Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Δεινά γυναικών

Μαί­ρη Μι­κέ
«Κόκ­κι­νες ου­λές»
Εκδ. Ίκα­ρος
Οκτ. 2015

Πλή­θος οι α­πο­χρώ­σεις του μαύ­ρου στο πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο της Μαί­ρης Μι­κέ. Από το μαύ­ρο του α­πό­λυ­του σκο­τα­διού έως “το ε­κτυ­φλω­τι­κό μαύ­ρο” της “α­φέγ­γα­ρης νύ­χτας”. Ού­τε καν α­πο­χρώ­σεις του γκρι, που βρί­σκε­ται μεν κο­ντά στο μαύ­ρο, αλ­λά δια­σκε­δά­ζε­ται με ι­σχνή α­πό­χρω­ση λευ­κού. Επι­στρα­τεύου­με την πρό­σφο­ρη, σε με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις, ση­μειο­λο­γία των χρω­μά­των, κα­θώς, α­νέ­κα­θεν, ση­μα­το­δο­τεί ψυ­χο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις ή και ευ­ρύ­τε­ρα, πα­ρα­πέ­μπει σε φυ­σι­κά και οι­κο­νο­μι­κο-κοι­νω­νι­κά  φαι­νό­με­να. Ει­δάλ­λως, χω­ρίς τη βοή­θεια των χρω­μά­των, πως να χα­ρα­κτη­ρί­σου­με τις α­ντι­δρά­σεις, που προ­κα­λεί μία πρώ­τη α­νά­γνω­ση των ι­στο­ριών της. Εκτός και αν κα­τα­φύ­γου­με στον πρό­σφα­το νε­ο­λο­γι­σμό της ο­μή­λι­κης συ­να­δέλ­φου της στα πα­νε­πι­στη­μια­κά έ­δρα­να του Αρι­στο­τε­λείου, Βε­νε­τίας Απο­στο­λί­δου, το “μη α­πό­λαυ­ση”, ό­που η σύ­ντα­ξη του αρ­νη­τι­κού μο­ρίου με ο­νο­μα­στι­κό τύ­πο α­ντι­στρέ­φει την έν­νοια της λέ­ξης, δη­λώ­νο­ντας την άρ­νη­σή της. Απηλ­λαγ­μέ­νη, ό­μως, α­πό ποιο­τι­κές συν­δη­λώ­σεις, τις ο­ποίες με­τα­φέ­ρουν τα υ­πάρ­χο­ντα ου­σια­στι­κά, ό­πως, λ.χ., η δυ­σα­ρέ­σκεια. Δε­δο­μέ­νου ό­τι δεν θέ­λου­με, εκ προοι­μίου, να α­πο­φαν­θού­με για το εν­δια­φέ­ρον του συγ­γρα­φι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος, πα­ρά μό­νο να το­νί­σου­με το αί­σθη­μα δυ­σφο­ρίας ή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κής πίε­σης, που μας κυ­ρίευ­σε στη δο­κι­μα­σία της πρώ­της α­νά­γνω­σης.
