ανεξάρτητα αν λίγες μόνο από αυτές θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ερωτικές. Ακριβολογώντας, θα αρκούσε το επίθετο άγριος, με τις πολλαπλές αποχρώσεις του, από το πρωτόγονο στοιχείο μέχρι το ανήμερο και βίαιο, για να χαρακτηριστούν τα διηγήματα. Μακράν, πάντως, της κυριολεκτούσης σημασίας, που αναφέρεται στην τραχύτητα κατά την αφή ως το αντίθετο του μαλακού και απαλού, που συνάδει με το βελούδο, καθώς το θέμα των ιστοριών είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όταν δοκιμάζονται σε τεταμένες ή και έκρυθμες καταστάσεις, οπότε και η γλώσσα κινείται στο μεταφορικό πεδίο.
Ανάλογα άγρια διηγήματα γράφονται συνήθως από νεότερους ηλικιακά συγγραφείς, με επιδράσεις κυρίως από την αμερικανική λογοτεχνία. Γι' αυτό και ερχόμενα από μια Θεσσαλονικιά, που, αν εμφανιζόταν στην ώρα της, θα συμβάδιζε με τη γενιά του '70, συνιστούν έκπληξη. Πάντως, ο συνδετικός κρίκος των ιστοριών δεν είναι ο τόπος, που μένει στα περισσότερα διηγήματα απροσδιόριστος ή το πολύ-πολύ να αναφέρονται κάποια ξενικά τοπωνύμια και μόνο κατ' εξαίρεση, ορισμένα μέρη της συμπρωτεύουσας. Ούτε, όμως, ο χρόνος, που, κατά κανόνα δεν προσδιορίζεται και μόνο στο μότο ενός διηγήματος παρατίθεται η ημερομηνία, "Χριστούγεννα 1952", ενώ, σε ένα δυο άλλα, υποδηλώνεται η εποχή του Εμφυλίου. Τελικά, αν ζητείται ένας κοινός παρονομαστής για τις ιστορίες, πιθανώς αυτός να βρίσκεται στο επιχειρούμενο αγκάλιασμα τρυφερότητας και σκληρότητας, σύμφωνα και με το σημείωμα του οπισθόφυλλου, που, όμως, όπως αρμόζει σε παρόμοιες καταχωρήσεις, εξαίρει, ρέποντας προς τη γλαφυρότητα.
Τα περισσότερα άγρια διηγήματα, τουλάχιστον των τελευταίων χρόνων, αφορούν, παρίες, κυρίως πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά και ερωτικά παραβατικούς, όπως οι τραβεστί και οι παιδεραστές, με ένα λόγο πασχίζουν να προβάλλουν τον περιβόητο Άλλο των μεγαλουπόλεων. Στις ιστορίες της Κουγιουμτζή, πιθανώς και γιατί οι περισσότερες γράφτηκαν σε προηγούμενα χρόνια, όσο τουλάχιστον μπορούμε να κρίνουμε από τα επτά δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά διηγήματα, πρωταγωνιστούν μεν ταλαίπωροι, μεταξύ αυτών και ένας μετανάστης, τουλάχιστον ένας τραβεστί, ένας ίσως και δυο επίδοξοι παιδεραστές, αλλά υπερισχύουν οι καταπιεσμένοι κατά μια μάλλον διαχρονική αντίληψη ή, και γενικότερα, οι κατατρεγμένοι από τη μοίρα, όπως παλαιότερα συνήθιζαν να αποκαλούν όσους τους λάχαιναν κακιές αρρώστιες και άκαιροι θάνατοι.
Ακόμη και οι ερωτικές ιστορίες της Κουγιουμτζή μόνο ροζ δεν είναι, καθώς, ευθύς εξ αρχής, με το που περιγράφονται οι ήρωες, φαίνεται πως βαίνουν κατά κρημνών. Όπως εκείνα τα παράδοξα τρίο, που σκιαγραφούνται σε δυο διηγήματα, το "Άγριο Βελούδο" και το "Ιζόλδη". Αχώριστοι οι τρεις τους στο πρώτο, με αμφίσημες φυλετικές ταυτότητες, βρίσκονται συνεχώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Εξ ανάγκης συνυπάρχοντες στο δεύτερο, με τον τρίτο, έναν επιθετικό παρείσακτο, που αποκαλύπτει τα τρυφερά του αισθήματα μόνο σε κρίσιμες καταστάσεις. Πάντως, το κατ' εξοχήν ερωτικό διήγημα της συλλογής, το "Ανατροπή", δείχνει μάλλον σαν φαντασιακή πραγμάτωση της τέλειας σαδομαζοχιστικής σχέσης, όπου η βία έρχεται σαν επακόλουθο ανήμερης ζήλιας και η υποταγή ως συνέπεια μαζοχιστικής εμμονής, με τους ήρωες να μένουν ένα βήμα πριν το φονικό, που, ωστόσο, σε άλλες ιστορίες, όχι μόνο συντελείται, αλλά αποτελεί, τρόπον τινά, τον πρωταρχικό πυρήνα του μύθου. Αν και οι σκληρότερες ιστορίες έχουν ως κυρίως θέμα τη βία με την ωμή μορφή του σεξουαλικού καταναγκασμού, που ασκείται από τη θέση του εκάστοτε ισχυρού, είτε αυτός τυχαίνει να είναι το αφεντικό είτε ο αστυνομικός. Άγριες ιστορίες, που θα μπορούσαν να κριθούν έως και παρατραβηγμένες, ιδιαίτερα αυτές που λείπει ακόμη και σαν πρόφαση η ερωτική έλξη.