Αλλά, πα­ρά τα ό­ποια στε­νό­χω­ρα συ­ναι­σθή­μα­τα, συ­νε­χί­σα­με την α­νά­γνω­ση. Δη­λα­δή, ε­μπί­πτου­με στην πε­ρί­πτω­ση, που η Απο­στο­λί­δου ε­ξε­τά­ζει στο πρό­σφα­το δο­κί­μιό της, «Ζη­τή­μα­τα α­νά­γνω­σης», “ο α­να­γνώ­στης να συ­νε­χί­ζει, διό­τι υ­πάρ­χει κά­ποιος λό­γος, έ­χει κί­νη­τρο”. Μό­νο που ε­κεί­νη, κα­τά την α­νά­πτυ­ξη του θέ­μα­τος, δεν ε­ξαί­ρει την ε­πι­και­ρό­τη­τά του. Πι­θα­νώς να μην πα­ρα­κο­λου­θεί συ­στη­μα­τι­κά την λε­γό­με­νη πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης, ο­πό­τε και της δια­φεύ­γει ο ζό­φος που κυ­ριαρ­χεί στις σε­λί­δες της. Αυ­τό το βα­θύ σκο­τά­δι της πα­ντε­λούς ελ­λεί­ψεως αι­σιό­δο­ξων προο­πτι­κών, που έ­χει κα­τα­στή­σει για τον ε­παγ­γελ­μα­τία βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή την “μη α­πό­λαυ­ση” της α­νά­γνω­σης κα­νό­να. Ανα­γκαίο, ό­μως, εί­ναι να αι­τιο­λο­γή­σου­με την δι­κή μας ε­πι­μο­νή, ώ­στε να μην μας α­πο­δο­θεί ως κί­νη­τρο η συγ­γρα­φή μίας α­κό­μη βι­βλιο­πα­ρου­σία­σης. Αν ή­ταν θέ­μα συ­νέ­πειας σε μία ε­βδο­μα­διαία ε­να­σχό­λη­ση, θα εί­χαν σει­ρά ουκ ο­λί­γα βι­βλία, που εκ­δο­τι­κά προ­η­γή­θη­καν και τα ο­ποία έ­χου­με ε­γκα­τα­λεί­ψει σε στά­διο η­μι­τε­λούς α­νά­γνω­σης.
Η α­παι­σιο­δο­ξία μπο­ρεί να ται­ριά­ζει και στο βι­βλίο της Μι­κέ, αλ­λά, σε αυ­τό, ο λό­γος εί­ναι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κός. Δεν πρό­κει­ται για “μι­κρές κα­θη­με­ρι­νές ι­στο­ρίες”, ό­πως συ­στή­νε­ται στο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου. Οι δι­κές της μαύ­ρες ι­στο­ρίες ε­ξει­κο­νί­ζουν τα αι­σθή­μα­τα και τη ζωή γυ­ναι­κών πα­λαιό­τε­ρων και­ρών. Αν και α­πο­φεύ­γο­νται “α­κρι­βείς χρο­νι­κοί και χω­ρι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί”, το βά­θος χρό­νου ο­ρί­ζε­ται πλα­γίως σε ε­κεί­νο της ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τίας, ξε­κι­νώ­ντας α­πό την ε­μπό­λε­μη δε­κα­ε­τία του ’40. Ενώ, ο τό­πος δεί­χνει προς τη Βό­ρεια Ελλά­δα, με εμ­φα­νέ­στε­ρο ση­μείο τη γε­νέ­τει­ρα της συγ­γρα­φέως, την Κα­βά­λα. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, ό­μως, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­λων των ι­στο­ριών εί­ναι, ό­τι στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό γυ­ναι­κεία πά­θη. Στο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου, η α­πο­κλει­στι­κή ε­στία­ση στη γυ­ναί­κα α­πο­σιω­πά­ται. Αντ’ αυ­τής, ως κέ­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντος των ι­στο­ριών, προσ­διο­ρί­ζε­ται “το πά­σχον σώ­μα”. Μό­νο που το σώ­μα, ως δη­λω­τι­κό της έν­σαρ­κης   υ­πό­στα­σης του αν­θρώ­που, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δυο φύ­λα. Θα α­πο­τε­λού­σε φυ­λε­τι­κή διά­κρι­ση το μο­νο­πώ­λιο ε­νός “πά­σχο­ντος σώ­μα­τος” α­πό το θή­λυ, έ­στω και αν η γυ­ναί­κα, σε άλ­λες ε­πο­χές, ή και σή­με­ρα, σε άλ­λα ση­μεία του πλα­νή­τη, συ­νι­στά δι­πλά “πά­σχον σώ­μα”, κα­θώς, ε­πι­προ­σθέ­τως, υ­φί­στα­ται την αν­δρι­κή ε­ξου­σία.
Όσο α­φο­ρά τις ι­στο­ρίες του βι­βλίου, το γε­γο­νός ό­τι ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στη γυ­ναί­κα μάλ­λον λει­τουρ­γεί σε βά­ρος της α­φη­γη­μα­τι­κής οι­κο­νο­μίας. Σχε­δόν ω­θεί­ται στο άλ­λο ά­κρο, έ­τσι ό­πως ε­ξα­λεί­φει τον άν­δρα α­κό­μη και α­πό ρό­λους δευ­τε­ρα­γω­νι­στή. Ανδρι­κοί χα­ρα­κτή­ρες δεν πλά­θο­νται, σε ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες μό­λις που σκια­γρα­φού­νται, και ε­κεί σχη­μα­τι­κά, α­κο­λου­θώ­ντας  μάλ­λον  τυ­πο­ποιη­μέ­να κοι­νω­νι­κά πρό­τυ­πα,  ό­πως  του άν­δρα δυ­νά­στη ή και βα­σα­νι­στή. Τε­λι­κά, ό­μως, το πό­σο αι­σθη­τή γί­νε­ται αυ­τή η αν­δρι­κή α­που­σία, ε­ξαρ­τά­ται α­πό την ε­πι­λε­χθεί­σα μορ­φή. Αλλιώς λει­τουρ­γεί σε μία ρε­α­λι­στι­κή α­φή­γη­ση κι αλ­λιώς στην α­πο­τύ­πω­ση ε­νός ε­νύ­πνιου ε­φιάλ­τη. Πα­ρά­δειγ­μα, έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής, «Η μη­λί­τσα», ό­που η α­φή­γη­ση κε­ντιέ­ται με στί­χους α­πό το ο­μό­τιτ­λο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και μά­λι­στα, στα­χυο­λο­γεί α­πό δυο γνω­στές πα­ρα­λο­γές του, την λευ­κα­δί­τι­κη και την μα­κε­δο­νί­τι­κη. Η συγ­γρα­φέ­ας με­τα­πλά­θει τους στί­χους σε πε­ζό λό­γο, με ε­ξαί­ρε­ση έ­ναν στί­χο που χω­νεύει α­κέ­ραιο, κρα­τώ­ντας α­πό το ά­σμα το κου­βέ­ντια­σμα με “τη μη­λιά, μη­λί­τσα, που ’ναι στο γκρε­μό, τα μή­λα φορ­τω­μέ­νη”. Ακό­μη, συ­μπλη­ρώ­νει τα τρα­γου­δι­σμέ­να δρώ­με­να, με νε­κρό­δει­πνο “στα σα­ρά­ντα μνή­μα­τα με α­δέρ­φια και ξα­δέρ­φια”, ε­νώ, πα­ρα­δί­πλα, “το πα­ρά­μνη­μα βα­ρια­να­στε­νά­ζει”. Έτσι, α­πό “την τρε­λή μη­λιά” συν­θέ­τει μία ε­φιαλ­τι­κή κα­τά­βα­ση “στο μαύ­ρο πο­τά­μι του πα­ρελ­θό­ντος”.