Σε ορισμένα διηγήματα, από τα πιο επιτυχημένα της συλλογής, όλα συμβαίνουν μέσα από τη σκοπιά και την αντιληπτική ικανότητα, που διαθέτει ένα κοριτσάκι. Και πάλι, τα γεγονότα είναι ασυνήθη και συχνά απωθητικά, ακόμη και ο ερωτισμός, όταν υπάρχει, μοιάζει διάστροφος, ωστόσο το ενδιαφέρον βρίσκεται στον τρόπο, που το παιδί βιώνει την τρυφερότητα και τη βία. Η Κουγιουμτζή κατορθώνει να ανιχνεύσει τον ψυχισμό ενός παιδιού, την προσήλωση ή και την εκδικητικότητα, που επιδεικνύει προς τους ενήλικες, αισθήματα, που συνήθως κουβαλάει μέχρι και την ωριμότητα. Λιγότερο επιτυχημένα δείχνουν τα διηγήματα, που οι ήρωες, κατά κανόνα γυναίκες, αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν μια δικαιότερη τάξη πραγμάτων, φθάνοντας μέχρι και το έγκλημα. Κι αυτό γιατί η συγγραφέας παραμελεί την ψυχολογική παράμετρο, που στέκεται κατά κανόνα αποτρεπτική σε παρόμοιες ακραίες συμπεριφορές.
Όπως και να έχει, αν πράγματι θεωρήσουμε τον μυθοπλαστικό κόσμο της Κουγιουμτζή σαν ένα σύμπαν αγγέλων και δαιμόνων, όπως προτρέπει το σημείωμα του οπισθόφυλλου, πειστικότεροι προβάλλουν οι δαίμονες, ενώ οι άγγελοι φαίνεται να πλάστηκαν εξ ανάγκης, προς εξισορρόπηση. Πειστικοί δείχνουν μόνο όταν επανέρχονται σαν σκιές και φάσματα, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μετά θάνατο σαρανταήμερο, που είναι ακόμη προσκολλημένοι στα εγκόσμια. Σε κάποια διηγήματα, ως κυρίως θέμα ή και σαν καταληκτήριο εύρημα, η Κουγιουμτζή αποπειράται άνοιγμα προς το μεταφυσικό, όπως άλλωστε, τον τελευταίο καιρό, όλο και περισσότεροι συγγραφείς. Σε ένα από αυτά, πιθανώς το εντελέστερο, οι πεθαμένοι συγχρωτίζονται με τους τρελούς και η αφήγηση κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασιακού.
Γενικότερα, η αφήγηση θέλγει με τις περιγραφές, που εστιάζουν στα πρόσωπα, αποκαλύπτοντας, με ένα πλούσιο μεταφορικό λόγο, τα κρυμμένα αισθήματα. Ακόμη και τα πιο αδύνατα, από πλευράς πλοκής, διηγήματα σώζονται με τον αργό και υπαινικτικό τρόπο που προχωρά η διήγηση, χωρίς να ξεκαθαρίζει τους ρόλους και τις καταστάσεις, διατηρώντας μια παράξενη ρευστότητα που εντείνει το σασπένς της αμφισημίας, για να καταλήξει στην ανατροπή των σχέσεων, καθώς ο αδύνατος κατορθώνει ακόμη και την ύστατη στιγμή, σε μερικές μάλιστα ιστορίες μεταθανατίως, να πάρει εκδίκηση. Παραδόξως, ενώ η αφήγηση επιμένει σε ακραίες, ως επί το πλείστον, νοσηρές καταστάσεις, συνάμα ξεχειλίζει από τρυφερότητα, οπότε, ακόμη και η συχνά μελοδραματική έξοδος από τη ζωή ενός ήρωα, δείχνει σαν επινόηση παραμυθίας για όλους τους αδικαίωτους.

Μ. Θεοδοσοπούλου