Την ί­δια δε­ξιό­τη­τα, α­πρό­σμε­νη για πρω­τό­πει­ρο διη­γη­μα­το­γρά­φο, ε­πι­δει­κνύει στην προ­τασ­σό­με­νη ι­στο­ρία, «Εξό­ρι­στοι ρό­λοι». Όχι μπλε, σω­στό­τε­ρα μαύ­ρος, θα πρέ­πει να ή­ταν ο ο­ρί­ζο­ντας, τέ­λη Γε­νά­ρη ’50, που με­τέ­φε­ραν τις τε­λευ­ταίες ε­ξό­ρι­στες α­πό το Τρί­κε­ρι στην Μα­κρό­νη­σο. Από αυ­τό το χρο­νι­κό ση­μείο, ξε­κι­νά­ει η πρώ­τη ι­στο­ρία, που ση­μα­το­δο­τεί και το πιο μα­κρι­νό ση­μείο “του μαύ­ρου πα­ρελ­θό­ντος”, με “το νη­σί, γυ­μνό φα­λα­κρό”, μό­νο “φρυγ­μέ­νο χώ­μα” και α­ντί για πο­τά­μι, “χεί­μαρ­ρος”, που πλημ­μυ­ρί­ζει, πα­ρα­σέρ­νο­ντας τα πά­ντα, α­κό­μη και τις «Τρωά­δες», την πα­ρά­στα­ση που οι ε­ξό­ρι­στες μο­χθού­σαν να α­νε­βά­σουν. Έτοι­μα τα πρό­σω­πα, Εκά­βη, Ανδρο­μά­χη, Κασ­σάν­δρα, με τα πά­θη τους δρα­μα­το­ποιη­μέ­να α­πό τον Ευ­ρι­πί­δη. Η α­φή­γη­ση τα φέρ­νει στα μέ­τρα των σκο­τω­μών και των μαρ­τυ­ρίων της δε­κα­ε­τίας του ’40.
Στην ε­πό­με­νη ι­στο­ρία, που α­πο­τυ­πώ­νει τη μοί­ρα των γυ­ναι­κών στην με­τεμ­φυ­λια­κή πε­ρίο­δο, ο μύ­θος συ­γκε­ντρώ­νει στο ί­διο πρό­σω­πο πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας κα­κο­τυ­χίες. Όλες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές της ε­πο­χής, ό­πως της ψυ­χο­κό­ρης, του στα­νι­κού γά­μου, της α­πο­μά­κρυν­σης α­πό τα γε­νέ­θλια χώ­μα­τα. Αυ­τή η τε­λευ­ταία, μά­λι­στα, πα­ρου­σιά­ζε­ται πιο ε­πώ­δυ­νη, κα­θώς η γυ­ναί­κα α­πό κα­μπί­σια, με την α­πο­ξή­ραν­ση α­πό τα έ­λη των Φι­λίπ­πων, βρέ­θη­κε στο α­νοί­κειο θα­λασ­σι­νό πε­ρι­βάλ­λον της Κα­βά­λας, με έ­ναν ξέ­νο άν­δρα. Εύ­στο­χος ο τίτ­λος, «Στε­κά­με­να νε­ρά», α­πο­δί­δει τη ζωή της πα­ντρε­μέ­νης και μη­τέ­ρας. Αν, ό­μως, δι­νό­ταν πνοή στον σύ­ζυ­γο, θα ε­ξι­σορ­ρο­πεί­το κά­πως η κα­θ’ υ­περ­βο­λήν δρα­μα­το­ποιη­μέ­νη α­φή­γη­ση. Αυ­τός συ­στή­νε­ται ως “κα­λο­βαλ­μέ­νος υ­γειο­νο­μι­κός υ­πάλ­λη­λος”, που ε­ρω­τεύ­τη­κε κε­ραυ­νο­βό­λα την δε­κα­ε­πτά­χρο­νη και την πή­ρε με το φου­στά­νι που φο­ρού­σε, ό­πως έ­λε­γαν οι πα­λαιό­τε­ροι. Ανά­με­σα στις με­τρη­μέ­νες κα­λές ψυ­χές στο αρ­σε­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον του βι­βλίου, του α­ντι­στοι­χού­σε πιο ε­νερ­γή συμ­με­το­χή στο μύ­θο, που θα κα­θά­ρι­ζε και τη γρι­φώ­δη κα­τά­λη­ξη.
Κά­ποια δει­νά των γυ­ναι­κών ε­πα­νέρ­χο­νται ως μο­τί­βα ή και κυ­ρίως θέ­μα­τα σε πε­ρισ­σό­τε­ρες ι­στο­ρίες. Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, η α­φή­γη­ση σε υ­ψη­λούς τό­νους, χω­ρίς τις δια­κυ­μάν­σεις που κά­θε φο­ρά α­ντι­στοι­χούν στο μέ­γε­θος των τα­λαι­πω­ριών, έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι α­δυ­να­τί­ζει την πει­στι­κό­τη­τά της. Ταυ­τό­χρο­να, α­φαι­ρεί την α­ξία της ως ντο­κου­μέ­ντο μίας ε­πο­χής, που το γυ­ναι­κείο “σώ­μα ή­ταν ε­γκλω­βι­σμέ­νο και πει­θή­νιο σε τε­χνο­λο­γίες ε­ξου­σίας”,  κα­τά τη δο­κι­μια­κής υ­φής φρα­σε­ο­λο­γία στο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου. Για πα­ρά­δειγ­μα, δια­φο­ρε­τι­κή η στε­νο­χώ­ρια της γα­μή­λιας α­να­χώ­ρη­σης α­πό ε­κεί­νη της με­τα­νά­στευ­σης στη Γερ­μα­νία. Όπως στην ι­στο­ρία της κο­πέ­λας α­πό το α­πο­μα­κρυ­σμέ­νο χω­ριό, που εί­χε τα­λέ­ντο στο σχέ­διο και η πα­τρι­κή ε­ξου­σία φά­νη­κε ευ­νοϊκή. Το δι­κό της δρά­μα έ­γκει­ται στην α­πώ­λεια της έ­μπνευ­σης, κα­θώς “η μα­νία της έκ­φρα­σης” ε­ξα­νε­μί­στη­κε στα μο­λυ­βέ­νια σχε­δόν μαύ­ρα βό­ρεια το­πία.
Στη σχε­τι­κά με­γά­λη γκά­μα πε­ρι­πτώ­σεων, που ε­πι­ζη­τά να κα­λύ­ψει η συγ­γρα­φέ­ας, υ­πάρ­χει και ε­κεί­νη της κό­ρης, που πε­τυ­χαί­νει στις σπου­δές, “με έ­ρευ­νες, δια­τρι­βές και δη­μο­σιεύ­σεις”. Της “ώ­ρι­μης ε­πι­στη­μό­νισ­σας”, ό­πως αυ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, που α­φη­γεί­ται α­πό τη δι­κή της ο­πτι­κή, αν­τλώ­ντας α­πό το φροϋδι­κό ο­πλο­στά­σιο, τη μη­τρι­κή κα­τα­πίε­ση, που ευ­νου­χί­ζει τον έ­ναν α­δελ­φό, τρέ­πο­ντας σε φυ­γή τον άλ­λο, μέ­χρι τη δι­κή της εκ­γύ­μνα­ση στην πει­θαρ­χία. Η α­φή­γη­ση ζω­ντα­νεύει την α­πο­πνι­κτι­κή οι­κο­γε­νεια­κή α­τμό­σφαι­ρα, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές λε­πτο­μέ­ρειες, χω­ρίς πλα­τεια­σμούς. Μό­νο που οι θε­μα­τι­κοί πυ­ρή­νες εί­ναι τό­σο χρη­σι­μο­ποιη­μέ­νοι, ώ­στε μία α­κό­μη ρε­α­λι­στι­κή α­νά­πτυ­ξή τους να μην κε­ντρί­ζει το εν­δια­φέ­ρον.
Ύστε­ρα, ό­λες οι με­τα­να­στεύ­σεις στη Γερ­μα­νία δεν ή­ταν το ί­διο ο­δυ­νη­ρές. Λ.χ., άλ­λος ο πό­νος του χω­ρι­σμού της κό­ρης που πά­ει για σπου­δές και άλ­λος της Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τισ­σας, που α­φή­νει πί­σω σύ­ζυ­γο και παι­διά, για να πά­ει γα­ζώ­τρια σε γερ­μα­νι­κή βιο­μη­χα­νία και να βγά­λει τον ε­πιού­σιο της οι­κο­γέ­νειας. Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η α­φή­γη­ση πρέ­πει να κά­νει α­φαί­μα­ξη της συ­γκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης και ό­χι να την ε­πι­τεί­νει α­κό­μη και με τον τίτ­λο, «Ακρω­τη­ρια­σμοί». Αλλά και η θε­μα­τι­κά συμ­με­τρι­κή ι­στο­ρία, της γυ­ναί­κας, που μέ­νει “σε ρη­μαγ­μέ­νες ε­παρ­χίες”, τέ­λη δε­κα­ε­τίας του ’50, για­τρο­πο­ρεύο­ντας τον άρ­ρω­στο ά­ντρα της, “βα­στα­δό­ρο στα κα­πνά”, και α­να­σταί­νο­ντας τα παι­διά τους,  εί­ναι και αυ­τή α­πό τη φύ­ση της τρα­γι­κή. Η ε­πι­πλέ­ον μυ­θο­πλα­στι­κή πλο­κή, με την βιαιο­πρα­γία του Βουλ­γά­ρου στην ε­φη­βεία της γυ­ναί­κας, την ο­ποία ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ε­τοι­μο­θά­να­τη στην κό­ρη της, ο­πό­τε ε­κεί­νη, που έ­χει στα­διο­δρο­μή­σει “στα έν­δο­ξα πα­νε­πι­στη­μια­κά ι­δρύ­μα­τα της Εσπε­ρίας”, με “βου­βό κλά­μα” κα­τα­νό­η­σης σβή­νει τη μη­τρι­κή α­μαρ­τία και φέρ­νει την α­νά­στα­ση, δεί­χνει μεν ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, προ­σθέ­τει, ό­μως, με­λο­δρα­μα­τι­κές νό­τες.
Οπως και να έ­χει, ο Εμφύ­λιος και τα με­τεμ­φυ­λια­κά χρό­νια κα­λύ­πτο­νται με ι­στο­ρίες ά­με­σα συ­νυ­φα­σμέ­νες με το ι­στο­ρι­κό πλαί­σιο, ε­νώ η ι­στο­ρία για τα χρό­νια της δι­κτα­το­ρίας, με τη γυ­ναί­κα δε­σμώ­τη στο ε­χθρι­κό σόι του συ­ζύ­γου, που ε­ξει­κο­νί­ζε­ται με το τυ­πι­κό δί­δυ­μο πε­θε­ράς-κου­νιά­δας, θα μπο­ρού­σε να συμ­βαί­νει σε ο­ποιο­δή­πο­τε χρό­νο, αρ­κεί ο σύ­ζυ­γος να ή­ταν σε θέ­ση να ε­πι­βάλ­λει πα­ρό­μοιες, της α­ρε­σκείας του, συ­νυ­πάρ­ξεις. Εκεί­νο, ω­στό­σο, που δια­κρί­νει την εν λό­γω ι­στο­ρία, εί­ναι η ευ­φά­ντα­στη κα­τά­λη­ξη, για την ο­ποία προϊδεά­ζει ο τίτ­λος, «Γλυ­κά ζα­χα­ρο­πλα­στείου». Πα­ρα­πλή­σιες κα­τα­λη­κτι­κές ε­πω­δοί υ­πάρ­χουν και σε άλ­λες ι­στο­ρίες. Πρό­κει­ται για αυ­το­χει­ρια­σμούς, που δεί­χνουν γό­νι­μη φα­ντα­σία, κα­θώς η συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­νο­εί υ­περ­ρε­α­λί­ζου­σες α­πο­δρά­σεις α­πό τα ε­γκό­σμια, δί­νο­ντας πνοή σε θε­μα­τι­κά μο­νό­τρο­πες ι­στο­ρίες, ό­που μι­κρές κοι­νω­νίες κα­τα­δι­κά­ζουν πα­ρά­νο­μους ε­ρω­τι­κούς δε­σμούς ή τη συ­ζυ­γι­κή στει­ρό­τη­τα, ε­νώ α­ναι­δείς πι­τσι­ρι­κά­δες χλευά­ζουν αν­θρώ­πους α­νά­πη­ρους, σα­κά­τη­δες και τρε­λούς. Και σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, το μέ­νος στρέ­φε­ται ε­νά­ντια στη γυ­ναί­κα, ε­κεί­νη εί­ναι η στεί­ρα, η με­γα­λο­κο­πέ­λα, η α­νή­θι­κη, η τρε­λή. Ενώ, για ε­κεί­νον, υ­πάρ­χουν πά­ντο­τε ε­λα­φρυ­ντι­κά.
Όσο για τις ι­στο­ρίες, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε έ­ναν πα­ρο­ντι­κό χρό­νο, εί­τε πρό­κει­ται για γη­γε­νή “σκο­τει­νά α­ντι­κεί­με­να του πό­θου” και ο­ρο­θε­τι­κές εκ­δι­δό­με­νες εί­τε για ει­σα­γό­με­να α­πό το βορ­ρά κο­ρί­τσια, και πά­λι τα στε­ρεό­τυ­πα σχή­μα­τα α­πο­δυ­να­μώ­νουν άρ­τια στρω­μέ­νες και α­φη­γη­μέ­νες ι­στο­ρίες. Προ­βλέ­πε­ται, ω­στό­σο, μία α­κρο­τε­λεύ­τια, 17η ι­στο­ρία, με τον δη­λω­τι­κό τίτ­λο, «Μυ­στι­κός νε­κρό­δει­πνος»,  που κα­τα­λή­γει, προς α­να­γνω­στι­κή α­πό­λαυ­ση, σε παν­δαι­σία χρω­μά­των. Στο δεί­πνο, γί­νε­ται α­νά­κλη­ση στη μνή­μη ό­λων των η­ρωί­δων, αυ­το­χεί­ρων και μη. Συ­νο­λι­κά εί­κο­σι, α­φού η μα­κρο­νη­σιώ­τι­κη ι­στο­ρία με­τρά­ει τις τρεις ευ­ρι­πί­δειες και η τε­λευ­ταία, τη συγ­γρα­φέα. Παίρ­νο­ντας αυ­τή τη σκυ­τά­λη α­πό τον μα­κρι­νό πρό­γο­νο, τον Κρη­τι­κό Μπερ­γα­δή, ε­πι­χει­ρεί την κά­θο­δο στον Άδη, πι­στεύο­ντας, ό­πως και ε­κεί­νος, ό­τι η λή­θη των νε­κρών εί­ναι έ­νας άλ­λος θά­να­τος. Η Μι­κέ, με μό­το, που προ­δί­δει τη φι­λο­λο­γι­κή της κα­τα­γω­γή, αι­τιο­λο­γεί την πε­ζο­γρα­φι­κή της δο­κι­μή. Να α­φη­γη­θεί ή­θε­λε, το “πώς τα φάρ­μα­κα της γρα­φής μπο­ρούν την τα­χύ­τη­τα της λή­θης να α­να­κό­ψου­ν”. 
Μέ­νει, ω­στό­σο, ζη­τού­με­νο, κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για έ­να νέο ξε­κί­νη­μα ή για δια­φο­ρε­τι­κής μορ­φής εκ­δή­λω­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος της συγ­γρα­φέως για τα έμ­φυ­λα και φυ­λε­τι­κά προ­βλή­μα­τα, που την α­πα­σχο­λούν α­πό το ξε­κί­νη­μα της πα­νε­πι­στη­μια­κής πο­ρείας της. Από ε­κεί­νο το συ­νέ­δριο του 1991 για τη γυ­ναι­κεία γρα­φή μέ­χρι τα πρό­σφα­τα μα­θή­μα­τα στις Σπου­δές φύ­λου. Δί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες στο πρώ­το. Γι’ αυ­τό, α­κρι­βώς, θεω­ρή­σα­με α­πα­ραί­τη­το τον σχο­λια­σμό, με α­πο­κλει­στι­κές α­να­φο­ρές  σε ι­σχυ­ρά και α­δύ­να­μα ση­μεία των διη­γη­μά­των
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/12/2015
Φωτ. Κ. Μπαλάφα